Tag Archives: μεθοδολογία της αριστεράς

Μετασχηματισμοί της πολιτικής στις νέες συνθήκες: η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ

Άρθρο στα Τετράδια στο πλαίσιο του αφιερώματος: «Κριτική προσέγγιση της διαδρομής του ΣΥΡΙΖΑ. Από κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης σε κυβέρνηση της χώρας και μέχρι σήμερα» (φθινόπωρο 2016-τεύχος 66-67). 

1. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί γέννημα μιας περιόδου που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση των πρώτων ενδείξεων σοβαρής αποσταθεροποίησης της κοινωνικής και θεσμικής οργάνωσης των δυτικών κοινωνιών. Η “πρώτη ύλη” για το εν λόγω εγχείρημα προήλθε από τμήματα της αριστεράς που άνηκαν σε διάφορες “παραδόσεις” της, σύμφωνα με την καθιερωμένη ταξινόμηση ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων της αριστεράς του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε ένα πρωτότυπο εγχείρημα πολιτικής ενότητας αριστερών οργανώσεων και συλλογικοτήτων σε μια χώρα όπου η πολιτική αριστερά κατάφερε να επιβιώσει από τον σαρωτικό αντίκτυπο των ραγδαίων ιδεολογικο-κοινωνικών μετατοπίσεων που προκάλεσε η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και η ραγδαία ανάδυση του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος σε παγκόσμια κλίμακα.

Ο βασικός ισχυρισμός του κειμένου είναι ότι η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κατανοηθεί μέσα από το πρίσμα της ασυγχρονίας δύο διαδικασιών μετασχηματισμού. Από τη μια, τμήματα της εναπομείνασας πολιτικής αριστεράς στην Ελλάδα αλλά και ο κόσμος της αριστεράς που συμμετείχε στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ έδειξαν ικανότητα προσαρμογής στις νέες συνθήκες όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά το τέλος ενός μεγάλου ιστορικού κύκλου. Από την άλλη, η μετέπειτα πορεία του – όπως αυτή δρομολογήθηκε μέτα το ξέσπασμα της κρίσης, την αγριότητα της πολιτικής που την συνόδευσε, τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις και την πολιτική ανατροπή με επίκεντρο τον ΣΥΡΙΖΑ – έδειξε ότι η ταχύτητα προσαρμογής της παραδοσιακής αριστεράς στις νέες συνθήκες δεν μπορέσε να παρακολουθήσει τις καταιγιστικές αλλαγές και την όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού.

Ως εκ τούτου, από τη στιγμή της ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση εμφανίζεται μια επιταχυνόμενη τάση αναστροφής των διαδικασιών μετασχηματισμού και προσαρμογής στις νέες συνθήκες και ισχυροποίησης παρωχημένων πολιτικών νοοτροπιών και σχημάτων ανάλυσης που σήμερα εκβάλουν στην αναπαραγωγή είτε συστημικών στερεοτύπων και αφελών προσδοκιών, είτε ασύμβατων με τα νέα δεδομένα παραδοσιακών μεθοδολογιών κινητοποίησης κι οργάνωσης. Και επειδή διανύουμε μια περίοδο ραγδαίων ανακατατάξεων και βαρβαρότητας, η αδυναμία προσαρμογής τροχιοδρόμησε για τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ μια πορεία άρσης θεμελιακών αριστερών παραδοχών, ενώ η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για την εμβάθυνση του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού μοιραία εμβαθύνει την κοινωνική, θεσμική και πολιτική παρακμή.

2. Με την αυγή της νέας χιλιετίας, οι σύγχρονες κοινωνίες βρέθηκαν σε ένα περιβάλλον όπου τα δομικά αδιέξοδα διογκώνονταν υπόκωφα και η στρατηγική των ελίτ επικέντρωνε ουσιαστικά ανενόχλητη στην ανάπτυξη μιας θεσμικής και οικονομικής αρχιτεκτονικής που ακύρωνε τις δημοκρατικές πτυχές της μεταπολεμικής κοινωνικής διευθέτησης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι δυνάμεις που συγκρότησαν τον ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησαν να αναπτύξουν νέες ποιότητες και να διευρύνουν τους ορίζοντες σκέψης και δράσης ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν – πρακτικά και στρατηγικά – στις ασφυκτικές συνθήκες. Έγιναν πιο ευαίσθητες στην κοινωνική ανησυχία που αναδυόταν με αταξινόμητες μορφές και συμμετείχαν ενεργά και με ανοικτό πνεύμα σε κινηματικές και άλλες διεργασίες που υπερέβαιναν σε κάποιο βαθμό την παραδοσιακή μεθοδολογία κινητοποίησης σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Επίσης, τα θραύσματα της πολιτικής αριστεράς βρέθηκαν πολύ γρήγορα να υπερασπίζονται μόνα τους ευρύτερες αξίες αρνούμενες να αποδεχθούν την απαξίωσή τους και τον διαρκώς διευρυνόμενο κυνισμό από τη μεριά των ισχυρών πολιτικών παρατάξεων.

Η διάθεση και ικανότητα προσαρμογής σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο, ασφυκτικό, ασταθές και αχαρτογράφητο περιβάλλον κατέστησε τον ΣΥΡΙΖΑ έναν ιδιόμορφο πολιτικό χώρο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μεν ένα κόμμα της αριστεράς αλλά ανέπτυσσε ιδιαίτερες σχέσεις – τόσο σε επίπεδο πολιτικής επικοινωνίας όσο και κινηματικής μεθοδολογίας – με τους πολίτες και τα κινήματα. Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέπτυξε την ικανότητα παρέμβασης στις πολιτικές εξελίξεις κατά τρόπο που υπερέβαινε την κοινοβουλευτική του δύναμη, καθιστώντας την πολιτική εκπροσώπηση λειτουργική και χρήσιμη στους πολίτες και τα κινήματα, σε αντιδιαστολή με την γενική τάση απαξίωσης της πολιτικής και της αποξένωσης του πολιτικού συστήματος από τους πολίτες.

3. Η επιτάχυνση των εξελίξεων από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης – με την Ελλάδα να βρίσκεται στο επίκεντρο της Ευρωπαϊκής εκδοχής της – έθεσε τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη γραμμή μιας πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης με παγκόσμιες προεκτάσεις. Μια σύγκρουση η οποία πήρε καθολικά χαρακτηριστικά καθώς ο λαός1 αντιστάθηκε αξιοποιώντας ό,τι μέσα είχε στη διάθεσή του: απεργιακά κύματα και κινήματα αντίστασης αναπτύχθηκαν εναντίον όλων των πτυχών της εφαρμοζόμενης πολιτικής, μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις απέκτησαν πανελλαδική εμβέλεια, δίκτυα αλληλεγγύης και εγχειρήματα αυτοοργάνωσης της κοινωνικής αναπαραγωγής ξεφύτρωσαν σε όλες τις γωνιές της χώρας κοκ. Αλλά και στο πολιτικό επίπεδο, ο ελληνικός λαός προκάλεσε έναν πολιτικό σεισμό καθώς απαγκιστρώθηκε από τα κυριάρχα πολιτικά κόμματα και στράφηκε σε μια ιδιόμορφη πολιτική δύναμη που από καιρό είχε δώσει δείγματα γραφής μιας διαφορετικής νοοτροπίας, η οποία επιβεβαιωνόταν από τη στάση της κατά την ανάπτυξη των αγώνων της μνημονιακής περιόδου.

Στις εκλογές του Μαϊου του 2012 ο ελληνικός λαός αξιοποίησε την πολιτική δύναμη που έδειχνε να διαθέτει τη μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής στο νέο πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης, το κόμμα που είχε την ικανότητα να συντονίζεται καλύτερα με τις νέες συνθήκες και κοινωνικές συμπεριφορές, αλλά και τον πολιτικό χώρο εκείνο που είχε το σθένος να αναλάβει να παίξει τον ρόλο του πολιτικού εκφραστή των αναγκών σε μια επικίνδυνη και δύσβατη περίοδο. Όμως πολύ γρήγορα, αμέσως μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνει χώρα ένα πολύ ιδιαίτερο φαινόμενο που αξίζει πολύπλευρης μελέτης.

Μέχρι εκείνη την φάση μπορούμε να εντοπίσουμε μια δυναμική ένταση ανάμεσα στην τάση μετασχηματισμού και προσαρμογής στις νέες συνθήκες του οξυμένου και πολλαπλά διαφοροποιημένου πολιτικού και κοινωνικού ανταγωνισμού που αναφέραμε παραπάνω και την εμμονή σε παγιωμένες νοοτροπίες και πρακτικές που δεν συμβάδιζαν με τα νέα δεδομένα. Πρόκειται για μια δυναμική ένταση ανάμεσα στη διάθεση αναβάθμισης και επικαιροποίησης μεθοδολογιών και οργανωσιακών αρχών που προέκυπτε από τη βιωμένη αδυναμία των κομματικών δυνάμεων για αποτελεσμαστική δουλειά σε κινηματικό και κοινωνικό επίπεδο με παραδοσιακά μέσα – ιδιαίτερα σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού – και την αδρανειακή προσκόλληση σε παραδοσιακά κομματικά σχήματα και νόρμες ενός δυσκίνητου, γραφειοκρατικού οργανισμού. Μια δυναμική ένταση η οποία είναι φυσιολογική και χαρακτηρίζει κάθε προσπάθεια μετασχηματισμού και αλλαγής πολυπληθών και πολυπλόκαμων θεσμών και οργανισμών όπως ένα κόμμα.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτή η δυναμική ένταση δεν ευθυγραμμιζόταν με τις διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, διαπερνούσε οριζόντια όλες τις πτέρυγές του και δεν αποτέλεσε αντικείμενο επικέντρωσης της επίσημης εσωκομματικής συζήτησης. Ωστόσο, από την οπτική γωνία που μας ενδιαφέρει εδώ – την κατανόηση της εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τις επιχειρησιακές απαιτήσεις και την κατάλληλη πολιτική μεθοδολογία στις νέες συνθήκες πολιτικο/κοινωνικού ανταγωνισμού – η εν λόγω ένταση αποτελούσε το καθοριστικό στοιχείο της φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ εκείνης της περιόδου. Ήταν εκείνο το στοιχείο που παρήγαγε θετικά πολιτικά και κινηματικά αποτελέσματα και αναδείκνυε τη δυνατότητα του ιδιόμορφου αυτού μορφώματος να αποτελέσει μια σύγχρονη πολιτική δύναμη στο πλευρό των λαϊκών στρωμάτων και στην υπηρεσία θεμελιακών αξιών σε μια περίοδο ολικών κινδύνων και απειλών. Όμως η πορεία των πραγμάτων έδειξε ότι η εν λόγω δυνατότητα δεν έμελλε να γίνει πραγματικότητα.

4. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 και την αναγόρευση του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση και συνεπώς σε δυνητική κυβερνητική δύναμη, στη δυναμική ένταση που περιγράψαμε παραπάνω προστέθηκε μια καθοριστική συνιστώσα που έγειρε ταχύτατα την πλάστιγγα προς την πλευρά των καθιερωμένων νοοτροπίων και μεθοδολογιών: η τάση ευθυγράμμισης με τις νόρμες και τα χαρακτηριστικά της κρατικής εξουσίας του κομματικού οργανισμού και του πολιτικού του προσωπικού. Πρόκειται για μια εκπληκτικά ισχυρή “ελκτική δύναμη” που τροποποίησε δραστικά και σε σχετικά ελάχιστο χρόνο πρακτικές, διαδικασίες, συμπεριφορές, προτεραιότητες, πολιτικές και οργανωσιακές γεωμετρίες, μετασχηματίζοντας εντυπωσιακά έναν απομακρυσμένο ως τότε από την εξουσία κομματικό οργανισμό – που με εντάσεις επιχειρούσε να διερευνήσει νέες μεθολογίες κινητοποίησης και οργάνωσης – ώστε να είναι συμβατός με την κρατική συνδεσμολογία ισχύος και εξουσίας, αλλά και την πολιτική στρατηγική που τη διαπερνά και την οργανώνει στις νέες συνθήκες.

Η μετασχηματιστική δυναμική της προοπτικής της κυβερνητικής εξουσίας δεν γέννησε και επέβαλλε καινοφανείς νοοτροπίες, πρακτικές και συμπεριφορές. Αναζωογόννησε και αναβάθμισε (και αντίστοιχα συρρίκνωσε και έθεσε στο περιθώριο) στοιχεία που ενυπάρχουν σε κόμματα, θεσμούς και οργανισμούς που αποτελούν εκ των πραγμάτων τμήμα του κράτους με την ευρεία έννοια του όρου. Ποια στοιχεία όμως ήταν αυτά που ενισχύθηκαν και ποια αυτά που συρρικνώθηκαν; Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε:

– αποδιαρθρώθηκαν οι συλλογικές διαδικασίες και ενισχύθηκαν οι ατομικές ή ομαδικές στρατηγικές ακόμη και στο εσωτερικό των πολιτικών πτερύγων.

– υποχώρησαν ο επιτελικός προγραμματισμός και σχεδιασμός και οι “τόποι” της σχετικής διαβούλευσης και ενισχύθηκαν η διαμερισματοποίηση, οι επιπόλαιοι και επιφανειακοί πολιτικοί χειρισμοί, η μιντιακή κουλτούρα και χρονικότητα στην οργάνωση της πολιτικής κοκ.

– αποδιαρθρώθηκε η επικοινωνία ανάμεσα στα μέρη του κομματικού οργανισμού και η μεταφορά της πληροφορίας και ενισχύθηκε η δημιουργία πολλών κέντρων, τα οποία βαθμιάια απομονώνονταν και ανέπτυσσαν ανταγωνιστικές τάσεις.

– υποτιμήθηκε η λειτουργική διάταξη των δυνάμεων στη βάση ενός συνολικού σχεδίου και ενισχύθηκε η ανάπτυξη προσωπικών φιλοδοξιών, σχετικών τακτικών και μια κουλτούρα συγκρότησης ηγεσίας και ηγετικής λειτουργίας σε όλα τα επίπεδα του κόμματος στη βάση της διευθέτησης των επιμέρους επιδιώξεων2.

Αυτές είναι μόνο κάποιες πτυχές από τις πάρα πολλές που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και οι οποίες αναδεικνύουν την κατεύθυνση του μετασχηματισμού. Ο εν λόγω μετασχηματισμός δεν ταυτίζεται με τον προγραμματικό/πολιτικό άξονα αριστερά-δεξιά αναφορικά πχ με τις κοινωνικές προτεραιότητες εκπροσώπησης κοκ. Αν και συνδέεται πολλαπλώς με τη μετατόπιση του πολιτικού προσανατολισμού που λάμβανε χώρα την ίδια περίοδο, ωστόσο δεν ταυτίζεται με αυτόν. Πρόκειται για οργανωσιακές και επιχειρησιακές πτυχές που θα ήταν απαραίτητες για την προώθηση πολιτικών που υπερβαίνουν την αριστερά. Πρόκειται για τις αναγκαίες (αλλά όχι ικανές) συνθήκες για την αποτελεσματικότητα μιας πολιτικής δύναμης που επιχειρεί να τροποποιήσει τις εγκαθιδρυμένες νεοφιλελεύθερες νόρμες και θεσμίσεις και να ανοίξει χώρο για μια διαφορετική πολιτική ακόμη και συστημικού χαρακτήρα. Η αδυναμία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να εφαρμόσει έστω κάποια συστημικού χαρακτήρα διαφορετική εκδοχή οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής – πχ σε πεδία εκτός της μνημονιακής επίτηρησης ή κάτω απο τα ραντάρ της – οφείλεται στο γεγονός ότι δεν διέθετε μια μεθοδολογία άσκησης πολιτικής που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει νοοτροπίες και παγιωμένες πρακτικές στον κρατικό μηχανισμό.

Πού όμως οφείλεται η συγκεκριμένη φορά του μετασχηματισμού; Ο εν λόγω μετασχηματισμός αντανακλά τον μετασχηματισμό που έχει υποστεί το κράτος και οι θεσμοί της πολιτικής εξουσίας στο σημερινό πλαίσιο του θεσμοποιημένου νεοφιλελευθερισμού. Μια θεσμοποίηση που είχε ως αποτέλεσμα τον μετασχηματισμό των λειτουργιών του κράτους αλλά και τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της πολιτικής εξουσίας σε Ευρωπαϊκούς θεσμούς οι οποίοι είναι σχεδιασμένοι έτσι ώστε να είναι εκτός της εμβέλειας των πολιτών. Οι ποιότητες και τα χαρακτηριστικά που υποχώρησαν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο πριν από την ανάληψη της διακυβέρνησης είναι εκείνα που έχουν υποχωρήσει στο επίπεδο της κρατικής εξουσίας τις τελευταίες δεκαετίες. Αντιστοίχως, τα στοιχεία που ενισχύθηκαν είναι εκείνα που χαρακτηρίζουν την αποδιάρθρωση και τη βαθμιαία παρακμή των κρατικών λειτουργιών στο ίδιο χρονικό διάστημα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ως κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης διερευνούσε παρά τις δυσκολίες διαφορετικούς τρόπους ανασύστασης της πολιτικής λειτουργίας, ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις αναβαθμισμένες απαιτήσεις που έθετε η επικείμενη εμπλοκή με την πολιτικη εξουσία και τις λειτουργίες ενός κράτους που έχει υποστεί επιχειρησιακό ακρωτηριασμό και οργανωσιακή αποδυνάμωση κατά τα πρότυπα της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για τον ρόλο και τη φυσιογνωμία του κράτους3. Απέναντι σε αυτή την αναμενόμενη εξέλιξη, ο ΣΥΡΙΖΑ ως συλλογικός οργανισμός εμφανίστηκε ανίκανος να αντιπαραθέσει μια μετασχηματιστική στρατηγική σε πολλά επίπεδα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το χειρότερο είναι ότι δεν επιχειρήθηκε καν, καθώς δεν έγινε αντιληπτό το πραγματικό πεδίο αντιπαράθεσης. Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη τον αντίστροφο μετασχηματισμό αφού δεν υπήρχαν – ή ήταν πολύ αδύναμες – αντισταθμιστικές ενέργειες που θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν τη δυναμική ισορροπία αυτών των τάσεων στο εσωτερικό του. Αν συνυπολογίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από ρεύματα της αριστεράς που δεν απέρριπταν την ανάληψη της πολιτικης εξουσίας ως τμήμα της στρατηγικής τους, τότε γίνεται προφανές πόσο παρωχημένη και ασύμβατη με τη σημερινή πραγματικότητα είναι η ανάλυση περί πολιτικής εξουσίας της παραδοσιακής αριστεράς.

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η ασθενής αλλά παρούσα τάση προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ στις νέες συνθήκες πριν γίνει αξιωματική αντιπολίτευση – αυτή που του έδωσε τη δυνατότητα να ανανεώσει την πολιτική λειτουργία, να τον καταστήσει πιο ανοικτό στις κοινωνικές διεργασίες και τελικά να αποτελέσει το όχημα μιας πολιτικής ανατροπής – αποδείχθηκε εξαιρετικά αδύναμη ώστε να αντέξει στις αναβαθμισμένες απαιτήσεις της περιόδου 2012-2014. Χωρίς να έχει αναπτύξει επαρκώς εκείνες τις επιχειρησιακές ποιότητες και νοοτροπίες που θα τον καθιστούσαν μια στιβαρή πολιτική δύναμη ικανή να ανταποκριθεί στην αναβάθμιση του κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού που τον έθετε σε τροχιά εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ τέθηκε σε μια πορεία μετασχηματισμού. Από μετασχηματιστικό παράγοντα προς μια διαφορετική κατεύθυνση λόγω της ανισχυμένης θέσης του στο πολιτικό σκηνικό, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ο ίδιος αντικείμενο μετασχηματισμού.

5. Επιπρόσθετα, ζούμε σε μια περίοδο όπου τεκτονικές αλλαγές λαμβάνουν χώρα σε πάρα πολλά επίπεδα. Η οικονομική κρίση είναι ένα σύμπτωμα μιας βαθύτερης παρακμής και λαμβάνει χώρα σε ένα περιβάλλον ευρύτερης πολυπαραγοντικής αποσταθεροποίησης των σύγχρονων κοινωνιών. Η επιτάχυνση σε πολλά επίπεδα (νέες τεχνολογίες4, περιβαλλοντική αποσταθεροποίηση5, εξάντληση φυσικών πόρων, αναδιάταξη της γεωπολιτικής συνδεσμολογίας ισχύος κοκ) μετασχηματίζει τον παραδιασιακό τρόπο κατανόησης σε τι είδους κοινωνικό και πολιτικό ανταγωνισμό έχουμε εμπλακεί ως λαοί και κοινωνίες. Η αποδιάρθρωση της Ευρώπης και η άνοδος των εθνικιστικών και φασιστικών τάσεων, αλλά και η διάλυση και η υποτροπή κρατικών δομών στη νοτιοανατολική μεσογειακή λεκάνη θέτουν καθήκοντα και απαιτήσεις που υπερβαίνουν όσα θεωρούσαμε δεδομένα 10 χρόνια πριν. Η επιτάχυνση των εξελίξεων έχει οδηγήσει τις ελίτ στην υιοθέτηση μιας καταστροφικής στρατηγικής: οι ελίτ έχουν σήμερα την ιστορική αξίωση να κλείσει ένας μεγαλύτερος κύκλος που ξεκίνησε με την είσοδο των λαών στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι πριν από 2,5 αιώνες. Η αριστερά, αν θέλει να είναι σχετική με την περίοδο, πρέπει να αρθεί στρατηγικά στο ίδιο ύψος και να εκπονήσει μια ανάλογη στρατηγική για τις κοινωνίες προς μια χειραφετητική κατεύθυνση.

Έχουμε εισέλθει σε μια μεταβατική περίοδο μεγάλων απειλών αλλά και δυνατοτήτων. Δεν θα επεκταθούμε εδω περισσότερο στην ψηλάφιση των τεκτονικών αλλαγών που συμβαίνουν γύρω μας, αλλά αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τις ευρύτερες αλλαγές, να αξιοποιήσει τις δυνατότητες της περιόδου στην πορεία προς την εξουσία μεταβάλλοντας θετικά το ευρύτερο ασφυκτικό πλαίσιο και να αποτελέσει μια δύναμη που απευθύνεται σε μια κοινωνία που συναισθάνεται τους υπαρξιακούς κινδύνους με το απαραίτητο αξιακό και συναισθηματικό βάθος. Όμως μια δύναμη που φιλοδοξεί να είναι φορέας κοινωνικής αλλαγής δεν μπορεί να αγνοεί τις κοινωνικές αλλαγές που είναι σε εξέλιξη ούτε να είναι αδιάφορη ή εχθρική στις δυνατότητες που αναβλύζουν από την ανθρώπινη δραστηριότητα σε πολλούς τομείς σήμερα.

6. Μέχρι την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, η ελληνική κοινωνία διέθετε έναν πολιτικό παράγοντα εξομάλυνσης και συνοχής παρά την καταστροφή που βρισκόταν σε εξέλιξη. Η μη συμμόρφωση μιας δημοκρατικής πολιτικής δύναμης με τον κυνισμό και τον πολυδιάστατο αποκλεισμό που κλονίζει την κοινωνική συνοχή σε βαθύτερο επίπεδο λειτουργούσε ανασχετικά σε αυτό τον κλονισμό. Το κοινωνικό τίμημα της ένταξης του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό προσωπικό που δεν έχει “αυταπάτες” – πέρα από τη συνέχεια μιας πολιτικής που βαθαίνει την κοινωνική παρακμή και οικονομική δυσπραγία – είναι η στέρηση από την κοινωνία κάποιου πολιτικού στηρίγματος που διέπεται από ορθολογισμό και ευαισθησία. Η αδυναμία πλέον πολιτικής εκπροσώπησης της μη συμμόρφωσης με τις τοξικές συνθήκες διαβίωσης και την έλλειψη προοπτικής – λειτουργία που επιτελούσε ο ΣΥΡΙΖΑ συμβάλλοντας στην ανάσχεση της παρακμής όπως είπαμε – διοχετεύει (αυτο)καταστροφικές τάσεις στις διαπροσωπικές σχέσεις ενισχύοντας την υπόκωφη κοινωνική βία και απειλώντας την κοινωνική συνοχή με τη βαθύτερη έννοια του όρου.

Ως εκ τούτου έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου πλέον η παρακμή υπερβαίνει την πολιτική μας φαντασία. Απέναντι σε μια πολύ επικίνδυνη περίοδο οι δυνάμεις της χειραφέτησης εισέρχονται αποδεκατισμένες και αποσυσπειρωμένες αλλά με ένα πλεονέκτημα. Δεν μπορούν πλέον να εγκλωβιστούν σε παρωχημένα σχήματα και νοοτροπίες. Και αυτό δεν είναι λίγο καθώς ανοίγει το βλέμμα και την προοπτική να αξιοποιήσουμε δυνατότητες και εργαλεία που δεν μπορούσαμε μέχρι τώρα. Βεβαίως, η κατάσταση θα ήταν πολύ διαφορετική αν ο ΣΥΡΙΖΑ στην πλειοψηφία του είχε παραμείνει πιστός στη μη συμμόρφωση με τη στρατηγική που εμβαθύνει την κοινωνική παρακμή και εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους. Η ύπαρξη ενός μαζικού, πανελλαδικού φορέα που θα επέλεγε να απεγκλωβιστεί από μια καταστροφική πολιτική στρατηγική και ο οποίος θα έστρεφε το σύνολο των δυνάμεών του στο κοινωνικό πεδίο, ώστε από κοινού με τους πολίτες να διερευνήσει όλα όσα δεν κατάφερε την περίοδο 2012-1014, θα δημιουργούσε άλλα δεδομένα στην ελληνική κοινωνία και θα εξέπεμπε ένα σήμα για έγκαιρη τροποποίηση της στρατηγικής στις δυνάμεις της αριστεράς σε όλη την Ευρώπη.

Μια τέτοια επιλογή θα είχε πολιτικό κόστος βραχυπρόσθεσμα σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού, αλλά την ίδια στιγμή θα μπλόκαρε την υλοποίηση της πολιτικής που σήμερα μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κάνει πραγματικότητα. Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ θα εμπέδωνε την κοινωνική του εξουσία στις φτωχές και υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας. Με αυτό τον τρόπο θα εξαφάνιζε την επιρροή ακροδεξιών και εθνικιστικών αντιλήψεων στο τμήμα του πληθυσμού που είναι περισσότερο χτυπημένο από την κρίση και θα διέθετε πραγματικά κοινωνικά εργαστήρια για τη γιγάντωση θεσμίσεων και δικτύων αυτο-οργάνωσης που θα μπορούσαν να στηρίξουν ουσιαστικά την πολιτική του παρουσία και δύναμη σε ένα τοξικό πολιτικό περιβάλλον.

Αντιθέτως, σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ εμβαθύνοντας την πολιτική που αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο την κοινωνία απομακρύνεται από τα λαϊκά στρώματα τα οποία είναι πλέον ανοχύρωτα μπροστά στη ρητορική και πρακτική της ακροδεξιάς, ενώ τα μεσαία στρώματα που θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος των “ταξικών”6 επιλογών μια κυβέρνησης με αναφορά στην αριστερά πολύ σύντομα θα αποσύρουν την όποια στήριξή τους στην κυβέρνηση. Πρόκειται για μια στρατηγική χωρίς πολιτική βιωσιμότητα με τεράστιες συνέπειες για την κοινωνία κυρίως υπό το πρίσμα της έλλειψης ένος πανελλαδικού, συλλογικού αναχώματος με ισχυρές συνδέσεις με τις λαϊκές τάξεις που θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρό εργαλείο στην επικίνδυνη φάση που έχουμε μπει.

7. Όπως όμως και να ήρθαν τα πράγματα, οι απαιτήσεις δεν αλλάζουν επειδή έχουμε βρεθεί σε δυσχερέστερη υποκειμενική θέση σήμερα. Οι δυνάμεις που διαθέτει η ελληνική κοινωνία για την επιβίωση και προστασία της είναι μεγάλες αρκεί να μάθουμε από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και να είμαστε επινοητικοί/ες και τολμηροί/ες την επόμενη περίοδο. Και κυρίως να είμαστε ικανοί/ες να αντιληφθούμε τις δυνατότητες που υπάρχουν γύρω μας και να συμβάλουμε ώστε να τεθούν σε κίνηση οι διεργασίες που είναι συμβατές με τη μεταβατική ιστορική φάση στην οποία έχουμε ήδη εισέλθει.

1 Παρά τη νωθρότητα που εμφάνισε η ελληνική κοινωνία τα προηγούμενα χρόνια όπως όλες οι κοινωνίες που αφέθηκαν στην “αγκαλιά” του περίφημου “τέλους της ιστορίας”.

2 Όπως είναι προφανές σε όσους και όσες έζησαν τις κομματικές διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ πριν από την περίοδο που συζητάμε, οι συλλογικές διαδικασίες και οι επιχειρησιακές λειτουργίες έπασχαν σοβαρά και από πριν. Ωστόσο, την περίοδο για την οποία συζητάμε εμφανίζεται μια ραγδαία επιδείνωση.

3Πέρα από τον νεοφιλελεύθερο μετασχηματισμό του κράτους υπάρχει πάντα και το διακύβευμα της αποτελεσματικής εμπλοκής με τη γραφειοκρατική νοοτροπία και πρακτική που χαρακτηρίζει τις κρατικές λειτουργίες. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αποσυνδέσουμε τα δύο αυτά μέτωπα, καθώς παρά τη σχετική της αυτονομία η κρατική γραφειοκρατία δεν είναι ουδέτερη ως προς τα οργανωσιακά της χαρακτηριστικά, τις στοχεύσεις και τα αποτελέσματά της. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέπτυξε κάποια μεθοδολογία ή επιχειρησιακούς “κανόνες εμπλοκής” ούτε με την “παραδοσιακή” κρατική γραφειοκρατία.

4Ακροθιγώς και ενδεικτικά να αναφέρουμε α) το νέο κύμα τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας (και τις αλλαγές που παράγουν στη διάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων και θεσμίσεων), β) τις τεράστιες ποσότητες ψηφιακών δεδομένων (και τις αλλαγές που ήδη φέρνουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ανθρώπινης δραστηριότητας) και γ) την ωρίμανση τεχνολογιών αυτοματοποίησης (που αναμένεται να διαρρήξουν παγιωμένες νόρμες οργάνωσης των κοινωνιών και της παραγωγής).

5Ενδεικτικά να αναφέρουμε την κλιματική αλλαγή που πλέον έχει επιταχυνθεί συμβάλλοντας αποφασιστικά στην πυροδότηση μεγαφαινομένων όπως μεταναστευτικά ρεύματα και πόλεμοι (πχ η ξηρασία στη Συρία αποτέλεσε έναν υπόγειο παράγοντα που κατέστησε ασφυκτική τη ζωή σε έναν κόμβο γεωπολιτικής έντασης, επιτείνοντας εντάσεις και αδιέξοδα).

6Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτό που εμφανίζεται ως “ταξική” πολιτική υπέρ των πιο αδύναμων στρωμάτων επειδή τα βάρη μεταβιβάζονται σε αυτούς που δεν έχουν ακόμη φτωχοποιηθεί (με αποτέλεσμα και τη δική τους κατάρρευση) δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως πολιτική υπέρ των φτωχών. Αν το αποτέλεσμα δεν είναι η άρση των συνθηκών φτώχειας τους αλλά μόνο η μη περαιτέρω επιβάρυνσή τους τότε σε συνδυασμό με την φτωχοποίηση τμημάτων που δεν είχαν φτωχοποιηθεί, μάλλον πρέπει να μιλάμε για διεύρυνση της φτώχειας παρά για “ταξική” πολιτική υπέρ των φτωχών.

Πρόλογος στο βιβλίο: «Άσχημη περίοδο διαλέξατε να διαφωνήσετε..»

Ζούμε σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών. Το κυρίαρχο σύστημα οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών απειλεί σήμερα το μέλλον της ανθρωπότητας με έναν τρόπο που υπερβαίνει την καθιερωμένη κατανόηση. Σε πλανητικό επίπεδο παροξύνεται ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός, ενώ οι ελίτ όπου Γης έχουν επιδοθεί σε μια απροσχημάτιστη συγκέντρωση ισχύος περιφράσσοντας πόρους, περιοχές, γνώση και πληροφορία και αποκλείοντας με βάρβαρο τρόπο τεράστια τμήματα πληθυσμών από την πρόσβαση σε στοιχειώδη μέσα επιβίωσης.

Σε περιοχές του πλανήτη όπου οι λαοί είχαν κατακτήσει κάποια στοιχειώδη πρόσβαση σε κρίσιμες αποφάσεις – επιβάλλοντας μερικώς τις ανάγκες τους ως παράμετρο για τη λήψη αυτών των αποφάσεων – η μονομερής άρση από τη μεριά των περιφερειακών ελίτ των όποιων κοινωνικών συμβολαίων συνιστά μονόδρομο στο φόντο του παροξυσμού των πλανητικών ανταγωνισμών και των πολλαπλών αδιεξόδων που γεννά η κυρίαρχη λογική του κέρδους. Η επιθετικότητα του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού αποδομεί ανοικτά τη δημοκρατία οικοδομώντας καθημερινά μια κοινωνική και θεσμική πραγματικότητα που συνδυάζει τη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού με αυταρχικούς, δεσποτικούς τύπους διακυβέρνησης (αρχιτεκτονική της ΕΕ και της ευρωζώνης, μνημόνια, συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου κοκ).

Έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου οι ελίτ έχουν εξαπολύσει μια επίθεση για την οριστική εξάλειψη της χειραφετητικής διάστασης της νεωτερικότητας. Επιχειρείται ο ιστορικός ακρωτηριασμός της πεποίθησης ότι μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα ξεκίνησε με την ορμητική είσοδο των λαών στο ιστορικό προσκήνιο μετά τη Γαλλική επανάσταση και η επανεγγραφή αυτής της περιόδου ως μιας “στιγμής” εντός ενός μεσαίωνα που ποτέ δεν τελείωσε. Το χειραφετητικό άλμα στη νεωτερικότητα επιχειρείται να συρρικνωθεί σε μια ακόμη “εξέγερση των χωρικών” που κράτησε απαράδεκτα πολύ.

Ταυτόχρονα, μακροχρόνιες τάσεις φτάνουν στα όριά τους: περιβαλλοντική αποσταθεροποίηση, εξάντληση φυσικών πόρων, διατροφική κρίση, κατάρρευση εθνικών και περιφερειακών συστημάτων διοίκησης και επιτέλεσης βασικών λειτουργιών κοκ. Επιπρόσθετα, ένα νέο κύμα τεχνολογικών εξελίξεων (αυτοματοποίηση, ψηφιακές τεχνολογίες πληροφορίας και επικοινωνίας, μαζικά δεδομένα κοκ) αναμένεται να σαρώσει τις ήδη αποδιαρθρωμένες υφιστάμενες θεσμίσεις και κοινωνικές νόρμες φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με νέες προκλήσεις και την απειλή ενός πολύ πιο εξελιγμένου ολοκληρωτισμού.

Οι ελίτ ως οι βασικοί παράγοντες που καθορίζουν τις εξελίξεις εκδιπλώνουν, επιταχύνουν και επιδεινώνουν τα σημερινά αδιέξοδα και κινδύνους ενώ την ίδια στιγμή η κυρίαρχη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού δεν μπορεί να παράσχει το κατάλληλο εννοιολογικό πλαίσιο για την αναζήτηση πραγματικών απαντήσεων στις υπαρξιακού χαρακτήρα απειλές που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα σήμερα. Αυτές οι λύσεις πρέπει να διέπονται τουλάχιστον από (α) διατηρησιμότητα, (β) αλληλεγγύη και (γ) ανοικτότητα ώστε να αναχαιτιστούν (α) οι μακροχρόνιες τάσεις που προσεγγίζουν το όριο ενός πεπερασμένου φυσικού περιβάλλοντος, (β) η εκτόξευση της ανισότητας που βαθμιαία παίρνει τη μορφή μιας βάρβαρης και ωμής διαδικασίας εξόντωσης των φτωχών και των αδύναμων και (γ) την απειλή ενός ψηφιακού ολοκληρωτισμού. Και για τα τρία αυτά χαρακτηριστικά – που φαίνονται αναγκαία για την αποφυγή μιας βάρβαρης οπισθοδρόμησης – το κυρίαρχο πλαίσιο σκέψης και δράσης είναι εξόχως τοξικό.

Την ίδια στιγμή, ποτέ πριν στην εξελικτική μας ιστορία δεν έχουμε βρεθεί τόσο κοντά στη δυνατότητα ενός χειραφετητικού άλματος. Καθημερινά η ανθρώπινη δραστηριότητα – διανοητική και πρακτική – παράγει εμπειρίες, τεχνογνωσία, μεθόδους, κριτήρια, καινοτομίες κοκ που εγγενώς έρχονται σε αντίθεση με την παρασιτική λογική του κέρδους και του ανταγωνσμού. Μια ανθρώπινη δραστηριότητα που εκτείνεται από τους πιο προηγμένους τομείς μέχρι τη λαϊκή σοφία, ευρηματικότητα και πηγαία αλληλεγγύη των παραδοσιακότερων τμημάτων της κοινωνίας. Επίσης για πρώτη φορά στην εξελικτική μας ιστορία έχουμε ένα τεράστιο απόθεμα ενσωματωμένων στους ανθρώπους ικανοτήτων, δυνατότητες συνδεσιμότητας αλλά και πρόσβαση σε αξίες και φιλοσοφίες ζωής από διαφορετικές κουλτούρες και παραδόσεις. Ζούμε σε μια περίοδο δραματικών αλλαγών και απειλών αλλά και αδιανόητων δυνατοτήτων.

Ωστόσο, φαίνεται ότι οι “δυνάμεις της χειραφέτησης” δεν είναι σε θέση ακόμη να παρέμβουν καταλυτικά στις εξελίξεις και να αλλάξουν τη ροή των πραγμάτων. Η πολιτική αριστερά και τα κινήματα εμφανίζουν μια “χρονοκαθυστέρηση” προσαρμογής στις νέες συνθήκες και τις αναβαθμισμένες απαιτήσεις της περιόδου. Διασχίζοντας τη μεταβατική περίοδο στην οποία έχουμε εισέλθει αντιστάσεις αναδύονται σχεδόν παντού: πλατείες, μαζικά κινήματα, αναδύσεις της πολιτικής αριστεράς, το μοναδικό παράδειγμα των Κούρδων της Συρίας, wikileaks και άλλες διαδικτυακές μορφές αγώνα και συλλογικής οργάνωσης, μεγάλες και μικρές μάχες για τα “κοινά” – τη συλλογική διαχείριση και έλεγχο πόρων, περιοχών, γνώσης και πληροφορίας απέναντι στις περιφράξεις των ελίτ – αλλά και άλλα πολλά σημεία αντίστασης και δημιουργίας που δεν αναγνωρίζονται πολλές φορές ως τέτοια.

Όλες αυτές οι εστίες του τμήματος της ανθρωπότητας που εργάζεται για να υπερβούμε τα σημερινά αδιέξοδα εμφανίζουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: τη συνύπαρξη παρωχημένων σχημάτων πολιτικής φαντασίας, οργανωσιακών αρχών, μεθοδολογιών και νοοτροπιών με πιο εξελιγμένες και σχετικές με την περίοδο – αλλά ανώριμες ακόμη – νοοτροπίες και μεθοδολογίες. Πρόκειται για ένα “κουβάρι” – γέννημα της μεταβατικής περιόδου στην οποία βρισκόμαστε – που πρέπει να οδηγήσει σε νέα επιχειρησιακά και οργανωσιακά παραδείγματα και σχήματα (μπολιάζοντας “νέα” και “παλιά” υλικά) ικανά να σηκώσουν το “βάρος” των σημερινών απαιτήσεων.

Όμως, είμαστε υποχρεωμένοι/ες να εξελιχθούμε ενώ την ίδια ώρα θα υποχωρούμε κάτω από την πίεση και έχοντας βαρειές απώλειες. Μέχρι να μάθουμε από την πείρα της νέας περιόδου και να βρούμε τους τρόπους να συσσωρεύσουμε ισχύ ικανή να διαμορφώσει ένα στέρεο και αξιόμαχο επίπεδο για τις δυνάμεις της χειραφέτησης και τους λαούς που βρίσκονται μπροστά σε υπαρξιακούς κινδύνους πρέπει να έχουμε τη δύναμη ψυχής και το κουράγιο να εξελισσόμαστε αιμορραγώντας.

Η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη αυτών των αλλαγών πολύ γρήγορα. Ο λαός μας παρά τα συμπτώματα παρακμής που εμφάνισε τα προηγούμενα χρόνια – όπως όλες οι κοινωνίες που αφέθηκαν στην “αγκαλιά” του περίφημου “τέλους της ιστορίας” – αντιστάθηκε και αγωνίστηκε αξιοποιώντας ό,τι μέσα είχε στον γνωσιακό και αξιακό ορίζοντά του. Και έγραψε ιστορία. Παγκόσμια. Αυτό συνήθως στο εσωτερικό της αριστεράς – έχοντας να αντιμετωπίσουμε τους δικούς μας “δαίμονες” – τείνουμε να το υποτιμούμε.

Αλλά επίσης ο λαός μας ηττήθηκε. Τουλάχιστον προς το παρόν. Και μάλιστα με τον ΣΥΡΙΖΑ να πρωταγωνιστεί στη δύση αυτού του κύκλου αγώνων. Δεν θέλω εδώ να επεκταθώ στην έκταση και το βάθος του συντριπτικού πλήγματος που, κατά τη γνώμη μου, δέχθηκε η ελληνική κοινωνία από τον ΣΥΡΙΖΑ, τις καταλυτικές συνέπειες για την αριστερά αλλά και τους νέους κινδυνους που ανοίγονται πλέον μπροστά μας. Θέλω όμως να υπογραμμίσω ότι η ήττα της αριστεράς και του λαϊκού κινήματος σε αυτή τη φάση και η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ δεν ταυτίζονται απολύτως. Συνδέονται αλλά δεν ταυτίζονται. Υπάρχει ο κίνδυνος να κρύψουμε τις επιχειρησιακές και μεθοδολογικές αδυναμίες να αντιπαρατεθούμε με αξιώσεις στη σύγχρονη απολυταρχία που αναδύεται σήμερα, πίσω από την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ. Με αλλά λόγια, αν θέλουμε να είμαστε χρήσιμοι/ες και να συμβάλουμε στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων ώστε να μπορέσει ο λαός μας – και κατ επέκταση οι άλλοι λαοί – να αναχαιτίσουν την πορεία των πραγμάτων πρέπει να έχουμε το θάρρος να αναζητήσουμε την τροποποίηση παγιωμένων νοοτροπιών, μεθοδολογιών και πρακτικών.

Ωστόσο, είναι χρέος όλων όσοι/ες βρεθήκαμε στο επίκεντρο αυτών των εξελίξεων να καταθέσουμε την εμπειρία και τη γνώμη μας. Αυτό που μας ενώνει είναι η κριτική ματιά των επόμενων γενιών. Όμως, μπροστά στην εμβέλεια της απειλής που βρίσκεται μπροστά μας το τελευταίο που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι η υστεροφημία μας. Η συλλογή διαφορετικών οπτικών και εκτιμήσεων είναι απαραίτητη για άλλο λόγο. Είναι απαραίτητη για τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης αποτίμησης αυτής της περιόδου ώστε να μεταλαμπαδευθεί στον επόμενο κύκλο αγώνων μια πείρα πολύτιμη και απαραίτητη για να εξελιχθούμε. Είναι προφανές ότι όσοι και όσες ζήσαμε αυτά τα γεγονότα από κοντά δεν μπορούμε να έχουμε απόλυτη ταύτιση ως προς τις εκτιμήσεις και τις αξιολογήσεις μας. Άλλωστε πρόκειται για μια περίοδο πυκνή και μοναδική η οποία θα αποκτά ολοένα νέα χαρακτηριστικά όσο απομακρυνόμαστε από αυτή.

Η κατάθεση εμπειριών και απόψεων για αυτή την περίοδο στον παρόντα τόμο έχει προσωπικό χαρακτήρα αλλά από τη σκοπιά ενός ιστορικού ρεύματος της αριστεράς. Στις πρωτόγνωρες συνθήκες που καθόρισαν την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ο συγγραφέας έμεινε σταθερά προσηλωμένος στην υπηρεσία των λαϊκών τάξεων. Είχε το σθένος να αντισταθεί στον “πειρασμό” να υποκαταστήσει τη σκληρή πραγματικότητα με αφελείς προσδοκίες και να αντιμετωπίσει με παρρησία και συναίσθηση της ιστορικότητας των στιγμών τα γεγονότα του προηγούμενου καλοκαιριού. Η κατάθεση της δικής του οπτικής μας δίνει τη δυνατότητα να εντοπίσουμε συγκλίσεις και αποκλίσεις και εν τέλει να δοκιμάσουμε και να σταθμίσουμε τις προσωπικές και συλλογικές μας αποτιμήσεις και εκτιμήσεις. Ο διάλογος άλλωστε για την περίοδο που μόλις έκλεισε τώρα αρχίζει και θα διαρκέσει πολύ. Το ερώτημα είναι αν θα τον διεξάγουμε στο περιθώριο των εξελίξεων ή αν μέσα και από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρουμε να εξελιχθούμε ώστε να ξεπηδήσουν πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες που θα αντιστοιχούν στις απαιτήσεις των καιρών.

*Εισαγωγή στο βιβλίο του Ρούντι Ρινάλντι: «Άσχημη περίοδο διαλέξατε να διαφωνήσετε..»

Να επανεπινοήσει η Αριστερά την υπόστασή της

Το ερώτημα «τι λείπει;» αναδεικνύει το βάθος της στρατηγικής αναζήτησης για το «τι να κάνουμε» ως αριστερά και ως κοινωνία που απειλείται σήμερα πολλαπλώς. Στον αντίποδα εύκολων και πρόχειρων απαντήσεων, η επισήμανση ότι κάτι φαίνεται να λείπει από την «εργαλειοθήκη» των λαϊκών τάξεων, των ανθρώπων με ικανότητες που απορρίπτονται, αλλά και των δημοκρατών όλων των αποχρώσεων, κινητοποιεί τη φαντασία για την αναζήτηση τρόπων υπέρβασης της σημερινής ασφυκτικής κατάστασης.

Απέναντι σε μια ολοκληρωτική απειλή και μπροστά σε εξελιγμένα εργαλεία τεχνο-βιοπολιτικής, η παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία -εκλογικός και κινηματικός αγώνας- απαιτεί ριζικές τροποποιήσεις και οπωσδήποτε ένταξη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο οργανωσιακής και επιχειρησιακής αναβάθμισης των τμημάτων της κοινωνίας που καταδικάζονται σήμερα. Μια αναβάθμιση που περιλαμβάνει την ανάπτυξη κοινωνικών και παραγωγικών κυκλωμάτων με σκοπό την αυτονόμηση βασικών λειτουργιών της κοινωνίας από τον ασφυκτικό έλεγχο αντιδημοκρατικών θεσμών. Η απελευθέρωση της χώρας μπορεί να στηριχθεί μόνο στην κοινωνική και οικονομική αυτονομία ώστε να είναι σε θέση να αποκρούσει την υπέρτερη δύναμη πυρός του χρηματοπιστωτικού δεσποτισμού που ελέγχει τις βασικές λειτουργίες της κοινωνίας μέσω της χρηματοδότησης, της ρευστότητας κ.ο.κ.

Όμως, αυτό που λείπει σήμερα δεν είναι μια επιμέρους έλλειψη την οποία θα μπορούσαμε να θεραπεύσουμε με μια προσθήκη στην παραδοσιακή μας δομή σκέψης και δράσης. Δεν μας λείπει ένα κομμάτι του πάζλ. Αντιθέτως, πιστεύω ότι έχουμε μπροστά μας όλα τα κομμάτια, αλλά μας λείπει ο κατάλληλος τρόπος άρθρωσης και διασύνδεσης μεταξύ τους. Αλλά είμαστε ακόμη ένα βήμα πιο πίσω. Κοιτάμε με λάθος τρόπο και δεν μπορούμε να εστιάσουμε καν στο παζλ.

Και εδώ χρειάζεται υψηλό φρόνημα και δύναμη ψυχής. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να μην φτιάξουμε το παζλ. Η απειλή είναι ολοκληρωτική. Πρέπει να αναλάβουμε το ιστορικό βάρος και την ευθύνη να υπερβούμε τους εαυτούς μας ώστε να τροποποιήσουμε ριζικά μεθόδους, οργανωσιακές συνήθειες και νοοτροπίες που δεν μας επιτρέπουν να δούμε τα κομμάτια του παζλ. Ζούμε σε μια κοινωνία με τεράστιες ενσωματωμένες δυνατότητες και απίστευτη αντοχή στην επίθεση που έχει δεχθεί. Δεν το έχει βάλει κάτω παρά τις δραματικές απώλειες που έχει υποστεί. Όμως, τα κομμάτια του παζλ έχουν αρχίσει και τρίβονται μεταξύ τους κάτω από την αφόρητη πίεση. Ή θα καταφέρουμε να τα ενώσουμε ώστε να αποκτήσουν την ισχύ να αναχαιτίσουν την πίεση ή θα αποσυντεθούν. Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε οριακό σημείο με την κοινωνική ακροδεξιά να εποφθαλμιά την τσακισμένη ψυχική οικονομία των εξουθενωμένων πολιτών.

Αυτό που λείπει είναι εκείνο το οργανωσιακό/επιχειρησιακό DNA -με την αντίστοιχη μεθοδολογία και πολιτική φαντασία- που θα είναι σε θέση να πολλαπλασιάζεται και να διαχέεται στην κοινωνία δημιουργώντας σε πολλά επίπεδα και εμπλέκοντας εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού ποικίλα κύτταρα/κομμάτια του παζλ που μπορούν να αρθρωθούν κατάλληλα σε ένα δίκτυο παραγωγής λαϊκής ισχύος. Ουσιαστικά, αναφέρομαι στην ανάδυση μιας νέας Αριστεράς που δεν είναι αδιάφορη έως εχθρική στη λαϊκή δημιουργικότητα και βρίσκεται σε επαφή με τις καινοτόμες μεθόδους και εργαλεία που παράγονται καθημερινά σε πολλούς τομείς.

Μόνο μια τέτοια Αριστερά θα είναι σε θέση να κερδίσει τη συμμετοχή της ανάμεσα σε εκείνες τις δυνάμεις που θα καθορίσουν τις εξελίξεις από εδώ και εμπρός. Η Ιστορία δεν μας οφείλει μια θέση στο επίκεντρο των εξελίξεων, πρέπει να την κατακτήσουμε. Και μόνο μια τέτοια Αριστερά θα είναι χρήσιμη για την κοινωνική πλειοψηφία που έχει πλέον καταδικαστεί σε εξόντωση. Με άλλα λόγια, είτε η Αριστερά θα κάνει ένα άλμα από το «μηδέν στο ένα» επανεπινοώντας την υπόστασή της, είτε θα καταστεί ξεπερασμένη και ουσιαστικά απούσα τη στιγμή που η κοινωνία μας καλείται πλέον να βαδίσει εξουθενωμένη σε λεπτό πάγο.

Πορεία σε λεπτό πάγο

Σήμερα στην Ελλάδα μια κυβέρνηση με αναφορά στην αριστερά εφαρμόζει μνημονιακή πολιτική, βαθαίνοντας τα τραύματα στην ήδη γονατισμένη ελληνική κοινωνία και οικονομία και αποδυναμώνοντας ακόμη περισσότερο τους διοικητικούς και επιχειρησιακούς βραχίονες του ελληνικού κράτους. Η αριστερά βαθμιαία αλλά γοργά καταγράφεται στις καρδιές και τα μυαλά των πολιτών ως μνημονιακή δύναμη.

Ο κόσμος της αριστεράς αλλά και η λαϊκή πλειοψηφία που συσπειρώθηκε μαζί με την αριστερά στον αγώνα για την υπεράσπιση της κοινωνίας και μια ζωή με προοπτική και αξιοπρέπεια, σήμερα είναι αποδιοργανωμένη και σε βαθειά σύγχιση. Σε μια κρισιμότατη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ της στέρησε το πιο πολύτιμο, σε πολλά επίπεδα, “εργαλείο”: την πολιτική έκφραση της μη συμμόρφωσης με την χρηματοοικονομική απολυταρχία. Οι συνέπειες των επιλογών που οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα είναι βαθειές και πολύπλευρες. Έχουν τέτοιο βάθος και έκταση που απειλούν πλέον τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας. Όταν λέω συνοχή δεν αναφέρομαι στη συνήθη και επιφανειακή έννοια της κοινωνικής ειρήνης και σταθερότητας, αλλά σε μια υπαρξιακή διάσταση συνοχής, η διάρρηξη της οποίας είναι πολύ επικίνδυνη.

Η στέρηση της πολιτικής έκφρασης της μη συμμόρφωσης με τον κυνισμό και τη βαρβαρότητα της σύγχρονης απολυταρχίας – ρόλος που ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη – έδωσε ένα συντριπτικό πλήγμα στην πολιτική εν γένει. Την κατέστησε (μέχρι νεωτέρας) πλήρως αποστειρωμένη σε σχέση με τις πραγματικές συνθήκες ζωής του πληθυσμού και αδιαπέραστη από τις αγωνίες και τα αδιέξοδά του. Ως εκ τούτου, αυτές οι αγωνίες και τα αδιέξοδα δεν μπορούν πλέον να βρουν πολιτική διέξοδο και δημοκρατική έκφραση, δεν μπορούν δηλαδή να μετασχηματιστούν θετικά και δημιουργικά, και διοχετεύονται ως αρνητικές και (αυτο)καταστροφικές τάσεις στο κοινωνικό σώμα, σε όλο το πλέγμα των κοινωνικών δικτύων και των διαπροσωπικών σχέσεων. Η διάρρηξη της συνοχής σε αυτό το επίπεδο ισοδυναμεί με κονιορτοποίηση και σάπισμα.

Η εφαρμογή της λιτότητας από μόνη της δεν θα μπορούσε να φτάσει σε τέτοιο βάθος την καταστροφή, στο βαθμό που θα παρέμενε ζωντανή η μη συμμόρφωση με την απολυταρχία στο πολιτικό επίπεδο. Δεν ήταν όμως αυτή η εξέλιξη των γεγονότων το 2015. Φαινόμενα που εντάθηκαν ανησυχητικά τα πρώτα 5 μνημονιακά χρόνια, φαινόμενα όπως η ραγδαία πτωση εισοδημάτων και ο κοινωνικός αποκλεισμός, το πνίξιμο από χρέη που δεν μπορούν να αποπληρωθούν, η ενδοσχολική/ενδοοικογενειακή βία, η βία εν γένει στην καθημερινότητα, η σχολική διαρροή, η παραβατικότητα, οι ψυχικές διαταραχές και άλλα πολλά, σήμερα αποκτούν ένταση και έκταση άλλης, πολύ μεγαλύτερης τάξης.

Οι πολίτες διαισθάνονται ότι το μέλλον τους έχει υπονομευθεί σοβαρά. Αν προσθέσουμε στην οικονομική και κοινωνική απελπισία, την εντεινόμενη γεωπολιτική αστάθεια στην περιοχή και τα κύματα προσφύγων – και ιδιαίτερα τους σύνθετους και αντιφατικούς τρόπους με τους οποίους το δράμα τους καθρεφτίζεται στην κακοποιημένη ψυχική οικονομία του ελληνικού πληθυσμού – τότε το αίσθημα ασφυξίας που αναδύεται καθίσταται εκρηκτικό.

Είναι ακριβώς οι αποπνικτικές συνθήκες που κυριαρχούν σε μια κοινωνία πριν εκραγεί – από ένα ενδεχομενικό γεγονός – βαθαίνοντας ακόμη περισσότερο την παρακμή και την επικινδυνότητα των εξελίξεων. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι εθνικιστικές και φασίζουσες εκφράσεις αποτελούν τους “φυσικούς υποδοχείς” του τυφλού θυμού και του φθόνου, τα οποία είναι τα αναμενόμενα αποτελέσματα του ενταφιασμού της ελπίδας το προηγούμενο καλοκαίρι.

Αν ευσταθούν τα παραπάνω τότε γίνεται σαφές πόσο άστοχη και άσχετη με τη νέα πραγματικότητα που έχουμε ήδη μπροστά μας είναι η ρητορική της κυβέρνησης περί “μάχης” για την “υπεράσπιση” των αδύναμων και την έξοδο από την κρίση με την κοινωνία “όρθια”. Υπό αυτό το πρίσμα, η πίστη στην εφαρμογή της συμφωνίας με τις συνέπειες που περιγράψαμε, η ελπίδα σε μια νεοφιλελεύθερη κατά βάση έξοδο από την κρίση και η επιχειρηματολογία ότι είναι ο μόνος δρόμος που υπάρχει για την κοινωνία μας, μπορούν να χαρακτηριστούν επιεικώς αφελείς. Γιατί πρόκειται για ρητορικά σχήματα που έχουμε ακούσει από όλες τις μνημονιακές κυβερνήσεις και συστηματικά διαψεύδονται από την πραγματικότητα και αναλυτικότατα έχουν αποδομηθεί από το πολιτικό προσωπικό που σημέρα τα οικειοποιείται. Γιατί από όλο τον κόσμο έρχονται σημάδια ότι αυτού του είδους η πολιτικη “ήρθε για να μείνει” και επιδιώκει τη βύθιση των κοινωνιών στη μιζέρια και την εξαθλίωση. Και γιατί αποκλείεται σε μια κυβέρνηση με αναφορά στην αριστερά που δεν έχει κανένα διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της να της κάνουν οι ελίτ τη “χάρη” να “βγάλει” τη χώρα από την κρίση έστω και με το δικό τους τρόπο.

Είναι συνέχεια της αφέλειας που κυριαρχούσε πριν την ανάληψη της εξουσίας, του περίφημου “αποκλείεται να μας πουν όχι”, κατα τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης για τη φύση και τον χαρακτήρα της και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού στη στάθμιση του κόστους (ποιότητα και μέγεθος) ανάμεσα στην εφαρμογή της συμφωνίας και την απεμπλοκή από αυτή. Όμως, όσο περνά ο καιρός, η αφέλεια αυτή θα στοιχίζει όλο και περισσότερο στην αριστερά και την ελληνική κοινωνία.

Στοιχιζει πλέον και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κοινωνίες καθώς το “παράδειγμα” του ΣΥΡΙΖΑ προσανατόλισε την ευρωπαϊκή αριστερά σε μια κατεύθυνση που αν είχε πιθανότητες πολιτικής βιωσιμότητας τότε η σοσιαλδημοκρατία δεν θα υποχωρούσε για να είναι σήμερα η αριστερά παρούσα με αξιώσεις στο πολιτικό προσκήνιο. Δεν πρόκειται για μια κεντροαριστερή ή σοσιαλδημοκρατική “μετάλλαξη” της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αυτές οι έννοιες δεν περιγράφουν σε τι πραγματικά προσχωρεί η αριστερά με αυτές τις επιλογές επαναλαμβάνοντας τα πολιτικα αδιέξοδα της σοσιαλδημοκρατίας σε μια χρονική στιγμή μάλιστα που αυτά τα αδιέξοδα είναι απολύτως εμφανή.

Η προοδευτική, φιλολαϊκή διαχείριση μιας πολιτικής στρατηγικής που μετασχηματίζει βίαια τη συνδεσμολογία ισχύος μεταξύ ελίτ και πολιτών σε βάρος των δεύτερων – καταδικάζοντας εκτεταμένα τμήματα πληθυσμού σε συνθηκες κοινωνικού αποκλεισμού και άλλα σε διαρκή ανασφάλεια και μηδαμινές προσδοκίες – δεν μπορεί να συσπειρώσει προφανώς αυτούς που πλήττει και δεν είναι απαραίτητη στις ελίτ. Άρα δεν διαθέτει ούτε την ισχύ να επιβάλλει στις ελίτ κάποιου είδους κοινωνική “συναίνεση”, ούτε την πολιτική βιωσιμότητα που θα εξασφάλιζε κάποιο σχέδιο των ελίτ για κοινωνική “ανακωχή” που θα την καθιστούσε χρήσιμη σε αυτές. Δεν φαίνεται κάτι τέτοιο στον ορίζοντα.

Ο ασυνάρτητος και ανίσχυρος χαρακτήρας αυτής της στρατηγικής καθρεφτίζεται στην πολιτική παρουσία του “αρχιστράτηγου” της συμμαχίας των “προοδευτικών” δυνάμεων, του Προέδρου της Γαλλίας. Ο “αρχιστράτηγος” ηγείται της τρίτης πολιτικής δύναμης της χώρας του και πρόσφατα ο Πρωθυπουργός του άσκησε κριτική στη Γερμανίδα Καγκελάριο “από τα δεξιά” στο ζήτημα της διαχείρισης των προσφυγικών ροών…

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, απαιτείται να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας. Η εστίαση στις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο υποτίμησης του γεγονότος ότι είχαμε μια ήττα των δυνάμεων που αντιμάχονται τη σύγχρονη απολυταρχία. Να μην κρύψουμε πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ το γεγονός ότι είμαστε επιχειρησιακά αδύναμοι για να αναχαιτίσουμε την απολυταρχία όταν περιοριζόμαστε στην παραδοσιακή (κινηματική, εκλογική κοκ) πολιτική πρακτική. Χρειάζεται τόλμη και σθένος ώστε να προχωρήσουμε σε μια διεξοδική εξέταση της συνάφειας των παραδοσιακών εργαλείων και μεθόδων με τη νέα περίοδο στην οποία έχουμε εισέλθει.

Από εδώ και εμπρός, πραγματικά χρήσιμες στην κοινωνία θα είναι οι πρωτοβουλίες εκείνες που θα επιχειρήσουν να υπερβούν δημιουργικά τη νοοτροπία και τις δεξιότητες που καλλιεργεί ο παραδοσιακός τρόπος πολιτικής δράσης. Πρωτοβουλίες που θα τροφοδοτήσουν με νέα εργαλεία και επιχειρησιακή νοοτροπία τις υπαρκτές και με μεγάλες δυνατότητες κοινωνικές δυνάμεις που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να σταθούν απέναντι στη διαδικασία εξόντωσής τους.

*Δημοσιεύθηκε στο Unfollow/Μάρτιος 2016

Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου «Για τα κοινά της ελευθερίας»

Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου «Για τα κοινά της ελευθερίας» του Αλέξανδρου Κιουπκιολή, εκδόσεις Εξάρχεια στις 21 Ιανουαρίου 2016 στο Polis Art Cafe.

Αγγίζει πλέον τα όρια της κοινοτοπίας ο ισχυρισμός ότι έχουμε εισέλθει σε μια πολύ περίεργη περίοδο για την πορεία της ανθρωπότητας. Θα αναφερθώ σε ορισμένες μόνο πτυχές αυτής της περίεργης περιόδου οι οποίες διαμορφώνουν το φόντο της δικής μου πρόσληψης του βιβλίου για το οποίο έχουμε τη χαρά να συζητάμε απόψε.

Για πρώτη φορά στην εξελικτική μας ιστορία η ανθρωπότητα στο σύνολό της έχει κοινή ιστορία, κοινή μοίρα. Μέχρι χθες – σε ιστορικό χρόνο – οι ανθρώπινοι πολιτισμοί είχαν ο καθένας τη δική του ιδιαίτερη ιστορία, τα δικά του κρίσιμα σταυροδρόμια, τις δικές του περιόδους ακμής και παρακμής, βαρβαρότητας και χειραφέτησης. Σήμερα, η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με κοινούς κινδύνους, κοινά υπαρξιακά ερωτήματα, και κοινές προκλήσεις.

Επιπρόσθετα, για πρώτη φορά εν συνόλω βρισκόμαστε εντός των ορίων ενός πεπερασμένου κόσμου. Είναι ελάχιστα πλέον τα μέρη του πλανήτη που κείνται εκτός των ορίων της ανθρώπινης εμβέλειας: οι πυθμένες των ωκεανών, η Ανταρκτική και διάσπαρτα τμήματα δυσπρόσιτων ορεινών όγκων και δασικών εκτάσεων συνεχίζουν να αποτελούν ένα “έξω”, αλλά όχι ένα αχανές “έξω”. Δεν υπάρχει πλέον ένα “έξω” που μπορεί να γεννήσει την παράτολμη ελπίδα, αλλά πάντως ελπίδα, κάποιας “νέας αρχής”, ενός “νέου κόσμου” μακριά από αυτόν που υποτροπιάζει με γρήγορο ρυθμό και δημιουργεί ασφυκτικές συνθήκες για το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των πληθυσμών του.

Είμαστε εγκλωβισμένοι/ες λοιπόν σε έναν κόσμο ο οποίος κάθε μέρα που περνάει εμφανίζει δείγματα παρακμής και αποδιάρθρωσης. Μακροχρόνιες τάσεις φθάνουν στο ασύμπτωτο όριό τους: περιβαλλοντική ανισορροπία, διατροφική αποσταθεροποίηση, εξάντληση φυσικών πόρων. Μεσοπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες τάσεις κορυφώνονται βαθμιαία αλλά με γρήγορο ρυθμό: οικονομική και παραγωγική δυσπραγία, συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου που τροποποιούν σε παγκόσμια κλίμακα τη μεταπολεμική συνδεσμολογία ισχύος, πολύπλευρη παρακμή των ανθρώπινων κοινωνιών, εξοικείωση με τη βαρβαρότητα, γεωπολιτικές ανισορροπίες, πολεμικές αναφλέξεις, μετακινήσεις πληθυσμών κοκ.

Η περίοδος περιλαμβάνει και καινοφανείς προκλήσεις. Θα αναφερθώ σε μια από αυτές. Για πρώτη φορά πάλι στην εξελικτική μας ιστορία έχουμε την τεχνολογική δυνατότητα καταγραφής τεράστιων ποσοτήτων δεδομένων τόσο για τον κόσμο γύρω μας και μέσα μας όσο και για την ίδια μας την δραστηριότητα. Αυτή η εξέλιξη ενδέχεται να προκαλέσει κατακλυσμιαίες αλλαγές όχι μόνο στη μεθοδολογία των επιστημών μας, αλλά και στην ίδια τη σχέση μας με τον κόσμο, τον εαυτό μας αλλά και τους γύρω μας. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε δεν είναι εύκολο να αποτιμήσουμε τις επιδράσεις αυτές ούτε τις συνέπειές τους.

Ένας κόσμος λοιπόν σε ένα καθοδικό σπιράλ, με απροσδόκητα νέα δεδομένα, ένας κόσμος σε μια περιδίνηση που κονιορτοποιεί τους υφιστάμενους γνωσιακούς χάρτες και τις καθιερωμένες μεθοδολογίες για τη διαχείριση των κοινωνικών ζητημάτων και τη διασφάλιση των βασικών λειτουργιών. Και στο “τιμόνι” αυτού του κόσμου οι πλέον ακατάλληλοι. Σύμπτωμα αλλά και καταλύτης της επιδεινούμενης κατάστασης οι ελίτ. Οι ελίτ που σταδιακά αποδεσμεύονται από τις κοινωνίες μας, διαμορφώνουν τους δικούς τους υπερτοπικούς βιόκοσμους και αναπτύσσουν μια κυνική και αρπακτική νοοτροπία απέναντι στις κοινωνίες μας.

Όταν αυτοί που κρατούν στα χέρια τους τα μέσα διαβίωσης και αναπαραγωγής μιας κοινωνίας αποκόπτονται από αυτή τότε οι πληθυσμοί βρίσκονται αντιμέτωποι με πρωτόγνωρες απειλές. Όταν η βασική μέριμνα των ελίτ δεν είναι η εύρυθμη λειτουργία προς όφελός τους των βασικών λειτουργιών μιας κοινωνίας, ούτε καν η ευσταθής λειτουργία του δικού τους συστήματος εκμετάλλευσης, αλλά η υπερσυγκέντρωση ισχύος, η υφαρπαγή του πλούτου και η περίφραξη και έλεγχος των πόρων (γη, ενέργεια, υποδομές, νερό κλπ) τότε οι κοινωνίες βρίσκονται μπροστά στον κίνδυνο βαθειάς αποσύνθεσης. Όταν ο νεωτερικός καπιταλιστικός κόσμος μετατρέπεται ραγδαία σε μια μεσαιωνική παγκόσμια απολυταρχία μιας τυφλής ολιγαρχίας τότε οι βασικές λειτουργίες της κοινωνίας καταρρέουν, η πλειοψηφία των πληθυσμών αποκλείεται πολλαπλώς, η έννοια του πολίτη σταδιακά υποχωρεί και η αξιοπρεπής διαβίωση και πρόσβαση σε βασικά αγαθά γίνεται αντικείμενο αγώνων.

Έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο μεγάλης διακινδύνευσης, αλλά και τεράστιων δυνατοτήτων που δεν είχαμε ποτέ άλλοτε. Ποτέ άλλοτε στην εξελικτική μας πορεία οι πληθυσμοί δεν είχαν τέτοια πρόσβαση στην πληροφορία και τη γνώση, ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο κατανεμημένη η δυνατότητα επιτέλεσης των βασικών και όχι μόνο κοινωνικών λειτουργιών, ποτέ άλλοτε δεν είχαμε ταυτόχρονη πρόσβαση σε αξιακά κοιτάσματα από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα που γέννησε η μακραίωνη πορεία απομονωμένων μεταξύ τους τμημάτων της ανθρωπότητας. Έχουμε στη διάθεσή μας απίστευτα “κοιτάσματα” δυνατοτήτων και αξιών το οποίο βεβαίως θα παραμένουν αναξιοποίητα όσο δεν βρίσκουμε τους τρόπους να τα αξιοποιήσουμε δημιουργικά για την ανάδυση μιας αποφασισμένης “μορφής ζωής”. Μια “μορφή ζωής” αποφασισμένη να αναμετρηθεί με σοβαρό τρόπο με τις καινοφανείς προκλήσεις και κινδύνους που έχουμε μπροστά μας.

Γιατί όμως όλη αυτή η εκτενής εισαγωγή στην βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου του Κιουπκιολή; Γιατί μπροστά στα αχαρτογράφητα νερά της περιόδου που έτυχε να ζούμε, μπροστά στους καθολικούς κινδύνους και τις τεράστιες δυνατότητες που υπάρχουν γύρω μας αλλά δεν ξέρουμε πώς να τις θέσουμε σε κίνηση, μπροστά στον ίλιγγο που προκαλεί η ανεπάρκεια των καθιερωμένων τρόπων σκέψης και δράσης, ο Κιουπκιολής έχει το σθένος να ασκήσει με αυστηρότητα και πειθαρχία τις διανοητικές του δυνάμεις με τρόπο που να είναι χρήσιμος σε όσους και όσες αγωνίζονται εναντίον της σύγχρονης απολυταρχίας που αναδύεται γοργά, αλλά και σε όσους και όσες νιώθουν την υποχρέωση να αναμετρηθούν με τις πρωτόγνωρες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα στο σύνολό της. Ο Κιουπκιολής γράφει για να δράσουμε καλύτερα, πιο αποτελεσματικά. Ενώ σέβεται την πειθαρχία της ακαδημαϊκής αυστηρότητας δεν γράφει αποστειρωμένα.

Στο βιβλίο επιχειρεί να αναμετρηθεί με το κεντρικό ερώτημα της χειραφετητικής πολιτικής: πώς διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετικές οπτικές και βιώματα, με διαφορετικές προτεραιότητες και θέσεις σε μια σύνθετη κοινωνία, με διακριτό χρονισμό ως προς τις εμπειρίες και την πληροφορία που διαθέτουν μπορούν να συγκλίνουν αγωνιστικά, αλλά και δημιουργικά σε μια νέα “μορφή ζωής” διατηρώντας όμως τον πλουραλισμό και την ποικιλότητα. Πώς μπορούμε να διευθετήσουμε με αρμονικό τρόπο το γεγονός ότι τα ανθρώπινα όντα διαθέτουν δύο υπαρξιακές διαστάσεις: τη μερική, ατομική διάσταση και την καθολική, συλλογική.

Στο βιβλίο θα βρείτε κεφάλαια που προσπαθούν να φωτίσουν το παραπάνω ερώτημα μέσα από την οξυδερκή εξέταση σύγχρονων κινημάτων αντίστασης (αγανακτισμένοι, occupy, indignados, αραβική άνοιξη κοκ) αλλά και πειραματισμών στο επίπεδο της αυτο-οργάνωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας (συνεταιρισμοί, διαχείριση των κοινων κοκ). Σε άλλα κεφάλαια παρουσιάζει πτυχές αυτού του ζητήματος αξιοποιώντας τη συζήτηση μεταξύ των Laclau και Negri και Hardt – μεταξύ άλλων – αναφορικά με τις δύο λογικές, αυτή του σμήνους και αυτή της ηγεμονίας.

Μην ξεγελαστείτε όμως. Η ανασυγκρότηση των απόψεων και της συζήτησης μεταξύ αυτών των θεωρητικών – αλλά και άλλων που θα συναντήσετε στις σελίδες του βιβλίου – είναι το μέσο για την εκδίπλωση του δικού του στοχασμού που τολμά να πατάει σε λεπτό πάγο, αναλαμβάνοντας την ευθύνη να πάει πέρα από τις γνώριμες και ασφαλείς αυτοαναφορικές επιβεβαιώσεις θεωρητικών και κινηματικών παραδόσεων. Γιατί; γιατί ακριβώς ζούμε σε μια περίοδο κατά την οποία τέτοιες γρήγορες και εφησυχαστικες επιβεβαιώσεις στερούνται νοήματος και αποτυγχάνουν να πιάσουν επαφή με τα αδιέξοδα, τους κινδύνους και τις δυνατότητες που σήμερα αναδύονται και θα σφραγίσουν την πορεία της ανθρωπότητας αύριο.

Στον χρόνο που απομένει θα ήθελα να αναφερθώ επιγραμματικά σε μερικές σκέψεις που ανέκυψαν διαβάζοντας το βιβλίο αναφορικά με αυτό το κεφαλαιώδες ερώτημα. Κανονικά θα έπρεπε να μιλάω πέντε έξι εφτά ώρες καθώς διαβάζοντας το βιβλίο κάθε λίγο σταματούσα σε κάποιο σημείο, έπιανα ένα νήμα της σκέψης του Κιουπκιολή και έμπαινα στη διεγερτική είναι η αλήθεια αλλά άκρως χρονοβόρα διαδικασία να υφάνω μια ολόκληρη σειρά συλλογισμών περικυκλώνοντας πτυχές του βασικού ερωτήματος ακολουθώντας την κρυστάλλινη προτροπή του Κιουπκιολή: να μην φοβηθούμε να σκεφτούμε παράτολμα, πέρα από το δίχτυ ασφαλείας των καθιερωμένων σχημάτων.

Ο Κιουπκιολής υποστηρίζει ότι η στρατηγική νοημοσύνη επιτάσει τη διαζευκτική σύζευξη της αγωνιστικής ηγεμονίας, του συγκεντρωτικού συντονισμού και της αντιπροσωπευτικής λειτουργίας με την αποκεντρωμένη, δικτυακή λογική. Μας καλεί να αποδεχθούμε την ανειρήνευτη ένταση μεταξύ των δύο αυτών λογικών και να φερθούμε έξυπνα: να αποκωδικοποιούμε σε κάθε συγκυρία τον κατάλληλο απαιτούμενο συνδυασμό τους και να εντοπίζουμε την ανάγκη ενδεχόμενης στροφής προς τη μια ή την άλλη πλευρά ώστε να αντισταθμιστούν μετατοπίσεις που επιφέρει η ένταση του αγώνα.

Ένα άλλο παρεμφερές αλλά διαφορετικό ερώτημα που φαίνεται να ταλανίζει όσους και όσες επιχειρούν να δώσουν υπόσταση σε ένα διαφορετικό παράδειγμα χειραφετητικού αγώνα είναι ότι οι ιεραρχίες και οι εξουσιαστικές νοοτροπίες φαίνεται να επιμένουν παρά τη βούληση υπέρβασής τους. Ο Κιουπκιολής μας καλεί σε διαρκή εγρήγορση και τονίζει την ανάγκη επινόησης ρυθμίσεων και μοντέλων συνύπαρξης που δυσχεραίνουν ή περιορίζουν αυτή την παραμένουσα τάση.

Προσπαθώντας να συμβάλλω σε αυτή την προτροπή θα πρότεινα να σκεφτούμε την ένταση μεταξύ οριζόντιων και ιεραρχικών οργανωσιακών αρχών και την επίμονη ανάδυση εξουσιαστικών νοοτροπιών σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κατανόησης της ανθρώπινης κατάστασης σήμερα. Αν είναι όρθο ότι οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν περιέλθει σε μια μεταιχμιακή κατάσταση στην οποία βρίσκονται αντιμέτωπες με βαθύτερα αδιέξοδα τότε δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ερωτήματα και δυσκολίες που ανακύπτουν μόνο στο πλαίσιο της χειραφετητικής στρατηγικής.

Από τον χώρο των δημόσιων και κοινωνικών δομών, από τον χώρο των επιχειρήσεων που αποτελούν τις παραγωγικές μονάδες της εποχής μας, από την κυρίαρχη όψη της καθημερινής ζωής και ατομικής αυτοεικόνας, από παντού, φαίνεται να αναδύονται παραπλήσια ερωτήματα και ένα αίσθημα αδιεξόδου και ασφυξίας. Αν ισχύει κάτι τέτοιο τότε ίσως το ζήτημα της σύζευξης οριζόντιων και ιεραρχικών οργανωσιακών αρχών να μην είναι μια “κατάρα” της χειραφετητικής στρατηγικής αλλά ένα ερώτημα που σχετίζεται με τον πυρήνα ενός νέου τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας και της παραγωγής ο οποίος αναδύεται σε πολλαπλά σημεία σήμερα.

Η ανθρώπινη διανοητική και πρακτική δραστηριότητα σε πολλούς τομείς αναμετριέται με αυτό και παρόμοια ερωτήματα καθημερινά, μέθοδοι και τεχνικές ανιχνεύονται και δοκιμάζονται, ενώ πολλές διαφορετικού επιπέδου διαγνώσεις προσπαθούν να εντοπίσουν τους λόγους της αναδυσης εξουσιαστικών νοοτροπιών. Ίσως να είμαστε πιο δυνατοί/ες από όσο φανταζόμαστε για την επίλυση ζητημάτων που μπλοκάρουν τη δημιουργικότητα και την αποτελεσματικότητα των συλλογικών μας προσπαθειών για χειραφέτηση αν συλλαβουμε τις εξελίξεις έξω από τον “τόπο” του αγώνα ως σχετικές με αυτόν, αν αναπλαισιώσουμε σε ένα ευρύτερο ορίζοντα αυτό που είμαστε και κάνουμε. Να σκεφτούμε και να δράσουμε ως εάν ο ορίζοντάς μας να είναι η τολμηρή και αποφασιστική αναμέτρηση με βαθειά υπαρξιακά ζητήματα που αφορούν τη φυσιογνωμία των κοινωνιών μας.

Μπορούμε επίσης να προσεγγίσουμε αυτά για τα οποία παλεύουμε με άλλο μάτι. Θέλουμε οι άνθρωποι να είναι ελεύθεροι και ίσοι. Τι πλεονέκτημα γεννά μια τέτοια αντίληψη για τη συλλογική ζωή και για την οργάνωση και επιτέλεση των κοινωνικών μας λειτουργιών; Θέλουμε οι άνθρωποι να έχουν λόγο για αυτά που τους αφορούν. Αυτό γεννά μόνο δυσκολίες και φαίνεται πρακτικά ανεφάρμοστο ή έχει λειτουργικές και μεθοδολογικές αρετές στις οποίες δεν δίνουμε την απαιτούμενη έμφαση;

Αναγνωρίζουμε τις ιεραρχικές δομές ως “αναγκαίο κακό” για τις ανάγκες του αγώνα γιατί γεννούν εξουσιαστικές νοοτροπίες. Μήπως όμως υπάρχουν καταστάσεις και πρακτικές όπου η ιεραρχία αντί να γεννά εξουσιαστικές νοοτροπίες διαμορφώνει έξεις αλληλοσεβασμού και αμοιβαίας αναγνώρισης που αποδυναμώνουν την παγίωση και αναπαραγωγή της ως καταπιεστικού μηχανισμού; Μήπως, αν είμαστε πιο διεισδυτικοί/ες είμαστε σε θέση να εξετάσουμε την υπόθεση ότι η καταπίεση δεν αναδύεται από την ιεραρχία αλλά από άλλες ποιότητες του τρόπου με τον οποίο σκεφτόμαστε και οργανώνουμε την ανθρώπινη συνεργασία και συλλογική δραστηριότητα;

Μήπως αντί μόνο να προσπαθούμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στην ιεραρχία και τη δικτύωση, αξίζει να σκεφτούμε ότι υπάρχουν κακές και καλές εκδοχές τόσο της δικτύωσης όσο και της ιεραρχίας; Μήπως αξίζει τον κόπο να επιδοθούμε σε μια συστηματική εξέταση της υπόθεσης ότι η ιεραρχία και η δικτύωση μπορούν να αποτελούν διαφορετικές όψεις μια “μορφής ζωής” που είναι ρυθμισμένη έτσι ώστε να διευρύνει τις καλές εκδοχές και των δύο και να λειτουργεί τοξικά για τις κακές εκδοχές τους;

Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι πολλές φορές εστιάζουμε υπέρβολικά και απορροφούμαστε από τη σύγκρουση με τις ελίτ και τους εκφραστές τους. Φαίνεται να λειτουργούμε ως εαν η δική τους ήττα να σημαίνει αυτόματα επίλυση των αδιεξόδων και την εξαφάνιση των σύγχρονων προκλήσεων. Και δεν δίνουμε ένα σημαντικό ποσό της ενέργειας και του χρόνου μας να σκεφτούμε πώς θα επιτελούνταν διαφορετικά οι βασικές κοινωνικές λειτουργίες με τις υφιστάμενες ενσωματωμένες δυνατότητες, πώς θα διευθετούσαμε κρίσιμα ζητήματα και τι είδους μεθοδολογίες και κοινωνικές πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να πραγματευθούν τις σύγχρονες προκλήσεις έτσι ώστε να δώσουν πραγματικές απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα.

Αν αρχίσουμε να θεωρούμε τα προβλήματα, τα αδιέξοδα και τις προκλήσεις που αντιμετώπιζει η ανθρωπότητα ως άμεσα δική μας υπόθεση – όχι έμμεσα δια της πάλης εναντίον αυτού που τα προκαλεί – και αν διευρύνουμε το πεδίο των λύσεων ώστε να συμπεριλάβει την ανθρώπινη δραστηριότητα στους πιο απίθανους τομείς, τότε θα αρχίσουμε να διαμορφώνουμε μια νέα “μορφή ζωής”, ένα νέο πλαίσιο οργανωσιακών αρχών, μεθόδων και νοητικών εικόνων, που θα μπορεί πραγματικά να σηκώσει – όχι μόνο την σύγκρουση εναντίον των ελίτ υπερβαίνοντας κινηματικές “κατάρες” – αλλά το “βάρος” της λειτουργίας των κοινωνιών μας που φαίνεται να ασφυκτιούν.

Αν αρχίσουμε να αρθρώνουμε με κατάλληλο τρόπο τις υφιστάμενες δυνατότητες που έχει γεννήσει η ανθρωπίνη δραστηριότητα τότε θα αποκτήσουμε την αυτοπεποίθηση ότι είναι δυνατό να θέσουμε την ανθρωπότητα σε μια διαφορετική πορεία. Και πραγματικά πιστεύω ότι αν πιστέψουμε ότι είμαστε σε θέση να πετύχουμε κάτι τέτοιο τότε η ήττα του νεοφιλελευθερισμού και η δύση της παντοδυναμίας των ελίτ θα είναι πια θέμα χρόνου.

Τροποποιώντας το «λειτουργικό σύστημα» της Αριστεράς

Δεν είναι εύκολο να αποτιμηθεί το βάθος των συνεπειών από το γεγονός ότι μια κυβέρνηση με αναφορά στην Αριστερά συνεχίζει την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής. Αυτό το συντριπτικό πλήγμα στην αριστερή εκδοχή της αντίστασης στη σύγχρονη απολυταρχία ενεργοποιεί νέες δυναμικές στο κοινωνικό σώμα: η Αριστερά βαθμιαία αλλά γρήγορα εγγράφεται στις καθεστωτικές δυνάμεις που πλήττουν τις ήδη εξουθενωμένες λαϊκές τάξεις και δημιουργούνται ευνοϊκές προϋποθέσεις είτε για την κανονικοποίηση της βαρβαρότητας είτε για την άνοδο του εθνικισμού και της ακροδεξιάς. Η αριστερή λιτότητα σε συνδυασμό με τη γεωπολιτική, πολεμικού χαρακτήρα ένταση στην ευρύτερη περιοχή, τις τρομοκρατικές ενέργειες και τα προσφυγικά ρεύματα διευρύνουν δυσμενώς το όριο του τι μπορεί να συμβεί στην ελληνική κοινωνία στο μέλλον.

Αυτή η διαπίστωση καθιστά σήμερα ακόμη πιο επίκαιρη τη συζήτηση αναφορικά με τους τρόπους και τις μεθόδους οργάνωσης των λαϊκών τάξεων ώστε να αποκτήσουν ανθεκτικότητα απέναντι σε απρόβλεπτες εξελίξεις, την εμπέδωση της χρηματοοικονομικής απολυταρχίας και την ενίσχυση της ακροδεξιάς. Για να ανταποκριθούμε στις σημερινές προκλήσεις είναι απαραίτητη μια ριζική μεταστροφή νοοτροπιών και προσανατολισμού σε μια κατεύθυνση παραγωγής οικονομικής και κοινωνικής ισχύος υπό τον έλεγχο των πολιτών. Στόχος είναι η σχετική αυτονομία βασικών λειτουργιών που σήμερα ελέγχονται από κέντρα στα οποία δεν έχουμε πρόσβαση ή επιρροή. Η εν λόγω αυτονομία είναι αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση της όποιας πολιτικής πρωτοβουλίας θέτει την επιβίωση του λαού, την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την ανάσχεση του φασισμού στο επίκεντρο.

Σε προηγούμενο άρθρο είχα υποστηρίξει ότι, χωρίς τη διεύρυνση της αυτονομίας της, η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορεί να επιβιώσει με αξιοπρέπεια ούτε να αντιμετωπίσει με στοιχειώδη επάρκεια ενδεχόμενες καταστάσεις κατάρρευσης ή αναστολής του κλασικού οικονομικού κυκλώματος. Σε άλλο άρθρο υποστήριξα ότι είμαστε πολύ πιο δυνατοί από ό,τι επιτρέπουμε στον εαυτό μας να αντιληφθεί όσο μένουμε προσκολλημένοι σε καθιερωμένα φαντασιακά και πολιτικές φόρμες. Εδώ θα αναφερθώ σε κάποιες σκέψεις αναφορικά με την τροποποίηση πτυχών της παραδοσιακής αριστερής πρακτικής, οι οποίες μπορεί να φανούν χρήσιμες σε μια Αριστερά που ευελπιστεί να είναι σχετική με την περίοδο, ικανή να αξιοποιήσει τις σημερινές δυνατότητες και χρήσιμη στον ελληνικό λαό.

Η παραδοσιακή αριστερή πολιτική μεθοδολογία οργανώνεται γύρω από την αντιπροσωπευτική δημοκρατική λειτουργία: στήριξη κινημάτων και αιτημάτων που απευθύνονται στην εκλεγμένη κυβέρνηση και το κράτος, σύνταξη πολιτικού προγράμματος, διαμόρφωση κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, εκλογικός αγώνας, επιδίωξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και συγκρότηση κυβέρνησης με σκοπό την εφαρμογή του προγράμματος. Αυτή η μεθοδολογία προϋποθέτει ότι η άλλη πλευρά, οι ελίτ, δεσμεύεται από τους κανόνες της δημοκρατικής αντιπροσωπευτικής λειτουργίας: αν μια εκλεγμένη κυβέρνηση πλήττει τα συμφέροντά τους, οι ελίτ σέβονται το δικαίωμά της να εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική (τουλάχιστον εμφανίζονται να διατηρούν ένα πρόσχημα σεβασμού) και οργανώνουν μέσω των πολιτικών φορέων που τις εκπροσωπούν πολιτικό αγώνα, ώστε μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες να υπάρξει κυβερνητική αλλαγή προς την κατεύθυνση που επιθυμούν. Όμως, γνωρίζαμε εδώ και καιρό ότι οι ελίτ δεν δεσμεύονται πλέον από αυτούς τους κανόνες. Αυτή είναι η επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού. Τα τελευταία 30 χρόνια διευρύνεται μια σύγχρονη απολυταρχία που ανέχεται τη δημοκρατική μορφή αλλά όχι και την ουσία της: την πρόσβαση των πολιτών χωρίς οικονομική ισχύ στις κρίσιμες αποφάσεις για τις κοινωνίες.

Η παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία της Αριστεράς (όπως αυτή εκφυλίστηκε μέσα στη φαινομενική θαλπωρή της «εύρωστης» πολιτικής και θεσμικής οργάνωσης των δυτικών κοινωνιών) διέπεται αυθόρμητα από την πίστη ότι η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας εξασφαλίζει ένα ποσό ισχύος ικανό να επιτύχουμε την ικανοποίηση βασικών κοινωνικών αιτημάτων. Αυτό όμως δεν ισχύει εδώ και καιρό (αν ίσχυε ποτέ στο βαθμό που το χρειαζόμαστε σήμερα). Η προσκόλληση στην εν λόγω πολιτική μεθοδολογία κατέστησε την Αριστερά ατροφική ως προς τη δυνατότητά της να συμβάλει στην παραγωγή εκ νέου λαϊκής ισχύος από την ίδια την αυτο-οργάνωση των ανθρώπων. Όμως, η δημοκρατία δεν υπάρχει πια αν δεν έχεις την ισχύ να την επιβάλλεις. Τα «καύσιμα» από την παραγωγή ισχύος των προηγούμενων γενιών τελείωσαν. Δεν έχουμε πια ως λαϊκές τάξεις την ισχύ ώστε να επιβάλλουμε τη συμμετοχή μας στις κρίσιμες αποφάσεις. Τώρα πια, αν θέλουμε να έχουμε δημοκρατία και αξιοπρεπή ζωή, πρέπει να παράγουμε και την ισχύ που χρειαζόμαστε για να τα επιβάλουμε.

Για να υπηρετήσουμε μια στρατηγική που παράγει εκ νέου ισχύ, απαιτείται ένας ριζικός μετασχηματισμός νοοτροπιών, μεθοδολογίας, φαντασιακού και οργανωσιακής διάταξης. Απαιτείται πρώτα από όλα η μετατόπιση του «κέντρου βάρους» της πολιτικής μεθοδολογίας, από την εκφώνηση και εκπροσώπηση «απόψεων και προγραμμάτων» που είναι στον «αέρα» αφού βασίζονται στην υποτιθέμενη δέσμευση των ελίτ στο δημοκρατικό παιχνίδι («αποκλείεται να μας πουν όχι») στην ενίσχυση/καλλιέργια/υποβοήθηση/διασύνδεση/αναβάθμιση/συντονισμό των παραγωγικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων των ίδιων των πολιτών. Αντί να επικεντρωνόμαστε αποκλειστικά στην πολιτική εκπροσώπηση των λαϊκών τάξεων, πρέπει να είμαστε σε θέση να συμβάλουμε στη διαμόρφωση μιας ισχυρής οργανωσιακής ραχοκοκαλιάς για τη διαμόρφωση αυτόνομων (από τα κέντρα ελέγχου των ελίτ), ανθεκτικών και δυναμικών δικτύων συνεταιριστικών παραγωγικών μονάδων και διανομής, τοπικών «κυττάρων» αυτο-κυβέρνησης, δημοκρατικού ελέγχου τοπικών υποδομών και ενεργειακών συστημάτων, αυτο-οργανωμένων δομών κάλυψης κοινωνικών αναγκών κ.ο.κ. Η αυτονομία βασικών λειτουργιών ισοδυναμεί με παραγωγή οικονομικής και κοινωνικής ισχύος, η οποία είναι απαραίτητη ώστε οι παραδοσιακές μορφές πολιτικού αγώνα και εκπροσώπησης να αποκτήσουν ανθεκτικότητα και δυνατότητα πραγματικής ηγεμονίας σε επιχειρησιακό επίπεδο.

Η παραδοσιακή Αριστερά, όπως κατέδειξε το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ, παραμένει αδιάφορη απέναντι στις υπαρκτές σημερινές δυνατότητες, αδυνατώντας να κατανοήσει ότι η μόνη πηγή ισχύος για να επιτύχει οτιδήποτε είναι ακριβώς οι ενσωματωμένες δυνατότητες των ανθρώπων. Ήταν σύνηθες τα τελευταία χρόνια φίλοι και γνωστοί που γνωρίζουν καλά έναν τομέα να ζητούν από τους οργανωμένους στον ΣΥΡΙΖΑ κάποιο τρόπο να βοηθήσουν στον συγκεκριμένο τομέα. Η ικανότητα απορρόφησης αυτής της διαθεσιμότητας υπήρξε απογοητευτική. Επιπρόσθετα, η παραδοσιακή νοοτροπία της Αριστεράς δεν αναγνωρίζει τη σημασία των ενσωματωμένων ικανοτήτων των μελών της, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην ιδιαίτερη πολιτική τους ταυτότητα και τη «χρησιμότητά» τους σε ένα εσωτερικό παιχνίδι εξουσίας. Αν κάτι πρόσφεραν στις ΟΜ τα δίκτυα αλληλεγγύης, ήταν η αναγνώριση των δεξιοτήτων των μελών ως σημαντικό στοιχείο τους στο πλαίσιο της ζωής της οργάνωσης.

Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια συλλογική μορφή και λειτουργία με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία εκπαιδεύει το κομματικό δυναμικό οξύνοντας συγκεκριμένες δεξιότητες: η πολιτική ικανότητα επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στη διαμόρφωση προγράμματος, την πολιτική ρητορική (κεντρική εκφώνηση, εξορμήσεις, καμπάνιες), την πολιτική συμμαχιών, τον προεκλογικό αγώνα κ.ο.κ. Στο εσωτερικό, τα μέλη αναλώνονται σε παιχνίδια εξουσίας και επιρροής μέσα σε κομματικές διαδικασίες ώστε να τροποποιήσουν την πολιτική εκφώνηση και το στίγμα του προγράμματος προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Δεν αναφέρομαι στην «κακή» εκδοχή της παραπάνω διαδικασίας (προσωπικές στρατηγικές, καταπάτηση συλλογικών κανόνων, υποτίμηση δημοκρατικών διαδικασιών, αδιαφανείς διαδικασίες απόφασης κ.ο.κ), γιατί η τροποποίηση στη μεθοδολογία που απαιτούν οι περιστάσεις υπερβαίνει την ανάγκη αντιμετώπισης τέτοιων παθογενειών.

Η μετατόπιση του «κέντρου βάρους» της πολιτικής μεθοδολογίας, από την εκπροσώπηση «απόψεων» στην υποστήριξη και καλλιέργεια της δράσης των πολιτών, τροποποιεί και τα κριτήρια αξιολόγησης και επιτυχίας. Βασικό κριτήριο επιτυχίας είναι ο αριθμός των ανθρώπων που εμπλέκονται στην ανάπτυξη του δικτύου παραγωγής ισχύος, ο βαθμός και η ένταση της «εξόρυξης» των δυνατοτήτων τους για την ενδυνάμωση του δικτύου, αλλά και η μεθοδική προετοιμασία διασύνδεσης κρατικών, θεσμικών και άλλων δομών με το εν λόγω δίκτυο (μέσω του μετασχηματισμού τους) όταν και αν κάτι τέτοιο γίνει δυνατό. Τα παραπάνω κριτήρια αξιολόγησης προάγουν με τη σειρά τους συγκεκριμένες δεξιότητες στο προφίλ των εμπλεκόμενων ανθρώπων: δεξιότητες εύρυθμης και αποτελεσματικής δημοκρατικής, συλλογικής λειτουργίας και ποιότητες που ενδυναμώνουν τη συνεργασία. Η δημοκρατία και η συνεργασία δεν είναι πλέον ένα «δέον», κάτι που επιτελούμε «από καθήκον», αλλά αποκτά νευραλγική επιχειρησιακή σημασία: η παραγωγή ισχύος που χρειαζόμαστε προκύπτει από την απελευθέρωση των δυνατοτήτων των ανθρώπων. Αυτές οι δυνατότητες απελευθερώνονται και γίνονται ενεργές μόνο όταν οι άνθρωποι συνεργάζονται ισότιμα στη βάση ενός κοινού στόχου και όταν αναγνωρίζεται η αξία των ενσωματωμένων δυνατοτήτων τους με το να μεταβιβάζονται σε αυτούς οι αποφάσεις που σχετίζονται με αυτές.

Εδώ εντάσσεται και ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που σχετίζεται με το πολιτικό φαντασιακό της παραδοσιακής Αριστεράς. Για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε σοβαρά μια τέτοια πολιτική στρατηγική, χρειαζόμαστε ένα νέο μοντέλο ηγεσίας (leadership). Δεν αναφέρομαι μονάχα στην κεντρική ηγεσία, αλλά στην ηγετική λειτουργία που διέπει όλα τα επίπεδα ενός σύνθετου οργανισμού. Η ηγεσία είναι μια πραγματική, δομική συνέπεια των σύνθετων οργανισμών. Παράγεται από την ανάγκη διασύνδεσης πολλών μερών ενός σύνθετου συστήματος. Η επαφή μεταξύ των μερών δεν εμπλέκει το σύνολο του εκάστοτε μέρους και σε αυτό το σημείο αναδύεται η ηγεσία ως λειτουργία [1]. Ο πολιτικός προσανατολισμός ανάπτυξης ενός δικτύου παραγωγής λαϊκής ισχύος απαιτεί μια ηγεσία που δεν εμφανίζει τη ροπή απόσπασης αποφάσεων από τα υπόλοιπα μέλη του εκάστοτε μέρους του δικτύου, λόγω του ότι έχει μεγαλύτερη πρόσβαση στην πληροφορία και άμεση διασύνδεση με περισσότερους κόμβους του δικτύου [2]. Και τούτο διότι, αν η ισχύς του δικτύου παράγεται από την «εξόρυξη» ενσωματωμένων δυνατοτήτων όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων και αυτή η «εξόρυξη» είναι δυνατή μόνο όταν οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση στις αποφάσεις που σχετίζονται με αυτές τις δυνατότητες, τότε το μοντέλο ηγεσίας που αντιστοιχεί σε αυτή τη λογική έχει ως βασικό της χαρακτηριστικό τον συντονισμό των υπολοίπων για να πάρουν τις αποφάσεις.

Μια ηγεσία είναι «καλή» όταν επιτυγχάνει τον καλύτερο και λειτουργικότερο συντονισμό για την παραγωγή μιας απόφασης και όχι όταν λαμβάνει αυτή τις «καλύτερες» αποφάσεις. Καθ’ υπερβολή, η ηγεσία είναι αδιάφορη ως προς το περιεχόμενο των επιμέρους αποφάσεων και εστιάζει στην εύρυθμη λειτουργία, συντονισμό και διασύνδεση των κόμβων ενός σύνθετου δικτύου δημοκρατικών διαδικασιών απόφασης μεταξύ συνεργατικών ομάδων παραγωγής ισχύος. Κύριο μέλημά της είναι η διαρκής αναβάθμιση αυτής της λειτουργίας, η ενσωμάτωση νέων μεθόδων και εργαλείων, η αξιοποίηση της πείρας για τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών κ.ο.κ [3]. Με άλλα λόγια, αν αποσπάμε αποφάσεις από τους ανθρώπους αποδυναμωνόμαστε, γιατί δεν επιτρέπουμε τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους. Και αυτό ισοδυναμεί με «κακή» ηγεσία.

Για την ανάπτυξη τέτοιου τύπου ποιοτήτων και νοοτροπιών υπάρχει αρκετή τεχνογνωσία την οποία πρέπει να αξιοποιήσουμε στο έπακρο. Πολλές φορές ενώ συμφωνούμε ότι πρέπει να «εμπλέξουμε» την κοινωνία, δεν γνωρίζουμε πώς να το κάνουμε με τρόπο που πραγματικά εμπνέει, διαρκεί στον χρόνο και φέρνει ουσιαστικά αποτελέσματα. Αυτό όμως είναι απολύτως λογικό, γιατί απαιτεί ικανότητες και γνώσεις που δεν προάγονται από την παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία ή αναπτύσσονται σε περιορισμένο βαθμό και με δυσλειτουργικό τρόπο. Ακόμη χειρότερα, μπορεί να διαθέτουμε ως άτομα τέτοιες ικανότητες, οι οποίες όμως αποκλείονται από πολιτικούς οργανισμούς που αδιαφορούν για αυτές.

Συνεπώς, μπορούμε να φανταστούμε μια αταξινόμητη με παραδοσιακούς όρους, υβριδική πολιτικό-κοινωνική συλλογικότητα η οποία κατά κύριο λόγο συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας ραχοκοκαλιάς που ενισχύει, διασυνδέει, διευκολύνει, μεταφέρει τεχνογνωσία στα διάφορα σημεία του δικτύου, ενοποιεί για να αυξήσει τη βιωσιμότητα επιμέρους λειτουργιών, συμβάλει στη δημιουργία καινοτόμων θεσμίσεων που ενισχύουν συνολικά τις επιμέρους λειτουργίες και καλλιεργούν σχετικές νοοτροπίες κοκ. Μια τέτοια «οργάνωση» που έχει επιτύχει μια καλύτερη στάθμιση μεταξύ πολιτικής αντιπροσώπευσης και παραγωγής ισχύος μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για τη διαμόρφωση ενός δικτύου παραγωγής λαϊκής ισχύος, η οποία είναι απαραίτητη για να ανταποκριθούμε στην πίεση που δέχεται η κοινωνία από τη σύγχρονη απολυταρχία και στους κινδύνους που ανοίγονται μπροστά μας.

______________________

Σημειώσεις

[1] Δεν εξαντλώ προφανώς όλες τις πτυχές της έννοιας της ηγεσίας.

[2] Σε αυτό το σημείο ας κρατήσουμε ότι η ψηφιακή τεχνολογία και συγκεκριμένα η μεγάλη ταχύτητα διάδοσης της πληροφορίας σε πραγματικό χρόνο και η ευκολία όλων στην πρόσβαση σε δεδομένα για διαδικασίες που γίνονται παράλληλα σε διαφορετικά σημεία του συστήματος, ενδεχομένως διευκολύνει την ανάπτυξη ενός διαφορετικού μοντέλου ηγεσίας, αμβλύνοντας την τάση απόσπασης αποφάσεων από τους κόμβους επικοινωνίας.

[3] Στο βιβλιαράκι «Λογική και Μέθοδος μιας Αριστερής Κυβέρνησης» αναφέρονται στοιχεία μιας παρόμοιας νοοτροπίας διακυβέρνησης σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής, που σχετίζονται με το μοντέλο ηγεσίας που απαιτούν οι συνθήκες.

 

*Δημοσιεύθηκε στο RedNotebook στις 22/12/2015

Συνέντευξη στο «Δρόμο της Αριστεράς»: Η πιο θετική διέξοδος είναι να σκεφτούμε σοβαρά μια νέα στρατηγική

Συνέντευξη στον Δρόμο της Αριστεράς και στον Γιώργο Παπαϊωάννου στις 29/8/2015

Ο Ανδρέας Καρίτζης ήταν μέχρι πριν από περίπου ένα χρόνο μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ. Είχε παραιτηθεί «αθόρυβα», παραμένοντας μέλος της Κ.Ε., διαπιστώνοντας σημαντικές ελλείψεις στην πολιτική στρατηγική και τον κεντρικό συντονισμό του κόμματος. Μετά τις τελευταίες εξελίξεις, αποστασιοποιείται συνολικότερα από τα όργανα του κόμματος και την πολιτική που αυτό εφαρμόζει και την Παρασκευή 28 Αυγούστου, δημοσιοποίησε την παραίτησή του από την Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ.

Μιλήσαμε μαζί του για τους λόγους που οδήγησαν στη σημερινή εξέλιξη και τα βασικά προβλήματα στην στρατηγική αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ. «Μια άλλη μεθοδολογία θα ήταν να ρίξουμε όλο μας το βάρος στην απελευθέρωση των δυνατοτήτων των ανθρώπων», τονίζει ο Ανδρέας Καρίτζης και επισημαίνει ότι «πολύ λιγότερα πράγματα παίχτηκαν το 2015, απ’ ό,τι στην περίοδο από το 2012 μέχρι το 2015», δίνοντας έμφαση στην «προετοιμασία» του ΣΥΡΙΖΑ για τη διακυβέρνηση. Μιλώντας, τέλος, για το τι είναι αναγκαίο να γίνει σήμερα, ο Α. Καρίτζης δηλώνει: «Δεν μιλάμε για μια πολιτική στρατηγική ενός πολιτικού προσωπικού, αλλά για μια πολιτική στρατηγική μιας κοινωνίας που τίθεται σε κίνηση για να αμυνθεί και να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της».

Είχες θέσει πριν από ένα περίπου χρόνο, το δίλημμα «ανύψωση του φρονήματος ή διαπαιδαγώγηση στην υποταγή». Αν το πούμε κάπως συμβολικά (γιατί στην πραγματικότητα δεν ισχύει, αυτά κρίθηκαν σε ευρύτερες διαδικασίες και χρόνους) από την Κυριακή του δημοψηφίσματος μέχρι την Κυριακή της συμφωνίας μοιάζει σαν να διανύθηκε αυτή η απόσταση…

Πράγματι, το δημοψήφισμα, το φρόνημα που έδειξε και το αποτέλεσμά του, είναι φανερό ότι βρίσκονται σε αντίθεση με την τελική έκβαση της συμφωνίας και με την αίσθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Αλλά αυτό κυρίως οφείλεται στο γεγονός ότι δεν χαρακτήρισε το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, η μεθοδολογία που απαιτείται για να έρθουν αποτελέσματα μπροστά σε μια νέα συνθήκη πολιτικής, όπως αυτή που διαμορφώνεται, με το τέλος της δημοκρατίας στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Δεν είχαμε, να το πω διαφορετικά, τροποποιήσει κατάλληλα και έγκαιρα τη φυσιογνωμία, τη μεθοδολογία και την αντίληψή μας για την πολιτική. Είχαμε μείνει σταθερά στο ότι θα γίνει σεβαστή η δημοκρατία. Κάτι που φαινόταν από πριν ότι δεν θα συμβεί και άρα θα έπρεπε με έναν τρόπο να είχαμε προετοιμάσει μία διαφορετική στρατηγική.

Φαινόταν όμως από πριν, όπως είπες, υπήρχαν τα δείγματα για το ποια θα είναι η αντιμετώπιση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Γιατί αυτό δεν υπολογίστηκε στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ; Είναι θέμα έλλειψης κάποιων κριτηρίων κατανόησης, ιδεολογικής και πολιτικής αντίληψης;

Υπάρχουν δύο βασικές εξηγήσεις. Η μία, η θετική ας πούμε, είναι ότι μιλάμε για μια μείζονα ιστορική εξέλιξη όταν αναφερόμαστε στο τέλος της δημοκρατίας στην Ευρώπη, άρα ακόμα κι αν κανείς είχε αυτή την εκτίμηση, θα ήταν δύσκολο να την μετουσιώσει σε πολιτική και να οδηγήσει σε μια άλλη έκβαση την διαπραγμάτευση. Η αρνητική εξήγηση είναι ότι η παραδοσιακή Αριστερά, όντας εμποτισμένη από έναν τρόπο άσκησης πολιτικής όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, φάνηκε να βολεύεται σε μια τέτοιου τύπου πολιτική και δεν είχε την τόλμη και το θάρρος να διερευνήσει άλλες μεθοδολογίες, οι οποίες όμως ήταν απαραίτητες απ’ ό,τι φάνηκε.

Ποια θα ήταν, λοιπόν, μια άλλη άσκηση πολιτικής, μια μεθοδολογία πέρα από την παραδοσιακή;

Η γνώμη μου είναι ότι αυτό που φάνηκε είναι ότι δεν έχουμε την ισχύ να επιβάλουμε ως κοινωνία, τον σεβασμό από τα κέντρα ισχύος στις επιλογές μας. Μας λείπει η ισχύς. Είχαμε μια άποψη, ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η κατάκτηση της κυβέρνησης, ας το πούμε έτσι, θα μας δώσει τα απαραίτητα ποσά ισχύος. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Μια άλλη μεθοδολογία θα ήταν να ρίξουμε όλο μας το βάρος στην απελευθέρωση των δυνατοτήτων των ανθρώπων, ώστε να φτιαχτούν κοινωνικές και οικονομικές διαδικασίες τέτοιες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάποια αυτονομία των βασικών λειτουργιών της κοινωνίας, ώστε να μην εξαρτόμαστε τόσο πολύ από αυτούς που ελέγχουν τη ροή του χρήματος και μπορούν να επιβάλουν, τελικά, τις πολιτικές τους, υπό την απειλή ότι θα καταρρεύσουν οι βασικές λειτουργίες της κοινωνίας.

Υπάρχουν αυτές οι δυνατότητες και θα μπορούσαν να δώσουν λύσεις;

Είμαστε μια κοινωνία με πολύ μεγάλες δυνατότητες, αλλά δεν ήταν στο επίκεντρο της δικής μας πολιτικής μεθοδολογίας η απελευθέρωσή τους. Με την έννοια των παραγωγικών κυκλωμάτων, των οικονομικών και κοινωνικών θεσμίσεων και πρακτικών, που θα μας έδιναν τη δυνατότητα να έχουμε πραγματική ισχύ στη διαπραγμάτευση. Να μην εξαρτάται η έκβαση της διαπραγμάτευσης από το αν θα γίνει σεβαστό ή όχι το εκλογικό αποτέλεσμα.

Με τον τρόπο αυτό θεωρείς ότι δεν έλειψε απλώς ένα εναλλακτικό οικονομικό σχέδιο, αλλά η σύνδεση με τις ανάγκες της κοινωνίας και η στήριξη σε αυτήν. Αυτό, όμως, θα χρειαζόταν μια άλλη, πολύ πιο βαθιά προετοιμασία όλο το τελευταίο διάστημα, η οποία δεν έγινε.

Ακριβώς για αυτό η γνώμη μου είναι ότι πολύ λιγότερα πράγματα παίχτηκαν το 2015, από ό,τι στην περίοδο από το 2012 μέχρι το 2015. Τότε υπήρχε ο χρόνος να προσαρμοστείς στις νέες συνθήκες και να αναπτύξεις μια άλλη πολιτική στρατηγική που δίνει έμφαση στην απελευθέρωση δυνατοτήτων και την παραγωγή αυτών των διαδικασιών που έλεγα πριν, που θα σου έδιναν τη δυνατότητα, εν μέρει, να έχεις την κοινωνία και τους πολίτες, τους ανθρώπους, ενεργητικούς. Όχι με την έννοια μόνο της διεκδίκησης, αλλά και της αυτόνομης επιτέλεσης των βασικών λειτουργιών της κοινωνίας. Όσο ήταν δυνατό, βέβαια, γιατί προφανώς δεν μπορείς να αντικαταστήσεις όλο το κλασικό οικονομικό κύκλωμα με άλλες διαδικασίες. Μπορείς, όμως, τουλάχιστον να έχεις μία τέτοια κατεύθυνση.

Αυτό, έτσι όπως το περιγράφεις, θα απαιτούσε μία ριζικά διαφορετική αντιμετώπιση του λεγόμενου εσωτερικού μετώπου. Είδαμε, όμως, ότι και στο μέτωπο αυτό -αν υποθέσουμε ότι στο μέτωπο της διαπραγμάτευσης υπήρχε ένα σημαντικό θέμα ισχύος- ενώ υπήρχαν πολλές κοινωνικές δυνάμεις που θα απαιτούσαν μια ρήξη με το πολιτικό σύστημα και την οικονομική ολιγαρχία, αυτό δεν έγινε.

Όντως, ας υποθέσουμε ότι ακόμα και με μια καλή προετοιμασία, θα μπορούσε το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης να είναι κακό γιατί είναι αρνητικός ο συσχετισμός δύναμης διεθνώς. Από την άλλη μεριά, για να αναδειχθούν οι δυνατότητες των ανθρώπων χρειάζεται και η απελευθέρωσή τους από κάποια δεσμά. Είναι σύμφυτο, δηλαδή, με μια αλλαγή νοοτροπίας για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το πολιτικό σύστημα, για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την εσωτερική οργάνωση της κοινωνίας. Εκεί που ακριβώς δεν υπήρχε εσωτερική -ας το πούμε έτσι- υπέρτερη δύναμη, φάνηκε ο ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει τη μέριμνα να αναπτύξει αυτά τα χαρακτηριστικά, να αναδείξει μια άλλη νοοτροπία διακυβέρνησης, μια άλλη σοβαρότητα ως προς τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το κράτος, και άρα να κάνει τις απαραίτητες κινήσεις και αναδιανομής αλλά και αντιμετώπισης χρόνιων παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας. Αναφέρομαι κυρίως στην αυθαιρεσία της ολιγαρχίας, αλλά και μία διοικητική νοοτροπία από τη μεριά και του κράτους, αλλά και του πολιτικού συστήματος, που κινείται στη βάση όχι κάποιου σχεδίου που έχει μια σοβαρότητα, ας πούμε, για το μέλλον της κοινωνίας, ένα όραμα κ.λπ., αλλά αντιμετωπίζει ευκαιριακά τα προβλήματα.

Ακόμα, όμως, και βλέποντας τη σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου ή τις τοποθετήσεις στελεχών σε οργανισμούς του Δημοσίου, φαίνεται ότι όχι μόνο δεν πήγε να δοθεί μια σύγκρουση, αλλά ότι οι εκπρόσωποι του παλιού πολιτικού και οικονομικού συστήματος, για παράδειγμα του Σημιτικού περιβάλλοντος κ.λπ., πήραν ρόλους και θέσεις στην κυβέρνηση.

Η γνώμη μου είναι ότι οδηγείσαι σε τέτοιες επιλογές όταν δεν έχεις ένα σοβαρό σχέδιο μετασχηματισμού του κράτους και του πολιτικού συστήματος. Όταν απουσιάζει η αυτοπεποίθηση και η πίστη ότι αυτό που λες είναι κάτι που θα ήταν μια προσφορά για την ελληνική κοινωνία, πέρα και έξω ακόμη από το κλασικό δίπολο «Αριστερά-Δεξιά». Όταν αυτό το αίτημα της ελληνικής κοινωνίας, που είναι πολύ πιο βαθύ, δεν το αξιολογείς ως τέτοιο, όταν κινείσαι με μια αντίληψη και με μια κατεστημένη μεθοδολογία, είναι λογικό τα κριτήρια με τα οποία θα κρίνεις τους ανθρώπους που θα βάλεις να σχετίζονται με την πείρα στην κλασική λειτουργία του κράτους.

Ανάμεσα σε όλα τα άλλα που συζητάμε, έχουμε και την ακύρωση του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ. Οι αποφάσεις της Κ.Ε., ακόμα και της τελευταίας για έκτακτο συνέδριο, ακυρώνονται ή αγνοούνται. Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα βλέπουμε να αποσαρθρώνεται. Πιστεύεις ότι μετατρέπεται σε έναν οργανισμό διαφορετικό; Μήπως οδηγείται σε μια «ΠΑΣΟΚοποίηση» με ένα δυναμικό, σε μεγάλο βαθμό κρατικοποιημένο, που θα στηρίζει τυφλά μία ηγεσία;

Είναι το αποκορύφωμα της έλλειψης βούλησης και ενδιαφέροντος για να αλλάξουν τα πράγματα. Το κόμμα θα έπρεπε να είναι η δύναμη και το όπλο μιας κυβέρνησης που θα ήθελε πραγματικά να κάνει τομή στην ελληνική κοινωνία και να αλλάξει το καθεστώς και τις νοοτροπίες που το συνοδεύουν. Δηλαδή, μέσα από δημοκρατικές λειτουργίες να αφουγκράζεσαι τη θέληση και τη βούληση των ανθρώπων που είναι ενεργοί και δραστηριοποιούνται. Είναι το αποκορύφωμα του ότι δεν είσαι σε θέση να επιτελέσεις αυτόν τον ρόλο που τόσο πολύ ζητά η ελληνική κοινωνία. Αυτό είναι το δυστύχημα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε, ακόμα και ανεξαρτήτως της διαπραγμάτευσης και της δυσκολίας της, να συνεισφέρει θετικά στην αναγέννηση -ας το πούμε έτσι- της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας. Και δεν το κάνει. Αποκορύφωμα αυτού του πράγματος είναι η υποτίμηση, απαξίωση και τελικά κατάργηση των δημοκρατικών διαδικασιών. Σαν να μην έχουν καταλάβει ότι ο βασικός λόγος της αρνητικής αποτίμησης όλων των κομμάτων που κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο, ήταν ότι σταδιακά αποκόπηκαν από τη δυνατότητά τους να έχουν πρόσβαση και σχέση με την κοινωνία, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την συμμετοχή κάποιων ανθρώπων σε ένα κόμμα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται σε ένα, ας το πούμε έτσι, κόμμα της Κεντροαριστεράς που θα διαχειριστεί την κατάσταση. Έτσι, θα μπορούσαμε να έχουμε δύο πόλους, μία Κεντροαριστερά, κυρίως υπό τον ΣΥΡΙΖΑ, και μία Κεντροδεξιά που είναι ζητούμενο και αυτή να ανασυγκροτηθεί. Βλέπεις το πολιτικό σκηνικό να μπορεί να «περπατήσει» έτσι;

Θα έλεγα ότι αυτό θα μπορούσε να είναι μία βάσιμη πρόβλεψη, που όμως για να επαληθευτεί χρειάζεται μία στοιχειώδη οικονομική και κοινωνική ευστάθεια, την οποία εγώ δεν βλέπω για το επόμενο διάστημα. Γι’ αυτό, αν θέλεις, αν είχε κάποιος αυτόν τον στρατηγικό προσανατολισμό, είναι λάθος, όχι μόνο γιατί δεν είναι αριστερός, αλλά και γιατί δεν είναι πολιτικά βιώσιμος…

Δηλαδή θα πάμε σε μια ακόμα πιο ρευστή κατάσταση που δυσκολεύει τέτοιους σχεδιασμούς;

Ακριβώς. Η κατάσταση δεν θα σταθεροποιηθεί, πράγμα που σημαίνει ότι αυτά τα μοντέλα δεν δημιουργούν αυτό που έχουμε ζήσει στο παρελθόν, παλιές καταστάσεις ως προς την πολιτική εκπροσώπηση, και μία, ας πούμε, έστω μακροημέρευση σε επίπεδο εξουσίας. Θεωρώ, για αυτό το λόγο, ότι πολύ σύντομα όλες αυτές οι στρατηγικές θα αναθεωρηθούν απ’ όλες τις κατευθύνσεις και απ’ όλες τις πλευρές.

Τι κάνουμε από εδώ και πέρα; Φαίνεται ότι το λαϊκό φρόνημα, για το οποίο μιλήσαμε στην αρχή, έχει δεχτεί αρκετά χτυπήματα και είναι καταρρακωμένο, ειδικά με την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στις δυνάμεις που υποστηρίζουν μία μνημονιακή λύση. Βλέπουμε να υπάρχουν προτάσεις μιας γρήγορης και άμεσης άλλης λύσης και μιας καινούργιας αριστερής ενότητας. Εσύ, μέσα από ποιους δρόμους βλέπεις να μπορεί να ανασυγκροτηθεί ο λαϊκός παράγοντας ή να ανυψωθεί το λαϊκό φρόνημα στις σημερινές συνθήκες πλέον;

Καταρχήν να πω για το φρόνημα του κόσμου όπως εκφράστηκε στο δημοψήφισμα, ότι αυτό μπορεί να δέχτηκε πλήγματα από το πώς κινήθηκε η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ μετά, ωστόσο δεν έχει χάσει τα καύσιμά του. Το δεύτερο είναι ότι μετά από μία στρατηγική ήττα, γιατί τέτοια είναι, δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις και ειδικά σε σύντομο χρονικό διάστημα, εύκολες θετικές προτάσεις διεξόδου. Η πιο θετική διέξοδος από αυτή την κατάσταση είναι να σκεφτούμε σοβαρά μια νέα πολιτική στρατηγική που να συνάδει με τις απαιτήσεις της περιόδου για να είμαστε, αν μη τι άλλο, χρήσιμοι στην κοινωνία. Άρα θεωρώ ότι όλες οι λύσεις που εμφανίζονται βραχυπρόθεσμα και ειδικά κάτω από μια κατεπείγουσα προσφυγή στις κάλπες δεν αποτελούν πραγματικές διεξόδους.

Τι θα απαιτούσε, κατά τη γνώμη σου, μια σοβαρή προσπάθεια απάντησης στη σημερινή συγκυρία;

Η έμφαση στο φρόνημα και μια νέα πολιτική στρατηγική. Δηλαδή, η ενίσχυση του φρονήματος από τη μια, αλλά και η τοποθέτηση της απελευθέρωσης των δυνατοτήτων των ανθρώπων στο επίκεντρο της πολιτικής μας στρατηγικής. Να κατανοήσουμε βαθιά ότι η κοινωνία θα υπερασπιστεί αποτελεσματικά τον εαυτό της όταν καταφέρουν οι πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς ή κάποια πολιτική δύναμη, να φτιάξει εργαλεία, ώστε οι άνθρωποι που έχουν δυνατότητες να μπορούν πραγματικά να τις χρησιμοποιήσουν για να παράξουν θετικά και δημιουργικά εγχειρήματα μέσα στην κοινωνία. Παραγωγικά, κοινωνικά, εγχειρήματα πάσης φύσεως τα οποία θα αρχίσουν να απελευθερώνουν την κοινωνία από πριν και όχι μόνο μέσω μιας αλλαγής σε επίπεδο διακυβέρνησης.

Από αυτά που λες, προκύπτει ότι χρειάζεται μία πιο σύνθετη διαδικασία και όχι λύσεις που διαμορφώνονται από τα «πάνω» ή από ένα τμήμα του προσωπικού της Αριστεράς ή του ΣΥΡΙΖΑ.

Θεωρώ ότι η πολιτική στρατηγική πρέπει να είναι πολυπρόσωπη, πολυδιάστατη, με έμφαση στη δημιουργικότητα και στην πολυδιάστατη παραγωγή πραγμάτων και καταστάσεων. Δεν μιλάμε για μια πολιτική στρατηγική ενός πολιτικού προσωπικού, αλλά για μια πολιτική στρατηγική μιας κοινωνίας που τίθεται σε κίνηση για να αμυνθεί και να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της. Αυτό ήδη συμβαίνει και το θέμα είναι να βρει η Αριστερά τον τρόπο ώστε να συμβάλει σε αυτό, να το ενισχύσει και να το κάνει και ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο.