Tag Archives: απολυταρχία των αγορών

Χρειαζόμαστε μια νοοτροπία ευθύνης

1.  Δεν υπάρχει μεσαίο έδαφος ανάμεσα στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική ριζικής αναδόμησης των κοινωνιών και της αντίστασης σε αυτή. Η 4η μνημονιακή κυβέρνηση όχι μόνο δεν τροποποιεί την πορεία που έχει δρομολογήσει ο μνημονιακός σχεδιασμός, αλλά έχει αναλάβει ένα από τα βασικότερα στάδιά του: τη θεσμοποίηση της νεοφιλελεύθερης αναδόμησης και την παγίωσή της σε επίπεδο κοινωνικών νοοτροπιών/συμπεριφορών.

Ο περίφημος αυτόματος «κόφτης» δαπανών στο δημόσιο τομέα -δηλαδή η αυτόματη διασύνδεσή τους με την κερδοφορία- παράγει σοβαρά αποτελέσματα, ανεξάρτητα από το αν ενεργοποιηθεί ή όχι. Ακόμη και αν ποτέ δεν ενεργοποιηθεί, η ύπαρξή του παράγει αποτελέσματα στις συμπεριφορές και τη νοοτροπία που εμπεδώνεται στο κοινωνικό σώμα: οι πολίτες μαθαίνουν να πειθαρχούν στους θεσμοποιημένους κανόνες της αγοράς και να οργανώνουν τη συμπεριφορά τους λαμβάνοντας πλέον υπ’ όψιν ότι οποιαδήποτε λαϊκή ή άλλη κινητοποίηση που θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιδράσεις στην κερδοφορία -ανεξάρτητα του δίκαιου των αιτημάτων- θα έχει άμεσα αρνητικές επιπτώσεις στην καθημερινότητά τους. Το εν λόγω επίτευγμα εμπεδώνει με ισχυρό τρόπο στις συνειδήσεις των ανθρώπων τον πυρήνα της λογικής που μέχρι σήμερα επιβαλλόταν εξωτερικά. Αυτή είναι η μεγάλη συμβολή της σημερινής κυβέρνησης στο μνημονιακό σχεδιασμό: η διαδικασία θεσμοποίησης πάει πολύ βαθύτερα τον επιχειρούμενο μετασχηματισμό από ό,τι τα εκάστοτε νέα μέτρα.

2. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο μετάβασης. Οι αναταράξεις είναι πλέον μεγάλης κλίμακας και λαμβάνουν χώρα σχεδόν παντού: Ελλάδα, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ισπανία, Ιταλία για να αναφερθώ μόνο στην Ευρώπη και μόνο την περίοδο 2015-2016. Είναι σαφές ότι τα εργαλεία και οι μέθοδοι κινητοποίησης και αγώνα πρέπει να τύχουν συστηματικής επανεπεξεργασίας ώστε να εναρμονιστούν με τις νέες απαιτήσεις που γεννά η μεταβατική φύση της περιόδου που διανύουμε.

3. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της περιόδου το οποίο αναδείχθηκε με έντονο τρόπο και στο βρετανικό δημοψήφισμα είναι ένα σχίσμα που διαρκώς διευρύνεται στις κοινωνίες και αφορά ιδιαίτερα εκείνα τα τμήματα που πλήττονται. Η ταχύτητα των εξελίξεων σε διάφορους τομείς «τσιτώνουν» τις κοινωνίες, με αποτέλεσμα να διευρύνεται η απόσταση μεταξύ εκτεταμένων τμημάτων που αποκλείονται πολλαπλώς και έχουν μικρή ως ελάχιστη πρόσβαση στη γνώση και την πληροφορία και εκείνων των στρωμάτων που επίσης καταπιέζονται και ασφυκτιούν αλλά διατηρούν κάποια πρόσβαση στην εργασία, τη γνώση και την πληροφορία. Μπορούμε να πούμε ότι διευρύνεται το σχίσμα ανάμεσα στους αποκλεισμένους και τους εγκλωβισμένους. Το εν λόγω σχίσμα πρέπει οπωσδήποτε να αναιρεθεί, καθώς μόνο μια σύνθετη πολιτική στρατηγική που θα ενοποιήσει αυτές τις «φυλές» των προς εξόντωση πληθυσμών θα μπορέσει να αποκτήσει την ισχύ ώστε: α) να αντιπαρατεθεί με τις ελίτ αποτελεσματικά, για να αναχαιτίσει τη σημερινή πορεία των πραγμάτων, β) να αναπτύξει μια στρατηγική επιβίωσης για εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού που αφήνονται στη μοίρα τους και γ) να αναπτύξει μια στρατηγική χειραφέτησης ικανή να αντιμετωπίσει τα εκρηκτικά σημερινά αδιέξοδα των σύγχρονων κοινωνιών και της ανθρωπότητας στο σύνολό της.

4. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που είναι σαφές σήμερα είναι ότι και οι δυνάμεις που αγωνίζονται εναντίον της σημερινής εξέλιξης των πραγμάτων διέπονται από μια νωθρότητα που έχει να κάνει με την προηγούμενη φάση, την περίοδο του «τέλους της Ιστορίας». Το έλλειμμα διάθεσης και τόλμης για διερεύνηση νέων μορφών και τρόπων οργάνωσης και κινητοποίησης κρύβει μια βαθιά εμπεδωμένη πεποίθηση ότι, εντέλει, υπεύθυνοι για την πορεία της κοινωνίας είναι οι ελίτ και αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Οι λαϊκές τάξεις μπορούν μόνο να εκφράζουν τις ανάγκες τους και να πιέζουν αυτές να ληφθούν υπ’ όψιν. Ωστόσο, σήμερα οφείλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας: βρισκόμαστε μπροστά σε μια στυγνή διαδικασία εξόντωσης των αδύναμων και των φτωχών, σε μια πορεία βαθειάς παρακμής και οπισθοδρόμησης που αν δεν ανακοπεί θα οδηγήσει την ανθρωπότητα στο πιο βαθύ σκοτάδι. Οι ελίτ δεν μπορούν να κάνουν κάτι για να σταματήσει αυτή η πορεία όσο και να πιεστούν από τις λαϊκές τάξεις. Αν θέλουμε να αποτρέψουμε αυτή την πορεία, πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη να σκεφτούμε και να δράσουμε διαφορετικά αποβάλλοντας τη νωθρότητα της προηγούμενης περιόδου.

5. Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι μια νοοτροπία ευθύνης. Πρέπει να ενστερνιστούμε βαθειά την ανάγκη να αναλάβουμε τη συνολική ευθύνη για αυτό που συμβαίνει γύρω μας, να πάψουμε να σκεφτόμαστε ως εάν κάποιοι άλλοι να έχουν την ευθύνη και στους οποίους απευθυνόμαστε ή τους οποίους αντιπαλεύουμε. Πρέπει να καταφέρουμε να υπερβούμε τις μερικότητές μας και να σκεφτούμε και να δράσουμε για το κοινό καλό. Επίσης, χρειαζόμαστε μια πολιτική στρατηγική που εκβάλει σε ένα επιχειρησιακό και οργανωσιακό DNA που μπορεί να πολλαπλασιαστεί -με τις απαραίτητες τροποποιήσεις ανάλογα με το εκάστοτε περιβάλλον- σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ανθρώπινης δραστηριότητας το οποίο επιτελεί βασικές λειτουργίες με ένα διαφορετικό τρόπο. Αλλά χρειαζόμαστε και μια «ραχοκοκαλιά» που να συνδέει, συντονίζει, ενισχύει, αναβαθμίζει και ενδυναμώνει τις δραστηριότητες των ανθρώπων σε πολλά πεδία υπερβαίνοντας με έναν καινοτόμο τρόπο τη σχάση ανάμεσα σε επιμέρους εγχειρήματα που τείνουν στην περιθωριοποίηση και την ενασχόληση με τη γενική πολιτική που τείνει στη φλυαρία και τη λεκτική εκτόνωση.

6. Η Ιστορία δεν μας οφείλει τη θέση του πρωταγωνιστή. Οφείλουμε να κοπιάσουμε και να υπερβούμε τους εαυτούς μας αν θέλουμε οι δυνάμεις της χειραφέτησης να έχουν καθοριστική παρουσία στις εξελίξεις στο δυσοίωνο περιβάλλον που έχουμε εισέλθει για τα καλά πια. Χρειαζόμαστε μια στρατηγική επιβίωσης των αποκλεισμένων και των εγκλωβισμένων παντός καιρού γιατί οι εξελίξεις τρέχουν και κανείς δεν μπορεί να θεωρεί πλέον τίποτα δεδομένο. Το ζήτημα του χρόνου είναι κρίσιμο. Όμως χρειάζεται ψυχραιμία, καθαρό μυαλό και επινοητικότητα. Χρειαζόμαστε μια θεμελιώδη αλλαγή, μια νέα άγωνιστική μορφή ζωής. Η βιαστική επανάληψη αυτών που ξέραμε είναι προϊόν της νωθρότητας και όχι της επίγνωσης της κρισιμότητας των στιγμών.

*Ομιλία στο Resistance Festival, 2016

Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου «Για τα κοινά της ελευθερίας»

Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου «Για τα κοινά της ελευθερίας» του Αλέξανδρου Κιουπκιολή, εκδόσεις Εξάρχεια στις 21 Ιανουαρίου 2016 στο Polis Art Cafe.

Αγγίζει πλέον τα όρια της κοινοτοπίας ο ισχυρισμός ότι έχουμε εισέλθει σε μια πολύ περίεργη περίοδο για την πορεία της ανθρωπότητας. Θα αναφερθώ σε ορισμένες μόνο πτυχές αυτής της περίεργης περιόδου οι οποίες διαμορφώνουν το φόντο της δικής μου πρόσληψης του βιβλίου για το οποίο έχουμε τη χαρά να συζητάμε απόψε.

Για πρώτη φορά στην εξελικτική μας ιστορία η ανθρωπότητα στο σύνολό της έχει κοινή ιστορία, κοινή μοίρα. Μέχρι χθες – σε ιστορικό χρόνο – οι ανθρώπινοι πολιτισμοί είχαν ο καθένας τη δική του ιδιαίτερη ιστορία, τα δικά του κρίσιμα σταυροδρόμια, τις δικές του περιόδους ακμής και παρακμής, βαρβαρότητας και χειραφέτησης. Σήμερα, η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με κοινούς κινδύνους, κοινά υπαρξιακά ερωτήματα, και κοινές προκλήσεις.

Επιπρόσθετα, για πρώτη φορά εν συνόλω βρισκόμαστε εντός των ορίων ενός πεπερασμένου κόσμου. Είναι ελάχιστα πλέον τα μέρη του πλανήτη που κείνται εκτός των ορίων της ανθρώπινης εμβέλειας: οι πυθμένες των ωκεανών, η Ανταρκτική και διάσπαρτα τμήματα δυσπρόσιτων ορεινών όγκων και δασικών εκτάσεων συνεχίζουν να αποτελούν ένα “έξω”, αλλά όχι ένα αχανές “έξω”. Δεν υπάρχει πλέον ένα “έξω” που μπορεί να γεννήσει την παράτολμη ελπίδα, αλλά πάντως ελπίδα, κάποιας “νέας αρχής”, ενός “νέου κόσμου” μακριά από αυτόν που υποτροπιάζει με γρήγορο ρυθμό και δημιουργεί ασφυκτικές συνθήκες για το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των πληθυσμών του.

Είμαστε εγκλωβισμένοι/ες λοιπόν σε έναν κόσμο ο οποίος κάθε μέρα που περνάει εμφανίζει δείγματα παρακμής και αποδιάρθρωσης. Μακροχρόνιες τάσεις φθάνουν στο ασύμπτωτο όριό τους: περιβαλλοντική ανισορροπία, διατροφική αποσταθεροποίηση, εξάντληση φυσικών πόρων. Μεσοπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες τάσεις κορυφώνονται βαθμιαία αλλά με γρήγορο ρυθμό: οικονομική και παραγωγική δυσπραγία, συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου που τροποποιούν σε παγκόσμια κλίμακα τη μεταπολεμική συνδεσμολογία ισχύος, πολύπλευρη παρακμή των ανθρώπινων κοινωνιών, εξοικείωση με τη βαρβαρότητα, γεωπολιτικές ανισορροπίες, πολεμικές αναφλέξεις, μετακινήσεις πληθυσμών κοκ.

Η περίοδος περιλαμβάνει και καινοφανείς προκλήσεις. Θα αναφερθώ σε μια από αυτές. Για πρώτη φορά πάλι στην εξελικτική μας ιστορία έχουμε την τεχνολογική δυνατότητα καταγραφής τεράστιων ποσοτήτων δεδομένων τόσο για τον κόσμο γύρω μας και μέσα μας όσο και για την ίδια μας την δραστηριότητα. Αυτή η εξέλιξη ενδέχεται να προκαλέσει κατακλυσμιαίες αλλαγές όχι μόνο στη μεθοδολογία των επιστημών μας, αλλά και στην ίδια τη σχέση μας με τον κόσμο, τον εαυτό μας αλλά και τους γύρω μας. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε δεν είναι εύκολο να αποτιμήσουμε τις επιδράσεις αυτές ούτε τις συνέπειές τους.

Ένας κόσμος λοιπόν σε ένα καθοδικό σπιράλ, με απροσδόκητα νέα δεδομένα, ένας κόσμος σε μια περιδίνηση που κονιορτοποιεί τους υφιστάμενους γνωσιακούς χάρτες και τις καθιερωμένες μεθοδολογίες για τη διαχείριση των κοινωνικών ζητημάτων και τη διασφάλιση των βασικών λειτουργιών. Και στο “τιμόνι” αυτού του κόσμου οι πλέον ακατάλληλοι. Σύμπτωμα αλλά και καταλύτης της επιδεινούμενης κατάστασης οι ελίτ. Οι ελίτ που σταδιακά αποδεσμεύονται από τις κοινωνίες μας, διαμορφώνουν τους δικούς τους υπερτοπικούς βιόκοσμους και αναπτύσσουν μια κυνική και αρπακτική νοοτροπία απέναντι στις κοινωνίες μας.

Όταν αυτοί που κρατούν στα χέρια τους τα μέσα διαβίωσης και αναπαραγωγής μιας κοινωνίας αποκόπτονται από αυτή τότε οι πληθυσμοί βρίσκονται αντιμέτωποι με πρωτόγνωρες απειλές. Όταν η βασική μέριμνα των ελίτ δεν είναι η εύρυθμη λειτουργία προς όφελός τους των βασικών λειτουργιών μιας κοινωνίας, ούτε καν η ευσταθής λειτουργία του δικού τους συστήματος εκμετάλλευσης, αλλά η υπερσυγκέντρωση ισχύος, η υφαρπαγή του πλούτου και η περίφραξη και έλεγχος των πόρων (γη, ενέργεια, υποδομές, νερό κλπ) τότε οι κοινωνίες βρίσκονται μπροστά στον κίνδυνο βαθειάς αποσύνθεσης. Όταν ο νεωτερικός καπιταλιστικός κόσμος μετατρέπεται ραγδαία σε μια μεσαιωνική παγκόσμια απολυταρχία μιας τυφλής ολιγαρχίας τότε οι βασικές λειτουργίες της κοινωνίας καταρρέουν, η πλειοψηφία των πληθυσμών αποκλείεται πολλαπλώς, η έννοια του πολίτη σταδιακά υποχωρεί και η αξιοπρεπής διαβίωση και πρόσβαση σε βασικά αγαθά γίνεται αντικείμενο αγώνων.

Έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο μεγάλης διακινδύνευσης, αλλά και τεράστιων δυνατοτήτων που δεν είχαμε ποτέ άλλοτε. Ποτέ άλλοτε στην εξελικτική μας πορεία οι πληθυσμοί δεν είχαν τέτοια πρόσβαση στην πληροφορία και τη γνώση, ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο κατανεμημένη η δυνατότητα επιτέλεσης των βασικών και όχι μόνο κοινωνικών λειτουργιών, ποτέ άλλοτε δεν είχαμε ταυτόχρονη πρόσβαση σε αξιακά κοιτάσματα από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα που γέννησε η μακραίωνη πορεία απομονωμένων μεταξύ τους τμημάτων της ανθρωπότητας. Έχουμε στη διάθεσή μας απίστευτα “κοιτάσματα” δυνατοτήτων και αξιών το οποίο βεβαίως θα παραμένουν αναξιοποίητα όσο δεν βρίσκουμε τους τρόπους να τα αξιοποιήσουμε δημιουργικά για την ανάδυση μιας αποφασισμένης “μορφής ζωής”. Μια “μορφή ζωής” αποφασισμένη να αναμετρηθεί με σοβαρό τρόπο με τις καινοφανείς προκλήσεις και κινδύνους που έχουμε μπροστά μας.

Γιατί όμως όλη αυτή η εκτενής εισαγωγή στην βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου του Κιουπκιολή; Γιατί μπροστά στα αχαρτογράφητα νερά της περιόδου που έτυχε να ζούμε, μπροστά στους καθολικούς κινδύνους και τις τεράστιες δυνατότητες που υπάρχουν γύρω μας αλλά δεν ξέρουμε πώς να τις θέσουμε σε κίνηση, μπροστά στον ίλιγγο που προκαλεί η ανεπάρκεια των καθιερωμένων τρόπων σκέψης και δράσης, ο Κιουπκιολής έχει το σθένος να ασκήσει με αυστηρότητα και πειθαρχία τις διανοητικές του δυνάμεις με τρόπο που να είναι χρήσιμος σε όσους και όσες αγωνίζονται εναντίον της σύγχρονης απολυταρχίας που αναδύεται γοργά, αλλά και σε όσους και όσες νιώθουν την υποχρέωση να αναμετρηθούν με τις πρωτόγνωρες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα στο σύνολό της. Ο Κιουπκιολής γράφει για να δράσουμε καλύτερα, πιο αποτελεσματικά. Ενώ σέβεται την πειθαρχία της ακαδημαϊκής αυστηρότητας δεν γράφει αποστειρωμένα.

Στο βιβλίο επιχειρεί να αναμετρηθεί με το κεντρικό ερώτημα της χειραφετητικής πολιτικής: πώς διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετικές οπτικές και βιώματα, με διαφορετικές προτεραιότητες και θέσεις σε μια σύνθετη κοινωνία, με διακριτό χρονισμό ως προς τις εμπειρίες και την πληροφορία που διαθέτουν μπορούν να συγκλίνουν αγωνιστικά, αλλά και δημιουργικά σε μια νέα “μορφή ζωής” διατηρώντας όμως τον πλουραλισμό και την ποικιλότητα. Πώς μπορούμε να διευθετήσουμε με αρμονικό τρόπο το γεγονός ότι τα ανθρώπινα όντα διαθέτουν δύο υπαρξιακές διαστάσεις: τη μερική, ατομική διάσταση και την καθολική, συλλογική.

Στο βιβλίο θα βρείτε κεφάλαια που προσπαθούν να φωτίσουν το παραπάνω ερώτημα μέσα από την οξυδερκή εξέταση σύγχρονων κινημάτων αντίστασης (αγανακτισμένοι, occupy, indignados, αραβική άνοιξη κοκ) αλλά και πειραματισμών στο επίπεδο της αυτο-οργάνωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας (συνεταιρισμοί, διαχείριση των κοινων κοκ). Σε άλλα κεφάλαια παρουσιάζει πτυχές αυτού του ζητήματος αξιοποιώντας τη συζήτηση μεταξύ των Laclau και Negri και Hardt – μεταξύ άλλων – αναφορικά με τις δύο λογικές, αυτή του σμήνους και αυτή της ηγεμονίας.

Μην ξεγελαστείτε όμως. Η ανασυγκρότηση των απόψεων και της συζήτησης μεταξύ αυτών των θεωρητικών – αλλά και άλλων που θα συναντήσετε στις σελίδες του βιβλίου – είναι το μέσο για την εκδίπλωση του δικού του στοχασμού που τολμά να πατάει σε λεπτό πάγο, αναλαμβάνοντας την ευθύνη να πάει πέρα από τις γνώριμες και ασφαλείς αυτοαναφορικές επιβεβαιώσεις θεωρητικών και κινηματικών παραδόσεων. Γιατί; γιατί ακριβώς ζούμε σε μια περίοδο κατά την οποία τέτοιες γρήγορες και εφησυχαστικες επιβεβαιώσεις στερούνται νοήματος και αποτυγχάνουν να πιάσουν επαφή με τα αδιέξοδα, τους κινδύνους και τις δυνατότητες που σήμερα αναδύονται και θα σφραγίσουν την πορεία της ανθρωπότητας αύριο.

Στον χρόνο που απομένει θα ήθελα να αναφερθώ επιγραμματικά σε μερικές σκέψεις που ανέκυψαν διαβάζοντας το βιβλίο αναφορικά με αυτό το κεφαλαιώδες ερώτημα. Κανονικά θα έπρεπε να μιλάω πέντε έξι εφτά ώρες καθώς διαβάζοντας το βιβλίο κάθε λίγο σταματούσα σε κάποιο σημείο, έπιανα ένα νήμα της σκέψης του Κιουπκιολή και έμπαινα στη διεγερτική είναι η αλήθεια αλλά άκρως χρονοβόρα διαδικασία να υφάνω μια ολόκληρη σειρά συλλογισμών περικυκλώνοντας πτυχές του βασικού ερωτήματος ακολουθώντας την κρυστάλλινη προτροπή του Κιουπκιολή: να μην φοβηθούμε να σκεφτούμε παράτολμα, πέρα από το δίχτυ ασφαλείας των καθιερωμένων σχημάτων.

Ο Κιουπκιολής υποστηρίζει ότι η στρατηγική νοημοσύνη επιτάσει τη διαζευκτική σύζευξη της αγωνιστικής ηγεμονίας, του συγκεντρωτικού συντονισμού και της αντιπροσωπευτικής λειτουργίας με την αποκεντρωμένη, δικτυακή λογική. Μας καλεί να αποδεχθούμε την ανειρήνευτη ένταση μεταξύ των δύο αυτών λογικών και να φερθούμε έξυπνα: να αποκωδικοποιούμε σε κάθε συγκυρία τον κατάλληλο απαιτούμενο συνδυασμό τους και να εντοπίζουμε την ανάγκη ενδεχόμενης στροφής προς τη μια ή την άλλη πλευρά ώστε να αντισταθμιστούν μετατοπίσεις που επιφέρει η ένταση του αγώνα.

Ένα άλλο παρεμφερές αλλά διαφορετικό ερώτημα που φαίνεται να ταλανίζει όσους και όσες επιχειρούν να δώσουν υπόσταση σε ένα διαφορετικό παράδειγμα χειραφετητικού αγώνα είναι ότι οι ιεραρχίες και οι εξουσιαστικές νοοτροπίες φαίνεται να επιμένουν παρά τη βούληση υπέρβασής τους. Ο Κιουπκιολής μας καλεί σε διαρκή εγρήγορση και τονίζει την ανάγκη επινόησης ρυθμίσεων και μοντέλων συνύπαρξης που δυσχεραίνουν ή περιορίζουν αυτή την παραμένουσα τάση.

Προσπαθώντας να συμβάλλω σε αυτή την προτροπή θα πρότεινα να σκεφτούμε την ένταση μεταξύ οριζόντιων και ιεραρχικών οργανωσιακών αρχών και την επίμονη ανάδυση εξουσιαστικών νοοτροπιών σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κατανόησης της ανθρώπινης κατάστασης σήμερα. Αν είναι όρθο ότι οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν περιέλθει σε μια μεταιχμιακή κατάσταση στην οποία βρίσκονται αντιμέτωπες με βαθύτερα αδιέξοδα τότε δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ερωτήματα και δυσκολίες που ανακύπτουν μόνο στο πλαίσιο της χειραφετητικής στρατηγικής.

Από τον χώρο των δημόσιων και κοινωνικών δομών, από τον χώρο των επιχειρήσεων που αποτελούν τις παραγωγικές μονάδες της εποχής μας, από την κυρίαρχη όψη της καθημερινής ζωής και ατομικής αυτοεικόνας, από παντού, φαίνεται να αναδύονται παραπλήσια ερωτήματα και ένα αίσθημα αδιεξόδου και ασφυξίας. Αν ισχύει κάτι τέτοιο τότε ίσως το ζήτημα της σύζευξης οριζόντιων και ιεραρχικών οργανωσιακών αρχών να μην είναι μια “κατάρα” της χειραφετητικής στρατηγικής αλλά ένα ερώτημα που σχετίζεται με τον πυρήνα ενός νέου τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας και της παραγωγής ο οποίος αναδύεται σε πολλαπλά σημεία σήμερα.

Η ανθρώπινη διανοητική και πρακτική δραστηριότητα σε πολλούς τομείς αναμετριέται με αυτό και παρόμοια ερωτήματα καθημερινά, μέθοδοι και τεχνικές ανιχνεύονται και δοκιμάζονται, ενώ πολλές διαφορετικού επιπέδου διαγνώσεις προσπαθούν να εντοπίσουν τους λόγους της αναδυσης εξουσιαστικών νοοτροπιών. Ίσως να είμαστε πιο δυνατοί/ες από όσο φανταζόμαστε για την επίλυση ζητημάτων που μπλοκάρουν τη δημιουργικότητα και την αποτελεσματικότητα των συλλογικών μας προσπαθειών για χειραφέτηση αν συλλαβουμε τις εξελίξεις έξω από τον “τόπο” του αγώνα ως σχετικές με αυτόν, αν αναπλαισιώσουμε σε ένα ευρύτερο ορίζοντα αυτό που είμαστε και κάνουμε. Να σκεφτούμε και να δράσουμε ως εάν ο ορίζοντάς μας να είναι η τολμηρή και αποφασιστική αναμέτρηση με βαθειά υπαρξιακά ζητήματα που αφορούν τη φυσιογνωμία των κοινωνιών μας.

Μπορούμε επίσης να προσεγγίσουμε αυτά για τα οποία παλεύουμε με άλλο μάτι. Θέλουμε οι άνθρωποι να είναι ελεύθεροι και ίσοι. Τι πλεονέκτημα γεννά μια τέτοια αντίληψη για τη συλλογική ζωή και για την οργάνωση και επιτέλεση των κοινωνικών μας λειτουργιών; Θέλουμε οι άνθρωποι να έχουν λόγο για αυτά που τους αφορούν. Αυτό γεννά μόνο δυσκολίες και φαίνεται πρακτικά ανεφάρμοστο ή έχει λειτουργικές και μεθοδολογικές αρετές στις οποίες δεν δίνουμε την απαιτούμενη έμφαση;

Αναγνωρίζουμε τις ιεραρχικές δομές ως “αναγκαίο κακό” για τις ανάγκες του αγώνα γιατί γεννούν εξουσιαστικές νοοτροπίες. Μήπως όμως υπάρχουν καταστάσεις και πρακτικές όπου η ιεραρχία αντί να γεννά εξουσιαστικές νοοτροπίες διαμορφώνει έξεις αλληλοσεβασμού και αμοιβαίας αναγνώρισης που αποδυναμώνουν την παγίωση και αναπαραγωγή της ως καταπιεστικού μηχανισμού; Μήπως, αν είμαστε πιο διεισδυτικοί/ες είμαστε σε θέση να εξετάσουμε την υπόθεση ότι η καταπίεση δεν αναδύεται από την ιεραρχία αλλά από άλλες ποιότητες του τρόπου με τον οποίο σκεφτόμαστε και οργανώνουμε την ανθρώπινη συνεργασία και συλλογική δραστηριότητα;

Μήπως αντί μόνο να προσπαθούμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στην ιεραρχία και τη δικτύωση, αξίζει να σκεφτούμε ότι υπάρχουν κακές και καλές εκδοχές τόσο της δικτύωσης όσο και της ιεραρχίας; Μήπως αξίζει τον κόπο να επιδοθούμε σε μια συστηματική εξέταση της υπόθεσης ότι η ιεραρχία και η δικτύωση μπορούν να αποτελούν διαφορετικές όψεις μια “μορφής ζωής” που είναι ρυθμισμένη έτσι ώστε να διευρύνει τις καλές εκδοχές και των δύο και να λειτουργεί τοξικά για τις κακές εκδοχές τους;

Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι πολλές φορές εστιάζουμε υπέρβολικά και απορροφούμαστε από τη σύγκρουση με τις ελίτ και τους εκφραστές τους. Φαίνεται να λειτουργούμε ως εαν η δική τους ήττα να σημαίνει αυτόματα επίλυση των αδιεξόδων και την εξαφάνιση των σύγχρονων προκλήσεων. Και δεν δίνουμε ένα σημαντικό ποσό της ενέργειας και του χρόνου μας να σκεφτούμε πώς θα επιτελούνταν διαφορετικά οι βασικές κοινωνικές λειτουργίες με τις υφιστάμενες ενσωματωμένες δυνατότητες, πώς θα διευθετούσαμε κρίσιμα ζητήματα και τι είδους μεθοδολογίες και κοινωνικές πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να πραγματευθούν τις σύγχρονες προκλήσεις έτσι ώστε να δώσουν πραγματικές απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα.

Αν αρχίσουμε να θεωρούμε τα προβλήματα, τα αδιέξοδα και τις προκλήσεις που αντιμετώπιζει η ανθρωπότητα ως άμεσα δική μας υπόθεση – όχι έμμεσα δια της πάλης εναντίον αυτού που τα προκαλεί – και αν διευρύνουμε το πεδίο των λύσεων ώστε να συμπεριλάβει την ανθρώπινη δραστηριότητα στους πιο απίθανους τομείς, τότε θα αρχίσουμε να διαμορφώνουμε μια νέα “μορφή ζωής”, ένα νέο πλαίσιο οργανωσιακών αρχών, μεθόδων και νοητικών εικόνων, που θα μπορεί πραγματικά να σηκώσει – όχι μόνο την σύγκρουση εναντίον των ελίτ υπερβαίνοντας κινηματικές “κατάρες” – αλλά το “βάρος” της λειτουργίας των κοινωνιών μας που φαίνεται να ασφυκτιούν.

Αν αρχίσουμε να αρθρώνουμε με κατάλληλο τρόπο τις υφιστάμενες δυνατότητες που έχει γεννήσει η ανθρωπίνη δραστηριότητα τότε θα αποκτήσουμε την αυτοπεποίθηση ότι είναι δυνατό να θέσουμε την ανθρωπότητα σε μια διαφορετική πορεία. Και πραγματικά πιστεύω ότι αν πιστέψουμε ότι είμαστε σε θέση να πετύχουμε κάτι τέτοιο τότε η ήττα του νεοφιλελευθερισμού και η δύση της παντοδυναμίας των ελίτ θα είναι πια θέμα χρόνου.

Τροποποιώντας το «λειτουργικό σύστημα» της Αριστεράς

Δεν είναι εύκολο να αποτιμηθεί το βάθος των συνεπειών από το γεγονός ότι μια κυβέρνηση με αναφορά στην Αριστερά συνεχίζει την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής. Αυτό το συντριπτικό πλήγμα στην αριστερή εκδοχή της αντίστασης στη σύγχρονη απολυταρχία ενεργοποιεί νέες δυναμικές στο κοινωνικό σώμα: η Αριστερά βαθμιαία αλλά γρήγορα εγγράφεται στις καθεστωτικές δυνάμεις που πλήττουν τις ήδη εξουθενωμένες λαϊκές τάξεις και δημιουργούνται ευνοϊκές προϋποθέσεις είτε για την κανονικοποίηση της βαρβαρότητας είτε για την άνοδο του εθνικισμού και της ακροδεξιάς. Η αριστερή λιτότητα σε συνδυασμό με τη γεωπολιτική, πολεμικού χαρακτήρα ένταση στην ευρύτερη περιοχή, τις τρομοκρατικές ενέργειες και τα προσφυγικά ρεύματα διευρύνουν δυσμενώς το όριο του τι μπορεί να συμβεί στην ελληνική κοινωνία στο μέλλον.

Αυτή η διαπίστωση καθιστά σήμερα ακόμη πιο επίκαιρη τη συζήτηση αναφορικά με τους τρόπους και τις μεθόδους οργάνωσης των λαϊκών τάξεων ώστε να αποκτήσουν ανθεκτικότητα απέναντι σε απρόβλεπτες εξελίξεις, την εμπέδωση της χρηματοοικονομικής απολυταρχίας και την ενίσχυση της ακροδεξιάς. Για να ανταποκριθούμε στις σημερινές προκλήσεις είναι απαραίτητη μια ριζική μεταστροφή νοοτροπιών και προσανατολισμού σε μια κατεύθυνση παραγωγής οικονομικής και κοινωνικής ισχύος υπό τον έλεγχο των πολιτών. Στόχος είναι η σχετική αυτονομία βασικών λειτουργιών που σήμερα ελέγχονται από κέντρα στα οποία δεν έχουμε πρόσβαση ή επιρροή. Η εν λόγω αυτονομία είναι αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση της όποιας πολιτικής πρωτοβουλίας θέτει την επιβίωση του λαού, την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την ανάσχεση του φασισμού στο επίκεντρο.

Σε προηγούμενο άρθρο είχα υποστηρίξει ότι, χωρίς τη διεύρυνση της αυτονομίας της, η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορεί να επιβιώσει με αξιοπρέπεια ούτε να αντιμετωπίσει με στοιχειώδη επάρκεια ενδεχόμενες καταστάσεις κατάρρευσης ή αναστολής του κλασικού οικονομικού κυκλώματος. Σε άλλο άρθρο υποστήριξα ότι είμαστε πολύ πιο δυνατοί από ό,τι επιτρέπουμε στον εαυτό μας να αντιληφθεί όσο μένουμε προσκολλημένοι σε καθιερωμένα φαντασιακά και πολιτικές φόρμες. Εδώ θα αναφερθώ σε κάποιες σκέψεις αναφορικά με την τροποποίηση πτυχών της παραδοσιακής αριστερής πρακτικής, οι οποίες μπορεί να φανούν χρήσιμες σε μια Αριστερά που ευελπιστεί να είναι σχετική με την περίοδο, ικανή να αξιοποιήσει τις σημερινές δυνατότητες και χρήσιμη στον ελληνικό λαό.

Η παραδοσιακή αριστερή πολιτική μεθοδολογία οργανώνεται γύρω από την αντιπροσωπευτική δημοκρατική λειτουργία: στήριξη κινημάτων και αιτημάτων που απευθύνονται στην εκλεγμένη κυβέρνηση και το κράτος, σύνταξη πολιτικού προγράμματος, διαμόρφωση κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, εκλογικός αγώνας, επιδίωξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και συγκρότηση κυβέρνησης με σκοπό την εφαρμογή του προγράμματος. Αυτή η μεθοδολογία προϋποθέτει ότι η άλλη πλευρά, οι ελίτ, δεσμεύεται από τους κανόνες της δημοκρατικής αντιπροσωπευτικής λειτουργίας: αν μια εκλεγμένη κυβέρνηση πλήττει τα συμφέροντά τους, οι ελίτ σέβονται το δικαίωμά της να εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική (τουλάχιστον εμφανίζονται να διατηρούν ένα πρόσχημα σεβασμού) και οργανώνουν μέσω των πολιτικών φορέων που τις εκπροσωπούν πολιτικό αγώνα, ώστε μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες να υπάρξει κυβερνητική αλλαγή προς την κατεύθυνση που επιθυμούν. Όμως, γνωρίζαμε εδώ και καιρό ότι οι ελίτ δεν δεσμεύονται πλέον από αυτούς τους κανόνες. Αυτή είναι η επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού. Τα τελευταία 30 χρόνια διευρύνεται μια σύγχρονη απολυταρχία που ανέχεται τη δημοκρατική μορφή αλλά όχι και την ουσία της: την πρόσβαση των πολιτών χωρίς οικονομική ισχύ στις κρίσιμες αποφάσεις για τις κοινωνίες.

Η παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία της Αριστεράς (όπως αυτή εκφυλίστηκε μέσα στη φαινομενική θαλπωρή της «εύρωστης» πολιτικής και θεσμικής οργάνωσης των δυτικών κοινωνιών) διέπεται αυθόρμητα από την πίστη ότι η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας εξασφαλίζει ένα ποσό ισχύος ικανό να επιτύχουμε την ικανοποίηση βασικών κοινωνικών αιτημάτων. Αυτό όμως δεν ισχύει εδώ και καιρό (αν ίσχυε ποτέ στο βαθμό που το χρειαζόμαστε σήμερα). Η προσκόλληση στην εν λόγω πολιτική μεθοδολογία κατέστησε την Αριστερά ατροφική ως προς τη δυνατότητά της να συμβάλει στην παραγωγή εκ νέου λαϊκής ισχύος από την ίδια την αυτο-οργάνωση των ανθρώπων. Όμως, η δημοκρατία δεν υπάρχει πια αν δεν έχεις την ισχύ να την επιβάλλεις. Τα «καύσιμα» από την παραγωγή ισχύος των προηγούμενων γενιών τελείωσαν. Δεν έχουμε πια ως λαϊκές τάξεις την ισχύ ώστε να επιβάλλουμε τη συμμετοχή μας στις κρίσιμες αποφάσεις. Τώρα πια, αν θέλουμε να έχουμε δημοκρατία και αξιοπρεπή ζωή, πρέπει να παράγουμε και την ισχύ που χρειαζόμαστε για να τα επιβάλουμε.

Για να υπηρετήσουμε μια στρατηγική που παράγει εκ νέου ισχύ, απαιτείται ένας ριζικός μετασχηματισμός νοοτροπιών, μεθοδολογίας, φαντασιακού και οργανωσιακής διάταξης. Απαιτείται πρώτα από όλα η μετατόπιση του «κέντρου βάρους» της πολιτικής μεθοδολογίας, από την εκφώνηση και εκπροσώπηση «απόψεων και προγραμμάτων» που είναι στον «αέρα» αφού βασίζονται στην υποτιθέμενη δέσμευση των ελίτ στο δημοκρατικό παιχνίδι («αποκλείεται να μας πουν όχι») στην ενίσχυση/καλλιέργια/υποβοήθηση/διασύνδεση/αναβάθμιση/συντονισμό των παραγωγικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων των ίδιων των πολιτών. Αντί να επικεντρωνόμαστε αποκλειστικά στην πολιτική εκπροσώπηση των λαϊκών τάξεων, πρέπει να είμαστε σε θέση να συμβάλουμε στη διαμόρφωση μιας ισχυρής οργανωσιακής ραχοκοκαλιάς για τη διαμόρφωση αυτόνομων (από τα κέντρα ελέγχου των ελίτ), ανθεκτικών και δυναμικών δικτύων συνεταιριστικών παραγωγικών μονάδων και διανομής, τοπικών «κυττάρων» αυτο-κυβέρνησης, δημοκρατικού ελέγχου τοπικών υποδομών και ενεργειακών συστημάτων, αυτο-οργανωμένων δομών κάλυψης κοινωνικών αναγκών κ.ο.κ. Η αυτονομία βασικών λειτουργιών ισοδυναμεί με παραγωγή οικονομικής και κοινωνικής ισχύος, η οποία είναι απαραίτητη ώστε οι παραδοσιακές μορφές πολιτικού αγώνα και εκπροσώπησης να αποκτήσουν ανθεκτικότητα και δυνατότητα πραγματικής ηγεμονίας σε επιχειρησιακό επίπεδο.

Η παραδοσιακή Αριστερά, όπως κατέδειξε το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ, παραμένει αδιάφορη απέναντι στις υπαρκτές σημερινές δυνατότητες, αδυνατώντας να κατανοήσει ότι η μόνη πηγή ισχύος για να επιτύχει οτιδήποτε είναι ακριβώς οι ενσωματωμένες δυνατότητες των ανθρώπων. Ήταν σύνηθες τα τελευταία χρόνια φίλοι και γνωστοί που γνωρίζουν καλά έναν τομέα να ζητούν από τους οργανωμένους στον ΣΥΡΙΖΑ κάποιο τρόπο να βοηθήσουν στον συγκεκριμένο τομέα. Η ικανότητα απορρόφησης αυτής της διαθεσιμότητας υπήρξε απογοητευτική. Επιπρόσθετα, η παραδοσιακή νοοτροπία της Αριστεράς δεν αναγνωρίζει τη σημασία των ενσωματωμένων ικανοτήτων των μελών της, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην ιδιαίτερη πολιτική τους ταυτότητα και τη «χρησιμότητά» τους σε ένα εσωτερικό παιχνίδι εξουσίας. Αν κάτι πρόσφεραν στις ΟΜ τα δίκτυα αλληλεγγύης, ήταν η αναγνώριση των δεξιοτήτων των μελών ως σημαντικό στοιχείο τους στο πλαίσιο της ζωής της οργάνωσης.

Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια συλλογική μορφή και λειτουργία με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία εκπαιδεύει το κομματικό δυναμικό οξύνοντας συγκεκριμένες δεξιότητες: η πολιτική ικανότητα επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στη διαμόρφωση προγράμματος, την πολιτική ρητορική (κεντρική εκφώνηση, εξορμήσεις, καμπάνιες), την πολιτική συμμαχιών, τον προεκλογικό αγώνα κ.ο.κ. Στο εσωτερικό, τα μέλη αναλώνονται σε παιχνίδια εξουσίας και επιρροής μέσα σε κομματικές διαδικασίες ώστε να τροποποιήσουν την πολιτική εκφώνηση και το στίγμα του προγράμματος προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Δεν αναφέρομαι στην «κακή» εκδοχή της παραπάνω διαδικασίας (προσωπικές στρατηγικές, καταπάτηση συλλογικών κανόνων, υποτίμηση δημοκρατικών διαδικασιών, αδιαφανείς διαδικασίες απόφασης κ.ο.κ), γιατί η τροποποίηση στη μεθοδολογία που απαιτούν οι περιστάσεις υπερβαίνει την ανάγκη αντιμετώπισης τέτοιων παθογενειών.

Η μετατόπιση του «κέντρου βάρους» της πολιτικής μεθοδολογίας, από την εκπροσώπηση «απόψεων» στην υποστήριξη και καλλιέργεια της δράσης των πολιτών, τροποποιεί και τα κριτήρια αξιολόγησης και επιτυχίας. Βασικό κριτήριο επιτυχίας είναι ο αριθμός των ανθρώπων που εμπλέκονται στην ανάπτυξη του δικτύου παραγωγής ισχύος, ο βαθμός και η ένταση της «εξόρυξης» των δυνατοτήτων τους για την ενδυνάμωση του δικτύου, αλλά και η μεθοδική προετοιμασία διασύνδεσης κρατικών, θεσμικών και άλλων δομών με το εν λόγω δίκτυο (μέσω του μετασχηματισμού τους) όταν και αν κάτι τέτοιο γίνει δυνατό. Τα παραπάνω κριτήρια αξιολόγησης προάγουν με τη σειρά τους συγκεκριμένες δεξιότητες στο προφίλ των εμπλεκόμενων ανθρώπων: δεξιότητες εύρυθμης και αποτελεσματικής δημοκρατικής, συλλογικής λειτουργίας και ποιότητες που ενδυναμώνουν τη συνεργασία. Η δημοκρατία και η συνεργασία δεν είναι πλέον ένα «δέον», κάτι που επιτελούμε «από καθήκον», αλλά αποκτά νευραλγική επιχειρησιακή σημασία: η παραγωγή ισχύος που χρειαζόμαστε προκύπτει από την απελευθέρωση των δυνατοτήτων των ανθρώπων. Αυτές οι δυνατότητες απελευθερώνονται και γίνονται ενεργές μόνο όταν οι άνθρωποι συνεργάζονται ισότιμα στη βάση ενός κοινού στόχου και όταν αναγνωρίζεται η αξία των ενσωματωμένων δυνατοτήτων τους με το να μεταβιβάζονται σε αυτούς οι αποφάσεις που σχετίζονται με αυτές.

Εδώ εντάσσεται και ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που σχετίζεται με το πολιτικό φαντασιακό της παραδοσιακής Αριστεράς. Για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε σοβαρά μια τέτοια πολιτική στρατηγική, χρειαζόμαστε ένα νέο μοντέλο ηγεσίας (leadership). Δεν αναφέρομαι μονάχα στην κεντρική ηγεσία, αλλά στην ηγετική λειτουργία που διέπει όλα τα επίπεδα ενός σύνθετου οργανισμού. Η ηγεσία είναι μια πραγματική, δομική συνέπεια των σύνθετων οργανισμών. Παράγεται από την ανάγκη διασύνδεσης πολλών μερών ενός σύνθετου συστήματος. Η επαφή μεταξύ των μερών δεν εμπλέκει το σύνολο του εκάστοτε μέρους και σε αυτό το σημείο αναδύεται η ηγεσία ως λειτουργία [1]. Ο πολιτικός προσανατολισμός ανάπτυξης ενός δικτύου παραγωγής λαϊκής ισχύος απαιτεί μια ηγεσία που δεν εμφανίζει τη ροπή απόσπασης αποφάσεων από τα υπόλοιπα μέλη του εκάστοτε μέρους του δικτύου, λόγω του ότι έχει μεγαλύτερη πρόσβαση στην πληροφορία και άμεση διασύνδεση με περισσότερους κόμβους του δικτύου [2]. Και τούτο διότι, αν η ισχύς του δικτύου παράγεται από την «εξόρυξη» ενσωματωμένων δυνατοτήτων όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων και αυτή η «εξόρυξη» είναι δυνατή μόνο όταν οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση στις αποφάσεις που σχετίζονται με αυτές τις δυνατότητες, τότε το μοντέλο ηγεσίας που αντιστοιχεί σε αυτή τη λογική έχει ως βασικό της χαρακτηριστικό τον συντονισμό των υπολοίπων για να πάρουν τις αποφάσεις.

Μια ηγεσία είναι «καλή» όταν επιτυγχάνει τον καλύτερο και λειτουργικότερο συντονισμό για την παραγωγή μιας απόφασης και όχι όταν λαμβάνει αυτή τις «καλύτερες» αποφάσεις. Καθ’ υπερβολή, η ηγεσία είναι αδιάφορη ως προς το περιεχόμενο των επιμέρους αποφάσεων και εστιάζει στην εύρυθμη λειτουργία, συντονισμό και διασύνδεση των κόμβων ενός σύνθετου δικτύου δημοκρατικών διαδικασιών απόφασης μεταξύ συνεργατικών ομάδων παραγωγής ισχύος. Κύριο μέλημά της είναι η διαρκής αναβάθμιση αυτής της λειτουργίας, η ενσωμάτωση νέων μεθόδων και εργαλείων, η αξιοποίηση της πείρας για τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών κ.ο.κ [3]. Με άλλα λόγια, αν αποσπάμε αποφάσεις από τους ανθρώπους αποδυναμωνόμαστε, γιατί δεν επιτρέπουμε τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους. Και αυτό ισοδυναμεί με «κακή» ηγεσία.

Για την ανάπτυξη τέτοιου τύπου ποιοτήτων και νοοτροπιών υπάρχει αρκετή τεχνογνωσία την οποία πρέπει να αξιοποιήσουμε στο έπακρο. Πολλές φορές ενώ συμφωνούμε ότι πρέπει να «εμπλέξουμε» την κοινωνία, δεν γνωρίζουμε πώς να το κάνουμε με τρόπο που πραγματικά εμπνέει, διαρκεί στον χρόνο και φέρνει ουσιαστικά αποτελέσματα. Αυτό όμως είναι απολύτως λογικό, γιατί απαιτεί ικανότητες και γνώσεις που δεν προάγονται από την παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία ή αναπτύσσονται σε περιορισμένο βαθμό και με δυσλειτουργικό τρόπο. Ακόμη χειρότερα, μπορεί να διαθέτουμε ως άτομα τέτοιες ικανότητες, οι οποίες όμως αποκλείονται από πολιτικούς οργανισμούς που αδιαφορούν για αυτές.

Συνεπώς, μπορούμε να φανταστούμε μια αταξινόμητη με παραδοσιακούς όρους, υβριδική πολιτικό-κοινωνική συλλογικότητα η οποία κατά κύριο λόγο συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας ραχοκοκαλιάς που ενισχύει, διασυνδέει, διευκολύνει, μεταφέρει τεχνογνωσία στα διάφορα σημεία του δικτύου, ενοποιεί για να αυξήσει τη βιωσιμότητα επιμέρους λειτουργιών, συμβάλει στη δημιουργία καινοτόμων θεσμίσεων που ενισχύουν συνολικά τις επιμέρους λειτουργίες και καλλιεργούν σχετικές νοοτροπίες κοκ. Μια τέτοια «οργάνωση» που έχει επιτύχει μια καλύτερη στάθμιση μεταξύ πολιτικής αντιπροσώπευσης και παραγωγής ισχύος μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για τη διαμόρφωση ενός δικτύου παραγωγής λαϊκής ισχύος, η οποία είναι απαραίτητη για να ανταποκριθούμε στην πίεση που δέχεται η κοινωνία από τη σύγχρονη απολυταρχία και στους κινδύνους που ανοίγονται μπροστά μας.

______________________

Σημειώσεις

[1] Δεν εξαντλώ προφανώς όλες τις πτυχές της έννοιας της ηγεσίας.

[2] Σε αυτό το σημείο ας κρατήσουμε ότι η ψηφιακή τεχνολογία και συγκεκριμένα η μεγάλη ταχύτητα διάδοσης της πληροφορίας σε πραγματικό χρόνο και η ευκολία όλων στην πρόσβαση σε δεδομένα για διαδικασίες που γίνονται παράλληλα σε διαφορετικά σημεία του συστήματος, ενδεχομένως διευκολύνει την ανάπτυξη ενός διαφορετικού μοντέλου ηγεσίας, αμβλύνοντας την τάση απόσπασης αποφάσεων από τους κόμβους επικοινωνίας.

[3] Στο βιβλιαράκι «Λογική και Μέθοδος μιας Αριστερής Κυβέρνησης» αναφέρονται στοιχεία μιας παρόμοιας νοοτροπίας διακυβέρνησης σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής, που σχετίζονται με το μοντέλο ηγεσίας που απαιτούν οι συνθήκες.

 

*Δημοσιεύθηκε στο RedNotebook στις 22/12/2015

Συνέντευξη στο «Δρόμο της Αριστεράς»: Η πιο θετική διέξοδος είναι να σκεφτούμε σοβαρά μια νέα στρατηγική

Συνέντευξη στον Δρόμο της Αριστεράς και στον Γιώργο Παπαϊωάννου στις 29/8/2015

Ο Ανδρέας Καρίτζης ήταν μέχρι πριν από περίπου ένα χρόνο μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ. Είχε παραιτηθεί «αθόρυβα», παραμένοντας μέλος της Κ.Ε., διαπιστώνοντας σημαντικές ελλείψεις στην πολιτική στρατηγική και τον κεντρικό συντονισμό του κόμματος. Μετά τις τελευταίες εξελίξεις, αποστασιοποιείται συνολικότερα από τα όργανα του κόμματος και την πολιτική που αυτό εφαρμόζει και την Παρασκευή 28 Αυγούστου, δημοσιοποίησε την παραίτησή του από την Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ.

Μιλήσαμε μαζί του για τους λόγους που οδήγησαν στη σημερινή εξέλιξη και τα βασικά προβλήματα στην στρατηγική αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ. «Μια άλλη μεθοδολογία θα ήταν να ρίξουμε όλο μας το βάρος στην απελευθέρωση των δυνατοτήτων των ανθρώπων», τονίζει ο Ανδρέας Καρίτζης και επισημαίνει ότι «πολύ λιγότερα πράγματα παίχτηκαν το 2015, απ’ ό,τι στην περίοδο από το 2012 μέχρι το 2015», δίνοντας έμφαση στην «προετοιμασία» του ΣΥΡΙΖΑ για τη διακυβέρνηση. Μιλώντας, τέλος, για το τι είναι αναγκαίο να γίνει σήμερα, ο Α. Καρίτζης δηλώνει: «Δεν μιλάμε για μια πολιτική στρατηγική ενός πολιτικού προσωπικού, αλλά για μια πολιτική στρατηγική μιας κοινωνίας που τίθεται σε κίνηση για να αμυνθεί και να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της».

Είχες θέσει πριν από ένα περίπου χρόνο, το δίλημμα «ανύψωση του φρονήματος ή διαπαιδαγώγηση στην υποταγή». Αν το πούμε κάπως συμβολικά (γιατί στην πραγματικότητα δεν ισχύει, αυτά κρίθηκαν σε ευρύτερες διαδικασίες και χρόνους) από την Κυριακή του δημοψηφίσματος μέχρι την Κυριακή της συμφωνίας μοιάζει σαν να διανύθηκε αυτή η απόσταση…

Πράγματι, το δημοψήφισμα, το φρόνημα που έδειξε και το αποτέλεσμά του, είναι φανερό ότι βρίσκονται σε αντίθεση με την τελική έκβαση της συμφωνίας και με την αίσθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Αλλά αυτό κυρίως οφείλεται στο γεγονός ότι δεν χαρακτήρισε το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, η μεθοδολογία που απαιτείται για να έρθουν αποτελέσματα μπροστά σε μια νέα συνθήκη πολιτικής, όπως αυτή που διαμορφώνεται, με το τέλος της δημοκρατίας στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Δεν είχαμε, να το πω διαφορετικά, τροποποιήσει κατάλληλα και έγκαιρα τη φυσιογνωμία, τη μεθοδολογία και την αντίληψή μας για την πολιτική. Είχαμε μείνει σταθερά στο ότι θα γίνει σεβαστή η δημοκρατία. Κάτι που φαινόταν από πριν ότι δεν θα συμβεί και άρα θα έπρεπε με έναν τρόπο να είχαμε προετοιμάσει μία διαφορετική στρατηγική.

Φαινόταν όμως από πριν, όπως είπες, υπήρχαν τα δείγματα για το ποια θα είναι η αντιμετώπιση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Γιατί αυτό δεν υπολογίστηκε στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ; Είναι θέμα έλλειψης κάποιων κριτηρίων κατανόησης, ιδεολογικής και πολιτικής αντίληψης;

Υπάρχουν δύο βασικές εξηγήσεις. Η μία, η θετική ας πούμε, είναι ότι μιλάμε για μια μείζονα ιστορική εξέλιξη όταν αναφερόμαστε στο τέλος της δημοκρατίας στην Ευρώπη, άρα ακόμα κι αν κανείς είχε αυτή την εκτίμηση, θα ήταν δύσκολο να την μετουσιώσει σε πολιτική και να οδηγήσει σε μια άλλη έκβαση την διαπραγμάτευση. Η αρνητική εξήγηση είναι ότι η παραδοσιακή Αριστερά, όντας εμποτισμένη από έναν τρόπο άσκησης πολιτικής όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, φάνηκε να βολεύεται σε μια τέτοιου τύπου πολιτική και δεν είχε την τόλμη και το θάρρος να διερευνήσει άλλες μεθοδολογίες, οι οποίες όμως ήταν απαραίτητες απ’ ό,τι φάνηκε.

Ποια θα ήταν, λοιπόν, μια άλλη άσκηση πολιτικής, μια μεθοδολογία πέρα από την παραδοσιακή;

Η γνώμη μου είναι ότι αυτό που φάνηκε είναι ότι δεν έχουμε την ισχύ να επιβάλουμε ως κοινωνία, τον σεβασμό από τα κέντρα ισχύος στις επιλογές μας. Μας λείπει η ισχύς. Είχαμε μια άποψη, ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η κατάκτηση της κυβέρνησης, ας το πούμε έτσι, θα μας δώσει τα απαραίτητα ποσά ισχύος. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Μια άλλη μεθοδολογία θα ήταν να ρίξουμε όλο μας το βάρος στην απελευθέρωση των δυνατοτήτων των ανθρώπων, ώστε να φτιαχτούν κοινωνικές και οικονομικές διαδικασίες τέτοιες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάποια αυτονομία των βασικών λειτουργιών της κοινωνίας, ώστε να μην εξαρτόμαστε τόσο πολύ από αυτούς που ελέγχουν τη ροή του χρήματος και μπορούν να επιβάλουν, τελικά, τις πολιτικές τους, υπό την απειλή ότι θα καταρρεύσουν οι βασικές λειτουργίες της κοινωνίας.

Υπάρχουν αυτές οι δυνατότητες και θα μπορούσαν να δώσουν λύσεις;

Είμαστε μια κοινωνία με πολύ μεγάλες δυνατότητες, αλλά δεν ήταν στο επίκεντρο της δικής μας πολιτικής μεθοδολογίας η απελευθέρωσή τους. Με την έννοια των παραγωγικών κυκλωμάτων, των οικονομικών και κοινωνικών θεσμίσεων και πρακτικών, που θα μας έδιναν τη δυνατότητα να έχουμε πραγματική ισχύ στη διαπραγμάτευση. Να μην εξαρτάται η έκβαση της διαπραγμάτευσης από το αν θα γίνει σεβαστό ή όχι το εκλογικό αποτέλεσμα.

Με τον τρόπο αυτό θεωρείς ότι δεν έλειψε απλώς ένα εναλλακτικό οικονομικό σχέδιο, αλλά η σύνδεση με τις ανάγκες της κοινωνίας και η στήριξη σε αυτήν. Αυτό, όμως, θα χρειαζόταν μια άλλη, πολύ πιο βαθιά προετοιμασία όλο το τελευταίο διάστημα, η οποία δεν έγινε.

Ακριβώς για αυτό η γνώμη μου είναι ότι πολύ λιγότερα πράγματα παίχτηκαν το 2015, από ό,τι στην περίοδο από το 2012 μέχρι το 2015. Τότε υπήρχε ο χρόνος να προσαρμοστείς στις νέες συνθήκες και να αναπτύξεις μια άλλη πολιτική στρατηγική που δίνει έμφαση στην απελευθέρωση δυνατοτήτων και την παραγωγή αυτών των διαδικασιών που έλεγα πριν, που θα σου έδιναν τη δυνατότητα, εν μέρει, να έχεις την κοινωνία και τους πολίτες, τους ανθρώπους, ενεργητικούς. Όχι με την έννοια μόνο της διεκδίκησης, αλλά και της αυτόνομης επιτέλεσης των βασικών λειτουργιών της κοινωνίας. Όσο ήταν δυνατό, βέβαια, γιατί προφανώς δεν μπορείς να αντικαταστήσεις όλο το κλασικό οικονομικό κύκλωμα με άλλες διαδικασίες. Μπορείς, όμως, τουλάχιστον να έχεις μία τέτοια κατεύθυνση.

Αυτό, έτσι όπως το περιγράφεις, θα απαιτούσε μία ριζικά διαφορετική αντιμετώπιση του λεγόμενου εσωτερικού μετώπου. Είδαμε, όμως, ότι και στο μέτωπο αυτό -αν υποθέσουμε ότι στο μέτωπο της διαπραγμάτευσης υπήρχε ένα σημαντικό θέμα ισχύος- ενώ υπήρχαν πολλές κοινωνικές δυνάμεις που θα απαιτούσαν μια ρήξη με το πολιτικό σύστημα και την οικονομική ολιγαρχία, αυτό δεν έγινε.

Όντως, ας υποθέσουμε ότι ακόμα και με μια καλή προετοιμασία, θα μπορούσε το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης να είναι κακό γιατί είναι αρνητικός ο συσχετισμός δύναμης διεθνώς. Από την άλλη μεριά, για να αναδειχθούν οι δυνατότητες των ανθρώπων χρειάζεται και η απελευθέρωσή τους από κάποια δεσμά. Είναι σύμφυτο, δηλαδή, με μια αλλαγή νοοτροπίας για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το πολιτικό σύστημα, για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την εσωτερική οργάνωση της κοινωνίας. Εκεί που ακριβώς δεν υπήρχε εσωτερική -ας το πούμε έτσι- υπέρτερη δύναμη, φάνηκε ο ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει τη μέριμνα να αναπτύξει αυτά τα χαρακτηριστικά, να αναδείξει μια άλλη νοοτροπία διακυβέρνησης, μια άλλη σοβαρότητα ως προς τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το κράτος, και άρα να κάνει τις απαραίτητες κινήσεις και αναδιανομής αλλά και αντιμετώπισης χρόνιων παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας. Αναφέρομαι κυρίως στην αυθαιρεσία της ολιγαρχίας, αλλά και μία διοικητική νοοτροπία από τη μεριά και του κράτους, αλλά και του πολιτικού συστήματος, που κινείται στη βάση όχι κάποιου σχεδίου που έχει μια σοβαρότητα, ας πούμε, για το μέλλον της κοινωνίας, ένα όραμα κ.λπ., αλλά αντιμετωπίζει ευκαιριακά τα προβλήματα.

Ακόμα, όμως, και βλέποντας τη σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου ή τις τοποθετήσεις στελεχών σε οργανισμούς του Δημοσίου, φαίνεται ότι όχι μόνο δεν πήγε να δοθεί μια σύγκρουση, αλλά ότι οι εκπρόσωποι του παλιού πολιτικού και οικονομικού συστήματος, για παράδειγμα του Σημιτικού περιβάλλοντος κ.λπ., πήραν ρόλους και θέσεις στην κυβέρνηση.

Η γνώμη μου είναι ότι οδηγείσαι σε τέτοιες επιλογές όταν δεν έχεις ένα σοβαρό σχέδιο μετασχηματισμού του κράτους και του πολιτικού συστήματος. Όταν απουσιάζει η αυτοπεποίθηση και η πίστη ότι αυτό που λες είναι κάτι που θα ήταν μια προσφορά για την ελληνική κοινωνία, πέρα και έξω ακόμη από το κλασικό δίπολο «Αριστερά-Δεξιά». Όταν αυτό το αίτημα της ελληνικής κοινωνίας, που είναι πολύ πιο βαθύ, δεν το αξιολογείς ως τέτοιο, όταν κινείσαι με μια αντίληψη και με μια κατεστημένη μεθοδολογία, είναι λογικό τα κριτήρια με τα οποία θα κρίνεις τους ανθρώπους που θα βάλεις να σχετίζονται με την πείρα στην κλασική λειτουργία του κράτους.

Ανάμεσα σε όλα τα άλλα που συζητάμε, έχουμε και την ακύρωση του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ. Οι αποφάσεις της Κ.Ε., ακόμα και της τελευταίας για έκτακτο συνέδριο, ακυρώνονται ή αγνοούνται. Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα βλέπουμε να αποσαρθρώνεται. Πιστεύεις ότι μετατρέπεται σε έναν οργανισμό διαφορετικό; Μήπως οδηγείται σε μια «ΠΑΣΟΚοποίηση» με ένα δυναμικό, σε μεγάλο βαθμό κρατικοποιημένο, που θα στηρίζει τυφλά μία ηγεσία;

Είναι το αποκορύφωμα της έλλειψης βούλησης και ενδιαφέροντος για να αλλάξουν τα πράγματα. Το κόμμα θα έπρεπε να είναι η δύναμη και το όπλο μιας κυβέρνησης που θα ήθελε πραγματικά να κάνει τομή στην ελληνική κοινωνία και να αλλάξει το καθεστώς και τις νοοτροπίες που το συνοδεύουν. Δηλαδή, μέσα από δημοκρατικές λειτουργίες να αφουγκράζεσαι τη θέληση και τη βούληση των ανθρώπων που είναι ενεργοί και δραστηριοποιούνται. Είναι το αποκορύφωμα του ότι δεν είσαι σε θέση να επιτελέσεις αυτόν τον ρόλο που τόσο πολύ ζητά η ελληνική κοινωνία. Αυτό είναι το δυστύχημα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε, ακόμα και ανεξαρτήτως της διαπραγμάτευσης και της δυσκολίας της, να συνεισφέρει θετικά στην αναγέννηση -ας το πούμε έτσι- της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας. Και δεν το κάνει. Αποκορύφωμα αυτού του πράγματος είναι η υποτίμηση, απαξίωση και τελικά κατάργηση των δημοκρατικών διαδικασιών. Σαν να μην έχουν καταλάβει ότι ο βασικός λόγος της αρνητικής αποτίμησης όλων των κομμάτων που κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο, ήταν ότι σταδιακά αποκόπηκαν από τη δυνατότητά τους να έχουν πρόσβαση και σχέση με την κοινωνία, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την συμμετοχή κάποιων ανθρώπων σε ένα κόμμα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται σε ένα, ας το πούμε έτσι, κόμμα της Κεντροαριστεράς που θα διαχειριστεί την κατάσταση. Έτσι, θα μπορούσαμε να έχουμε δύο πόλους, μία Κεντροαριστερά, κυρίως υπό τον ΣΥΡΙΖΑ, και μία Κεντροδεξιά που είναι ζητούμενο και αυτή να ανασυγκροτηθεί. Βλέπεις το πολιτικό σκηνικό να μπορεί να «περπατήσει» έτσι;

Θα έλεγα ότι αυτό θα μπορούσε να είναι μία βάσιμη πρόβλεψη, που όμως για να επαληθευτεί χρειάζεται μία στοιχειώδη οικονομική και κοινωνική ευστάθεια, την οποία εγώ δεν βλέπω για το επόμενο διάστημα. Γι’ αυτό, αν θέλεις, αν είχε κάποιος αυτόν τον στρατηγικό προσανατολισμό, είναι λάθος, όχι μόνο γιατί δεν είναι αριστερός, αλλά και γιατί δεν είναι πολιτικά βιώσιμος…

Δηλαδή θα πάμε σε μια ακόμα πιο ρευστή κατάσταση που δυσκολεύει τέτοιους σχεδιασμούς;

Ακριβώς. Η κατάσταση δεν θα σταθεροποιηθεί, πράγμα που σημαίνει ότι αυτά τα μοντέλα δεν δημιουργούν αυτό που έχουμε ζήσει στο παρελθόν, παλιές καταστάσεις ως προς την πολιτική εκπροσώπηση, και μία, ας πούμε, έστω μακροημέρευση σε επίπεδο εξουσίας. Θεωρώ, για αυτό το λόγο, ότι πολύ σύντομα όλες αυτές οι στρατηγικές θα αναθεωρηθούν απ’ όλες τις κατευθύνσεις και απ’ όλες τις πλευρές.

Τι κάνουμε από εδώ και πέρα; Φαίνεται ότι το λαϊκό φρόνημα, για το οποίο μιλήσαμε στην αρχή, έχει δεχτεί αρκετά χτυπήματα και είναι καταρρακωμένο, ειδικά με την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στις δυνάμεις που υποστηρίζουν μία μνημονιακή λύση. Βλέπουμε να υπάρχουν προτάσεις μιας γρήγορης και άμεσης άλλης λύσης και μιας καινούργιας αριστερής ενότητας. Εσύ, μέσα από ποιους δρόμους βλέπεις να μπορεί να ανασυγκροτηθεί ο λαϊκός παράγοντας ή να ανυψωθεί το λαϊκό φρόνημα στις σημερινές συνθήκες πλέον;

Καταρχήν να πω για το φρόνημα του κόσμου όπως εκφράστηκε στο δημοψήφισμα, ότι αυτό μπορεί να δέχτηκε πλήγματα από το πώς κινήθηκε η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ μετά, ωστόσο δεν έχει χάσει τα καύσιμά του. Το δεύτερο είναι ότι μετά από μία στρατηγική ήττα, γιατί τέτοια είναι, δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις και ειδικά σε σύντομο χρονικό διάστημα, εύκολες θετικές προτάσεις διεξόδου. Η πιο θετική διέξοδος από αυτή την κατάσταση είναι να σκεφτούμε σοβαρά μια νέα πολιτική στρατηγική που να συνάδει με τις απαιτήσεις της περιόδου για να είμαστε, αν μη τι άλλο, χρήσιμοι στην κοινωνία. Άρα θεωρώ ότι όλες οι λύσεις που εμφανίζονται βραχυπρόθεσμα και ειδικά κάτω από μια κατεπείγουσα προσφυγή στις κάλπες δεν αποτελούν πραγματικές διεξόδους.

Τι θα απαιτούσε, κατά τη γνώμη σου, μια σοβαρή προσπάθεια απάντησης στη σημερινή συγκυρία;

Η έμφαση στο φρόνημα και μια νέα πολιτική στρατηγική. Δηλαδή, η ενίσχυση του φρονήματος από τη μια, αλλά και η τοποθέτηση της απελευθέρωσης των δυνατοτήτων των ανθρώπων στο επίκεντρο της πολιτικής μας στρατηγικής. Να κατανοήσουμε βαθιά ότι η κοινωνία θα υπερασπιστεί αποτελεσματικά τον εαυτό της όταν καταφέρουν οι πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς ή κάποια πολιτική δύναμη, να φτιάξει εργαλεία, ώστε οι άνθρωποι που έχουν δυνατότητες να μπορούν πραγματικά να τις χρησιμοποιήσουν για να παράξουν θετικά και δημιουργικά εγχειρήματα μέσα στην κοινωνία. Παραγωγικά, κοινωνικά, εγχειρήματα πάσης φύσεως τα οποία θα αρχίσουν να απελευθερώνουν την κοινωνία από πριν και όχι μόνο μέσω μιας αλλαγής σε επίπεδο διακυβέρνησης.

Από αυτά που λες, προκύπτει ότι χρειάζεται μία πιο σύνθετη διαδικασία και όχι λύσεις που διαμορφώνονται από τα «πάνω» ή από ένα τμήμα του προσωπικού της Αριστεράς ή του ΣΥΡΙΖΑ.

Θεωρώ ότι η πολιτική στρατηγική πρέπει να είναι πολυπρόσωπη, πολυδιάστατη, με έμφαση στη δημιουργικότητα και στην πολυδιάστατη παραγωγή πραγμάτων και καταστάσεων. Δεν μιλάμε για μια πολιτική στρατηγική ενός πολιτικού προσωπικού, αλλά για μια πολιτική στρατηγική μιας κοινωνίας που τίθεται σε κίνηση για να αμυνθεί και να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της. Αυτό ήδη συμβαίνει και το θέμα είναι να βρει η Αριστερά τον τρόπο ώστε να συμβάλει σε αυτό, να το ενισχύσει και να το κάνει και ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο.

Προσαρμογή στην πραγματικότητα

Ένα αρνητικό χαρακτηριστικό της πολιτικής μεθοδολογίας που επικράτησε στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν η άρνηση αποδοχής της πραγματικότητας, όταν αυτή γίνεται πολύ σκληρή. Ψυχολογικοί μηχανισμοί άμυνας αλλά και η βαθειά εμπέδωση ενός παραδοσιακού τρόπου πολιτικής δεν μας επέτρεψαν να ενσωματώσουμε στη μεθοδολογία, την οργανωσιακή διάταξη και την πολιτική μας τακτική τις ραγδαίες αλλαγές των τελευταίων χρόνων, οι οποίες καθιστούν αναποτελεσματικά τα παραδοσιακά εργαλεία πολιτικής. Η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας θεωρήθηκε το βασικό καθήκον μας για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στο πολιτικό και κοινωνικό αίτημα ανατροπής της μνημονιακής πολιτικής με τα γνωστά αποτελέσματα.

Όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει πολλαπλώς. Αφήνω στην άκρη το τέλος της δημοκρατίας και την εγκαθίδρυση της χρηματοπιστωτικής απολυταρχίας. Παράλληλα, παγκοσμίως αναπτύσσεται μια τάση κατάρρευσης ή αναστολής της κλασικής οικονομικής λειτουργίας. Σε εμπόλεμες περιοχές, σε περιπτώσεις χρεοκοπίας, σε μεταβατικές καταστάσεις παρατηρούμε κατάρρευση λιγότερο ή περισσότερο μόνιμη. Επιπρόσθετα, η τάση αποκλεισμού μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού από το κλασικό οικονομικό κύκλωμα σχεδόν σε όλες τις κοινωνίες είναι γεγονός που διαρκώς βαθαίνει.

Στην Ελλάδα έχουμε ήδη πίσω μας μια τέτοια περίπτωση. Η απειλή του ξαφνικού θανάτου μέσω άτακτης χρεοκοπίας δεν είναι τίποτα άλλο από την απειλή ότι θα ανασταλεί η κλασική οικονομική λειτουργία (κατάρρευση τραπεζών και χρημοτοδοτικών ροών, δηλαδή η αιμοδοσία για την οικονομική λειτουργία) και μαζί της θα καταρρεύσουν όλες οι αναγκαίες λειτουργίες της κοινωνίας οι οποίες είναι διασυνδεδεμένες με αυτήν (μεταφορά αγαθών, λειτουργία παραγωγικών μονάδων κοκ).

Αν επομένως ζούμε σε μια περίοδο και σε μια περιοχή όπου τέτοιου τύπου καταστάσεις διαμορφώνουν έντονα τα όρια της όποιας πολιτικής στρατηγικής, είναι απαραίτητος ο προσανατολισμός μας σε μια κατεύθυνση διαμόρφωσης των προϋποθέσεων ώστε τμήματα της κοινωνίας ή και ακόμη η κοινωνία μας στο σύνολό της να είναι σε θέση να αντεπεξέλθει σε τέτοιες καταστάσεις. Επαναλαμβάνω ότι αυτό δεν είναι ένα δυστοπικό, φουτουριστικό σενάριο. Στην Ελλάδα το έχουμε ήδη μια φορά πίσω μας με την απειλή της άτακτης χρεοκοπίας. Η μεθοδολογική, οργανωσιακή και φαντασιακή αδυναμία μας ακόμη και να σκεφτούμε να εντάξουμε (έστω μερικώς και ανεπαρκώς) τμήματα της κοινωνίας και του κράτους σε εναλλακτικούς τρόπους επιτέλεσης των βασικών και αναγκαίων λειτουργιών μιας κοινωνίας κατέστησε τη συνθηκολόγηση αναπόφευκτη και την ήττα μας βαριά.

Όμως, ας μην επικεντρωθούμε μόνο στις «μεγάλες» στιγμές όπως η άτακτη χρεοκοπία. Διαφορετικές παραγωγικές διαδικασίες, αντι-εμπορευματικά κυκλώματα διανομής, εναλλακτικά χρηματοδοτικά εργαλεία, κοινωνικές και παραγωγικές καινοτόμες θεσμίσεις κ.ο.κ. είναι πολύ πιο πιθανόν να αντιμετωπίσουν την τεράστια ανεργία και τις κοινωνικές και παραγωγικές συνέπειες της επιβαλλόμενης καταστροφής από ό,τι η με παραδοσιακούς όρους ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού. Την στιγμή που το κλασικό οικονομικό κύκλωμα απορρίπτει εκτεταμένα τμήματα υποψήφιων προς εκμετάλλευση και δείχνει σημάδια παρακμής και κατάρρευσης, αποτελεί αδιανόητη προσκόλληση -ιδιαίτερα από την Αριστερά- η εμμονή στην ανασυγκρότησή του ως του μοναδικού τρόπου για να μπορέσουμε να ζήσουμε όπως όπως.

Όταν το κλασικό οικονομικό κύκλωμα απορρίπτει την πλειοψηφία των νέων, είναι αδιανόητο να μην αρπάξουμε την ευκαιρία να οικοδομήσουμε ανταγωνιστικά παραγωγικά και οικονομικά κυκλώματα που θα απελευθερώσουν πραγματικά τις δυνατότητες των ανθρώπων, θα ισχυροποιήσουν με ουσιαστικό τρόπο την κοινωνία απέναντι και σε καταστάσεις ενδεχόμενης κατάρρευσης και σε κάθε περίπτωση θα σχετικοποιήσουν de facto την απόλυτη εξάρτηση της κοινωνίας μας από το κλασικό οικονομικό κύκλωμα. Ένα κύκλωμα που δεν ελέγχεται καν πλέον από τους εγχώριους αστικοδημοκρατικούς θεσμούς, στους οποίους θα μπορούσαν να έχουν κάποια πρόσβαση οι πολίτες, αλλά στα νευραλγικά του σημεία ελέγχεται πλήρως από τη σύγχρονη απολυταρχία με κορωνίδα την ΕΚΤ.

Σε κάθε περίπτωση, όταν οι κοινωνίες βρίσκονται αντιμέτωπες με καταστάσεις αποδιοργάνωσης ή/και κατάρρευσης του καθιερωμένου τρόπου επιτέλεσης των βασικών λειτουργιών τους, τότε υπάρχουν δύο τρόποι αντιμετώπισης. Από τη μια υπάρχει η αυταρχική, συγκεντρωτική, στρατιωτικοποιημένη λειτουργία που με βάρβαρο τρόπο επιχειρεί να ανταποκριθεί στις συνέπειες της κατάρρευσης. Ο εθνικισμός, η Ακροδεξιά, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και ο φασισμός είναι οι συνηθέστερες μορφές πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης που αναλαμβάνουν το καθήκον της λειτουργίας της κοινωνίας με αυτά τα χαρακτηριστικά. Από την άλλη, υπάρχει η αποκεντρωμένη, δημοκρατική και αυτο-οργανωμένη λειτουργία που επιχειρεί να αντιμετωπίσει τις συνέπειες δίνοντας έμφαση στις δυνατότητες των ίδιων των ανθρώπων, θέτοντάς τους όχι υπό τις διαταγές τρίτων, αλλά μπροστά στις ευθύνες διαχείρισης των πραγμάτων που τους αφορούν, μεταβιβάζοντας εξουσίες και ελευθερία κινήσεων και συντονίζοντας τη δράση τους.

Η Αριστερά δεν μπορεί πια να αγνοεί το καθήκον της να συμβάλει στην ανάπτυξη μιας τέτοιας οργανωσιακής απάντησης. Αν θέλουμε να είμαστε, όχι πολύ αριστεροί, αλλά στοιχειωδώς σχετικοί και εναρμονισμένοι με τις απαιτήσεις της συγκυρίας σε ένα σχέδιο υπεράσπισης των λαϊκών αναγκών, της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας, πρέπει να θέσουμε με αυτοπεποίθηση και τόλμη αυτό τον στόχο. Βεβαίως, υπάρχει και άλλος δρόμος, πολύ οικείος. Η άρνηση της σκληρής πραγματικότητας…

*Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 02/08/2015

Πολίτες και αυτονομία

Η πολιτική ζωή της χώρας έχει εισέλθει στη σφαίρα της επίσημης πλέον σύγχρονης απολυταρχίας. Υπό την ανοιχτή απειλή του «ξαφνικού θανάτου» η Βουλή νομοθετεί τα περίφημα «προαπαιτούμενα» σε πλήρη διάσταση με τη βούληση του ελληνικού λαού και της πλειοψηφίας της. Μόνο έτσι κερδίζεται η «εμπιστοσύνη» της σύγχρονης απολυταρχίας και απομειώνεται ο κίνδυνος του «ξαφνικού θανάτου».

Αν η Βουλή και η κυβέρνηση «πείσουν» ότι είναι σε θέση να περιφρονούν τη δημοκρατία και τις ανάγκες της κοινωνίας, τότε ίσως καταφέρει η χώρα να μπει σε ένα τρίτο μνημόνιο για να συνεχιστεί η καταστροφή της. Δηλαδή, ίσως μας κάνουν τη χάρη να μας επιτρέψουν να συνεχίσουμε την αργή και βασανιστική μετατόπιση της χώρας μας σε μια τριτοκοσμική θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Ομως, μια κοινωνία που ταπεινώνεται και εξαναγκάζεται στην παρακμή είναι μια κοινωνία που αργά ή γρήγορα θα εμφανίσει έξαρση του ανορθολογισμού και της βίας. Ο εθνικισμός και ο φασισμός ευδοκιμούν σε τέτοιες συνθήκες και πρόκειται βαθμιαία να επικυρώσουν με τον πλέον βάρβαρο τρόπο την κατάρρευση. Η ελληνική κοινωνία είχε πολλά προβλήματα νοοτροπιών και προσανατολισμού, αλλά βρισκόταν σε ένα επίπεδο που θα μπορούσε πραγματικά να τα ξεπεράσει διαμορφώνοντας μια πιο ώριμη και ορθολογική προοπτική. Αυτή η προοπτική ενταφιάστηκε.

Η έξοδος από την υπό μετασχηματισμό Ευρωζώνη ή η παραμονή σε κάποια υποδεέστερη ταχύτητά της είναι επιλογές που θα γίνουν από τη σύγχρονη απολυταρχία και θα επιβληθούν με νέους εκβιασμούς «ξαφνικού θανάτου». Πάντοτε με γνώμονα τα συμφέροντα των τραπεζικών και οικονομικών ελίτ και με πλήρη αδιαφορία και εχθρότητα στις ανάγκες μιας παρηκμασμένης και υπόδουλης κοινωνίας.

Το ερώτημα πλέον για κάθε δημοκράτη, για κάθε πολίτη που αγαπά την κοινωνία του -ανεξαρτήτως ιδεολογικής καταγωγής και απόχρωσης- είναι πώς μπορούμε να αυξήσουμε ως κοινωνία την ισχύ μας ώστε να είμαστε σε θέση να επηρεάσουμε τις αποφάσεις για το μέλλον μας, δηλαδή πώς θα αποκτήσουμε ισχύ ώστε να περιορίσουμε τη σύγχρονη απολυταρχία.

Στη νέα συνθήκη απαιτείται έμφαση στην απελευθέρωση των δυνατοτήτων των πολιτών -τη μόνη πηγή ισχύος στην οποία έχουμε πρόσβαση- ώστε να αποκαταστήσουμε μερικώς έστω την αυτονομία μας και να μπλοκάρουμε την άνοδο του φασισμού και την πλήρη αποδιάρθρωση της πατρίδας μας. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα πραγματικά συνολικό σχέδιο για την κοινωνία μας και όχι η συναίνεση στη διαχείριση του κατήφορου. Αλλά ένα τέτοιο σχέδιο απαιτεί άλλες νοοτροπίες από αυτές που ακόμη κυριαρχούν στην πολιτική ζωή.

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος στις 27/07/2015

Νέα φάση, νέα πολιτική στρατηγική

Την προηγούμενη Δευτέρα ολοκληρώθηκε μια βαθιά τομή στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Αναφέρομαι στο συντελεσμένο πολιτικό γεγονός της κατάλυσης της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας και εν τέλει της ελευθερίας μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας. Από τη μια μεριά είχαμε την εξάντληση όλων των δημοκρατικών εργαλείων και από την άλλη τον κλιμακούμενο εκβιασμό που έφτασε μέχρι τον «ξαφνικό θάνατο» που ακόμη επικρέμαται πάνω από την Ελλάδα. Η σύγκρουση δημοκρατίας και απολυταρχίας έληξε με βαρειά ήττα της δημοκρατίας. Οι δανειστές επέβαλαν μια συνθηκολόγηση τιμωρητική, ταπεινωτική και βάρβαρη στην κυβέρνηση, στον ΣΥΡΙΖΑ και τον ελληνικό λαό.

Μπροστά στη νέα απολυταρχική φάση που εισερχόμαστε είναι απαραίτητο ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και όλες οι δημοκρατικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις να επανεπεξεργαστούν την πολιτική τους στρατηγική, λαμβάνοντας υπόψη την πείρα από την προηγούμενη φάση και τα πολιτικά χαρακτηριστικά της νέας. Αν και η αποτίμηση της προηγούμενης φάσης και η κριτική προσέγγιση στην πολιτική μεθοδολογία που επικράτησε στον ΣΥΡΙΖΑ έχει μια αυτονομία, βασικά της σημεία είναι απαραίτητα για να χαράξουμε στρατηγική στη νέα φάση.

Η αντίληψη, από το 2012 και μετά, ότι το καθήκον μας ήταν η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και η συγκρότηση αριστερής κυβέρνησης με παραδοσιακούς πολιτικούς όρους δεν αντιστοιχούσε στα αναδυόμενα απολυταρχικά χαρακτηριστικά του πολιτικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο θα καλούμασταν να υπερασπιστούμε τη δημοκρατική βούληση του λαού για αξιοπρέπεια. Η διάταξη πόρων και στελεχιακού δυναμικού από το 2012 και μετά προσανατολίστηκε στην καθιερωμένη κοινοβουλευτική δραστηριότητα, τη στιγμή που ο αντίπαλος την υποβάθμιζε στρατηγικά. Αντιθέτως, θα έπρεπε να διοχετευτούν κατά προτεραιότητα στη δημιουργία κοινωνικών και παραγωγικών δομών και θεσμίσεων που θα διαμόρφωναν υποδομές και νοοτροπίες κατάλληλες για την τροφοδότηση μιας αριστερής κυβέρνησης με πραγματική ισχύ. Γιατί υπάρχουν δύο πηγές ισχύος στις κοινωνίες: το χρήμα και οι ενσωματωμένες δυνατότητες των ανθρώπων. Δεν φροντίσαμε να μεγιστοποιήσουμε την άντληση ισχύος από τη μόνη πηγή που μπορούσαμε να έχουμε πρόσβαση.

Επιπρόσθετα, έπρεπε, από το 2012, στελέχη μας να αναλάβουν αποκλειστικά τη συστηματική προετοιμασία τόσο της επικείμενης διακυβέρνησης ανά τομέα όσο και της διαπραγμάτευσης με επιχειρησιακούς όρους. Αντ’ αυτού αναλωθήκαμε σε προγραμματικές επεξεργασίες που προϋπολόγιζαν ότι θα κυβερνήσουμε σε συνθήκες εύρωστης αστικής δημοκρατίας. Αυτή η λανθασμένη εκτίμηση ευθύνεται μερικώς και για την καθησυχαστική ρητορική του τύπου «αποκλείεται να μας πουν όχι».

Επίσης, κυριάρχησε η συζήτηση για το τι μέρος του χρέους θα διαγράψουμε ή τι νόμισμα θα έχουμε ως εάν να διαθέταμε τα μέσα και τα εργαλεία για οποιαδήποτε επιλογή. Γιατί π.χ. τόσο η έξοδος όσο και η παραμονή στο ευρώ με όρους αυτονομίας και ελευθερίας κινήσεων προϋποθέτει υποδομές, θεσμίσεις, εργαλεία και μεθοδολογία που δεν «σκεφτήκαμε» ότι μας είναι απαραίτητα προϋπολογίζοντας ότι το κράτος, η κυβέρνηση και ο σεβασμός στη δημοκρατία από τους αντιπάλους είναι αρκετά για να επιτύχουμε τους όποιους πολιτικούς μας στόχους.

Οι υλικοί όροι καθορίζουν το εύρος της πολιτικής στρατηγικής, γι’ αυτό και θεωρώ ότι ο τρόπος διάταξης των δυνάμεών μας από τότε ήταν καθοριστικός για την πορεία μας. Κρίσιμο ρόλο έπαιξε και η κυριαρχία της παραδοσιακής μεθοδολογίας και του αντίστοιχου πολιτικού φαντασιακού στην πορεία προς την εξουσία. Ενδεικτικές περιπτώσεις είναι η σπατάλη χρόνου και ενέργειας για την περιβόητη πολιτική συμμαχιών και οι προσωπικές ή ομαδικές στρατηγικές για το πλασάρισμα στη Βουλή και την κυβέρνηση, αντί του μεθοδικού σχεδιασμού και συγκρότησης με κριτήρια αποτελεσματικότητας μιας επιχειρησιακά άρτιας και οργανωσιακά συνεκτικής πολιτικής μηχανής για να αντιμετωπίσει το τεχνοκρατικό δυναμικό της σύγχρονης απολυταρχίας.

Σήμερα, στη νέα φάση, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να εκπονήσει μια πολιτική στρατηγική απελευθέρωσης της πατρίδας από τη σύγχρονη απολυταρχία και την αποκατάσταση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Απαραίτητος όρος είναι ο ενστερνισμός επιτέλους των παραπάνω κατευθύνσεων που θα έπρεπε να υιοθετήσουμε από το 2012. Δηλαδή, να δώσει έμφαση στην οργανωσιακή και επιχειρησιακή αναβάθμισή του ώστε να λειτουργήσει με καινοτόμο τρόπο ως συντονιστής των τεράστιων δυνατοτήτων που υπάρχουν στην κοινωνία μας και οι οποίες είναι καθοριστικές σε μια πορεία απελευθέρωσης. Το ζήτημα δεν είναι αν υπάρχει τώρα ένα τέτοιο σχέδιο, αλλά αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποκτήσει άμεσα έναν τέτοιο προσανατολισμό ώστε να προκύψει.

Υπό την απειλή της χρεοκοπίας είμαστε εγκλωβισμένοι. Χρειάζεται λοιπόν και ένας οδικός χάρτης απεμπλοκής του ΣΥΡΙΖΑ από την εφαρμογή ενός πραξικοπηματικά επιβεβλημένου σκληρού Μνημονίου με αυξημένους βαθμούς υποτέλειας. Οι λεπτομέρειες είναι δουλειά όλων μας ώστε να διαμορφώσουμε τον βέλτιστο τρόπο απεγκλωβισμού σε μια επικίνδυνη και ναρκοθετημένη περίοδο. Μετά από μια βαριά ήττα δεν μπορεί παρά να έχουμε υψηλό κόστος. Το ζήτημα είναι να το διαχειριστούμε με τρόπους που δεν θα διαλύσουν τις σχέσεις μας με τα λαϊκά στρώματα, ώστε να είμαστε ανθεκτικοί στα πλήγματα του συστήματος το επόμενο διάστημα και να είμαστε σε θέση να επανέλθουμε, αυτή τη φορά με εντελώς διαφορετική νοοτροπία, μεθοδολογία και ρητορική.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής στις 19/07/2015

#ThisIsACoup ή πόσο κοστολογείται η Δημοκρατία

Η τελευταία σύνοδος κορυφής δεν αφήνει πλέον καμιά αμφιβολία ότι οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ είναι αποφασισμένες να τελειώσουν οριστικά με τη δημοκρατία στη Γηραιά Ήπειρο. Η φυσιογνωμία της συμφωνίας που προέκυψε συνιστά πρότυπο κατάλυσης της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Συνιστά αναβάθμιση της μνημονιακής εποπτείας σε καθεστώς άμεσου ελέγχου κρίσιμων εξουσιών από μη εκλεγμένες αρχές. Αποτυπώνει τον χαρακτήρα της σύγχρονης απολυταρχίας που επιχειρείται να επιβληθεί στο ευρωπαϊκό έδαφος.

Η συμφωνία έχει τιμωρητικό περιεχόμενο. Δεν σχετίζεται με την ανάκαμψη μιας ρημαγμένης κοινωνίας και οικονομίας, αλλά με την περαιτέρω βύθισή της. Ο ελληνικός λαός πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά για το «θράσος» του να αμφισβητήσει την χωρίς έλεος υποβάθμιση και παρακμή του. Επιπρόσθετα, η συμφωνία συνιστά οδικό χάρτη για την ταπείνωση του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης. Η απαίτηση ψήφισης σκληρών μέτρων ως προαπαιτούμενο για την έναρξη συζήτησης για νέο Μνημόνιο με το πρόσχημα ότι πρέπει να ανακτηθεί η «αξιοπιστία» ισοδυναμεί με εξευτελισμό. Η κυβέρνηση στερείται «αξιοπιστίας» επειδή έμεινε πιστή στη λαϊκή βούληση/έκκληση να σταματήσει η μνημονιακή καταστροφή και επειδή έδωσε τον λόγο στον ελληνικό λαό σε μια κρίσιμη στιγμή. Δηλαδή για να αποκτηθεί η «αξιοπιστία» πρέπει να δείξει η κυβέρνηση ότι είναι διατεθειμένη να πλήξει τον λαό της και να απαρνηθεί τη δημοκρατία.

Έχω την αίσθηση ότι η στρατηγική επιδίωξη των οικονομικών και πολιτικών ελίτ δεν είναι η σε βάθος χρόνου εφαρμογή από τον αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ μνημονιακής πολιτικής. Ο στόχος είναι η ταχύτατη διάρρηξη της στιβαρής σχέσης του ΣΥΡΙΖΑ με τις τεράστιες μάζες που έχουν πληγεί τα τελευταία χρόνια. Η ψήφιση σκληρών μέτρων ως προαπαιτούμενο για ένα νέο Μνημόνιο επιδιώκει να αποκόψει τον ΣΥΡΙΖΑ από τα κοινωνικά του στηρίγματα, δηλαδή από τη μοναδική πηγή άντλησης δύναμης και ισχύος. Όταν επιτευχθεί αυτή η διάρρηξη, ο ΣΥΡΙΖΑ πλήρως αποδυναμωμένος θα δεχθεί τα τελευταία πλήγματα για να συντριβεί και όχι για να εφαρμόσει Μνημόνιο.

Η αφήγηση που ήδη ετοιμάζεται είναι ότι για τα δεινά που με μανία θα επιφέρουν οι δυνάμεις της απολυταρχίας την επόμενη ημέρα της συντριβής του ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική κοινωνία θα φταίει η Αριστερά. Και αν η Αριστερά κάτω από την απειλή του «ξαφνικού θανάτου» συνθηκολογήσει σήμερα και στραφεί εναντίον του λαού, δεν θα έχει λαϊκή υποστήριξη για να αντέξει. Η Ακροδεξιά και ο φασισμός θα μετατρέψουν βαθμιαία σε άβατο για την Αριστερά τις λαϊκές γειτονιές. Γι’ αυτό πρέπει με κάθε τρόπο να αποφευχθεί η διάρρηξη της σχέσης μας με τα λαϊκά στρώματα που με ηρωισμό σήκωσαν το ανάστημά τους στη σύγχρονη απολυταρχία.

Η Αριστερά, αλλά και κάθε δημοκράτης, κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του και νιώθει ευθύνη για την κοινωνία και τις επόμενες γενιές, όταν καταλύεται η δημοκρατία, η ελευθερία και η λαϊκή κυριαρχία, δεν έχει άλλο δρόμο από τον αγώνα. Ακούω με σεβασμό την άποψη που λέει ότι δεν μπορούσαμε να πάρουμε το κόστος της ακαριαίας κατάρρευσης της χώρας. Δεν μπορούσαμε ενδεχομένως στιγμιαία να κάνουμε κάτι τέτοιο διότι αντί της ρητορικής του συνειδητού αγώνα μέχρις εσχάτων για τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία επιλέχθηκε μια καθησυχαστική ρητορική του τύπου «αποκλείεται να μας πουν όχι».

Όμως, ακόμη και έτσι, σήμερα δεν υπάρχει δικαιολογία για τη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε εταίρο της σύγχρονης απολυταρχίας. Σήμερα, η Αριστερά και κάθε δημοκρατική φωνή έχουν καθήκον με ειλικρίνεια να καλέσουν τον λαό να αγωνιστεί για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της λαϊκής κυριαρχίας απέναντι σε κάθε απειλή. Αυτό επιτάσσει η ιστορία των προγόνων μας τόσο ως ελληνικός λαός όσο και ως Αριστερά. Αυτό επιτάσσουν αξίες όπως η δημοκρατία και η ελευθερία. Άλλωστε, όταν η άλλη πλευρά κηρύττει πόλεμο, η ταπεινωτική συνθηκολόγηση είναι πάντα πρόσκαιρη. Αλλά το κόστος της τεράστιο. Γι’ αυτό πρέπει να αποφευχθεί.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 18/7/2015

Τομή στην ιστορία της Ευρώπης

Η Ελλάδα εξάντλησε όλα τα διαθέσιμα δημοκρατικά εργαλεία για την επίτευξη μιας συμφωνίας που θα αποτυπώνει ένα ελάχιστο σεβασμού στις ανάγκες ενός λαού που κατακρεουργήθηκε 5 χρόνια. Η τελευταία προσπάθεια ήταν η διεξαγωγή δημοψηφίσματος με το ελάχιστο ερώτημα: ναι ή όχι στη συνέχεια μιας καταστροφικής πολιτικής χωρίς καμιά προοπτική. Η ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη αποδεχθεί τη λιτότητα με τρεις όμως προϋποθέσεις που επιχειρούσαν να διατηρήσουν την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο παρά την αποδοχή παράλογων και επώδυνων μέτρων: τη δίκαιη κατανομή τους ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα, τη δυνατότητα άσκησης πολιτικών που θα εξισορροπούσαν τις υφεσιακές επιπτώσεις τους και τη διευθέτηση του χρέους ώστε να αλλάξει η πρόσληψη για την ελληνική οικονομία και την προοπτική της. Η απάντηση ήταν το τελεσίγραφο.

Παρά τα οικονομικά αντίποινα από τη μεριά των πιστωτών (κλείσιμο τραπεζών), τη χωρίς προηγούμενο μιντιακή προπαγάνδα και την τρομοκρατία από το σύνολο του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου μέσα και έξω από τη χώρα, ο ελληνικός λαός είπε το αυτονόητο: δεν μπορούμε να δεχθούμε οικειοθελώς τη διάλυση της ελληνικής κοινωνίας. Το μήνυμα ήταν σοκαριστικό και ελπιδοφόρο για την Ευρώπη. Οι δυνάμεις που οδηγούν την Ευρώπη στην παρακμή δεν είναι παντοδύναμες, οι λαοί δεν χειραγωγούνται σε βαθμό που θα αντιστοιχούσε στον πιο εφιαλτικό ολοκληρωτισμό.

Εκτοτε, εκτυλίσσεται η κλιμάκωση των εκβιασμών, η συνέχεια του οικονομικού πολέμου και η επιδίωξη ενός πραξικοπήματος. Ο ελληνικός λαός πρέπει να τιμωρηθεί γιατί τόλμησε να αμφισβητήσει την εξολόθρευσή του και ο Τσίπρας που συμβολοποιεί αυτή την αμφισβήτηση πρέπει να αποδομηθεί πλήρως. Η εικόνα που έβγαλαν οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ τους τελευταίους 6 μήνες και ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα δείχνει τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Ο συνδυασμός απίστευτης οικονομικής ισχύος με την παντελή έλλειψη σοφίας με την ουσιαστική έννοια του όρου διαμορφώνει ένα ζοφερό περιβάλλον. Είναι καθήκον όλων των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα -αλλά και στην Ευρώπη- ανεξαρτήτως ιδεολογικής προέλευσης και καταγωγής να συναισθανθούν το μέγεθος της απειλής. Οποιος νομίζει ότι η συντριβή του φορέα ενός μηνύματος τον απαλλάσσει και από το μήνυμα κάνει παιδαριώδες και εγκληματικό λάθος. Θα το βρει μπροστά του με τη μορφή του ανορθολογισμού, του εθνικισμού και του φασισμού. Και τότε το τέλος των κοινωνιών μας θα είναι ανεπίστρεπτο και φρικιαστικό. Η ευθύνη είναι ιστορικών διαστάσεων.

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος στις 13/07/2015

Όχι στο πιο βαθύ σκοτάδι

Στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου η ελληνική κοινωνία καλείται να πει Όχι στην κατάλυση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας που επιχειρείται τους τελευταίους μήνες. Καλείται να μην συναινέσει στην επιλογή των οικονομικών και πολιτικών ελίτ να αποσπάσουν οριστικά με πραξικοπηματικό τρόπο όλες τις κρίσιμες αποφάσεις από τα χέρια της.

Η ελληνική κυβέρνηση εκβιάστηκε ανοικτά: είτε προδίδει την εντολή που πήρε, συναινεί στην κατάλυση της δημοκρατίας και δεσμεύεται να συνεχίσει την κοινωνική λεηλασία των Μνημονίων είτε η Ελλάδα θα υποστεί οικονομικό πόλεμο μέχρι να ανατραπεί. Το «πρόβλημα» των ελίτ δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ ή ο Τσίπρας, αλλά αυτό που συμβολίζουν με την «εμμονή» τους στην τήρηση της λαϊκής εντολής: την άρνηση αποδοχής της νέας απολυταρχίας και την άρνηση αποδοχής μιας αναξιοπρεπούς ζωής για την πλειοψηφία των πολιτών. Αυτή η «εμμονή» είναι ασυγχώρητη και για αυτό δεν θέλουν συμφωνία.

Από την ελληνική κυβέρνηση δεν θέλουν τίποτα λιγότερο από το να υποταχθεί στα Μνημόνια (να συμφωνήσει δημόσια σε πράγματα που διαφωνεί), να τιμωρηθεί (να υποστεί οικονομικά πλήγματα η χώρα) και να αποτύχει (να πέσει). Δεν θέλουν από την κυβέρνηση μόνο να αποδεχθεί τα Μνημόνια, θέλουν και να πέσει. Στην ευρωπαϊκή μάχη εναντίον της δημοκρατίας οι ελίτ δεν χρειάζονται να περιφέρουν στις άλλες χώρες τη συνθηκολόγηση του Τσίπρα, του ΣΥΡΙΖΑ και του λαού, αλλά την πτώση του Τσίπρα, τη συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ και την ταπείνωση του λαού. Αυτό το σκληρό μήνυμα θέλουν να δώσουν για να αναχαιτίσουν τη διογκούμενη δυσαρέσκεια στην Ευρώπη από τη λιτότητα και την σύγχρονη απολυταρχία που οικοδομείται.

Μπροστά σε εκβιασμούς και τελεσίγραφα, η κυβέρνηση προσέφυγε στους πολίτες. Γιατί ο πραγματικός στόχος, ο πραγματικός αντίπαλος είναι εμείς, οι πολίτες και το δικαίωμά μας να έχουμε λόγο για αυτά που μας αφορούν. Ακούμε ότι το δημοψήφισμα αφορά τη θέση της χώρας στην Ευρωζώνη. Δυστυχώς το δημοψήφισμα αφορά κάτι πολύ πιο βαθύ και υπαρξιακό: αφορά τη θέση της χώρας ανάμεσα στις κοινωνίες που συνεχίζουν να έχουν στοιχειώδη λαϊκή κυριαρχία και δημοκρατία. Ο κίνδυνος δεν είναι η έξοδος της Ελλάδας από ένα κοινό νόμισμα, αλλά η αποδοχή ότι η δημοκρατία δεν χωράει στην Ευρωζώνη.

Η χρηματοδοτική ασφυξία, το κλείσιμο των τραπεζών, η απειλή της χρεοκοπίας κ.ο.κ. συνθέτουν ένα σκηνικό οικονομικού πολέμου ώστε η ελληνική κοινωνία να αποδεχθεί τον μονόδρομο της μνημονιακής παρακμής. Η ανοικτή πλέον προπαγάνδα των ΜΜΕ, οι πολιτικές επιλογές θεσμών και οργάνων της Ευρωζώνης, η τρομοκρατία στους χώρους εργασίας κ.ο.κ. διαμορφώνουν ένα πείραμα βιοπολιτικής που στοχεύει στην υποταγή των πολιτών: να ψηφίσουν Ναι στο ότι δεν θα έχει νόημα από εδώ και στο εξής η ψήφος τους σε οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία.

Η σύλληψη είναι μεγαλειώδης. Αντί να περιορίσουν το εκλογικό δικαίωμα, σήμερα επιχειρούν να περιορίσουν την πολιτική εμβέλεια της καθολικής ψήφου. Η ψήφος δεν θα αφορά τα κρίσιμα θέματα της οικονομίας και της κοινωνίας, αλλά τα πρόσωπα που καλούνται να διαχειριστούν αποφάσεις που υπαγορεύουν οι ελίτ.

Ένα τεράστιο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας έχει κατακρεουργηθεί τα τελευταία πέντε χρόνια. Μέσα από μια απίστευτη μάχη με τον αυταρχισμό, τη βαρβαρότητα και τον κυνισμό των Μνημονίων και της λιτότητας η ελληνική κοινωνία αξίωσε το δικαίωμά της στην επιβίωση στις εκλογές του Ιανουαρίου. Της το αρνήθηκαν πέντε μήνες και την τελευταία βδομάδα βάλλεται από παντού ώστε να τσακιστεί η βούλησή της για επιβίωση. Η μάχη για το Όχι στο δημοψήφισμα είναι μια υπαρξιακή μάχη για τις λαϊκές τάξεις και τους πολίτες που δεν θέλουν να συμβιβαστούν με τη βαθιά και μακρόχρονη παρακμή στην οποία θα μας καταδικάσει το Ναι.

Ακούμε ότι το Όχι μπορεί να προκαλέσει ακόμα περισσότερα δεινά από τη μεριά των δανειστών, ακόμη περισσότερα οικονομικά πλήγματα, ακόμη μεγαλύτερη οικονομική επιδείνωση. Μπορεί. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει τίποτα αφού κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια τις αντιδράσεις των ελίτ μέσα και έξω από τη χώρα, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που επιδεικνύουν παντελή έλλειψη σεβασμού, κοινωνικής υπευθυνότητας και σοφίας.

Ωστόσο, αν επικρατήσει το Ναι δεν υπάρχουν αμφιβολίες για το τι θα συμβεί. Η επικράτηση του Ναι θα σημάνει το πιο βαθύ σκοτάδι για την Ελλάδα και την αρχή τους τέλους για την Ευρώπη. Ας μην έχουμε αυταπάτες. Το Ναι θα ισοπεδώσει την κοινωνία μας. Μια κοινωνία που απεμπολεί το δικαίωμά της να έχει λόγο για αυτά που την αφορούν και συναινεί στη βάρβαρη λεηλασία της είναι μια κοινωνία χωρίς μέλλον, μια κοινωνία που θα ηγεμονεύσει ο ανορθολογισμός, ο κυνισμός και η βαρβαρότητα σε όλα τα επίπεδα.

Ακόμη και όσοι διαφωνούν με την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ έχουν ιερή υποχρέωση να υπερασπιστούν το δικαίωμα της κοινωνίας μας να αποφασίζει αυτή για λογαριασμό της. Μια κοινωνία παραδομένη δεν έχει άλλη προοπτική από την παρακμή. Όταν σου ζητάνε να απεμπολήσεις τη δημοκρατία, τη λαϊκή κυριαρχία, την αξιοπρέπεια και την ελπίδα, τότε υπάρχει μόνο μια απάντηση: Όχι.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής 4/7/2015