Tag Archives: αριστερά

Πρόλογος στο βιβλίο: «Άσχημη περίοδο διαλέξατε να διαφωνήσετε..»

Ζούμε σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών. Το κυρίαρχο σύστημα οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών απειλεί σήμερα το μέλλον της ανθρωπότητας με έναν τρόπο που υπερβαίνει την καθιερωμένη κατανόηση. Σε πλανητικό επίπεδο παροξύνεται ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός, ενώ οι ελίτ όπου Γης έχουν επιδοθεί σε μια απροσχημάτιστη συγκέντρωση ισχύος περιφράσσοντας πόρους, περιοχές, γνώση και πληροφορία και αποκλείοντας με βάρβαρο τρόπο τεράστια τμήματα πληθυσμών από την πρόσβαση σε στοιχειώδη μέσα επιβίωσης.

Σε περιοχές του πλανήτη όπου οι λαοί είχαν κατακτήσει κάποια στοιχειώδη πρόσβαση σε κρίσιμες αποφάσεις – επιβάλλοντας μερικώς τις ανάγκες τους ως παράμετρο για τη λήψη αυτών των αποφάσεων – η μονομερής άρση από τη μεριά των περιφερειακών ελίτ των όποιων κοινωνικών συμβολαίων συνιστά μονόδρομο στο φόντο του παροξυσμού των πλανητικών ανταγωνισμών και των πολλαπλών αδιεξόδων που γεννά η κυρίαρχη λογική του κέρδους. Η επιθετικότητα του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού αποδομεί ανοικτά τη δημοκρατία οικοδομώντας καθημερινά μια κοινωνική και θεσμική πραγματικότητα που συνδυάζει τη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού με αυταρχικούς, δεσποτικούς τύπους διακυβέρνησης (αρχιτεκτονική της ΕΕ και της ευρωζώνης, μνημόνια, συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου κοκ).

Έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου οι ελίτ έχουν εξαπολύσει μια επίθεση για την οριστική εξάλειψη της χειραφετητικής διάστασης της νεωτερικότητας. Επιχειρείται ο ιστορικός ακρωτηριασμός της πεποίθησης ότι μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα ξεκίνησε με την ορμητική είσοδο των λαών στο ιστορικό προσκήνιο μετά τη Γαλλική επανάσταση και η επανεγγραφή αυτής της περιόδου ως μιας “στιγμής” εντός ενός μεσαίωνα που ποτέ δεν τελείωσε. Το χειραφετητικό άλμα στη νεωτερικότητα επιχειρείται να συρρικνωθεί σε μια ακόμη “εξέγερση των χωρικών” που κράτησε απαράδεκτα πολύ.

Ταυτόχρονα, μακροχρόνιες τάσεις φτάνουν στα όριά τους: περιβαλλοντική αποσταθεροποίηση, εξάντληση φυσικών πόρων, διατροφική κρίση, κατάρρευση εθνικών και περιφερειακών συστημάτων διοίκησης και επιτέλεσης βασικών λειτουργιών κοκ. Επιπρόσθετα, ένα νέο κύμα τεχνολογικών εξελίξεων (αυτοματοποίηση, ψηφιακές τεχνολογίες πληροφορίας και επικοινωνίας, μαζικά δεδομένα κοκ) αναμένεται να σαρώσει τις ήδη αποδιαρθρωμένες υφιστάμενες θεσμίσεις και κοινωνικές νόρμες φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με νέες προκλήσεις και την απειλή ενός πολύ πιο εξελιγμένου ολοκληρωτισμού.

Οι ελίτ ως οι βασικοί παράγοντες που καθορίζουν τις εξελίξεις εκδιπλώνουν, επιταχύνουν και επιδεινώνουν τα σημερινά αδιέξοδα και κινδύνους ενώ την ίδια στιγμή η κυρίαρχη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού δεν μπορεί να παράσχει το κατάλληλο εννοιολογικό πλαίσιο για την αναζήτηση πραγματικών απαντήσεων στις υπαρξιακού χαρακτήρα απειλές που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα σήμερα. Αυτές οι λύσεις πρέπει να διέπονται τουλάχιστον από (α) διατηρησιμότητα, (β) αλληλεγγύη και (γ) ανοικτότητα ώστε να αναχαιτιστούν (α) οι μακροχρόνιες τάσεις που προσεγγίζουν το όριο ενός πεπερασμένου φυσικού περιβάλλοντος, (β) η εκτόξευση της ανισότητας που βαθμιαία παίρνει τη μορφή μιας βάρβαρης και ωμής διαδικασίας εξόντωσης των φτωχών και των αδύναμων και (γ) την απειλή ενός ψηφιακού ολοκληρωτισμού. Και για τα τρία αυτά χαρακτηριστικά – που φαίνονται αναγκαία για την αποφυγή μιας βάρβαρης οπισθοδρόμησης – το κυρίαρχο πλαίσιο σκέψης και δράσης είναι εξόχως τοξικό.

Την ίδια στιγμή, ποτέ πριν στην εξελικτική μας ιστορία δεν έχουμε βρεθεί τόσο κοντά στη δυνατότητα ενός χειραφετητικού άλματος. Καθημερινά η ανθρώπινη δραστηριότητα – διανοητική και πρακτική – παράγει εμπειρίες, τεχνογνωσία, μεθόδους, κριτήρια, καινοτομίες κοκ που εγγενώς έρχονται σε αντίθεση με την παρασιτική λογική του κέρδους και του ανταγωνσμού. Μια ανθρώπινη δραστηριότητα που εκτείνεται από τους πιο προηγμένους τομείς μέχρι τη λαϊκή σοφία, ευρηματικότητα και πηγαία αλληλεγγύη των παραδοσιακότερων τμημάτων της κοινωνίας. Επίσης για πρώτη φορά στην εξελικτική μας ιστορία έχουμε ένα τεράστιο απόθεμα ενσωματωμένων στους ανθρώπους ικανοτήτων, δυνατότητες συνδεσιμότητας αλλά και πρόσβαση σε αξίες και φιλοσοφίες ζωής από διαφορετικές κουλτούρες και παραδόσεις. Ζούμε σε μια περίοδο δραματικών αλλαγών και απειλών αλλά και αδιανόητων δυνατοτήτων.

Ωστόσο, φαίνεται ότι οι “δυνάμεις της χειραφέτησης” δεν είναι σε θέση ακόμη να παρέμβουν καταλυτικά στις εξελίξεις και να αλλάξουν τη ροή των πραγμάτων. Η πολιτική αριστερά και τα κινήματα εμφανίζουν μια “χρονοκαθυστέρηση” προσαρμογής στις νέες συνθήκες και τις αναβαθμισμένες απαιτήσεις της περιόδου. Διασχίζοντας τη μεταβατική περίοδο στην οποία έχουμε εισέλθει αντιστάσεις αναδύονται σχεδόν παντού: πλατείες, μαζικά κινήματα, αναδύσεις της πολιτικής αριστεράς, το μοναδικό παράδειγμα των Κούρδων της Συρίας, wikileaks και άλλες διαδικτυακές μορφές αγώνα και συλλογικής οργάνωσης, μεγάλες και μικρές μάχες για τα “κοινά” – τη συλλογική διαχείριση και έλεγχο πόρων, περιοχών, γνώσης και πληροφορίας απέναντι στις περιφράξεις των ελίτ – αλλά και άλλα πολλά σημεία αντίστασης και δημιουργίας που δεν αναγνωρίζονται πολλές φορές ως τέτοια.

Όλες αυτές οι εστίες του τμήματος της ανθρωπότητας που εργάζεται για να υπερβούμε τα σημερινά αδιέξοδα εμφανίζουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: τη συνύπαρξη παρωχημένων σχημάτων πολιτικής φαντασίας, οργανωσιακών αρχών, μεθοδολογιών και νοοτροπιών με πιο εξελιγμένες και σχετικές με την περίοδο – αλλά ανώριμες ακόμη – νοοτροπίες και μεθοδολογίες. Πρόκειται για ένα “κουβάρι” – γέννημα της μεταβατικής περιόδου στην οποία βρισκόμαστε – που πρέπει να οδηγήσει σε νέα επιχειρησιακά και οργανωσιακά παραδείγματα και σχήματα (μπολιάζοντας “νέα” και “παλιά” υλικά) ικανά να σηκώσουν το “βάρος” των σημερινών απαιτήσεων.

Όμως, είμαστε υποχρεωμένοι/ες να εξελιχθούμε ενώ την ίδια ώρα θα υποχωρούμε κάτω από την πίεση και έχοντας βαρειές απώλειες. Μέχρι να μάθουμε από την πείρα της νέας περιόδου και να βρούμε τους τρόπους να συσσωρεύσουμε ισχύ ικανή να διαμορφώσει ένα στέρεο και αξιόμαχο επίπεδο για τις δυνάμεις της χειραφέτησης και τους λαούς που βρίσκονται μπροστά σε υπαρξιακούς κινδύνους πρέπει να έχουμε τη δύναμη ψυχής και το κουράγιο να εξελισσόμαστε αιμορραγώντας.

Η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη αυτών των αλλαγών πολύ γρήγορα. Ο λαός μας παρά τα συμπτώματα παρακμής που εμφάνισε τα προηγούμενα χρόνια – όπως όλες οι κοινωνίες που αφέθηκαν στην “αγκαλιά” του περίφημου “τέλους της ιστορίας” – αντιστάθηκε και αγωνίστηκε αξιοποιώντας ό,τι μέσα είχε στον γνωσιακό και αξιακό ορίζοντά του. Και έγραψε ιστορία. Παγκόσμια. Αυτό συνήθως στο εσωτερικό της αριστεράς – έχοντας να αντιμετωπίσουμε τους δικούς μας “δαίμονες” – τείνουμε να το υποτιμούμε.

Αλλά επίσης ο λαός μας ηττήθηκε. Τουλάχιστον προς το παρόν. Και μάλιστα με τον ΣΥΡΙΖΑ να πρωταγωνιστεί στη δύση αυτού του κύκλου αγώνων. Δεν θέλω εδώ να επεκταθώ στην έκταση και το βάθος του συντριπτικού πλήγματος που, κατά τη γνώμη μου, δέχθηκε η ελληνική κοινωνία από τον ΣΥΡΙΖΑ, τις καταλυτικές συνέπειες για την αριστερά αλλά και τους νέους κινδυνους που ανοίγονται πλέον μπροστά μας. Θέλω όμως να υπογραμμίσω ότι η ήττα της αριστεράς και του λαϊκού κινήματος σε αυτή τη φάση και η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ δεν ταυτίζονται απολύτως. Συνδέονται αλλά δεν ταυτίζονται. Υπάρχει ο κίνδυνος να κρύψουμε τις επιχειρησιακές και μεθοδολογικές αδυναμίες να αντιπαρατεθούμε με αξιώσεις στη σύγχρονη απολυταρχία που αναδύεται σήμερα, πίσω από την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ. Με αλλά λόγια, αν θέλουμε να είμαστε χρήσιμοι/ες και να συμβάλουμε στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων ώστε να μπορέσει ο λαός μας – και κατ επέκταση οι άλλοι λαοί – να αναχαιτίσουν την πορεία των πραγμάτων πρέπει να έχουμε το θάρρος να αναζητήσουμε την τροποποίηση παγιωμένων νοοτροπιών, μεθοδολογιών και πρακτικών.

Ωστόσο, είναι χρέος όλων όσοι/ες βρεθήκαμε στο επίκεντρο αυτών των εξελίξεων να καταθέσουμε την εμπειρία και τη γνώμη μας. Αυτό που μας ενώνει είναι η κριτική ματιά των επόμενων γενιών. Όμως, μπροστά στην εμβέλεια της απειλής που βρίσκεται μπροστά μας το τελευταίο που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι η υστεροφημία μας. Η συλλογή διαφορετικών οπτικών και εκτιμήσεων είναι απαραίτητη για άλλο λόγο. Είναι απαραίτητη για τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης αποτίμησης αυτής της περιόδου ώστε να μεταλαμπαδευθεί στον επόμενο κύκλο αγώνων μια πείρα πολύτιμη και απαραίτητη για να εξελιχθούμε. Είναι προφανές ότι όσοι και όσες ζήσαμε αυτά τα γεγονότα από κοντά δεν μπορούμε να έχουμε απόλυτη ταύτιση ως προς τις εκτιμήσεις και τις αξιολογήσεις μας. Άλλωστε πρόκειται για μια περίοδο πυκνή και μοναδική η οποία θα αποκτά ολοένα νέα χαρακτηριστικά όσο απομακρυνόμαστε από αυτή.

Η κατάθεση εμπειριών και απόψεων για αυτή την περίοδο στον παρόντα τόμο έχει προσωπικό χαρακτήρα αλλά από τη σκοπιά ενός ιστορικού ρεύματος της αριστεράς. Στις πρωτόγνωρες συνθήκες που καθόρισαν την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ο συγγραφέας έμεινε σταθερά προσηλωμένος στην υπηρεσία των λαϊκών τάξεων. Είχε το σθένος να αντισταθεί στον “πειρασμό” να υποκαταστήσει τη σκληρή πραγματικότητα με αφελείς προσδοκίες και να αντιμετωπίσει με παρρησία και συναίσθηση της ιστορικότητας των στιγμών τα γεγονότα του προηγούμενου καλοκαιριού. Η κατάθεση της δικής του οπτικής μας δίνει τη δυνατότητα να εντοπίσουμε συγκλίσεις και αποκλίσεις και εν τέλει να δοκιμάσουμε και να σταθμίσουμε τις προσωπικές και συλλογικές μας αποτιμήσεις και εκτιμήσεις. Ο διάλογος άλλωστε για την περίοδο που μόλις έκλεισε τώρα αρχίζει και θα διαρκέσει πολύ. Το ερώτημα είναι αν θα τον διεξάγουμε στο περιθώριο των εξελίξεων ή αν μέσα και από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρουμε να εξελιχθούμε ώστε να ξεπηδήσουν πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες που θα αντιστοιχούν στις απαιτήσεις των καιρών.

*Εισαγωγή στο βιβλίο του Ρούντι Ρινάλντι: «Άσχημη περίοδο διαλέξατε να διαφωνήσετε..»

Να επανεπινοήσει η Αριστερά την υπόστασή της

Το ερώτημα «τι λείπει;» αναδεικνύει το βάθος της στρατηγικής αναζήτησης για το «τι να κάνουμε» ως αριστερά και ως κοινωνία που απειλείται σήμερα πολλαπλώς. Στον αντίποδα εύκολων και πρόχειρων απαντήσεων, η επισήμανση ότι κάτι φαίνεται να λείπει από την «εργαλειοθήκη» των λαϊκών τάξεων, των ανθρώπων με ικανότητες που απορρίπτονται, αλλά και των δημοκρατών όλων των αποχρώσεων, κινητοποιεί τη φαντασία για την αναζήτηση τρόπων υπέρβασης της σημερινής ασφυκτικής κατάστασης.

Απέναντι σε μια ολοκληρωτική απειλή και μπροστά σε εξελιγμένα εργαλεία τεχνο-βιοπολιτικής, η παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία -εκλογικός και κινηματικός αγώνας- απαιτεί ριζικές τροποποιήσεις και οπωσδήποτε ένταξη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο οργανωσιακής και επιχειρησιακής αναβάθμισης των τμημάτων της κοινωνίας που καταδικάζονται σήμερα. Μια αναβάθμιση που περιλαμβάνει την ανάπτυξη κοινωνικών και παραγωγικών κυκλωμάτων με σκοπό την αυτονόμηση βασικών λειτουργιών της κοινωνίας από τον ασφυκτικό έλεγχο αντιδημοκρατικών θεσμών. Η απελευθέρωση της χώρας μπορεί να στηριχθεί μόνο στην κοινωνική και οικονομική αυτονομία ώστε να είναι σε θέση να αποκρούσει την υπέρτερη δύναμη πυρός του χρηματοπιστωτικού δεσποτισμού που ελέγχει τις βασικές λειτουργίες της κοινωνίας μέσω της χρηματοδότησης, της ρευστότητας κ.ο.κ.

Όμως, αυτό που λείπει σήμερα δεν είναι μια επιμέρους έλλειψη την οποία θα μπορούσαμε να θεραπεύσουμε με μια προσθήκη στην παραδοσιακή μας δομή σκέψης και δράσης. Δεν μας λείπει ένα κομμάτι του πάζλ. Αντιθέτως, πιστεύω ότι έχουμε μπροστά μας όλα τα κομμάτια, αλλά μας λείπει ο κατάλληλος τρόπος άρθρωσης και διασύνδεσης μεταξύ τους. Αλλά είμαστε ακόμη ένα βήμα πιο πίσω. Κοιτάμε με λάθος τρόπο και δεν μπορούμε να εστιάσουμε καν στο παζλ.

Και εδώ χρειάζεται υψηλό φρόνημα και δύναμη ψυχής. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να μην φτιάξουμε το παζλ. Η απειλή είναι ολοκληρωτική. Πρέπει να αναλάβουμε το ιστορικό βάρος και την ευθύνη να υπερβούμε τους εαυτούς μας ώστε να τροποποιήσουμε ριζικά μεθόδους, οργανωσιακές συνήθειες και νοοτροπίες που δεν μας επιτρέπουν να δούμε τα κομμάτια του παζλ. Ζούμε σε μια κοινωνία με τεράστιες ενσωματωμένες δυνατότητες και απίστευτη αντοχή στην επίθεση που έχει δεχθεί. Δεν το έχει βάλει κάτω παρά τις δραματικές απώλειες που έχει υποστεί. Όμως, τα κομμάτια του παζλ έχουν αρχίσει και τρίβονται μεταξύ τους κάτω από την αφόρητη πίεση. Ή θα καταφέρουμε να τα ενώσουμε ώστε να αποκτήσουν την ισχύ να αναχαιτίσουν την πίεση ή θα αποσυντεθούν. Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε οριακό σημείο με την κοινωνική ακροδεξιά να εποφθαλμιά την τσακισμένη ψυχική οικονομία των εξουθενωμένων πολιτών.

Αυτό που λείπει είναι εκείνο το οργανωσιακό/επιχειρησιακό DNA -με την αντίστοιχη μεθοδολογία και πολιτική φαντασία- που θα είναι σε θέση να πολλαπλασιάζεται και να διαχέεται στην κοινωνία δημιουργώντας σε πολλά επίπεδα και εμπλέκοντας εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού ποικίλα κύτταρα/κομμάτια του παζλ που μπορούν να αρθρωθούν κατάλληλα σε ένα δίκτυο παραγωγής λαϊκής ισχύος. Ουσιαστικά, αναφέρομαι στην ανάδυση μιας νέας Αριστεράς που δεν είναι αδιάφορη έως εχθρική στη λαϊκή δημιουργικότητα και βρίσκεται σε επαφή με τις καινοτόμες μεθόδους και εργαλεία που παράγονται καθημερινά σε πολλούς τομείς.

Μόνο μια τέτοια Αριστερά θα είναι σε θέση να κερδίσει τη συμμετοχή της ανάμεσα σε εκείνες τις δυνάμεις που θα καθορίσουν τις εξελίξεις από εδώ και εμπρός. Η Ιστορία δεν μας οφείλει μια θέση στο επίκεντρο των εξελίξεων, πρέπει να την κατακτήσουμε. Και μόνο μια τέτοια Αριστερά θα είναι χρήσιμη για την κοινωνική πλειοψηφία που έχει πλέον καταδικαστεί σε εξόντωση. Με άλλα λόγια, είτε η Αριστερά θα κάνει ένα άλμα από το «μηδέν στο ένα» επανεπινοώντας την υπόστασή της, είτε θα καταστεί ξεπερασμένη και ουσιαστικά απούσα τη στιγμή που η κοινωνία μας καλείται πλέον να βαδίσει εξουθενωμένη σε λεπτό πάγο.

Τροποποιώντας το «λειτουργικό σύστημα» της Αριστεράς

Δεν είναι εύκολο να αποτιμηθεί το βάθος των συνεπειών από το γεγονός ότι μια κυβέρνηση με αναφορά στην Αριστερά συνεχίζει την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής. Αυτό το συντριπτικό πλήγμα στην αριστερή εκδοχή της αντίστασης στη σύγχρονη απολυταρχία ενεργοποιεί νέες δυναμικές στο κοινωνικό σώμα: η Αριστερά βαθμιαία αλλά γρήγορα εγγράφεται στις καθεστωτικές δυνάμεις που πλήττουν τις ήδη εξουθενωμένες λαϊκές τάξεις και δημιουργούνται ευνοϊκές προϋποθέσεις είτε για την κανονικοποίηση της βαρβαρότητας είτε για την άνοδο του εθνικισμού και της ακροδεξιάς. Η αριστερή λιτότητα σε συνδυασμό με τη γεωπολιτική, πολεμικού χαρακτήρα ένταση στην ευρύτερη περιοχή, τις τρομοκρατικές ενέργειες και τα προσφυγικά ρεύματα διευρύνουν δυσμενώς το όριο του τι μπορεί να συμβεί στην ελληνική κοινωνία στο μέλλον.

Αυτή η διαπίστωση καθιστά σήμερα ακόμη πιο επίκαιρη τη συζήτηση αναφορικά με τους τρόπους και τις μεθόδους οργάνωσης των λαϊκών τάξεων ώστε να αποκτήσουν ανθεκτικότητα απέναντι σε απρόβλεπτες εξελίξεις, την εμπέδωση της χρηματοοικονομικής απολυταρχίας και την ενίσχυση της ακροδεξιάς. Για να ανταποκριθούμε στις σημερινές προκλήσεις είναι απαραίτητη μια ριζική μεταστροφή νοοτροπιών και προσανατολισμού σε μια κατεύθυνση παραγωγής οικονομικής και κοινωνικής ισχύος υπό τον έλεγχο των πολιτών. Στόχος είναι η σχετική αυτονομία βασικών λειτουργιών που σήμερα ελέγχονται από κέντρα στα οποία δεν έχουμε πρόσβαση ή επιρροή. Η εν λόγω αυτονομία είναι αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση της όποιας πολιτικής πρωτοβουλίας θέτει την επιβίωση του λαού, την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την ανάσχεση του φασισμού στο επίκεντρο.

Σε προηγούμενο άρθρο είχα υποστηρίξει ότι, χωρίς τη διεύρυνση της αυτονομίας της, η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορεί να επιβιώσει με αξιοπρέπεια ούτε να αντιμετωπίσει με στοιχειώδη επάρκεια ενδεχόμενες καταστάσεις κατάρρευσης ή αναστολής του κλασικού οικονομικού κυκλώματος. Σε άλλο άρθρο υποστήριξα ότι είμαστε πολύ πιο δυνατοί από ό,τι επιτρέπουμε στον εαυτό μας να αντιληφθεί όσο μένουμε προσκολλημένοι σε καθιερωμένα φαντασιακά και πολιτικές φόρμες. Εδώ θα αναφερθώ σε κάποιες σκέψεις αναφορικά με την τροποποίηση πτυχών της παραδοσιακής αριστερής πρακτικής, οι οποίες μπορεί να φανούν χρήσιμες σε μια Αριστερά που ευελπιστεί να είναι σχετική με την περίοδο, ικανή να αξιοποιήσει τις σημερινές δυνατότητες και χρήσιμη στον ελληνικό λαό.

Η παραδοσιακή αριστερή πολιτική μεθοδολογία οργανώνεται γύρω από την αντιπροσωπευτική δημοκρατική λειτουργία: στήριξη κινημάτων και αιτημάτων που απευθύνονται στην εκλεγμένη κυβέρνηση και το κράτος, σύνταξη πολιτικού προγράμματος, διαμόρφωση κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, εκλογικός αγώνας, επιδίωξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και συγκρότηση κυβέρνησης με σκοπό την εφαρμογή του προγράμματος. Αυτή η μεθοδολογία προϋποθέτει ότι η άλλη πλευρά, οι ελίτ, δεσμεύεται από τους κανόνες της δημοκρατικής αντιπροσωπευτικής λειτουργίας: αν μια εκλεγμένη κυβέρνηση πλήττει τα συμφέροντά τους, οι ελίτ σέβονται το δικαίωμά της να εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική (τουλάχιστον εμφανίζονται να διατηρούν ένα πρόσχημα σεβασμού) και οργανώνουν μέσω των πολιτικών φορέων που τις εκπροσωπούν πολιτικό αγώνα, ώστε μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες να υπάρξει κυβερνητική αλλαγή προς την κατεύθυνση που επιθυμούν. Όμως, γνωρίζαμε εδώ και καιρό ότι οι ελίτ δεν δεσμεύονται πλέον από αυτούς τους κανόνες. Αυτή είναι η επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού. Τα τελευταία 30 χρόνια διευρύνεται μια σύγχρονη απολυταρχία που ανέχεται τη δημοκρατική μορφή αλλά όχι και την ουσία της: την πρόσβαση των πολιτών χωρίς οικονομική ισχύ στις κρίσιμες αποφάσεις για τις κοινωνίες.

Η παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία της Αριστεράς (όπως αυτή εκφυλίστηκε μέσα στη φαινομενική θαλπωρή της «εύρωστης» πολιτικής και θεσμικής οργάνωσης των δυτικών κοινωνιών) διέπεται αυθόρμητα από την πίστη ότι η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας εξασφαλίζει ένα ποσό ισχύος ικανό να επιτύχουμε την ικανοποίηση βασικών κοινωνικών αιτημάτων. Αυτό όμως δεν ισχύει εδώ και καιρό (αν ίσχυε ποτέ στο βαθμό που το χρειαζόμαστε σήμερα). Η προσκόλληση στην εν λόγω πολιτική μεθοδολογία κατέστησε την Αριστερά ατροφική ως προς τη δυνατότητά της να συμβάλει στην παραγωγή εκ νέου λαϊκής ισχύος από την ίδια την αυτο-οργάνωση των ανθρώπων. Όμως, η δημοκρατία δεν υπάρχει πια αν δεν έχεις την ισχύ να την επιβάλλεις. Τα «καύσιμα» από την παραγωγή ισχύος των προηγούμενων γενιών τελείωσαν. Δεν έχουμε πια ως λαϊκές τάξεις την ισχύ ώστε να επιβάλλουμε τη συμμετοχή μας στις κρίσιμες αποφάσεις. Τώρα πια, αν θέλουμε να έχουμε δημοκρατία και αξιοπρεπή ζωή, πρέπει να παράγουμε και την ισχύ που χρειαζόμαστε για να τα επιβάλουμε.

Για να υπηρετήσουμε μια στρατηγική που παράγει εκ νέου ισχύ, απαιτείται ένας ριζικός μετασχηματισμός νοοτροπιών, μεθοδολογίας, φαντασιακού και οργανωσιακής διάταξης. Απαιτείται πρώτα από όλα η μετατόπιση του «κέντρου βάρους» της πολιτικής μεθοδολογίας, από την εκφώνηση και εκπροσώπηση «απόψεων και προγραμμάτων» που είναι στον «αέρα» αφού βασίζονται στην υποτιθέμενη δέσμευση των ελίτ στο δημοκρατικό παιχνίδι («αποκλείεται να μας πουν όχι») στην ενίσχυση/καλλιέργια/υποβοήθηση/διασύνδεση/αναβάθμιση/συντονισμό των παραγωγικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων των ίδιων των πολιτών. Αντί να επικεντρωνόμαστε αποκλειστικά στην πολιτική εκπροσώπηση των λαϊκών τάξεων, πρέπει να είμαστε σε θέση να συμβάλουμε στη διαμόρφωση μιας ισχυρής οργανωσιακής ραχοκοκαλιάς για τη διαμόρφωση αυτόνομων (από τα κέντρα ελέγχου των ελίτ), ανθεκτικών και δυναμικών δικτύων συνεταιριστικών παραγωγικών μονάδων και διανομής, τοπικών «κυττάρων» αυτο-κυβέρνησης, δημοκρατικού ελέγχου τοπικών υποδομών και ενεργειακών συστημάτων, αυτο-οργανωμένων δομών κάλυψης κοινωνικών αναγκών κ.ο.κ. Η αυτονομία βασικών λειτουργιών ισοδυναμεί με παραγωγή οικονομικής και κοινωνικής ισχύος, η οποία είναι απαραίτητη ώστε οι παραδοσιακές μορφές πολιτικού αγώνα και εκπροσώπησης να αποκτήσουν ανθεκτικότητα και δυνατότητα πραγματικής ηγεμονίας σε επιχειρησιακό επίπεδο.

Η παραδοσιακή Αριστερά, όπως κατέδειξε το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ, παραμένει αδιάφορη απέναντι στις υπαρκτές σημερινές δυνατότητες, αδυνατώντας να κατανοήσει ότι η μόνη πηγή ισχύος για να επιτύχει οτιδήποτε είναι ακριβώς οι ενσωματωμένες δυνατότητες των ανθρώπων. Ήταν σύνηθες τα τελευταία χρόνια φίλοι και γνωστοί που γνωρίζουν καλά έναν τομέα να ζητούν από τους οργανωμένους στον ΣΥΡΙΖΑ κάποιο τρόπο να βοηθήσουν στον συγκεκριμένο τομέα. Η ικανότητα απορρόφησης αυτής της διαθεσιμότητας υπήρξε απογοητευτική. Επιπρόσθετα, η παραδοσιακή νοοτροπία της Αριστεράς δεν αναγνωρίζει τη σημασία των ενσωματωμένων ικανοτήτων των μελών της, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην ιδιαίτερη πολιτική τους ταυτότητα και τη «χρησιμότητά» τους σε ένα εσωτερικό παιχνίδι εξουσίας. Αν κάτι πρόσφεραν στις ΟΜ τα δίκτυα αλληλεγγύης, ήταν η αναγνώριση των δεξιοτήτων των μελών ως σημαντικό στοιχείο τους στο πλαίσιο της ζωής της οργάνωσης.

Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια συλλογική μορφή και λειτουργία με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία εκπαιδεύει το κομματικό δυναμικό οξύνοντας συγκεκριμένες δεξιότητες: η πολιτική ικανότητα επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στη διαμόρφωση προγράμματος, την πολιτική ρητορική (κεντρική εκφώνηση, εξορμήσεις, καμπάνιες), την πολιτική συμμαχιών, τον προεκλογικό αγώνα κ.ο.κ. Στο εσωτερικό, τα μέλη αναλώνονται σε παιχνίδια εξουσίας και επιρροής μέσα σε κομματικές διαδικασίες ώστε να τροποποιήσουν την πολιτική εκφώνηση και το στίγμα του προγράμματος προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Δεν αναφέρομαι στην «κακή» εκδοχή της παραπάνω διαδικασίας (προσωπικές στρατηγικές, καταπάτηση συλλογικών κανόνων, υποτίμηση δημοκρατικών διαδικασιών, αδιαφανείς διαδικασίες απόφασης κ.ο.κ), γιατί η τροποποίηση στη μεθοδολογία που απαιτούν οι περιστάσεις υπερβαίνει την ανάγκη αντιμετώπισης τέτοιων παθογενειών.

Η μετατόπιση του «κέντρου βάρους» της πολιτικής μεθοδολογίας, από την εκπροσώπηση «απόψεων» στην υποστήριξη και καλλιέργεια της δράσης των πολιτών, τροποποιεί και τα κριτήρια αξιολόγησης και επιτυχίας. Βασικό κριτήριο επιτυχίας είναι ο αριθμός των ανθρώπων που εμπλέκονται στην ανάπτυξη του δικτύου παραγωγής ισχύος, ο βαθμός και η ένταση της «εξόρυξης» των δυνατοτήτων τους για την ενδυνάμωση του δικτύου, αλλά και η μεθοδική προετοιμασία διασύνδεσης κρατικών, θεσμικών και άλλων δομών με το εν λόγω δίκτυο (μέσω του μετασχηματισμού τους) όταν και αν κάτι τέτοιο γίνει δυνατό. Τα παραπάνω κριτήρια αξιολόγησης προάγουν με τη σειρά τους συγκεκριμένες δεξιότητες στο προφίλ των εμπλεκόμενων ανθρώπων: δεξιότητες εύρυθμης και αποτελεσματικής δημοκρατικής, συλλογικής λειτουργίας και ποιότητες που ενδυναμώνουν τη συνεργασία. Η δημοκρατία και η συνεργασία δεν είναι πλέον ένα «δέον», κάτι που επιτελούμε «από καθήκον», αλλά αποκτά νευραλγική επιχειρησιακή σημασία: η παραγωγή ισχύος που χρειαζόμαστε προκύπτει από την απελευθέρωση των δυνατοτήτων των ανθρώπων. Αυτές οι δυνατότητες απελευθερώνονται και γίνονται ενεργές μόνο όταν οι άνθρωποι συνεργάζονται ισότιμα στη βάση ενός κοινού στόχου και όταν αναγνωρίζεται η αξία των ενσωματωμένων δυνατοτήτων τους με το να μεταβιβάζονται σε αυτούς οι αποφάσεις που σχετίζονται με αυτές.

Εδώ εντάσσεται και ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που σχετίζεται με το πολιτικό φαντασιακό της παραδοσιακής Αριστεράς. Για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε σοβαρά μια τέτοια πολιτική στρατηγική, χρειαζόμαστε ένα νέο μοντέλο ηγεσίας (leadership). Δεν αναφέρομαι μονάχα στην κεντρική ηγεσία, αλλά στην ηγετική λειτουργία που διέπει όλα τα επίπεδα ενός σύνθετου οργανισμού. Η ηγεσία είναι μια πραγματική, δομική συνέπεια των σύνθετων οργανισμών. Παράγεται από την ανάγκη διασύνδεσης πολλών μερών ενός σύνθετου συστήματος. Η επαφή μεταξύ των μερών δεν εμπλέκει το σύνολο του εκάστοτε μέρους και σε αυτό το σημείο αναδύεται η ηγεσία ως λειτουργία [1]. Ο πολιτικός προσανατολισμός ανάπτυξης ενός δικτύου παραγωγής λαϊκής ισχύος απαιτεί μια ηγεσία που δεν εμφανίζει τη ροπή απόσπασης αποφάσεων από τα υπόλοιπα μέλη του εκάστοτε μέρους του δικτύου, λόγω του ότι έχει μεγαλύτερη πρόσβαση στην πληροφορία και άμεση διασύνδεση με περισσότερους κόμβους του δικτύου [2]. Και τούτο διότι, αν η ισχύς του δικτύου παράγεται από την «εξόρυξη» ενσωματωμένων δυνατοτήτων όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων και αυτή η «εξόρυξη» είναι δυνατή μόνο όταν οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση στις αποφάσεις που σχετίζονται με αυτές τις δυνατότητες, τότε το μοντέλο ηγεσίας που αντιστοιχεί σε αυτή τη λογική έχει ως βασικό της χαρακτηριστικό τον συντονισμό των υπολοίπων για να πάρουν τις αποφάσεις.

Μια ηγεσία είναι «καλή» όταν επιτυγχάνει τον καλύτερο και λειτουργικότερο συντονισμό για την παραγωγή μιας απόφασης και όχι όταν λαμβάνει αυτή τις «καλύτερες» αποφάσεις. Καθ’ υπερβολή, η ηγεσία είναι αδιάφορη ως προς το περιεχόμενο των επιμέρους αποφάσεων και εστιάζει στην εύρυθμη λειτουργία, συντονισμό και διασύνδεση των κόμβων ενός σύνθετου δικτύου δημοκρατικών διαδικασιών απόφασης μεταξύ συνεργατικών ομάδων παραγωγής ισχύος. Κύριο μέλημά της είναι η διαρκής αναβάθμιση αυτής της λειτουργίας, η ενσωμάτωση νέων μεθόδων και εργαλείων, η αξιοποίηση της πείρας για τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών κ.ο.κ [3]. Με άλλα λόγια, αν αποσπάμε αποφάσεις από τους ανθρώπους αποδυναμωνόμαστε, γιατί δεν επιτρέπουμε τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους. Και αυτό ισοδυναμεί με «κακή» ηγεσία.

Για την ανάπτυξη τέτοιου τύπου ποιοτήτων και νοοτροπιών υπάρχει αρκετή τεχνογνωσία την οποία πρέπει να αξιοποιήσουμε στο έπακρο. Πολλές φορές ενώ συμφωνούμε ότι πρέπει να «εμπλέξουμε» την κοινωνία, δεν γνωρίζουμε πώς να το κάνουμε με τρόπο που πραγματικά εμπνέει, διαρκεί στον χρόνο και φέρνει ουσιαστικά αποτελέσματα. Αυτό όμως είναι απολύτως λογικό, γιατί απαιτεί ικανότητες και γνώσεις που δεν προάγονται από την παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία ή αναπτύσσονται σε περιορισμένο βαθμό και με δυσλειτουργικό τρόπο. Ακόμη χειρότερα, μπορεί να διαθέτουμε ως άτομα τέτοιες ικανότητες, οι οποίες όμως αποκλείονται από πολιτικούς οργανισμούς που αδιαφορούν για αυτές.

Συνεπώς, μπορούμε να φανταστούμε μια αταξινόμητη με παραδοσιακούς όρους, υβριδική πολιτικό-κοινωνική συλλογικότητα η οποία κατά κύριο λόγο συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας ραχοκοκαλιάς που ενισχύει, διασυνδέει, διευκολύνει, μεταφέρει τεχνογνωσία στα διάφορα σημεία του δικτύου, ενοποιεί για να αυξήσει τη βιωσιμότητα επιμέρους λειτουργιών, συμβάλει στη δημιουργία καινοτόμων θεσμίσεων που ενισχύουν συνολικά τις επιμέρους λειτουργίες και καλλιεργούν σχετικές νοοτροπίες κοκ. Μια τέτοια «οργάνωση» που έχει επιτύχει μια καλύτερη στάθμιση μεταξύ πολιτικής αντιπροσώπευσης και παραγωγής ισχύος μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για τη διαμόρφωση ενός δικτύου παραγωγής λαϊκής ισχύος, η οποία είναι απαραίτητη για να ανταποκριθούμε στην πίεση που δέχεται η κοινωνία από τη σύγχρονη απολυταρχία και στους κινδύνους που ανοίγονται μπροστά μας.

______________________

Σημειώσεις

[1] Δεν εξαντλώ προφανώς όλες τις πτυχές της έννοιας της ηγεσίας.

[2] Σε αυτό το σημείο ας κρατήσουμε ότι η ψηφιακή τεχνολογία και συγκεκριμένα η μεγάλη ταχύτητα διάδοσης της πληροφορίας σε πραγματικό χρόνο και η ευκολία όλων στην πρόσβαση σε δεδομένα για διαδικασίες που γίνονται παράλληλα σε διαφορετικά σημεία του συστήματος, ενδεχομένως διευκολύνει την ανάπτυξη ενός διαφορετικού μοντέλου ηγεσίας, αμβλύνοντας την τάση απόσπασης αποφάσεων από τους κόμβους επικοινωνίας.

[3] Στο βιβλιαράκι «Λογική και Μέθοδος μιας Αριστερής Κυβέρνησης» αναφέρονται στοιχεία μιας παρόμοιας νοοτροπίας διακυβέρνησης σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής, που σχετίζονται με το μοντέλο ηγεσίας που απαιτούν οι συνθήκες.

 

*Δημοσιεύθηκε στο RedNotebook στις 22/12/2015

Σημερινές δυνατότητες

Σε προηγούμενο άρθρο1 είχα υποστηρίξει ότι η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας σήμερα δεν μπορεί να επιβιώσει με αξιοπρέπεια ούτε να αντιμετωπίσει με στοιχειώδη επάρκεια ενδεχόμενες καταστάσεις κατάρρευσης ή αναστολής του κλασικού οικονομικού κυκλώματος (μνημονιακό πλαίσιο απολυταρχικού ελέγχου, παραγωγική και κοινωνική παρακμή, γεωπολιτική κατάσταση κοκ). Για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στις σημερινές προκλήσεις είναι απαραίτητη μια ριζική μεταστροφή νοοτροπιών και προσανατολισμού σε μια κατεύθυνση παραγωγής οικονομικης και κοινωνικής ισχύος υπό τον έλεγχο των πολιτών. Στόχος είναι η σχετική αυτονομία μας μέσω της βαθμιαίας ανάκτησης του ελέγχου βασικών λειτουργιών που σήμερα ελέγχονται από κέντρα στα οποία οι πολίτες δεν έχουν πρόσβαση ή επιρροή. Η εν λόγω αυτονομία ειναι αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση της όποιας πολιτικής στρατηγικής θέτει την επιβίωση και υπεράσπιση της αξιοπρέπειας της πλειοψηφίας των πολιτών στο επίκεντρο.

Εδώ θα υποστηρίξω την υπόθεση ότι είμαστε πολύ πιο δυνατοί από ό,τι επιτρέπουμε στον εαυτό μας να αντιληφθεί όσο μένουμε προσκολλημένοι σε καθιερωμένα φαντασιακά και πολιτικές φόρμες. Παραδοσιακά ο αντικαπιταλισμός θεωρείται ένα υποσύνολο της Αριστεράς. Σήμερα, οι άνθρωποι που μέσα από εντελώς διαφορετικές διαδρομές, επιστημονικά πεδία και βιώματα υιοθετούν, χωρίς να το συνειδητοποιούν τις περισσότερες φορές, ευθέως ανταγωνιστικές ως προς τη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού στάσεις και νοοτροπίες είναι πολλαπλάσιοι εκείνων που σχετίζονται με κάποιο τρόπο με την παραδοσιακή Αριστερά.

Η ανθρώπινη δραστηριότητα παράγει καθημερινά εμπειρίες, τεχνογνωσία, καινοτομία και νέες επιστημονικές και κοινωνικές τάσεις που φέρουν εγγενώς κριτήρια και αξίες που αντιστρατεύονται στη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού. Από την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, τις τεχνολογικές και ενεργειακές υποδομές, τον ψηφιακό κόσμο, την έννοια των “κοινών”, την πάσης φύσεως κοινωνική καινοτομία, τις οικολογικές επιστήμες, τα πολυποικιλα δίκτυα αλληλεγγύης κ.ο.κ μέχρι το δημοκρατικό management, την ομαδική ψυχολογία, την κριτική οργανωσιακή θεωρία και ηγεσία (leadership), την ψηφιακή τεχνολογία κ.ο.κ παράγονται σήμερα τεχνογνωσία και εμπειρία που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαν να διαμορφώσουν τα απαραίτητα στοιχεία ενός συνεκτικού και στιβαρού εναλλακτικού τρόπου οργάνωσης των βασικών λειτουργιών των κοινωνιών μας. Αυτά είναι μόνο μερικά από τα πεδία που στην αρχή του 21ου αιώνα η ανθρώπινη νόηση και πρακτική διερευνά μεθόδους, τεχνολογικές δυνατότητες και αρχές οργάνωσης που θα μπορούσαν να οικοδομήσουν ένα αποτελεσματικότερο και λειτουργικότερο γενικό κοινωνικό μεσολαβητη στη θέση του κεφαλαίου.

Είναι εκκωφαντική η απουσία αυτής της τεράστιας διανοητικής και πρακτικής δουλειάς, των νέων εξελίξεων και ιδεών σε μια σειρά τομέων, από το πρόγραμμα αλλά και τη λειτουργία της παραδοσιακής Αριστεράς. Σε μια περίοδο όπου οργιάζουν νέες θεωρήσεις για τις μορφές δημοκρατικής οργάνωσης, αναπτύσσονται εργαλεία και μέθοδοι για την αποτελεσματικότερη συλλογική λειτουργία, ψηφιακά εργαλεία για την ουσιαστική συμμετοχή και συνεργασία, πολυεθνικές εταιρείες κάνουν μόδα τη συλλογική ηγεσία, την αντι-ιεραρχική και αντισυμβατική συνεργατική εργασία κ.ο.κ, τα μοντέλα ηγεσίας και οργανωσιακής λειτουργίας μας δεν μπορούσαν να είναι πιο απαρχαιωμένα.

Ο φόβος της παραδοσιακής Αριστεράς απέναντι σε κάθε είδους καινοτομία μπορεί να αποδοθεί στη στρατηγική ήττα της δεκαετίας του ’90, τότε που κάθε συζήτηση για εκσυγχρονισμό κατέληγε σε συνθηκολόγηση με τον καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Η προσκόλληση στο παρελθόν αποτελούσε ένδειξη πίστης στο ιδανικό της χειραφέτησης. Επίσης, μπορεί να αποδοθεί στην περιθωριοποίηση που ακολούθησε. Όμως πια είναι ασυγχώρητη στάση. Ιδιαίτερα σήμερα που δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, η ατολμία ακόμη και να σκεφτούμε καινοτόμα και ελεύθερα, η έλλειψη αυτοπεποίθησης ότι διάφορες εξελίξεις μπορούν να αξιοποιηθούν από εμάς για την προώθηση της υπόθεσης της χειραφέτησης ισοδυναμεί με αυτοχειρία.

Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε πρόσβαση σε τόσες πολλές ενσωματωμένες στους ανθρώπους δεξιότητες, γνώσεις, ικανότητες, τεχνογνωσία και διαφορετικά πολιτισμικά και αξιακά αποθέματα. Αν την εποχή του Μαρξ το βιομηχανικό, δηλαδή ειδικευμένο, προλεταριάτο ήταν αυτό που μπορούσε πράγματι να αναλάβει τη διακυβέρνηση της παραγωγής και της κοινωνίας καθώς ήταν σε θέση να γνωρίζει, σήμερα τα εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού που έχουν ακόμη πρόσβαση στη γνώση και την πληροφορία είναι σε θέση –υπό την κατάλληλη μεθοδολογία και στρατηγική– πραγματικά να απειλήσουν την παγκοσμιοποιημένη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού. Ο βασικός όμως όρος για κάτι τέτοιο είναι η διαμόρφωση ενός συνεκτικού ιστού μεταξύ των διαφόρων επιμέρους στοιχείων που αναπτύσσονται αυτόνομα, ικανού πράγματι να αναλάβει τον συντονισμό και την διεκπεραίωση των βασικών λειτουργιών με άλλο τρόπο. Ένα συνεκτικό δίκτυο επιμέρους εναλλακτικών τρόπων επιτέλεσης αυτών των λειτουργιών (ακόμη και αν δεν είναι πλήρως ολοκληρωμένο) θα μας καταστήσει πραγματικά ισχυρούς ώστε να αποκτήσουμε ως κοινωνία την απαραίτητη αυτοπεποίθηση να αμφισβητήσουμε επί της ουσίας ένα παρακμάζον, αναποτελεσματικό και βάρβαρο τρόπο οργάνωσης των βασικών μας λειτουργιών. Η διαμόρφωση ενός τέτοιου δικτύου, ικανού να διασυνδέει τμήματα της ανθρώπινης δραστηριότητας, θα καταστήσει την αποκαθήλωση του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου απλά θέμα χρόνου.

Το ενδιαφέρον στοιχείο της περιόδου είναι ότι διαθέτουμε πάρα πολλά από τα επιμέρους συστατικά που χρειαζόμαστε για ένα τέτοιο δίκτυο, αλλά δεν αναγνωρίζουμε ως βασικό μας καθήκον τη λειτουργική συναρμογή τους. Ενδεχομένως πολλά από αυτα τα συστατικά να είναι ακόμη μη επαρκώς ανεπτυγμένα, να εντάσσονται σε απολίτικες ή αφελείς φιλελεύθερες διανοητικές νόρμες και να διασυνδέονται λειτουργικά με δομές της αγοράς και του κέρδους. Η ενίσχυση, ωστόσο, της περαιτέρω ανάπτυξής τους, η ένταξή τους σε ένα διαφορετικό αξιακό και διανοητικό στερέωμα και εν τέλει η συναρμογή τους σε ένα διαφορετικό υπόδειγμα οργάνωσης των βασικών λειτουργιών μιας κοινωνίας δεν αποτελεί παρά το καθήκον μιας Αριστεράς με ένα σοβαρό, στρατηγικό προσανατολισμό.

Στην περίπτωση τη δική μας στην Ελλάδα, είμαστε τυχεροί γιατί οι δυνατότητες που σκιαγραφήθηκαν αδρά παραπάνω πληρούνται και με το παραπάνω. Είμαστε μια κοινωνια που παρά την καταστροφή που έχει υποστεί διαθέτει ακόμη έναν πληθυσμό με τεράστιες ενσωματωμένες δυνατότητες. Επιπρόσθετα, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες στο εξωτερικό θα μπορούσαν εύκολα πια σήμερα με τη ψηφιακή τεχνολογία να διασυνδεθούν σε ομάδες εργασίας, συνεργατικές θεσμίσεις και δημοκρατικές διαδικασίες. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα αποτελεί σήμερα παγκόσμιο σημείο αναφοράς, μπορεί να είναι εφικτή η διασύνδεση ένος παγκόσμιου δικτύου οργανώσεων, επιστημόνων, ακτιβιστών κοκ με μια εγχώρια κινητοποίηση για την απελευθέρωση δυνατότητων και την αξιοποίηση της ανθρώπινης διανοητικότητας για μια εναλλακτική μορφή οργάνωσης των βασικών κοινωνικών. Οι δυνάμεις που μπορούν να τεθούν σε κίνηση για να αντιμετωπίσουμε εκρηκτικά κοινωνικά προβλήματα αλλά ακόμη και τις συνέπειες μια χρεοκοπίας μπορεί να είναι πραγματικά πολύ μεγάλες. Αυτό που μας φαίνεται αδύνατο μπορεί τελικά και να είναι μέσα στις δυνατότητές μας αν καταφέρουμε να τις αναγνωρίσουμε και τις αξιοποιήσουμε.

Μπορούμε να φανταστούμε την Ελλάδα ως το επίκεντρο μιας δημιουργικής και παραγωγικής παγκόσμιας διανοητικής και πρακτικής δραστηριότητας ανταγωνιστικής στη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού: αμέτρητοι άνθρωποι διασυνδεδεμένοι σε συνεργατικές ομάδες εργασίας, ενταγμένοι σε ένα εκτεταμένο δίκτυο δημοκρατικών διαδικασιών απόφασης, ένας παγκόσμιος ζωντανός οργανισμός που για πρώτη φορά παρεμβαίνει πολιτικά2. Μπορούμε να παίξουμε καθοριστικό ρόλο ώστε να αναδυθεί μια συνεργατική μορφή διασύνδεσης της ανθρώπινης διανοητικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο χωρίς τη διαλυτική και παρασιτική διαμεσολάβηση του κεφαλαίου. Είμαστε ίσως μπροστά σε ένα νέο ποιοτικό άλμα για τις δυνάμεις της χειραφέτησης, ένα άλμα όμως που προϋποθέτει μια διαφορετική στρατηγική, μεθοδολογία και φαντασιακό.

______________________

Σημειώσεις

[2] Παραδείγματα παγκόσμιων δικτύων ανθρώπινης συνεργασίας έχουν ήδη γίνει πραγματικότητα στον ψηφιακό κόσμο.

*Δημοσιεύθηκε στις 22/10/2015 στο RedNotebook

Νέο πολιτικό περιβάλλον, νέες απαιτήσεις

Μετά τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτικά κυρίαρχος. Χωρίς ουσιαστικούς εξωτερικούς πολιτικούς περιορισμούς (π.χ. ανάγκη συγκυβέρνησης με τα κόμματα του ΝΑΙ, ισχυρή αντιμνημονιακή αντιπολίτευση), καλείται να κυβερνήσει σε ένα δύσβατο περιβάλλον που εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες (πιστωτές, προσφυγικό κ.ο.κ.), και σε ένα πλαίσιο όπου η κοινωνική δυσαρέσκεια θα εντείνεται λόγω των συνεπειών της συμφωνίας: ο διακηρυγμένος στόχος του παράλληλου προγράμματος είναι ο μετριασμός αυτής της τάσης. Αν εμφανιστούν προβλήματα, π.χ. κατά την εφαρμογή της συμφωνίας ή σχετικά με τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις στο προσφυγικό ζήτημα, είναι πιθανό η κυβέρνηση να εισέλθει εκ νέου σε μια φάση αστάθειας. Ενδέχεται να δούμε διεύρυνση ή αλλαγή του κυβερνητικού συνασπισμού με συστημικά κόμματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει πλέον την προσφυγή σε εκλογές ως μέσο διατήρησης της αυτονομίας του από τα παραδοσιακά συστημικά κόμματα.

Η ΝΔ βρίσκεται σε σοβαρή κρίση στρατηγικής. Οι μνημονιακοί περιορισμοί καθιστούν μια φιλολαϊκή στροφή αδύνατη. Μόνη διέξοδος κατά την ακροδεξιά πτέρυγα της ΝΔ είναι η σκληρή αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ στον άξονα αριστερά/δεξιά, με επίκεντρο όχι εκεί που οι μνημονιακές δεσμεύσεις διαμορφώνουν μια σύμπλευση, αλλά σε άλλα θέματα (ασφάλεια, προσφυγικό, δικαιώματα κ.ο.κ.). Πρόκειται για μια στρατηγική που βαθμιαία θέτει τα κρίσιμα κοινωνικά και οικονομικά θέματα εκτός πολιτικής ατζέντας και δημιουργεί τους όρους για την ηγεμονία της δεξιάς στη βάση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Η μετριοπαθής πτέρυγα έχει μια πιο συστημική και λιγότερο κομματική οπτική: η ΝΔ πρέπει να διαφυλάξει τα συμφέροντα των ελίτ απέναντι στον λαβωμένο από τη διαπραγματευση ΣΥΡΙΖΑ και να τον οδηγήσει σε περαιτέρω συστημική προσαρμογή, απορροφώντας κραδασμους και βάζοντας όρια.

Οι συνθήκες μοιάζουν ιδανικές για την ανάδειξη ενός εθνικιστικού ακροδεξιού κόμματος σε πρωταγωνιστή στην πολιτική σκηνή: αριστερή κυβέρνηση που θα εφαρμόσει λιτότητα, προσφυγικά ρεύματα, αδυναμία των άλλων κομμάτων να επικοινωνήσουν με τα τμήματα του πληθυσμού που συμπιέζονται. Ερώτημα παραμένει αν και με ποιους όρους θα αναδυθεί μια πολιτική έκφραση της εθνικιστικής ακροδεξιάς ικανής να αναλάβει την ηγεμονική εκπροσώπηση των θυμάτων της “αριστερής” λιτότητας, ανοίγοντας τον δρόμο για μια αυταρχική, ακροδεξιά διακυβέρνηση, τύπου Ουγγαρίας.

Η ΛΑΕ, πέρα από αντικειμενικές δυσκολίες (έλλειψη χρόνου, επιθετικότητα από τη μεριά των ελίτ, μεγάλη απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ στα λαϊκά στρώματα κ.ο.κ.), δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει με το προνομιακότερο ακροατήριο της: ένα μεγάλο τμήμα του κόσμου που πίστεψε στον ΣΥΡΙΖΑ, χειραφετήθηκε με το δημοψήφισμα και απογοητεύθηκε από τη συμφωνία, αλλά είναι διατεθειμένο να συνεχίσει να αγωνίζεται. Αυτό το τμήμα (ενστικτωδώς ή συνειδητά) προσέλαβε την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ ως στρατηγική ήττα, η οποία χρίζει σύνθετης εξήγησης και καινοτόμας απάντησης. Η αφήγηση της ΛΑΕ δεν έπιασε επαφή με αυτή τη διάσταση και, ως εκ τούτου, δεν κατάφερε να συσπειρώσει μαζικά αυτό το ενεργητικό τμήμα του κόσμου του ΟΧΙ.

Το παράξενο κλίμα των εκλογών, αλλά και ο διττός χαρακτήρας της αποχής [1], συνηγορούν στη διαπίστωση ότι εκτός από την παραίτηση υπάρχει μια κοινωνική διαθεσιμότητα που δεν μπόρεσε να συσπειρωθεί στο σύνολό της από τις εκφράσεις της Αριστεράς σε αυτές τις εκλογές. Από τη μια, υπάρχει η τάση κανονικοποιήσης της μνημονιακής πολιτικής, παραίτησης της ελληνικής κοινωνίας και αποδοχής της περιορισμένης εμβέλειας της δημοκρατίας. Το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ τον ψήφισαν παρά το ότι έχει δεσμευθεί να εφαρμόσει το τρίτο μνημόνιο, τοποθετεί de facto την μνημονιακή πολιτική προς το παρόν σε δεύτερο πλάνο. Από την άλλη, διαπιστώνεται η τάση αναζήτησης νέων τρόπων ενεργητικής εμπλοκής και κινητοποίησης.

Η Αριστερά στην Ελλάδα έχει διαιρεθεί ανάμεσα σε δύο ασθενικές στρατηγικές: εφαρμογή λιτότητας με αντισταθμιστικά μέτρα και επιστροφή στην καθιερωμένη αντιμνημονιακή ρητορική με μεγαλύτερη έμφαση στο ζήτημα της εξόδου από την ευρωζώνη. Οι εν λόγω στρατηγικές επιλογές δεν αναμετρώνται με βαθύτερα ζητήματα που θέτει εκ των πραγμάτων η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στη διαπραγμάτευση [2] Σε συνθήκες όπου οι ελίτ δεν δεσμεύονται από τη δημοκρατική έκφραση της λαϊκής βούλησης και οι βασικές λειτουργίες των κοινωνιών ελέγχονται από θεσμούς στους οποίους δεν έχουν πρόσβαση οι πολίτες, ο πολιτικός στόχος της απελευθέρωσης των κοινωνιών και της αποκατάστασης της δημοκρατίας δεν μπορεί πλέον να βασίζεται μόνο στην παραδοσιακή πολιτική πρακτική: διαμόρφωση κοινωνικών συμμαχιών, εκλογικός αγώνας, ανάληψη της διακυβέρνησης.

Για να διαμορφωθούν προϋποθέσεις απελευθέρωσης, η Αριστερά οφείλει να επανεξετάσει τη μεθοδολογία, τις προτεραιότητες και τα οργανωσιακά της σχήματα για την κινητοποίηση των πολιτών σε μια κατεύθυνση απελευθέρωσης των δυνατοτήτων τους, την αυτονόμηση μέρους των βασικών λειτουργιών της κοινωνίας από τον έλεγχο των ελίτ (παραγωγή, υποδομές, δίκτυα διανομής κοκ) και τη διασύνδεση αυτών των λειτουργιών με τις εναπομείνασες κρατικές δομές σε ένα όσο το δυνατόν ανθεκτικότερο δίκτυο. Μόνο υπό αυτές τις προϋποθέσεις μπορούμε πραγματικά να υλοποιήσουμε τους όποιους πολιτικούς στόχους, καθώς θα είμαστε σε θέση να αναμετρηθούμε με αξιώσεις με την επιθετικότητα των ελίτ, οι οποίες είναι διατεθειμένες να πλήξουν καίρια μια κοινωνία που επιχειρεί να αυτονομηθεί από τον πλήρη έλεγχό τους (απειλή χρεοκοπίας, παύση βασικών λειτουργιών κ.ο.κ).

Μια τέτοια μεταστροφή στη μεθοδολογία και στην πολιτική στρατηγική απαιτεί σοβαρή και συστηματική επανεξέταση πολύ βαθιά ριζωμένων πολιτικών φαντασιακών και νοοτροπιών των αριστερών οργανώσεων και κομμάτων. Η προσαρμογή στις νέες συνθήκες, μαθαίνοντας από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να αναδείξει μια πιο αποτελεσματική και ανθεκτική Αριστερά, ικανή να συμβάλει σε μια ηγεμονική, καινοτόμα και δημιουργική κοινωνική κινητικότητα. Η αδυναμία της παραδοσιακής πολιτικής πρακτικής να αλλάξει τις βασικές συντεταγμένες της μνημονιακής πολιτικής μπορεί να δημιουργεί απογοήτευση, όμως παράλληλα απελευθερώνει σε εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού μια διαθεσιμότητα για νέες, πιο αποτελεσματικές μορφές κοινωνικής και πολιτικής κινητοποίησης.

Αν η Ελλάδα είναι ένα εργαστήριο εφαρμογής ακραίων, πιλοτικών νεοφιλελεύθερων τεχνικών εξουσίας, που λειτουργεί ως υπόδειγμα για τη ριζική αναδόμηση της φυσιογνωμίας των δυτικών κοινωνιών εν γένει, τότε γίνεται σαφές ότι η εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ αφορά την Αριστερά σε όλες τις χώρες. Μια αριστερή κυβέρνηση, σε όποια χώρα, θα οδηγηθεί αργά ή γρήγορα σε ένα σημείο στο οποίο θα τεθεί επί τάπητος η απειλή κατάρρευσης των βασικών λειτουργιών της κοινωνίας σε περίπτωση μη υποταγής. Την επόμενη φορά, σε οποιαδήποτε χώρα, πρέπει να είμαστε σε θέση να σηκώσουμε το βάρος της κλιμάκωσης της εν λόγω επίθεσης από τη μεριά των ελίτ, η οποία σηματοδοτεί άλλωστε και το τέλος του μεταπολεμικού σεβασμού τους στη δημοκρατία, δηλαδή στους λαούς μας.

Το άρθρο είναι βασισμένο σε κείμενο για τις εκλογές του Σεπτεμβρίου που συνέταξε ο ίδιος για λογαριασμό του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ.

____________________

Σημειώσεις

[1] 1,5 εκατομμύρια λιγότεροι ψηφοφόροι από το 2009, 764.000 λιγότεροι από τον Ιανουάριο του 2015 (περισσότεροι από τους μισούς που απείχαν οδηγήθηκαν σε αυτή την επιλογή μέσα στο 2015). Στην ήδη γνωστή αποστροφή του κόσμου απέναντι στο παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό πρέπει να προστεθεί τώρα και η απογοήτευση από την αδυναμία επιρροής των κρίσιμων οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων μέσα από την εκλογική διαδικασία, όπως φάνηκε από την έκβαση της πρόσφατης διαπραγμάτευσης. Το πλήγμα στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία αρχίζει να γίνεται πλέον ανησυχητικό.

[2] Αλλά και εξελίξεις όπως η προώθηση συμφωνιών τύπου ΤΤΙΡ και η όξυνση των πολεμικών συρράξεων παγκοσμίως, οι οποίες επίσης τροποποιούν το πεδίο της πολιτικής και κοινωνικής αντιπαράθεσης.

*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στις 12/10/2015 στο RedNotebook

Συνέντευξη στο «Δρόμο της Αριστεράς»: Η πιο θετική διέξοδος είναι να σκεφτούμε σοβαρά μια νέα στρατηγική

Συνέντευξη στον Δρόμο της Αριστεράς και στον Γιώργο Παπαϊωάννου στις 29/8/2015

Ο Ανδρέας Καρίτζης ήταν μέχρι πριν από περίπου ένα χρόνο μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ. Είχε παραιτηθεί «αθόρυβα», παραμένοντας μέλος της Κ.Ε., διαπιστώνοντας σημαντικές ελλείψεις στην πολιτική στρατηγική και τον κεντρικό συντονισμό του κόμματος. Μετά τις τελευταίες εξελίξεις, αποστασιοποιείται συνολικότερα από τα όργανα του κόμματος και την πολιτική που αυτό εφαρμόζει και την Παρασκευή 28 Αυγούστου, δημοσιοποίησε την παραίτησή του από την Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ.

Μιλήσαμε μαζί του για τους λόγους που οδήγησαν στη σημερινή εξέλιξη και τα βασικά προβλήματα στην στρατηγική αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ. «Μια άλλη μεθοδολογία θα ήταν να ρίξουμε όλο μας το βάρος στην απελευθέρωση των δυνατοτήτων των ανθρώπων», τονίζει ο Ανδρέας Καρίτζης και επισημαίνει ότι «πολύ λιγότερα πράγματα παίχτηκαν το 2015, απ’ ό,τι στην περίοδο από το 2012 μέχρι το 2015», δίνοντας έμφαση στην «προετοιμασία» του ΣΥΡΙΖΑ για τη διακυβέρνηση. Μιλώντας, τέλος, για το τι είναι αναγκαίο να γίνει σήμερα, ο Α. Καρίτζης δηλώνει: «Δεν μιλάμε για μια πολιτική στρατηγική ενός πολιτικού προσωπικού, αλλά για μια πολιτική στρατηγική μιας κοινωνίας που τίθεται σε κίνηση για να αμυνθεί και να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της».

Είχες θέσει πριν από ένα περίπου χρόνο, το δίλημμα «ανύψωση του φρονήματος ή διαπαιδαγώγηση στην υποταγή». Αν το πούμε κάπως συμβολικά (γιατί στην πραγματικότητα δεν ισχύει, αυτά κρίθηκαν σε ευρύτερες διαδικασίες και χρόνους) από την Κυριακή του δημοψηφίσματος μέχρι την Κυριακή της συμφωνίας μοιάζει σαν να διανύθηκε αυτή η απόσταση…

Πράγματι, το δημοψήφισμα, το φρόνημα που έδειξε και το αποτέλεσμά του, είναι φανερό ότι βρίσκονται σε αντίθεση με την τελική έκβαση της συμφωνίας και με την αίσθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Αλλά αυτό κυρίως οφείλεται στο γεγονός ότι δεν χαρακτήρισε το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, η μεθοδολογία που απαιτείται για να έρθουν αποτελέσματα μπροστά σε μια νέα συνθήκη πολιτικής, όπως αυτή που διαμορφώνεται, με το τέλος της δημοκρατίας στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Δεν είχαμε, να το πω διαφορετικά, τροποποιήσει κατάλληλα και έγκαιρα τη φυσιογνωμία, τη μεθοδολογία και την αντίληψή μας για την πολιτική. Είχαμε μείνει σταθερά στο ότι θα γίνει σεβαστή η δημοκρατία. Κάτι που φαινόταν από πριν ότι δεν θα συμβεί και άρα θα έπρεπε με έναν τρόπο να είχαμε προετοιμάσει μία διαφορετική στρατηγική.

Φαινόταν όμως από πριν, όπως είπες, υπήρχαν τα δείγματα για το ποια θα είναι η αντιμετώπιση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Γιατί αυτό δεν υπολογίστηκε στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ; Είναι θέμα έλλειψης κάποιων κριτηρίων κατανόησης, ιδεολογικής και πολιτικής αντίληψης;

Υπάρχουν δύο βασικές εξηγήσεις. Η μία, η θετική ας πούμε, είναι ότι μιλάμε για μια μείζονα ιστορική εξέλιξη όταν αναφερόμαστε στο τέλος της δημοκρατίας στην Ευρώπη, άρα ακόμα κι αν κανείς είχε αυτή την εκτίμηση, θα ήταν δύσκολο να την μετουσιώσει σε πολιτική και να οδηγήσει σε μια άλλη έκβαση την διαπραγμάτευση. Η αρνητική εξήγηση είναι ότι η παραδοσιακή Αριστερά, όντας εμποτισμένη από έναν τρόπο άσκησης πολιτικής όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, φάνηκε να βολεύεται σε μια τέτοιου τύπου πολιτική και δεν είχε την τόλμη και το θάρρος να διερευνήσει άλλες μεθοδολογίες, οι οποίες όμως ήταν απαραίτητες απ’ ό,τι φάνηκε.

Ποια θα ήταν, λοιπόν, μια άλλη άσκηση πολιτικής, μια μεθοδολογία πέρα από την παραδοσιακή;

Η γνώμη μου είναι ότι αυτό που φάνηκε είναι ότι δεν έχουμε την ισχύ να επιβάλουμε ως κοινωνία, τον σεβασμό από τα κέντρα ισχύος στις επιλογές μας. Μας λείπει η ισχύς. Είχαμε μια άποψη, ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η κατάκτηση της κυβέρνησης, ας το πούμε έτσι, θα μας δώσει τα απαραίτητα ποσά ισχύος. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Μια άλλη μεθοδολογία θα ήταν να ρίξουμε όλο μας το βάρος στην απελευθέρωση των δυνατοτήτων των ανθρώπων, ώστε να φτιαχτούν κοινωνικές και οικονομικές διαδικασίες τέτοιες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάποια αυτονομία των βασικών λειτουργιών της κοινωνίας, ώστε να μην εξαρτόμαστε τόσο πολύ από αυτούς που ελέγχουν τη ροή του χρήματος και μπορούν να επιβάλουν, τελικά, τις πολιτικές τους, υπό την απειλή ότι θα καταρρεύσουν οι βασικές λειτουργίες της κοινωνίας.

Υπάρχουν αυτές οι δυνατότητες και θα μπορούσαν να δώσουν λύσεις;

Είμαστε μια κοινωνία με πολύ μεγάλες δυνατότητες, αλλά δεν ήταν στο επίκεντρο της δικής μας πολιτικής μεθοδολογίας η απελευθέρωσή τους. Με την έννοια των παραγωγικών κυκλωμάτων, των οικονομικών και κοινωνικών θεσμίσεων και πρακτικών, που θα μας έδιναν τη δυνατότητα να έχουμε πραγματική ισχύ στη διαπραγμάτευση. Να μην εξαρτάται η έκβαση της διαπραγμάτευσης από το αν θα γίνει σεβαστό ή όχι το εκλογικό αποτέλεσμα.

Με τον τρόπο αυτό θεωρείς ότι δεν έλειψε απλώς ένα εναλλακτικό οικονομικό σχέδιο, αλλά η σύνδεση με τις ανάγκες της κοινωνίας και η στήριξη σε αυτήν. Αυτό, όμως, θα χρειαζόταν μια άλλη, πολύ πιο βαθιά προετοιμασία όλο το τελευταίο διάστημα, η οποία δεν έγινε.

Ακριβώς για αυτό η γνώμη μου είναι ότι πολύ λιγότερα πράγματα παίχτηκαν το 2015, από ό,τι στην περίοδο από το 2012 μέχρι το 2015. Τότε υπήρχε ο χρόνος να προσαρμοστείς στις νέες συνθήκες και να αναπτύξεις μια άλλη πολιτική στρατηγική που δίνει έμφαση στην απελευθέρωση δυνατοτήτων και την παραγωγή αυτών των διαδικασιών που έλεγα πριν, που θα σου έδιναν τη δυνατότητα, εν μέρει, να έχεις την κοινωνία και τους πολίτες, τους ανθρώπους, ενεργητικούς. Όχι με την έννοια μόνο της διεκδίκησης, αλλά και της αυτόνομης επιτέλεσης των βασικών λειτουργιών της κοινωνίας. Όσο ήταν δυνατό, βέβαια, γιατί προφανώς δεν μπορείς να αντικαταστήσεις όλο το κλασικό οικονομικό κύκλωμα με άλλες διαδικασίες. Μπορείς, όμως, τουλάχιστον να έχεις μία τέτοια κατεύθυνση.

Αυτό, έτσι όπως το περιγράφεις, θα απαιτούσε μία ριζικά διαφορετική αντιμετώπιση του λεγόμενου εσωτερικού μετώπου. Είδαμε, όμως, ότι και στο μέτωπο αυτό -αν υποθέσουμε ότι στο μέτωπο της διαπραγμάτευσης υπήρχε ένα σημαντικό θέμα ισχύος- ενώ υπήρχαν πολλές κοινωνικές δυνάμεις που θα απαιτούσαν μια ρήξη με το πολιτικό σύστημα και την οικονομική ολιγαρχία, αυτό δεν έγινε.

Όντως, ας υποθέσουμε ότι ακόμα και με μια καλή προετοιμασία, θα μπορούσε το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης να είναι κακό γιατί είναι αρνητικός ο συσχετισμός δύναμης διεθνώς. Από την άλλη μεριά, για να αναδειχθούν οι δυνατότητες των ανθρώπων χρειάζεται και η απελευθέρωσή τους από κάποια δεσμά. Είναι σύμφυτο, δηλαδή, με μια αλλαγή νοοτροπίας για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το πολιτικό σύστημα, για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την εσωτερική οργάνωση της κοινωνίας. Εκεί που ακριβώς δεν υπήρχε εσωτερική -ας το πούμε έτσι- υπέρτερη δύναμη, φάνηκε ο ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει τη μέριμνα να αναπτύξει αυτά τα χαρακτηριστικά, να αναδείξει μια άλλη νοοτροπία διακυβέρνησης, μια άλλη σοβαρότητα ως προς τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το κράτος, και άρα να κάνει τις απαραίτητες κινήσεις και αναδιανομής αλλά και αντιμετώπισης χρόνιων παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας. Αναφέρομαι κυρίως στην αυθαιρεσία της ολιγαρχίας, αλλά και μία διοικητική νοοτροπία από τη μεριά και του κράτους, αλλά και του πολιτικού συστήματος, που κινείται στη βάση όχι κάποιου σχεδίου που έχει μια σοβαρότητα, ας πούμε, για το μέλλον της κοινωνίας, ένα όραμα κ.λπ., αλλά αντιμετωπίζει ευκαιριακά τα προβλήματα.

Ακόμα, όμως, και βλέποντας τη σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου ή τις τοποθετήσεις στελεχών σε οργανισμούς του Δημοσίου, φαίνεται ότι όχι μόνο δεν πήγε να δοθεί μια σύγκρουση, αλλά ότι οι εκπρόσωποι του παλιού πολιτικού και οικονομικού συστήματος, για παράδειγμα του Σημιτικού περιβάλλοντος κ.λπ., πήραν ρόλους και θέσεις στην κυβέρνηση.

Η γνώμη μου είναι ότι οδηγείσαι σε τέτοιες επιλογές όταν δεν έχεις ένα σοβαρό σχέδιο μετασχηματισμού του κράτους και του πολιτικού συστήματος. Όταν απουσιάζει η αυτοπεποίθηση και η πίστη ότι αυτό που λες είναι κάτι που θα ήταν μια προσφορά για την ελληνική κοινωνία, πέρα και έξω ακόμη από το κλασικό δίπολο «Αριστερά-Δεξιά». Όταν αυτό το αίτημα της ελληνικής κοινωνίας, που είναι πολύ πιο βαθύ, δεν το αξιολογείς ως τέτοιο, όταν κινείσαι με μια αντίληψη και με μια κατεστημένη μεθοδολογία, είναι λογικό τα κριτήρια με τα οποία θα κρίνεις τους ανθρώπους που θα βάλεις να σχετίζονται με την πείρα στην κλασική λειτουργία του κράτους.

Ανάμεσα σε όλα τα άλλα που συζητάμε, έχουμε και την ακύρωση του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ. Οι αποφάσεις της Κ.Ε., ακόμα και της τελευταίας για έκτακτο συνέδριο, ακυρώνονται ή αγνοούνται. Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα βλέπουμε να αποσαρθρώνεται. Πιστεύεις ότι μετατρέπεται σε έναν οργανισμό διαφορετικό; Μήπως οδηγείται σε μια «ΠΑΣΟΚοποίηση» με ένα δυναμικό, σε μεγάλο βαθμό κρατικοποιημένο, που θα στηρίζει τυφλά μία ηγεσία;

Είναι το αποκορύφωμα της έλλειψης βούλησης και ενδιαφέροντος για να αλλάξουν τα πράγματα. Το κόμμα θα έπρεπε να είναι η δύναμη και το όπλο μιας κυβέρνησης που θα ήθελε πραγματικά να κάνει τομή στην ελληνική κοινωνία και να αλλάξει το καθεστώς και τις νοοτροπίες που το συνοδεύουν. Δηλαδή, μέσα από δημοκρατικές λειτουργίες να αφουγκράζεσαι τη θέληση και τη βούληση των ανθρώπων που είναι ενεργοί και δραστηριοποιούνται. Είναι το αποκορύφωμα του ότι δεν είσαι σε θέση να επιτελέσεις αυτόν τον ρόλο που τόσο πολύ ζητά η ελληνική κοινωνία. Αυτό είναι το δυστύχημα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε, ακόμα και ανεξαρτήτως της διαπραγμάτευσης και της δυσκολίας της, να συνεισφέρει θετικά στην αναγέννηση -ας το πούμε έτσι- της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας. Και δεν το κάνει. Αποκορύφωμα αυτού του πράγματος είναι η υποτίμηση, απαξίωση και τελικά κατάργηση των δημοκρατικών διαδικασιών. Σαν να μην έχουν καταλάβει ότι ο βασικός λόγος της αρνητικής αποτίμησης όλων των κομμάτων που κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο, ήταν ότι σταδιακά αποκόπηκαν από τη δυνατότητά τους να έχουν πρόσβαση και σχέση με την κοινωνία, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την συμμετοχή κάποιων ανθρώπων σε ένα κόμμα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται σε ένα, ας το πούμε έτσι, κόμμα της Κεντροαριστεράς που θα διαχειριστεί την κατάσταση. Έτσι, θα μπορούσαμε να έχουμε δύο πόλους, μία Κεντροαριστερά, κυρίως υπό τον ΣΥΡΙΖΑ, και μία Κεντροδεξιά που είναι ζητούμενο και αυτή να ανασυγκροτηθεί. Βλέπεις το πολιτικό σκηνικό να μπορεί να «περπατήσει» έτσι;

Θα έλεγα ότι αυτό θα μπορούσε να είναι μία βάσιμη πρόβλεψη, που όμως για να επαληθευτεί χρειάζεται μία στοιχειώδη οικονομική και κοινωνική ευστάθεια, την οποία εγώ δεν βλέπω για το επόμενο διάστημα. Γι’ αυτό, αν θέλεις, αν είχε κάποιος αυτόν τον στρατηγικό προσανατολισμό, είναι λάθος, όχι μόνο γιατί δεν είναι αριστερός, αλλά και γιατί δεν είναι πολιτικά βιώσιμος…

Δηλαδή θα πάμε σε μια ακόμα πιο ρευστή κατάσταση που δυσκολεύει τέτοιους σχεδιασμούς;

Ακριβώς. Η κατάσταση δεν θα σταθεροποιηθεί, πράγμα που σημαίνει ότι αυτά τα μοντέλα δεν δημιουργούν αυτό που έχουμε ζήσει στο παρελθόν, παλιές καταστάσεις ως προς την πολιτική εκπροσώπηση, και μία, ας πούμε, έστω μακροημέρευση σε επίπεδο εξουσίας. Θεωρώ, για αυτό το λόγο, ότι πολύ σύντομα όλες αυτές οι στρατηγικές θα αναθεωρηθούν απ’ όλες τις κατευθύνσεις και απ’ όλες τις πλευρές.

Τι κάνουμε από εδώ και πέρα; Φαίνεται ότι το λαϊκό φρόνημα, για το οποίο μιλήσαμε στην αρχή, έχει δεχτεί αρκετά χτυπήματα και είναι καταρρακωμένο, ειδικά με την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στις δυνάμεις που υποστηρίζουν μία μνημονιακή λύση. Βλέπουμε να υπάρχουν προτάσεις μιας γρήγορης και άμεσης άλλης λύσης και μιας καινούργιας αριστερής ενότητας. Εσύ, μέσα από ποιους δρόμους βλέπεις να μπορεί να ανασυγκροτηθεί ο λαϊκός παράγοντας ή να ανυψωθεί το λαϊκό φρόνημα στις σημερινές συνθήκες πλέον;

Καταρχήν να πω για το φρόνημα του κόσμου όπως εκφράστηκε στο δημοψήφισμα, ότι αυτό μπορεί να δέχτηκε πλήγματα από το πώς κινήθηκε η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ μετά, ωστόσο δεν έχει χάσει τα καύσιμά του. Το δεύτερο είναι ότι μετά από μία στρατηγική ήττα, γιατί τέτοια είναι, δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις και ειδικά σε σύντομο χρονικό διάστημα, εύκολες θετικές προτάσεις διεξόδου. Η πιο θετική διέξοδος από αυτή την κατάσταση είναι να σκεφτούμε σοβαρά μια νέα πολιτική στρατηγική που να συνάδει με τις απαιτήσεις της περιόδου για να είμαστε, αν μη τι άλλο, χρήσιμοι στην κοινωνία. Άρα θεωρώ ότι όλες οι λύσεις που εμφανίζονται βραχυπρόθεσμα και ειδικά κάτω από μια κατεπείγουσα προσφυγή στις κάλπες δεν αποτελούν πραγματικές διεξόδους.

Τι θα απαιτούσε, κατά τη γνώμη σου, μια σοβαρή προσπάθεια απάντησης στη σημερινή συγκυρία;

Η έμφαση στο φρόνημα και μια νέα πολιτική στρατηγική. Δηλαδή, η ενίσχυση του φρονήματος από τη μια, αλλά και η τοποθέτηση της απελευθέρωσης των δυνατοτήτων των ανθρώπων στο επίκεντρο της πολιτικής μας στρατηγικής. Να κατανοήσουμε βαθιά ότι η κοινωνία θα υπερασπιστεί αποτελεσματικά τον εαυτό της όταν καταφέρουν οι πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς ή κάποια πολιτική δύναμη, να φτιάξει εργαλεία, ώστε οι άνθρωποι που έχουν δυνατότητες να μπορούν πραγματικά να τις χρησιμοποιήσουν για να παράξουν θετικά και δημιουργικά εγχειρήματα μέσα στην κοινωνία. Παραγωγικά, κοινωνικά, εγχειρήματα πάσης φύσεως τα οποία θα αρχίσουν να απελευθερώνουν την κοινωνία από πριν και όχι μόνο μέσω μιας αλλαγής σε επίπεδο διακυβέρνησης.

Από αυτά που λες, προκύπτει ότι χρειάζεται μία πιο σύνθετη διαδικασία και όχι λύσεις που διαμορφώνονται από τα «πάνω» ή από ένα τμήμα του προσωπικού της Αριστεράς ή του ΣΥΡΙΖΑ.

Θεωρώ ότι η πολιτική στρατηγική πρέπει να είναι πολυπρόσωπη, πολυδιάστατη, με έμφαση στη δημιουργικότητα και στην πολυδιάστατη παραγωγή πραγμάτων και καταστάσεων. Δεν μιλάμε για μια πολιτική στρατηγική ενός πολιτικού προσωπικού, αλλά για μια πολιτική στρατηγική μιας κοινωνίας που τίθεται σε κίνηση για να αμυνθεί και να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της. Αυτό ήδη συμβαίνει και το θέμα είναι να βρει η Αριστερά τον τρόπο ώστε να συμβάλει σε αυτό, να το ενισχύσει και να το κάνει και ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο.

Επιστολή παραίτησης από την Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ

Με λύπη γνωστοποιώ την παραίτησή μου από την Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ. Η κοινωνικά οδυνηρή και πολιτικά μη βιώσιμη επιλογή εφαρμογής του προϊόντος ενός πραξικοπήματος σε συνδυασμό με τη μεθοδολογία λήψης τέτοιων κρίσιμων αποφάσεων διαμόρφωσαν ένα πολιτικό περιβάλλον και μια στρατηγική που με απορρίπτει. Η κατάργηση συλλογικών και δημοκρατικών διαδικασιών, το έλλειμμα πολυδιάστατης και σε βάθος ανάλυσης και ο κοντόθωρος πολιτικός ορίζοντας έχουν πλέον διαμορφώσει μια νοοτροπία πολιτικής σε συνέχεια και όχι σε ρήξη με το παρελθόν. Μια νοοτροπία που δεν επιτρέπει την ουσιαστική ανασυγκρότηση και τον επαναπροσδιορισμό, στοιχεία απαραίτητα μετά από μια ήττα για την χάραξη μιας πολιτικά βιώσιμης και κοινωνικά χρήσιμης νέας στρατηγικής.

Η εν λόγω νοοτροπία δεν προέκυψε ξαφνικά, ενδυναμώνεται και αναπτύσσεται καιρό τώρα. Και αν μετά από μια μείζονα πολιτική εξέλιξη όπως η έκβαση της διαπραγμάτευσης η νοοτροπία αυτή όχι μόνο δεν εγκαταλείπεται αλλά αντίθετα παγιώνεται τότε δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια. Από την άλλη μεριά, η τεράστια μάζα των ανιδιοτελών συντρόφων και συντροφισσών του ΣΥΡΙΖΑ, ανεξαρτήτως των επιλογών τους αυτό το διάστημα, θα αποτελεί για εμένα πάντα πηγή δύναμης και αισιοδοξίας. Όλα όσα μας απομακρύνουν σήμερα δεν πρόκειται να σπάσουν τους δεσμούς μεταξύ μας, οι οποίοι σφυρηλατήθηκαν σε μια απίστευτα δύσκολη αλλά και συναρπαστική πορεία.

Η κοινωνία βρίσκεται ήδη σε μια μεγάλη κινητικότητα, τόσο για να επιβιώσει όσο και για να αποκτήσει ισχύ απέναντι σε αυτονομημένους από τη λαϊκή βούληση θεσμούς που ελέγχουν σήμερα τις βασικές της λειτουργίες έχοντας καταλύσει τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία. Χιλιάδες άνθρωποι αγωνίζονται καθημερινά, βασιζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις. Δεν αποτελεί αποδεκτή επιλογή να σταθούμε απέναντί τους. Αυτή είναι η δική μου προτεραιότητα. Προσωπικά, θα ταχθώ με όλες μου τις δυνάμεις στην υπηρεσία αυτής της δημιουργικής και ελπιδοφόρας κινητικότητας, η οποία εκφράστηκε με συγκλονιστικό τρόπο στο δημοψήφισμα.

Αν σκεφτούμε διαφορετικά, θέτοντας στο επικέντρο της πολιτικής τις ενσωματωμένες στους ανθρώπους δυνατότητες, θα συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε πολύ πιο δυνατοί/ες από όσο νομίζουμε. Αν πιστέψουμε στη δημοκρατία ως εργαλείο απελευθέρωσης των δυνατοτήτων των ανθρώπων, τότε τα όρια που μας θέτουν οι ελίτ δεν θα φαντάζουν ανυπέρβλητα. Αν πιστέψουμε στη δύναμη που έχουν οι άνθρωποι μέσα τους, τότε θα αποκτήσουμε την αυτοπεποίθηση που απαιτούν οι περιστάσεις.

Να μάθουμε λοιπόν από τα λάθη και την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και να εξελιχθούμε ώστε να γίνουμε πραγματικά αποτελεσματικοί και χρήσιμοι. Δεν ζούμε σε καιρούς αποστράτευσης, ζούμε σε καιρούς που απαιτούν τόλμη.

Αθήνα 28 Αυγούστου 2015

*Επιστολή με παρόμοιο περιεχόμενο εστάλη στον συντονιστή της Ο.Μ. ΣΥΡΙΖΑ Νέας Σμύρνης γνωστοποιώντας την παραίτησή μου από μέλος του ΣΥΡΙΖΑ δύο ημέρες αργότερα στις 30 Αυγούστου 2015.

Νέα φάση, νέα πολιτική στρατηγική

Την προηγούμενη Δευτέρα ολοκληρώθηκε μια βαθιά τομή στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Αναφέρομαι στο συντελεσμένο πολιτικό γεγονός της κατάλυσης της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας και εν τέλει της ελευθερίας μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας. Από τη μια μεριά είχαμε την εξάντληση όλων των δημοκρατικών εργαλείων και από την άλλη τον κλιμακούμενο εκβιασμό που έφτασε μέχρι τον «ξαφνικό θάνατο» που ακόμη επικρέμαται πάνω από την Ελλάδα. Η σύγκρουση δημοκρατίας και απολυταρχίας έληξε με βαρειά ήττα της δημοκρατίας. Οι δανειστές επέβαλαν μια συνθηκολόγηση τιμωρητική, ταπεινωτική και βάρβαρη στην κυβέρνηση, στον ΣΥΡΙΖΑ και τον ελληνικό λαό.

Μπροστά στη νέα απολυταρχική φάση που εισερχόμαστε είναι απαραίτητο ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και όλες οι δημοκρατικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις να επανεπεξεργαστούν την πολιτική τους στρατηγική, λαμβάνοντας υπόψη την πείρα από την προηγούμενη φάση και τα πολιτικά χαρακτηριστικά της νέας. Αν και η αποτίμηση της προηγούμενης φάσης και η κριτική προσέγγιση στην πολιτική μεθοδολογία που επικράτησε στον ΣΥΡΙΖΑ έχει μια αυτονομία, βασικά της σημεία είναι απαραίτητα για να χαράξουμε στρατηγική στη νέα φάση.

Η αντίληψη, από το 2012 και μετά, ότι το καθήκον μας ήταν η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και η συγκρότηση αριστερής κυβέρνησης με παραδοσιακούς πολιτικούς όρους δεν αντιστοιχούσε στα αναδυόμενα απολυταρχικά χαρακτηριστικά του πολιτικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο θα καλούμασταν να υπερασπιστούμε τη δημοκρατική βούληση του λαού για αξιοπρέπεια. Η διάταξη πόρων και στελεχιακού δυναμικού από το 2012 και μετά προσανατολίστηκε στην καθιερωμένη κοινοβουλευτική δραστηριότητα, τη στιγμή που ο αντίπαλος την υποβάθμιζε στρατηγικά. Αντιθέτως, θα έπρεπε να διοχετευτούν κατά προτεραιότητα στη δημιουργία κοινωνικών και παραγωγικών δομών και θεσμίσεων που θα διαμόρφωναν υποδομές και νοοτροπίες κατάλληλες για την τροφοδότηση μιας αριστερής κυβέρνησης με πραγματική ισχύ. Γιατί υπάρχουν δύο πηγές ισχύος στις κοινωνίες: το χρήμα και οι ενσωματωμένες δυνατότητες των ανθρώπων. Δεν φροντίσαμε να μεγιστοποιήσουμε την άντληση ισχύος από τη μόνη πηγή που μπορούσαμε να έχουμε πρόσβαση.

Επιπρόσθετα, έπρεπε, από το 2012, στελέχη μας να αναλάβουν αποκλειστικά τη συστηματική προετοιμασία τόσο της επικείμενης διακυβέρνησης ανά τομέα όσο και της διαπραγμάτευσης με επιχειρησιακούς όρους. Αντ’ αυτού αναλωθήκαμε σε προγραμματικές επεξεργασίες που προϋπολόγιζαν ότι θα κυβερνήσουμε σε συνθήκες εύρωστης αστικής δημοκρατίας. Αυτή η λανθασμένη εκτίμηση ευθύνεται μερικώς και για την καθησυχαστική ρητορική του τύπου «αποκλείεται να μας πουν όχι».

Επίσης, κυριάρχησε η συζήτηση για το τι μέρος του χρέους θα διαγράψουμε ή τι νόμισμα θα έχουμε ως εάν να διαθέταμε τα μέσα και τα εργαλεία για οποιαδήποτε επιλογή. Γιατί π.χ. τόσο η έξοδος όσο και η παραμονή στο ευρώ με όρους αυτονομίας και ελευθερίας κινήσεων προϋποθέτει υποδομές, θεσμίσεις, εργαλεία και μεθοδολογία που δεν «σκεφτήκαμε» ότι μας είναι απαραίτητα προϋπολογίζοντας ότι το κράτος, η κυβέρνηση και ο σεβασμός στη δημοκρατία από τους αντιπάλους είναι αρκετά για να επιτύχουμε τους όποιους πολιτικούς μας στόχους.

Οι υλικοί όροι καθορίζουν το εύρος της πολιτικής στρατηγικής, γι’ αυτό και θεωρώ ότι ο τρόπος διάταξης των δυνάμεών μας από τότε ήταν καθοριστικός για την πορεία μας. Κρίσιμο ρόλο έπαιξε και η κυριαρχία της παραδοσιακής μεθοδολογίας και του αντίστοιχου πολιτικού φαντασιακού στην πορεία προς την εξουσία. Ενδεικτικές περιπτώσεις είναι η σπατάλη χρόνου και ενέργειας για την περιβόητη πολιτική συμμαχιών και οι προσωπικές ή ομαδικές στρατηγικές για το πλασάρισμα στη Βουλή και την κυβέρνηση, αντί του μεθοδικού σχεδιασμού και συγκρότησης με κριτήρια αποτελεσματικότητας μιας επιχειρησιακά άρτιας και οργανωσιακά συνεκτικής πολιτικής μηχανής για να αντιμετωπίσει το τεχνοκρατικό δυναμικό της σύγχρονης απολυταρχίας.

Σήμερα, στη νέα φάση, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να εκπονήσει μια πολιτική στρατηγική απελευθέρωσης της πατρίδας από τη σύγχρονη απολυταρχία και την αποκατάσταση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Απαραίτητος όρος είναι ο ενστερνισμός επιτέλους των παραπάνω κατευθύνσεων που θα έπρεπε να υιοθετήσουμε από το 2012. Δηλαδή, να δώσει έμφαση στην οργανωσιακή και επιχειρησιακή αναβάθμισή του ώστε να λειτουργήσει με καινοτόμο τρόπο ως συντονιστής των τεράστιων δυνατοτήτων που υπάρχουν στην κοινωνία μας και οι οποίες είναι καθοριστικές σε μια πορεία απελευθέρωσης. Το ζήτημα δεν είναι αν υπάρχει τώρα ένα τέτοιο σχέδιο, αλλά αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποκτήσει άμεσα έναν τέτοιο προσανατολισμό ώστε να προκύψει.

Υπό την απειλή της χρεοκοπίας είμαστε εγκλωβισμένοι. Χρειάζεται λοιπόν και ένας οδικός χάρτης απεμπλοκής του ΣΥΡΙΖΑ από την εφαρμογή ενός πραξικοπηματικά επιβεβλημένου σκληρού Μνημονίου με αυξημένους βαθμούς υποτέλειας. Οι λεπτομέρειες είναι δουλειά όλων μας ώστε να διαμορφώσουμε τον βέλτιστο τρόπο απεγκλωβισμού σε μια επικίνδυνη και ναρκοθετημένη περίοδο. Μετά από μια βαριά ήττα δεν μπορεί παρά να έχουμε υψηλό κόστος. Το ζήτημα είναι να το διαχειριστούμε με τρόπους που δεν θα διαλύσουν τις σχέσεις μας με τα λαϊκά στρώματα, ώστε να είμαστε ανθεκτικοί στα πλήγματα του συστήματος το επόμενο διάστημα και να είμαστε σε θέση να επανέλθουμε, αυτή τη φορά με εντελώς διαφορετική νοοτροπία, μεθοδολογία και ρητορική.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής στις 19/07/2015

Οι θεσμοί αποφάσισαν

Οι θεσμοί αποφάσισαν: Η οικονομική καταστροφή της Ελλάδας είναι μονόδρομος. Η Ελλάδα, το θέλουν, δεν το θέλουν οι κάτοικοί της, πρέπει να διαλυθεί. Η βαρβαρότητα και η αναξιοπρέπεια είναι η νέα κανονικότητα.

Οι θεσμοί αποφάσισαν: Καμιά ανοχή στη δημοκρατία. Αγνόησαν προκλητικά τη διαπραγμάτευση τόσων μηνών και επανέφεραν στο παρά πέντε ένα πρόγραμμα χειρότερο από αυτό που δεν μπορούσε να εφαρμόσει η κυβέρνηση Σαμαρά και απέρριψε ο ελληνικός λαός στις εκλογές. Για τους θεσμούς η δημοκρατική ετυμηγορία ενός λαού δεν είναι αρκετός λόγος για να εμπλακούν σε μια ουσιαστική διαπραγμάτευση. Δεν έκαναν καν τον κόπο να φέρουν μια πρόταση που δεν περιφρονεί και δεν απαξιώνει τόσο επιδεικτικά το Brussels Group.

Αφού οι θεσμοί ακύρωσαν το ΒG και τη διαπραγμάτευση μηνών και επανέφεραν την απαίτησή τους για εφαρμογή του Μνημονίου, η ελληνική πλευρά πρέπει να επαναφέρει το πρόγραμμα της ΔΕΘ. Ας είμαστε σαφείς. Δεν έχουμε να κάνουμε με δύο προτάσεις όπου πρέπει να βρεθούμε κάπου στη μέση, από τη μια η ελληνική πρόταση και από την άλλη η πρόταση των θεσμών. Η ελληνική πλευρά ανέλαβε να σχηματοποιήσει σε ένα κείμενο τα αποτελέσματα του BG. Δεν είναι προτάσεις της ελληνικής πλευράς οι απαιτήσεις των δανειστών που περιλαμβάνονται σε αυτό. Τα αποτελέσματα του BG δεν έχουν υιοθετηθεί από την ελληνική πλευρά παρά μόνο ως διερευνητική βάση για την επίτευξη συμφωνίας, η οποία περιλαμβάνει ρύθμιση για το χρέος, αναπτυξιακό σχέδιο κ.ο.κ.

Στην τελευταία Κεντρική Επιτροπή ειπώθηκε ότι δεν έχει νόημα η συζήτηση για επιμέρους τμήματα της διαπραγμάτευσης που βρίσκεται σε εξέλιξη, διότι τίποτα δεν έχει γίνει αποδεκτό και όλα πρέπει να σταθμιστούν ως τμήματα της τελικής συμφωνίας. Μόνο τότε μπορούμε να εξετάσουμε αν οι επώδυνες πτυχές που τελικά θα επιβάλουν οι δανειστές μπορούν να γίνουν αποδεκτές ως τελευταίες παραχωρήσεις για να ξεφύγουμε από τη μέγγενη των Μνημονίων και της λιτότητας. Συνεπώς, δεν αποτελούν θέσεις της ελληνικής πλευράς.

Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί σε αυτό το σημείο διότι οι θεσμοί επιχειρούν να μεταφέρουν τη συζήτηση μεταξύ των αποτελεσμάτων στο BG όπου έχουν ήδη ενσωματώσει θέσεις τους που δεν είναι δικές μας, με ακόμη περισσότερες απαιτήσεις που επανέφεραν την Τετάρτη. Και μάλιστα αρνούμενοι να εντάξουν τη ρύθμιση του χρέους στη συμφωνία, η οποία κατά τη γνώμη τους αφορά μόνο την εκταμίευση χρημάτων για να πληρώσουμε τις δόσεις το επόμενο διάστημα. Χωρίς διευθέτηση του ζητήματος του χρέους δεν υπάρχει καν συζήτηση για επώδυνη συμφωνία.

Οι θεσμοί αποφάσισαν: Ο πολιτικός τους στόχος είναι ο δήμοσιος εξευτελισμός του Τσίπρα, του ΣΥΡΙΖΑ και του ελληνικού λαού. Το βράδυ της Τετάρτης δήλωσαν δημόσια την περιφρόνησή τους στο αποτέλεσμα των εκλογών και την απαξίωσή τους στις εργώδεις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης και στην πρόθεσή της να υποστεί ακόμη και κάποια τελευταία επώδυνα πλήγματα προκειμένου να υπάρξει συμφωνία που βάζει τέλος στη μνημονιακή περίοδο. Η εξευτελιστική αντιμετώπιση της ελληνικής κυβέρνησης που πασχίζει για συμφωνία και ενός ολόκληρου λαού που θέλει να ανακτήσει το δικαίωμά τους στην ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον δεν μπορεί να γίνει ανεκτή.

Η υπεράσπιση της αξιοπρέπειάς μας δεν είναι «πολυτέλεια». Κανένας σε αυτήν τη χώρα δεν θα σέβεται τίποτα αν παγιωθεί η αντίληψη ότι ανεχόμαστε τέτοιου είδους συμπεριφορά. Η ανάκαμψη της χώρας, παρά τις όποιες οικονομικές δυσκολίες, προϋποθέτει μια κοινωνία που διατηρεί ένα ελάχιστο επίπεδο αυτοεκτίμησης. Αυτή την αυτοεκτίμηση πρέπει να προστατεύσουμε ως κόρη οφθαλμού. Σε αντίθετη περίπτωση, οι συνέπειες στο συλλογικό ασυνείδητο του λαού μας θα είναι τραυματικές, με τον φασισμό να καραδοκεί να τις εκμεταλλευτεί.

Οι θεσμοί αποφάσισαν. Το ερώτημα πλέον είναι τι θα κάνει η ελληνική πλευρά. Η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πάρουν κάποιες αποφάσεις και να απευθυνθούν με ειλικρίνεια στην ελληνική κοινωνία. Είναι μέσα στα πιθανά ενδεχόμενα η μη επίτευξη συμφωνίας αν οι θεσμοί συνεχίσουν, όπως όλα δείχνουν, σε αυτή την κυνική και εξευτελιστική τακτική; Αν για κάποιους λόγους έχει αποκλειστεί, οφείλουμε να ξέρουμε γιατί και να τοποθετηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν όχι, τότε δεν πρέπει να πορευόμαστε ως εάν να πρόκειται για «δική μας αποτυχία» και να αιωρείται ότι η μη επίτευξη συμφωνίας ισοδυναμεί με παράδοση της εξουσίας από τη μεριά μας αμαχητί.

Πιστεύουμε ότι μια κακή συμφωνία μπορεί να εφαρμοστεί; Είναι σε θέση ο ΣΥΡΙΖΑ -χωρίς να διαλυθεί το μπλοκ των κοινωνικών δυνάμεων που τον στηρίζει- να εφαρμόσει απαιτήσεις των δανειστών αν δεν έχει εξασφαλίσει την απεμπλοκή της Ελλάδας από τη μέγγενη του χρέους; Υπάρχει μέλλον για τη χώρα αν στην προσπάθεια να εφαρμοστούν απαιτήσεις των δανειστών ο ΣΥΡΙΖΑ βαθμιαία αποδιαρθρωθεί ως πολιτική δύναμη; Ας μην κάνουμε το λάθος που θέλουν οι δανειστές: η διά της επιβολής εφαρμογή των απαιτήσεών τους θα τσακίσει την ήδη ρημαγμένη ελληνική κοινωνία και θα πλήξει θανάσιμα τη μοναδική της ελπίδα: τον ΣΥΡΙΖΑ.

δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής στις 07-06-2015

Διαπραγμάτευση, δημοκρατικό καθήκον και κοινωνική καινοτομία

Η πολύμηνη διαπραγμάτευση απέδειξε με ξεκάθαρο τρόπο ότι στόχος των δανειστών μέσα από την εφεύρεση των Μνημονίων και στρατηγική μέριμνα της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς στην Ευρώπη είναι η ριζική αναδόμηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών σε εντελώς διαφορετικές «ασιατικού» τύπου βάσεις. Στην ελληνική περίπτωση το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς για τη νεοφιλελεύθερη δεξιά είναι η καταστροφή της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Ως καταστροφή μπορεί να οριστεί η υποτίμηση της εργασίας, η διάλυση του παραγωγικού ιστού και η επέκταση της αγοράς σε κάθε κοινωνικό ή φυσικό πόρο. Η λιτότητα ήταν ο μνημονιακός τρόπος αυτής της καταστροφής.

Όμως, όσο η νέα κυβέρνηση δεν υποτάσσεται στη λιτότητα και δεν πέφτει, η λιτότητα δεν μπορεί να συνεχιστεί. Σε αυτή την περίπτωση, η καταστροφή της ελληνικής οικονομίας -θυμίζω στρατηγικός στόχος της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς- συνεχίζεται με τον απευθείας στραγγαλισμό της χρηματοδότησης. Η πολιτική της λιτότητας λοιπόν αντικαταστάθηκε από την άμεση χρηματοδοτική ασφυξία. Όσο δεν αποδεχόμαστε τη λιτότητα, τα καταστροφικά, υφεσιακά αποτελέσματα δεν θα παράγονται από αυτήν αλλά απευθείας από τη χρηματοδοτική ασφυξία.

Κατά τη γνώμη τους, η μόνη «ελευθερία» που έχουμε είναι να επιλέξουμε τον τρόπο καταστροφής: Αν θέλουμε «αριστερή» ή «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση αυτός θα είναι η χρηματοδοτική ασφυξία. Αν επιλέξουμε νεοφιλελεύθερη, δεξιά κυβέρνηση, αυτός θα είναι η λιτότητα. Αν κάποια στιγμή δεχθούμε λίγη λιτότητα, θα απελευθερώσουν λίγη χρηματοδότηση. Όσο περισσότερη λιτότητα δεχόμαστε τόσο περισσότερη χρηματοδότηση θα έχουμε και αντίστροφα. Αρκεί να μένει αμετάβλητη η βάρβαρη ανισότητα μεταξύ ελίτ και πλειοψηφίας της κοινωνίας, που εκείνοι ονομάζουν πρόοδο και εμείς καταστροφή.

Αν λοιπόν η σύγκρουση αφορά το αν η καταστροφή θα βαθύνει ή θα σταματήσει, τότε πολιτικός στόχος μας δεν είναι μόνο η αναχαίτιση της λιτότητας, αλλά η απελευθέρωση της ελληνικής οικονομίας από τον χρηματοδοτικό έλεγχο των δανειστών που προκαλεί τη λιτότητα ή την αντικαθιστά με χρηματοδοτική ασφυξία όταν επιχειρηθεί το σταμάτημά της.

Με αυτή την έννοια, επιτυχημένη διαπραγμάτευση και «έντιμη» συμφωνία μπορεί να υπάρξει όταν αμφισβητηθεί αποτελεσματικά ο έλεγχος της χρηματοδότησης της χώρας από τα πολιτικά κέντρα που έχουν ως στρατηγικό στόχο, υπενθυμίζω, την καταστροφή της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Χωρίς επαναπροσδιορισμό αυτής της κρίσιμης παραμέτρου δεν μπορούμε να κλονίσουμε τον μηχανισμό επιβολής των επιλογών των ελίτ πάνω στην ελληνική κοινωνία.

Μια στιγμή λοιπόν στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης όπου αντί να υποχωρήσουμε σε περαιτέρω αξιώσεις λιτότητας (ώστε να μας εκχωρήσουν χρηματοδότηση) θα επιλέξουμε να απομειώσουμε τον έλεγχο της χρηματοδότησης από τους δανειστές, δεν πρέπει να θεωρείται «αποτυχία», «άλμα στο κενό» ή «απεγνωσμένη» επιλογή «ρήξης». Αυτούς τους μήνες και μπροστά στην παγκόσμια κοινή γνώμη οι δανειστές έκαναν μια επικίνδυνη και αντιδημοκρατική επιλογή: αποφάσισαν να αρνηθούν το δικαίωμα μιας κοινωνίας συντεταγμένα και δημοκρατικά να αλλάξει πορεία. Εν προκειμένω να σταματήσει την καταστροφή της. Απέναντι σε αυτή την επιλογή των δανειστών, η εκ μέρους μας απομείωση της ισχύος τους να το επιβάλλουν μέσα από τον έλεγχο της χρηματοδότησης μετατρέπεται σε δημοκρατικό καθήκον. Δεν μιλάμε για κάποια «σκληρή» κίνηση αλλά για τη νηφάλια και στοιχειώδη άμυνα, την ελάχιστη υπεράσπιση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας.

Η ελληνική κοινωνία, χωρίς δική της επιλογή ή της σημερινής κυβέρνησης, πρόκειται να χτυπηθεί το επόμενο διάστημα. Όταν ο στόχος του αντιπάλου είναι να σε πλήξει, τότε είτε υποχωρήσεις πολύ ή λίγο, είτε επιλέξεις να αμφισβητήσεις την πηγή της ισχύος του ή όχι, το αποτέλεσμα θα είναι η επιδείνωση της κατάστασης. Με την κρίσιμη διαφορά ότι, στην περίπτωση της υπεράσπισης της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας, τα πλήγματα μπορούν να γίνουν έναυσμα επανεκκίνησης. Αρκεί στην ελληνική κοινωνία να διαχυθεί αποφασιστικά ένα φρόνημα κοινωνικής διαθεσιμότητας αντί της ηττοπάθειας και της παραίτησης και μια διαφορετική νοοτροπία σοβαρότητας, αφοσίωσης και συνευθύνης για το κοινό καλό.

Η νέα ελληνική κυβέρνηση επιτάχυνε αυτή τη διάχυση, παρά τις αστοχίες στο εσωτερικό μέτωπο από κινήσεις που υποτιμούν τη διάθεση της κοινωνίας για πραγματική αλλαγή παγιωμένων πρακτικών και νοοτροπιών, αλλά και τη δίψα της για καινοτομία, νέες ιδέες, κοινωνικό πειραματισμό και έμπνευση. Η δημιουργική και παραγωγική εμπλοκή της ελληνικής κοινωνίας στις εξελίξεις είναι μια καθοριστική παράμετρος, την οποία τείνουμε να υποτιμούμε. Σήμερα πρέπει να στρέψουμε πόρους και πολιτική μέριμνα σε αυτή την παράμετρο, να αλλάξουμε ιεραρχήσεις καθιστώντας την τον καινοτόμο πυρήνα της στρατηγικής μας και το επίκεντρο της δημόσιας πολιτικής μας ατζέντας. Η κοινωνική δημιουργικότητα και καινοτομία και το ξεκλείδωμα των τεράστιων δυνατοτήτων των πολιτών είναι η μόνη πηγή άντλησης πραγματικής δύναμης για εμάς, ώστε σε κάθε ενδεχόμενο να ακυρώσουμε τον στόχο του αντιπάλου, που είναι η καταστροφή μας. Ως κυβέρνηση, ως Αριστερά και ως ελληνική κοινωνία.

δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής στις 24-5-2015