Tag Archives: ελευθερία

Πολίτες και αυτονομία

Η πολιτική ζωή της χώρας έχει εισέλθει στη σφαίρα της επίσημης πλέον σύγχρονης απολυταρχίας. Υπό την ανοιχτή απειλή του «ξαφνικού θανάτου» η Βουλή νομοθετεί τα περίφημα «προαπαιτούμενα» σε πλήρη διάσταση με τη βούληση του ελληνικού λαού και της πλειοψηφίας της. Μόνο έτσι κερδίζεται η «εμπιστοσύνη» της σύγχρονης απολυταρχίας και απομειώνεται ο κίνδυνος του «ξαφνικού θανάτου».

Αν η Βουλή και η κυβέρνηση «πείσουν» ότι είναι σε θέση να περιφρονούν τη δημοκρατία και τις ανάγκες της κοινωνίας, τότε ίσως καταφέρει η χώρα να μπει σε ένα τρίτο μνημόνιο για να συνεχιστεί η καταστροφή της. Δηλαδή, ίσως μας κάνουν τη χάρη να μας επιτρέψουν να συνεχίσουμε την αργή και βασανιστική μετατόπιση της χώρας μας σε μια τριτοκοσμική θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Ομως, μια κοινωνία που ταπεινώνεται και εξαναγκάζεται στην παρακμή είναι μια κοινωνία που αργά ή γρήγορα θα εμφανίσει έξαρση του ανορθολογισμού και της βίας. Ο εθνικισμός και ο φασισμός ευδοκιμούν σε τέτοιες συνθήκες και πρόκειται βαθμιαία να επικυρώσουν με τον πλέον βάρβαρο τρόπο την κατάρρευση. Η ελληνική κοινωνία είχε πολλά προβλήματα νοοτροπιών και προσανατολισμού, αλλά βρισκόταν σε ένα επίπεδο που θα μπορούσε πραγματικά να τα ξεπεράσει διαμορφώνοντας μια πιο ώριμη και ορθολογική προοπτική. Αυτή η προοπτική ενταφιάστηκε.

Η έξοδος από την υπό μετασχηματισμό Ευρωζώνη ή η παραμονή σε κάποια υποδεέστερη ταχύτητά της είναι επιλογές που θα γίνουν από τη σύγχρονη απολυταρχία και θα επιβληθούν με νέους εκβιασμούς «ξαφνικού θανάτου». Πάντοτε με γνώμονα τα συμφέροντα των τραπεζικών και οικονομικών ελίτ και με πλήρη αδιαφορία και εχθρότητα στις ανάγκες μιας παρηκμασμένης και υπόδουλης κοινωνίας.

Το ερώτημα πλέον για κάθε δημοκράτη, για κάθε πολίτη που αγαπά την κοινωνία του -ανεξαρτήτως ιδεολογικής καταγωγής και απόχρωσης- είναι πώς μπορούμε να αυξήσουμε ως κοινωνία την ισχύ μας ώστε να είμαστε σε θέση να επηρεάσουμε τις αποφάσεις για το μέλλον μας, δηλαδή πώς θα αποκτήσουμε ισχύ ώστε να περιορίσουμε τη σύγχρονη απολυταρχία.

Στη νέα συνθήκη απαιτείται έμφαση στην απελευθέρωση των δυνατοτήτων των πολιτών -τη μόνη πηγή ισχύος στην οποία έχουμε πρόσβαση- ώστε να αποκαταστήσουμε μερικώς έστω την αυτονομία μας και να μπλοκάρουμε την άνοδο του φασισμού και την πλήρη αποδιάρθρωση της πατρίδας μας. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα πραγματικά συνολικό σχέδιο για την κοινωνία μας και όχι η συναίνεση στη διαχείριση του κατήφορου. Αλλά ένα τέτοιο σχέδιο απαιτεί άλλες νοοτροπίες από αυτές που ακόμη κυριαρχούν στην πολιτική ζωή.

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος στις 27/07/2015

Νέα φάση, νέα πολιτική στρατηγική

Την προηγούμενη Δευτέρα ολοκληρώθηκε μια βαθιά τομή στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Αναφέρομαι στο συντελεσμένο πολιτικό γεγονός της κατάλυσης της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας και εν τέλει της ελευθερίας μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας. Από τη μια μεριά είχαμε την εξάντληση όλων των δημοκρατικών εργαλείων και από την άλλη τον κλιμακούμενο εκβιασμό που έφτασε μέχρι τον «ξαφνικό θάνατο» που ακόμη επικρέμαται πάνω από την Ελλάδα. Η σύγκρουση δημοκρατίας και απολυταρχίας έληξε με βαρειά ήττα της δημοκρατίας. Οι δανειστές επέβαλαν μια συνθηκολόγηση τιμωρητική, ταπεινωτική και βάρβαρη στην κυβέρνηση, στον ΣΥΡΙΖΑ και τον ελληνικό λαό.

Μπροστά στη νέα απολυταρχική φάση που εισερχόμαστε είναι απαραίτητο ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και όλες οι δημοκρατικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις να επανεπεξεργαστούν την πολιτική τους στρατηγική, λαμβάνοντας υπόψη την πείρα από την προηγούμενη φάση και τα πολιτικά χαρακτηριστικά της νέας. Αν και η αποτίμηση της προηγούμενης φάσης και η κριτική προσέγγιση στην πολιτική μεθοδολογία που επικράτησε στον ΣΥΡΙΖΑ έχει μια αυτονομία, βασικά της σημεία είναι απαραίτητα για να χαράξουμε στρατηγική στη νέα φάση.

Η αντίληψη, από το 2012 και μετά, ότι το καθήκον μας ήταν η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και η συγκρότηση αριστερής κυβέρνησης με παραδοσιακούς πολιτικούς όρους δεν αντιστοιχούσε στα αναδυόμενα απολυταρχικά χαρακτηριστικά του πολιτικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο θα καλούμασταν να υπερασπιστούμε τη δημοκρατική βούληση του λαού για αξιοπρέπεια. Η διάταξη πόρων και στελεχιακού δυναμικού από το 2012 και μετά προσανατολίστηκε στην καθιερωμένη κοινοβουλευτική δραστηριότητα, τη στιγμή που ο αντίπαλος την υποβάθμιζε στρατηγικά. Αντιθέτως, θα έπρεπε να διοχετευτούν κατά προτεραιότητα στη δημιουργία κοινωνικών και παραγωγικών δομών και θεσμίσεων που θα διαμόρφωναν υποδομές και νοοτροπίες κατάλληλες για την τροφοδότηση μιας αριστερής κυβέρνησης με πραγματική ισχύ. Γιατί υπάρχουν δύο πηγές ισχύος στις κοινωνίες: το χρήμα και οι ενσωματωμένες δυνατότητες των ανθρώπων. Δεν φροντίσαμε να μεγιστοποιήσουμε την άντληση ισχύος από τη μόνη πηγή που μπορούσαμε να έχουμε πρόσβαση.

Επιπρόσθετα, έπρεπε, από το 2012, στελέχη μας να αναλάβουν αποκλειστικά τη συστηματική προετοιμασία τόσο της επικείμενης διακυβέρνησης ανά τομέα όσο και της διαπραγμάτευσης με επιχειρησιακούς όρους. Αντ’ αυτού αναλωθήκαμε σε προγραμματικές επεξεργασίες που προϋπολόγιζαν ότι θα κυβερνήσουμε σε συνθήκες εύρωστης αστικής δημοκρατίας. Αυτή η λανθασμένη εκτίμηση ευθύνεται μερικώς και για την καθησυχαστική ρητορική του τύπου «αποκλείεται να μας πουν όχι».

Επίσης, κυριάρχησε η συζήτηση για το τι μέρος του χρέους θα διαγράψουμε ή τι νόμισμα θα έχουμε ως εάν να διαθέταμε τα μέσα και τα εργαλεία για οποιαδήποτε επιλογή. Γιατί π.χ. τόσο η έξοδος όσο και η παραμονή στο ευρώ με όρους αυτονομίας και ελευθερίας κινήσεων προϋποθέτει υποδομές, θεσμίσεις, εργαλεία και μεθοδολογία που δεν «σκεφτήκαμε» ότι μας είναι απαραίτητα προϋπολογίζοντας ότι το κράτος, η κυβέρνηση και ο σεβασμός στη δημοκρατία από τους αντιπάλους είναι αρκετά για να επιτύχουμε τους όποιους πολιτικούς μας στόχους.

Οι υλικοί όροι καθορίζουν το εύρος της πολιτικής στρατηγικής, γι’ αυτό και θεωρώ ότι ο τρόπος διάταξης των δυνάμεών μας από τότε ήταν καθοριστικός για την πορεία μας. Κρίσιμο ρόλο έπαιξε και η κυριαρχία της παραδοσιακής μεθοδολογίας και του αντίστοιχου πολιτικού φαντασιακού στην πορεία προς την εξουσία. Ενδεικτικές περιπτώσεις είναι η σπατάλη χρόνου και ενέργειας για την περιβόητη πολιτική συμμαχιών και οι προσωπικές ή ομαδικές στρατηγικές για το πλασάρισμα στη Βουλή και την κυβέρνηση, αντί του μεθοδικού σχεδιασμού και συγκρότησης με κριτήρια αποτελεσματικότητας μιας επιχειρησιακά άρτιας και οργανωσιακά συνεκτικής πολιτικής μηχανής για να αντιμετωπίσει το τεχνοκρατικό δυναμικό της σύγχρονης απολυταρχίας.

Σήμερα, στη νέα φάση, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να εκπονήσει μια πολιτική στρατηγική απελευθέρωσης της πατρίδας από τη σύγχρονη απολυταρχία και την αποκατάσταση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Απαραίτητος όρος είναι ο ενστερνισμός επιτέλους των παραπάνω κατευθύνσεων που θα έπρεπε να υιοθετήσουμε από το 2012. Δηλαδή, να δώσει έμφαση στην οργανωσιακή και επιχειρησιακή αναβάθμισή του ώστε να λειτουργήσει με καινοτόμο τρόπο ως συντονιστής των τεράστιων δυνατοτήτων που υπάρχουν στην κοινωνία μας και οι οποίες είναι καθοριστικές σε μια πορεία απελευθέρωσης. Το ζήτημα δεν είναι αν υπάρχει τώρα ένα τέτοιο σχέδιο, αλλά αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποκτήσει άμεσα έναν τέτοιο προσανατολισμό ώστε να προκύψει.

Υπό την απειλή της χρεοκοπίας είμαστε εγκλωβισμένοι. Χρειάζεται λοιπόν και ένας οδικός χάρτης απεμπλοκής του ΣΥΡΙΖΑ από την εφαρμογή ενός πραξικοπηματικά επιβεβλημένου σκληρού Μνημονίου με αυξημένους βαθμούς υποτέλειας. Οι λεπτομέρειες είναι δουλειά όλων μας ώστε να διαμορφώσουμε τον βέλτιστο τρόπο απεγκλωβισμού σε μια επικίνδυνη και ναρκοθετημένη περίοδο. Μετά από μια βαριά ήττα δεν μπορεί παρά να έχουμε υψηλό κόστος. Το ζήτημα είναι να το διαχειριστούμε με τρόπους που δεν θα διαλύσουν τις σχέσεις μας με τα λαϊκά στρώματα, ώστε να είμαστε ανθεκτικοί στα πλήγματα του συστήματος το επόμενο διάστημα και να είμαστε σε θέση να επανέλθουμε, αυτή τη φορά με εντελώς διαφορετική νοοτροπία, μεθοδολογία και ρητορική.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής στις 19/07/2015

Τομή στην ιστορία της Ευρώπης

Η Ελλάδα εξάντλησε όλα τα διαθέσιμα δημοκρατικά εργαλεία για την επίτευξη μιας συμφωνίας που θα αποτυπώνει ένα ελάχιστο σεβασμού στις ανάγκες ενός λαού που κατακρεουργήθηκε 5 χρόνια. Η τελευταία προσπάθεια ήταν η διεξαγωγή δημοψηφίσματος με το ελάχιστο ερώτημα: ναι ή όχι στη συνέχεια μιας καταστροφικής πολιτικής χωρίς καμιά προοπτική. Η ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη αποδεχθεί τη λιτότητα με τρεις όμως προϋποθέσεις που επιχειρούσαν να διατηρήσουν την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο παρά την αποδοχή παράλογων και επώδυνων μέτρων: τη δίκαιη κατανομή τους ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα, τη δυνατότητα άσκησης πολιτικών που θα εξισορροπούσαν τις υφεσιακές επιπτώσεις τους και τη διευθέτηση του χρέους ώστε να αλλάξει η πρόσληψη για την ελληνική οικονομία και την προοπτική της. Η απάντηση ήταν το τελεσίγραφο.

Παρά τα οικονομικά αντίποινα από τη μεριά των πιστωτών (κλείσιμο τραπεζών), τη χωρίς προηγούμενο μιντιακή προπαγάνδα και την τρομοκρατία από το σύνολο του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου μέσα και έξω από τη χώρα, ο ελληνικός λαός είπε το αυτονόητο: δεν μπορούμε να δεχθούμε οικειοθελώς τη διάλυση της ελληνικής κοινωνίας. Το μήνυμα ήταν σοκαριστικό και ελπιδοφόρο για την Ευρώπη. Οι δυνάμεις που οδηγούν την Ευρώπη στην παρακμή δεν είναι παντοδύναμες, οι λαοί δεν χειραγωγούνται σε βαθμό που θα αντιστοιχούσε στον πιο εφιαλτικό ολοκληρωτισμό.

Εκτοτε, εκτυλίσσεται η κλιμάκωση των εκβιασμών, η συνέχεια του οικονομικού πολέμου και η επιδίωξη ενός πραξικοπήματος. Ο ελληνικός λαός πρέπει να τιμωρηθεί γιατί τόλμησε να αμφισβητήσει την εξολόθρευσή του και ο Τσίπρας που συμβολοποιεί αυτή την αμφισβήτηση πρέπει να αποδομηθεί πλήρως. Η εικόνα που έβγαλαν οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ τους τελευταίους 6 μήνες και ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα δείχνει τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Ο συνδυασμός απίστευτης οικονομικής ισχύος με την παντελή έλλειψη σοφίας με την ουσιαστική έννοια του όρου διαμορφώνει ένα ζοφερό περιβάλλον. Είναι καθήκον όλων των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα -αλλά και στην Ευρώπη- ανεξαρτήτως ιδεολογικής προέλευσης και καταγωγής να συναισθανθούν το μέγεθος της απειλής. Οποιος νομίζει ότι η συντριβή του φορέα ενός μηνύματος τον απαλλάσσει και από το μήνυμα κάνει παιδαριώδες και εγκληματικό λάθος. Θα το βρει μπροστά του με τη μορφή του ανορθολογισμού, του εθνικισμού και του φασισμού. Και τότε το τέλος των κοινωνιών μας θα είναι ανεπίστρεπτο και φρικιαστικό. Η ευθύνη είναι ιστορικών διαστάσεων.

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος στις 13/07/2015

Η νηφαλιότητα ως πολιτική αρετή

Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι. Η ελληνική κυβέρνηση επιδίωξε μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία, όμως οι θεσμοί την απέρριψαν. Η άρνηση των θεσμών σε μια συμφωνία αυτού του χαρακτήρα θέτει την Ελλάδα μπροστά σε δύο επιλογές. Η μία επιλογή είναι η συμφωνία στο έδαφος της μνημονιακής λιτότητας, δηλαδή περαιτέρω υφεσιακά μέτρα, απαγόρευση αντιστροφής νεοφιλελεύθερων ρυθμίσεων και συνέχεια της επιτήρησης μέσω της μη οριστικής διευθέτησης του χρέους.

Η άλλη επιλογή είναι η μη επίτευξη συμφωνίας, η οποία θα θέσει σε κίνηση μια σειρά γεγονότων που θα αναταράξουν την ήδη αποσταθεροποιημένη οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Είναι προφανές ότι και στις δύο περιπτώσεις εισερχόμαστε σε μια περίοδο έντονων αναταράξεων και οικονομικής επιδείνωσης.

Η πρώτη επιλογή θα πλήξει τον ΣΥΡΙΖΑ θανάσιμα και την κοινωνία ακόμη περισσότερο. Θα τσακιστεί η μοναδική δημοκρατική ελπίδα για ουσιώδη αλλαγή του ζοφερού παρόντος. Το χτύπημα θα είναι αποφασιστικής σημασίας, καθώς μιλάμε για μια κοινωνία που φέρει ήδη τεράστιες πληγές από τα προηγούμενα πέντε χρόνια. Βαθμιαία, αλλά γρήγορα, η ορθολογικότητα, η πολιτοφροσύνη και ο σεβασμός στην κοινότητα και την κοινωνία θα αποδυναμωθούν στα μυαλά των ανθρώπων και τη συμπεριφορά τους.

Γιατί κάποιος/α να ακολουθεί τους όποιους κανόνες όταν με τον πλέον επίσημο τρόπο μια κυβέρνηση υποχρεώνεται να ακολουθήσει πολιτικές που εξουθενώνουν την κοινωνία και με τις οποίες διαφωνεί; Το «δίκαιο του ισχυρού» θα επικρατήσει ως η μοναδική αξιακή νόρμα συμπεριφοράς.

Χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ να αντιπροσωπεύει την ελπίδα για ουσιώδη αλλαγή και βελτίωση της τραγικής καθημερινότητας, η Χρυσή Αυγή -ή κάτι παραπλήσιο- θα ηγεμονεύσει αργά ή γρήγορα στην πολιτική ζωή αντλώντας από την απελπισία ενός ολοένα διερυνόμενου τμήματος της κοινωνίας που πέφτει στην ανέχεια.

Δεν χρειάζεται να πω τι σημαίνει για μια κοινωνία, την προοπτική και την ευημερία της μια τέτοια εξέλιξη. Πρόκειται για το απόλυτα επιτυχημένο κλείσιμο της μνημονιακής περιόδου που στόχο είχε να μετατρέψει μια ανεπτυγμένη κοινωνία (με πάρα πολλά προβλήματα νοοτροπίας και προσανατολισμού) σε μια παρηκμασμένη και διαλυμένη κοινωνία με τη βούλα της φασιστικής Ακροδεξιάς.

Η κρυφή ελπίδα συστημικών κύκλων ότι η κοινωνία, μετά από τόσα χρόνια λιτότητας και την υποταγή και του ΣΥΡΙΖΑ επιτέλους θα αποδεχθεί τη μοίρα της και θα βγάζει την οργή της με σιωπηρό μη-πολιτικό τρόπο, δηλαδή με τρόπο που δεν διαταράσσει τη φαινονενική «σταθερότητα» μιας απάνθρωπης «κανονικότητας» (διαπροσωπική βία, ναρκωτικά, ψυχικές παθήσεις κ.ο.κ.) είναι τουλάχιστον αφελής. Δεν λαμβάνουν υπόψη ότι μια τέτοια κοινωνική συνθήκη δεν ξορκίζει την παρακμή και τη βαρβαρότητα, αλλά τις μετατρέπει σε ωρολογιακή βόμβα στα σπλάχνα της κοινωνίας, έτοιμες να εκραγούν ανά πάσα στιγμή.

Επιπρόσθετα η συνέχεια της μνημονιακής λογικής θα κλονίσει ακόμη περισσότερο τις διοικητικές και επιχειρησιακές ικανότητες των ελληνικών αρχών καθιστώντας πια υπολογίσιμη την πιθανότητα απειλής της ακεραιότητας της χώρας σε μια γεωπολιτική περιοχή που αποσταθεροποιείται ταχύτατα. Στη νοτιοανατολική Μεσόγειο τα σύνορα και η ειρήνη εξαφανίζονται, ενώ τα Βαλκάνια διχάζονται εκ νέου λόγω της έντασης μεταξύ Δύσης και Ρωσίας.

Η δεύτερη επιλογή θα εγκαινιάσει άμεσα μια περίοδο πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής αναταραχής. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα στριμωχτεί, αλλά θα διατηρήσει την υποστήριξη από τους πολίτες που δεν έχουν τίποτα να χάσουν (αποκόπτοντας τη μετακίνησή τους προς τον φασισμό) και από αυτούς που αξιολογούν τη δημοκρατία και την ελευθερία ως τις πλέον πολύτιμες αξίες για μια κοινωνία.

Βεβαίως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ένταση της πίεσης από τις ελίτ εντός και εκτός της Ελλάδας. Έχουν δείξει ότι δεν έχουν κανένα κατώφλι π.χ. σεβασμού προς τη δημοκρατία, σύνεση και κοινωνική ευθύνη κ.ο.κ. Επίσης έχουν δείξει να επιθυμούν την αναταραχή ως μια κατάσταση ευνοϊκή για την επιβολή μιας νέας βάρβαρης κοινωνικής συνθήκης.

Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι ενδεχομένως διασφαλίζεται η πολιτική βιωσιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει ότι παραμένει στην κοινωνία μας ένας φάρος δημοκρατίας, ελευθερίας και ελπίδας που θα συνεχίσει να τη συγκρατεί από την πτώση της στον ανορθολογισμό, την παρακμή και τον φασισμό.

Μπροστά σε τέτοιες επιλογές εμφανίζεται η δυσκολία αποδοχής από όλους μας, κοινωνία και ΣΥΡΙΖΑ, του γεγονότος ότι χωρίς δική μας υπαιτιότητα το μέλλον προδιαγράφεται δύσκολο. Η καθημερινότητα πρόκειται να διαταραχθεί και οι εξελίξεις θα είναι επώδυνες. Δεν είναι εύκολο να αποδεχθούμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό, ότι δεν μπορούμε να το αποτρέψουμε.

Ωστόσο, όσο πιο γρήγορα ξεπεράσουμε το απολύτως φυσιολογικό αίσθημα μη αποδοχής της πραγματικότητας όταν αυτή γίνεται σκληρή, τόσο πιο γρήγορα θα είμαστε σε θέση να προσαρμοστούμε στις νέες συνθήκες και να γίνουμε αποτελεσματικοί.

Οι αμέτρητες ώρες αγώνων, συνελεύσεων, εκλογών κ.ο.κ. όλα όσα έχουμε κάνει και πάθει τις τελευταίες δεκαετίες, αποκτούν μια διαφορετική διάσταση σήμερα. Μέσα από μια απίστευτη διαδρομή γεννήθηκε αυτό που είμαστε για να είναι σήμερα εδώ. Όλα αυτά μας προετοίμαζαν κατά κάποιο τρόπο για αυτή την κρίσιμη για την πατρίδα μας στιγμή. Ας βαδίσουμε με νηφαλιότητα και αποφασιστικότητα τον δύσκολο δρόμο για τον οποίο έχουμε φτιαχτεί.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 21-06-2015

Οι θεσμοί αποφάσισαν

Οι θεσμοί αποφάσισαν: Η οικονομική καταστροφή της Ελλάδας είναι μονόδρομος. Η Ελλάδα, το θέλουν, δεν το θέλουν οι κάτοικοί της, πρέπει να διαλυθεί. Η βαρβαρότητα και η αναξιοπρέπεια είναι η νέα κανονικότητα.

Οι θεσμοί αποφάσισαν: Καμιά ανοχή στη δημοκρατία. Αγνόησαν προκλητικά τη διαπραγμάτευση τόσων μηνών και επανέφεραν στο παρά πέντε ένα πρόγραμμα χειρότερο από αυτό που δεν μπορούσε να εφαρμόσει η κυβέρνηση Σαμαρά και απέρριψε ο ελληνικός λαός στις εκλογές. Για τους θεσμούς η δημοκρατική ετυμηγορία ενός λαού δεν είναι αρκετός λόγος για να εμπλακούν σε μια ουσιαστική διαπραγμάτευση. Δεν έκαναν καν τον κόπο να φέρουν μια πρόταση που δεν περιφρονεί και δεν απαξιώνει τόσο επιδεικτικά το Brussels Group.

Αφού οι θεσμοί ακύρωσαν το ΒG και τη διαπραγμάτευση μηνών και επανέφεραν την απαίτησή τους για εφαρμογή του Μνημονίου, η ελληνική πλευρά πρέπει να επαναφέρει το πρόγραμμα της ΔΕΘ. Ας είμαστε σαφείς. Δεν έχουμε να κάνουμε με δύο προτάσεις όπου πρέπει να βρεθούμε κάπου στη μέση, από τη μια η ελληνική πρόταση και από την άλλη η πρόταση των θεσμών. Η ελληνική πλευρά ανέλαβε να σχηματοποιήσει σε ένα κείμενο τα αποτελέσματα του BG. Δεν είναι προτάσεις της ελληνικής πλευράς οι απαιτήσεις των δανειστών που περιλαμβάνονται σε αυτό. Τα αποτελέσματα του BG δεν έχουν υιοθετηθεί από την ελληνική πλευρά παρά μόνο ως διερευνητική βάση για την επίτευξη συμφωνίας, η οποία περιλαμβάνει ρύθμιση για το χρέος, αναπτυξιακό σχέδιο κ.ο.κ.

Στην τελευταία Κεντρική Επιτροπή ειπώθηκε ότι δεν έχει νόημα η συζήτηση για επιμέρους τμήματα της διαπραγμάτευσης που βρίσκεται σε εξέλιξη, διότι τίποτα δεν έχει γίνει αποδεκτό και όλα πρέπει να σταθμιστούν ως τμήματα της τελικής συμφωνίας. Μόνο τότε μπορούμε να εξετάσουμε αν οι επώδυνες πτυχές που τελικά θα επιβάλουν οι δανειστές μπορούν να γίνουν αποδεκτές ως τελευταίες παραχωρήσεις για να ξεφύγουμε από τη μέγγενη των Μνημονίων και της λιτότητας. Συνεπώς, δεν αποτελούν θέσεις της ελληνικής πλευράς.

Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί σε αυτό το σημείο διότι οι θεσμοί επιχειρούν να μεταφέρουν τη συζήτηση μεταξύ των αποτελεσμάτων στο BG όπου έχουν ήδη ενσωματώσει θέσεις τους που δεν είναι δικές μας, με ακόμη περισσότερες απαιτήσεις που επανέφεραν την Τετάρτη. Και μάλιστα αρνούμενοι να εντάξουν τη ρύθμιση του χρέους στη συμφωνία, η οποία κατά τη γνώμη τους αφορά μόνο την εκταμίευση χρημάτων για να πληρώσουμε τις δόσεις το επόμενο διάστημα. Χωρίς διευθέτηση του ζητήματος του χρέους δεν υπάρχει καν συζήτηση για επώδυνη συμφωνία.

Οι θεσμοί αποφάσισαν: Ο πολιτικός τους στόχος είναι ο δήμοσιος εξευτελισμός του Τσίπρα, του ΣΥΡΙΖΑ και του ελληνικού λαού. Το βράδυ της Τετάρτης δήλωσαν δημόσια την περιφρόνησή τους στο αποτέλεσμα των εκλογών και την απαξίωσή τους στις εργώδεις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης και στην πρόθεσή της να υποστεί ακόμη και κάποια τελευταία επώδυνα πλήγματα προκειμένου να υπάρξει συμφωνία που βάζει τέλος στη μνημονιακή περίοδο. Η εξευτελιστική αντιμετώπιση της ελληνικής κυβέρνησης που πασχίζει για συμφωνία και ενός ολόκληρου λαού που θέλει να ανακτήσει το δικαίωμά τους στην ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον δεν μπορεί να γίνει ανεκτή.

Η υπεράσπιση της αξιοπρέπειάς μας δεν είναι «πολυτέλεια». Κανένας σε αυτήν τη χώρα δεν θα σέβεται τίποτα αν παγιωθεί η αντίληψη ότι ανεχόμαστε τέτοιου είδους συμπεριφορά. Η ανάκαμψη της χώρας, παρά τις όποιες οικονομικές δυσκολίες, προϋποθέτει μια κοινωνία που διατηρεί ένα ελάχιστο επίπεδο αυτοεκτίμησης. Αυτή την αυτοεκτίμηση πρέπει να προστατεύσουμε ως κόρη οφθαλμού. Σε αντίθετη περίπτωση, οι συνέπειες στο συλλογικό ασυνείδητο του λαού μας θα είναι τραυματικές, με τον φασισμό να καραδοκεί να τις εκμεταλλευτεί.

Οι θεσμοί αποφάσισαν. Το ερώτημα πλέον είναι τι θα κάνει η ελληνική πλευρά. Η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πάρουν κάποιες αποφάσεις και να απευθυνθούν με ειλικρίνεια στην ελληνική κοινωνία. Είναι μέσα στα πιθανά ενδεχόμενα η μη επίτευξη συμφωνίας αν οι θεσμοί συνεχίσουν, όπως όλα δείχνουν, σε αυτή την κυνική και εξευτελιστική τακτική; Αν για κάποιους λόγους έχει αποκλειστεί, οφείλουμε να ξέρουμε γιατί και να τοποθετηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν όχι, τότε δεν πρέπει να πορευόμαστε ως εάν να πρόκειται για «δική μας αποτυχία» και να αιωρείται ότι η μη επίτευξη συμφωνίας ισοδυναμεί με παράδοση της εξουσίας από τη μεριά μας αμαχητί.

Πιστεύουμε ότι μια κακή συμφωνία μπορεί να εφαρμοστεί; Είναι σε θέση ο ΣΥΡΙΖΑ -χωρίς να διαλυθεί το μπλοκ των κοινωνικών δυνάμεων που τον στηρίζει- να εφαρμόσει απαιτήσεις των δανειστών αν δεν έχει εξασφαλίσει την απεμπλοκή της Ελλάδας από τη μέγγενη του χρέους; Υπάρχει μέλλον για τη χώρα αν στην προσπάθεια να εφαρμοστούν απαιτήσεις των δανειστών ο ΣΥΡΙΖΑ βαθμιαία αποδιαρθρωθεί ως πολιτική δύναμη; Ας μην κάνουμε το λάθος που θέλουν οι δανειστές: η διά της επιβολής εφαρμογή των απαιτήσεών τους θα τσακίσει την ήδη ρημαγμένη ελληνική κοινωνία και θα πλήξει θανάσιμα τη μοναδική της ελπίδα: τον ΣΥΡΙΖΑ.

δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής στις 07-06-2015

Διαπραγμάτευση, δημοκρατικό καθήκον και κοινωνική καινοτομία

Η πολύμηνη διαπραγμάτευση απέδειξε με ξεκάθαρο τρόπο ότι στόχος των δανειστών μέσα από την εφεύρεση των Μνημονίων και στρατηγική μέριμνα της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς στην Ευρώπη είναι η ριζική αναδόμηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών σε εντελώς διαφορετικές «ασιατικού» τύπου βάσεις. Στην ελληνική περίπτωση το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς για τη νεοφιλελεύθερη δεξιά είναι η καταστροφή της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Ως καταστροφή μπορεί να οριστεί η υποτίμηση της εργασίας, η διάλυση του παραγωγικού ιστού και η επέκταση της αγοράς σε κάθε κοινωνικό ή φυσικό πόρο. Η λιτότητα ήταν ο μνημονιακός τρόπος αυτής της καταστροφής.

Όμως, όσο η νέα κυβέρνηση δεν υποτάσσεται στη λιτότητα και δεν πέφτει, η λιτότητα δεν μπορεί να συνεχιστεί. Σε αυτή την περίπτωση, η καταστροφή της ελληνικής οικονομίας -θυμίζω στρατηγικός στόχος της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς- συνεχίζεται με τον απευθείας στραγγαλισμό της χρηματοδότησης. Η πολιτική της λιτότητας λοιπόν αντικαταστάθηκε από την άμεση χρηματοδοτική ασφυξία. Όσο δεν αποδεχόμαστε τη λιτότητα, τα καταστροφικά, υφεσιακά αποτελέσματα δεν θα παράγονται από αυτήν αλλά απευθείας από τη χρηματοδοτική ασφυξία.

Κατά τη γνώμη τους, η μόνη «ελευθερία» που έχουμε είναι να επιλέξουμε τον τρόπο καταστροφής: Αν θέλουμε «αριστερή» ή «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση αυτός θα είναι η χρηματοδοτική ασφυξία. Αν επιλέξουμε νεοφιλελεύθερη, δεξιά κυβέρνηση, αυτός θα είναι η λιτότητα. Αν κάποια στιγμή δεχθούμε λίγη λιτότητα, θα απελευθερώσουν λίγη χρηματοδότηση. Όσο περισσότερη λιτότητα δεχόμαστε τόσο περισσότερη χρηματοδότηση θα έχουμε και αντίστροφα. Αρκεί να μένει αμετάβλητη η βάρβαρη ανισότητα μεταξύ ελίτ και πλειοψηφίας της κοινωνίας, που εκείνοι ονομάζουν πρόοδο και εμείς καταστροφή.

Αν λοιπόν η σύγκρουση αφορά το αν η καταστροφή θα βαθύνει ή θα σταματήσει, τότε πολιτικός στόχος μας δεν είναι μόνο η αναχαίτιση της λιτότητας, αλλά η απελευθέρωση της ελληνικής οικονομίας από τον χρηματοδοτικό έλεγχο των δανειστών που προκαλεί τη λιτότητα ή την αντικαθιστά με χρηματοδοτική ασφυξία όταν επιχειρηθεί το σταμάτημά της.

Με αυτή την έννοια, επιτυχημένη διαπραγμάτευση και «έντιμη» συμφωνία μπορεί να υπάρξει όταν αμφισβητηθεί αποτελεσματικά ο έλεγχος της χρηματοδότησης της χώρας από τα πολιτικά κέντρα που έχουν ως στρατηγικό στόχο, υπενθυμίζω, την καταστροφή της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Χωρίς επαναπροσδιορισμό αυτής της κρίσιμης παραμέτρου δεν μπορούμε να κλονίσουμε τον μηχανισμό επιβολής των επιλογών των ελίτ πάνω στην ελληνική κοινωνία.

Μια στιγμή λοιπόν στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης όπου αντί να υποχωρήσουμε σε περαιτέρω αξιώσεις λιτότητας (ώστε να μας εκχωρήσουν χρηματοδότηση) θα επιλέξουμε να απομειώσουμε τον έλεγχο της χρηματοδότησης από τους δανειστές, δεν πρέπει να θεωρείται «αποτυχία», «άλμα στο κενό» ή «απεγνωσμένη» επιλογή «ρήξης». Αυτούς τους μήνες και μπροστά στην παγκόσμια κοινή γνώμη οι δανειστές έκαναν μια επικίνδυνη και αντιδημοκρατική επιλογή: αποφάσισαν να αρνηθούν το δικαίωμα μιας κοινωνίας συντεταγμένα και δημοκρατικά να αλλάξει πορεία. Εν προκειμένω να σταματήσει την καταστροφή της. Απέναντι σε αυτή την επιλογή των δανειστών, η εκ μέρους μας απομείωση της ισχύος τους να το επιβάλλουν μέσα από τον έλεγχο της χρηματοδότησης μετατρέπεται σε δημοκρατικό καθήκον. Δεν μιλάμε για κάποια «σκληρή» κίνηση αλλά για τη νηφάλια και στοιχειώδη άμυνα, την ελάχιστη υπεράσπιση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας.

Η ελληνική κοινωνία, χωρίς δική της επιλογή ή της σημερινής κυβέρνησης, πρόκειται να χτυπηθεί το επόμενο διάστημα. Όταν ο στόχος του αντιπάλου είναι να σε πλήξει, τότε είτε υποχωρήσεις πολύ ή λίγο, είτε επιλέξεις να αμφισβητήσεις την πηγή της ισχύος του ή όχι, το αποτέλεσμα θα είναι η επιδείνωση της κατάστασης. Με την κρίσιμη διαφορά ότι, στην περίπτωση της υπεράσπισης της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας, τα πλήγματα μπορούν να γίνουν έναυσμα επανεκκίνησης. Αρκεί στην ελληνική κοινωνία να διαχυθεί αποφασιστικά ένα φρόνημα κοινωνικής διαθεσιμότητας αντί της ηττοπάθειας και της παραίτησης και μια διαφορετική νοοτροπία σοβαρότητας, αφοσίωσης και συνευθύνης για το κοινό καλό.

Η νέα ελληνική κυβέρνηση επιτάχυνε αυτή τη διάχυση, παρά τις αστοχίες στο εσωτερικό μέτωπο από κινήσεις που υποτιμούν τη διάθεση της κοινωνίας για πραγματική αλλαγή παγιωμένων πρακτικών και νοοτροπιών, αλλά και τη δίψα της για καινοτομία, νέες ιδέες, κοινωνικό πειραματισμό και έμπνευση. Η δημιουργική και παραγωγική εμπλοκή της ελληνικής κοινωνίας στις εξελίξεις είναι μια καθοριστική παράμετρος, την οποία τείνουμε να υποτιμούμε. Σήμερα πρέπει να στρέψουμε πόρους και πολιτική μέριμνα σε αυτή την παράμετρο, να αλλάξουμε ιεραρχήσεις καθιστώντας την τον καινοτόμο πυρήνα της στρατηγικής μας και το επίκεντρο της δημόσιας πολιτικής μας ατζέντας. Η κοινωνική δημιουργικότητα και καινοτομία και το ξεκλείδωμα των τεράστιων δυνατοτήτων των πολιτών είναι η μόνη πηγή άντλησης πραγματικής δύναμης για εμάς, ώστε σε κάθε ενδεχόμενο να ακυρώσουμε τον στόχο του αντιπάλου, που είναι η καταστροφή μας. Ως κυβέρνηση, ως Αριστερά και ως ελληνική κοινωνία.

δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής στις 24-5-2015

Η δεύτερη πράξη του ελληνικού δράματος

Το ελληνικό δράμα των πέντε τελευταίων ετών έχει αποκτήσει τους τελευταίους μήνες μία διαφορετική χροιά. Τα προηγούμενα πέντε χρόνια εφαρμόστηκε μία πολιτική σκληρής λιτότητας, η οποία κάθε λίγο υποτίθεται ότι έβγαζε την Ελλάδα από την κρίση. Στην πραγματικότητα η ελληνική κοινωνία και οικονομία δέχονταν αλλεπάλληλα χτυπήματα οδηγώντας σε λουκέτα, ανεργία και φτώχεια. Μέσα από διαδικασίες στρέβλωσης της λαϊκής βούλησης, τρομοκρατία και φόβο, αλλά και την ανοικτή αντιδημοκρατική λειτουργία των προηγούμενων κυβερνήσεων, η ελληνική κοινωνία ανέχτηκε αυτή την πολιτική παρά τις θυελλώδεις αντιδράσεις.

Η απολύτως καταστροφική πολιτική των μνημονίων υπερκέρασε φόβους, τρομοκρατία, απειλές κ.ο.κ και οδήγησε τον ελληνικό λαό να δώσει τη δυνατότητα σε άλλες πολιτικές δυνάμεις να σχηματίσουν κυβέρνηση, με εντολή να αλλάξει η πολιτική της λιτότητας. Από εκείνη τη στιγμή, εκτυλίσσεται η δεύτερη πράξη του ελληνικού δράματος.

Η πολιτική της λιτότητας δεν μπορεί πλέον να συνεχιστεί έως ότου, είτε πέσει η νέα κυβέρνηση, είτε υποχρεωθεί να την ακολουθήσει. Η πολιτική της λιτότητας, λοιπόν, αντικαταστάθηκε από τη χρηματοδοτική ασφυξία. Τα καταστροφικά και υφεσιακά αποτελέσματα δεν θα παράγονται από τη λιτότητα, αλλά από τη χρηματοδοτική ασφυξία.
Το ελληνικό δράμα, σε αυτούς τους μήνες, ξεκαθάρισε ένα πράγμα: η βασικότερη μέριμνα για τη νεοφιλελεύθερη δεξιά στην Ευρώπη είναι η κατεδάφιση των ευρωπαϊκών κοινωνιών και οικονομιών τους, ώστε να αναδομηθούν, σε εντελώς διαφορετικές, «ασιατικού» τύπου βάσεις. Συνεπώς, στην ελληνική περίπτωση το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς, για τη νεοφιλελεύθερη δεξιά, είναι η καταστροφή της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

Κατά τη γνώμη τους, η μόνη «ελευθερία» που έχουμε εμείς είναι να επιλέξουμε τον τρόπο: αν θέλουμε «αριστερή» ή «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση αυτό θα γίνεται μέσω της ασφυξίας, αν επιλέξουμε νεοφιλελεύθερη, δεξιά κυβέρνηση αυτό θα γίνεται μέσω λιτότητας.
Η ελληνική κοινωνία κέρδισε αυτούς τους μήνες την αξιοπρέπεια να της τίθενται πλέον αυτά τα ακραία ερωτήματα χωρίς ωραιοποιήσεις: μπορούμε να επιλέξουμε τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία μας θα γίνει ακόμη πιο απάνθρωπη, διαλυμένη, εξαθλιωμένη και κυνική. Γιατί τέτοια κοινωνία παράγει η καταστροφή που επιδιώκει η νεοφιλελεύθερη δεξιά…

Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται μπροστά σε τρεις επιλογές χωρίς δική της ευθύνη ή ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης:
Πρώτον, να επιστρέψει στην πολιτική λιτότητας, υπό το βάρος της ασφυξίας που προκαλούν οι εταίροι στην κατά τα άλλα αλληλέγγυα και έμπλεη αμοιβαίου σεβασμού διαδικασία διαπραγμάτευσης. Μια επιστροφή που σημαίνει συνθηκολόγηση της ελληνικής κυβέρνησης και ταπείνωση της ελληνικής κοινωνίας.
Δεύτερον, να χρεοκοπήσει υπό το βάρος της χρηματοδοτικής ασφυξίας εντός του ευρώ και…
Τρίτον, να αποχωρήσει από το ευρώ. Και στις τρεις επιλογές η οικονομία και η κοινωνία θα δεχθούν ισχυρά πλήγματα. Αυτός άλλωστε είναι και ο στόχος. Τα πλήγματα.

Ο μόνος που μπορεί να αλλάξει το ζοφερό πεδίο δυνατοτήτων που επιβάλουν οι δανειστές, για το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας, είναι η ίδια. Αρκεί να μην αποδεχθεί να διαλέξει τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει ακόμη πιο απάνθρωπη, αλλά να αφυπνιστεί, να αυτενεργήσει και να πάρει πρωτοβουλίες στην αντίστροφη κατεύθυνση: αυτή της δημιουργίας, της συνεργασίας, της δημοκρατίας και της ανθρωπιάς, ανεξάρτητα της επιλογής που θα αναγκαστεί να κάνει στο επίπεδο της διαπραγμάτευσης. Έτσι ώστε σε οποιαδήποτε επιλογή να ακυρώσει τον στόχο του αντιπάλου και να μείνει όρθια.

Ας ελπίσουμε ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση που πασχίζει να επιτύχει μία ανεκτή συμφωνία κάπου ανάμεσα στις δύο πρώτες επιλογές, θα καταφέρει να απεγκλωβιστεί από το ζοφερό πεδίο δυνατοτήτων στο επίπεδο της διαπραγμάτευσης, αξιοποιώντας τις τεράστιες, ενσωματωμένες στους πολίτες, δυνατότητες ενός περήφανου και δημιουργικού (υπό προϋποθέσεις) λαού.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Finance & Markets Voice» της 21 Μαΐου 2015

Στιβαρή κοινωνία σε επικίνδυνους καιρούς

Εκτεταμένη εκδοχή ομιλίας στη Συνάντηση Εργασίας – Workshop με θέμα ΕΛΛΑΔΑ: «ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΕΞΟΔΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ» που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα την Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014 από το Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών. Μίλησα ως εκπρόσωπος του Ινστιτούτου Ν. Πουλαντζάς στην τρίτη θεματική ενότητα με τίτλο «Για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο».

1. Ο όρος κοινωνικό συμβόλαιο συνήθως παραπέμπει σε μια κοινωνία η οποία αναζητά τους όρους διευθέτησης εσωτερικών κοινωνικών συγκρούσεων και ικανοποίησης αντιτιθέμενων ταξικών συμφερόντων με στόχο τη διαμόρφωση ενός ομαλού κοινωνικού περιβάλλοντος. Οι λαϊκές τάξεις διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο στον παραγόμενο πλούτο στη βάση της κοινωνικής δικαιοσύνης αφού αυτές είναι που κατά βάση τον παράγουν και οι οικονομικές ελίτ διεκδικούν το ίδιο στη βάση του ότι αυτές αποτελούν τον κινητήριο μοχλό της οικονομίας από τη στιγμή που ελέγχουν τις κρίσιμες αποφάσεις στην οικονομία και την παραγωγή. Η συζήτηση περί κοινωνικού συμβολαίου επικεντρώνει συνήθως τον προβληματισμό στην αντιμετώπιση εσωτερικών ζητημάτων ως εάν η κοινωνία να μην αντιμετωπίζει θεμελιακούς κινδύνους και με στόχο την ευημερία και την πρόοδο ως εάν να μην διακυβεύεται η ύπαρξή της.

Η υπόθεση της δικής μου παρέμβασης είναι ότι σήμερα η ελληνική κοινωνία – όπως και άλλες κοινωνίες – βρίσκονται αντιμέτωπες με πρωτοφανείς και τεράστιες προκλήσεις αναφορικά με την ύπαρξη και τη φυσιογνωμία τους. Σε αυτό το πλαίσιο υποστηρίζω ότι το όποιο κοινωνικό συμβόλαιο και γενικότερα οποιαδήποτε προσπάθεια ρύθμισης εσωτερικών διενέξεων οφείλουν να ισχυροποιούν τη στιβαρότητα της κοινωνίας ώστε να μπορεί να αντιμετώπισει τις εν λόγω προκλήσεις. Η αριστερή διευθέτηση του κοινωνικού ζητήματος, ο ριζικός αναπροσανατολισμός της παραγωγής και της οικονομίας και η πραγματική δημοκρατία δεν αποτελούν σήμερα μόνο αιτήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και ευημερίας – όπως έχουμε συνηθίσει να τα σκεφτόμαστε – αλλά κρίσιμες παράμετροι ώστε να μπορέσει η ελληνική κοινωνία να αντιμετωπίσει τους τεράστιους κινδύνους που την απειλούν. Αυτά τα αιτήματα δεν είναι “πολυτέλειες” περασμένων εποχών “παχιών αγελάδων” που δεν μπορούν να γίνουν ανεκτά στο σημερινό σκληρό παγκόσμιο περιβάλλον όπως ακούμε, αλλά αντιθέτως αποτελούν τους όρους για την επιβίωση της ελληνικής κοινωνίας σε αυτό το περιβάλλον. Μια ριζική ανακατανομή ισχύος από τις οικονομικές ελίτ προς τους πολίτες – με την έννοια του λόγου επί των κρίσιμων αποφάσεων – αποτελεί το έδαφος ενός κοινωνικού συμβολαίου ώστε η ελληνική κοινωνία να αποκτήσει τη στιβαρότητα που απαιτούν οι σημερινοί επικίνδυνοι καιροί.

2. Αναφέρω εν συντομία δύο κινδύνους για την ύπαρξη και τη φυσιογνωμία των σύγχρονων κοινωνιών που οφείλουν να διαμορφώνουν τον ορίζοντα των εναλλακτικών πολιτικών και κοινωνικών σχεδίων που έχει νόημα να εξετάζουμε αναζητώντας ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο σε αυτές τις συνθήκες.

Ο πρώτος είναι αυτό που ονομάζω απολυταρχία των αγορών. Μια σειρά από πολιτικές επιλογές και η εκδίπλωση οικονομικών τάσεων στις οποίες δεν θα αναφερθώ διαμορφώνουν σήμερα μια παγκόσμια πραγματικότητα σύμφωνα με την οποία οι κοινωνίες στερούνται της πρόσβασης σε κρίσιμες αποφάσεις. Ποικίλες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου και όχι μόνο που εν κρυπτώ προωθούνται σήμερα, η αρχιτεκτονική της ΕΕ, πάσης φύσεως μνημονιακές πολιτικές κοκ καταργούν τις ούτως ή άλλως ισχνές δημοκρατικές διαδικασίες αποκλείοντας τους λαούς από κάθε λόγο επί αποφάσεων που καθορίζουν με δραματικό τρόπο την πορεία των κοινωνιών τους.

Η νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή στρατηγική συνιστά μονομερή αθέτηση βασικών καταστατικών μεταπολεμικών (μεταπολιτευτικών για τη χώρα μας) δεσμεύσεων μεταξύ των ελίτ και των λαϊκών τάξεων με ορίζοντα την πλήρη ακύρωση της δημοκρατικής “ανωμαλίας”, δηλαδή της βαθμιαίας εισόδου των λαϊκών τάξεων στην πολιτική, της αξίωσης λόγου και επιρροής επί των κρίσιμων αποφάσεων. Αυτό που διακυβεύεται είναι η φυσιογνωμία της κοινωνίας και έννοιες όπως ελευθερία, δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία, αξιοπρέπεια. Πρόκειται για μια γιγαντιαία επιχείρηση απόρριψης τεράστιων τμημάτων πληθυσμού εκτός κοινωνίας με την έννοια της συμμετοχής στην παραγωγή και πρόσβασης σε κρίσιμες αποφάσεις, βασικά αγαθά και ελευθερίες. Η αποσύνθεση των κοινωνιών και η μετατροπή των πολιτών σε πλήθη χωρίς δικαιώματα και λόγο αποτελεί τον ορίζοντα της απολυταρχίας των αγορών.

Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα η πολιτική της λιτότητας τα τελευταία χρόνια έχει κλονίσει επικίνδυνα τη διοικητική δομή της χώρας υπονομεύοντας κρίσιμες επιχειρησιακές ικανότητες αναγκαίες για την υπόσταση του κράτους, τη διασφάλιση της λαϊκής κυριαρχίας και τη δυνατότητα αντιμετώπισης έκτακτων καταστάσεων. Στην Ελλάδα σήμερα είμαστε αντιμέτωποι με μια κοινωνία σε αποσύνθεση, μια καταρρέουσα οικονομία, μια πληγωμένη δημοκρατία και ένα αποδιοργανωμένο κράτος.

Το πρόβλημα δεν είναι όμως μόνο η αποστέρηση και ο αποκλεισμός, η κοινωνική παρακμή και η οπισθοδρόμηση. Το πρόβλημα είναι ότι κρισιμότατες αποφάσεις για το μέλλον των κοινωνιών αλλά και του πλανήτη ακόμη αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα των αγορών, δηλαδή κάποιων οικονομικών ελίτ τα κριτήρια των οποίων και η στόχευση δεν συνάδουν με τη διατηρησιμότητα πόσο μάλλον με τη βελτίωση των ανθρώπινων κοινωνιών. Υποβάθμιση υποδομών και παραγωγικών δομών, διαταραχές στη διατροφική αλυσίδα, περιβαλλοντική ανισορροπία, εξάντληση φυσικών πόρων, πτώση βιοτικού, μορφωτικού και αξιακού επιπέδου, νέες τεχνολογικές προκλήσεις κοκ διαμορφώνουν έναν απαιτητικό καμβά τη συνθετότητα και τη σπουδαιότητα του οποίου δεν μπορούν καν να αντιληφθούν οι οικονομικές ελίτ λόγω του κοντόθωρου προσανατολισμού στο γρήγορο κέρδος και την επικράτηση στον ανταγωνισμό. Βρισκόμαστε στην εξαιρετικά δυσχερή θέση οι κοινωνίες να οδηγούνται σε τρομακτικά αδιέξοδα με αυτούς που τα προκαλούν και έχουν τα “ινία” των κοινωνιών να ανήκουν σε μια αποξενωμένη από τις κοινωνίες κάστα, ο ορίζοντας της οποίας δεν επιτρέπει καν να τεθούν ζητήματα μακροπρόθεσμων επιπτώσεων, σχεδιασμού, σύνθετης προσέγγισης και σοβαρής αντιμετώπισης.

Ο δεύτερος κίνδυνος είναι οι έντονες γεωπολιτικές αναταράξεις και οι αυξανόμενες πολεμικές εμπλοκές. Η αλλαγή συνόρων στην Ουκρανία, επί ευρωπαϊκού εδάφους, με τις κυρίαρχες δυνάμεις στην Ήπειρο να πρωταγωνιστούν αρνητικά με τον πιο επίσημο τρόπο σε αυτή την εξέλιξη σηματοδοτεί την αθέτηση της καταστατικής μεταπολεμικής δέσμευσης για τη μη αλλαγή συνόρων στην Ευρώπη (η περίπτωση του Κοσσόβου μπορεί να θεωρηθεί ως πρόδρομο φαινόμενο). Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κατώφλι στο πού μπορεί να οδηγηθούν τα πράγματα και συνεπώς το αίτημα για σοβαρό σχεδιασμό και στιβαρότητα από τη μεριά της ελληνικής κοινωνίας γίνεται ακόμη πιο επιτακτικό.

3. Τι σημαίνει όμως στιβαρή κοινωνία; Ένα πρώτο χαρακτηριστικό είναι η ικανότητά της να ελέγχει κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν την πορεία της. Δηλαδή, στιβαρή κοινωνία είναι μια ελεύθερη κοινωνία ή τουλάχιστον μια κοινωνία που επιχειρεί με επιδεξιότητα, σοβαρότητα και συντεταγμένο τρόπο να ανακτήσει τον έλεγχο στρατηγικών τομέων που της δίνουν τη δυνατότητα να σχεδιάσει την πορεία της. Αυτός ο δρόμος είναι ένας δρόμος σύγκρουσης με τις υπερεθνικές ελίτ και δομές που σφετερίζονται σήμερα τις κρίσιμες αποφάσεις, αλλά και με μέρος των εγχώριων ελίτ που έχουν συνηθίσει σε ένα καθεστώς αυθαιρεσίας και σε ένα σχεδιασμό που δεν αφορά το μέλλον της κοινωνίας αλλά τα στενά συμφέροντά τους.

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η θεσμική και όχι μόνο οργάνωση της κοινωνίας ώστε να διαμορφωθούν οι δημόσιες δομές όπου θα λαμβάνει χώρα α) η απαραίτητη μελέτη των εξελίξεων και των νέων δεδομένων και β) θα σχεδιάζονται οι επιμέρους στρατηγικές. Επιπρόσθετα, απαιτούνται δομές δημόσιας πολιτικής οι οποίες θα συντονίζουν και θα ελέγχουν τις κοινωνικές δυνάμεις που υλοποιούν τις σχετικές πολιτικές. Αναφέρομαι σε ινστιτούτα μελετών ποικίλων ζητημάτων (υποδομές, διατροφή, κλαδική πολιτική, παραγωγικά πρότυπα, ενεργειακός σχεδιασμός, γεωπολιτική, Βαλκάνια, Μεσόγειος κοκ), δημόσιους φορείς, οργανισμούς και τοπικούς θεσμούς που σχεδιάζουν και συντονίζουν με γνώμονα τη στιβαρότητα της χώρας μπροστά στις σημερινές προκλήσεις. Αυτές οι θεσμίσεις θα αποτελέσουν τα μάτια, το μυαλό και τα χέρια μιας κοινωνίας που θέλει να ορίζει την τύχη της.

Ένα τρίτο χαρακτηριστικό είναι η ριζική αλλαγή νοοτροπίας με την οποία ασκείται η δημόσια πολιτική σε αυτή τη χώρα με την ευρεία έννοια. Σήμερα από τη μια έχουμε τη νοοτροπία των “αεριτζήδων” και των “κολλητών” που παρασιτούν χωρίς να προσφέρουν καμιά σοβαρή υπηρεσία στην κοινωνία και από την άλλη έχουμε τη νεοφιλελεύθερη εμμονή στο βραχυπρόθεσμο κέρδος και το επιμέρους συμφέρον αδιαφορώντας για τις μακροπρόθεσμες και ευρύτερες κοινωνικές και όχι μόνο συνέπειες. Απέναντι σε αυτές τις ανώριμες και ασόβαρες νοοτροπίες – ιδιαίτερα αν τις δει κανείς κάτω από το πρίσμα της καταστροφής που έχουν προκαλέσει και την πλήρη ακαταλληλότητά τους μπροστά στις δυσκολίες που έχουμε σήμερα – οφείλουμε να καλλιεργήσουμε μια νοοτροπία υπευθυνότητας, σεβασμού του δημόσιου συμφέροντος, εργατικότητας, αφοσίωσης και προπαντώς σοβαρότητας και συντεταγμένου μακροπρόθεσμου σχεδιασμού. Η εγκαθίδρυση μιας τέτοιας προσέγγισης για τη διαχείριση πάρα πολύ κρίσιμων θεμάτων για το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας απαιτεί σφοδρή και καθολική σύγκρουση με τις κατεστημένες νοοτροπίες, τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα και την κοντόθωρη λογική των οικονομικών ελίτ, μια σύγκρουση που δεν περιγράφεται εύκολα στα προγράμματα και αφορά όχι μόνο το περιεχόμενο της πολιτικης αλλά και τον τρόπο άσκησής της.

4. Άφησα για το τέλος το πιο κρίσιμο χαρακτηριστικό μιας στιβαρής κοινωνίας. Συνηθίζουμε να λέμε ότι η Ελλάδα είναι μια αδύναμη χώρα ή όταν αναφερόμαστε στις δυνατότητές της σκεφτόμαστε τη γεωπολιτική της θέση, τον φυσικό της πλούτο κοκ. Όμως, το ισχυρότερο όπλο για τη στιβαρότητα της Ελλάδας – και παρομοίως όλης της Ευρωπής – είναι μια πολιτική λογική που έχει στο επίκεντρό της τη μεγαλύτερη πλουτοπαραγωγική πηγή της: το ανθρώπινο δυναμικό της. Για μια σειρά ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους στους οποίους δεν θα αναφερθώ, στην ελληνική κοινωνία – αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές – τεράστιοι πόροι έχουν επενδυθεί στην ανάπτυξη (μορφωτική, πολιτισμική, πολιτική κ.ο.κ.) των πολιτών. Οι Έλληνες πολίτες φέρουν τεράστιο απόθεμα δυνατοτήτων –παρά τη λυσσαλέα επιχείρηση υποβάθμισής τους σε όλα τα επίπεδα τις τελευταίες δεκαετίες–, το οποίο αποτελεί το πιο πολύτιμο γεωπολιτικό πλεονέκτημα της χώρας. Για όποιον και όποια δεν έχει τυφλωθεί από τη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού, είναι εντελώς προφανές ότι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική όχι μόνο δεν μπορεί να συλλάβει καν αυτό το τεράστιο ιστορικό και πολιτισμικό κοίτασμα δυνατοτήτων ως το κομβικό πλεονέκτημα για την ελληνική κοινωνία, αλλά αντιθέτως επιστρατεύει όλες τις δυνάμεις της στην ολοσχερή καταστροφή του.

Αντιθέτως, μια πολιτική λογική που βασίζεται στη συνεργασία και τη δημοκρατία, είναι σε θέση να ξεκλειδώσει τις τεράστιες δυνατότητες που διαθέτει ο λαός μας. Η φυσιογνωμία μιας περιοχής που φαίνεται να υποβαθμίζεται με βάση τα συμβατικά γεωπολιτικά μεγέθη αλλάζει εντελώς αν συμπεριλάβουμε το στοιχείο των δυνατοτήτων των πολιτών ως αυτόνομων υποκείμενων με δυνατότητες απόφασης και όχι απλώς ως εργατικών υποζυγίων υπό τις εντολές τρίτων. Μεταφέροντας τις αποφάσεις στους πολίτες, εμπεδώνοντας δομές δημόσιας πολιτικής όπου τον πρώτο ρόλο θα τον έχουν οι ίδιοι και οι δυνατότητές τους και συντονίζοντας τη δική τους δραστηριότητα, η Ελλάδα θα είναι σε θέση να αξιοποιήσει στο μάξιμουμ αυτές τις ενσωματωμένες στους ανθρώπους δεξιότητες και ικανότητες. Μια ώριμη και συντεταγμένη κοινωνική οργάνωση βασισμένη στη λογική της συνεργασίας και της δημοκρατίας μπορεί να αντιμετωπίσει τις μεγάλες προκλήσεις

5. Στο έδαφος των παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι ένα κοινωνικό συμβόλαιο που σκοπό έχει να ενισχύσει τη στιβαρότητα της κοινωνίας απέναντι στις επικίνδυνες προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας, δεν είναι μια απλή συμφωνία ανάμεσα σε κοινωνικούς εταίρους. Το μέλλον της Ελλάδας περνάει μέσα από τη ριζική μετατόπιση ισχύος από τις οικονομικές ελίτ προς τους πολίτες. Όμως, τι είδους κοινωνικό συμβόλαιο είναι αυτό αν οι οικονομικές ελίτ δεν συναινέσουν να απωλέσουν μέρος της ισχύος και του πλούτου τους; Η απάντηση είναι ότι το κοινωνικό συμβόλαιο που περιέγραψα συνιστά αναγκαία συνθήκη για να έχει η ελληνική κοινωνία κάποια ελπίδα, και απέναντι στους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε τίθεται ένα κομβικό ερώτημα: έχουν οι οικονομικές ελίτ την οποιαδήποτε αίσθηση κοινής μοίρας με τον ελληνικό λαό ή όχι; αν έχουν τότε δεν θα είναι εύκολο για τους οικονομικά ισχυρούς αυτού του τόπου να αποφύγουν να αναλάβουν τις δικές τους ευθύνες σε μια τόσο κρίσιμη ιστορική στιγμή. Αν από την άλλη δεν έχουν την αίσθηση της κοινής μοίρας με τον λαό μας και αδιαφορούν για την τύχη του τότε αυτοαποκλείονται από πιθανό συμβαλλόμενο μέρος ενός τέτοιου κοινωνικού συμβολαίου και πλέον αυτό αφορά όλους τους υπόλοιπους, την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας των οποίων η μοίρα μας είναι κοινή.

Ισχυρίζομαι ότι υπάρχουν τεράστια περιθώρια για τη διαμόρφωση μιας πλατιάς συμμαχίας για την προώθηση αυτού του είδους της πολιτικής λογικής: το σύνολο των λαϊκών τάξεων που σήμερα καταδικάζονται σε μια ζωή χωρίς αξιοπρέπεια, πολίτες που θέλουν μια ώριμη και ορθολογική Ελλάδα, πολίτες που πιστεύουν σε αξίες και αρετές όπως η δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία, η εργατικότητα, η δημιουργικότητα, η συνεργασία, πολίτες που πιστεύουν σε μια κοινωνία πραγματική κοινότητα με δεσμούς αλληλεγγύης και συντροφικότητας ως προϋπόθεση της ατομικής ευτυχίας. Υπάρχουν σήμερα όλες οι προϋποθέσεις ώστε μια μεγάλη συμμαχία των πολιτών να αποκτήσει την απαραίτητη πολιτική και κοινωνική ισχύ προκειμένου να αναχαιτίσει τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές και πολιτικές ελίτ και το σχέδιό τους, το οποίο πέρα από όλα τα άλλα πλήττει ευθέως την χειραφετητική κληρονομιά και τις δημοκρατικές παραδόσεις του λαού μας καταδικάζοντάς τον σε βαθιά παρακμή. Η νεοφιλελεύθερη στρατηγική συνιστά προσωπική προσβολή για κάθε πολίτη αυτής της χώρας. Αυτή η προσβολή και πρέπει και μπορεί να τελειώσει.

Για τη δημοκρατία και την ελευθερία

Ομιλία στην εκδήλωση της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ για την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στις 16/11/2014

Όταν μου έγινε η τιμητική πρόσκληση να μιλήσω στην εκδήλωση της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ για την επέτειο του πολυτεχνείου βρέθηκα μπροστά σε μια αναπάντεχη δυσκολία. Πώς να συνδέσω αυτά που έχω να πω, σήμερα, το 2014, με το ιστορικό γεγονός της εξέγερσης του πολυτεχνείου. Και τούτο διότι το 2014, η εξέγερση αυτή δεν είναι πια ένα συμβάν του παρελθόντος με τη στενή έννοια, μια μάχη για την κατάκτηση πραγμάτων που σήμερα είναι δεδομένα. Αντιθέτως θα λέγαμε. Θα μιλήσω λοιπόν για δύο έννοιες που φαίνεται να συνδέουν το τότε με το τώρα με έναν πιο στενό τρόπο από ότι συνήθως συμβαίνει ανάμεσα σε ένα τετελεσμένο παρελθόν με το σε εξέλιξη παρόν. Θα μοιραστώ μαζί σας μερικές σκέψεις για τη δημοκρατία και την ελευθερία.

Δεν υπάρχουν αυτονόητα σήμερα. Μετά από δεκαετίες σφοδρής και πολυεπίπεδης επιβολής αξιών όπως ο ατομισμός, ο ανταγωνισμός και το κέρδος, τίποτα δεν είναι πλέον δεδομένο. Είμαστε υποχρεωμένοι να επιχειρηματολογούμε με απλό τρόπο ακόμη και για πράγματα που μπορεί να θεωρούμε αυτονόητα. Και τούτο διότι η ανατροπή της σημερινής καταστροφικής πολιτικής αλλά και ο δρόμος της χειραφέτησης πρέπει να γίνουν υπόθεση όλου του λαού.

Δημοκρατία δεν είναι να ψηφίζεις κάθε 4 χρόνια κάποια πρόσωπα ή κομμάτα χωρίς να έχει καμιά επίδραση πάνω στις κρίσιμες οικονομικές και πολιτικές αποφάσεις οι οποίες είναι αποκλειστικό προνόμιο των οικονομικά ισχυρών. Τη δημοκρατία δεν την χρειάζεται η οικονομική ελίτ η οποία έχει άλλους τρόπους να διασφαλίζει τα συμφέροντά της επηρεάζοντας τις αποφάσεις έμμεσα ή άμεσα.

Δημοκρατία είναι να έχουμε λόγο και πρόσβαση στις κρίσιμες αποφάσεις. Η δημοκρατία είναι το όπλο των φτωχών, είναι ο μόνος τρόπος αυτοί που έχουν μικρή ή και καθόλου περιουσία να επηρεάζουν την κατανομή των πόρων και τον προσανατολισμό της κοινωνίας και της παραγωγής.

Συχνά λέγεται ότι το ζήτημα της δημοκρατίας είναι πολυτέλεια σε μια κοινωνία που στερείται τα βασικά στοιχειωδή αγαθά αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ξεχνιέται ότι ο βασικός λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ακριβως επειδή οι λαϊκές τάξεις αποκλείονται από τις κρίσιμες αποφάσεις. Επειδή δεν έχουμε πραγματική δημοκρατία και μας αποκλείουν βίαια από τις βασικές αποφάσεις, αυτές λαμβάνονται με γνώμονα τα κριτήρια και τις επιδιώξεις των οικονομικά ισχυρών οδηγώντας στη βάρβαρη εξαθλίωση και αναξιοπρεπή ζωή την πλειοψηφία της κοινωνίας.

Για να έχουμε αξιοπρεπή διαβίωση πρέπει να επιβάλλουμε τη δημοκρατία και όχι το αντίστροφο. Δεν φτάνει μια κυβέρνηση να ικανοποιεί δίκαια αιτήματα των λαϊκών τάξεων. Χρειαζόμαστε μια κεντρική εξουσία που ενδυναμωνει τους ίδιους τους πολίτες μεταφέροντας σε αυτούς διαρκώς αποφάσεις. Η ικανοποίηση αιτημάτων χωρίς τη μεταφορά πραγματικής εξουσίας στους πολίτες συνιστά στρατηγική ενσωμάτωσης και δεν μπορεί πραγματικά να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων.

Αλλά η δημοκρατία δεν είναι μόνο ένα πολίτευμα, κάποιες θεσμικές ρυθμίσεις συμμετοχής στη σύνθεση κεντρικών αντιπροσωπευτικών νομοθετικών και άλλων οργάνων. Η δημοκρατία πρώτα και κύρια είναι ένας τρόπος να κάνουμε τα πράγματα, από τα πιο μικρά μέχρι τα πιο μεγάλα. Ένας τρόπος ανταγωνιστικός στον κύριαρχο που ορίζει ότι οι άνθρωποι πρέπει να ανταγωνίζονται μεταξύ τους και όχι να συνεργάζονται. Είναι ένας τρόπος να λαμβάνουμε από κοινού αποφάσεις που μας αφορούν από κοινού. Είναι ο τρόπος να διαχειριζόμαστε τις διαφορετικές οπτικές, να συνεργαζόμαστε και να δρούμε από κοινού.

Οι αντίπαλοί μας, οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ, εκσυγχρονίζονται και έχουν αναβαθμίσει τις δικές τους μεθόδους, θεσμίσεις και πρακτικές. Σήμερα, για να μας αποκλείσουν από τις κρίσιμες αποφάσεις δεν ρίχνουν στη μάχη τα τανκς και μιλιταριστικές δικτατορίες. Τουλάχιστον όχι σε πρώτο χρόνο. Διαθέτουν τις αγορές, τα ΜΜΕ, τη βιοπολιτική επιβολή αξιών όπως ο ατομισμός, ο κυνισμός, η αδιαφορία, ο ανταγωνισμός, η αποξένωση και τόσα άλλα που δεν είναι απλά λόγια αλλά ενεργές πρακτικές και θεσμίσεις από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο μέσα στην κοινωνία.

Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και εμείς. Η καλλιέργεια, η ανάπτυξη και η καινοτομία στις τεχνικές, τις μεθόδους και τις πρακτικές που διέπονται από τις αρχές της δημοκρατίας και της συνεργασίας πρέπει να αποτελέσουν τον τόπο της δικής μας δημιουργικής δραστηριότητας. Πρέπει να αναβαθμίσουμε την επινοητικότητά μας, την καινοτομία στη σκέψη και τη δράση μας ώστε να αποκτήσουν πραγματική παραγωγική ικανότητα.

Πρέπει να κατανοήσουμε ότι όταν βρισκόμαστε σε ομάδες και συλλογικότητες αυτές πρέπει να πολλαπλασιάζουν τις δυνατότητές μας, να καλλιεργούν διαρκώς τις δεξιότητες και τις ικανότητές μας και όχι να επικρατούν αποδιαρθρωτικές και παραλυτικές συνθήκες. Οι διαφωνίες και οι διαφορετικές οπτικές δεν είναι ατυχήματα της συνεργασίας και της δημοκρατίας αλλά η ίδια η ουσία τους. Αν όλοι πιστεύαμε τα ίδια τότε δεν θα είχε νόημα η συνεργασία και η δημοκρατία. Το γεγονός ότι υποτιμάμε τη διαδικασία έναντι της τελικής απόφασης συνιστά σοβαρή παρανόηση που μας έχει κοστίσει.

Εκεί θα κριθεί η μάχη, στη δυνατότητά μας ή όχι να αντιπαραθέσουμε έναν στιβαρό και αποτελεσματικό τρόπο να γίνονται τα πράγματα. Αλλά για να το κάνουμε αυτό πρέπει να τροποποιήσουμε τις δικές μας προτεραιότητες, να σκεφτούμε διαφορετικά, να νιώσουμε διαφορετικά. Χρειάζεται να καλλιεργήσουμε άλλες ποιότητες στην καθημερινή μας συνύπαρξη. Η αριστερά είναι πολύ διανοητική, πολύ στρατηγική και υποτιμά την καθημερινή συνύπαρξη, το αίσθημα της κοινής μοίρας.

Δεν είμαι ελεύθερος αν έχω καταφέρει να μην με ενοχλούν οι γύρω μου. Ελεύθερος δεν είναι κάποιος αν εξασφαλίζει το δικαίωμά του να αδιαφορεί για τους γύρω του. Ελεύθερος είναι αυτός που μαζί με τους γύρω του μπορεί να αποφασίζει για αυτά που αφορούν τη ζωή του. Αν η δημοκρατία και η συνεργασία είναι ο τρόπος να κάνουμε τα πράγματα διαφορετικά, η ελευθερία διαμορφώνει τον ζωτικό χώρο για κάτι τέτοιο. Σήμερα είμαστε ελεύθεροι να μιλάμε, να επιλέγουμε όπως έλεγε ο Φρίντμαν αλλά όχι να αποφασίζουμε και να καθορίζουμε τις βασικές επιλογές της κοινωνίας.

Αυτό που ζούμε δεν είναι απλά μια άδικη οικονομική πολιτική. Η στρατηγική των ελίτ είναι πολύ πιο φιλόδοξη και συνολική. Επιχειρεί να αλλάξει ριζικά τη φυσιογνωμία των σύγχρονων κοινωνιών ακυρώνοντας στοιχειώδεις δημοκρατικές λειτουργίες, αλλοιώνοντας το κράτος δικαίου και εμπεδώνοντας την αναξιοπρεπή ζωή ως κανονικότητα. Πρόκειται για μια γιγαντιαία επιχείρηση απόρριψης / αποκλεισμού της πλειοψηφίας της κοινωνίας με την έννοια της συμμετοχής στην παραγωγή, του λόγου σε κρίσιμες αποφάσεις και της πρόσβασης σε βασικά αγαθά και ελευθερίες.

Δεν είμαστε λοιπόν ελεύθεροι. Πρέπει να γίνουμε και για να γίνουμε πρέπει να αγωνιστούμε. Η ελευθερία δεν χαρίζεται, ποτέ δεν χαρίστηκε. Όμως, για να αγωνιστούν μαζικά και μαχητικά οι λαϊκές τάξεις για ελευθερία και δημοκρατία απαιτείται μια βαθειά μεταστροφή. Ο ατομισμός διαμορφώνει μια συνείδηση αυτάρεσκη και αδιάφορη. Τα άτομα δεν νιώθουν ότι συνδέονται με τις προηγούμενες και τις επόμενες γενιές, τους γύρω τους και τον τόπο τους και κατ’ επέκταση απωθούν κάθε μορφή συλλογικής δέσμευσης και καθήκοντος. Σε μια τέτοια συνθήκη πλήττονται καίρια, ιδανικά όπως η ελευθερία, η δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία, καθώς αυτά αποκτούν νόημα μόνο υπό το φως της κοινής μοίρας και αντλούν την ισχύ τους από τη βούληση των ατόμων να τις υπερασπιστούν με αυταπάρνηση για το καλό όλων. Με άλλα λόγια δεν θα μπορούσε να υπάρξει το Κομπανί χωρίς αυτό το αίσθημα της κοινής μοίρας και της αυτοθυσίας για το καλό όλων.

Πρέπει με επινοητικότητα, ειλικρίνεια και με έναν τρόπο που να ζεσταίνει τις καρδιές των ανθρώπων να απευθύνουμε γενικό προσκλητήριο να τεθούμε όλοι και όλες στην υπηρεσία ανώτερων αξιών και ιδανικών, απαραίτητων για μια αξιοπρεπή κοινωνία και το καλό όλων. Να θυμίσουμε στους εαυτούς μας και τους γύρω μας ότι η υπεράσπιση της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας εξαρτάται από την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία των ίδιων των πολιτών. Το φρόνημα του ανθρώπου που μάχεται για ελευθερία και αξιοπρέπεια εξυψώνει από τη μιζέρια και την απόγνωση με έναν πολύ πιο ουσιαστικό και βαθύ τρόπο που καμιά επιμέρους συνδιαλλαγή πάνω στα ερείπια δεν μπορεί να προσφέρει. Για να δώσουμε ξανά νόημα στα λόγια του Γληνού ότι ο μόνος τρόπος για να ζήσει και να πεθάνει κανείς σαν άνθρωπος είναι να ζήσει και να πεθάνει για ένα ιδανικό.

Να νιώσουμε ξεχωριστά ο καθένας μας ότι αυτό που συμβαίνει είναι μια βαθεία προσωπική προσβολή και να κάνουμε προσωπική μας υπόθεση την ήττα της απολυταρχίας των αγορών που πασχίζει να εγκαθιδρυθεί. Να επιλέξουμε βαθειά υπαρξιακά και όλοι μαζί ότι είμαστε διατεθειμένοι να υπερασπιστούμε με κάθε κόστος την ελευθερία, τη δημοκρατία και την αξιοπρέπειά μας.

Για το κοινό καλό για τις επόμενες γενιές, για τον τόπο μας. Για να πάρουμε τη δική μας θέση στη μακρά ιστορία αγώνων των λαών που έχουν πάει την ανθρωπότητα λίγο παρακάτω απέναντι σε όλους τους κοντόθωρους υπολογισμούς και τους χυδαίους ρεαλισμούς που διαχρονικά επιχειρούν να μας πείσουν ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από αυτόν που ορίζουν αυτοί που οδηγούν τις κοινωνίες στην καταστροφή. Και όμως, αν ίσχυε κάτι τέτοιο θα ήμασταν ακόμη στα σπήλαια. Αλλά δεν είμαστε και δεν είμαστε γιατί πάντα κάποιοι σήκωναν το ανάστημά τους – χωρίς να υπολογίσουν το κόστος – και δεν αποδέχονταν την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων.

Τι δουλειά έχουν όλα αυτά με τη σημερινή κατάσταση της κοινωνίας; μήπως να επικεντρωθούμε μόνο στην αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η κοινωνία χωρίς μεγαλεπίβολες αναζητήσεις για την πορεία της ανθρωπότητας; Σήμερα βρισκόμαστε σε μια από τις σπάνιες περιόδους της ιστορίας όπου διακυβεύεται η συνολική φυσιογνωμία της κοινωνίας και όχι κάποιες επιμέρους παράμετροι της κοινωνικής ζωής. Βρισκόμαστε στη σπάνια συνθήκη όπου η κατεπείγουσα ικανοποίηση των στοιχειωδών και καθημερινών αναγκών των πολιτών συνδέεται με υπαρξιακές και θεμελιακές επιλογές αναφορικά με τη φυσιογνωμία της κοινωνίας. Ένα σπάνιο βραχυκύκλωμα που συνδέει με άμεσο τρόπο τα επείγοντα και καθημερινά με το ερώτημα τι κοινωνία θέλουμε και πώς μπορούμε να την επιβάλλουμε και να την πραγματώσουμε. Για να είμαστε σε θέση να αντεπεξέλθουμε στις δυσκολίες και τις πιέσεις, οφείλουμε να βρούμε τον τρόπο να ανταποκριθούμε στο μοναδικό αυτό βραχυκύκλωμα. Οφείλουμε να επινοήσουμε εκ νέου την τέχνη μετασχηματισμού του αιτήματος για κοινωνική χειραφέτηση από θεωρητικό ζήτημα σε πρακτικό σχέδιο των ίδιων των πολιτών.

Σε στιγμές σαν αυτές που ζούμε, όπου πια η βαρβαρότητα είναι ανοικτή και απροκάλυπτη, όταν έχουμε όλοι και όλες ακούσει τα ουρλιαχτά των κοριτσιών από την ωμή βία που υπεστησαν την Πέμπτη το βράδυ στη Στουρνάρη, γνωρίζουμε ότι δεν αρκεί να αγωνιζόμαστε. Πρέπει να αρχίσουμε να κερδίζουμε. Ο θυμός, η οργή και τα ξεπάσματα δεν είναι αρκετά. Χρειάζεται ψυχραιμία, σοβαρότητα και δημιουργικότητα σε πολλά επίπεδα που όμως μόνο μια βαθειά πίστη και αποφασιστικότητα μπορεί να γεννήσει.

Όταν η απειλή είναι ολική πρέπει επιστρέψουμε στα πολύ απλά. Εμένα με μεγάλωσαν οι όχι μορφωμένοι γονείς μου με δύο απλά πράγματα: να γίνω καλός άνθρωπος και χρήσιμος στην κοινωνία. Σε έναν κόσμο ανταγωνισμού και ζούγκλας, στενού υπολογισμού, κυνισμού, ατομισμού και αδιαφορίας ποιος και ποια θα τολμάει ποια να είναι τόσο “ανεύθυνος” όσο οι γονείς μου; αυτό θέλουμε να θάψουμε βαθειά στο χώμα, τον φόβο οι άνθρωποι να λένε τέτοια απλά πράγματα στα παιδιά τους. Και αυτά τα απλά πράγματα θέλουμε να κάνουμε κυρίαρχα στην κοινωνία και τους θεσμούς όταν μιλάμε για μια άλλη κοινωνία. Με απλά λόγια να μιλήσουμε σε όλους και να τους θέσουμε μπροστά στις ευθύνες τους. Για να κερδίσουμε στο πεδίο όπου κρίνεται τελικά κάθε κοινωνική σύγκρουση: στα μυαλά και στις καρδιές των ίδιων των ανθρώπων.