Tag Archives: διαπραγμάτευση

Συνέντευξη στο «Δρόμο της Αριστεράς»: Η πιο θετική διέξοδος είναι να σκεφτούμε σοβαρά μια νέα στρατηγική

Συνέντευξη στον Δρόμο της Αριστεράς και στον Γιώργο Παπαϊωάννου στις 29/8/2015

Ο Ανδρέας Καρίτζης ήταν μέχρι πριν από περίπου ένα χρόνο μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ. Είχε παραιτηθεί «αθόρυβα», παραμένοντας μέλος της Κ.Ε., διαπιστώνοντας σημαντικές ελλείψεις στην πολιτική στρατηγική και τον κεντρικό συντονισμό του κόμματος. Μετά τις τελευταίες εξελίξεις, αποστασιοποιείται συνολικότερα από τα όργανα του κόμματος και την πολιτική που αυτό εφαρμόζει και την Παρασκευή 28 Αυγούστου, δημοσιοποίησε την παραίτησή του από την Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ.

Μιλήσαμε μαζί του για τους λόγους που οδήγησαν στη σημερινή εξέλιξη και τα βασικά προβλήματα στην στρατηγική αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ. «Μια άλλη μεθοδολογία θα ήταν να ρίξουμε όλο μας το βάρος στην απελευθέρωση των δυνατοτήτων των ανθρώπων», τονίζει ο Ανδρέας Καρίτζης και επισημαίνει ότι «πολύ λιγότερα πράγματα παίχτηκαν το 2015, απ’ ό,τι στην περίοδο από το 2012 μέχρι το 2015», δίνοντας έμφαση στην «προετοιμασία» του ΣΥΡΙΖΑ για τη διακυβέρνηση. Μιλώντας, τέλος, για το τι είναι αναγκαίο να γίνει σήμερα, ο Α. Καρίτζης δηλώνει: «Δεν μιλάμε για μια πολιτική στρατηγική ενός πολιτικού προσωπικού, αλλά για μια πολιτική στρατηγική μιας κοινωνίας που τίθεται σε κίνηση για να αμυνθεί και να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της».

Είχες θέσει πριν από ένα περίπου χρόνο, το δίλημμα «ανύψωση του φρονήματος ή διαπαιδαγώγηση στην υποταγή». Αν το πούμε κάπως συμβολικά (γιατί στην πραγματικότητα δεν ισχύει, αυτά κρίθηκαν σε ευρύτερες διαδικασίες και χρόνους) από την Κυριακή του δημοψηφίσματος μέχρι την Κυριακή της συμφωνίας μοιάζει σαν να διανύθηκε αυτή η απόσταση…

Πράγματι, το δημοψήφισμα, το φρόνημα που έδειξε και το αποτέλεσμά του, είναι φανερό ότι βρίσκονται σε αντίθεση με την τελική έκβαση της συμφωνίας και με την αίσθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Αλλά αυτό κυρίως οφείλεται στο γεγονός ότι δεν χαρακτήρισε το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, η μεθοδολογία που απαιτείται για να έρθουν αποτελέσματα μπροστά σε μια νέα συνθήκη πολιτικής, όπως αυτή που διαμορφώνεται, με το τέλος της δημοκρατίας στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Δεν είχαμε, να το πω διαφορετικά, τροποποιήσει κατάλληλα και έγκαιρα τη φυσιογνωμία, τη μεθοδολογία και την αντίληψή μας για την πολιτική. Είχαμε μείνει σταθερά στο ότι θα γίνει σεβαστή η δημοκρατία. Κάτι που φαινόταν από πριν ότι δεν θα συμβεί και άρα θα έπρεπε με έναν τρόπο να είχαμε προετοιμάσει μία διαφορετική στρατηγική.

Φαινόταν όμως από πριν, όπως είπες, υπήρχαν τα δείγματα για το ποια θα είναι η αντιμετώπιση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Γιατί αυτό δεν υπολογίστηκε στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ; Είναι θέμα έλλειψης κάποιων κριτηρίων κατανόησης, ιδεολογικής και πολιτικής αντίληψης;

Υπάρχουν δύο βασικές εξηγήσεις. Η μία, η θετική ας πούμε, είναι ότι μιλάμε για μια μείζονα ιστορική εξέλιξη όταν αναφερόμαστε στο τέλος της δημοκρατίας στην Ευρώπη, άρα ακόμα κι αν κανείς είχε αυτή την εκτίμηση, θα ήταν δύσκολο να την μετουσιώσει σε πολιτική και να οδηγήσει σε μια άλλη έκβαση την διαπραγμάτευση. Η αρνητική εξήγηση είναι ότι η παραδοσιακή Αριστερά, όντας εμποτισμένη από έναν τρόπο άσκησης πολιτικής όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, φάνηκε να βολεύεται σε μια τέτοιου τύπου πολιτική και δεν είχε την τόλμη και το θάρρος να διερευνήσει άλλες μεθοδολογίες, οι οποίες όμως ήταν απαραίτητες απ’ ό,τι φάνηκε.

Ποια θα ήταν, λοιπόν, μια άλλη άσκηση πολιτικής, μια μεθοδολογία πέρα από την παραδοσιακή;

Η γνώμη μου είναι ότι αυτό που φάνηκε είναι ότι δεν έχουμε την ισχύ να επιβάλουμε ως κοινωνία, τον σεβασμό από τα κέντρα ισχύος στις επιλογές μας. Μας λείπει η ισχύς. Είχαμε μια άποψη, ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η κατάκτηση της κυβέρνησης, ας το πούμε έτσι, θα μας δώσει τα απαραίτητα ποσά ισχύος. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Μια άλλη μεθοδολογία θα ήταν να ρίξουμε όλο μας το βάρος στην απελευθέρωση των δυνατοτήτων των ανθρώπων, ώστε να φτιαχτούν κοινωνικές και οικονομικές διαδικασίες τέτοιες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάποια αυτονομία των βασικών λειτουργιών της κοινωνίας, ώστε να μην εξαρτόμαστε τόσο πολύ από αυτούς που ελέγχουν τη ροή του χρήματος και μπορούν να επιβάλουν, τελικά, τις πολιτικές τους, υπό την απειλή ότι θα καταρρεύσουν οι βασικές λειτουργίες της κοινωνίας.

Υπάρχουν αυτές οι δυνατότητες και θα μπορούσαν να δώσουν λύσεις;

Είμαστε μια κοινωνία με πολύ μεγάλες δυνατότητες, αλλά δεν ήταν στο επίκεντρο της δικής μας πολιτικής μεθοδολογίας η απελευθέρωσή τους. Με την έννοια των παραγωγικών κυκλωμάτων, των οικονομικών και κοινωνικών θεσμίσεων και πρακτικών, που θα μας έδιναν τη δυνατότητα να έχουμε πραγματική ισχύ στη διαπραγμάτευση. Να μην εξαρτάται η έκβαση της διαπραγμάτευσης από το αν θα γίνει σεβαστό ή όχι το εκλογικό αποτέλεσμα.

Με τον τρόπο αυτό θεωρείς ότι δεν έλειψε απλώς ένα εναλλακτικό οικονομικό σχέδιο, αλλά η σύνδεση με τις ανάγκες της κοινωνίας και η στήριξη σε αυτήν. Αυτό, όμως, θα χρειαζόταν μια άλλη, πολύ πιο βαθιά προετοιμασία όλο το τελευταίο διάστημα, η οποία δεν έγινε.

Ακριβώς για αυτό η γνώμη μου είναι ότι πολύ λιγότερα πράγματα παίχτηκαν το 2015, από ό,τι στην περίοδο από το 2012 μέχρι το 2015. Τότε υπήρχε ο χρόνος να προσαρμοστείς στις νέες συνθήκες και να αναπτύξεις μια άλλη πολιτική στρατηγική που δίνει έμφαση στην απελευθέρωση δυνατοτήτων και την παραγωγή αυτών των διαδικασιών που έλεγα πριν, που θα σου έδιναν τη δυνατότητα, εν μέρει, να έχεις την κοινωνία και τους πολίτες, τους ανθρώπους, ενεργητικούς. Όχι με την έννοια μόνο της διεκδίκησης, αλλά και της αυτόνομης επιτέλεσης των βασικών λειτουργιών της κοινωνίας. Όσο ήταν δυνατό, βέβαια, γιατί προφανώς δεν μπορείς να αντικαταστήσεις όλο το κλασικό οικονομικό κύκλωμα με άλλες διαδικασίες. Μπορείς, όμως, τουλάχιστον να έχεις μία τέτοια κατεύθυνση.

Αυτό, έτσι όπως το περιγράφεις, θα απαιτούσε μία ριζικά διαφορετική αντιμετώπιση του λεγόμενου εσωτερικού μετώπου. Είδαμε, όμως, ότι και στο μέτωπο αυτό -αν υποθέσουμε ότι στο μέτωπο της διαπραγμάτευσης υπήρχε ένα σημαντικό θέμα ισχύος- ενώ υπήρχαν πολλές κοινωνικές δυνάμεις που θα απαιτούσαν μια ρήξη με το πολιτικό σύστημα και την οικονομική ολιγαρχία, αυτό δεν έγινε.

Όντως, ας υποθέσουμε ότι ακόμα και με μια καλή προετοιμασία, θα μπορούσε το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης να είναι κακό γιατί είναι αρνητικός ο συσχετισμός δύναμης διεθνώς. Από την άλλη μεριά, για να αναδειχθούν οι δυνατότητες των ανθρώπων χρειάζεται και η απελευθέρωσή τους από κάποια δεσμά. Είναι σύμφυτο, δηλαδή, με μια αλλαγή νοοτροπίας για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το πολιτικό σύστημα, για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την εσωτερική οργάνωση της κοινωνίας. Εκεί που ακριβώς δεν υπήρχε εσωτερική -ας το πούμε έτσι- υπέρτερη δύναμη, φάνηκε ο ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει τη μέριμνα να αναπτύξει αυτά τα χαρακτηριστικά, να αναδείξει μια άλλη νοοτροπία διακυβέρνησης, μια άλλη σοβαρότητα ως προς τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το κράτος, και άρα να κάνει τις απαραίτητες κινήσεις και αναδιανομής αλλά και αντιμετώπισης χρόνιων παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας. Αναφέρομαι κυρίως στην αυθαιρεσία της ολιγαρχίας, αλλά και μία διοικητική νοοτροπία από τη μεριά και του κράτους, αλλά και του πολιτικού συστήματος, που κινείται στη βάση όχι κάποιου σχεδίου που έχει μια σοβαρότητα, ας πούμε, για το μέλλον της κοινωνίας, ένα όραμα κ.λπ., αλλά αντιμετωπίζει ευκαιριακά τα προβλήματα.

Ακόμα, όμως, και βλέποντας τη σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου ή τις τοποθετήσεις στελεχών σε οργανισμούς του Δημοσίου, φαίνεται ότι όχι μόνο δεν πήγε να δοθεί μια σύγκρουση, αλλά ότι οι εκπρόσωποι του παλιού πολιτικού και οικονομικού συστήματος, για παράδειγμα του Σημιτικού περιβάλλοντος κ.λπ., πήραν ρόλους και θέσεις στην κυβέρνηση.

Η γνώμη μου είναι ότι οδηγείσαι σε τέτοιες επιλογές όταν δεν έχεις ένα σοβαρό σχέδιο μετασχηματισμού του κράτους και του πολιτικού συστήματος. Όταν απουσιάζει η αυτοπεποίθηση και η πίστη ότι αυτό που λες είναι κάτι που θα ήταν μια προσφορά για την ελληνική κοινωνία, πέρα και έξω ακόμη από το κλασικό δίπολο «Αριστερά-Δεξιά». Όταν αυτό το αίτημα της ελληνικής κοινωνίας, που είναι πολύ πιο βαθύ, δεν το αξιολογείς ως τέτοιο, όταν κινείσαι με μια αντίληψη και με μια κατεστημένη μεθοδολογία, είναι λογικό τα κριτήρια με τα οποία θα κρίνεις τους ανθρώπους που θα βάλεις να σχετίζονται με την πείρα στην κλασική λειτουργία του κράτους.

Ανάμεσα σε όλα τα άλλα που συζητάμε, έχουμε και την ακύρωση του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ. Οι αποφάσεις της Κ.Ε., ακόμα και της τελευταίας για έκτακτο συνέδριο, ακυρώνονται ή αγνοούνται. Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα βλέπουμε να αποσαρθρώνεται. Πιστεύεις ότι μετατρέπεται σε έναν οργανισμό διαφορετικό; Μήπως οδηγείται σε μια «ΠΑΣΟΚοποίηση» με ένα δυναμικό, σε μεγάλο βαθμό κρατικοποιημένο, που θα στηρίζει τυφλά μία ηγεσία;

Είναι το αποκορύφωμα της έλλειψης βούλησης και ενδιαφέροντος για να αλλάξουν τα πράγματα. Το κόμμα θα έπρεπε να είναι η δύναμη και το όπλο μιας κυβέρνησης που θα ήθελε πραγματικά να κάνει τομή στην ελληνική κοινωνία και να αλλάξει το καθεστώς και τις νοοτροπίες που το συνοδεύουν. Δηλαδή, μέσα από δημοκρατικές λειτουργίες να αφουγκράζεσαι τη θέληση και τη βούληση των ανθρώπων που είναι ενεργοί και δραστηριοποιούνται. Είναι το αποκορύφωμα του ότι δεν είσαι σε θέση να επιτελέσεις αυτόν τον ρόλο που τόσο πολύ ζητά η ελληνική κοινωνία. Αυτό είναι το δυστύχημα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε, ακόμα και ανεξαρτήτως της διαπραγμάτευσης και της δυσκολίας της, να συνεισφέρει θετικά στην αναγέννηση -ας το πούμε έτσι- της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας. Και δεν το κάνει. Αποκορύφωμα αυτού του πράγματος είναι η υποτίμηση, απαξίωση και τελικά κατάργηση των δημοκρατικών διαδικασιών. Σαν να μην έχουν καταλάβει ότι ο βασικός λόγος της αρνητικής αποτίμησης όλων των κομμάτων που κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο, ήταν ότι σταδιακά αποκόπηκαν από τη δυνατότητά τους να έχουν πρόσβαση και σχέση με την κοινωνία, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την συμμετοχή κάποιων ανθρώπων σε ένα κόμμα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται σε ένα, ας το πούμε έτσι, κόμμα της Κεντροαριστεράς που θα διαχειριστεί την κατάσταση. Έτσι, θα μπορούσαμε να έχουμε δύο πόλους, μία Κεντροαριστερά, κυρίως υπό τον ΣΥΡΙΖΑ, και μία Κεντροδεξιά που είναι ζητούμενο και αυτή να ανασυγκροτηθεί. Βλέπεις το πολιτικό σκηνικό να μπορεί να «περπατήσει» έτσι;

Θα έλεγα ότι αυτό θα μπορούσε να είναι μία βάσιμη πρόβλεψη, που όμως για να επαληθευτεί χρειάζεται μία στοιχειώδη οικονομική και κοινωνική ευστάθεια, την οποία εγώ δεν βλέπω για το επόμενο διάστημα. Γι’ αυτό, αν θέλεις, αν είχε κάποιος αυτόν τον στρατηγικό προσανατολισμό, είναι λάθος, όχι μόνο γιατί δεν είναι αριστερός, αλλά και γιατί δεν είναι πολιτικά βιώσιμος…

Δηλαδή θα πάμε σε μια ακόμα πιο ρευστή κατάσταση που δυσκολεύει τέτοιους σχεδιασμούς;

Ακριβώς. Η κατάσταση δεν θα σταθεροποιηθεί, πράγμα που σημαίνει ότι αυτά τα μοντέλα δεν δημιουργούν αυτό που έχουμε ζήσει στο παρελθόν, παλιές καταστάσεις ως προς την πολιτική εκπροσώπηση, και μία, ας πούμε, έστω μακροημέρευση σε επίπεδο εξουσίας. Θεωρώ, για αυτό το λόγο, ότι πολύ σύντομα όλες αυτές οι στρατηγικές θα αναθεωρηθούν απ’ όλες τις κατευθύνσεις και απ’ όλες τις πλευρές.

Τι κάνουμε από εδώ και πέρα; Φαίνεται ότι το λαϊκό φρόνημα, για το οποίο μιλήσαμε στην αρχή, έχει δεχτεί αρκετά χτυπήματα και είναι καταρρακωμένο, ειδικά με την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στις δυνάμεις που υποστηρίζουν μία μνημονιακή λύση. Βλέπουμε να υπάρχουν προτάσεις μιας γρήγορης και άμεσης άλλης λύσης και μιας καινούργιας αριστερής ενότητας. Εσύ, μέσα από ποιους δρόμους βλέπεις να μπορεί να ανασυγκροτηθεί ο λαϊκός παράγοντας ή να ανυψωθεί το λαϊκό φρόνημα στις σημερινές συνθήκες πλέον;

Καταρχήν να πω για το φρόνημα του κόσμου όπως εκφράστηκε στο δημοψήφισμα, ότι αυτό μπορεί να δέχτηκε πλήγματα από το πώς κινήθηκε η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ μετά, ωστόσο δεν έχει χάσει τα καύσιμά του. Το δεύτερο είναι ότι μετά από μία στρατηγική ήττα, γιατί τέτοια είναι, δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις και ειδικά σε σύντομο χρονικό διάστημα, εύκολες θετικές προτάσεις διεξόδου. Η πιο θετική διέξοδος από αυτή την κατάσταση είναι να σκεφτούμε σοβαρά μια νέα πολιτική στρατηγική που να συνάδει με τις απαιτήσεις της περιόδου για να είμαστε, αν μη τι άλλο, χρήσιμοι στην κοινωνία. Άρα θεωρώ ότι όλες οι λύσεις που εμφανίζονται βραχυπρόθεσμα και ειδικά κάτω από μια κατεπείγουσα προσφυγή στις κάλπες δεν αποτελούν πραγματικές διεξόδους.

Τι θα απαιτούσε, κατά τη γνώμη σου, μια σοβαρή προσπάθεια απάντησης στη σημερινή συγκυρία;

Η έμφαση στο φρόνημα και μια νέα πολιτική στρατηγική. Δηλαδή, η ενίσχυση του φρονήματος από τη μια, αλλά και η τοποθέτηση της απελευθέρωσης των δυνατοτήτων των ανθρώπων στο επίκεντρο της πολιτικής μας στρατηγικής. Να κατανοήσουμε βαθιά ότι η κοινωνία θα υπερασπιστεί αποτελεσματικά τον εαυτό της όταν καταφέρουν οι πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς ή κάποια πολιτική δύναμη, να φτιάξει εργαλεία, ώστε οι άνθρωποι που έχουν δυνατότητες να μπορούν πραγματικά να τις χρησιμοποιήσουν για να παράξουν θετικά και δημιουργικά εγχειρήματα μέσα στην κοινωνία. Παραγωγικά, κοινωνικά, εγχειρήματα πάσης φύσεως τα οποία θα αρχίσουν να απελευθερώνουν την κοινωνία από πριν και όχι μόνο μέσω μιας αλλαγής σε επίπεδο διακυβέρνησης.

Από αυτά που λες, προκύπτει ότι χρειάζεται μία πιο σύνθετη διαδικασία και όχι λύσεις που διαμορφώνονται από τα «πάνω» ή από ένα τμήμα του προσωπικού της Αριστεράς ή του ΣΥΡΙΖΑ.

Θεωρώ ότι η πολιτική στρατηγική πρέπει να είναι πολυπρόσωπη, πολυδιάστατη, με έμφαση στη δημιουργικότητα και στην πολυδιάστατη παραγωγή πραγμάτων και καταστάσεων. Δεν μιλάμε για μια πολιτική στρατηγική ενός πολιτικού προσωπικού, αλλά για μια πολιτική στρατηγική μιας κοινωνίας που τίθεται σε κίνηση για να αμυνθεί και να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της. Αυτό ήδη συμβαίνει και το θέμα είναι να βρει η Αριστερά τον τρόπο ώστε να συμβάλει σε αυτό, να το ενισχύσει και να το κάνει και ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο.

Επιστολή παραίτησης από την Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ

Με λύπη γνωστοποιώ την παραίτησή μου από την Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ. Η κοινωνικά οδυνηρή και πολιτικά μη βιώσιμη επιλογή εφαρμογής του προϊόντος ενός πραξικοπήματος σε συνδυασμό με τη μεθοδολογία λήψης τέτοιων κρίσιμων αποφάσεων διαμόρφωσαν ένα πολιτικό περιβάλλον και μια στρατηγική που με απορρίπτει. Η κατάργηση συλλογικών και δημοκρατικών διαδικασιών, το έλλειμμα πολυδιάστατης και σε βάθος ανάλυσης και ο κοντόθωρος πολιτικός ορίζοντας έχουν πλέον διαμορφώσει μια νοοτροπία πολιτικής σε συνέχεια και όχι σε ρήξη με το παρελθόν. Μια νοοτροπία που δεν επιτρέπει την ουσιαστική ανασυγκρότηση και τον επαναπροσδιορισμό, στοιχεία απαραίτητα μετά από μια ήττα για την χάραξη μιας πολιτικά βιώσιμης και κοινωνικά χρήσιμης νέας στρατηγικής.

Η εν λόγω νοοτροπία δεν προέκυψε ξαφνικά, ενδυναμώνεται και αναπτύσσεται καιρό τώρα. Και αν μετά από μια μείζονα πολιτική εξέλιξη όπως η έκβαση της διαπραγμάτευσης η νοοτροπία αυτή όχι μόνο δεν εγκαταλείπεται αλλά αντίθετα παγιώνεται τότε δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια. Από την άλλη μεριά, η τεράστια μάζα των ανιδιοτελών συντρόφων και συντροφισσών του ΣΥΡΙΖΑ, ανεξαρτήτως των επιλογών τους αυτό το διάστημα, θα αποτελεί για εμένα πάντα πηγή δύναμης και αισιοδοξίας. Όλα όσα μας απομακρύνουν σήμερα δεν πρόκειται να σπάσουν τους δεσμούς μεταξύ μας, οι οποίοι σφυρηλατήθηκαν σε μια απίστευτα δύσκολη αλλά και συναρπαστική πορεία.

Η κοινωνία βρίσκεται ήδη σε μια μεγάλη κινητικότητα, τόσο για να επιβιώσει όσο και για να αποκτήσει ισχύ απέναντι σε αυτονομημένους από τη λαϊκή βούληση θεσμούς που ελέγχουν σήμερα τις βασικές της λειτουργίες έχοντας καταλύσει τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία. Χιλιάδες άνθρωποι αγωνίζονται καθημερινά, βασιζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις. Δεν αποτελεί αποδεκτή επιλογή να σταθούμε απέναντί τους. Αυτή είναι η δική μου προτεραιότητα. Προσωπικά, θα ταχθώ με όλες μου τις δυνάμεις στην υπηρεσία αυτής της δημιουργικής και ελπιδοφόρας κινητικότητας, η οποία εκφράστηκε με συγκλονιστικό τρόπο στο δημοψήφισμα.

Αν σκεφτούμε διαφορετικά, θέτοντας στο επικέντρο της πολιτικής τις ενσωματωμένες στους ανθρώπους δυνατότητες, θα συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε πολύ πιο δυνατοί/ες από όσο νομίζουμε. Αν πιστέψουμε στη δημοκρατία ως εργαλείο απελευθέρωσης των δυνατοτήτων των ανθρώπων, τότε τα όρια που μας θέτουν οι ελίτ δεν θα φαντάζουν ανυπέρβλητα. Αν πιστέψουμε στη δύναμη που έχουν οι άνθρωποι μέσα τους, τότε θα αποκτήσουμε την αυτοπεποίθηση που απαιτούν οι περιστάσεις.

Να μάθουμε λοιπόν από τα λάθη και την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και να εξελιχθούμε ώστε να γίνουμε πραγματικά αποτελεσματικοί και χρήσιμοι. Δεν ζούμε σε καιρούς αποστράτευσης, ζούμε σε καιρούς που απαιτούν τόλμη.

Αθήνα 28 Αυγούστου 2015

*Επιστολή με παρόμοιο περιεχόμενο εστάλη στον συντονιστή της Ο.Μ. ΣΥΡΙΖΑ Νέας Σμύρνης γνωστοποιώντας την παραίτησή μου από μέλος του ΣΥΡΙΖΑ δύο ημέρες αργότερα στις 30 Αυγούστου 2015.

Νέα φάση, νέα πολιτική στρατηγική

Την προηγούμενη Δευτέρα ολοκληρώθηκε μια βαθιά τομή στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Αναφέρομαι στο συντελεσμένο πολιτικό γεγονός της κατάλυσης της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας και εν τέλει της ελευθερίας μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας. Από τη μια μεριά είχαμε την εξάντληση όλων των δημοκρατικών εργαλείων και από την άλλη τον κλιμακούμενο εκβιασμό που έφτασε μέχρι τον «ξαφνικό θάνατο» που ακόμη επικρέμαται πάνω από την Ελλάδα. Η σύγκρουση δημοκρατίας και απολυταρχίας έληξε με βαρειά ήττα της δημοκρατίας. Οι δανειστές επέβαλαν μια συνθηκολόγηση τιμωρητική, ταπεινωτική και βάρβαρη στην κυβέρνηση, στον ΣΥΡΙΖΑ και τον ελληνικό λαό.

Μπροστά στη νέα απολυταρχική φάση που εισερχόμαστε είναι απαραίτητο ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και όλες οι δημοκρατικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις να επανεπεξεργαστούν την πολιτική τους στρατηγική, λαμβάνοντας υπόψη την πείρα από την προηγούμενη φάση και τα πολιτικά χαρακτηριστικά της νέας. Αν και η αποτίμηση της προηγούμενης φάσης και η κριτική προσέγγιση στην πολιτική μεθοδολογία που επικράτησε στον ΣΥΡΙΖΑ έχει μια αυτονομία, βασικά της σημεία είναι απαραίτητα για να χαράξουμε στρατηγική στη νέα φάση.

Η αντίληψη, από το 2012 και μετά, ότι το καθήκον μας ήταν η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και η συγκρότηση αριστερής κυβέρνησης με παραδοσιακούς πολιτικούς όρους δεν αντιστοιχούσε στα αναδυόμενα απολυταρχικά χαρακτηριστικά του πολιτικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο θα καλούμασταν να υπερασπιστούμε τη δημοκρατική βούληση του λαού για αξιοπρέπεια. Η διάταξη πόρων και στελεχιακού δυναμικού από το 2012 και μετά προσανατολίστηκε στην καθιερωμένη κοινοβουλευτική δραστηριότητα, τη στιγμή που ο αντίπαλος την υποβάθμιζε στρατηγικά. Αντιθέτως, θα έπρεπε να διοχετευτούν κατά προτεραιότητα στη δημιουργία κοινωνικών και παραγωγικών δομών και θεσμίσεων που θα διαμόρφωναν υποδομές και νοοτροπίες κατάλληλες για την τροφοδότηση μιας αριστερής κυβέρνησης με πραγματική ισχύ. Γιατί υπάρχουν δύο πηγές ισχύος στις κοινωνίες: το χρήμα και οι ενσωματωμένες δυνατότητες των ανθρώπων. Δεν φροντίσαμε να μεγιστοποιήσουμε την άντληση ισχύος από τη μόνη πηγή που μπορούσαμε να έχουμε πρόσβαση.

Επιπρόσθετα, έπρεπε, από το 2012, στελέχη μας να αναλάβουν αποκλειστικά τη συστηματική προετοιμασία τόσο της επικείμενης διακυβέρνησης ανά τομέα όσο και της διαπραγμάτευσης με επιχειρησιακούς όρους. Αντ’ αυτού αναλωθήκαμε σε προγραμματικές επεξεργασίες που προϋπολόγιζαν ότι θα κυβερνήσουμε σε συνθήκες εύρωστης αστικής δημοκρατίας. Αυτή η λανθασμένη εκτίμηση ευθύνεται μερικώς και για την καθησυχαστική ρητορική του τύπου «αποκλείεται να μας πουν όχι».

Επίσης, κυριάρχησε η συζήτηση για το τι μέρος του χρέους θα διαγράψουμε ή τι νόμισμα θα έχουμε ως εάν να διαθέταμε τα μέσα και τα εργαλεία για οποιαδήποτε επιλογή. Γιατί π.χ. τόσο η έξοδος όσο και η παραμονή στο ευρώ με όρους αυτονομίας και ελευθερίας κινήσεων προϋποθέτει υποδομές, θεσμίσεις, εργαλεία και μεθοδολογία που δεν «σκεφτήκαμε» ότι μας είναι απαραίτητα προϋπολογίζοντας ότι το κράτος, η κυβέρνηση και ο σεβασμός στη δημοκρατία από τους αντιπάλους είναι αρκετά για να επιτύχουμε τους όποιους πολιτικούς μας στόχους.

Οι υλικοί όροι καθορίζουν το εύρος της πολιτικής στρατηγικής, γι’ αυτό και θεωρώ ότι ο τρόπος διάταξης των δυνάμεών μας από τότε ήταν καθοριστικός για την πορεία μας. Κρίσιμο ρόλο έπαιξε και η κυριαρχία της παραδοσιακής μεθοδολογίας και του αντίστοιχου πολιτικού φαντασιακού στην πορεία προς την εξουσία. Ενδεικτικές περιπτώσεις είναι η σπατάλη χρόνου και ενέργειας για την περιβόητη πολιτική συμμαχιών και οι προσωπικές ή ομαδικές στρατηγικές για το πλασάρισμα στη Βουλή και την κυβέρνηση, αντί του μεθοδικού σχεδιασμού και συγκρότησης με κριτήρια αποτελεσματικότητας μιας επιχειρησιακά άρτιας και οργανωσιακά συνεκτικής πολιτικής μηχανής για να αντιμετωπίσει το τεχνοκρατικό δυναμικό της σύγχρονης απολυταρχίας.

Σήμερα, στη νέα φάση, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να εκπονήσει μια πολιτική στρατηγική απελευθέρωσης της πατρίδας από τη σύγχρονη απολυταρχία και την αποκατάσταση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Απαραίτητος όρος είναι ο ενστερνισμός επιτέλους των παραπάνω κατευθύνσεων που θα έπρεπε να υιοθετήσουμε από το 2012. Δηλαδή, να δώσει έμφαση στην οργανωσιακή και επιχειρησιακή αναβάθμισή του ώστε να λειτουργήσει με καινοτόμο τρόπο ως συντονιστής των τεράστιων δυνατοτήτων που υπάρχουν στην κοινωνία μας και οι οποίες είναι καθοριστικές σε μια πορεία απελευθέρωσης. Το ζήτημα δεν είναι αν υπάρχει τώρα ένα τέτοιο σχέδιο, αλλά αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποκτήσει άμεσα έναν τέτοιο προσανατολισμό ώστε να προκύψει.

Υπό την απειλή της χρεοκοπίας είμαστε εγκλωβισμένοι. Χρειάζεται λοιπόν και ένας οδικός χάρτης απεμπλοκής του ΣΥΡΙΖΑ από την εφαρμογή ενός πραξικοπηματικά επιβεβλημένου σκληρού Μνημονίου με αυξημένους βαθμούς υποτέλειας. Οι λεπτομέρειες είναι δουλειά όλων μας ώστε να διαμορφώσουμε τον βέλτιστο τρόπο απεγκλωβισμού σε μια επικίνδυνη και ναρκοθετημένη περίοδο. Μετά από μια βαριά ήττα δεν μπορεί παρά να έχουμε υψηλό κόστος. Το ζήτημα είναι να το διαχειριστούμε με τρόπους που δεν θα διαλύσουν τις σχέσεις μας με τα λαϊκά στρώματα, ώστε να είμαστε ανθεκτικοί στα πλήγματα του συστήματος το επόμενο διάστημα και να είμαστε σε θέση να επανέλθουμε, αυτή τη φορά με εντελώς διαφορετική νοοτροπία, μεθοδολογία και ρητορική.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής στις 19/07/2015

#ThisIsACoup ή πόσο κοστολογείται η Δημοκρατία

Η τελευταία σύνοδος κορυφής δεν αφήνει πλέον καμιά αμφιβολία ότι οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ είναι αποφασισμένες να τελειώσουν οριστικά με τη δημοκρατία στη Γηραιά Ήπειρο. Η φυσιογνωμία της συμφωνίας που προέκυψε συνιστά πρότυπο κατάλυσης της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Συνιστά αναβάθμιση της μνημονιακής εποπτείας σε καθεστώς άμεσου ελέγχου κρίσιμων εξουσιών από μη εκλεγμένες αρχές. Αποτυπώνει τον χαρακτήρα της σύγχρονης απολυταρχίας που επιχειρείται να επιβληθεί στο ευρωπαϊκό έδαφος.

Η συμφωνία έχει τιμωρητικό περιεχόμενο. Δεν σχετίζεται με την ανάκαμψη μιας ρημαγμένης κοινωνίας και οικονομίας, αλλά με την περαιτέρω βύθισή της. Ο ελληνικός λαός πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά για το «θράσος» του να αμφισβητήσει την χωρίς έλεος υποβάθμιση και παρακμή του. Επιπρόσθετα, η συμφωνία συνιστά οδικό χάρτη για την ταπείνωση του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης. Η απαίτηση ψήφισης σκληρών μέτρων ως προαπαιτούμενο για την έναρξη συζήτησης για νέο Μνημόνιο με το πρόσχημα ότι πρέπει να ανακτηθεί η «αξιοπιστία» ισοδυναμεί με εξευτελισμό. Η κυβέρνηση στερείται «αξιοπιστίας» επειδή έμεινε πιστή στη λαϊκή βούληση/έκκληση να σταματήσει η μνημονιακή καταστροφή και επειδή έδωσε τον λόγο στον ελληνικό λαό σε μια κρίσιμη στιγμή. Δηλαδή για να αποκτηθεί η «αξιοπιστία» πρέπει να δείξει η κυβέρνηση ότι είναι διατεθειμένη να πλήξει τον λαό της και να απαρνηθεί τη δημοκρατία.

Έχω την αίσθηση ότι η στρατηγική επιδίωξη των οικονομικών και πολιτικών ελίτ δεν είναι η σε βάθος χρόνου εφαρμογή από τον αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ μνημονιακής πολιτικής. Ο στόχος είναι η ταχύτατη διάρρηξη της στιβαρής σχέσης του ΣΥΡΙΖΑ με τις τεράστιες μάζες που έχουν πληγεί τα τελευταία χρόνια. Η ψήφιση σκληρών μέτρων ως προαπαιτούμενο για ένα νέο Μνημόνιο επιδιώκει να αποκόψει τον ΣΥΡΙΖΑ από τα κοινωνικά του στηρίγματα, δηλαδή από τη μοναδική πηγή άντλησης δύναμης και ισχύος. Όταν επιτευχθεί αυτή η διάρρηξη, ο ΣΥΡΙΖΑ πλήρως αποδυναμωμένος θα δεχθεί τα τελευταία πλήγματα για να συντριβεί και όχι για να εφαρμόσει Μνημόνιο.

Η αφήγηση που ήδη ετοιμάζεται είναι ότι για τα δεινά που με μανία θα επιφέρουν οι δυνάμεις της απολυταρχίας την επόμενη ημέρα της συντριβής του ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική κοινωνία θα φταίει η Αριστερά. Και αν η Αριστερά κάτω από την απειλή του «ξαφνικού θανάτου» συνθηκολογήσει σήμερα και στραφεί εναντίον του λαού, δεν θα έχει λαϊκή υποστήριξη για να αντέξει. Η Ακροδεξιά και ο φασισμός θα μετατρέψουν βαθμιαία σε άβατο για την Αριστερά τις λαϊκές γειτονιές. Γι’ αυτό πρέπει με κάθε τρόπο να αποφευχθεί η διάρρηξη της σχέσης μας με τα λαϊκά στρώματα που με ηρωισμό σήκωσαν το ανάστημά τους στη σύγχρονη απολυταρχία.

Η Αριστερά, αλλά και κάθε δημοκράτης, κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του και νιώθει ευθύνη για την κοινωνία και τις επόμενες γενιές, όταν καταλύεται η δημοκρατία, η ελευθερία και η λαϊκή κυριαρχία, δεν έχει άλλο δρόμο από τον αγώνα. Ακούω με σεβασμό την άποψη που λέει ότι δεν μπορούσαμε να πάρουμε το κόστος της ακαριαίας κατάρρευσης της χώρας. Δεν μπορούσαμε ενδεχομένως στιγμιαία να κάνουμε κάτι τέτοιο διότι αντί της ρητορικής του συνειδητού αγώνα μέχρις εσχάτων για τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία επιλέχθηκε μια καθησυχαστική ρητορική του τύπου «αποκλείεται να μας πουν όχι».

Όμως, ακόμη και έτσι, σήμερα δεν υπάρχει δικαιολογία για τη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε εταίρο της σύγχρονης απολυταρχίας. Σήμερα, η Αριστερά και κάθε δημοκρατική φωνή έχουν καθήκον με ειλικρίνεια να καλέσουν τον λαό να αγωνιστεί για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της λαϊκής κυριαρχίας απέναντι σε κάθε απειλή. Αυτό επιτάσσει η ιστορία των προγόνων μας τόσο ως ελληνικός λαός όσο και ως Αριστερά. Αυτό επιτάσσουν αξίες όπως η δημοκρατία και η ελευθερία. Άλλωστε, όταν η άλλη πλευρά κηρύττει πόλεμο, η ταπεινωτική συνθηκολόγηση είναι πάντα πρόσκαιρη. Αλλά το κόστος της τεράστιο. Γι’ αυτό πρέπει να αποφευχθεί.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 18/7/2015

Τομή στην ιστορία της Ευρώπης

Η Ελλάδα εξάντλησε όλα τα διαθέσιμα δημοκρατικά εργαλεία για την επίτευξη μιας συμφωνίας που θα αποτυπώνει ένα ελάχιστο σεβασμού στις ανάγκες ενός λαού που κατακρεουργήθηκε 5 χρόνια. Η τελευταία προσπάθεια ήταν η διεξαγωγή δημοψηφίσματος με το ελάχιστο ερώτημα: ναι ή όχι στη συνέχεια μιας καταστροφικής πολιτικής χωρίς καμιά προοπτική. Η ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη αποδεχθεί τη λιτότητα με τρεις όμως προϋποθέσεις που επιχειρούσαν να διατηρήσουν την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο παρά την αποδοχή παράλογων και επώδυνων μέτρων: τη δίκαιη κατανομή τους ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα, τη δυνατότητα άσκησης πολιτικών που θα εξισορροπούσαν τις υφεσιακές επιπτώσεις τους και τη διευθέτηση του χρέους ώστε να αλλάξει η πρόσληψη για την ελληνική οικονομία και την προοπτική της. Η απάντηση ήταν το τελεσίγραφο.

Παρά τα οικονομικά αντίποινα από τη μεριά των πιστωτών (κλείσιμο τραπεζών), τη χωρίς προηγούμενο μιντιακή προπαγάνδα και την τρομοκρατία από το σύνολο του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου μέσα και έξω από τη χώρα, ο ελληνικός λαός είπε το αυτονόητο: δεν μπορούμε να δεχθούμε οικειοθελώς τη διάλυση της ελληνικής κοινωνίας. Το μήνυμα ήταν σοκαριστικό και ελπιδοφόρο για την Ευρώπη. Οι δυνάμεις που οδηγούν την Ευρώπη στην παρακμή δεν είναι παντοδύναμες, οι λαοί δεν χειραγωγούνται σε βαθμό που θα αντιστοιχούσε στον πιο εφιαλτικό ολοκληρωτισμό.

Εκτοτε, εκτυλίσσεται η κλιμάκωση των εκβιασμών, η συνέχεια του οικονομικού πολέμου και η επιδίωξη ενός πραξικοπήματος. Ο ελληνικός λαός πρέπει να τιμωρηθεί γιατί τόλμησε να αμφισβητήσει την εξολόθρευσή του και ο Τσίπρας που συμβολοποιεί αυτή την αμφισβήτηση πρέπει να αποδομηθεί πλήρως. Η εικόνα που έβγαλαν οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ τους τελευταίους 6 μήνες και ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα δείχνει τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Ο συνδυασμός απίστευτης οικονομικής ισχύος με την παντελή έλλειψη σοφίας με την ουσιαστική έννοια του όρου διαμορφώνει ένα ζοφερό περιβάλλον. Είναι καθήκον όλων των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα -αλλά και στην Ευρώπη- ανεξαρτήτως ιδεολογικής προέλευσης και καταγωγής να συναισθανθούν το μέγεθος της απειλής. Οποιος νομίζει ότι η συντριβή του φορέα ενός μηνύματος τον απαλλάσσει και από το μήνυμα κάνει παιδαριώδες και εγκληματικό λάθος. Θα το βρει μπροστά του με τη μορφή του ανορθολογισμού, του εθνικισμού και του φασισμού. Και τότε το τέλος των κοινωνιών μας θα είναι ανεπίστρεπτο και φρικιαστικό. Η ευθύνη είναι ιστορικών διαστάσεων.

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος στις 13/07/2015

Όχι στο πιο βαθύ σκοτάδι

Στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου η ελληνική κοινωνία καλείται να πει Όχι στην κατάλυση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας που επιχειρείται τους τελευταίους μήνες. Καλείται να μην συναινέσει στην επιλογή των οικονομικών και πολιτικών ελίτ να αποσπάσουν οριστικά με πραξικοπηματικό τρόπο όλες τις κρίσιμες αποφάσεις από τα χέρια της.

Η ελληνική κυβέρνηση εκβιάστηκε ανοικτά: είτε προδίδει την εντολή που πήρε, συναινεί στην κατάλυση της δημοκρατίας και δεσμεύεται να συνεχίσει την κοινωνική λεηλασία των Μνημονίων είτε η Ελλάδα θα υποστεί οικονομικό πόλεμο μέχρι να ανατραπεί. Το «πρόβλημα» των ελίτ δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ ή ο Τσίπρας, αλλά αυτό που συμβολίζουν με την «εμμονή» τους στην τήρηση της λαϊκής εντολής: την άρνηση αποδοχής της νέας απολυταρχίας και την άρνηση αποδοχής μιας αναξιοπρεπούς ζωής για την πλειοψηφία των πολιτών. Αυτή η «εμμονή» είναι ασυγχώρητη και για αυτό δεν θέλουν συμφωνία.

Από την ελληνική κυβέρνηση δεν θέλουν τίποτα λιγότερο από το να υποταχθεί στα Μνημόνια (να συμφωνήσει δημόσια σε πράγματα που διαφωνεί), να τιμωρηθεί (να υποστεί οικονομικά πλήγματα η χώρα) και να αποτύχει (να πέσει). Δεν θέλουν από την κυβέρνηση μόνο να αποδεχθεί τα Μνημόνια, θέλουν και να πέσει. Στην ευρωπαϊκή μάχη εναντίον της δημοκρατίας οι ελίτ δεν χρειάζονται να περιφέρουν στις άλλες χώρες τη συνθηκολόγηση του Τσίπρα, του ΣΥΡΙΖΑ και του λαού, αλλά την πτώση του Τσίπρα, τη συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ και την ταπείνωση του λαού. Αυτό το σκληρό μήνυμα θέλουν να δώσουν για να αναχαιτίσουν τη διογκούμενη δυσαρέσκεια στην Ευρώπη από τη λιτότητα και την σύγχρονη απολυταρχία που οικοδομείται.

Μπροστά σε εκβιασμούς και τελεσίγραφα, η κυβέρνηση προσέφυγε στους πολίτες. Γιατί ο πραγματικός στόχος, ο πραγματικός αντίπαλος είναι εμείς, οι πολίτες και το δικαίωμά μας να έχουμε λόγο για αυτά που μας αφορούν. Ακούμε ότι το δημοψήφισμα αφορά τη θέση της χώρας στην Ευρωζώνη. Δυστυχώς το δημοψήφισμα αφορά κάτι πολύ πιο βαθύ και υπαρξιακό: αφορά τη θέση της χώρας ανάμεσα στις κοινωνίες που συνεχίζουν να έχουν στοιχειώδη λαϊκή κυριαρχία και δημοκρατία. Ο κίνδυνος δεν είναι η έξοδος της Ελλάδας από ένα κοινό νόμισμα, αλλά η αποδοχή ότι η δημοκρατία δεν χωράει στην Ευρωζώνη.

Η χρηματοδοτική ασφυξία, το κλείσιμο των τραπεζών, η απειλή της χρεοκοπίας κ.ο.κ. συνθέτουν ένα σκηνικό οικονομικού πολέμου ώστε η ελληνική κοινωνία να αποδεχθεί τον μονόδρομο της μνημονιακής παρακμής. Η ανοικτή πλέον προπαγάνδα των ΜΜΕ, οι πολιτικές επιλογές θεσμών και οργάνων της Ευρωζώνης, η τρομοκρατία στους χώρους εργασίας κ.ο.κ. διαμορφώνουν ένα πείραμα βιοπολιτικής που στοχεύει στην υποταγή των πολιτών: να ψηφίσουν Ναι στο ότι δεν θα έχει νόημα από εδώ και στο εξής η ψήφος τους σε οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία.

Η σύλληψη είναι μεγαλειώδης. Αντί να περιορίσουν το εκλογικό δικαίωμα, σήμερα επιχειρούν να περιορίσουν την πολιτική εμβέλεια της καθολικής ψήφου. Η ψήφος δεν θα αφορά τα κρίσιμα θέματα της οικονομίας και της κοινωνίας, αλλά τα πρόσωπα που καλούνται να διαχειριστούν αποφάσεις που υπαγορεύουν οι ελίτ.

Ένα τεράστιο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας έχει κατακρεουργηθεί τα τελευταία πέντε χρόνια. Μέσα από μια απίστευτη μάχη με τον αυταρχισμό, τη βαρβαρότητα και τον κυνισμό των Μνημονίων και της λιτότητας η ελληνική κοινωνία αξίωσε το δικαίωμά της στην επιβίωση στις εκλογές του Ιανουαρίου. Της το αρνήθηκαν πέντε μήνες και την τελευταία βδομάδα βάλλεται από παντού ώστε να τσακιστεί η βούλησή της για επιβίωση. Η μάχη για το Όχι στο δημοψήφισμα είναι μια υπαρξιακή μάχη για τις λαϊκές τάξεις και τους πολίτες που δεν θέλουν να συμβιβαστούν με τη βαθιά και μακρόχρονη παρακμή στην οποία θα μας καταδικάσει το Ναι.

Ακούμε ότι το Όχι μπορεί να προκαλέσει ακόμα περισσότερα δεινά από τη μεριά των δανειστών, ακόμη περισσότερα οικονομικά πλήγματα, ακόμη μεγαλύτερη οικονομική επιδείνωση. Μπορεί. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει τίποτα αφού κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια τις αντιδράσεις των ελίτ μέσα και έξω από τη χώρα, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που επιδεικνύουν παντελή έλλειψη σεβασμού, κοινωνικής υπευθυνότητας και σοφίας.

Ωστόσο, αν επικρατήσει το Ναι δεν υπάρχουν αμφιβολίες για το τι θα συμβεί. Η επικράτηση του Ναι θα σημάνει το πιο βαθύ σκοτάδι για την Ελλάδα και την αρχή τους τέλους για την Ευρώπη. Ας μην έχουμε αυταπάτες. Το Ναι θα ισοπεδώσει την κοινωνία μας. Μια κοινωνία που απεμπολεί το δικαίωμά της να έχει λόγο για αυτά που την αφορούν και συναινεί στη βάρβαρη λεηλασία της είναι μια κοινωνία χωρίς μέλλον, μια κοινωνία που θα ηγεμονεύσει ο ανορθολογισμός, ο κυνισμός και η βαρβαρότητα σε όλα τα επίπεδα.

Ακόμη και όσοι διαφωνούν με την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ έχουν ιερή υποχρέωση να υπερασπιστούν το δικαίωμα της κοινωνίας μας να αποφασίζει αυτή για λογαριασμό της. Μια κοινωνία παραδομένη δεν έχει άλλη προοπτική από την παρακμή. Όταν σου ζητάνε να απεμπολήσεις τη δημοκρατία, τη λαϊκή κυριαρχία, την αξιοπρέπεια και την ελπίδα, τότε υπάρχει μόνο μια απάντηση: Όχι.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής 4/7/2015

Η νηφαλιότητα ως πολιτική αρετή

Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι. Η ελληνική κυβέρνηση επιδίωξε μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία, όμως οι θεσμοί την απέρριψαν. Η άρνηση των θεσμών σε μια συμφωνία αυτού του χαρακτήρα θέτει την Ελλάδα μπροστά σε δύο επιλογές. Η μία επιλογή είναι η συμφωνία στο έδαφος της μνημονιακής λιτότητας, δηλαδή περαιτέρω υφεσιακά μέτρα, απαγόρευση αντιστροφής νεοφιλελεύθερων ρυθμίσεων και συνέχεια της επιτήρησης μέσω της μη οριστικής διευθέτησης του χρέους.

Η άλλη επιλογή είναι η μη επίτευξη συμφωνίας, η οποία θα θέσει σε κίνηση μια σειρά γεγονότων που θα αναταράξουν την ήδη αποσταθεροποιημένη οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Είναι προφανές ότι και στις δύο περιπτώσεις εισερχόμαστε σε μια περίοδο έντονων αναταράξεων και οικονομικής επιδείνωσης.

Η πρώτη επιλογή θα πλήξει τον ΣΥΡΙΖΑ θανάσιμα και την κοινωνία ακόμη περισσότερο. Θα τσακιστεί η μοναδική δημοκρατική ελπίδα για ουσιώδη αλλαγή του ζοφερού παρόντος. Το χτύπημα θα είναι αποφασιστικής σημασίας, καθώς μιλάμε για μια κοινωνία που φέρει ήδη τεράστιες πληγές από τα προηγούμενα πέντε χρόνια. Βαθμιαία, αλλά γρήγορα, η ορθολογικότητα, η πολιτοφροσύνη και ο σεβασμός στην κοινότητα και την κοινωνία θα αποδυναμωθούν στα μυαλά των ανθρώπων και τη συμπεριφορά τους.

Γιατί κάποιος/α να ακολουθεί τους όποιους κανόνες όταν με τον πλέον επίσημο τρόπο μια κυβέρνηση υποχρεώνεται να ακολουθήσει πολιτικές που εξουθενώνουν την κοινωνία και με τις οποίες διαφωνεί; Το «δίκαιο του ισχυρού» θα επικρατήσει ως η μοναδική αξιακή νόρμα συμπεριφοράς.

Χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ να αντιπροσωπεύει την ελπίδα για ουσιώδη αλλαγή και βελτίωση της τραγικής καθημερινότητας, η Χρυσή Αυγή -ή κάτι παραπλήσιο- θα ηγεμονεύσει αργά ή γρήγορα στην πολιτική ζωή αντλώντας από την απελπισία ενός ολοένα διερυνόμενου τμήματος της κοινωνίας που πέφτει στην ανέχεια.

Δεν χρειάζεται να πω τι σημαίνει για μια κοινωνία, την προοπτική και την ευημερία της μια τέτοια εξέλιξη. Πρόκειται για το απόλυτα επιτυχημένο κλείσιμο της μνημονιακής περιόδου που στόχο είχε να μετατρέψει μια ανεπτυγμένη κοινωνία (με πάρα πολλά προβλήματα νοοτροπίας και προσανατολισμού) σε μια παρηκμασμένη και διαλυμένη κοινωνία με τη βούλα της φασιστικής Ακροδεξιάς.

Η κρυφή ελπίδα συστημικών κύκλων ότι η κοινωνία, μετά από τόσα χρόνια λιτότητας και την υποταγή και του ΣΥΡΙΖΑ επιτέλους θα αποδεχθεί τη μοίρα της και θα βγάζει την οργή της με σιωπηρό μη-πολιτικό τρόπο, δηλαδή με τρόπο που δεν διαταράσσει τη φαινονενική «σταθερότητα» μιας απάνθρωπης «κανονικότητας» (διαπροσωπική βία, ναρκωτικά, ψυχικές παθήσεις κ.ο.κ.) είναι τουλάχιστον αφελής. Δεν λαμβάνουν υπόψη ότι μια τέτοια κοινωνική συνθήκη δεν ξορκίζει την παρακμή και τη βαρβαρότητα, αλλά τις μετατρέπει σε ωρολογιακή βόμβα στα σπλάχνα της κοινωνίας, έτοιμες να εκραγούν ανά πάσα στιγμή.

Επιπρόσθετα η συνέχεια της μνημονιακής λογικής θα κλονίσει ακόμη περισσότερο τις διοικητικές και επιχειρησιακές ικανότητες των ελληνικών αρχών καθιστώντας πια υπολογίσιμη την πιθανότητα απειλής της ακεραιότητας της χώρας σε μια γεωπολιτική περιοχή που αποσταθεροποιείται ταχύτατα. Στη νοτιοανατολική Μεσόγειο τα σύνορα και η ειρήνη εξαφανίζονται, ενώ τα Βαλκάνια διχάζονται εκ νέου λόγω της έντασης μεταξύ Δύσης και Ρωσίας.

Η δεύτερη επιλογή θα εγκαινιάσει άμεσα μια περίοδο πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής αναταραχής. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα στριμωχτεί, αλλά θα διατηρήσει την υποστήριξη από τους πολίτες που δεν έχουν τίποτα να χάσουν (αποκόπτοντας τη μετακίνησή τους προς τον φασισμό) και από αυτούς που αξιολογούν τη δημοκρατία και την ελευθερία ως τις πλέον πολύτιμες αξίες για μια κοινωνία.

Βεβαίως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ένταση της πίεσης από τις ελίτ εντός και εκτός της Ελλάδας. Έχουν δείξει ότι δεν έχουν κανένα κατώφλι π.χ. σεβασμού προς τη δημοκρατία, σύνεση και κοινωνική ευθύνη κ.ο.κ. Επίσης έχουν δείξει να επιθυμούν την αναταραχή ως μια κατάσταση ευνοϊκή για την επιβολή μιας νέας βάρβαρης κοινωνικής συνθήκης.

Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι ενδεχομένως διασφαλίζεται η πολιτική βιωσιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει ότι παραμένει στην κοινωνία μας ένας φάρος δημοκρατίας, ελευθερίας και ελπίδας που θα συνεχίσει να τη συγκρατεί από την πτώση της στον ανορθολογισμό, την παρακμή και τον φασισμό.

Μπροστά σε τέτοιες επιλογές εμφανίζεται η δυσκολία αποδοχής από όλους μας, κοινωνία και ΣΥΡΙΖΑ, του γεγονότος ότι χωρίς δική μας υπαιτιότητα το μέλλον προδιαγράφεται δύσκολο. Η καθημερινότητα πρόκειται να διαταραχθεί και οι εξελίξεις θα είναι επώδυνες. Δεν είναι εύκολο να αποδεχθούμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό, ότι δεν μπορούμε να το αποτρέψουμε.

Ωστόσο, όσο πιο γρήγορα ξεπεράσουμε το απολύτως φυσιολογικό αίσθημα μη αποδοχής της πραγματικότητας όταν αυτή γίνεται σκληρή, τόσο πιο γρήγορα θα είμαστε σε θέση να προσαρμοστούμε στις νέες συνθήκες και να γίνουμε αποτελεσματικοί.

Οι αμέτρητες ώρες αγώνων, συνελεύσεων, εκλογών κ.ο.κ. όλα όσα έχουμε κάνει και πάθει τις τελευταίες δεκαετίες, αποκτούν μια διαφορετική διάσταση σήμερα. Μέσα από μια απίστευτη διαδρομή γεννήθηκε αυτό που είμαστε για να είναι σήμερα εδώ. Όλα αυτά μας προετοίμαζαν κατά κάποιο τρόπο για αυτή την κρίσιμη για την πατρίδα μας στιγμή. Ας βαδίσουμε με νηφαλιότητα και αποφασιστικότητα τον δύσκολο δρόμο για τον οποίο έχουμε φτιαχτεί.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 21-06-2015

Ώρες ευθύνης

Η πρόταση των θεσμών προς την Αθήνα συνιστά ιστορική τομή, καταδικαστική για τη δημοκρατία. Μετά από μήνες διαπραγματεύσεων επανέφεραν το σύνολο των απαιτήσεών τους. Η κίνηση αυτή περιφρονεί ανοικτά την προσπάθεια για να υπάρξει συμφωνία που θα λαμβάνει έστω υπόψη της το αποτέλεσμα των εκλογών και την οικονομική μας κατάσταση.

Η ελληνική πλευρά έπαιρνε υπόψη της τις ανελαστικότητες των εταίρων και δεν πρότεινε ποτέ τίποτα που θα τους επιβάρυνε, σεβόμενη τις δικές τους δημοκρατικές διαδικασίες. Οι προτάσεις της ελληνικής πλευράς επιχειρούν να ανοίξουν μια προοπτική για την Ελλάδα, αλλά όχι σε βάρος άλλων κοινωνιών.

Η περιφρόνηση της δημοκρατικά εκφρασμένης βούλησης ενός λαού, η επιβολή της ύφεσης και της περαιτέρω οικονομικής καταστροφής μέσω εκβιασμών και εν τέλει η καταδίκη μιας κοινωνίας στην απελπισία συνιστούν μείζον ιστορικό γεγονός. Τέτοιες αποφάσεις, αργά ή γρήγορα, οδηγούν την Ευρώπη στον διχασμό και την αποσταθεροποίηση όπως γνωρίζουμε πολύ καλά από την πολύπαθη ιστορία της. Την ώρα που οι μεγάλες δυνάμεις σχεδιάζουν αλλαγή των ιδρυτικών συνθηκών και τροποποίηση της ευρωζώνης, εμφανίζονται αμετακίνητοι απέναντί μας.

Η αποδοχή από την ελληνική πλευρά κάτω από εκβιασμούς αυτής της πρότασης συνιστά υποταγή στην οικονομική και όχι μόνο παρακμή της Ελλάδας. Η συνέχεια της πολιτικής των τελευταίων 5 ετών θα αποδιαρθρώσει ακόμη περισσότερο την κρατική υπόσταση της Ελλάδας και θα οδηγήσει ακόμη μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού στην κατάρρευση με όλες τις συνέπειες που αυτή έχει (ανέχεια, μετανάστευση, παραβατικότητα, βία, φασισμός κλπ). Η ελληνική πλευρά μπορεί να δεχθεί μια τελευταία δόση παράλογων και επώδυνων απαιτήσεων μόνο αν διευθετηθεί το χρέος ώστε να ξεφύγουμε από αυτή την ομηρεία.

Αν δεν γίνει δεκτό κάτι τέτοιο τελικά, τότε η Ελλάδα πρέπει να σηκώσει το βάρος και το κόστος της απεμπλοκής της από αυτή την κατάσταση όσο γίνεται γρηγορότερα ώστε να μην αποδιαρθρωθεί από τη λιτότητα ακόμη περισσότερο και να προλάβει να ανασυνταχθεί. Η κατάσταση στη νοτιοανατολική μεσόγειο αποσταθεροποιείται ταχύτατα και τα Βαλκάνια διχάζονται εκ νέου από την πόλωση της Δύσης με την Ρωσία. Δεν υπάρχουν μπροστά μας μη επώδυνες επιλογές. Το κριτήριο πρέπει να είναι η στιβαρότητα της Ελλάδας σε μια περιοχή που σύρεται στην αστάθεια. Η στιβαρότητα είναι ασύμβατη με τη συνέχεια της οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής που μας προτείνουν.

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος στις 15-06-2015

Οι θεσμοί αποφάσισαν

Οι θεσμοί αποφάσισαν: Η οικονομική καταστροφή της Ελλάδας είναι μονόδρομος. Η Ελλάδα, το θέλουν, δεν το θέλουν οι κάτοικοί της, πρέπει να διαλυθεί. Η βαρβαρότητα και η αναξιοπρέπεια είναι η νέα κανονικότητα.

Οι θεσμοί αποφάσισαν: Καμιά ανοχή στη δημοκρατία. Αγνόησαν προκλητικά τη διαπραγμάτευση τόσων μηνών και επανέφεραν στο παρά πέντε ένα πρόγραμμα χειρότερο από αυτό που δεν μπορούσε να εφαρμόσει η κυβέρνηση Σαμαρά και απέρριψε ο ελληνικός λαός στις εκλογές. Για τους θεσμούς η δημοκρατική ετυμηγορία ενός λαού δεν είναι αρκετός λόγος για να εμπλακούν σε μια ουσιαστική διαπραγμάτευση. Δεν έκαναν καν τον κόπο να φέρουν μια πρόταση που δεν περιφρονεί και δεν απαξιώνει τόσο επιδεικτικά το Brussels Group.

Αφού οι θεσμοί ακύρωσαν το ΒG και τη διαπραγμάτευση μηνών και επανέφεραν την απαίτησή τους για εφαρμογή του Μνημονίου, η ελληνική πλευρά πρέπει να επαναφέρει το πρόγραμμα της ΔΕΘ. Ας είμαστε σαφείς. Δεν έχουμε να κάνουμε με δύο προτάσεις όπου πρέπει να βρεθούμε κάπου στη μέση, από τη μια η ελληνική πρόταση και από την άλλη η πρόταση των θεσμών. Η ελληνική πλευρά ανέλαβε να σχηματοποιήσει σε ένα κείμενο τα αποτελέσματα του BG. Δεν είναι προτάσεις της ελληνικής πλευράς οι απαιτήσεις των δανειστών που περιλαμβάνονται σε αυτό. Τα αποτελέσματα του BG δεν έχουν υιοθετηθεί από την ελληνική πλευρά παρά μόνο ως διερευνητική βάση για την επίτευξη συμφωνίας, η οποία περιλαμβάνει ρύθμιση για το χρέος, αναπτυξιακό σχέδιο κ.ο.κ.

Στην τελευταία Κεντρική Επιτροπή ειπώθηκε ότι δεν έχει νόημα η συζήτηση για επιμέρους τμήματα της διαπραγμάτευσης που βρίσκεται σε εξέλιξη, διότι τίποτα δεν έχει γίνει αποδεκτό και όλα πρέπει να σταθμιστούν ως τμήματα της τελικής συμφωνίας. Μόνο τότε μπορούμε να εξετάσουμε αν οι επώδυνες πτυχές που τελικά θα επιβάλουν οι δανειστές μπορούν να γίνουν αποδεκτές ως τελευταίες παραχωρήσεις για να ξεφύγουμε από τη μέγγενη των Μνημονίων και της λιτότητας. Συνεπώς, δεν αποτελούν θέσεις της ελληνικής πλευράς.

Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί σε αυτό το σημείο διότι οι θεσμοί επιχειρούν να μεταφέρουν τη συζήτηση μεταξύ των αποτελεσμάτων στο BG όπου έχουν ήδη ενσωματώσει θέσεις τους που δεν είναι δικές μας, με ακόμη περισσότερες απαιτήσεις που επανέφεραν την Τετάρτη. Και μάλιστα αρνούμενοι να εντάξουν τη ρύθμιση του χρέους στη συμφωνία, η οποία κατά τη γνώμη τους αφορά μόνο την εκταμίευση χρημάτων για να πληρώσουμε τις δόσεις το επόμενο διάστημα. Χωρίς διευθέτηση του ζητήματος του χρέους δεν υπάρχει καν συζήτηση για επώδυνη συμφωνία.

Οι θεσμοί αποφάσισαν: Ο πολιτικός τους στόχος είναι ο δήμοσιος εξευτελισμός του Τσίπρα, του ΣΥΡΙΖΑ και του ελληνικού λαού. Το βράδυ της Τετάρτης δήλωσαν δημόσια την περιφρόνησή τους στο αποτέλεσμα των εκλογών και την απαξίωσή τους στις εργώδεις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης και στην πρόθεσή της να υποστεί ακόμη και κάποια τελευταία επώδυνα πλήγματα προκειμένου να υπάρξει συμφωνία που βάζει τέλος στη μνημονιακή περίοδο. Η εξευτελιστική αντιμετώπιση της ελληνικής κυβέρνησης που πασχίζει για συμφωνία και ενός ολόκληρου λαού που θέλει να ανακτήσει το δικαίωμά τους στην ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον δεν μπορεί να γίνει ανεκτή.

Η υπεράσπιση της αξιοπρέπειάς μας δεν είναι «πολυτέλεια». Κανένας σε αυτήν τη χώρα δεν θα σέβεται τίποτα αν παγιωθεί η αντίληψη ότι ανεχόμαστε τέτοιου είδους συμπεριφορά. Η ανάκαμψη της χώρας, παρά τις όποιες οικονομικές δυσκολίες, προϋποθέτει μια κοινωνία που διατηρεί ένα ελάχιστο επίπεδο αυτοεκτίμησης. Αυτή την αυτοεκτίμηση πρέπει να προστατεύσουμε ως κόρη οφθαλμού. Σε αντίθετη περίπτωση, οι συνέπειες στο συλλογικό ασυνείδητο του λαού μας θα είναι τραυματικές, με τον φασισμό να καραδοκεί να τις εκμεταλλευτεί.

Οι θεσμοί αποφάσισαν. Το ερώτημα πλέον είναι τι θα κάνει η ελληνική πλευρά. Η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πάρουν κάποιες αποφάσεις και να απευθυνθούν με ειλικρίνεια στην ελληνική κοινωνία. Είναι μέσα στα πιθανά ενδεχόμενα η μη επίτευξη συμφωνίας αν οι θεσμοί συνεχίσουν, όπως όλα δείχνουν, σε αυτή την κυνική και εξευτελιστική τακτική; Αν για κάποιους λόγους έχει αποκλειστεί, οφείλουμε να ξέρουμε γιατί και να τοποθετηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν όχι, τότε δεν πρέπει να πορευόμαστε ως εάν να πρόκειται για «δική μας αποτυχία» και να αιωρείται ότι η μη επίτευξη συμφωνίας ισοδυναμεί με παράδοση της εξουσίας από τη μεριά μας αμαχητί.

Πιστεύουμε ότι μια κακή συμφωνία μπορεί να εφαρμοστεί; Είναι σε θέση ο ΣΥΡΙΖΑ -χωρίς να διαλυθεί το μπλοκ των κοινωνικών δυνάμεων που τον στηρίζει- να εφαρμόσει απαιτήσεις των δανειστών αν δεν έχει εξασφαλίσει την απεμπλοκή της Ελλάδας από τη μέγγενη του χρέους; Υπάρχει μέλλον για τη χώρα αν στην προσπάθεια να εφαρμοστούν απαιτήσεις των δανειστών ο ΣΥΡΙΖΑ βαθμιαία αποδιαρθρωθεί ως πολιτική δύναμη; Ας μην κάνουμε το λάθος που θέλουν οι δανειστές: η διά της επιβολής εφαρμογή των απαιτήσεών τους θα τσακίσει την ήδη ρημαγμένη ελληνική κοινωνία και θα πλήξει θανάσιμα τη μοναδική της ελπίδα: τον ΣΥΡΙΖΑ.

δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής στις 07-06-2015

Διαπραγμάτευση, δημοκρατικό καθήκον και κοινωνική καινοτομία

Η πολύμηνη διαπραγμάτευση απέδειξε με ξεκάθαρο τρόπο ότι στόχος των δανειστών μέσα από την εφεύρεση των Μνημονίων και στρατηγική μέριμνα της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς στην Ευρώπη είναι η ριζική αναδόμηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών σε εντελώς διαφορετικές «ασιατικού» τύπου βάσεις. Στην ελληνική περίπτωση το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς για τη νεοφιλελεύθερη δεξιά είναι η καταστροφή της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Ως καταστροφή μπορεί να οριστεί η υποτίμηση της εργασίας, η διάλυση του παραγωγικού ιστού και η επέκταση της αγοράς σε κάθε κοινωνικό ή φυσικό πόρο. Η λιτότητα ήταν ο μνημονιακός τρόπος αυτής της καταστροφής.

Όμως, όσο η νέα κυβέρνηση δεν υποτάσσεται στη λιτότητα και δεν πέφτει, η λιτότητα δεν μπορεί να συνεχιστεί. Σε αυτή την περίπτωση, η καταστροφή της ελληνικής οικονομίας -θυμίζω στρατηγικός στόχος της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς- συνεχίζεται με τον απευθείας στραγγαλισμό της χρηματοδότησης. Η πολιτική της λιτότητας λοιπόν αντικαταστάθηκε από την άμεση χρηματοδοτική ασφυξία. Όσο δεν αποδεχόμαστε τη λιτότητα, τα καταστροφικά, υφεσιακά αποτελέσματα δεν θα παράγονται από αυτήν αλλά απευθείας από τη χρηματοδοτική ασφυξία.

Κατά τη γνώμη τους, η μόνη «ελευθερία» που έχουμε είναι να επιλέξουμε τον τρόπο καταστροφής: Αν θέλουμε «αριστερή» ή «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση αυτός θα είναι η χρηματοδοτική ασφυξία. Αν επιλέξουμε νεοφιλελεύθερη, δεξιά κυβέρνηση, αυτός θα είναι η λιτότητα. Αν κάποια στιγμή δεχθούμε λίγη λιτότητα, θα απελευθερώσουν λίγη χρηματοδότηση. Όσο περισσότερη λιτότητα δεχόμαστε τόσο περισσότερη χρηματοδότηση θα έχουμε και αντίστροφα. Αρκεί να μένει αμετάβλητη η βάρβαρη ανισότητα μεταξύ ελίτ και πλειοψηφίας της κοινωνίας, που εκείνοι ονομάζουν πρόοδο και εμείς καταστροφή.

Αν λοιπόν η σύγκρουση αφορά το αν η καταστροφή θα βαθύνει ή θα σταματήσει, τότε πολιτικός στόχος μας δεν είναι μόνο η αναχαίτιση της λιτότητας, αλλά η απελευθέρωση της ελληνικής οικονομίας από τον χρηματοδοτικό έλεγχο των δανειστών που προκαλεί τη λιτότητα ή την αντικαθιστά με χρηματοδοτική ασφυξία όταν επιχειρηθεί το σταμάτημά της.

Με αυτή την έννοια, επιτυχημένη διαπραγμάτευση και «έντιμη» συμφωνία μπορεί να υπάρξει όταν αμφισβητηθεί αποτελεσματικά ο έλεγχος της χρηματοδότησης της χώρας από τα πολιτικά κέντρα που έχουν ως στρατηγικό στόχο, υπενθυμίζω, την καταστροφή της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Χωρίς επαναπροσδιορισμό αυτής της κρίσιμης παραμέτρου δεν μπορούμε να κλονίσουμε τον μηχανισμό επιβολής των επιλογών των ελίτ πάνω στην ελληνική κοινωνία.

Μια στιγμή λοιπόν στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης όπου αντί να υποχωρήσουμε σε περαιτέρω αξιώσεις λιτότητας (ώστε να μας εκχωρήσουν χρηματοδότηση) θα επιλέξουμε να απομειώσουμε τον έλεγχο της χρηματοδότησης από τους δανειστές, δεν πρέπει να θεωρείται «αποτυχία», «άλμα στο κενό» ή «απεγνωσμένη» επιλογή «ρήξης». Αυτούς τους μήνες και μπροστά στην παγκόσμια κοινή γνώμη οι δανειστές έκαναν μια επικίνδυνη και αντιδημοκρατική επιλογή: αποφάσισαν να αρνηθούν το δικαίωμα μιας κοινωνίας συντεταγμένα και δημοκρατικά να αλλάξει πορεία. Εν προκειμένω να σταματήσει την καταστροφή της. Απέναντι σε αυτή την επιλογή των δανειστών, η εκ μέρους μας απομείωση της ισχύος τους να το επιβάλλουν μέσα από τον έλεγχο της χρηματοδότησης μετατρέπεται σε δημοκρατικό καθήκον. Δεν μιλάμε για κάποια «σκληρή» κίνηση αλλά για τη νηφάλια και στοιχειώδη άμυνα, την ελάχιστη υπεράσπιση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας.

Η ελληνική κοινωνία, χωρίς δική της επιλογή ή της σημερινής κυβέρνησης, πρόκειται να χτυπηθεί το επόμενο διάστημα. Όταν ο στόχος του αντιπάλου είναι να σε πλήξει, τότε είτε υποχωρήσεις πολύ ή λίγο, είτε επιλέξεις να αμφισβητήσεις την πηγή της ισχύος του ή όχι, το αποτέλεσμα θα είναι η επιδείνωση της κατάστασης. Με την κρίσιμη διαφορά ότι, στην περίπτωση της υπεράσπισης της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας, τα πλήγματα μπορούν να γίνουν έναυσμα επανεκκίνησης. Αρκεί στην ελληνική κοινωνία να διαχυθεί αποφασιστικά ένα φρόνημα κοινωνικής διαθεσιμότητας αντί της ηττοπάθειας και της παραίτησης και μια διαφορετική νοοτροπία σοβαρότητας, αφοσίωσης και συνευθύνης για το κοινό καλό.

Η νέα ελληνική κυβέρνηση επιτάχυνε αυτή τη διάχυση, παρά τις αστοχίες στο εσωτερικό μέτωπο από κινήσεις που υποτιμούν τη διάθεση της κοινωνίας για πραγματική αλλαγή παγιωμένων πρακτικών και νοοτροπιών, αλλά και τη δίψα της για καινοτομία, νέες ιδέες, κοινωνικό πειραματισμό και έμπνευση. Η δημιουργική και παραγωγική εμπλοκή της ελληνικής κοινωνίας στις εξελίξεις είναι μια καθοριστική παράμετρος, την οποία τείνουμε να υποτιμούμε. Σήμερα πρέπει να στρέψουμε πόρους και πολιτική μέριμνα σε αυτή την παράμετρο, να αλλάξουμε ιεραρχήσεις καθιστώντας την τον καινοτόμο πυρήνα της στρατηγικής μας και το επίκεντρο της δημόσιας πολιτικής μας ατζέντας. Η κοινωνική δημιουργικότητα και καινοτομία και το ξεκλείδωμα των τεράστιων δυνατοτήτων των πολιτών είναι η μόνη πηγή άντλησης πραγματικής δύναμης για εμάς, ώστε σε κάθε ενδεχόμενο να ακυρώσουμε τον στόχο του αντιπάλου, που είναι η καταστροφή μας. Ως κυβέρνηση, ως Αριστερά και ως ελληνική κοινωνία.

δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής στις 24-5-2015