Category Archives: Νεοφιλελεύθερη ρητορική και τεχνικές εξουσίας

Η δεύτερη πράξη του ελληνικού δράματος

Το ελληνικό δράμα των πέντε τελευταίων ετών έχει αποκτήσει τους τελευταίους μήνες μία διαφορετική χροιά. Τα προηγούμενα πέντε χρόνια εφαρμόστηκε μία πολιτική σκληρής λιτότητας, η οποία κάθε λίγο υποτίθεται ότι έβγαζε την Ελλάδα από την κρίση. Στην πραγματικότητα η ελληνική κοινωνία και οικονομία δέχονταν αλλεπάλληλα χτυπήματα οδηγώντας σε λουκέτα, ανεργία και φτώχεια. Μέσα από διαδικασίες στρέβλωσης της λαϊκής βούλησης, τρομοκρατία και φόβο, αλλά και την ανοικτή αντιδημοκρατική λειτουργία των προηγούμενων κυβερνήσεων, η ελληνική κοινωνία ανέχτηκε αυτή την πολιτική παρά τις θυελλώδεις αντιδράσεις.

Η απολύτως καταστροφική πολιτική των μνημονίων υπερκέρασε φόβους, τρομοκρατία, απειλές κ.ο.κ και οδήγησε τον ελληνικό λαό να δώσει τη δυνατότητα σε άλλες πολιτικές δυνάμεις να σχηματίσουν κυβέρνηση, με εντολή να αλλάξει η πολιτική της λιτότητας. Από εκείνη τη στιγμή, εκτυλίσσεται η δεύτερη πράξη του ελληνικού δράματος.

Η πολιτική της λιτότητας δεν μπορεί πλέον να συνεχιστεί έως ότου, είτε πέσει η νέα κυβέρνηση, είτε υποχρεωθεί να την ακολουθήσει. Η πολιτική της λιτότητας, λοιπόν, αντικαταστάθηκε από τη χρηματοδοτική ασφυξία. Τα καταστροφικά και υφεσιακά αποτελέσματα δεν θα παράγονται από τη λιτότητα, αλλά από τη χρηματοδοτική ασφυξία.
Το ελληνικό δράμα, σε αυτούς τους μήνες, ξεκαθάρισε ένα πράγμα: η βασικότερη μέριμνα για τη νεοφιλελεύθερη δεξιά στην Ευρώπη είναι η κατεδάφιση των ευρωπαϊκών κοινωνιών και οικονομιών τους, ώστε να αναδομηθούν, σε εντελώς διαφορετικές, «ασιατικού» τύπου βάσεις. Συνεπώς, στην ελληνική περίπτωση το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς, για τη νεοφιλελεύθερη δεξιά, είναι η καταστροφή της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

Κατά τη γνώμη τους, η μόνη «ελευθερία» που έχουμε εμείς είναι να επιλέξουμε τον τρόπο: αν θέλουμε «αριστερή» ή «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση αυτό θα γίνεται μέσω της ασφυξίας, αν επιλέξουμε νεοφιλελεύθερη, δεξιά κυβέρνηση αυτό θα γίνεται μέσω λιτότητας.
Η ελληνική κοινωνία κέρδισε αυτούς τους μήνες την αξιοπρέπεια να της τίθενται πλέον αυτά τα ακραία ερωτήματα χωρίς ωραιοποιήσεις: μπορούμε να επιλέξουμε τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία μας θα γίνει ακόμη πιο απάνθρωπη, διαλυμένη, εξαθλιωμένη και κυνική. Γιατί τέτοια κοινωνία παράγει η καταστροφή που επιδιώκει η νεοφιλελεύθερη δεξιά…

Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται μπροστά σε τρεις επιλογές χωρίς δική της ευθύνη ή ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης:
Πρώτον, να επιστρέψει στην πολιτική λιτότητας, υπό το βάρος της ασφυξίας που προκαλούν οι εταίροι στην κατά τα άλλα αλληλέγγυα και έμπλεη αμοιβαίου σεβασμού διαδικασία διαπραγμάτευσης. Μια επιστροφή που σημαίνει συνθηκολόγηση της ελληνικής κυβέρνησης και ταπείνωση της ελληνικής κοινωνίας.
Δεύτερον, να χρεοκοπήσει υπό το βάρος της χρηματοδοτικής ασφυξίας εντός του ευρώ και…
Τρίτον, να αποχωρήσει από το ευρώ. Και στις τρεις επιλογές η οικονομία και η κοινωνία θα δεχθούν ισχυρά πλήγματα. Αυτός άλλωστε είναι και ο στόχος. Τα πλήγματα.

Ο μόνος που μπορεί να αλλάξει το ζοφερό πεδίο δυνατοτήτων που επιβάλουν οι δανειστές, για το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας, είναι η ίδια. Αρκεί να μην αποδεχθεί να διαλέξει τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει ακόμη πιο απάνθρωπη, αλλά να αφυπνιστεί, να αυτενεργήσει και να πάρει πρωτοβουλίες στην αντίστροφη κατεύθυνση: αυτή της δημιουργίας, της συνεργασίας, της δημοκρατίας και της ανθρωπιάς, ανεξάρτητα της επιλογής που θα αναγκαστεί να κάνει στο επίπεδο της διαπραγμάτευσης. Έτσι ώστε σε οποιαδήποτε επιλογή να ακυρώσει τον στόχο του αντιπάλου και να μείνει όρθια.

Ας ελπίσουμε ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση που πασχίζει να επιτύχει μία ανεκτή συμφωνία κάπου ανάμεσα στις δύο πρώτες επιλογές, θα καταφέρει να απεγκλωβιστεί από το ζοφερό πεδίο δυνατοτήτων στο επίπεδο της διαπραγμάτευσης, αξιοποιώντας τις τεράστιες, ενσωματωμένες στους πολίτες, δυνατότητες ενός περήφανου και δημιουργικού (υπό προϋποθέσεις) λαού.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Finance & Markets Voice» της 21 Μαΐου 2015

Διαπαιδαγώγηση στην υποταγή

Αναμφίβολα έχουμε εισέλθει σε μια ιστορική περίοδο όπου η στρατηγική των ελίτ επιχειρεί να αλλάξει ριζικά τη φυσιογνωμία των σύγχρονων κοινωνιών ακυρώνοντας στοιχειώδεις δημοκρατικές λειτουργίες, αλλοιώνοντας το κράτος δικαίου και εμπεδώνοντας την αναξιοπρεπή ζωή ως κανονικότητα. Πρόκειται για μια γιγαντιαία επιχείρηση απόρριψης / αποκλεισμού της πλειοψηφίας της κοινωνίας με την έννοια της συμμετοχής στην παραγωγή, του λόγου σε κρίσιμες αποφάσεις και της πρόσβασης σε βασικά αγαθά και ελευθερίες.

Παράλληλα, στο πολιτικό πεδίο παρατηρείται μια κρίσιμη μετατόπιση. Οι ελίτ δεν επιχειρούν πλέον να προωθήσουν την πολιτική τους διά της κοινωνικής συναίνεσης, αλλά μέσω αυτού που θα ονόμαζα «διαπαιδαγώγηση στην υποταγή». Η 3η μνημονιακή κυβέρνηση δεν κάνει καμιά υποχώρηση, ασκεί σκληρή καταστολή και διώξεις, συκοφαντεί και ψεύδεται ασύστολα, κυβερνά πραξικοπηματικά, μετασχηματίζει θεσμούς και κρατική διοίκηση εναντίον του λαού κ.ο.κ. Με όρους κοινωνικής συναίνεσης τα παραπάνω εκλαμβάνονται ως ιδεοληπτικά «λάθη» που απομονώνουν και απονομιμοποιούν περαιτέρω την κυβέρνηση. Όμως από τη σκοπιά της διαπαιδαγώγησης στην υποταγή εμφανίζουν αξιοσημείωτη λετουργικότητα ως προς τον επιδιωκόμενο στόχο: την εμπέδωση στη λαϊκή συνείδηση ότι η έκφραση της λαϊκής βούλησης δεν επηρεάζει την εφαρμοζόμενη πολιτική.

Η διαπαιδαγώγηση στην υποταγή επιδιώκει τη συναίνεση των πολιτών όχι στο περιεχόμενο της εκάστοτε πολιτικής, αλλά στην εν λευκώ εκχώρηση των βασικών αποφάσεων για τη ζωή τους στα χέρια των ισχυρών ελπίζοντας στη φιλανθρωπία τους. Αυτή η γενικευμένη και άνευ όρων συναίνεση -η οποία ισοδυναμεί με εθελοδουλεία- δεν είναι προϊόν πολιτικής πειθούς, αλλά πυγμής, ωμού αυταρχισμού και χειραγώγησης, η οποία εσωτερικεύεται μετασχηματίζοντας τους πολίτες σε υπηκόους, δηλαδή εκπαιδευμένους στην υποταγή.

Ισχυρίζομαι ότι η διαπαιδαγώγηση στην υποταγή -σε συνδυασμό προφανώς με άλλους παράγοντες – έπαιξε καθοριστικό ρόλο ώστε η 3η μνημονιακή κυβέρνηση τελικά να υποστεί μια διαχειρίσιμη ήττα στις πρόσφατες ευρωεκλογές. Και τούτο παρά το γεγονός ότι από τον Νοέμβριο του 2012 εφαρμόζει με πολύ μεγαλύτερη οξύτητα -επί μιας ήδη κακοποιημένης κοινωνίας- την πολιτική που οδήγησε τις μνημονιακές δυνάμεις στη συντριβή του 2012. Επιπρόσθετα, τα ανησυχητικά ποιοτικά και ποσοτικά ευρήματα κοινωνικών ερευνών, η αποχή και η στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ, η κινηματική άμπωτη κ.ο.κ. σχετίζονται σε ένα βαθμό με αυτή την επιλογή.

Όμως, η σημασία της στην έκβαση της ελληνικής μάχης -σε έναν ευρύτερο πόλεμο για τη φυσιογνωμία των σύγχρονων κοινωνιών- δεν εξαντλείται στην επίδρασή της στις τρέχουσες εκλογικές επιδόσεις των αντιμαχόμενων στρατοπέδων. Η στρατηγική της λειτουργία είναι ότι συρρικνώνει τον ορίζοντα των δυνατοτήτων στη λαϊκή συνείδηση. Η εμπέδωση μιας κουλτούρας υποταγής στα μυαλά και τις καρδιές των πολιτών απομειώνει τις προσδοκίες και το φρόνημά τους, μεγέθη καθοριστικά για τη διαμόρφωση ενός ηγεμονικού συσχετισμού δύναμης.

Συνεπώς, η αδιαλλαξία και η σκληρότητα της κυβέρνησης ακόμη και σε επιμέρους ζητήματα δεν εκπορεύεται από κάποια δήθεν αναγκαιότητα τήρησης δημοσιονομικών δεσμεύσεων, αλλά από τη σπουδαιότητα να πληγεί σε βαθύτερο επίπεδο το αξιόμαχο των λαϊκών τάξεων στο σύνολό τους. Η τεχνογνωσία διαχείρισης πληθυσμών με την οποία η τρόικα μπολιάζει τη μνημονιακή τακτική είναι πολύτιμη καθώς την προσανατολίζει σε μεσοπρόθεσμα και καθοριστικότερα πλήγματα στον αντίπαλο, ακόμη και σε βάρος μιας ευνοϊκότερης (για την κυβέρνηση) επικοινωνιακής διαχείρισης ζητημάτων όπως οι καθαρίστριες ή τα επιδόματα αναπηρίας. Η προτεραιότητα του μεσοπρόθεσμου και βαθύτερου οφέλους έναντι της διευκόλυνσης στην εφήμερη, επικοινωνιακή διαχείριση των εκάστοτε μετώπων συνιστά τον τόπο ανάδυσης της διαπαιδαγώγησης στην υποταγή ως βασικού στοιχείου της πολιτικής της μνημονιακής παράταξης την περίοδο 2012-2014.

Όπως αρχίζει να γίνεται φανερό, η διαπαιδαγώγηση στην υποταγή όχι μόνο υπονομεύει την επιτευξιμότητα μιας αριστερής κυβέρνησης, αλλά συνιστά και σοβαρότατο κίνδυνο για τη βιωσιμότητά της. Και τούτο διότι οι προσγειωμένες προσδοκίες μπορεί μεν να έχουν θετική επενέργεια όταν είναι απόρροια συνειδητοποίησης των δυσκολιών σε ένα πλαίσιο μαχητικής εγρήγορσης και αποφασιστικότητας, αλλά διαμορφώνουν ένα εξαιρετικά αρνητικό έδαφος καχυποψίας και φόβου όταν συνοδεύονται από χαμηλό φρόνημα και εξοικείωση με την υποταγή.

Επομένως, το επόμενο διάστημα είναι ζητούμενο μια πολιτική-αντίδοτο στη διαπαιδαγώγηση στην υποταγή. Μια πολιτική που θα στοχεύει βαθύτερα και μεσοπρόθεσμα στη διεύρυνση του ορίζοντα των δυνατοτήτων στη λαϊκή συνείδηση και δεν θα δίνει ασθμαίνοντας και διεκπεραιωτικά τις τρέχουσες μάχες. Όμως, ποιο θα μπορούσε να είναι το αντίδοτο στην υποταγή; Την υποταγή καταπολεμά το φρόνημα του ελεύθερου ανθρώπου. Μια πολιτική λοιπόν που στοχεύει στην καλλιέργεια του φρονήματος των πολιτών εκτιμώ ότι θα μπορούσε να αναχαιτίσει τη διαπαιδαγώγηση στην υποταγή. Επίσης, θα συνέβαλλε καθοριστικά στη διαμόρφωση ενός παλλαϊκού πολιτικού ρεύματος ανατροπής, απαραίτητη προϋπόθεση για μια αυτοδύναμη και ισχυρή αριστερή κυβέρνηση.

Μια τέτοια πολιτική είναι σήμερα κατεπείγουσα αναγκαιότητα αν αναλογιστούμε ότι η διαπαιδαγώγηση στην υποταγή είναι σε πλήρη εξέλιξη από το 2012. Η μνηνονιακή παράταξη επιχειρεί να κλείσει το παράθυρο ευκαιρίας που άνοιξε η ελληνική κοινωνία αφυπνιζόμενη τη διετία 2010-2012, δείχνοντας πρόθυμη να επαναπροσδιορίσει θεμελιακές συντεταγμένες της. Αυτή την αφύπνιση πασχίζει η κυβέρνηση να ενταφιάσει την τελευταία διετία εκπαιδεύοντας τον πληθυσμό στην υποταγή. Με αυτή τη διάθεση επαναπροσδιορισμού πρέπει να πάρουμε εκ νέου επαφή δίνοντας έμφαση στην καλλιέργεια του φρονήματος. Γιατί ας μην γελιόμαστε. Χωρίς την αφύπνιση της κοινωνίας δεν μπορεί να υπάρξει θετική διέξοδος. Χωρίς μετατόπιση της ίδιας της κοινωνίας η λιτότητα θα είναι το πρόγραμμα οποιασδήποτε κυβέρνησης.

*Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 15/08/2014

Επιστροφή στην ομαλότητα…μετά από 2,5 αιώνες

Η Ελλάδα βγήκε στις περίφημες αγορές. Το ελληνικό κράτος αναζήτησε χρηματοδότηση, δηλαδή κάλεσε κατόχους χρήματος να το δανείσουν, ώστε να βρει πόρους. Οι κάτοχοι χρήματος δάνεισαν την Ελλάδα με μόνο κριτήριο ότι θα έχουν κέρδος από αυτή την ενέργεια. Θα λάβουν δηλαδή πίσω τα χρήματά τους συν ένα επιπλέον ποσό. Δηλαδή, οι κάτοχοι χρήματος θα αυξήσουν τον πλούτο τους μην κάνοντας τίποτα, απλώς δίνοντας τη δυνατότητα σε μια κοινωνία να λειτουργήσει.

Αυτή είναι η λειτουργία του χρήματος: επιτρέπει την έναρξη μιας αλυσίδας ενεργειών απαραίτητων για την αναπαραγωγή της κοινωνίας. Αυτοί που ελέγχουν τη ροή του χρήματος, αυτοί που αποφασίζουν αν και πόσο ακριβά θα δανείσουν μια κοινωνία για να μπορεί να λειτουργήσει, έχουν εν τέλει και τον έλεγχο των κρίσιμων αποφάσεων για την εν λόγω κοινωνία. Αν δεν τους αρέσουν οι αποφάσεις που παίρνει, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανένα, έχουν τη δυνατότητα να πιέσουν για την αλλαγή τους (π.χ. διακοπή χρηματοδότησης, αύξηση κόστους δανεισμού).

Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που οι αγορές ελέγχουν τη ροή του χρήματος, μετατρέπονται στον απόλυτο κριτή για το τι συνιστά επιτυχημένη πολιτική. Η λογική των αγορών μετατρέπεται στο κριτήριο με το οποίο αξιολογείται η πολιτική: εκείνη η πολιτική που εναρμονίζεται περισσότερο με τις προσδοκίες των κατόχων χρήματος είναι αυτή που κερδίζει περισσότερο την εμπιστοσύνη τους και εξασφαλίζει φθηνότερη πρόσβαση στο βασικό μέσο, το χρήμα, για να μπορέσει να λειτουργήσει και να επιβιώσει μια κοινωνία. Το κριτήριο αποτίμησης μιας πολιτικής δεν είναι η ικανοποίηση των αναγκών και των προσδοκιών των πολιτών, αλλά η εναρμόνιση με τις αναλύσεις κερδοφορίας των κατόχων χρήματος. Η εξουσιοδότηση για τη λειτουργία και αναπαραγωγή της κοινωνίας προς μια κατεύθυνση δεν (πρέπει να) ανήκει στους πολίτες που δεν κατέχουν οικονομική ισχύ, αλλά στους κατόχους του χρήματος.

Αυτό που διακυβεύεται εδώ είναι η φυσιογνωμία της ίδιας της κοινωνίας, το αν θα είναι δημοκρατική ή απολυταρχική. Στις δημοκρατικές κοινωνίες οι πολίτες είναι αυτοί που αποφασίζουν ποια θα είναι η πορεία της κοινωνίας εκφράζοντας τη συναίνεσή τους σε μια πολιτική. Λένε δηλαδή ναι σε κάποιες επιλογές και όχι σε κάποιες άλλες στη βάση κριτηρίων που σχετίζονται με τη ζωή τους και τις προσδοκίες για το μέλλον το δικό τους και των παιδιών τους.

Στις απολυταρχικές κοινωνίες οι κρίσιμες αποφάσεις είναι προνόμιο των οικονομικών ελίτ και λαμβάνονται με γνώμονα τις δικές τους προσδοκίες για περαιτέρω συσσώρευση πλούτου και άρα ισχύος. Δεν έχουν κανένα λόγο να συναινούν σε πολιτικές που ενδυναμώνουν τους πολίτες, αναβαθμίζουν τις δυνατότητες και τη ζωή τους και καλλιεργούν αξιώσεις λόγου επί των ζητημάτων που τους αφορούν. Οι αγορές θα επιβραβεύουν διά του φθηνού δανεισμού πολιτικές οι οποίες ενισχύουν τη συσσώρευση πλούτου στα χέρια των κατόχων χρήματος και που διασφαλίζουν το καθεστώς υποτέλειας των πολιτών απέναντί τους. Αυτές θα είναι οι επιτυχημένες πολιτικές.

Υπό αυτό το πρίσμα τα Μνημόνια είναι όντως μια μεταβατική κατάσταση. Η τρόικα συμβολίζει μια γιγαντιαία θεσμική επιχείρηση ώστε η εναπομείνασα, αφυδατωμένη, αστικοδημοκρατική κοινωνική δομή των τελευταίων ετών -προϊόν και αυτή παρατεταμένης προσπάθειας απαξίωσης της ουσίας της δημοκρατίας από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ- να μετασχηματιστεί σε μια απολυταρχική δομή όπου οι αγορές θα ελέγχουν πλήρως και αποκλειστικά την πορεία των κοινωνιών.

Στόχος των μνημονιακών δυνάμεων είναι όντως να βγούμε από τα Μνημόνια, δηλαδή από αυτή τη μεταβατική φάση θανάτωσης της ελάχιστης δημοκρατίας που είχε απομείνει στην κοινωνία, και να περάσουμε στην ομαλότητα. Δηλαδή σε μια απολυταρχική κοινωνία, όπου θεωρείται δεδομένο ότι κριτής για την πορεία της κοινωνίας είναι οι αγορές, δηλαδή οι οικονομικές ελίτ και σκοπός της κοινωνίας θα είναι η περαιτέρω συσσώρευση ισχύος και πλούτου στα χέρια τους. Επιστροφή στην ομαλότητα δεν σημαίνει επιστροφή σε πιο δημοκρατικές συνθήκες -δηλαδή στην εκ νέου εκχώρηση στους πολίτες της δυνατότητας να επηρεάζουν τις κρίσιμες αποφάσεις-, αλλά στην εμπέδωση του δεσποτισμού των αγορών επί των κοινωνιών ως κάτι απολύτως φυσιολογικό.

 

Με τα Μνημόνια επιχειρείται να κλείσει μια ιστορική φάση 2,5 αιώνων – η οποία συμβολικά εγκαινιάζεται με τη γαλλική επανάσταση – κατά την οποία οι λαοί επιχείρησαν πολλαπλά και εν μέρει πέτυχαν να έχουν πρόσβαση στις κρίσιμες αποφάσεις. Κατά τη διάρκεια αυτής της δημοκρατικής πλημμυρίδας οι ελίτ μετασχηματίστηκαν από κάτοχους γης σε κατόχους χρήματος. Έγιναν οι περίφημες αγορές. Σήμερα, οι νέες ελίτ νιώθουν έτοιμες να δώσουν ένα τέλος στη δημοκρατική «ανωμαλία» και αξιώνουν ευθαρσώς την αποκλειστικότητα επί των κρίσιμων αποφάσεων και τον πλήρη έλεγχο της κοινωνίας. Υπό αυτή την έννοια, η έκφραση «επιστροφή στην ομαλότητα» έχει ιστορικό και πολιτισμικό βάθος: σημαίνει επιστροφή στην απολυταρχική κοινωνία. Σημαίνει την είσοδο σε μια εποχή βαθιάς πολιτισμικής, θεσμικής και εν τέλει πολυδιάστατης παρακμής.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η Αριστερά οφείλει με παρρησία να κοινωνήσει στους πολίτες το βάθος της μάχης που καλούνται να δώσουν για να παραμείνουν στοιχειωδώς αξιοπρεπείς. Πέρα από την προφανή προεκλογική διάσταση της εξόδου στις αγορές και τη γελοιότητα της επικοινωνιακής διαχείρισής της πάνω στα ερείπια της κοινωνίας, οφείλουμε να αναδείξουμε τον πυρήνα της «ορθολογικότητας» των αγορών, που δεν είναι άλλος από την απολυταρχική κοινωνία. Μόνο μεταφέροντας το πεδίο της αντιπαράθεσης στον πυρήνα της σύγκρουσης θα είμαστε σε θέση να ενισχύσουμε το φρόνημα και τη συνειδητοποίηση των πολιτών ώστε να επιφέρουν ένα συντριπτικό πλήγμα στις δυνάμεις της παλινόρθωσης στις επικείμενες εκλογές.

δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 19/04/2014

Πού θα βρείτε τα λεφτά;

Αυτή η ερώτηση αποτελεί την πιο συχνή γραμμή άμυνας των υποστηρικτών της ασκούμενης πολιτικής σε κάθε συζήτηση, ενώ έχει πια παγιωθεί ως βασική παράμετρος στον κοινό νου. Είναι μια ερώτηση που στοιχειώνει την πολιτική ζωή τα τελευταία χρόνια και διαμορφώνει ένα ασφυκτικό πλαίσιο πολιτικής αντιπαράθεσης για τις δυνάμεις που δεν έχουν υποκύψει στον νεοφιλελεύθερο δογματισμό.

Πέρα από την ανάγκη να απαντήσουμε πειστικά στο εν λόγω ερώτημα (κάτω από το βάρος της τεράστιας καταστροφής που έχει επέλθει), αξίζει να σκεφτούμε πάνω στην ίδια τη φύση του ερωτήματος. Κατά τη γνώμη μου το ερώτημα συνιστά δείκτη των τεκτονικών αλλαγών που επιχειρούνται από τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις στη φυσιογνωμία των σύγχρονων κοινωνιών στο έδαφος της κρίσης.

Μέχρι τώρα, οι πολιτικές δυνάμεις όφειλαν να εμφανίσουν ένα πολιτικό πρόγραμμα ως πρόταση για την επίλυση των ζητημάτων που απασχολούσαν την κοινωνία. Όλη την κοινωνία. Έπρεπε δηλαδή το πρόγραμμα να πείθει ότι ήταν καλύτερο από αυτό των άλλων κομμάτων ως προς την αντιμετώπιση των προβλημάτων και την ικανοποίηση των αναγκών τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας (ακόμη και αν στην πράξη η συναίνεση επιτυγχανόταν με περίτεχνους εκλογικούς νόμους, πελατειακές σχέσεις, προπαγάνδα κ.ο.κ.).

Το ερώτημα «πού θα βρείτε τα λεφτά» επιχειρεί να διαμορφώσει ένα πλαίσιο πολιτικής όπου οι ανάγκες της πλειοψηφίας της κοινωνίας δεν είναι πάνω στο τραπέζι. Δεν σχετίζονται με την πολιτική. Τα κόμματα «απελευθερώνονται» από την υποχρέωση να επιληφθούν επί αυτών των ζητημάτων. Δεν χρειάζεται να έχουν πρόγραμμα για το πώς θα αντιμετωπιστεί η ανεργία ή ο αποκλεισμός από τις υπηρεσίες υγείας, από την τροφή, τη στέγη κ.ο.κ. Δεν πρέπει να κρίνονται από αυτά, γιατί αυτά δεν αποτελούν ύλη της πολιτικής.

Το ερώτημα λοιπόν δεν έχει ως στόχο να εκθέσει τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή δεν έχει πρόγραμμα, αλλά να τον εκθέσει ακριβώς επειδή έχει πρόγραμμα για ζητήματα που δεν πρέπει πια να εκλαμβάνονται ως ανήκοντα στη σφαίρα της πολιτικής. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ καταθέτει προτάσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του λαού, οι δε μνημονιακές δυνάμεις αρνούνται να κάνουν το ίδιο και τον καταγγέλλουν όχι για το περιεχόμενο των προτάσεων (αν είναι καλές ή κακές) αλλά για το ότι τολμά ακόμη να έχει προτάσεις γι’ αυτά τα θέματα. Γι’ αυτό και δεν υποστηρίζουν ότι με αυτά που λέει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα λυθούν κάποια προβλήματα ή ότι οι ίδιοι διαθέτουν μια καλύτερη λύση, αλλά εφορμούν εναντίον του με το «πού θα βρείτε τα λεφτά», επιχειρώντας να απαξιώσουν την ίδια την υποβολή προτάσεων1. Όσο και να βελτιώνονται οι προτάσεις, το μοτίβο δεν θα αλλάξει. Η «ανευθυνότητα» δεν σχετίζεται με την ποιότητα των προτάσεων αλλά με την ύπαρξή τους.

Σχηματικά μιλώντας, δημοκρατία σημαίνει ο λαός να έχει λόγο για τον προσανατολισμό της κοινωνίας. Η δημοκρατία διευρύνθηκε μέσα από τεράστιες αλλαγές στον παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις και τους οικονομικά ισχυρούς στον 20ό αιώνα. Σήμερα, το ερώτημα «πού θα βρείτε τα λεφτά» σηματοδοτεί τη ρήξη των οικονομικά ισχυρών με αυτή την ιστορική περίοδο. Σηματοδοτεί τη ρήξη με την «απαράδεκτη» αξίωση των λαϊκών τάξεων να έχουν λόγο για την οικονομία, την κατανομή των πόρων κ.ο.κ. και να επηρεάζουν τις σχετικές αποφάσεις με βάση τα δικά τους κριτήρια και ανάγκες. Οι εν λόγω αποφάσεις ανήκουν αποκλειστικά στις αγορές, δηλαδή στους οικονομικά ισχυρούς. Με αυτή την έννοια δεν αποτελούν ύλη της πολιτικής.

Το περιβόητο ερώτημα απευθύνεται στις λαϊκές τάξεις από τους οικονομικά ισχυρούς και είναι κρυστάλλινο: «με δεδομένο ότι οι βασικές αποφάσεις ανήκουν πια αποκλειστικά στη δικαιοδοσία μας και ακολουθούν τη λογική του κέρδους, πού θα βρείτε τα λεφτά για νοσοκομεία και σχολεία για εσάς και τα παιδιά σας; Τα λεφτά είναι στα δικά μας χέρια και εμείς αποφασίζουμε αν, πότε και με ποιο τρόπο θα ικανοποιούνται οι ανάγκες σας στη βάση των δικών μας υπολογισμών».

Οι ελίτ αποσπώνται βαθμιαία από τις κοινωνίες και υπερίπτανται απαλλαγμένες από τις όποιες υποχρεώσεις απέναντι στους εκμεταλλευόμενους είχαν αναγκαστεί να αναλάβουν στο παρελθόν. Οι ελίτ θέλουν ταυτόχρονα να μην έχουν καμία ευθύνη για τις κοινωνίες, ενώ παράλληλα να ελέγχουν τι θα παράγεται, πώς θα παράγεται κ.ο.κ.

Όμως, αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε προκύπτει μια σοβαρή αντίφαση: ενώ οι οικονομικά ισχυροί επιχειρούν τον σφετερισμό των κρίσιμων αποφάσεων εις βάρος του λαού και αρνούνται κάθε υποχρέωση έναντι της κοινωνίας, εντούτοις ο λαός παραμένει το ενδεδειγμένο εκλογικό σώμα νομιμοποίησης της πολιτικής. Όμως, πώς είναι δυνατόν ένας λαός να στηρίξει μια πολιτική που τον καταστρέφει και τον αποκλείει από τις πιο κρίσιμες αποφάσεις για το παρόν και το μέλλον του; Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί την πολιτική έκφραση αυτής ακριβώς της αντίφασης: μια πολιτική δύναμη που δεν συναινεί με τον σφετερισμό των κρίσιμων αποφάσεων από τους οικονομικά ισχυρούς διεκδικεί με αξιώσεις την πολιτική εξουσία. Η αντίφαση αυτή δεν μπορεί να είναι βιώσιμη. Είτε η δημοκρατία θα πληγεί καίρια και μόνιμα, ώστε να «συμμορφωθεί» με τη νέα μορφή λήψης κρίσιμων αποφάσεων, είτε οι λαϊκές τάξεις θα αναχαιτίσουν τον σφετερισμό των αποφάσεων από τους οικονομικά ισχυρούς. Την πρώτη εκδοχή τη ζούμε πλέον καθημερινά και το περιβόητο ερώτημα επανέρχεται διαρκώς για να τρομοκρατήσει: «πού θα βρείτε τα λεφτά; μήπως σας περνάει από το μυαλό να αμφισβητήσετε την αποκλειστικότητά μας πάνω στις κρίσιμες αποφάσεις; μήπως πιστεύετε ακόμη στη δημοκρατία;».

Συχνά, η αγριότητα της ασκούμενης πολιτικής, η πολυμετωπικότητά της και τα απάνθρωπα αποτελέσματά της μας κάνουν να «σκούζουμε» πίσω από την οδοστρωτήρα και να απαριθμούμε τα ερείπια χωρίς να προλαβαίνουμε να αρθρώσουμε μια πολιτική που να αναμετριέται με την πραγματική εμβέλεια των αλλαγών. Αλλαγές τις οποίες οφείλουμε να κατανοήσουμε σε βάθος ώστε να εντάξουμε οργανικά στην πολιτική πρακτική και ρητορική μας μια εφάμιλλη εναλλακτική πρόταση για τη φυσιογνωμία της κοινωνίας, της παραγωγής και των θεσμών. Αλλά και για να συμβάλουμε σε μια νέα ποιότητα συνειδητοποίησης και ενεργοποίησης των λαϊκών τάξεων, γεγονός κεφαλαιώδους σημασίας για να αλλάξει η πορεία των πραγμάτων.

 

1 Πρόσφατα βουλευτής της συμπολίτευσης ήταν σαφέστατος. Δεν ζούμε σε κομμουνιστικό καθεστώς για να εξασφαλίζει το κράτος τα στοιχειώδη στους πολίτες…

δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 22/12/2013

Το ιδεολογικό «βάθος» των στρατοπέδων συγκέντρωσης

Συχνά δημιουργείται η αίσθηση ότι η ακροδεξιά ρητορική και πρακτική της κυβέρνησης στο ζήτημα των μεταναστών και των προσφύγων είναι μια συνοδευτική αλλά σχετικά ανεξάρτητη πολιτική επιλογή από την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής. Υπάρχει η εκτίμηση ότι η ακροδεξιά γραμμή στο θέμα αυτό επιλέγεται για να αποπροσανατολίσει, να καλλιεργήσει φόβο στους ημεδαπούς, να διεγείρει συντηρητικά αντανακλαστικά και τελικά να δημιουργήσει μια νέα σφαίρα συναίνεσης αυτών που υποφέρουν, γύρω από τη μνημονιακή παράταξη.

Ενώ ισχύουν τα παραπάνω, εκτιμώ ότι δεν ευσταθεί η εκτίμηση ότι πρόκειται για σχετικά ανεξάρτητη πολιτική επιλογή που οφείλεται στη συγκυριακή και άρα συμπτωματική επικράτηση ακροδεξιών απόψεων στην ηγεσία της μνημονιακής παράταξης. Αντιθέτως, η μνημονιακή πολιτική ηγεσία δεν θα μπορούσε να είναι αποτελεσματικά μνημονιακή χωρίς να είναι ταυτόχρονα ακροδεξιά. Και τούτο διότι η ακροδεξιά πολιτική στο ζήτημα των μεταναστών είναι κεντρικής σημασίας για την επιτυχία της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής σήμερα για βαθύτερους λόγους από τους προαναφερθέντες. Σε αυτή την περίπτωση απαιτείται από τη μεριά μας η στάθμιση του «βάθους» της ακροδεξιάς μεταναστευτικής πολιτικής στον νεοφιλελεύθερο σχεδιασμό και η εκπόνηση μιας κατάλληλης στρατηγικής που θα λαμβάνει υπόψη αυτό το βάθος.

Η νεοφιλελεύθερη λογική υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει κοινωνία η οποία βουλεύεται (ακόμη και με συγκρούσεις) για να αντιμετωπίσει συλλογικά όσα την αφορούν, αλλά άτομα, ο ανταγωνισμός των οποίων οφείλει να ρυθμίσει όλα τα ζητήματα. Η δημοκρατία και η κοινωνική αλληλεγγύη είναι «δεισιδαιμονίες» που νοθεύουν τον «ορθολογικό» ανταγωνισμό της αγοράς. Ενδεχόμενες ανισότητες είναι αποτέλεσμα αυτού του ανταγωνισμού και άρα οφείλουν να γίνονται σεβαστές και γιατί όχι καλοδεχούμενες. Η (οικονομική) ιεραρχία δεν εκπορεύεται βεβαίως από τον θεό (όπως στον Μεσαίωνα) αλλά από τον «ορθολογικό» ανταγωνισμό, γεγονός που την καθιστά «αντικειμενική» και υπερασπίσιμη με κάθε μέσο. Συνεπώς μια πολιτική που ενισχύει τη θέση των οικονομικά ισχυρών (διάβαζε: νικητές στον ανταγωνισμό) έναντι των υπολοίπων είναι η μόνη έλλογη επιλογή, ενώ όποιοι διαφωνούν κινούνται στη σφαίρα της δεισιδαιμονίας (του λαϊκισμού).

Αυτή η λογική διέπει τη μνημονιακή πολιτική, η οποία θυσιάζει τις λαϊκές τάξεις για να ενισχύσει τους οικονομικά ισχυρούς, υπηρετώντας την «αντικειμενική» ιεραρχία. Η μνημονιακή ανάπτυξη ακολουθεί επίσης αυτό το μοτίβο: η ζωή των λαϊκών τάξεων επιτρέπεται να τύχει βελτίωσης μόνο ως συνέπεια της υψηλής κερδοφορίας των οικονομικά ισχυρών. Οτιδήποτε διαρρηγνύει αυτή την ιεραρχία προτεραιοτήτων συνιστά μείζον «έγκλημα» από αυτά που ονειρεύεται ο «επικίνδυνος» ΣΥΡΙΖΑ.

Ας έρθουμε τώρα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών. Η αγριότητα απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, όπως και η μνημονιακή αγριότητα, εκπορεύεται από την προαναφερθείσα λογική και προς όφελος των ίδιων συμφερόντων. Το ενδιαφέρον είναι η επιπρόσθετη ιδεολογική αξιοποίηση της εν λόγω αγριότητας. Η προηγούμενη λογική, η οποία μόνο υπαινικτικά διατυπώνεται όταν αφορά τα Μνημόνια και πάντα διανθισμένη με ωραίες εκφράσεις, στο θέμα αυτό διατυπώνεται ευθαρσώς και χωρίς ωραιοποιήσεις. Η ιεραρχία διαπλέκεται με την εθνικότητα και το χρώμα και η σφοδρότητα της επίθεσης στους πιο αδύναμους αποτελεί αντικείμενο υπερηφάνειας. Ο στόχος αυτής της επιλογής είναι βαθύτατα ιδεολογικός και στοχεύει σε πολύ περισσότερα από όσα φαίνονται σε μια πρώτη ανάγνωση. Ο στόχος είναι τα γηγενή θύματα του Μνημονίου να ταυτιστούν με τους θύτες τους και να εθιστούν στη λογική τους αποδεχόμενοι σιωπηρά την «ορθολογικότητα» της βίας που υφίστανται εν τέλει και οι ίδιοι.

Η αποδοχή από κάποιον που σήμερα πλήττεται από το Μνημόνιο ότι κάποια άλλη ανθρώπινη ζωή είναι σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τις επιδιώξεις αυτών που προηγούνται στην ιεραρχία, ότι κάποιοι άλλοι άνθρωποι είναι απλά «ενοχλητικά» νούμερα, ότι η ωμή βαρβαρότητα σε κάποιους άλλους είναι «λύση», ότι η ύπαρξη κάποιου άλλου από μόνη της είναι απειλή κ.ο.κ. έχει ως συνέπεια την άρρητη συναίνεση και στη δική του αντιμετώπιση με τον ίδιο τρόπο. Αποδέχεται τη λογική της μνημονιακής πολιτικής που τον ισοπεδώνει, στην οποία ο άλλος είναι προφανώς αυτός. Τι άλλο είναι η περικοπή των συντάξεων και ο αποκλεισμός από το νοσοκομείο παρά το αποτέλεσμα της αντίληψης ότι η βαρβαρότητα είναι «λύση» στο δημοσιονομικό πρόβλημα;

Αν συναινεί κάποιος στο να κλείνονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αυτοί που βρίσκονται από κάτω του, τότε ασυναίσθητα χάνει κάθε ηθικό έρεισμα για την αντίσταση στη μείωση του μισθού του ή την απόλυση που του επιβάλλει ο αμέσως από πάνω του. Αν ένας συνταξιούχος αποδέχεται ότι στον μετανάστη επιτρέπεται κάθε αγριότητα, τότε δεν μπορεί να αρνηθεί την εγκυρότητα της ίδιας σκέψης από τη μεριά του τραπεζίτη: για το συμφέρον μου επιτρέπεται κάθε αγριότητα απέναντι στους συνταξιούχους.

Η υιοθέτηση της λογικής του θύτη από το θύμα συνιστά κεντρικό στοιχείο για την επιτυχία της μνημονιακής πολιτικής και η ακροδεξιά πολιτική στο μεταναστευτικό είναι ο τόπος όπου επιχειρείται αυτή η βαθύτατη και εν πολλοίς ασυναίσθητη συναίνεση. Μια τέτοια συναίνεση είναι σε θέση να αμβλύνει καταλυτικά αλλά με ανεπαίσθητο τρόπο το δυναμικό της λαϊκής αντίστασης στη μνημονιακή πολιτική. Συνεπώς, η υιοθέτηση της λογικής του ισχυρού στο μεταναστευτικό από αυτούς που πλήττονται από τα Μνημόνια διαμορφώνει έναν βαθύτερο ιδεολογικό συσχετισμό που σε περιόδους όπως αυτή που ζούμε επιδρά αποφασιστικά στον πολιτικό συσχετισμό ανταγωνιζόμενος τις υλικές συνέπειες του Μνημονίου. Γι’ αυτό η επιδέξια σύγκρουση με την ακροδεξιά πολιτική στο μεταναστευτικό είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την έκβαση της κεντρικής πολιτικής μάχης στη χώρα μας, καθώς αυτή η πολιτική δεν αποτελεί απλώς αποπροσανατολισμό ή μια επιδερμική προσπάθεια προσωρινού προσεταιρισμού συντηρητικών ακροατηρίων.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 25-08-2013

 

Πολιτική ανατροπή σήμερα

Πριν από τρία περίπου τρία χρόνια μπήκε στη ζωή μας το Μνημόνιο. Τότε, η κυρίαρχη αφήγηση έλεγε ότι αποτελεί μια αναγκαία, σκληρή, αλλά παροδική θεραπεία του «άρρωστου» δημόσιου τομέα. Ακούγαμε για την ελληνική ιδιαιτερότητα, το σουλούπωμα του κράτους, τη γρήγορη έξοδο στις αγορές κ.ο.κ.

Μετά, ήρθε ένα μεσοπρόθεσμο και ένα δεύτερο Μνημόνιο. Η κυρίαρχη αφήγηση μίλαγε για την ανάγκη να μπει επιτέλους τάξη στην αποχαλινωμένη ελληνική κοινωνία, ακούσαμε ότι «όλοι μαζί τα φάγαμε», ότι ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας κ.ο.κ. Η επίθεση επεκτάθηκε και στους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα.

Η παροδικότητα του Μνημονίου μετατράπηκε σε μια κατάσταση διαρκούς φόβου για τα χειρότερα. Η ζωή μας άρχισε να περιστρέφεται γύρω από την «αγωνία» για τη δόση, την τρομοκρατία για την έξοδο από το ευρώ και την απόλυτη καταστροφή από την οποία «σωζόμασταν» κάθε τόσο.

Οι πολίτες αντέδρασαν παρά την προπαγάνδα και την τρομοκρατία. Άλλοι από ένστικτο και άλλοι επειδή καταλάβαιναν πού πήγαινε το πράγμα. Ο λαϊκός παράγοντας εκφράστηκε με μεγαλειώδη τρόπο (πλατείες, 28η Οκτωβρίου, πανεργατικές απεργίες κ.ο.κ.), έριξε δύο κυβερνήσεις, έφερε τα πάνω κάτω στις εκλογές και έδωσε ένα σαφές μήνυμα ότι η βούληση της συντριπτικής πλειονότητας του λαού είναι εναντίον αυτής της πολιτικής.

Και τον Νοέμβριο του 2012 συνέβη μια τομή. Το οικονομικό-πολιτικό κατεστημένο αγνόησε τη βούληση του λαϊκού παράγοντα. Το 3ο μνημόνιο ήταν το πιο σκληρό. Το δημοκρατικό πολιτικό πλαίσιο που όριζε τους κανόνες της πολιτικής αντιπαράθεσης και της παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα τα τελευταία 35 χρόνια ακυρώθηκε. Η μνημονιακή παράταξη έσπασε το δημοκρατικό πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο ο λαϊκός παράγοντας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στη διαμόρφωση της πολιτικής είτε μέσω των εκλογών, είτε μέσω των κινηματικών εκδηλώσεών του (άρθρο 16, ασφαλιστικό). Το οικονομικό-πολιτικό κατεστημένο ακύρωσε μια άρρητη παραδοχή: αυτό έχει την ηγεμονία στην κοινωνία, αλλά αν η Αριστερά και το λαϊκό κίνημα πετύχουν την οργάνωση σοβαρών αντιστάσεων, το κατεστημένο έπαιρνε το μήνυμα και ανακαθόριζε την τακτική του έχοντας την «ευθύνη» για το σύνολο της κοινωνίας.

Έκτοτε ζούμε το μούδιασμα του λαϊκού παράγοντα, την αμηχανία μπροστά στη νέα κατάσταση. Την ίδια ώρα το ολιγαρχικο-μιντιακό-πολιτικό κατεστημένο, συνεπικουρούμενο από παρακρατικά και αντιδημοκρατικά στοιχεία, διαμόρφωνε ένα μπλοκ που είχε ως στόχο τη «συντεταγμένη» αποδιάρθρωση της αστικής δημοκρατίας. Ο κοινωνικός συσχετισμός μεταβλήθηκε εκ νέου με σημαντική προσχώρηση στρωμάτων στην αντιδημοκρατική και εμφυλιοπολεμική ρητορική, σταθεροποιώντας προσωρινά τη μνημονιακή παράταξη.

Τον Ιούλιο του 2013, ακόμη ένα Μνημόνιο πρόκειται να ψηφιστεί από μια Βουλή που έχει καταρρακωθεί, με την ΕΡΤ κλειστή, τις αντιστάσεις να έχουν αναζωπυρωθεί και την απελπισία για χιλιάδες οικογένειες να βαράει κόκκινο. Τώρα πια τα Μνημόνια δεν τα ακολουθεί μια αφήγηση, αλλά η «πυγμή» της εξουσίας: η ολοσχερής αναδόμηση της ελληνικής κοινωνίας έχει μπει στην τελική της φάση, τα πολλά λόγια περιττεύουν. Αν ό,τι ξέραμε να κάνουμε ως Αριστερά και λαϊκό κίνημα φαίνεται να μην είναι αρκετό πλέον, αν η δημοκρατία είναι πολύ επικίνδυνη για τους ισχυρούς ώστε να είναι στοιχειωδώς ανεκτή, τότε τίθεται σε όλους μας επιπλέον ένα καθήκον: δίπλα στον ανένδοτο πολιτικό αγώνα για την ανατροπή της μνημονιακής παράταξης από την κυβέρνηση και τους κοινωνικούς αγώνες για την αναχαίτιση της κυβερνητικής πολιτικής, πρέπει να βρούμε τους τρόπους να συγκροτήσουμε ένα λαϊκό μέτωπο υπεράσπισης στοιχειωδών αξιών όπως η δημοκρατία, η ελευθερία, η λαϊκή κυριαρχία και η αξιοπρέπεια. Αξίες που ενώνουν σε ένα βαθύτερο επίπεδο τις λαϊκές τάξεις που προσπαθεί να διχάσει η μνημονιακή παράταξη.

Οφείλουμε να διαμορφώσουμε ένα πλαίσιο ιδεών και πρακτικών που ενσωματώνει την υπαρξιακή ανάγκη των πολιτών για συνεκτικό νόημα και το λαϊκό αίτημα για σταθερότητα και ασφάλεια παρά τις υλικές δυσκολίες. Να μιλήσουμε για τη λογική της Αριστεράς, τη λογική της συνεργατικότητας, της αλληλεγγύης, της δημοκρατίας και των αναγκών όχι ως κάτι αφηρημένο και «παράξενο», αλλά ως μια γενίκευση αυτού που ήδη κάνουμε και θεωρούμε ενάρετο στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις μας.

Ο αγώνας για την ανατροπή της απολυταρχίας της αγοράς και την ανάσχεση του φασισμού βασίζεται και στη δυνατότητα της Αριστεράς να εκπονήσει, να προτάξει και να πραγματώσει μια εναλλακτική αντίληψη για τη ζωή και την κοινωνία -βγαλμένη μέσα από το ίδιο το βίωμα των λαϊκών τάξεων- πλάι στο αυστηρά πολιτικό της πρόγραμμα και την κινηματική της δράση.

 

*Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 17/07/2013

ΕΡΤ, δημοκρατία και λαϊκές τάξεις

Η εκάστοτε κυβέρνηση χρησιμοποιούσε την ΕΡΤ για να επηρεάσει την κοινή γνώμη και για να «βολέψει κολλητούς». Ιδιαίτερα η 3η μνημονιακή κυβέρνηση είχε μετατρέψει την ΕΡΤ σε έναν σκληρό προπαγανδιστικό μηχανισμό και μακρύ χέρι της ομάδας της μονταζιέρας. Γιατί λοιπόν τόση αγανάκτηση και κινητοποίηση για την υπεράσπισή της από την Αριστερά, αλλά και τον κόσμο που αγωνίζεται και έχει συκοφαντηθεί πολλαπλώς από το κατεξοχήν κυβερνητικό μέσο μαζικής ενημέρωσης; Ή αντίστροφα, γιατί όλες οι κυβερνήσεις των Μνημονίων θέλησαν να καταστρέψουν έναν φορέα που αποτελούσε βασικό όπλο στα χέρια τους;

Ποιο είναι το διακύβευμα που κρύβεται πίσω από τις εξελίξεις και ορίζει τις βασικές θέσεις των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων κατά τρόπο αντιφατικό σε μια πρώτη ματιά; Σήμερα, δύο λογικές συγκρούονται μέσα στην κοινωνία και τους θεσμούς της. Η μία είναι η λογική του ατομισμού, του κέρδους και του ανταγωνισμού, η λογική του κεφαλαίου, η λογική των οικονομικά ισχυρών που απεχθάνονται τη δημοκρατία γιατί τους θέτει περιορισμούς και ενοχλητικά κριτήρια στις αποφάσεις για τους πόρους μιας κοινωνίας, αποφάσεις τις οποίες θεωρούν δικό τους προνόμιο.

Από την άλλη υπάρχει η λογική της συνεργατικότητας, της αλληλεγγύης, της δημοκρατίας και των αναγκών, η λογική της Αριστεράς και των λαϊκών τάξεων, η λογική που διέπει καθημερινές και οικογενειακές σχέσεις μέσα στον λαό. Η λογική που βασίζεται στη δημοκρατία ως το βασικό όπλο των λαϊκών τάξεων ώστε να έχουν λόγο στις αποφάσεις για το παρόν και το μέλλον της κοινωνίας θέτοντας τα δικά τους κριτήρια, με γνώμονα τις δικές τους ανάγκες. Η Αριστερά παλεύει για την ηγεμονία αυτής της λογικής που ήδη υπάρχει και όχι για κάτι μυστήριο που πρέπει να επινοήσουμε από το μηδέν.

Η λογική του ανταγωνισμού και του κέρδους έχει εξαπολύσει τα τελευταία χρόνια τεράστια επίθεση ώστε να επεκταθεί σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής και να συρρικνώσει τη λογική της δημοκρατίας και των αναγκών. Η δημόσια τηλεόραση μπορεί να είναι «κακή», αλλά παραμένει στο πεδίο πρόσβασης των πολιτών. Οι πολίτες μπορούν να διεκδικήσουν, αλλά και με τις αποφάσεις τους στο πολιτικό πεδίο να επηρεάσουν το περιεχόμενό της. Ενώ στην περίπτωση των ιδιωτικών ΜΜΕ οι πολίτες δεν έχουν κανένα λόγο, οι επιλογές καθορίζονται από τη λογική των οικονομικά ισχυρών που έχουν την ιδιοκτησία τους. Αυτός είναι ο λόγος που η μάχη για την ΕΡΤ είναι μάχη πολύ πιο βαθιά και κρίσιμη από το πόσο καλή ή κακή είναι η ΕΡΤ. Αυτό που παίζεται είναι αν θα έχουμε λόγο ή όχι. Το ότι δεν θα έχουμε λόγο, πλέον, συμπύκνωσε το «μαύρο» στις οθόνες.

Η υπόθεση της ΕΡΤ είναι υπόθεση δημοκρατίας και η δημοκρατία είναι κρίσιμο θέμα για τους εργαζόμενους. Η δημοκρατία είναι το όπλο των φτωχών, των αδύναμων, των απλών ανθρώπων. Η δημοκρατία δεν είναι ιδεολογικό θέμα με την αφηρημένη έννοια, είναι απολύτως πρακτικό θέμα και ζήτημα επιβίωσης. Δημοκρατία σημαίνει ότι η δύναμη δεν ανήκει στο χρήμα. Δημοκρατία είναι και το δικαίωμα του συνδικαλισμού, η έννοια των δημόσιων αγαθών και πολλά άλλα. Δημοκρατία σημαίνει ότι αυτοί που δεν έχουν μεγάλο πλούτο ή ιδιοκτησία μπορούν να παρέμβουν στις αποφάσεις για το παρόν και το μέλλον της κοινωνίας, να έχουν λόγο για το πώς θα κατανεμηθούν οι πόροι της κοινωνίας πιέζοντας προς την ικανοποίηση των δικών τους αναγκών.

Η δημοκρατία δεν είναι ένα κόλπο των οικονομικά ισχυρών, δεν ήταν ποτέ, δεν θα είναι ποτέ. Όποια σελίδα της ιστορίας των τελευταίων 250 χρόνων και να διαβάσουμε θα διαπιστώσουμε το μίσος τους, τη δυσφορία τους, τις τακτικές και τις στρατηγικές που επινοούσαν για να την παρακάμψουν, να την απενεργοποιήσουν, να τη μετατρέψουν σε ένα χυδαίο -δηλαδή αγοραίο- «νταραβέρι» όταν δεν μπορούσαν να την καταργήσουν. Οι ολιγάρχες δεν χρειάζονται τη δημοκρατία για να επιτύχουν τους σκοπούς τους. Έχουν χρήματα, κανάλια, εξαγοράζουν συνειδήσεις κ.ο.κ. Σήμερα, η δημοκρατία πλήττεται γιατί οι οικονομικά ισχυροί επέλεξαν να επιτεθούν στην κοινωνία, να αποφασίζουν μόνοι τους για τον πλούτο της κοινωνίας και τους πόρους της με βάση τα δικά τους συμφέροντα μόνο, «απελευθερωμένοι» από τις απαιτήσεις μας, από τις ανάγκες των παιδιών μας, των παππούδων και των αρρώστων μας.

Συνεπώς, όχι μόνο δεν υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στα προβλήματα επιβίωσης των λαϊκών τάξεων και τη δημοκρατία, αλλά αντίθετα η μάχη για τη δημοκρατία είναι μια μάχη ώστε οι λαϊκές τάξεις να είναι πρωταγωνιστές στην αντίσταση και την ανατροπή μιας πολιτικής που τις διαλύει και τις περιθωριοποιεί. Η άποψη ότι η δημοκρατία είναι δευτερεύον θέμα βασίζεται στην ιδέα ότι η μάχη εναντίον των ολιγαρχών ανήκει κατά βάση στη δικαιοδοσία μιας πρωτοπορίας. Ο λαός απλώς ακολουθεί και στηρίζει το πρόγραμμά της. Δεν θεωρείται κρίσιμη η συμμετοχή των μαζών στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, στην οργάνωση, τη μορφή και τον τρόπο της πάλης. Όμως, ο λαός δεν χρειάζεται προστάτες, χρειάζεται δημοκρατία. Η δημοκρατία είναι η μόνη εγγύηση ότι εμείς, οι απλοί άνθρωποι και τα παιδιά μας, δεν θα γίνουμε παράπλευρες απώλειες στα σχέδια του οποιουδήποτε, ούτε της πιο «φωτισμένης» ελίτ.

δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 21/06/2013

Σημεία στρατηγικής της τρίτης μνημονιακής κυβέρνησης

Η 3η μνημονιακή κυβέρνηση συνεχίζει με ακόμη μεγαλύτερη ένταση την πολιτική άλωσης κάθε δικαιώματος του λαού σε όλα τα δυνατά επίπεδα. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες δύο, που κατανάλωναν τον εύρωστο πολιτικό συσχετισμό της περιόδου της παντοδυναμίας του δικομματισμού, η 3η μνημονιακή κυβέρνηση εκτυλίσσει μια συστηματική προσπάθεια αναδιάταξης των κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού υπέρ των συμφερόντων που εκπροσωπεί.

Ο εν λόγω συσχετισμός, όπως αναμενόταν, έχει τρωθεί αποφασιστικά από την εφαρμογή μιας πολιτικής που διαλύει εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού μετατρέποντας την Αριστερά σε πραγματικό κίνδυνο για τα συμφέροντα αυτά.

Η αναδιάταξη που επιχειρείται βασίζεται σε έναν συνδυασμό πολιτικών επιλογών που εδράζονται: α) στην παράδοση της παράταξης της Δεξιάς στη χώρα μας, β) σε μεθόδους άσκησης βιοπολιτικού ελέγχου και πειθάρχησης πληθυσμών και γ) στους περιορισμούς / οδηγίες που θέτει η νεοφιλελεύθερη πολιτική και οικονομική ελίτ της Ευρωζώνης στο πλαίσιο της κυρίαρχης στρατηγικής επιλογής για το μέλλον του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και της θέσης του στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.

Α) Παράδοση της παράταξης της δεξιάς: Ενδεικτικά αναφέρω ότι η αντι-ορθολογική προσέγγιση του κοινωνικού ζητήματος, ο αντι-κοινοβουλευτισμός, η απέχθεια στη δημοκρατία που «διαφθείρει» τον εθνικό κορμό, η βαθιά περιφρόνηση του κράτους δικαίου και η εξύμνηση της βίας από τη μεριά του κράτους και των «εθνικοφρόνων» συνιστούν θεμελιώδη χαρακτηριστικά που συνέπηξαν την παράταξη της Δεξιάς στο γύρισμα του προηγούμενου αιώνα και την καθόρισαν λίγο – πολύ σε όλη τη διάρκειά του.

Η εν λόγω παράταξη μετατοπίστηκε σε θέσεις όπως ο σεβασμός στη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, η εγκατάλειψη / αποκήρυξη της κρατικής και παρακρατικής βίας ως κύριου μέσου πολιτικής επιβολής και η αποδοχή της έννοιας του κοινωνικού και πολιτικού δικαιώματος για τις λαϊκές τάξεις μετά τη δικτατορία. Εν πολλοίς αυτή η μετατόπιση επιβλήθηκε από έναν κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό, με την ευρεία έννοια αριστερό, που επέβαλε στην παράταξη της Δεξιάς τον τυπικό τουλάχιστον σεβασμό σε στοιχειώδεις κανόνες δημοκρατίας και βασικά δικαιώματα του λαού.

Υπ’ αυτή την έννοια έχουν δίκιο (γι’ άλλους λόγους όμως από αυτούς που νομίζουν) οι υπέρμαχοι της ακροδεξιάς στροφής της κυβέρνησης όταν καταγγέλλουν την ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς τα προηγούμενα χρόνια: η σχετική ηγεμονία των ιδεών της Αριστεράς, έστω και υπό την αστική τους μορφή, ανάγκασε τη Δεξιά να σέβεται τη δημοκρατία (ιδέες βέβαια τις οποίες διέσυρε μαζί με το ΠΑΣΟΚ, ξοδεύοντας έναν ευνοϊκό συσχετισμό για τον λαό στο «πάρτι» του δικομματισμού που κυριάρχησε την προηγούμενη περίοδο και εμπεδώνοντας βαθμιαία την ηγεμονία της λογικής της αγοράς και του ευδαιμονισμού).

Β) Μέθοδοι πειθάρχησης και ελέγχου: Ενδεικτικά πάλι η μεθοδολογία του «σοκ και δέους», δηλαδή της επίθεσης σε όλα τα μέτωπα με μεγάλη σφοδρότητα, η επίδειξη πυγμής και ο αποκλεισμός της πιθανότητας οπισθοχώρησης, η γενίκευση της καταστολής, της αυθαιρεσίας της αστυνομίας και των «κολλητών» φασιστοειδών και, τέλος, η χυδαία αντιμετώπιση πολιτικών αντιπάλων και όποιων αντιστέκονται, με καταιγισμό γκαιμπελικών «πυρών» στον πληθυσμό, δεν γίνονται για να επιτύχουν κάποιον οικονομικό στόχο ή να «σώσουν» τη χώρα, αλλά για να πειθαρχήσουν τον εν λόγω πληθυσμό.

Το ότι δεν παίρνουν πίσω ακραία μέτρα με μηδαμινό δημοσιονομικό αποτέλεσμα (μέσα σε μια πολιτική που δεν επιτυγχάνει κανέναν διακηρυγμένο στόχο και καταστρέφει τα πάντα), τα οποία προσβάλλουν κάθε έννοια αξιοπρεπούς κοινωνίας, είναι (και) μέθοδος πειθάρχησης.

Η κρατική βία, η κατάλυση του κράτους δικαίου και η ελευθερία εγκληματιών να δρουν ανενόχλητοι, σε συνδυασμό με μια διευρυμένη μήτρα παραγωγής εικονικής πραγματικότητας και κατασκευής εσωτερικών εχθρών, διαμορφώνουν ένα πλαίσιο ελέγχου της συμπεριφοράς του πληθυσμού που καθιστά τον αγώνα για στοιχειώδη δικαιώματα μια πολύ επικίνδυνη υπόθεση.

Π.χ. ήδη υπάρχουν πολύ ισχυροί απολυταρχικοί καπιταλιστικοί σχηματισμοί όπου η αντίδραση για περιβαλλοντικούς λόγους σε ένα έργο ενός μεγαλοεπιχειρηματία ή η διαμαρτυρία για τις εργασιακές συνθήκες και αποδοχές μπορεί να οδηγήσει κάποιον στον βυθό ενός ποταμού χωρίς να περιμένει κανείς ότι η δικαιοσύνη ή η αστυνομία θα τιμωρήσουν τον ένοχο.

Γ) Κυρίαρχη ευρωπαϊκή στρατηγική: Υπό μορφή τίτλου θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «απολυταρχία της αγοράς», δηλαδή την αποδέσμευση της πλειονότητας του λαού από τις διαδικασίες απόφασης, τη σκληρή υποβάθμιση της ζωής και την πλήρη συμμόρφωση όλων των πτυχών της κοινωνικής λειτουργίας με τις επιταγές της λογικής της αγοράς και του ανταγωνισμού.

Είναι ενδιαφέρον ότι το σύμπλεγμα αυτών των παραμέτρων διαμορφώνει ένα πέρασμα με σύγχρονους όρους σε μια πραγματικότητα πολύ κοντά στη «μέση» κοινωνική οργάνωση του 19ου αιώνα μέσα από μια βίαιη αναδόμηση των όρων οργάνωσης της ζωής επαναστατικού τύπου. Από αυτό το σύμπλεγμα απορρέουν μια σειρά από επιλογές, μια εκ των οποίων είναι αυτή που ονομάζεται στρατηγική της έντασης, η οποία επιχειρεί να διχάσει τον πληττόμενο λαό (εκτραχύνοντας αντικοινωνικές στάσεις, εθίζοντας στη βία, διαχέοντας αντιορθολογικές αφηγήσεις κ.ο.κ.) και να διαμορφώσει στη νέα κατάσταση έναν ευνοϊκό συσχετισμό (ή να ανασχέσει τουλάχιστον την αποσύνθεση) για τον υφιστάμενο συνασπισμό εξουσίας.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ανάλυσης, που λαμβάνει υπόψη το στρατηγικό και ιστορικό βάθος αυτών των επιλογών, πρέπει να σχεδιαστεί μια αντίπαλη ενωτική, πλειοψηφική, λαϊκή στρατηγική από τη μεριά της Αριστεράς.

Κινήσεις και μεθοδολογίες που δεν λαμβάνουν υπόψη το εν λόγω ευρύτερο πλαίσιο και εμμένουν σε αναγνώσεις της πραγματικότητας στη βάση του πολιτικού και κοινωνικού συσχετισμού της μεταπολίτευσης είναι καταδικασμένες σε αποτυχία.

 

*Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 03/03/2013

Παρακμή

Ο κ. Σαμαράς δήλωνε προεκλογικά ότι με αυτόν στην πρωθυπουργία θα σταματήσει η απαράδεκτη κατάσταση, παιδιά Ελλήνων να μένουν εκτός παιδικών σταθμών και την ίδια ώρα να υπάρχουν παιδιά μεταναστών σε αυτούς. Τόσο πολύ νοιάζεται για τους Έλληνες που δεν διστάζει για να κυβερνήσει να τους σπρώχνει στον ρατσισμό και να τους στρέφει εναντίον μικρών παιδιών, κατά παράβαση κάθε στοιχειώδους ηθικής αλλά και του ίδιου του χριστιανικού κηρύγματος. Μεμονωμένο περιστατικό θα σκεφτεί κανείς, άλλωστε ο κ. Σαμαράς είναι γνωστός ακροδεξιός από την εποχή της Πολιτικής Άνοιξης (μην κοιτάτε που έγινε πρωθυπουργός σε μια δημοκρατία, αυτή η μικρή αντίφαση αίρεται, όπως βλέπετε, με ραγδαίο ρυθμό). Αμ δε. Πριν από λίγες ημέρες ο κ. Βενιζέλος δήλωσε ότι τη λίστα Λαγκάρντ δεν την κοίταξε, της έριξε μόνο μια ματιά και το μόνο που είχε να μας πει για αυτή είναι ότι τα πρώτα τρία ονόματα είναι εβραϊκά.

Αφήνοντας στην άκρη την προφανή γελοιότητα της θέσης, «είχα μια λίστα όπου μπορεί να περιέχει μεγάλους φοροφυγάδες αλλά δεν την πολυκοίταξα μωρέ, τι να λέει που ήμουν υπουργός Οικονομικών κυβέρνησης που σφαγίασε μισθωτούς και συνταξιούχους κατά συρροή για να σωθεί η χώρα και στηρίζω μια κυβέρνηση που στέλνει τα ΜΑΤ στην Ύδρα για μια ταβέρνα, και καταγγέλλει τον ΣΥΡΙΖΑ ότι στηρίζει τη φοροδιαφυγή», θα ήθελα να σχολιάσω την άλλη πτυχή της δήλωσης, αυτής με τα εβραϊκά ονόματα.

Ο κ. Βενιζέλος βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη θέση, έχει διαλύσει έναν λαό και είναι κρίσιμος κρίκος του μιντιακού – τραπεζικού – επιχειρηματικού – πολιτικού κατεστημένου που αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως τσιφλίκι του που το κληρονόμησε από τους κοτσαμπάσηδες. Τώρα που αυτό το κατεστημένο αποδιαρθρώνεται και είναι πια φανερός ο ρόλος και η ιδιοτέλεια που κρύβεται πίσω από μεγάλα ΜΜΕ (οι μέτοχοι των οποίων δεν πληρώνουν ποτέ, ενώ μας βομβαρδίζουν όλη τη μέρα για την αναγκαιότητα να κόψουμε τον λαιμό για να σωθεί η χώρα), από κόμματα καρτέλ, από τραπεζίτες μαφιόζους κ.ο.κ,, ο κ. Βενιζέλος νιώθει στριμωγμένος και βλέπει μαύρο το πολιτικό του μέλλον. Και τι κάνει; Δεν διστάζει, σε μια απέλπιδα προσπάθεια αποπροσανατολισμού(;) να πετάξει τη φρασούλα «το μάτι μου πήρε στην κορυφή της λίστας τρία εβραϊκά ονόματα».

Επειδή αυτός είναι σε δύσκολη θέση, δεν διστάζει να πετάξει την ελληνική κοινωνία βορά στους ναζί. Δεν γνωρίζει ο κ. Βενιζέλος άλλες ιδιότητες αυτών των ατόμων; Τι είναι, εφοπλιστές, τραπεζίτες, μεγαλοβιομήχανοι; Αυτές οι ιδιότητες ξαφνικά δεν έχουν σημασία (ενώ μόνον αυτές έχουν σημασία) αλλά το εβραϊκό όνομα.

Ο κ. Βενιζέλος δεν έχει κανέναν πολιτικό ενδοιασμό να σπρώξει τον ελληνικό λαό στην κόλαση του ναζισμού από τη στιγμή που δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις. Άλλωστε, στηρίζει μια κυβέρνηση που επιτρέπει σε μια νεοναζιστική οργάνωση να κάνει ό,τι έγκλημα γουστάρει με την αστυνομία να λειτουργεί υποστηρικτικά αλλά και επικουρικά και την πολιτική ηγεσία να επικροτεί.

Το σοκαριστικό όμως είναι η παντελής έλλειψη ηθικής. Η φρασούλα «δεν την πολυκοίταξα, αλλά το μάτι μου πήρε τρία εβραϊκά ονόματα», λόγω ακριβώς της ευτελούς μορφής της -που ταιριάζει περισσότερο σε ψευδομάρτυρες της κακιάς ώρας- μπορεί να ειπωθεί μόνο από άτομα που έχουν απωλέσει κάθε ίχνος ανθρωπολογικής ποιότητας και στερούνται οποιαδήποτε αίσθηση προσωπικής αξιοπρέπειας, έτοιμοι να κάνουν ό,τι μπορεί να διανοηθεί κανείς για να την σκαπουλάρουν.

Γι’ αυτό η μάχη για την ανατροπή της κυβέρνησης δεν είναι μόνο μια μάχη για την ανάσχεση της οικονομικής καταστροφής και την εξαθλίωση του λαού. Είναι μια μάχη εναντίον της βαθιάς παρακμής, της έλλειψης κάθε ηθικού ενδοιασμού, μια μάχη για να μην γίνει η κοινωνία ζούγκλα. Η ηθική ποιότητα των κυβερνώντων αντικατοπτρίζει πλήρως τη σαπίλα της νεοφιλελεύθερης λογικής. Στην απεργία αύριο δεν θα κατέβουμε μόνο ως εργαζόμενοι τα δικαιώματα των οποίων διαλύονται αλλά και ως άνθρωποι με αξιοπρέπεια.

 

*Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 17/10/2012

Πολιτική σε καιρούς βαρβαρότητας

Κάθε πολιτική δύναμη προβαίνει σε κινήσεις οι οποίες -στη βάση πολιτικών εκτιμήσεων και ενός σκεπτικού- θα αποδειχθούν επιτυχημένες και θα ενισχύσουν τη θέση της στο πολιτικό σκηνικό κερδίζοντας την εκτίμηση των πολιτών. Η στήριξη της κυβέρνησης Σαμαρά από τη ΔΗΜ.ΑΡ. πρέπει να βασίζεται σε ένα τέτοιο σκεπτικό.

Εικάζω, λοιπόν, ότι η ΔΗΜ.ΑΡ. κινείται με γνώμονα την πεποίθηση ότι τελικά το ευρωπαϊκό και ελληνικό συστημικό μπλοκ θα καταφέρει να ελέγξει την καταστροφική πορεία, που βρίσκεται σε εξέλιξη, μέσα από κάποιου είδους στροφή στη γενική στρατηγική της λιτότητας. Ως εκ τούτου, η συμμετοχή της στην κυβέρνηση θεωρείται ότι θα συμπέσει με το τέλος της σκληρής λιτότητας, τη διευθέτηση του χρέους και την αναστροφή της ύφεσης, γεγονός που θα της δώσει τη δυνατότητα να καρπωθεί την ανάσχεση της καταστροφής: στηρίξαμε την κυβέρνηση που τα έκανε όλα αυτά.

Η ΔΗΜ.ΑΡ. υποπίπτει στο ίδιο λάθος που υπέπεσε και ο ΛΑΟΣ (αλλά και άλλοι), δηλαδή στο ότι η εκάστοτε επόμενη περίοδος θα συνιστά την αρχή του τέλους των Μνημονίων και της λιτότητας μέσα από μια σοσιαλδημοκρατική διαχειριστική στροφή των οικονομικών και πολιτικών ελίτ. Αυτή η εκτίμηση εκλαμβάνει τη βασική ρητορική ως αληθή: η λιτότητα είναι τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης χρέους. Όταν λοιπόν το χρέος διευθετηθεί (διαγραφή μέρους κ.ο.κ.), τότε θα σταματήσει και η λιτότητα. Το να θεωρήσεις όμως ως αλήθεια την προπαγάνδα ενέχει τον κίνδυνο της πολιτικής εξαφάνισης.

Ένα τέτοιο σκεπτικό δεν λαμβάνει υπόψη το μέγεθος της καπιταλιστικής κρίσης (πέρα από τη στενή διάσταση της κρίσης χρέους), δεν κατανοεί τη στρατηγικής σημασίας -για τις ευρωπαϊκές οικονομικές και πολιτικές ελίτ- επιλογή της λιτότητας και της επίθεσης στην εργασία στο γενικευμένο πλαίσιο του παγκόσμιου ανταγωνισμού με δυνάμεις όπως η Κίνα, η Ινδία κ.ά. Υπό αυτό το πρίσμα, η πολιτική λιτότητας είναι μια κορυφαία, υπαρξιακή επιλογή. Κοιτάζει πολύ μακριά και επιχειρεί ιστορικές αντιδραστικές αναδιατάξεις στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Αν η λιτότητα, η διάλυση του κοινωνικού κράτους και των λοιπών εργατικών, δημοκρατικών και κοινωνικών κατακτήσεων των ευρωπαϊκών λαών είναι ο στόχος, τότε γίνεται σαφές ότι η στροφή δεν είναι προ των πυλών, όπως φαντάζονται κάποιοι. Αν έπρεπε να γίνει η μισή Γη κόκκινη, να γίνουν τεράστιοι αγώνες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη για να μπορέσει ένα πολύ μικρό τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού (ένα μέρος των λαών στη Δυτική Ευρώπη) να επιτύχουν να έχουν κάποια δικαιώματα και ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο εντός καπιταλισμού, τότε καταλαβαίνουμε πόσο στον αέρα είναι η εκτίμηση ότι επίκειται οσονούπω η εν λόγω στροφή.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε πρέπει σιγά – σιγά να κατανοήσουμε όλες τις συνέπειες που τινάζουν στον αέρα ό,τι θεωρούσαμε ως δεδομένο: αν ο στόχος είναι η γενίκευση της φτώχειας και της αναξιοπρεπούς εργασίας και διαβίωσης, της αδυναμίας κάλυψης αναγκών υγείας και παιδείας κ.ο.κ., τότε δεν πρέπει να μας προξενεί έκπληξη η περιστολή της δημοκρατίας, η απογείωση της καταστολής, η άνοδος του φασισμού, η γκεμπελική προπαγάνδα από τα καθεστωτικά ΜΜΕ, η πλήρης κατάργηση του κράτους δικαίου, η ταύτιση αγώνων των πολιτών με δολοφονικές ενέργειες φασιστικής συμμορίας κ.λπ. Όταν έχουν κάνει την επιλογή να διαμορφώσουν τις συνθήκες όχι απλώς για τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση, αλλά για την κυριολεκτική εξολόθρευση εκτεταμένων τμημάτων του πληθυσμού (βλ. μείωση προσδόκιμου ζωής σε παρόμοιες «επιχειρήσεις» σε άλλα μέρη του πλανήτη κ.ο.κ), τότε πρέπει να γνωρίζουμε ότι για τους αντιπάλους μας δεν υπάρχει κάποια κόκκινη γραμμή στη βαρβαρότητα.

Τι μπορούν οι ευρωπαϊκοί λαοί και η Αριστερά να κάνουν μπροστά σε μια χωρίς όρια επίθεση, όπου η δημοκρατία ετοιμάζεται να εγκαταλείψει και τις τελευταίες ασθενικές εστίες της, μέσα σε έναν κόσμο που κλυδωνίζεται από την κρίση και βράζει από πολέμους και θρησκευτικές συγκρούσεις; Μεγάλη κουβέντα. Ωστόσο, το σίγουρο είναι ότι πρέπει να έχουμε συναίσθηση της πραγματικότητας και να υπερασπιζόμαστε με παιδική αθωότητα (δηλαδή χωρίς υπολογισμούς και χωρίς να εθιζόμαστε στη βαρβαρότητα) τα βασικά ιδανικά (δημοκρατία, αλληλεγγύη, αξιοπρέπεια) που έχουν αρχίσει να αλέθονται στον μύλο των αγορών και των φασιστών: ό,τι και να λένε, κανείς άνθρωπος δεν είναι αναλώσιμος, 1+1 δεν κάνει 3.

 

*Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 19/09/2012