Category Archives: Παίρνοντας τον σκοπό μας στα σοβαρά

Μετασχηματισμοί της πολιτικής στις νέες συνθήκες: η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ

Άρθρο στα Τετράδια στο πλαίσιο του αφιερώματος: «Κριτική προσέγγιση της διαδρομής του ΣΥΡΙΖΑ. Από κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης σε κυβέρνηση της χώρας και μέχρι σήμερα» (φθινόπωρο 2016-τεύχος 66-67). 

1. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί γέννημα μιας περιόδου που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση των πρώτων ενδείξεων σοβαρής αποσταθεροποίησης της κοινωνικής και θεσμικής οργάνωσης των δυτικών κοινωνιών. Η “πρώτη ύλη” για το εν λόγω εγχείρημα προήλθε από τμήματα της αριστεράς που άνηκαν σε διάφορες “παραδόσεις” της, σύμφωνα με την καθιερωμένη ταξινόμηση ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων της αριστεράς του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε ένα πρωτότυπο εγχείρημα πολιτικής ενότητας αριστερών οργανώσεων και συλλογικοτήτων σε μια χώρα όπου η πολιτική αριστερά κατάφερε να επιβιώσει από τον σαρωτικό αντίκτυπο των ραγδαίων ιδεολογικο-κοινωνικών μετατοπίσεων που προκάλεσε η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και η ραγδαία ανάδυση του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος σε παγκόσμια κλίμακα.

Ο βασικός ισχυρισμός του κειμένου είναι ότι η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κατανοηθεί μέσα από το πρίσμα της ασυγχρονίας δύο διαδικασιών μετασχηματισμού. Από τη μια, τμήματα της εναπομείνασας πολιτικής αριστεράς στην Ελλάδα αλλά και ο κόσμος της αριστεράς που συμμετείχε στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ έδειξαν ικανότητα προσαρμογής στις νέες συνθήκες όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά το τέλος ενός μεγάλου ιστορικού κύκλου. Από την άλλη, η μετέπειτα πορεία του – όπως αυτή δρομολογήθηκε μέτα το ξέσπασμα της κρίσης, την αγριότητα της πολιτικής που την συνόδευσε, τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις και την πολιτική ανατροπή με επίκεντρο τον ΣΥΡΙΖΑ – έδειξε ότι η ταχύτητα προσαρμογής της παραδοσιακής αριστεράς στις νέες συνθήκες δεν μπορέσε να παρακολουθήσει τις καταιγιστικές αλλαγές και την όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού.

Ως εκ τούτου, από τη στιγμή της ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση εμφανίζεται μια επιταχυνόμενη τάση αναστροφής των διαδικασιών μετασχηματισμού και προσαρμογής στις νέες συνθήκες και ισχυροποίησης παρωχημένων πολιτικών νοοτροπιών και σχημάτων ανάλυσης που σήμερα εκβάλουν στην αναπαραγωγή είτε συστημικών στερεοτύπων και αφελών προσδοκιών, είτε ασύμβατων με τα νέα δεδομένα παραδοσιακών μεθοδολογιών κινητοποίησης κι οργάνωσης. Και επειδή διανύουμε μια περίοδο ραγδαίων ανακατατάξεων και βαρβαρότητας, η αδυναμία προσαρμογής τροχιοδρόμησε για τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ μια πορεία άρσης θεμελιακών αριστερών παραδοχών, ενώ η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για την εμβάθυνση του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού μοιραία εμβαθύνει την κοινωνική, θεσμική και πολιτική παρακμή.

2. Με την αυγή της νέας χιλιετίας, οι σύγχρονες κοινωνίες βρέθηκαν σε ένα περιβάλλον όπου τα δομικά αδιέξοδα διογκώνονταν υπόκωφα και η στρατηγική των ελίτ επικέντρωνε ουσιαστικά ανενόχλητη στην ανάπτυξη μιας θεσμικής και οικονομικής αρχιτεκτονικής που ακύρωνε τις δημοκρατικές πτυχές της μεταπολεμικής κοινωνικής διευθέτησης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι δυνάμεις που συγκρότησαν τον ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησαν να αναπτύξουν νέες ποιότητες και να διευρύνουν τους ορίζοντες σκέψης και δράσης ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν – πρακτικά και στρατηγικά – στις ασφυκτικές συνθήκες. Έγιναν πιο ευαίσθητες στην κοινωνική ανησυχία που αναδυόταν με αταξινόμητες μορφές και συμμετείχαν ενεργά και με ανοικτό πνεύμα σε κινηματικές και άλλες διεργασίες που υπερέβαιναν σε κάποιο βαθμό την παραδοσιακή μεθοδολογία κινητοποίησης σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Επίσης, τα θραύσματα της πολιτικής αριστεράς βρέθηκαν πολύ γρήγορα να υπερασπίζονται μόνα τους ευρύτερες αξίες αρνούμενες να αποδεχθούν την απαξίωσή τους και τον διαρκώς διευρυνόμενο κυνισμό από τη μεριά των ισχυρών πολιτικών παρατάξεων.

Η διάθεση και ικανότητα προσαρμογής σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο, ασφυκτικό, ασταθές και αχαρτογράφητο περιβάλλον κατέστησε τον ΣΥΡΙΖΑ έναν ιδιόμορφο πολιτικό χώρο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μεν ένα κόμμα της αριστεράς αλλά ανέπτυσσε ιδιαίτερες σχέσεις – τόσο σε επίπεδο πολιτικής επικοινωνίας όσο και κινηματικής μεθοδολογίας – με τους πολίτες και τα κινήματα. Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέπτυξε την ικανότητα παρέμβασης στις πολιτικές εξελίξεις κατά τρόπο που υπερέβαινε την κοινοβουλευτική του δύναμη, καθιστώντας την πολιτική εκπροσώπηση λειτουργική και χρήσιμη στους πολίτες και τα κινήματα, σε αντιδιαστολή με την γενική τάση απαξίωσης της πολιτικής και της αποξένωσης του πολιτικού συστήματος από τους πολίτες.

3. Η επιτάχυνση των εξελίξεων από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης – με την Ελλάδα να βρίσκεται στο επίκεντρο της Ευρωπαϊκής εκδοχής της – έθεσε τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη γραμμή μιας πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης με παγκόσμιες προεκτάσεις. Μια σύγκρουση η οποία πήρε καθολικά χαρακτηριστικά καθώς ο λαός1 αντιστάθηκε αξιοποιώντας ό,τι μέσα είχε στη διάθεσή του: απεργιακά κύματα και κινήματα αντίστασης αναπτύχθηκαν εναντίον όλων των πτυχών της εφαρμοζόμενης πολιτικής, μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις απέκτησαν πανελλαδική εμβέλεια, δίκτυα αλληλεγγύης και εγχειρήματα αυτοοργάνωσης της κοινωνικής αναπαραγωγής ξεφύτρωσαν σε όλες τις γωνιές της χώρας κοκ. Αλλά και στο πολιτικό επίπεδο, ο ελληνικός λαός προκάλεσε έναν πολιτικό σεισμό καθώς απαγκιστρώθηκε από τα κυριάρχα πολιτικά κόμματα και στράφηκε σε μια ιδιόμορφη πολιτική δύναμη που από καιρό είχε δώσει δείγματα γραφής μιας διαφορετικής νοοτροπίας, η οποία επιβεβαιωνόταν από τη στάση της κατά την ανάπτυξη των αγώνων της μνημονιακής περιόδου.

Στις εκλογές του Μαϊου του 2012 ο ελληνικός λαός αξιοποίησε την πολιτική δύναμη που έδειχνε να διαθέτει τη μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής στο νέο πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης, το κόμμα που είχε την ικανότητα να συντονίζεται καλύτερα με τις νέες συνθήκες και κοινωνικές συμπεριφορές, αλλά και τον πολιτικό χώρο εκείνο που είχε το σθένος να αναλάβει να παίξει τον ρόλο του πολιτικού εκφραστή των αναγκών σε μια επικίνδυνη και δύσβατη περίοδο. Όμως πολύ γρήγορα, αμέσως μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνει χώρα ένα πολύ ιδιαίτερο φαινόμενο που αξίζει πολύπλευρης μελέτης.

Μέχρι εκείνη την φάση μπορούμε να εντοπίσουμε μια δυναμική ένταση ανάμεσα στην τάση μετασχηματισμού και προσαρμογής στις νέες συνθήκες του οξυμένου και πολλαπλά διαφοροποιημένου πολιτικού και κοινωνικού ανταγωνισμού που αναφέραμε παραπάνω και την εμμονή σε παγιωμένες νοοτροπίες και πρακτικές που δεν συμβάδιζαν με τα νέα δεδομένα. Πρόκειται για μια δυναμική ένταση ανάμεσα στη διάθεση αναβάθμισης και επικαιροποίησης μεθοδολογιών και οργανωσιακών αρχών που προέκυπτε από τη βιωμένη αδυναμία των κομματικών δυνάμεων για αποτελεσμαστική δουλειά σε κινηματικό και κοινωνικό επίπεδο με παραδοσιακά μέσα – ιδιαίτερα σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού – και την αδρανειακή προσκόλληση σε παραδοσιακά κομματικά σχήματα και νόρμες ενός δυσκίνητου, γραφειοκρατικού οργανισμού. Μια δυναμική ένταση η οποία είναι φυσιολογική και χαρακτηρίζει κάθε προσπάθεια μετασχηματισμού και αλλαγής πολυπληθών και πολυπλόκαμων θεσμών και οργανισμών όπως ένα κόμμα.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτή η δυναμική ένταση δεν ευθυγραμμιζόταν με τις διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, διαπερνούσε οριζόντια όλες τις πτέρυγές του και δεν αποτέλεσε αντικείμενο επικέντρωσης της επίσημης εσωκομματικής συζήτησης. Ωστόσο, από την οπτική γωνία που μας ενδιαφέρει εδώ – την κατανόηση της εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τις επιχειρησιακές απαιτήσεις και την κατάλληλη πολιτική μεθοδολογία στις νέες συνθήκες πολιτικο/κοινωνικού ανταγωνισμού – η εν λόγω ένταση αποτελούσε το καθοριστικό στοιχείο της φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ εκείνης της περιόδου. Ήταν εκείνο το στοιχείο που παρήγαγε θετικά πολιτικά και κινηματικά αποτελέσματα και αναδείκνυε τη δυνατότητα του ιδιόμορφου αυτού μορφώματος να αποτελέσει μια σύγχρονη πολιτική δύναμη στο πλευρό των λαϊκών στρωμάτων και στην υπηρεσία θεμελιακών αξιών σε μια περίοδο ολικών κινδύνων και απειλών. Όμως η πορεία των πραγμάτων έδειξε ότι η εν λόγω δυνατότητα δεν έμελλε να γίνει πραγματικότητα.

4. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 και την αναγόρευση του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση και συνεπώς σε δυνητική κυβερνητική δύναμη, στη δυναμική ένταση που περιγράψαμε παραπάνω προστέθηκε μια καθοριστική συνιστώσα που έγειρε ταχύτατα την πλάστιγγα προς την πλευρά των καθιερωμένων νοοτροπίων και μεθοδολογιών: η τάση ευθυγράμμισης με τις νόρμες και τα χαρακτηριστικά της κρατικής εξουσίας του κομματικού οργανισμού και του πολιτικού του προσωπικού. Πρόκειται για μια εκπληκτικά ισχυρή “ελκτική δύναμη” που τροποποίησε δραστικά και σε σχετικά ελάχιστο χρόνο πρακτικές, διαδικασίες, συμπεριφορές, προτεραιότητες, πολιτικές και οργανωσιακές γεωμετρίες, μετασχηματίζοντας εντυπωσιακά έναν απομακρυσμένο ως τότε από την εξουσία κομματικό οργανισμό – που με εντάσεις επιχειρούσε να διερευνήσει νέες μεθολογίες κινητοποίησης και οργάνωσης – ώστε να είναι συμβατός με την κρατική συνδεσμολογία ισχύος και εξουσίας, αλλά και την πολιτική στρατηγική που τη διαπερνά και την οργανώνει στις νέες συνθήκες.

Η μετασχηματιστική δυναμική της προοπτικής της κυβερνητικής εξουσίας δεν γέννησε και επέβαλλε καινοφανείς νοοτροπίες, πρακτικές και συμπεριφορές. Αναζωογόννησε και αναβάθμισε (και αντίστοιχα συρρίκνωσε και έθεσε στο περιθώριο) στοιχεία που ενυπάρχουν σε κόμματα, θεσμούς και οργανισμούς που αποτελούν εκ των πραγμάτων τμήμα του κράτους με την ευρεία έννοια του όρου. Ποια στοιχεία όμως ήταν αυτά που ενισχύθηκαν και ποια αυτά που συρρικνώθηκαν; Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε:

– αποδιαρθρώθηκαν οι συλλογικές διαδικασίες και ενισχύθηκαν οι ατομικές ή ομαδικές στρατηγικές ακόμη και στο εσωτερικό των πολιτικών πτερύγων.

– υποχώρησαν ο επιτελικός προγραμματισμός και σχεδιασμός και οι “τόποι” της σχετικής διαβούλευσης και ενισχύθηκαν η διαμερισματοποίηση, οι επιπόλαιοι και επιφανειακοί πολιτικοί χειρισμοί, η μιντιακή κουλτούρα και χρονικότητα στην οργάνωση της πολιτικής κοκ.

– αποδιαρθρώθηκε η επικοινωνία ανάμεσα στα μέρη του κομματικού οργανισμού και η μεταφορά της πληροφορίας και ενισχύθηκε η δημιουργία πολλών κέντρων, τα οποία βαθμιάια απομονώνονταν και ανέπτυσσαν ανταγωνιστικές τάσεις.

– υποτιμήθηκε η λειτουργική διάταξη των δυνάμεων στη βάση ενός συνολικού σχεδίου και ενισχύθηκε η ανάπτυξη προσωπικών φιλοδοξιών, σχετικών τακτικών και μια κουλτούρα συγκρότησης ηγεσίας και ηγετικής λειτουργίας σε όλα τα επίπεδα του κόμματος στη βάση της διευθέτησης των επιμέρους επιδιώξεων2.

Αυτές είναι μόνο κάποιες πτυχές από τις πάρα πολλές που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και οι οποίες αναδεικνύουν την κατεύθυνση του μετασχηματισμού. Ο εν λόγω μετασχηματισμός δεν ταυτίζεται με τον προγραμματικό/πολιτικό άξονα αριστερά-δεξιά αναφορικά πχ με τις κοινωνικές προτεραιότητες εκπροσώπησης κοκ. Αν και συνδέεται πολλαπλώς με τη μετατόπιση του πολιτικού προσανατολισμού που λάμβανε χώρα την ίδια περίοδο, ωστόσο δεν ταυτίζεται με αυτόν. Πρόκειται για οργανωσιακές και επιχειρησιακές πτυχές που θα ήταν απαραίτητες για την προώθηση πολιτικών που υπερβαίνουν την αριστερά. Πρόκειται για τις αναγκαίες (αλλά όχι ικανές) συνθήκες για την αποτελεσματικότητα μιας πολιτικής δύναμης που επιχειρεί να τροποποιήσει τις εγκαθιδρυμένες νεοφιλελεύθερες νόρμες και θεσμίσεις και να ανοίξει χώρο για μια διαφορετική πολιτική ακόμη και συστημικού χαρακτήρα. Η αδυναμία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να εφαρμόσει έστω κάποια συστημικού χαρακτήρα διαφορετική εκδοχή οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής – πχ σε πεδία εκτός της μνημονιακής επίτηρησης ή κάτω απο τα ραντάρ της – οφείλεται στο γεγονός ότι δεν διέθετε μια μεθοδολογία άσκησης πολιτικής που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει νοοτροπίες και παγιωμένες πρακτικές στον κρατικό μηχανισμό.

Πού όμως οφείλεται η συγκεκριμένη φορά του μετασχηματισμού; Ο εν λόγω μετασχηματισμός αντανακλά τον μετασχηματισμό που έχει υποστεί το κράτος και οι θεσμοί της πολιτικής εξουσίας στο σημερινό πλαίσιο του θεσμοποιημένου νεοφιλελευθερισμού. Μια θεσμοποίηση που είχε ως αποτέλεσμα τον μετασχηματισμό των λειτουργιών του κράτους αλλά και τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της πολιτικής εξουσίας σε Ευρωπαϊκούς θεσμούς οι οποίοι είναι σχεδιασμένοι έτσι ώστε να είναι εκτός της εμβέλειας των πολιτών. Οι ποιότητες και τα χαρακτηριστικά που υποχώρησαν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο πριν από την ανάληψη της διακυβέρνησης είναι εκείνα που έχουν υποχωρήσει στο επίπεδο της κρατικής εξουσίας τις τελευταίες δεκαετίες. Αντιστοίχως, τα στοιχεία που ενισχύθηκαν είναι εκείνα που χαρακτηρίζουν την αποδιάρθρωση και τη βαθμιαία παρακμή των κρατικών λειτουργιών στο ίδιο χρονικό διάστημα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ως κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης διερευνούσε παρά τις δυσκολίες διαφορετικούς τρόπους ανασύστασης της πολιτικής λειτουργίας, ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις αναβαθμισμένες απαιτήσεις που έθετε η επικείμενη εμπλοκή με την πολιτικη εξουσία και τις λειτουργίες ενός κράτους που έχει υποστεί επιχειρησιακό ακρωτηριασμό και οργανωσιακή αποδυνάμωση κατά τα πρότυπα της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για τον ρόλο και τη φυσιογνωμία του κράτους3. Απέναντι σε αυτή την αναμενόμενη εξέλιξη, ο ΣΥΡΙΖΑ ως συλλογικός οργανισμός εμφανίστηκε ανίκανος να αντιπαραθέσει μια μετασχηματιστική στρατηγική σε πολλά επίπεδα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το χειρότερο είναι ότι δεν επιχειρήθηκε καν, καθώς δεν έγινε αντιληπτό το πραγματικό πεδίο αντιπαράθεσης. Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη τον αντίστροφο μετασχηματισμό αφού δεν υπήρχαν – ή ήταν πολύ αδύναμες – αντισταθμιστικές ενέργειες που θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν τη δυναμική ισορροπία αυτών των τάσεων στο εσωτερικό του. Αν συνυπολογίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από ρεύματα της αριστεράς που δεν απέρριπταν την ανάληψη της πολιτικης εξουσίας ως τμήμα της στρατηγικής τους, τότε γίνεται προφανές πόσο παρωχημένη και ασύμβατη με τη σημερινή πραγματικότητα είναι η ανάλυση περί πολιτικής εξουσίας της παραδοσιακής αριστεράς.

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η ασθενής αλλά παρούσα τάση προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ στις νέες συνθήκες πριν γίνει αξιωματική αντιπολίτευση – αυτή που του έδωσε τη δυνατότητα να ανανεώσει την πολιτική λειτουργία, να τον καταστήσει πιο ανοικτό στις κοινωνικές διεργασίες και τελικά να αποτελέσει το όχημα μιας πολιτικής ανατροπής – αποδείχθηκε εξαιρετικά αδύναμη ώστε να αντέξει στις αναβαθμισμένες απαιτήσεις της περιόδου 2012-2014. Χωρίς να έχει αναπτύξει επαρκώς εκείνες τις επιχειρησιακές ποιότητες και νοοτροπίες που θα τον καθιστούσαν μια στιβαρή πολιτική δύναμη ικανή να ανταποκριθεί στην αναβάθμιση του κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού που τον έθετε σε τροχιά εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ τέθηκε σε μια πορεία μετασχηματισμού. Από μετασχηματιστικό παράγοντα προς μια διαφορετική κατεύθυνση λόγω της ανισχυμένης θέσης του στο πολιτικό σκηνικό, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ο ίδιος αντικείμενο μετασχηματισμού.

5. Επιπρόσθετα, ζούμε σε μια περίοδο όπου τεκτονικές αλλαγές λαμβάνουν χώρα σε πάρα πολλά επίπεδα. Η οικονομική κρίση είναι ένα σύμπτωμα μιας βαθύτερης παρακμής και λαμβάνει χώρα σε ένα περιβάλλον ευρύτερης πολυπαραγοντικής αποσταθεροποίησης των σύγχρονων κοινωνιών. Η επιτάχυνση σε πολλά επίπεδα (νέες τεχνολογίες4, περιβαλλοντική αποσταθεροποίηση5, εξάντληση φυσικών πόρων, αναδιάταξη της γεωπολιτικής συνδεσμολογίας ισχύος κοκ) μετασχηματίζει τον παραδιασιακό τρόπο κατανόησης σε τι είδους κοινωνικό και πολιτικό ανταγωνισμό έχουμε εμπλακεί ως λαοί και κοινωνίες. Η αποδιάρθρωση της Ευρώπης και η άνοδος των εθνικιστικών και φασιστικών τάσεων, αλλά και η διάλυση και η υποτροπή κρατικών δομών στη νοτιοανατολική μεσογειακή λεκάνη θέτουν καθήκοντα και απαιτήσεις που υπερβαίνουν όσα θεωρούσαμε δεδομένα 10 χρόνια πριν. Η επιτάχυνση των εξελίξεων έχει οδηγήσει τις ελίτ στην υιοθέτηση μιας καταστροφικής στρατηγικής: οι ελίτ έχουν σήμερα την ιστορική αξίωση να κλείσει ένας μεγαλύτερος κύκλος που ξεκίνησε με την είσοδο των λαών στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι πριν από 2,5 αιώνες. Η αριστερά, αν θέλει να είναι σχετική με την περίοδο, πρέπει να αρθεί στρατηγικά στο ίδιο ύψος και να εκπονήσει μια ανάλογη στρατηγική για τις κοινωνίες προς μια χειραφετητική κατεύθυνση.

Έχουμε εισέλθει σε μια μεταβατική περίοδο μεγάλων απειλών αλλά και δυνατοτήτων. Δεν θα επεκταθούμε εδω περισσότερο στην ψηλάφιση των τεκτονικών αλλαγών που συμβαίνουν γύρω μας, αλλά αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τις ευρύτερες αλλαγές, να αξιοποιήσει τις δυνατότητες της περιόδου στην πορεία προς την εξουσία μεταβάλλοντας θετικά το ευρύτερο ασφυκτικό πλαίσιο και να αποτελέσει μια δύναμη που απευθύνεται σε μια κοινωνία που συναισθάνεται τους υπαρξιακούς κινδύνους με το απαραίτητο αξιακό και συναισθηματικό βάθος. Όμως μια δύναμη που φιλοδοξεί να είναι φορέας κοινωνικής αλλαγής δεν μπορεί να αγνοεί τις κοινωνικές αλλαγές που είναι σε εξέλιξη ούτε να είναι αδιάφορη ή εχθρική στις δυνατότητες που αναβλύζουν από την ανθρώπινη δραστηριότητα σε πολλούς τομείς σήμερα.

6. Μέχρι την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, η ελληνική κοινωνία διέθετε έναν πολιτικό παράγοντα εξομάλυνσης και συνοχής παρά την καταστροφή που βρισκόταν σε εξέλιξη. Η μη συμμόρφωση μιας δημοκρατικής πολιτικής δύναμης με τον κυνισμό και τον πολυδιάστατο αποκλεισμό που κλονίζει την κοινωνική συνοχή σε βαθύτερο επίπεδο λειτουργούσε ανασχετικά σε αυτό τον κλονισμό. Το κοινωνικό τίμημα της ένταξης του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό προσωπικό που δεν έχει “αυταπάτες” – πέρα από τη συνέχεια μιας πολιτικής που βαθαίνει την κοινωνική παρακμή και οικονομική δυσπραγία – είναι η στέρηση από την κοινωνία κάποιου πολιτικού στηρίγματος που διέπεται από ορθολογισμό και ευαισθησία. Η αδυναμία πλέον πολιτικής εκπροσώπησης της μη συμμόρφωσης με τις τοξικές συνθήκες διαβίωσης και την έλλειψη προοπτικής – λειτουργία που επιτελούσε ο ΣΥΡΙΖΑ συμβάλλοντας στην ανάσχεση της παρακμής όπως είπαμε – διοχετεύει (αυτο)καταστροφικές τάσεις στις διαπροσωπικές σχέσεις ενισχύοντας την υπόκωφη κοινωνική βία και απειλώντας την κοινωνική συνοχή με τη βαθύτερη έννοια του όρου.

Ως εκ τούτου έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου πλέον η παρακμή υπερβαίνει την πολιτική μας φαντασία. Απέναντι σε μια πολύ επικίνδυνη περίοδο οι δυνάμεις της χειραφέτησης εισέρχονται αποδεκατισμένες και αποσυσπειρωμένες αλλά με ένα πλεονέκτημα. Δεν μπορούν πλέον να εγκλωβιστούν σε παρωχημένα σχήματα και νοοτροπίες. Και αυτό δεν είναι λίγο καθώς ανοίγει το βλέμμα και την προοπτική να αξιοποιήσουμε δυνατότητες και εργαλεία που δεν μπορούσαμε μέχρι τώρα. Βεβαίως, η κατάσταση θα ήταν πολύ διαφορετική αν ο ΣΥΡΙΖΑ στην πλειοψηφία του είχε παραμείνει πιστός στη μη συμμόρφωση με τη στρατηγική που εμβαθύνει την κοινωνική παρακμή και εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους. Η ύπαρξη ενός μαζικού, πανελλαδικού φορέα που θα επέλεγε να απεγκλωβιστεί από μια καταστροφική πολιτική στρατηγική και ο οποίος θα έστρεφε το σύνολο των δυνάμεών του στο κοινωνικό πεδίο, ώστε από κοινού με τους πολίτες να διερευνήσει όλα όσα δεν κατάφερε την περίοδο 2012-1014, θα δημιουργούσε άλλα δεδομένα στην ελληνική κοινωνία και θα εξέπεμπε ένα σήμα για έγκαιρη τροποποίηση της στρατηγικής στις δυνάμεις της αριστεράς σε όλη την Ευρώπη.

Μια τέτοια επιλογή θα είχε πολιτικό κόστος βραχυπρόσθεσμα σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού, αλλά την ίδια στιγμή θα μπλόκαρε την υλοποίηση της πολιτικής που σήμερα μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κάνει πραγματικότητα. Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ θα εμπέδωνε την κοινωνική του εξουσία στις φτωχές και υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας. Με αυτό τον τρόπο θα εξαφάνιζε την επιρροή ακροδεξιών και εθνικιστικών αντιλήψεων στο τμήμα του πληθυσμού που είναι περισσότερο χτυπημένο από την κρίση και θα διέθετε πραγματικά κοινωνικά εργαστήρια για τη γιγάντωση θεσμίσεων και δικτύων αυτο-οργάνωσης που θα μπορούσαν να στηρίξουν ουσιαστικά την πολιτική του παρουσία και δύναμη σε ένα τοξικό πολιτικό περιβάλλον.

Αντιθέτως, σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ εμβαθύνοντας την πολιτική που αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο την κοινωνία απομακρύνεται από τα λαϊκά στρώματα τα οποία είναι πλέον ανοχύρωτα μπροστά στη ρητορική και πρακτική της ακροδεξιάς, ενώ τα μεσαία στρώματα που θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος των “ταξικών”6 επιλογών μια κυβέρνησης με αναφορά στην αριστερά πολύ σύντομα θα αποσύρουν την όποια στήριξή τους στην κυβέρνηση. Πρόκειται για μια στρατηγική χωρίς πολιτική βιωσιμότητα με τεράστιες συνέπειες για την κοινωνία κυρίως υπό το πρίσμα της έλλειψης ένος πανελλαδικού, συλλογικού αναχώματος με ισχυρές συνδέσεις με τις λαϊκές τάξεις που θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρό εργαλείο στην επικίνδυνη φάση που έχουμε μπει.

7. Όπως όμως και να ήρθαν τα πράγματα, οι απαιτήσεις δεν αλλάζουν επειδή έχουμε βρεθεί σε δυσχερέστερη υποκειμενική θέση σήμερα. Οι δυνάμεις που διαθέτει η ελληνική κοινωνία για την επιβίωση και προστασία της είναι μεγάλες αρκεί να μάθουμε από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και να είμαστε επινοητικοί/ες και τολμηροί/ες την επόμενη περίοδο. Και κυρίως να είμαστε ικανοί/ες να αντιληφθούμε τις δυνατότητες που υπάρχουν γύρω μας και να συμβάλουμε ώστε να τεθούν σε κίνηση οι διεργασίες που είναι συμβατές με τη μεταβατική ιστορική φάση στην οποία έχουμε ήδη εισέλθει.

1 Παρά τη νωθρότητα που εμφάνισε η ελληνική κοινωνία τα προηγούμενα χρόνια όπως όλες οι κοινωνίες που αφέθηκαν στην “αγκαλιά” του περίφημου “τέλους της ιστορίας”.

2 Όπως είναι προφανές σε όσους και όσες έζησαν τις κομματικές διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ πριν από την περίοδο που συζητάμε, οι συλλογικές διαδικασίες και οι επιχειρησιακές λειτουργίες έπασχαν σοβαρά και από πριν. Ωστόσο, την περίοδο για την οποία συζητάμε εμφανίζεται μια ραγδαία επιδείνωση.

3Πέρα από τον νεοφιλελεύθερο μετασχηματισμό του κράτους υπάρχει πάντα και το διακύβευμα της αποτελεσματικής εμπλοκής με τη γραφειοκρατική νοοτροπία και πρακτική που χαρακτηρίζει τις κρατικές λειτουργίες. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αποσυνδέσουμε τα δύο αυτά μέτωπα, καθώς παρά τη σχετική της αυτονομία η κρατική γραφειοκρατία δεν είναι ουδέτερη ως προς τα οργανωσιακά της χαρακτηριστικά, τις στοχεύσεις και τα αποτελέσματά της. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέπτυξε κάποια μεθοδολογία ή επιχειρησιακούς “κανόνες εμπλοκής” ούτε με την “παραδοσιακή” κρατική γραφειοκρατία.

4Ακροθιγώς και ενδεικτικά να αναφέρουμε α) το νέο κύμα τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας (και τις αλλαγές που παράγουν στη διάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων και θεσμίσεων), β) τις τεράστιες ποσότητες ψηφιακών δεδομένων (και τις αλλαγές που ήδη φέρνουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ανθρώπινης δραστηριότητας) και γ) την ωρίμανση τεχνολογιών αυτοματοποίησης (που αναμένεται να διαρρήξουν παγιωμένες νόρμες οργάνωσης των κοινωνιών και της παραγωγής).

5Ενδεικτικά να αναφέρουμε την κλιματική αλλαγή που πλέον έχει επιταχυνθεί συμβάλλοντας αποφασιστικά στην πυροδότηση μεγαφαινομένων όπως μεταναστευτικά ρεύματα και πόλεμοι (πχ η ξηρασία στη Συρία αποτέλεσε έναν υπόγειο παράγοντα που κατέστησε ασφυκτική τη ζωή σε έναν κόμβο γεωπολιτικής έντασης, επιτείνοντας εντάσεις και αδιέξοδα).

6Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτό που εμφανίζεται ως “ταξική” πολιτική υπέρ των πιο αδύναμων στρωμάτων επειδή τα βάρη μεταβιβάζονται σε αυτούς που δεν έχουν ακόμη φτωχοποιηθεί (με αποτέλεσμα και τη δική τους κατάρρευση) δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως πολιτική υπέρ των φτωχών. Αν το αποτέλεσμα δεν είναι η άρση των συνθηκών φτώχειας τους αλλά μόνο η μη περαιτέρω επιβάρυνσή τους τότε σε συνδυασμό με την φτωχοποίηση τμημάτων που δεν είχαν φτωχοποιηθεί, μάλλον πρέπει να μιλάμε για διεύρυνση της φτώχειας παρά για “ταξική” πολιτική υπέρ των φτωχών.

Ενεργές δυνάμεις, ισχύς και κοινωνικοπολιτικές διεργασίες

Ο προσανατολισμός πολιτικής και κοινωνικής δράσης μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης

Η ελληνική κοινωνία, παρά την καταστροφή που έχει υποστεί, διαθέτει ακόμη έναν πληθυσμό με τεράστιες ενσωματωμένες δυνατότητες. Ο ελληνικός λαός χρησιμοποίησε τα πολιτικά και κοινωνικά μέσα που διέθετε στο πλαίσιο της αστικοδημοκρατικής θεσμικής οργάνωσης, αλλά δεν κατάφερε να σταματήσει την περαιτέρω αποδυνάμωση και υποβάθμιση. Όμως, εδώ και καιρό και παράλληλα με τα παραδοσιακά μέσα αντίστασης και αγώνα (κινήματα και εκλογικές αναμετρήσεις) αναπτύσσονται ποικίλες πρωτοβουλίες και εγχειρήματα αυτο-οργάνωσης μέσα στον κοινωνικό ιστό.

Η σφοδρότητα της επίθεσης και η ανάγκη προστασίας και επιβίωσης δημιούργησαν νέες δομές και συλλογικές προσπάθειες, τόσο στην παραγωγή (συνεταιριστικά εγχειρήματα) όσο και στο πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής (κοινωνικά ιατρεία, φαρμακεία, δίκτυα διανομής, δίκτυα αλληλεγγύης με ποικίλες δραστηριότητες κ.ο.κ.). Τα πεδία όπου αναπτύσσεται σήμερα η πρωτοβουλία των πολιτών έχει διευρυνθεί σε πολλούς τομείς.

Την ίδια στιγμή καταφέρνει ακόμη σήμερα, σε αντίξοες συνθήκες, να συνθέτει πραγματικά κοινωνικά μέτωπα μπροστά σε μεγα-φαινόμενα όπως οι προσφυγικές ροές. Η κινητοποίηση και η δημιουργικότητα των ανθρώπων σε πάρα πολλές περιοχές της χώρας αποτέλεσε την κοινωνική δύναμη που έδωσε με επιτυχία μια πολύ δύσκολη μάχη στο εσωτερικό των τοπικών κοινωνιών.

Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για σπασμωδικές και απολίτικες ενέργειες και πρωτοβουλίες διαχείρισης της μιζέριας λόγω της ζοφερής πραγματικότητας. Το πλέγμα των κοινωνικών δυνάμεων που παραμένουν ενεργές αποτελεί τη ζωτικότερη πηγή ισχύος για κάθε απόπειρα ανασυγκρότησης και οικοδόμησης μιας στιβαρής κοινωνικο-πολιτικής διεργασίας για την υπεράσπιση της κοινωνίας.

Οι δυνάμεις που μπορούν να τεθούν σε κίνηση για να αντιμετωπίσουμε εκρηκτικά κοινωνικά προβλήματα είναι πραγματικά πολύ μεγάλες. Όμως, απαιτείται μια σύνθετη πολιτική στρατηγική που θα υπερβαίνει τόσο την αποσπασματικότητα της απομονωμένης δουλειάς στο «μικρό-τοπικό» όσο και τον εγκλωβισμό στη σαγήνη της γενικής πολιτικής εκφώνησης στο «κεντρικό-πολιτικό». Μπορούμε να φανταστούμε αταξινόμητες με παραδοσιακούς όρους, υβριδικές πολιτικό-κοινωνικές διεργασίες και οργανωσιακές διατάξεις οι οποίες κατά κύριο λόγο συμβάλλουν στην ανάπτυξη μιας «ραχοκοκαλιάς» που ενισχύει, διασυνδέει και διευκολύνει την ανάδυση ενός ολοκληρωμένου δικτύου παραγωγής οικονομικής και κοινωνικής ισχύος υπό τον έλεγχο των πολιτών. Μια ραχοκοκαλιά που μεταφέρει τεχνογνωσία στα διάφορα σημεία του δικτύου, ενοποιεί για να αυξήσει τη βιωσιμότητα επιμέρους λειτουργιών, συμβάλει στη δημιουργία καινοτόμων θεσμίσεων που ενισχύουν συνολικά τις επιμέρους λειτουργίες και καλλιεργούν σχετικές νοοτροπίες κ.ο.κ.

Ένας τέτοιος προσανατολισμός πολιτικής και κοινωνικής δράσης μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για τη διαμόρφωση ενός δικτύου παραγωγής λαϊκής ισχύος, το οποία είναι απαραίτητο για να ανταποκριθούμε στην πίεση που δέχεται η κοινωνία από τη σύγχρονη απολυταρχία και τους κινδύνους που ανοίγονται μπροστά μας.

*Δημοσιεύθηκε στο Δρόμο της Αριστεράς στις 04/10/2016

Πρόλογος στο βιβλίο: «Άσχημη περίοδο διαλέξατε να διαφωνήσετε..»

Ζούμε σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών. Το κυρίαρχο σύστημα οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών απειλεί σήμερα το μέλλον της ανθρωπότητας με έναν τρόπο που υπερβαίνει την καθιερωμένη κατανόηση. Σε πλανητικό επίπεδο παροξύνεται ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός, ενώ οι ελίτ όπου Γης έχουν επιδοθεί σε μια απροσχημάτιστη συγκέντρωση ισχύος περιφράσσοντας πόρους, περιοχές, γνώση και πληροφορία και αποκλείοντας με βάρβαρο τρόπο τεράστια τμήματα πληθυσμών από την πρόσβαση σε στοιχειώδη μέσα επιβίωσης.

Σε περιοχές του πλανήτη όπου οι λαοί είχαν κατακτήσει κάποια στοιχειώδη πρόσβαση σε κρίσιμες αποφάσεις – επιβάλλοντας μερικώς τις ανάγκες τους ως παράμετρο για τη λήψη αυτών των αποφάσεων – η μονομερής άρση από τη μεριά των περιφερειακών ελίτ των όποιων κοινωνικών συμβολαίων συνιστά μονόδρομο στο φόντο του παροξυσμού των πλανητικών ανταγωνισμών και των πολλαπλών αδιεξόδων που γεννά η κυρίαρχη λογική του κέρδους. Η επιθετικότητα του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού αποδομεί ανοικτά τη δημοκρατία οικοδομώντας καθημερινά μια κοινωνική και θεσμική πραγματικότητα που συνδυάζει τη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού με αυταρχικούς, δεσποτικούς τύπους διακυβέρνησης (αρχιτεκτονική της ΕΕ και της ευρωζώνης, μνημόνια, συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου κοκ).

Έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου οι ελίτ έχουν εξαπολύσει μια επίθεση για την οριστική εξάλειψη της χειραφετητικής διάστασης της νεωτερικότητας. Επιχειρείται ο ιστορικός ακρωτηριασμός της πεποίθησης ότι μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα ξεκίνησε με την ορμητική είσοδο των λαών στο ιστορικό προσκήνιο μετά τη Γαλλική επανάσταση και η επανεγγραφή αυτής της περιόδου ως μιας “στιγμής” εντός ενός μεσαίωνα που ποτέ δεν τελείωσε. Το χειραφετητικό άλμα στη νεωτερικότητα επιχειρείται να συρρικνωθεί σε μια ακόμη “εξέγερση των χωρικών” που κράτησε απαράδεκτα πολύ.

Ταυτόχρονα, μακροχρόνιες τάσεις φτάνουν στα όριά τους: περιβαλλοντική αποσταθεροποίηση, εξάντληση φυσικών πόρων, διατροφική κρίση, κατάρρευση εθνικών και περιφερειακών συστημάτων διοίκησης και επιτέλεσης βασικών λειτουργιών κοκ. Επιπρόσθετα, ένα νέο κύμα τεχνολογικών εξελίξεων (αυτοματοποίηση, ψηφιακές τεχνολογίες πληροφορίας και επικοινωνίας, μαζικά δεδομένα κοκ) αναμένεται να σαρώσει τις ήδη αποδιαρθρωμένες υφιστάμενες θεσμίσεις και κοινωνικές νόρμες φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με νέες προκλήσεις και την απειλή ενός πολύ πιο εξελιγμένου ολοκληρωτισμού.

Οι ελίτ ως οι βασικοί παράγοντες που καθορίζουν τις εξελίξεις εκδιπλώνουν, επιταχύνουν και επιδεινώνουν τα σημερινά αδιέξοδα και κινδύνους ενώ την ίδια στιγμή η κυρίαρχη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού δεν μπορεί να παράσχει το κατάλληλο εννοιολογικό πλαίσιο για την αναζήτηση πραγματικών απαντήσεων στις υπαρξιακού χαρακτήρα απειλές που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα σήμερα. Αυτές οι λύσεις πρέπει να διέπονται τουλάχιστον από (α) διατηρησιμότητα, (β) αλληλεγγύη και (γ) ανοικτότητα ώστε να αναχαιτιστούν (α) οι μακροχρόνιες τάσεις που προσεγγίζουν το όριο ενός πεπερασμένου φυσικού περιβάλλοντος, (β) η εκτόξευση της ανισότητας που βαθμιαία παίρνει τη μορφή μιας βάρβαρης και ωμής διαδικασίας εξόντωσης των φτωχών και των αδύναμων και (γ) την απειλή ενός ψηφιακού ολοκληρωτισμού. Και για τα τρία αυτά χαρακτηριστικά – που φαίνονται αναγκαία για την αποφυγή μιας βάρβαρης οπισθοδρόμησης – το κυρίαρχο πλαίσιο σκέψης και δράσης είναι εξόχως τοξικό.

Την ίδια στιγμή, ποτέ πριν στην εξελικτική μας ιστορία δεν έχουμε βρεθεί τόσο κοντά στη δυνατότητα ενός χειραφετητικού άλματος. Καθημερινά η ανθρώπινη δραστηριότητα – διανοητική και πρακτική – παράγει εμπειρίες, τεχνογνωσία, μεθόδους, κριτήρια, καινοτομίες κοκ που εγγενώς έρχονται σε αντίθεση με την παρασιτική λογική του κέρδους και του ανταγωνσμού. Μια ανθρώπινη δραστηριότητα που εκτείνεται από τους πιο προηγμένους τομείς μέχρι τη λαϊκή σοφία, ευρηματικότητα και πηγαία αλληλεγγύη των παραδοσιακότερων τμημάτων της κοινωνίας. Επίσης για πρώτη φορά στην εξελικτική μας ιστορία έχουμε ένα τεράστιο απόθεμα ενσωματωμένων στους ανθρώπους ικανοτήτων, δυνατότητες συνδεσιμότητας αλλά και πρόσβαση σε αξίες και φιλοσοφίες ζωής από διαφορετικές κουλτούρες και παραδόσεις. Ζούμε σε μια περίοδο δραματικών αλλαγών και απειλών αλλά και αδιανόητων δυνατοτήτων.

Ωστόσο, φαίνεται ότι οι “δυνάμεις της χειραφέτησης” δεν είναι σε θέση ακόμη να παρέμβουν καταλυτικά στις εξελίξεις και να αλλάξουν τη ροή των πραγμάτων. Η πολιτική αριστερά και τα κινήματα εμφανίζουν μια “χρονοκαθυστέρηση” προσαρμογής στις νέες συνθήκες και τις αναβαθμισμένες απαιτήσεις της περιόδου. Διασχίζοντας τη μεταβατική περίοδο στην οποία έχουμε εισέλθει αντιστάσεις αναδύονται σχεδόν παντού: πλατείες, μαζικά κινήματα, αναδύσεις της πολιτικής αριστεράς, το μοναδικό παράδειγμα των Κούρδων της Συρίας, wikileaks και άλλες διαδικτυακές μορφές αγώνα και συλλογικής οργάνωσης, μεγάλες και μικρές μάχες για τα “κοινά” – τη συλλογική διαχείριση και έλεγχο πόρων, περιοχών, γνώσης και πληροφορίας απέναντι στις περιφράξεις των ελίτ – αλλά και άλλα πολλά σημεία αντίστασης και δημιουργίας που δεν αναγνωρίζονται πολλές φορές ως τέτοια.

Όλες αυτές οι εστίες του τμήματος της ανθρωπότητας που εργάζεται για να υπερβούμε τα σημερινά αδιέξοδα εμφανίζουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: τη συνύπαρξη παρωχημένων σχημάτων πολιτικής φαντασίας, οργανωσιακών αρχών, μεθοδολογιών και νοοτροπιών με πιο εξελιγμένες και σχετικές με την περίοδο – αλλά ανώριμες ακόμη – νοοτροπίες και μεθοδολογίες. Πρόκειται για ένα “κουβάρι” – γέννημα της μεταβατικής περιόδου στην οποία βρισκόμαστε – που πρέπει να οδηγήσει σε νέα επιχειρησιακά και οργανωσιακά παραδείγματα και σχήματα (μπολιάζοντας “νέα” και “παλιά” υλικά) ικανά να σηκώσουν το “βάρος” των σημερινών απαιτήσεων.

Όμως, είμαστε υποχρεωμένοι/ες να εξελιχθούμε ενώ την ίδια ώρα θα υποχωρούμε κάτω από την πίεση και έχοντας βαρειές απώλειες. Μέχρι να μάθουμε από την πείρα της νέας περιόδου και να βρούμε τους τρόπους να συσσωρεύσουμε ισχύ ικανή να διαμορφώσει ένα στέρεο και αξιόμαχο επίπεδο για τις δυνάμεις της χειραφέτησης και τους λαούς που βρίσκονται μπροστά σε υπαρξιακούς κινδύνους πρέπει να έχουμε τη δύναμη ψυχής και το κουράγιο να εξελισσόμαστε αιμορραγώντας.

Η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη αυτών των αλλαγών πολύ γρήγορα. Ο λαός μας παρά τα συμπτώματα παρακμής που εμφάνισε τα προηγούμενα χρόνια – όπως όλες οι κοινωνίες που αφέθηκαν στην “αγκαλιά” του περίφημου “τέλους της ιστορίας” – αντιστάθηκε και αγωνίστηκε αξιοποιώντας ό,τι μέσα είχε στον γνωσιακό και αξιακό ορίζοντά του. Και έγραψε ιστορία. Παγκόσμια. Αυτό συνήθως στο εσωτερικό της αριστεράς – έχοντας να αντιμετωπίσουμε τους δικούς μας “δαίμονες” – τείνουμε να το υποτιμούμε.

Αλλά επίσης ο λαός μας ηττήθηκε. Τουλάχιστον προς το παρόν. Και μάλιστα με τον ΣΥΡΙΖΑ να πρωταγωνιστεί στη δύση αυτού του κύκλου αγώνων. Δεν θέλω εδώ να επεκταθώ στην έκταση και το βάθος του συντριπτικού πλήγματος που, κατά τη γνώμη μου, δέχθηκε η ελληνική κοινωνία από τον ΣΥΡΙΖΑ, τις καταλυτικές συνέπειες για την αριστερά αλλά και τους νέους κινδυνους που ανοίγονται πλέον μπροστά μας. Θέλω όμως να υπογραμμίσω ότι η ήττα της αριστεράς και του λαϊκού κινήματος σε αυτή τη φάση και η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ δεν ταυτίζονται απολύτως. Συνδέονται αλλά δεν ταυτίζονται. Υπάρχει ο κίνδυνος να κρύψουμε τις επιχειρησιακές και μεθοδολογικές αδυναμίες να αντιπαρατεθούμε με αξιώσεις στη σύγχρονη απολυταρχία που αναδύεται σήμερα, πίσω από την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ. Με αλλά λόγια, αν θέλουμε να είμαστε χρήσιμοι/ες και να συμβάλουμε στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων ώστε να μπορέσει ο λαός μας – και κατ επέκταση οι άλλοι λαοί – να αναχαιτίσουν την πορεία των πραγμάτων πρέπει να έχουμε το θάρρος να αναζητήσουμε την τροποποίηση παγιωμένων νοοτροπιών, μεθοδολογιών και πρακτικών.

Ωστόσο, είναι χρέος όλων όσοι/ες βρεθήκαμε στο επίκεντρο αυτών των εξελίξεων να καταθέσουμε την εμπειρία και τη γνώμη μας. Αυτό που μας ενώνει είναι η κριτική ματιά των επόμενων γενιών. Όμως, μπροστά στην εμβέλεια της απειλής που βρίσκεται μπροστά μας το τελευταίο που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι η υστεροφημία μας. Η συλλογή διαφορετικών οπτικών και εκτιμήσεων είναι απαραίτητη για άλλο λόγο. Είναι απαραίτητη για τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης αποτίμησης αυτής της περιόδου ώστε να μεταλαμπαδευθεί στον επόμενο κύκλο αγώνων μια πείρα πολύτιμη και απαραίτητη για να εξελιχθούμε. Είναι προφανές ότι όσοι και όσες ζήσαμε αυτά τα γεγονότα από κοντά δεν μπορούμε να έχουμε απόλυτη ταύτιση ως προς τις εκτιμήσεις και τις αξιολογήσεις μας. Άλλωστε πρόκειται για μια περίοδο πυκνή και μοναδική η οποία θα αποκτά ολοένα νέα χαρακτηριστικά όσο απομακρυνόμαστε από αυτή.

Η κατάθεση εμπειριών και απόψεων για αυτή την περίοδο στον παρόντα τόμο έχει προσωπικό χαρακτήρα αλλά από τη σκοπιά ενός ιστορικού ρεύματος της αριστεράς. Στις πρωτόγνωρες συνθήκες που καθόρισαν την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ο συγγραφέας έμεινε σταθερά προσηλωμένος στην υπηρεσία των λαϊκών τάξεων. Είχε το σθένος να αντισταθεί στον “πειρασμό” να υποκαταστήσει τη σκληρή πραγματικότητα με αφελείς προσδοκίες και να αντιμετωπίσει με παρρησία και συναίσθηση της ιστορικότητας των στιγμών τα γεγονότα του προηγούμενου καλοκαιριού. Η κατάθεση της δικής του οπτικής μας δίνει τη δυνατότητα να εντοπίσουμε συγκλίσεις και αποκλίσεις και εν τέλει να δοκιμάσουμε και να σταθμίσουμε τις προσωπικές και συλλογικές μας αποτιμήσεις και εκτιμήσεις. Ο διάλογος άλλωστε για την περίοδο που μόλις έκλεισε τώρα αρχίζει και θα διαρκέσει πολύ. Το ερώτημα είναι αν θα τον διεξάγουμε στο περιθώριο των εξελίξεων ή αν μέσα και από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρουμε να εξελιχθούμε ώστε να ξεπηδήσουν πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες που θα αντιστοιχούν στις απαιτήσεις των καιρών.

*Εισαγωγή στο βιβλίο του Ρούντι Ρινάλντι: «Άσχημη περίοδο διαλέξατε να διαφωνήσετε..»

Να επανεπινοήσει η Αριστερά την υπόστασή της

Το ερώτημα «τι λείπει;» αναδεικνύει το βάθος της στρατηγικής αναζήτησης για το «τι να κάνουμε» ως αριστερά και ως κοινωνία που απειλείται σήμερα πολλαπλώς. Στον αντίποδα εύκολων και πρόχειρων απαντήσεων, η επισήμανση ότι κάτι φαίνεται να λείπει από την «εργαλειοθήκη» των λαϊκών τάξεων, των ανθρώπων με ικανότητες που απορρίπτονται, αλλά και των δημοκρατών όλων των αποχρώσεων, κινητοποιεί τη φαντασία για την αναζήτηση τρόπων υπέρβασης της σημερινής ασφυκτικής κατάστασης.

Απέναντι σε μια ολοκληρωτική απειλή και μπροστά σε εξελιγμένα εργαλεία τεχνο-βιοπολιτικής, η παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία -εκλογικός και κινηματικός αγώνας- απαιτεί ριζικές τροποποιήσεις και οπωσδήποτε ένταξη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο οργανωσιακής και επιχειρησιακής αναβάθμισης των τμημάτων της κοινωνίας που καταδικάζονται σήμερα. Μια αναβάθμιση που περιλαμβάνει την ανάπτυξη κοινωνικών και παραγωγικών κυκλωμάτων με σκοπό την αυτονόμηση βασικών λειτουργιών της κοινωνίας από τον ασφυκτικό έλεγχο αντιδημοκρατικών θεσμών. Η απελευθέρωση της χώρας μπορεί να στηριχθεί μόνο στην κοινωνική και οικονομική αυτονομία ώστε να είναι σε θέση να αποκρούσει την υπέρτερη δύναμη πυρός του χρηματοπιστωτικού δεσποτισμού που ελέγχει τις βασικές λειτουργίες της κοινωνίας μέσω της χρηματοδότησης, της ρευστότητας κ.ο.κ.

Όμως, αυτό που λείπει σήμερα δεν είναι μια επιμέρους έλλειψη την οποία θα μπορούσαμε να θεραπεύσουμε με μια προσθήκη στην παραδοσιακή μας δομή σκέψης και δράσης. Δεν μας λείπει ένα κομμάτι του πάζλ. Αντιθέτως, πιστεύω ότι έχουμε μπροστά μας όλα τα κομμάτια, αλλά μας λείπει ο κατάλληλος τρόπος άρθρωσης και διασύνδεσης μεταξύ τους. Αλλά είμαστε ακόμη ένα βήμα πιο πίσω. Κοιτάμε με λάθος τρόπο και δεν μπορούμε να εστιάσουμε καν στο παζλ.

Και εδώ χρειάζεται υψηλό φρόνημα και δύναμη ψυχής. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να μην φτιάξουμε το παζλ. Η απειλή είναι ολοκληρωτική. Πρέπει να αναλάβουμε το ιστορικό βάρος και την ευθύνη να υπερβούμε τους εαυτούς μας ώστε να τροποποιήσουμε ριζικά μεθόδους, οργανωσιακές συνήθειες και νοοτροπίες που δεν μας επιτρέπουν να δούμε τα κομμάτια του παζλ. Ζούμε σε μια κοινωνία με τεράστιες ενσωματωμένες δυνατότητες και απίστευτη αντοχή στην επίθεση που έχει δεχθεί. Δεν το έχει βάλει κάτω παρά τις δραματικές απώλειες που έχει υποστεί. Όμως, τα κομμάτια του παζλ έχουν αρχίσει και τρίβονται μεταξύ τους κάτω από την αφόρητη πίεση. Ή θα καταφέρουμε να τα ενώσουμε ώστε να αποκτήσουν την ισχύ να αναχαιτίσουν την πίεση ή θα αποσυντεθούν. Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε οριακό σημείο με την κοινωνική ακροδεξιά να εποφθαλμιά την τσακισμένη ψυχική οικονομία των εξουθενωμένων πολιτών.

Αυτό που λείπει είναι εκείνο το οργανωσιακό/επιχειρησιακό DNA -με την αντίστοιχη μεθοδολογία και πολιτική φαντασία- που θα είναι σε θέση να πολλαπλασιάζεται και να διαχέεται στην κοινωνία δημιουργώντας σε πολλά επίπεδα και εμπλέκοντας εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού ποικίλα κύτταρα/κομμάτια του παζλ που μπορούν να αρθρωθούν κατάλληλα σε ένα δίκτυο παραγωγής λαϊκής ισχύος. Ουσιαστικά, αναφέρομαι στην ανάδυση μιας νέας Αριστεράς που δεν είναι αδιάφορη έως εχθρική στη λαϊκή δημιουργικότητα και βρίσκεται σε επαφή με τις καινοτόμες μεθόδους και εργαλεία που παράγονται καθημερινά σε πολλούς τομείς.

Μόνο μια τέτοια Αριστερά θα είναι σε θέση να κερδίσει τη συμμετοχή της ανάμεσα σε εκείνες τις δυνάμεις που θα καθορίσουν τις εξελίξεις από εδώ και εμπρός. Η Ιστορία δεν μας οφείλει μια θέση στο επίκεντρο των εξελίξεων, πρέπει να την κατακτήσουμε. Και μόνο μια τέτοια Αριστερά θα είναι χρήσιμη για την κοινωνική πλειοψηφία που έχει πλέον καταδικαστεί σε εξόντωση. Με άλλα λόγια, είτε η Αριστερά θα κάνει ένα άλμα από το «μηδέν στο ένα» επανεπινοώντας την υπόστασή της, είτε θα καταστεί ξεπερασμένη και ουσιαστικά απούσα τη στιγμή που η κοινωνία μας καλείται πλέον να βαδίσει εξουθενωμένη σε λεπτό πάγο.

Τροποποιώντας το «λειτουργικό σύστημα» της Αριστεράς

Δεν είναι εύκολο να αποτιμηθεί το βάθος των συνεπειών από το γεγονός ότι μια κυβέρνηση με αναφορά στην Αριστερά συνεχίζει την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής. Αυτό το συντριπτικό πλήγμα στην αριστερή εκδοχή της αντίστασης στη σύγχρονη απολυταρχία ενεργοποιεί νέες δυναμικές στο κοινωνικό σώμα: η Αριστερά βαθμιαία αλλά γρήγορα εγγράφεται στις καθεστωτικές δυνάμεις που πλήττουν τις ήδη εξουθενωμένες λαϊκές τάξεις και δημιουργούνται ευνοϊκές προϋποθέσεις είτε για την κανονικοποίηση της βαρβαρότητας είτε για την άνοδο του εθνικισμού και της ακροδεξιάς. Η αριστερή λιτότητα σε συνδυασμό με τη γεωπολιτική, πολεμικού χαρακτήρα ένταση στην ευρύτερη περιοχή, τις τρομοκρατικές ενέργειες και τα προσφυγικά ρεύματα διευρύνουν δυσμενώς το όριο του τι μπορεί να συμβεί στην ελληνική κοινωνία στο μέλλον.

Αυτή η διαπίστωση καθιστά σήμερα ακόμη πιο επίκαιρη τη συζήτηση αναφορικά με τους τρόπους και τις μεθόδους οργάνωσης των λαϊκών τάξεων ώστε να αποκτήσουν ανθεκτικότητα απέναντι σε απρόβλεπτες εξελίξεις, την εμπέδωση της χρηματοοικονομικής απολυταρχίας και την ενίσχυση της ακροδεξιάς. Για να ανταποκριθούμε στις σημερινές προκλήσεις είναι απαραίτητη μια ριζική μεταστροφή νοοτροπιών και προσανατολισμού σε μια κατεύθυνση παραγωγής οικονομικής και κοινωνικής ισχύος υπό τον έλεγχο των πολιτών. Στόχος είναι η σχετική αυτονομία βασικών λειτουργιών που σήμερα ελέγχονται από κέντρα στα οποία δεν έχουμε πρόσβαση ή επιρροή. Η εν λόγω αυτονομία είναι αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση της όποιας πολιτικής πρωτοβουλίας θέτει την επιβίωση του λαού, την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την ανάσχεση του φασισμού στο επίκεντρο.

Σε προηγούμενο άρθρο είχα υποστηρίξει ότι, χωρίς τη διεύρυνση της αυτονομίας της, η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορεί να επιβιώσει με αξιοπρέπεια ούτε να αντιμετωπίσει με στοιχειώδη επάρκεια ενδεχόμενες καταστάσεις κατάρρευσης ή αναστολής του κλασικού οικονομικού κυκλώματος. Σε άλλο άρθρο υποστήριξα ότι είμαστε πολύ πιο δυνατοί από ό,τι επιτρέπουμε στον εαυτό μας να αντιληφθεί όσο μένουμε προσκολλημένοι σε καθιερωμένα φαντασιακά και πολιτικές φόρμες. Εδώ θα αναφερθώ σε κάποιες σκέψεις αναφορικά με την τροποποίηση πτυχών της παραδοσιακής αριστερής πρακτικής, οι οποίες μπορεί να φανούν χρήσιμες σε μια Αριστερά που ευελπιστεί να είναι σχετική με την περίοδο, ικανή να αξιοποιήσει τις σημερινές δυνατότητες και χρήσιμη στον ελληνικό λαό.

Η παραδοσιακή αριστερή πολιτική μεθοδολογία οργανώνεται γύρω από την αντιπροσωπευτική δημοκρατική λειτουργία: στήριξη κινημάτων και αιτημάτων που απευθύνονται στην εκλεγμένη κυβέρνηση και το κράτος, σύνταξη πολιτικού προγράμματος, διαμόρφωση κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, εκλογικός αγώνας, επιδίωξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και συγκρότηση κυβέρνησης με σκοπό την εφαρμογή του προγράμματος. Αυτή η μεθοδολογία προϋποθέτει ότι η άλλη πλευρά, οι ελίτ, δεσμεύεται από τους κανόνες της δημοκρατικής αντιπροσωπευτικής λειτουργίας: αν μια εκλεγμένη κυβέρνηση πλήττει τα συμφέροντά τους, οι ελίτ σέβονται το δικαίωμά της να εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική (τουλάχιστον εμφανίζονται να διατηρούν ένα πρόσχημα σεβασμού) και οργανώνουν μέσω των πολιτικών φορέων που τις εκπροσωπούν πολιτικό αγώνα, ώστε μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες να υπάρξει κυβερνητική αλλαγή προς την κατεύθυνση που επιθυμούν. Όμως, γνωρίζαμε εδώ και καιρό ότι οι ελίτ δεν δεσμεύονται πλέον από αυτούς τους κανόνες. Αυτή είναι η επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού. Τα τελευταία 30 χρόνια διευρύνεται μια σύγχρονη απολυταρχία που ανέχεται τη δημοκρατική μορφή αλλά όχι και την ουσία της: την πρόσβαση των πολιτών χωρίς οικονομική ισχύ στις κρίσιμες αποφάσεις για τις κοινωνίες.

Η παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία της Αριστεράς (όπως αυτή εκφυλίστηκε μέσα στη φαινομενική θαλπωρή της «εύρωστης» πολιτικής και θεσμικής οργάνωσης των δυτικών κοινωνιών) διέπεται αυθόρμητα από την πίστη ότι η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας εξασφαλίζει ένα ποσό ισχύος ικανό να επιτύχουμε την ικανοποίηση βασικών κοινωνικών αιτημάτων. Αυτό όμως δεν ισχύει εδώ και καιρό (αν ίσχυε ποτέ στο βαθμό που το χρειαζόμαστε σήμερα). Η προσκόλληση στην εν λόγω πολιτική μεθοδολογία κατέστησε την Αριστερά ατροφική ως προς τη δυνατότητά της να συμβάλει στην παραγωγή εκ νέου λαϊκής ισχύος από την ίδια την αυτο-οργάνωση των ανθρώπων. Όμως, η δημοκρατία δεν υπάρχει πια αν δεν έχεις την ισχύ να την επιβάλλεις. Τα «καύσιμα» από την παραγωγή ισχύος των προηγούμενων γενιών τελείωσαν. Δεν έχουμε πια ως λαϊκές τάξεις την ισχύ ώστε να επιβάλλουμε τη συμμετοχή μας στις κρίσιμες αποφάσεις. Τώρα πια, αν θέλουμε να έχουμε δημοκρατία και αξιοπρεπή ζωή, πρέπει να παράγουμε και την ισχύ που χρειαζόμαστε για να τα επιβάλουμε.

Για να υπηρετήσουμε μια στρατηγική που παράγει εκ νέου ισχύ, απαιτείται ένας ριζικός μετασχηματισμός νοοτροπιών, μεθοδολογίας, φαντασιακού και οργανωσιακής διάταξης. Απαιτείται πρώτα από όλα η μετατόπιση του «κέντρου βάρους» της πολιτικής μεθοδολογίας, από την εκφώνηση και εκπροσώπηση «απόψεων και προγραμμάτων» που είναι στον «αέρα» αφού βασίζονται στην υποτιθέμενη δέσμευση των ελίτ στο δημοκρατικό παιχνίδι («αποκλείεται να μας πουν όχι») στην ενίσχυση/καλλιέργια/υποβοήθηση/διασύνδεση/αναβάθμιση/συντονισμό των παραγωγικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων των ίδιων των πολιτών. Αντί να επικεντρωνόμαστε αποκλειστικά στην πολιτική εκπροσώπηση των λαϊκών τάξεων, πρέπει να είμαστε σε θέση να συμβάλουμε στη διαμόρφωση μιας ισχυρής οργανωσιακής ραχοκοκαλιάς για τη διαμόρφωση αυτόνομων (από τα κέντρα ελέγχου των ελίτ), ανθεκτικών και δυναμικών δικτύων συνεταιριστικών παραγωγικών μονάδων και διανομής, τοπικών «κυττάρων» αυτο-κυβέρνησης, δημοκρατικού ελέγχου τοπικών υποδομών και ενεργειακών συστημάτων, αυτο-οργανωμένων δομών κάλυψης κοινωνικών αναγκών κ.ο.κ. Η αυτονομία βασικών λειτουργιών ισοδυναμεί με παραγωγή οικονομικής και κοινωνικής ισχύος, η οποία είναι απαραίτητη ώστε οι παραδοσιακές μορφές πολιτικού αγώνα και εκπροσώπησης να αποκτήσουν ανθεκτικότητα και δυνατότητα πραγματικής ηγεμονίας σε επιχειρησιακό επίπεδο.

Η παραδοσιακή Αριστερά, όπως κατέδειξε το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ, παραμένει αδιάφορη απέναντι στις υπαρκτές σημερινές δυνατότητες, αδυνατώντας να κατανοήσει ότι η μόνη πηγή ισχύος για να επιτύχει οτιδήποτε είναι ακριβώς οι ενσωματωμένες δυνατότητες των ανθρώπων. Ήταν σύνηθες τα τελευταία χρόνια φίλοι και γνωστοί που γνωρίζουν καλά έναν τομέα να ζητούν από τους οργανωμένους στον ΣΥΡΙΖΑ κάποιο τρόπο να βοηθήσουν στον συγκεκριμένο τομέα. Η ικανότητα απορρόφησης αυτής της διαθεσιμότητας υπήρξε απογοητευτική. Επιπρόσθετα, η παραδοσιακή νοοτροπία της Αριστεράς δεν αναγνωρίζει τη σημασία των ενσωματωμένων ικανοτήτων των μελών της, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην ιδιαίτερη πολιτική τους ταυτότητα και τη «χρησιμότητά» τους σε ένα εσωτερικό παιχνίδι εξουσίας. Αν κάτι πρόσφεραν στις ΟΜ τα δίκτυα αλληλεγγύης, ήταν η αναγνώριση των δεξιοτήτων των μελών ως σημαντικό στοιχείο τους στο πλαίσιο της ζωής της οργάνωσης.

Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια συλλογική μορφή και λειτουργία με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία εκπαιδεύει το κομματικό δυναμικό οξύνοντας συγκεκριμένες δεξιότητες: η πολιτική ικανότητα επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στη διαμόρφωση προγράμματος, την πολιτική ρητορική (κεντρική εκφώνηση, εξορμήσεις, καμπάνιες), την πολιτική συμμαχιών, τον προεκλογικό αγώνα κ.ο.κ. Στο εσωτερικό, τα μέλη αναλώνονται σε παιχνίδια εξουσίας και επιρροής μέσα σε κομματικές διαδικασίες ώστε να τροποποιήσουν την πολιτική εκφώνηση και το στίγμα του προγράμματος προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Δεν αναφέρομαι στην «κακή» εκδοχή της παραπάνω διαδικασίας (προσωπικές στρατηγικές, καταπάτηση συλλογικών κανόνων, υποτίμηση δημοκρατικών διαδικασιών, αδιαφανείς διαδικασίες απόφασης κ.ο.κ), γιατί η τροποποίηση στη μεθοδολογία που απαιτούν οι περιστάσεις υπερβαίνει την ανάγκη αντιμετώπισης τέτοιων παθογενειών.

Η μετατόπιση του «κέντρου βάρους» της πολιτικής μεθοδολογίας, από την εκπροσώπηση «απόψεων» στην υποστήριξη και καλλιέργεια της δράσης των πολιτών, τροποποιεί και τα κριτήρια αξιολόγησης και επιτυχίας. Βασικό κριτήριο επιτυχίας είναι ο αριθμός των ανθρώπων που εμπλέκονται στην ανάπτυξη του δικτύου παραγωγής ισχύος, ο βαθμός και η ένταση της «εξόρυξης» των δυνατοτήτων τους για την ενδυνάμωση του δικτύου, αλλά και η μεθοδική προετοιμασία διασύνδεσης κρατικών, θεσμικών και άλλων δομών με το εν λόγω δίκτυο (μέσω του μετασχηματισμού τους) όταν και αν κάτι τέτοιο γίνει δυνατό. Τα παραπάνω κριτήρια αξιολόγησης προάγουν με τη σειρά τους συγκεκριμένες δεξιότητες στο προφίλ των εμπλεκόμενων ανθρώπων: δεξιότητες εύρυθμης και αποτελεσματικής δημοκρατικής, συλλογικής λειτουργίας και ποιότητες που ενδυναμώνουν τη συνεργασία. Η δημοκρατία και η συνεργασία δεν είναι πλέον ένα «δέον», κάτι που επιτελούμε «από καθήκον», αλλά αποκτά νευραλγική επιχειρησιακή σημασία: η παραγωγή ισχύος που χρειαζόμαστε προκύπτει από την απελευθέρωση των δυνατοτήτων των ανθρώπων. Αυτές οι δυνατότητες απελευθερώνονται και γίνονται ενεργές μόνο όταν οι άνθρωποι συνεργάζονται ισότιμα στη βάση ενός κοινού στόχου και όταν αναγνωρίζεται η αξία των ενσωματωμένων δυνατοτήτων τους με το να μεταβιβάζονται σε αυτούς οι αποφάσεις που σχετίζονται με αυτές.

Εδώ εντάσσεται και ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που σχετίζεται με το πολιτικό φαντασιακό της παραδοσιακής Αριστεράς. Για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε σοβαρά μια τέτοια πολιτική στρατηγική, χρειαζόμαστε ένα νέο μοντέλο ηγεσίας (leadership). Δεν αναφέρομαι μονάχα στην κεντρική ηγεσία, αλλά στην ηγετική λειτουργία που διέπει όλα τα επίπεδα ενός σύνθετου οργανισμού. Η ηγεσία είναι μια πραγματική, δομική συνέπεια των σύνθετων οργανισμών. Παράγεται από την ανάγκη διασύνδεσης πολλών μερών ενός σύνθετου συστήματος. Η επαφή μεταξύ των μερών δεν εμπλέκει το σύνολο του εκάστοτε μέρους και σε αυτό το σημείο αναδύεται η ηγεσία ως λειτουργία [1]. Ο πολιτικός προσανατολισμός ανάπτυξης ενός δικτύου παραγωγής λαϊκής ισχύος απαιτεί μια ηγεσία που δεν εμφανίζει τη ροπή απόσπασης αποφάσεων από τα υπόλοιπα μέλη του εκάστοτε μέρους του δικτύου, λόγω του ότι έχει μεγαλύτερη πρόσβαση στην πληροφορία και άμεση διασύνδεση με περισσότερους κόμβους του δικτύου [2]. Και τούτο διότι, αν η ισχύς του δικτύου παράγεται από την «εξόρυξη» ενσωματωμένων δυνατοτήτων όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων και αυτή η «εξόρυξη» είναι δυνατή μόνο όταν οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση στις αποφάσεις που σχετίζονται με αυτές τις δυνατότητες, τότε το μοντέλο ηγεσίας που αντιστοιχεί σε αυτή τη λογική έχει ως βασικό της χαρακτηριστικό τον συντονισμό των υπολοίπων για να πάρουν τις αποφάσεις.

Μια ηγεσία είναι «καλή» όταν επιτυγχάνει τον καλύτερο και λειτουργικότερο συντονισμό για την παραγωγή μιας απόφασης και όχι όταν λαμβάνει αυτή τις «καλύτερες» αποφάσεις. Καθ’ υπερβολή, η ηγεσία είναι αδιάφορη ως προς το περιεχόμενο των επιμέρους αποφάσεων και εστιάζει στην εύρυθμη λειτουργία, συντονισμό και διασύνδεση των κόμβων ενός σύνθετου δικτύου δημοκρατικών διαδικασιών απόφασης μεταξύ συνεργατικών ομάδων παραγωγής ισχύος. Κύριο μέλημά της είναι η διαρκής αναβάθμιση αυτής της λειτουργίας, η ενσωμάτωση νέων μεθόδων και εργαλείων, η αξιοποίηση της πείρας για τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών κ.ο.κ [3]. Με άλλα λόγια, αν αποσπάμε αποφάσεις από τους ανθρώπους αποδυναμωνόμαστε, γιατί δεν επιτρέπουμε τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους. Και αυτό ισοδυναμεί με «κακή» ηγεσία.

Για την ανάπτυξη τέτοιου τύπου ποιοτήτων και νοοτροπιών υπάρχει αρκετή τεχνογνωσία την οποία πρέπει να αξιοποιήσουμε στο έπακρο. Πολλές φορές ενώ συμφωνούμε ότι πρέπει να «εμπλέξουμε» την κοινωνία, δεν γνωρίζουμε πώς να το κάνουμε με τρόπο που πραγματικά εμπνέει, διαρκεί στον χρόνο και φέρνει ουσιαστικά αποτελέσματα. Αυτό όμως είναι απολύτως λογικό, γιατί απαιτεί ικανότητες και γνώσεις που δεν προάγονται από την παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία ή αναπτύσσονται σε περιορισμένο βαθμό και με δυσλειτουργικό τρόπο. Ακόμη χειρότερα, μπορεί να διαθέτουμε ως άτομα τέτοιες ικανότητες, οι οποίες όμως αποκλείονται από πολιτικούς οργανισμούς που αδιαφορούν για αυτές.

Συνεπώς, μπορούμε να φανταστούμε μια αταξινόμητη με παραδοσιακούς όρους, υβριδική πολιτικό-κοινωνική συλλογικότητα η οποία κατά κύριο λόγο συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας ραχοκοκαλιάς που ενισχύει, διασυνδέει, διευκολύνει, μεταφέρει τεχνογνωσία στα διάφορα σημεία του δικτύου, ενοποιεί για να αυξήσει τη βιωσιμότητα επιμέρους λειτουργιών, συμβάλει στη δημιουργία καινοτόμων θεσμίσεων που ενισχύουν συνολικά τις επιμέρους λειτουργίες και καλλιεργούν σχετικές νοοτροπίες κοκ. Μια τέτοια «οργάνωση» που έχει επιτύχει μια καλύτερη στάθμιση μεταξύ πολιτικής αντιπροσώπευσης και παραγωγής ισχύος μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για τη διαμόρφωση ενός δικτύου παραγωγής λαϊκής ισχύος, η οποία είναι απαραίτητη για να ανταποκριθούμε στην πίεση που δέχεται η κοινωνία από τη σύγχρονη απολυταρχία και στους κινδύνους που ανοίγονται μπροστά μας.

______________________

Σημειώσεις

[1] Δεν εξαντλώ προφανώς όλες τις πτυχές της έννοιας της ηγεσίας.

[2] Σε αυτό το σημείο ας κρατήσουμε ότι η ψηφιακή τεχνολογία και συγκεκριμένα η μεγάλη ταχύτητα διάδοσης της πληροφορίας σε πραγματικό χρόνο και η ευκολία όλων στην πρόσβαση σε δεδομένα για διαδικασίες που γίνονται παράλληλα σε διαφορετικά σημεία του συστήματος, ενδεχομένως διευκολύνει την ανάπτυξη ενός διαφορετικού μοντέλου ηγεσίας, αμβλύνοντας την τάση απόσπασης αποφάσεων από τους κόμβους επικοινωνίας.

[3] Στο βιβλιαράκι «Λογική και Μέθοδος μιας Αριστερής Κυβέρνησης» αναφέρονται στοιχεία μιας παρόμοιας νοοτροπίας διακυβέρνησης σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής, που σχετίζονται με το μοντέλο ηγεσίας που απαιτούν οι συνθήκες.

 

*Δημοσιεύθηκε στο RedNotebook στις 22/12/2015

Σημερινές δυνατότητες

Σε προηγούμενο άρθρο1 είχα υποστηρίξει ότι η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας σήμερα δεν μπορεί να επιβιώσει με αξιοπρέπεια ούτε να αντιμετωπίσει με στοιχειώδη επάρκεια ενδεχόμενες καταστάσεις κατάρρευσης ή αναστολής του κλασικού οικονομικού κυκλώματος (μνημονιακό πλαίσιο απολυταρχικού ελέγχου, παραγωγική και κοινωνική παρακμή, γεωπολιτική κατάσταση κοκ). Για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στις σημερινές προκλήσεις είναι απαραίτητη μια ριζική μεταστροφή νοοτροπιών και προσανατολισμού σε μια κατεύθυνση παραγωγής οικονομικης και κοινωνικής ισχύος υπό τον έλεγχο των πολιτών. Στόχος είναι η σχετική αυτονομία μας μέσω της βαθμιαίας ανάκτησης του ελέγχου βασικών λειτουργιών που σήμερα ελέγχονται από κέντρα στα οποία οι πολίτες δεν έχουν πρόσβαση ή επιρροή. Η εν λόγω αυτονομία ειναι αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση της όποιας πολιτικής στρατηγικής θέτει την επιβίωση και υπεράσπιση της αξιοπρέπειας της πλειοψηφίας των πολιτών στο επίκεντρο.

Εδώ θα υποστηρίξω την υπόθεση ότι είμαστε πολύ πιο δυνατοί από ό,τι επιτρέπουμε στον εαυτό μας να αντιληφθεί όσο μένουμε προσκολλημένοι σε καθιερωμένα φαντασιακά και πολιτικές φόρμες. Παραδοσιακά ο αντικαπιταλισμός θεωρείται ένα υποσύνολο της Αριστεράς. Σήμερα, οι άνθρωποι που μέσα από εντελώς διαφορετικές διαδρομές, επιστημονικά πεδία και βιώματα υιοθετούν, χωρίς να το συνειδητοποιούν τις περισσότερες φορές, ευθέως ανταγωνιστικές ως προς τη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού στάσεις και νοοτροπίες είναι πολλαπλάσιοι εκείνων που σχετίζονται με κάποιο τρόπο με την παραδοσιακή Αριστερά.

Η ανθρώπινη δραστηριότητα παράγει καθημερινά εμπειρίες, τεχνογνωσία, καινοτομία και νέες επιστημονικές και κοινωνικές τάσεις που φέρουν εγγενώς κριτήρια και αξίες που αντιστρατεύονται στη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού. Από την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, τις τεχνολογικές και ενεργειακές υποδομές, τον ψηφιακό κόσμο, την έννοια των “κοινών”, την πάσης φύσεως κοινωνική καινοτομία, τις οικολογικές επιστήμες, τα πολυποικιλα δίκτυα αλληλεγγύης κ.ο.κ μέχρι το δημοκρατικό management, την ομαδική ψυχολογία, την κριτική οργανωσιακή θεωρία και ηγεσία (leadership), την ψηφιακή τεχνολογία κ.ο.κ παράγονται σήμερα τεχνογνωσία και εμπειρία που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαν να διαμορφώσουν τα απαραίτητα στοιχεία ενός συνεκτικού και στιβαρού εναλλακτικού τρόπου οργάνωσης των βασικών λειτουργιών των κοινωνιών μας. Αυτά είναι μόνο μερικά από τα πεδία που στην αρχή του 21ου αιώνα η ανθρώπινη νόηση και πρακτική διερευνά μεθόδους, τεχνολογικές δυνατότητες και αρχές οργάνωσης που θα μπορούσαν να οικοδομήσουν ένα αποτελεσματικότερο και λειτουργικότερο γενικό κοινωνικό μεσολαβητη στη θέση του κεφαλαίου.

Είναι εκκωφαντική η απουσία αυτής της τεράστιας διανοητικής και πρακτικής δουλειάς, των νέων εξελίξεων και ιδεών σε μια σειρά τομέων, από το πρόγραμμα αλλά και τη λειτουργία της παραδοσιακής Αριστεράς. Σε μια περίοδο όπου οργιάζουν νέες θεωρήσεις για τις μορφές δημοκρατικής οργάνωσης, αναπτύσσονται εργαλεία και μέθοδοι για την αποτελεσματικότερη συλλογική λειτουργία, ψηφιακά εργαλεία για την ουσιαστική συμμετοχή και συνεργασία, πολυεθνικές εταιρείες κάνουν μόδα τη συλλογική ηγεσία, την αντι-ιεραρχική και αντισυμβατική συνεργατική εργασία κ.ο.κ, τα μοντέλα ηγεσίας και οργανωσιακής λειτουργίας μας δεν μπορούσαν να είναι πιο απαρχαιωμένα.

Ο φόβος της παραδοσιακής Αριστεράς απέναντι σε κάθε είδους καινοτομία μπορεί να αποδοθεί στη στρατηγική ήττα της δεκαετίας του ’90, τότε που κάθε συζήτηση για εκσυγχρονισμό κατέληγε σε συνθηκολόγηση με τον καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Η προσκόλληση στο παρελθόν αποτελούσε ένδειξη πίστης στο ιδανικό της χειραφέτησης. Επίσης, μπορεί να αποδοθεί στην περιθωριοποίηση που ακολούθησε. Όμως πια είναι ασυγχώρητη στάση. Ιδιαίτερα σήμερα που δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, η ατολμία ακόμη και να σκεφτούμε καινοτόμα και ελεύθερα, η έλλειψη αυτοπεποίθησης ότι διάφορες εξελίξεις μπορούν να αξιοποιηθούν από εμάς για την προώθηση της υπόθεσης της χειραφέτησης ισοδυναμεί με αυτοχειρία.

Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε πρόσβαση σε τόσες πολλές ενσωματωμένες στους ανθρώπους δεξιότητες, γνώσεις, ικανότητες, τεχνογνωσία και διαφορετικά πολιτισμικά και αξιακά αποθέματα. Αν την εποχή του Μαρξ το βιομηχανικό, δηλαδή ειδικευμένο, προλεταριάτο ήταν αυτό που μπορούσε πράγματι να αναλάβει τη διακυβέρνηση της παραγωγής και της κοινωνίας καθώς ήταν σε θέση να γνωρίζει, σήμερα τα εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού που έχουν ακόμη πρόσβαση στη γνώση και την πληροφορία είναι σε θέση –υπό την κατάλληλη μεθοδολογία και στρατηγική– πραγματικά να απειλήσουν την παγκοσμιοποιημένη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού. Ο βασικός όμως όρος για κάτι τέτοιο είναι η διαμόρφωση ενός συνεκτικού ιστού μεταξύ των διαφόρων επιμέρους στοιχείων που αναπτύσσονται αυτόνομα, ικανού πράγματι να αναλάβει τον συντονισμό και την διεκπεραίωση των βασικών λειτουργιών με άλλο τρόπο. Ένα συνεκτικό δίκτυο επιμέρους εναλλακτικών τρόπων επιτέλεσης αυτών των λειτουργιών (ακόμη και αν δεν είναι πλήρως ολοκληρωμένο) θα μας καταστήσει πραγματικά ισχυρούς ώστε να αποκτήσουμε ως κοινωνία την απαραίτητη αυτοπεποίθηση να αμφισβητήσουμε επί της ουσίας ένα παρακμάζον, αναποτελεσματικό και βάρβαρο τρόπο οργάνωσης των βασικών μας λειτουργιών. Η διαμόρφωση ενός τέτοιου δικτύου, ικανού να διασυνδέει τμήματα της ανθρώπινης δραστηριότητας, θα καταστήσει την αποκαθήλωση του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου απλά θέμα χρόνου.

Το ενδιαφέρον στοιχείο της περιόδου είναι ότι διαθέτουμε πάρα πολλά από τα επιμέρους συστατικά που χρειαζόμαστε για ένα τέτοιο δίκτυο, αλλά δεν αναγνωρίζουμε ως βασικό μας καθήκον τη λειτουργική συναρμογή τους. Ενδεχομένως πολλά από αυτα τα συστατικά να είναι ακόμη μη επαρκώς ανεπτυγμένα, να εντάσσονται σε απολίτικες ή αφελείς φιλελεύθερες διανοητικές νόρμες και να διασυνδέονται λειτουργικά με δομές της αγοράς και του κέρδους. Η ενίσχυση, ωστόσο, της περαιτέρω ανάπτυξής τους, η ένταξή τους σε ένα διαφορετικό αξιακό και διανοητικό στερέωμα και εν τέλει η συναρμογή τους σε ένα διαφορετικό υπόδειγμα οργάνωσης των βασικών λειτουργιών μιας κοινωνίας δεν αποτελεί παρά το καθήκον μιας Αριστεράς με ένα σοβαρό, στρατηγικό προσανατολισμό.

Στην περίπτωση τη δική μας στην Ελλάδα, είμαστε τυχεροί γιατί οι δυνατότητες που σκιαγραφήθηκαν αδρά παραπάνω πληρούνται και με το παραπάνω. Είμαστε μια κοινωνια που παρά την καταστροφή που έχει υποστεί διαθέτει ακόμη έναν πληθυσμό με τεράστιες ενσωματωμένες δυνατότητες. Επιπρόσθετα, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες στο εξωτερικό θα μπορούσαν εύκολα πια σήμερα με τη ψηφιακή τεχνολογία να διασυνδεθούν σε ομάδες εργασίας, συνεργατικές θεσμίσεις και δημοκρατικές διαδικασίες. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα αποτελεί σήμερα παγκόσμιο σημείο αναφοράς, μπορεί να είναι εφικτή η διασύνδεση ένος παγκόσμιου δικτύου οργανώσεων, επιστημόνων, ακτιβιστών κοκ με μια εγχώρια κινητοποίηση για την απελευθέρωση δυνατότητων και την αξιοποίηση της ανθρώπινης διανοητικότητας για μια εναλλακτική μορφή οργάνωσης των βασικών κοινωνικών. Οι δυνάμεις που μπορούν να τεθούν σε κίνηση για να αντιμετωπίσουμε εκρηκτικά κοινωνικά προβλήματα αλλά ακόμη και τις συνέπειες μια χρεοκοπίας μπορεί να είναι πραγματικά πολύ μεγάλες. Αυτό που μας φαίνεται αδύνατο μπορεί τελικά και να είναι μέσα στις δυνατότητές μας αν καταφέρουμε να τις αναγνωρίσουμε και τις αξιοποιήσουμε.

Μπορούμε να φανταστούμε την Ελλάδα ως το επίκεντρο μιας δημιουργικής και παραγωγικής παγκόσμιας διανοητικής και πρακτικής δραστηριότητας ανταγωνιστικής στη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού: αμέτρητοι άνθρωποι διασυνδεδεμένοι σε συνεργατικές ομάδες εργασίας, ενταγμένοι σε ένα εκτεταμένο δίκτυο δημοκρατικών διαδικασιών απόφασης, ένας παγκόσμιος ζωντανός οργανισμός που για πρώτη φορά παρεμβαίνει πολιτικά2. Μπορούμε να παίξουμε καθοριστικό ρόλο ώστε να αναδυθεί μια συνεργατική μορφή διασύνδεσης της ανθρώπινης διανοητικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο χωρίς τη διαλυτική και παρασιτική διαμεσολάβηση του κεφαλαίου. Είμαστε ίσως μπροστά σε ένα νέο ποιοτικό άλμα για τις δυνάμεις της χειραφέτησης, ένα άλμα όμως που προϋποθέτει μια διαφορετική στρατηγική, μεθοδολογία και φαντασιακό.

______________________

Σημειώσεις

[2] Παραδείγματα παγκόσμιων δικτύων ανθρώπινης συνεργασίας έχουν ήδη γίνει πραγματικότητα στον ψηφιακό κόσμο.

*Δημοσιεύθηκε στις 22/10/2015 στο RedNotebook

Προσαρμογή στην πραγματικότητα

Ένα αρνητικό χαρακτηριστικό της πολιτικής μεθοδολογίας που επικράτησε στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν η άρνηση αποδοχής της πραγματικότητας, όταν αυτή γίνεται πολύ σκληρή. Ψυχολογικοί μηχανισμοί άμυνας αλλά και η βαθειά εμπέδωση ενός παραδοσιακού τρόπου πολιτικής δεν μας επέτρεψαν να ενσωματώσουμε στη μεθοδολογία, την οργανωσιακή διάταξη και την πολιτική μας τακτική τις ραγδαίες αλλαγές των τελευταίων χρόνων, οι οποίες καθιστούν αναποτελεσματικά τα παραδοσιακά εργαλεία πολιτικής. Η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας θεωρήθηκε το βασικό καθήκον μας για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στο πολιτικό και κοινωνικό αίτημα ανατροπής της μνημονιακής πολιτικής με τα γνωστά αποτελέσματα.

Όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει πολλαπλώς. Αφήνω στην άκρη το τέλος της δημοκρατίας και την εγκαθίδρυση της χρηματοπιστωτικής απολυταρχίας. Παράλληλα, παγκοσμίως αναπτύσσεται μια τάση κατάρρευσης ή αναστολής της κλασικής οικονομικής λειτουργίας. Σε εμπόλεμες περιοχές, σε περιπτώσεις χρεοκοπίας, σε μεταβατικές καταστάσεις παρατηρούμε κατάρρευση λιγότερο ή περισσότερο μόνιμη. Επιπρόσθετα, η τάση αποκλεισμού μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού από το κλασικό οικονομικό κύκλωμα σχεδόν σε όλες τις κοινωνίες είναι γεγονός που διαρκώς βαθαίνει.

Στην Ελλάδα έχουμε ήδη πίσω μας μια τέτοια περίπτωση. Η απειλή του ξαφνικού θανάτου μέσω άτακτης χρεοκοπίας δεν είναι τίποτα άλλο από την απειλή ότι θα ανασταλεί η κλασική οικονομική λειτουργία (κατάρρευση τραπεζών και χρημοτοδοτικών ροών, δηλαδή η αιμοδοσία για την οικονομική λειτουργία) και μαζί της θα καταρρεύσουν όλες οι αναγκαίες λειτουργίες της κοινωνίας οι οποίες είναι διασυνδεδεμένες με αυτήν (μεταφορά αγαθών, λειτουργία παραγωγικών μονάδων κοκ).

Αν επομένως ζούμε σε μια περίοδο και σε μια περιοχή όπου τέτοιου τύπου καταστάσεις διαμορφώνουν έντονα τα όρια της όποιας πολιτικής στρατηγικής, είναι απαραίτητος ο προσανατολισμός μας σε μια κατεύθυνση διαμόρφωσης των προϋποθέσεων ώστε τμήματα της κοινωνίας ή και ακόμη η κοινωνία μας στο σύνολό της να είναι σε θέση να αντεπεξέλθει σε τέτοιες καταστάσεις. Επαναλαμβάνω ότι αυτό δεν είναι ένα δυστοπικό, φουτουριστικό σενάριο. Στην Ελλάδα το έχουμε ήδη μια φορά πίσω μας με την απειλή της άτακτης χρεοκοπίας. Η μεθοδολογική, οργανωσιακή και φαντασιακή αδυναμία μας ακόμη και να σκεφτούμε να εντάξουμε (έστω μερικώς και ανεπαρκώς) τμήματα της κοινωνίας και του κράτους σε εναλλακτικούς τρόπους επιτέλεσης των βασικών και αναγκαίων λειτουργιών μιας κοινωνίας κατέστησε τη συνθηκολόγηση αναπόφευκτη και την ήττα μας βαριά.

Όμως, ας μην επικεντρωθούμε μόνο στις «μεγάλες» στιγμές όπως η άτακτη χρεοκοπία. Διαφορετικές παραγωγικές διαδικασίες, αντι-εμπορευματικά κυκλώματα διανομής, εναλλακτικά χρηματοδοτικά εργαλεία, κοινωνικές και παραγωγικές καινοτόμες θεσμίσεις κ.ο.κ. είναι πολύ πιο πιθανόν να αντιμετωπίσουν την τεράστια ανεργία και τις κοινωνικές και παραγωγικές συνέπειες της επιβαλλόμενης καταστροφής από ό,τι η με παραδοσιακούς όρους ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού. Την στιγμή που το κλασικό οικονομικό κύκλωμα απορρίπτει εκτεταμένα τμήματα υποψήφιων προς εκμετάλλευση και δείχνει σημάδια παρακμής και κατάρρευσης, αποτελεί αδιανόητη προσκόλληση -ιδιαίτερα από την Αριστερά- η εμμονή στην ανασυγκρότησή του ως του μοναδικού τρόπου για να μπορέσουμε να ζήσουμε όπως όπως.

Όταν το κλασικό οικονομικό κύκλωμα απορρίπτει την πλειοψηφία των νέων, είναι αδιανόητο να μην αρπάξουμε την ευκαιρία να οικοδομήσουμε ανταγωνιστικά παραγωγικά και οικονομικά κυκλώματα που θα απελευθερώσουν πραγματικά τις δυνατότητες των ανθρώπων, θα ισχυροποιήσουν με ουσιαστικό τρόπο την κοινωνία απέναντι και σε καταστάσεις ενδεχόμενης κατάρρευσης και σε κάθε περίπτωση θα σχετικοποιήσουν de facto την απόλυτη εξάρτηση της κοινωνίας μας από το κλασικό οικονομικό κύκλωμα. Ένα κύκλωμα που δεν ελέγχεται καν πλέον από τους εγχώριους αστικοδημοκρατικούς θεσμούς, στους οποίους θα μπορούσαν να έχουν κάποια πρόσβαση οι πολίτες, αλλά στα νευραλγικά του σημεία ελέγχεται πλήρως από τη σύγχρονη απολυταρχία με κορωνίδα την ΕΚΤ.

Σε κάθε περίπτωση, όταν οι κοινωνίες βρίσκονται αντιμέτωπες με καταστάσεις αποδιοργάνωσης ή/και κατάρρευσης του καθιερωμένου τρόπου επιτέλεσης των βασικών λειτουργιών τους, τότε υπάρχουν δύο τρόποι αντιμετώπισης. Από τη μια υπάρχει η αυταρχική, συγκεντρωτική, στρατιωτικοποιημένη λειτουργία που με βάρβαρο τρόπο επιχειρεί να ανταποκριθεί στις συνέπειες της κατάρρευσης. Ο εθνικισμός, η Ακροδεξιά, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και ο φασισμός είναι οι συνηθέστερες μορφές πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης που αναλαμβάνουν το καθήκον της λειτουργίας της κοινωνίας με αυτά τα χαρακτηριστικά. Από την άλλη, υπάρχει η αποκεντρωμένη, δημοκρατική και αυτο-οργανωμένη λειτουργία που επιχειρεί να αντιμετωπίσει τις συνέπειες δίνοντας έμφαση στις δυνατότητες των ίδιων των ανθρώπων, θέτοντάς τους όχι υπό τις διαταγές τρίτων, αλλά μπροστά στις ευθύνες διαχείρισης των πραγμάτων που τους αφορούν, μεταβιβάζοντας εξουσίες και ελευθερία κινήσεων και συντονίζοντας τη δράση τους.

Η Αριστερά δεν μπορεί πια να αγνοεί το καθήκον της να συμβάλει στην ανάπτυξη μιας τέτοιας οργανωσιακής απάντησης. Αν θέλουμε να είμαστε, όχι πολύ αριστεροί, αλλά στοιχειωδώς σχετικοί και εναρμονισμένοι με τις απαιτήσεις της συγκυρίας σε ένα σχέδιο υπεράσπισης των λαϊκών αναγκών, της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας, πρέπει να θέσουμε με αυτοπεποίθηση και τόλμη αυτό τον στόχο. Βεβαίως, υπάρχει και άλλος δρόμος, πολύ οικείος. Η άρνηση της σκληρής πραγματικότητας…

*Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 02/08/2015

Νέα φάση, νέα πολιτική στρατηγική

Την προηγούμενη Δευτέρα ολοκληρώθηκε μια βαθιά τομή στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Αναφέρομαι στο συντελεσμένο πολιτικό γεγονός της κατάλυσης της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας και εν τέλει της ελευθερίας μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας. Από τη μια μεριά είχαμε την εξάντληση όλων των δημοκρατικών εργαλείων και από την άλλη τον κλιμακούμενο εκβιασμό που έφτασε μέχρι τον «ξαφνικό θάνατο» που ακόμη επικρέμαται πάνω από την Ελλάδα. Η σύγκρουση δημοκρατίας και απολυταρχίας έληξε με βαρειά ήττα της δημοκρατίας. Οι δανειστές επέβαλαν μια συνθηκολόγηση τιμωρητική, ταπεινωτική και βάρβαρη στην κυβέρνηση, στον ΣΥΡΙΖΑ και τον ελληνικό λαό.

Μπροστά στη νέα απολυταρχική φάση που εισερχόμαστε είναι απαραίτητο ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και όλες οι δημοκρατικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις να επανεπεξεργαστούν την πολιτική τους στρατηγική, λαμβάνοντας υπόψη την πείρα από την προηγούμενη φάση και τα πολιτικά χαρακτηριστικά της νέας. Αν και η αποτίμηση της προηγούμενης φάσης και η κριτική προσέγγιση στην πολιτική μεθοδολογία που επικράτησε στον ΣΥΡΙΖΑ έχει μια αυτονομία, βασικά της σημεία είναι απαραίτητα για να χαράξουμε στρατηγική στη νέα φάση.

Η αντίληψη, από το 2012 και μετά, ότι το καθήκον μας ήταν η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και η συγκρότηση αριστερής κυβέρνησης με παραδοσιακούς πολιτικούς όρους δεν αντιστοιχούσε στα αναδυόμενα απολυταρχικά χαρακτηριστικά του πολιτικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο θα καλούμασταν να υπερασπιστούμε τη δημοκρατική βούληση του λαού για αξιοπρέπεια. Η διάταξη πόρων και στελεχιακού δυναμικού από το 2012 και μετά προσανατολίστηκε στην καθιερωμένη κοινοβουλευτική δραστηριότητα, τη στιγμή που ο αντίπαλος την υποβάθμιζε στρατηγικά. Αντιθέτως, θα έπρεπε να διοχετευτούν κατά προτεραιότητα στη δημιουργία κοινωνικών και παραγωγικών δομών και θεσμίσεων που θα διαμόρφωναν υποδομές και νοοτροπίες κατάλληλες για την τροφοδότηση μιας αριστερής κυβέρνησης με πραγματική ισχύ. Γιατί υπάρχουν δύο πηγές ισχύος στις κοινωνίες: το χρήμα και οι ενσωματωμένες δυνατότητες των ανθρώπων. Δεν φροντίσαμε να μεγιστοποιήσουμε την άντληση ισχύος από τη μόνη πηγή που μπορούσαμε να έχουμε πρόσβαση.

Επιπρόσθετα, έπρεπε, από το 2012, στελέχη μας να αναλάβουν αποκλειστικά τη συστηματική προετοιμασία τόσο της επικείμενης διακυβέρνησης ανά τομέα όσο και της διαπραγμάτευσης με επιχειρησιακούς όρους. Αντ’ αυτού αναλωθήκαμε σε προγραμματικές επεξεργασίες που προϋπολόγιζαν ότι θα κυβερνήσουμε σε συνθήκες εύρωστης αστικής δημοκρατίας. Αυτή η λανθασμένη εκτίμηση ευθύνεται μερικώς και για την καθησυχαστική ρητορική του τύπου «αποκλείεται να μας πουν όχι».

Επίσης, κυριάρχησε η συζήτηση για το τι μέρος του χρέους θα διαγράψουμε ή τι νόμισμα θα έχουμε ως εάν να διαθέταμε τα μέσα και τα εργαλεία για οποιαδήποτε επιλογή. Γιατί π.χ. τόσο η έξοδος όσο και η παραμονή στο ευρώ με όρους αυτονομίας και ελευθερίας κινήσεων προϋποθέτει υποδομές, θεσμίσεις, εργαλεία και μεθοδολογία που δεν «σκεφτήκαμε» ότι μας είναι απαραίτητα προϋπολογίζοντας ότι το κράτος, η κυβέρνηση και ο σεβασμός στη δημοκρατία από τους αντιπάλους είναι αρκετά για να επιτύχουμε τους όποιους πολιτικούς μας στόχους.

Οι υλικοί όροι καθορίζουν το εύρος της πολιτικής στρατηγικής, γι’ αυτό και θεωρώ ότι ο τρόπος διάταξης των δυνάμεών μας από τότε ήταν καθοριστικός για την πορεία μας. Κρίσιμο ρόλο έπαιξε και η κυριαρχία της παραδοσιακής μεθοδολογίας και του αντίστοιχου πολιτικού φαντασιακού στην πορεία προς την εξουσία. Ενδεικτικές περιπτώσεις είναι η σπατάλη χρόνου και ενέργειας για την περιβόητη πολιτική συμμαχιών και οι προσωπικές ή ομαδικές στρατηγικές για το πλασάρισμα στη Βουλή και την κυβέρνηση, αντί του μεθοδικού σχεδιασμού και συγκρότησης με κριτήρια αποτελεσματικότητας μιας επιχειρησιακά άρτιας και οργανωσιακά συνεκτικής πολιτικής μηχανής για να αντιμετωπίσει το τεχνοκρατικό δυναμικό της σύγχρονης απολυταρχίας.

Σήμερα, στη νέα φάση, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να εκπονήσει μια πολιτική στρατηγική απελευθέρωσης της πατρίδας από τη σύγχρονη απολυταρχία και την αποκατάσταση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Απαραίτητος όρος είναι ο ενστερνισμός επιτέλους των παραπάνω κατευθύνσεων που θα έπρεπε να υιοθετήσουμε από το 2012. Δηλαδή, να δώσει έμφαση στην οργανωσιακή και επιχειρησιακή αναβάθμισή του ώστε να λειτουργήσει με καινοτόμο τρόπο ως συντονιστής των τεράστιων δυνατοτήτων που υπάρχουν στην κοινωνία μας και οι οποίες είναι καθοριστικές σε μια πορεία απελευθέρωσης. Το ζήτημα δεν είναι αν υπάρχει τώρα ένα τέτοιο σχέδιο, αλλά αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποκτήσει άμεσα έναν τέτοιο προσανατολισμό ώστε να προκύψει.

Υπό την απειλή της χρεοκοπίας είμαστε εγκλωβισμένοι. Χρειάζεται λοιπόν και ένας οδικός χάρτης απεμπλοκής του ΣΥΡΙΖΑ από την εφαρμογή ενός πραξικοπηματικά επιβεβλημένου σκληρού Μνημονίου με αυξημένους βαθμούς υποτέλειας. Οι λεπτομέρειες είναι δουλειά όλων μας ώστε να διαμορφώσουμε τον βέλτιστο τρόπο απεγκλωβισμού σε μια επικίνδυνη και ναρκοθετημένη περίοδο. Μετά από μια βαριά ήττα δεν μπορεί παρά να έχουμε υψηλό κόστος. Το ζήτημα είναι να το διαχειριστούμε με τρόπους που δεν θα διαλύσουν τις σχέσεις μας με τα λαϊκά στρώματα, ώστε να είμαστε ανθεκτικοί στα πλήγματα του συστήματος το επόμενο διάστημα και να είμαστε σε θέση να επανέλθουμε, αυτή τη φορά με εντελώς διαφορετική νοοτροπία, μεθοδολογία και ρητορική.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής στις 19/07/2015

Ο πολυπρόσωπος χαρακτήρας του εγχειρήματός μας

Η ανάπτυξη του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ έλαβε χώρα παρά το γεγονός ότι είχαν ήδη αποδιαρθρωθεί η ηγεσία και ο οργανωτικός ιστός του ΚΚΕ με την τακτική των φυλακίσεων και των εξοριών. Οι κινήσεις κορυφής για τη συγκρότηση της αντίστασης απέκτησαν πραγματική επίδραση στην κοινωνία επειδή τα μέλη αλλά και πλήθος άλλων αυτενέργησαν χωρίς ιδιαίτερο κεντρικό συντονισμό. Η αναγέννηση ενός εξουθενωμένου λαού κατέστη δυνατή εν πολλοίς από την πρωτοβουλία χιλιάδων που έκαναν δική τους υπόθεση την υλοποίηση του πολιτικού στόχου (επιβίωση και αντίσταση με κάθε μέσο στον κατακτητή) παρά τις αδυναμίες σε κεντρικό επίπεδο.

Σε κάθε συγκυρία η δική μας στρατηγική καθίσταται αποτελεσματική μόνο όταν καταφέρνει να ξεκλειδώσει τις δυνατότητες και την πρωτοβουλία των πολλών. Ο χαρακτήρας του εγχειρήματός μας για ταυτόχρονη υπεράσπιση και χειραφέτηση της κοινωνίας είναι αναγκαστικά πολυπρόσωπος.

Σήμερα, σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες, ο πολυπρόσωπος χαρακτήρας της δικής μας προσπάθειας θα καθορίσει την επιτυχία της. Ο ρόλος του κόμματος στον μετασχηματισμό του κυβερνητικού έργου από υπόθεση των μελών της κυβέρνησης και των στελεχών μας σε ανώτερες κρατικές θέσεις σε υπόθεση χιλιάδων ανθρώπων είναι κρίσιμος.

Οι λιγοστές δυνάμεις μας στην πρώτη γραμμή της κυβερνητικής δραστηριότητας βρίσκονται υπό διαρκή πίεση. Η κυβέρνηση σε μια χώρα σήμερα έχει περιορισμένη εξουσία από ό,τι παλαιότερα: πλειάδα εξουσιών έχουν εκχωρηθεί απευθείας στις οικονομικές ελίτ ή σε διεθνικές θεσμίσεις (ευρωπαϊκές εν προκειμένω) οι οποίες έχουν σχεδιαστεί ώστε να αποτραπεί η πρόσβαση από την κοινωνία. Ένα πολυδαίδαλο πλέγμα ρυθμίσεων και κανονισμών διαμορφώνουν ένα ασφυκτικό πλαίσιο ώστε ακόμη και το άνοιγμα ελάχιστου χώρου εφαρμογής διαφορετικής πολιτικής να απαιτεί παρατεταμένη προσπάθεια.

Το σύγχρονο κράτος έχει απολέσει σημαντική τεχνογνωσία και ικανότητες σχεδιασμού και υλοποίησης πολιτικών σε παραγωγικούς και κοινωνικούς τομείς, ενώ η ιδιοτυπία της ελληνικής δημόσιας διοίκησης διαμορφώνει συνθήκες ακινησίας στις δυνάμεις μας. Επιπρόσθετα η τραγική κατάσταση της κοινωνίας δημιουργεί συνθήκες ασφυκτικής πίεσης για την αντιμετώπιση άμεσων εκρηκτικών προβλημάτων. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι ότι οι δικές μας δυνάμεις βρίσκονται σε ένα καθεστώς καθημερινής ασφυκτικής πίεσης, με μικρούς βαθμούς ελευθερίας κινήσεων και με έναν δυσκίνητο, εχθρικό και διατεταγμένο με διαφορετική λογική κρατικό μηχανισμό.

Χωρίς την αποφασιστική είσοδο στη μάχη των χιλιάδων μελών και των πάρα πολλών άλλων που θέλουν να βοηθήσουν δεν θα μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε στις απαιτήσεις. Χωρίς μια πλημμυρίδα αυτενέργειας και την πρωτοβουλιακή αναδιάταξη των δυνάμεών μας σε λειτουργικότερα σχήματα παραγωγής εφαρμοσμένης πολιτικής για την τροφοδοσία της κυβέρνησης με λύσεις και περιεχόμενα που ενισχύουν τη δική μας λογική, το αίσθημα ασφυξίας και αδυναμίας θα εντείνεται.

Η τακτική συνεργασία ανά τομέα κυβερνητικών στελεχών και των αντίστοιχων κομματικών δυνάμεων με στόχο τον έλεγχο, όχι με επικριτική διάθεση αλλά ως ευκαιρία αναστοχασμού, είναι απαραίτητη. Δεν μπορεί να επιτευχθεί μια διαφορετική πολιτική χωρίς την υποβοήθηση από δυνάμεις που δεν βρίσκονται κάτω από την πίεση της σκληρής καθημερινότητας.

Οι σχετικές κομματικές δυνάμεις μπορούν να αναλάβουν την προεργασία και τον μεθοδικό σχεδιασμό συγκεκριμένων πολιτικών ώστε η κυβέρνηση να μην τρέχει πίσω από τα προβλήματα, αλλά να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Η συγκρότηση ομάδων παραγωγής εστιασμένων πολιτικών από μέλη, και όχι μόνο, με τις κατάλληλες γνώσεις, θα αναδιατάξει τις δυνάμεις μας σε πιο λειτουργικά και αποτελεσματικά σχήματα.

Για τους αντιπάλους μας η προετοιμασία συγκεκριμένων πολιτικών αναλαμβάνεται από επιχειρηματικούς ομίλους σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Στη δική μας περίπτωση η επεξεργασία πολιτικών πρέπει να αναληφθεί από τους εκατοντάδες χιλιάδες που έχουν τις ικανότητες και τη διάθεση να δουλέψουν για το κοινό καλό και την ανασυγκρότηση της κοινωνίας μας.

Τα μέλη μας πρέπει να πρωταγωνιστήσουν σε αυτή την αναδιάταξη των δυνάμεων του κόμματος και της κοινωνίας. Δεν μπορούμε να περιμένουμε την ηγεσία να μας καλέσει, γιατί οι δυνατότητές της να ανταποκριθεί στις οργανωσιακές απαιτήσεις της συγκυρίας υπονομεύονται από το ασφυκτικό καθεστώς που περιέγραψα παραπάνω. Πρέπει να την συναντήσουμε κάπου στη μέση του δρόμου, αυτενεργώντας, οργανώνοντας πολλούς μικρούς «κύκλους» παραγωγής συγκεκριμένης πολιτικής: ολοκληρωμένα διατμηματικά έργα (projects) παραγωγικών δραστηριοτήτων σε περιοχές και κλάδους, σχεδιασμός συγκεκριμένων «οικοσυστημάτων» συνεργατικής παραγωγής, επεξεργασία ειδικών ρυθμίσεων σε όλους τους τομείς κ.ο.κ.

Η φύση του δικού μας εγχειρήματος και οι ειδικές συνθήκες της περιόδου μας καλούν όλους και όλες σε αυτενέργεια, ώστε με επινοητικότητα και αποφασιστικότητα να διαμορφώσουμε ένα πολυπρόσωπο κύμα «κύκλων» παραγωγής πολιτικής που θα παράσχουν στην κυβέρνησή μας το «καύσιμο» για να μπορέσει να σπάσει τον σημερινό κλοιό. Για ακόμη μία φορά, η έκβαση μιας κρίσιμης αναμέτρησης για την κοινωνία μας εξαρτάται από την πρωτοβουλία των πολλών. Όπως μας διδάσκει η ιστορία και αναλογεί στον στόχο μας.

*Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 25/04/2015

Μπορούμε καλύτερα

Έχουν ειπωθεί πολλά για την παρέλαση της 25ης Μαρτίου. Δεν θα παραθέσω άλλη μια άποψη. Θα αναφερθώ στον τρόπο με τον οποίο «κάνουμε» τα πράγματα. Ή καλύτερα, στον τρόπο με τον οποίο «δεν τα κάνουμε». Το συγκεκριμένο ζήτημα είναι ενδεικτικό, θα μπορούσα να αναφερθώ σε πολλά άλλα, πιο σημαντικά.

Τι θα μπορούσε να γίνει; Τα τμήματα Ιστορίας, απόφοιτοι και ερευνητές θα μπορούσαν να αναλάβουν -υπό την κατάλληλη εποπτεία- τη διοργάνωση συζητήσεων σε σχολεία, δήμους, χώρους εργασίας, στρατόπεδα, άλλους χώρους κ.ο.κ. πάνω σε συγκεκριμένα αποσπάσματα κειμένων π.χ. του Φεραίου, ανοίγοντας μια συζήτηση για τα οράματα, τις αγωνίες και τα διλήμματα των επαναστατών. Με αφορμή επεισόδια της επανάστασης, μπορούσαν να συζητηθούν η ποικιλομορφία απόψεων και οι διαφωνίες εντός μιας κρίσιμης ιστορικής συνθήκης. Πράγματα, δηλαδή, πολύ σημαντικά και για την αυτοκατανόησή μας σήμερα.

Τέτοιες συζητήσεις μπορούσαν να διοργανωθούν και την ημέρα της παρέλασης, ταυτόχρονα, στον δημόσιο χώρο της πλατείας Συντάγματος, με τον ιδιαίτερο συμβολισμό που φέρει. Και ας «μετριόμασταν» πόσοι και πόσες θα επέλεγαν ανάμεσα στην παθητική θέση του χειροκροτητή στρατιωτικών τμημάτων και την ενεργό συμμετοχή σε μια πρωτοφανή δημόσια συζήτηση. Και αν «χάναμε» για διάφορους λόγους (μονοπώληση της συζήτησης από τους «ειδήμονες» της Αριστεράς, αναπαραγωγή στερεότυπων, επιλογή του θεάματος έναντι της διαβούλευσης), μια τέτοια εμπειρία θα μας επέτρεπε την επόμενη φορά να είμαστε πιο επινοητικοί. Μέχρι να επιτύχουμε τον μετασχηματισμό της εθνικής γιορτής, de facto, στο «γήπεδο» της έμπρακτης δημόσιας επιτέλεσής της. Η κατάργηση μιας μορφής επιβάλλεται ηγεμονικά όταν μια άλλη την αντικαταστήσει στην πράξη. Κατόπιν, η διοικητική παύση της πρώτης θα καταστεί εύλογη ως σταμάτημα ενός περιττού (και πανάκριβου) θορύβου στην πραγματική γιορτή.

Η επενέργεια πάνω στους διοργανωτές όσο και στους συμμετέχοντες της «άλλης» μορφής εορτασμού θα αποτελούσε πρωτόγνωρη εμπειρία. Θα γεννούσε ενδεχομένως και άλλες παρόμοιες δραστηριότητες που κάνουν πράξη την αναβίωση του δημόσιου διαλόγου, της συλλογικής εκπαίδευσης, της λαϊκής αυτοβελτίωσης κ.ο.κ. Δεν έχω κανένα λόγο να πιστεύω ότι αυτός είναι ενδεδειγμένος τρόπος μετασχηματισμού της εθνικής γιορτής. Άνθρωποι με κατάλληλη ειδίκευση θα μπορούσαν να σχεδιάσουν πολύ πιο ευφάνταστους, διαδραστικούς και ενδιαφέροντες τρόπους για την ενδυνάμωση και αναβάθμιση των πολιτών με αφορμή την εθνική επέτειο. Αυτός είναι πάντα ο στόχος μας, μην το ξεχνάμε. Γιατί, όμως, δεν το κάνουμε;

Η έλλειψη εναλλακτικού σχεδίου οφείλεται στο ότι δεν είχαμε χρόνο ή ότι συγκυβερνούμε με άλλους; Δεν νομίζω. Γιατί δεκάδες χρόνια λέμε τι δεν θέλουμε αλλά όταν ήρθαμε στην εξουσία δεν είχαμε τι να βάλουμε στη θέση του. Γιατί μας χωρίζουν 6 μήνες από την επόμενη εθνική γιορτή και αμφιβάλλω αν θα φτιαχτεί ομάδα εργασίας ώστε να υπάρχει διαφορετικός σχεδιασμός προς διαπραγμάτευση με τον κυβερνητικό εταίρο. Θα φτάσουμε μερικές ημέρες πριν πάλι και η κυβέρνηση δεν θα έχει έναν σοβαρό εναλλακτικό σχεδιασμό, ενώ η εκάστοτε Περιφέρεια δεν έχει ούτως ή άλλως την αρμοδιότητα να αλλάξει τον υφιστάμενο παρά μόνο να προχωρήσει σε σημειακές παρεμβάσεις (π.χ. στην Αττική κατάργηση κάγκελων, κιγκλιδωμάτων, διαπιστεύσεων). Και κάπως έτσι θα βρεθούμε στο ίδιο σημείο.

Έχοντας παίξει ποδόσφαιρο ξέρω ότι πολύ συχνά οι παίκτες μπροστά στη δυσκολία του αγώνα αλληλοκατηγορούνται, σκέφτονται δικαιολογίες προς τους οπαδούς κ.ο.κ. Δεν σκέφτονται πώς θα νικήσουν, έχουν δηλαδή ήδη χάσει πριν λήξει ο αγώνας. Γιατί; Γιατί δεν πιστεύουν στη φανέλα που φοράνε. Δεν λένε, θα το γυρίσουμε το παιχνίδι ο κόσμος να χαλάσει γιατί είμαστε καλύτερη ομάδα. Αν πιστεύεις στη φανέλα που φοράς, πεισμώνεις, αντεπιτίθεσαι οργανωμένα και πετυχαίνεις την ανατροπή. Η πίστη στη φανέλα βέβαια αντανακλάται στη σοβαρότητα της προετοιμασίας το καλοκαίρι, τη μεθοδικότητα σε όλη τη σεζόν, την προσήλωση στην προπόνηση.

Φαίνεται ότι δεν πιστεύουμε στη φανέλα της Αριστεράς. Γι’ αυτό είμαστε συχνά πρόχειροι και επιφανειακοί. Κατανέμουμε άναρχα και χωρίς σχέδιο τους παίκτες μας στο γήπεδο, τους αφήνουμε να τρέχουν εδώ και εκεί σπαταλώντας δυνάμεις και δεν αξιοποιούμε τα προσόντα τους. Και μετά ψάχνουμε να βρούμε τι φταίει με αντιπαραγωγικό τρόπο. Είναι κρίμα, γιατί είναι φοβερή η φανέλα μας. Μπορούμε να κάνουμε τα πράγματα πολύ καλύτερα με βάση τη δική μας λογική. Τολμώντας, επινοώντας, δημιουργώντας με συστηματικότητα και σχέδιο.

Με μεθοδικότητα και κατάλληλη προετοιμασία μπορούμε να τα πάμε καλύτερα σε όλους τους τομείς. Όχι μόνο με τα μέλη της κυβέρνησης αλλά μαζί με όλους όσοι μπορούν πραγματικά να κάνουν πράξη τη δική μας λογική. Αρκεί να τους τοποθετήσουμε σωστά μέσα στο γήπεδο και να τους δώσουμε καμιά φορά και την μπάλα. Αρκεί να πιστέψουμε στη φανέλα μας.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής στις 29-3-2015