Tag Archives: κράτος

Συνέντευξη στο alterthess.gr: Με αποφασιστικότητα θα αντιμετωπίσουμε τις πιέσεις και τους εκβιασμούς

Με αφορμή την συμμετοχή του στην σημερινή εκδήλωση του Ομίλου Φίλων  του Ινστιτούτου  «Ν. Πουλαντζάς» στην Θεσσαλονίκη με θέμα «Κόμμα -Κυβέρνηση-Κράτος: Όψεις μιας ιδιότυπης σχέσης» μιλήσαμε με τον Α. Καρίτζη, μέλος του Δ.Σ. του Ινστιτούτου «Ν. Πουλαντζάς» και της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, για τις σχέσεις κράτους -κυβέρνησης στη νέα συγκυρία, για την συμφωνία της κυβέρνησης με τους εταίρους και για τα νέα στοιχεία που θέτει η κατάσταση αυτή για το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ.

Συνέντευξη στην Σταυρούλα Πουλημένη

Ποιες είναι οι σημαντικότερες διαφορές που θα πρέπει να υπάρχουν στις σχέσεις κράτους κυβέρνησης όταν η κυβέρνηση είναι αριστερή;

Μια αριστερή κυβέρνηση, όπως κάθε κυβέρνηση, νομοθετεί και εφαρμόζει την πολιτική της. Μια πολιτική που στη γενικότητά της τροποποιεί τον συσχετισμό δύναμης μεταξύ των λαϊκών τάξεων και των ελίτ, είτε μεταφέροντας πόρους, είτε αποφάσεις από τις δεύτερες στις πρώτες. Είναι οι δύο διαστάσεις που θα τις λέγαμε κωδικά “ταξική” πολιτική και πολιτική “δημοκρατικής εμβάθυνσης”. Ωστόσο, μια τέτοια κατεύθυνση δεν μπορεί να χρησιμοποιεί εργαλειακά το κράτος, χωρίς να το μετασχηματίζει.

Μια αριστερή κυβέρνηση οφείλει να βάλει μπροστά μια διαδικασία αλλαγής της φύσης των κρατικών μηχανισμών τόσο ως προς τη στοχοθεσία των υπηρεσιών όσο και ως προς τη λειτουργία τους. Αναφέρομαι σε κάτι πολύ ευρύτερο από την αλλαγή προσώπων σε θέσεις κλειδιά στον κρατικό μηχανισμό. Η απλή αλλαγή προσώπων επιτρέπει μεν βελτιώσεις, προκαλεί μια θετική “ταλάντωση” γύρω από μια παγιωμένη λειτουργία, αλλά δεν είναι αρκετή για την αναγκαία μετατόπιση και τον ουσιαστικό μετασχηματισμό της φυσιογνωμίας του κράτους.

Με ποιον τρόπο πρέπει να προσεγγίζει ένα κόμμα της Αριστεράς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ το κράτος; Μπορεί το κράτος να χρησιμοποιηθεί για προοδευτικούς σκοπούς;

Το κράτος έχει τις δικές του αδράνειες, τη δική του δομική λογική. Όμως, όπως όλα τα πράγματα στις ανθρώπινες κοινωνίες μετασχηματίζεται και αλλάζει. Συνεπώς, το ερώτημα δεν είναι αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για προοδευτικούς σκοπούς ως εαν η ταυτότητα και η φυσιογνωμία του να είναι παγιωμένα, αλλά τι μετασχηματισμούς πρέπει να βάλουμε μπροστά ώστε να συμβαδίζει με μια προοδευτική πολιτική κατεύθυνση.

Όπως γνωρίζουμε πολύ καλά, οι νεοφελελεύθερες δυνάμεις ποτέ δεν θεώρησαν ότι το μεταπολεμικό κράτος της Δύσης είναι “καλό” απλά και μόνο γιατί είναι ένα κράτος καπιταλιστικών χωρών. Εκπόνησαν και εκτέλεσαν ένα μακροχρόνιο, πολυδιάστατο σχέδιο μετασχηματισμού του μέσα από σκληρές συγκρούσεις και πολυεπίπεδες παρεμβάσεις. Μετά από δεκαετίες σκληρής προσπάθειας το σημερινό δυτικό κράτος έχει τροποποιηθεί προς την κατεύθυνση της νεοφιλελεύθερης αντίληψης χωρίς να υπάρχει τέλος σε αυτή την πορεία μετασχηματισμού. Ακόμη και σήμερα δεν είναι ευχαριστημένοι και επιδιώκουν ακόμη μεγαλύτερες τομές και αλλαγές προς την κατεύθυνση που επιθυμούν.

Παρόμοια, η αριστερά χρειάζεται μια στρατηγική μακρόχρονης, πολυεπίπεδης και πολυπρόσωπης παρέμβασης ώστε να αναπροσανατολιστεί ο μετασχηματισμός του κράτους προς μια διαφορετική κατεύθυνση. Από ένα κράτος αδιαφανές και “κλειστό” για τους πολίτες (τις ανάγκες τους και την πρόσβασή τους στις κρίσιμες αποφάσεις) και ως εκ τούτου ευθυγραμμισμένο/ταυτισμένο με τα συμφέροντα των ελίτ, σε ένα κράτος “ανοικτό” στον έλεγχο, το οποίο εντάσσει τους πολίτες στις διαδικασίες απόφασης, σχεδιασμού και εκτέλεσης των πολιτικών.

Αναφέρομαι στο ιδεώδες που οφείλει να καθοδηγεί τις παρεμβάσεις μας – ανεξαρτήτως του πόσο μεγάλες ή βαθειές είναι αυτές, κάτι που εξαρτάται από πάρα πολλά πράγματα – το οποίο δεν είναι άλλο από ένα κράτος συντονιστή των κοινωνικών δυνάμεων, οργανωτή των δημοκρατικών διαδικασιών απόφασης, σχεδιασμού και εκτέλεσης πολιτικής από τους ίδιους τους πολίτες. Ένα κράτος εν τέλει στον αντίποδα του αυτονομημένου από την κοινωνία κλειστού γραφειοκρατικού μορφώματος που διαπλέκεται οργανικά με τις ελίτ και διατηρεί ισχνές δημοκρατικές συνδέσεις με την κοινωνία.

Η συμφωνία που επετεύχθη στην πρώτη φάση της διαπραγμάτευσης φαίνεται ότι ενσωματώνει κάποιους από τους εκβιασμούς των πιστωτών. Υπάρχει τρόπος η κυβέρνηση να τους ξεπεράσει και πως υλοποιείται στο περιβάλλον αυτό το «όχι» στην λιτότητα;

Η συμφωνία είναι προϊόν εκβιασμού και ενσωματώνει θέσεις και των δύο πλευρών. Η συμφωνία που έγινε συνιστά επί της ουσίας μια κοινή απόφαση α) να αποφευχθεί η μετωπική σύγκρουση όπως αυτή μεθοδεύτηκε από την ΕΚΤ και συμπυκνώθηκε χρονικά στο τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας και β) να επιμεριστεί η σύγκρουση ανάμεσα στη δημοκρατία, τη λαϊκή κυριαρχία και την αμφισβήτηση της λιτότητας από τη μια και τη νεοφιλελεύθερη λογική από την άλλη σε βάθος τεσσάρων μηνών σε επιμέρους ζητήματα άσκησης πολιτικής.

Συνεπώς, βρισκόμαστε όπως λέτε μπροστά σε ένα περιβάλλον διαρκών εκβιασμών, συγκρούσεων και διαπραγματεύσεων για κάθε βήμα υλοποίησης μιας πολιτικής που επιχειρεί να σταματήσει τη λιτότητα και να αναστρέψει την οικονομική και κοινωνική κατάσταση. Απαιτείται επιδεξιότητα από τη μεριά της ελληνικής πλευράς στην άσκηση πολιτικής, αποτελεσματική θωράκιση απέναντι στους εκβιασμούς και αποφασιστικότητα στην αντιμετώπιση των πιέσεων.

Η κυβέρνηση βρίσκεται ανάμεσα στις συμπληγάδες της πολιτικής του δημοσιονομικά εφικτού και της άμεσης ανάγκης θεραπείας των πληγών της κρίσης. Αυτή η κατάσταση απομακρύνει ακόμη περισσότερο το οραματικό στοιχείο;

Μπροστά σε τόσο μεγάλες πιέσεις, η κυβέρνηση είτε θα ψαλιδίζει συμβατικές και “ορθόδοξες” παρεμβάσεις που θα μπορούσε να κάνει “από τα πάνω”, είτε θα προσφύγει σε “ανορθόδοξες” πολιτικές που ως βασικό τους στοιχείο έχουν την ενδυνάμωση και κινητοποίηση των πολιτών. Όταν πιέζεσαι από την πλευρά των οικονομικών και πολιτικών ελίτ μπορείς να εξισορροπήσεις αυτές τις πιέσεις μεταφέροντας αποφάσεις και δικαιοδοσία στις λαϊκές τάξεις. Δεν αναφέρομαι στην πιθανότητα δημοψηφίσματος σε μια κρίσιμη στιγμή, αλλά σε πρωτοβουλίες που αντισταθμίζουν την έλλειψη πόρων (και άρα την άσκηση συμβατικής πολιτικής) με την μεταβίβαση αποφάσεων και όχι μόνο στους πολίτες.

Για παράδειγμα, η μεταβίβαση στους εργαζόμενους στη δημόσια υγεία των αποφάσεων που απαιτούνται για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν οι ίδιοι (με “ανορθόδοξα” μέσα αυτοοργάνωσης και αναδιοργάνωσης των δημόσιων μονάδων) την αιμοραγία πόρων προς την ιδιωτική υγεία, εντάσσει στη μάχη τις δεξιότητες, τις ικανότητες και τη δημιουργικότητα των εργαζομένων. Πέρα από την αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας πρωτοβουλίας απλά και μόνο γιατί ενσωματώνει κοινωνικές δυνάμεις στη δύσκολη αυτή μάχη με ουσιαστικό τρόπο, πρόκειται για αποφασιστικής σημασίας κίνηση προς μια χειραφετητική κατεύθυνση. Επομένως, το οραματικό στοιχείο δεν είναι κάτι που πραγματώνεται όταν “μπορούμε” αλλά αντιθέτως είναι κάτι που κάνουμε όταν “δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς”.

Η σημερινή πρωτόγνωρη κατάσταση θέτει νέα στοιχεία στον τρόπο οργάνωσης της Αριστεράς; Υπάρχουν κάποια μοντέλα οργάνωσης που μπορούν να ακολουθηθούν ή χρειάζεται η εκ νέου επινόησή τους;

Όπως δεν μπορούμε να πούμε ότι τα μοντέλα, οι μέθοδοι και οι νοοτροπίες που διαθέτουμε επαρκούν για να αντιμετωπίσουμε αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση, παρόμοια δεν μπορούμε να πιστεύουμε στην επινόηση εκ του μηδενός εντελώς διαφορετικών εργαλείων και συμπεριφορών. Όπως και στην περίπτωση του κράτους, έτσι και στην περίπτωση των υποκειμένων της αριστεράς πρέπει να έχουμε μια προσέγγιση μετασχηματισμού.

Αυτό που απαιτείται όμως είναι η τόλμη να φανταστούμε πώς μπορούν τα πράγματα να γίνονται διαφορετικά. Ίσως, το μεγαλύτερο πρόβλημά μας να είναι η αδράνεια που προκαλούν οι παγιωμένες αντιλήψεις. Μια αδράνεια που θα την σπάσει είτε με αρνητικό είτε με θετικό τρόπο η δυσκολία της περιόδου. Υπό αυτό το πρίσμα η πείρα που θα παραχθεί σε κάθε περίπτωση από τη μοναδική κατάσταση που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σήμερα θα είναι πολύτιμη για τις δυνάμεις της κοινωνικής χειραφέτησης σε όλο τον κόσμο.

*Δημοσιεύθηκε στο alterthess.gr στις 9/3/2015

Στιβαρή κοινωνία σε επικίνδυνους καιρούς

Εκτεταμένη εκδοχή ομιλίας στη Συνάντηση Εργασίας – Workshop με θέμα ΕΛΛΑΔΑ: «ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΕΞΟΔΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ» που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα την Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014 από το Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών. Μίλησα ως εκπρόσωπος του Ινστιτούτου Ν. Πουλαντζάς στην τρίτη θεματική ενότητα με τίτλο «Για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο».

1. Ο όρος κοινωνικό συμβόλαιο συνήθως παραπέμπει σε μια κοινωνία η οποία αναζητά τους όρους διευθέτησης εσωτερικών κοινωνικών συγκρούσεων και ικανοποίησης αντιτιθέμενων ταξικών συμφερόντων με στόχο τη διαμόρφωση ενός ομαλού κοινωνικού περιβάλλοντος. Οι λαϊκές τάξεις διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο στον παραγόμενο πλούτο στη βάση της κοινωνικής δικαιοσύνης αφού αυτές είναι που κατά βάση τον παράγουν και οι οικονομικές ελίτ διεκδικούν το ίδιο στη βάση του ότι αυτές αποτελούν τον κινητήριο μοχλό της οικονομίας από τη στιγμή που ελέγχουν τις κρίσιμες αποφάσεις στην οικονομία και την παραγωγή. Η συζήτηση περί κοινωνικού συμβολαίου επικεντρώνει συνήθως τον προβληματισμό στην αντιμετώπιση εσωτερικών ζητημάτων ως εάν η κοινωνία να μην αντιμετωπίζει θεμελιακούς κινδύνους και με στόχο την ευημερία και την πρόοδο ως εάν να μην διακυβεύεται η ύπαρξή της.

Η υπόθεση της δικής μου παρέμβασης είναι ότι σήμερα η ελληνική κοινωνία – όπως και άλλες κοινωνίες – βρίσκονται αντιμέτωπες με πρωτοφανείς και τεράστιες προκλήσεις αναφορικά με την ύπαρξη και τη φυσιογνωμία τους. Σε αυτό το πλαίσιο υποστηρίζω ότι το όποιο κοινωνικό συμβόλαιο και γενικότερα οποιαδήποτε προσπάθεια ρύθμισης εσωτερικών διενέξεων οφείλουν να ισχυροποιούν τη στιβαρότητα της κοινωνίας ώστε να μπορεί να αντιμετώπισει τις εν λόγω προκλήσεις. Η αριστερή διευθέτηση του κοινωνικού ζητήματος, ο ριζικός αναπροσανατολισμός της παραγωγής και της οικονομίας και η πραγματική δημοκρατία δεν αποτελούν σήμερα μόνο αιτήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και ευημερίας – όπως έχουμε συνηθίσει να τα σκεφτόμαστε – αλλά κρίσιμες παράμετροι ώστε να μπορέσει η ελληνική κοινωνία να αντιμετωπίσει τους τεράστιους κινδύνους που την απειλούν. Αυτά τα αιτήματα δεν είναι “πολυτέλειες” περασμένων εποχών “παχιών αγελάδων” που δεν μπορούν να γίνουν ανεκτά στο σημερινό σκληρό παγκόσμιο περιβάλλον όπως ακούμε, αλλά αντιθέτως αποτελούν τους όρους για την επιβίωση της ελληνικής κοινωνίας σε αυτό το περιβάλλον. Μια ριζική ανακατανομή ισχύος από τις οικονομικές ελίτ προς τους πολίτες – με την έννοια του λόγου επί των κρίσιμων αποφάσεων – αποτελεί το έδαφος ενός κοινωνικού συμβολαίου ώστε η ελληνική κοινωνία να αποκτήσει τη στιβαρότητα που απαιτούν οι σημερινοί επικίνδυνοι καιροί.

2. Αναφέρω εν συντομία δύο κινδύνους για την ύπαρξη και τη φυσιογνωμία των σύγχρονων κοινωνιών που οφείλουν να διαμορφώνουν τον ορίζοντα των εναλλακτικών πολιτικών και κοινωνικών σχεδίων που έχει νόημα να εξετάζουμε αναζητώντας ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο σε αυτές τις συνθήκες.

Ο πρώτος είναι αυτό που ονομάζω απολυταρχία των αγορών. Μια σειρά από πολιτικές επιλογές και η εκδίπλωση οικονομικών τάσεων στις οποίες δεν θα αναφερθώ διαμορφώνουν σήμερα μια παγκόσμια πραγματικότητα σύμφωνα με την οποία οι κοινωνίες στερούνται της πρόσβασης σε κρίσιμες αποφάσεις. Ποικίλες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου και όχι μόνο που εν κρυπτώ προωθούνται σήμερα, η αρχιτεκτονική της ΕΕ, πάσης φύσεως μνημονιακές πολιτικές κοκ καταργούν τις ούτως ή άλλως ισχνές δημοκρατικές διαδικασίες αποκλείοντας τους λαούς από κάθε λόγο επί αποφάσεων που καθορίζουν με δραματικό τρόπο την πορεία των κοινωνιών τους.

Η νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή στρατηγική συνιστά μονομερή αθέτηση βασικών καταστατικών μεταπολεμικών (μεταπολιτευτικών για τη χώρα μας) δεσμεύσεων μεταξύ των ελίτ και των λαϊκών τάξεων με ορίζοντα την πλήρη ακύρωση της δημοκρατικής “ανωμαλίας”, δηλαδή της βαθμιαίας εισόδου των λαϊκών τάξεων στην πολιτική, της αξίωσης λόγου και επιρροής επί των κρίσιμων αποφάσεων. Αυτό που διακυβεύεται είναι η φυσιογνωμία της κοινωνίας και έννοιες όπως ελευθερία, δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία, αξιοπρέπεια. Πρόκειται για μια γιγαντιαία επιχείρηση απόρριψης τεράστιων τμημάτων πληθυσμού εκτός κοινωνίας με την έννοια της συμμετοχής στην παραγωγή και πρόσβασης σε κρίσιμες αποφάσεις, βασικά αγαθά και ελευθερίες. Η αποσύνθεση των κοινωνιών και η μετατροπή των πολιτών σε πλήθη χωρίς δικαιώματα και λόγο αποτελεί τον ορίζοντα της απολυταρχίας των αγορών.

Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα η πολιτική της λιτότητας τα τελευταία χρόνια έχει κλονίσει επικίνδυνα τη διοικητική δομή της χώρας υπονομεύοντας κρίσιμες επιχειρησιακές ικανότητες αναγκαίες για την υπόσταση του κράτους, τη διασφάλιση της λαϊκής κυριαρχίας και τη δυνατότητα αντιμετώπισης έκτακτων καταστάσεων. Στην Ελλάδα σήμερα είμαστε αντιμέτωποι με μια κοινωνία σε αποσύνθεση, μια καταρρέουσα οικονομία, μια πληγωμένη δημοκρατία και ένα αποδιοργανωμένο κράτος.

Το πρόβλημα δεν είναι όμως μόνο η αποστέρηση και ο αποκλεισμός, η κοινωνική παρακμή και η οπισθοδρόμηση. Το πρόβλημα είναι ότι κρισιμότατες αποφάσεις για το μέλλον των κοινωνιών αλλά και του πλανήτη ακόμη αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα των αγορών, δηλαδή κάποιων οικονομικών ελίτ τα κριτήρια των οποίων και η στόχευση δεν συνάδουν με τη διατηρησιμότητα πόσο μάλλον με τη βελτίωση των ανθρώπινων κοινωνιών. Υποβάθμιση υποδομών και παραγωγικών δομών, διαταραχές στη διατροφική αλυσίδα, περιβαλλοντική ανισορροπία, εξάντληση φυσικών πόρων, πτώση βιοτικού, μορφωτικού και αξιακού επιπέδου, νέες τεχνολογικές προκλήσεις κοκ διαμορφώνουν έναν απαιτητικό καμβά τη συνθετότητα και τη σπουδαιότητα του οποίου δεν μπορούν καν να αντιληφθούν οι οικονομικές ελίτ λόγω του κοντόθωρου προσανατολισμού στο γρήγορο κέρδος και την επικράτηση στον ανταγωνισμό. Βρισκόμαστε στην εξαιρετικά δυσχερή θέση οι κοινωνίες να οδηγούνται σε τρομακτικά αδιέξοδα με αυτούς που τα προκαλούν και έχουν τα “ινία” των κοινωνιών να ανήκουν σε μια αποξενωμένη από τις κοινωνίες κάστα, ο ορίζοντας της οποίας δεν επιτρέπει καν να τεθούν ζητήματα μακροπρόθεσμων επιπτώσεων, σχεδιασμού, σύνθετης προσέγγισης και σοβαρής αντιμετώπισης.

Ο δεύτερος κίνδυνος είναι οι έντονες γεωπολιτικές αναταράξεις και οι αυξανόμενες πολεμικές εμπλοκές. Η αλλαγή συνόρων στην Ουκρανία, επί ευρωπαϊκού εδάφους, με τις κυρίαρχες δυνάμεις στην Ήπειρο να πρωταγωνιστούν αρνητικά με τον πιο επίσημο τρόπο σε αυτή την εξέλιξη σηματοδοτεί την αθέτηση της καταστατικής μεταπολεμικής δέσμευσης για τη μη αλλαγή συνόρων στην Ευρώπη (η περίπτωση του Κοσσόβου μπορεί να θεωρηθεί ως πρόδρομο φαινόμενο). Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κατώφλι στο πού μπορεί να οδηγηθούν τα πράγματα και συνεπώς το αίτημα για σοβαρό σχεδιασμό και στιβαρότητα από τη μεριά της ελληνικής κοινωνίας γίνεται ακόμη πιο επιτακτικό.

3. Τι σημαίνει όμως στιβαρή κοινωνία; Ένα πρώτο χαρακτηριστικό είναι η ικανότητά της να ελέγχει κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν την πορεία της. Δηλαδή, στιβαρή κοινωνία είναι μια ελεύθερη κοινωνία ή τουλάχιστον μια κοινωνία που επιχειρεί με επιδεξιότητα, σοβαρότητα και συντεταγμένο τρόπο να ανακτήσει τον έλεγχο στρατηγικών τομέων που της δίνουν τη δυνατότητα να σχεδιάσει την πορεία της. Αυτός ο δρόμος είναι ένας δρόμος σύγκρουσης με τις υπερεθνικές ελίτ και δομές που σφετερίζονται σήμερα τις κρίσιμες αποφάσεις, αλλά και με μέρος των εγχώριων ελίτ που έχουν συνηθίσει σε ένα καθεστώς αυθαιρεσίας και σε ένα σχεδιασμό που δεν αφορά το μέλλον της κοινωνίας αλλά τα στενά συμφέροντά τους.

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η θεσμική και όχι μόνο οργάνωση της κοινωνίας ώστε να διαμορφωθούν οι δημόσιες δομές όπου θα λαμβάνει χώρα α) η απαραίτητη μελέτη των εξελίξεων και των νέων δεδομένων και β) θα σχεδιάζονται οι επιμέρους στρατηγικές. Επιπρόσθετα, απαιτούνται δομές δημόσιας πολιτικής οι οποίες θα συντονίζουν και θα ελέγχουν τις κοινωνικές δυνάμεις που υλοποιούν τις σχετικές πολιτικές. Αναφέρομαι σε ινστιτούτα μελετών ποικίλων ζητημάτων (υποδομές, διατροφή, κλαδική πολιτική, παραγωγικά πρότυπα, ενεργειακός σχεδιασμός, γεωπολιτική, Βαλκάνια, Μεσόγειος κοκ), δημόσιους φορείς, οργανισμούς και τοπικούς θεσμούς που σχεδιάζουν και συντονίζουν με γνώμονα τη στιβαρότητα της χώρας μπροστά στις σημερινές προκλήσεις. Αυτές οι θεσμίσεις θα αποτελέσουν τα μάτια, το μυαλό και τα χέρια μιας κοινωνίας που θέλει να ορίζει την τύχη της.

Ένα τρίτο χαρακτηριστικό είναι η ριζική αλλαγή νοοτροπίας με την οποία ασκείται η δημόσια πολιτική σε αυτή τη χώρα με την ευρεία έννοια. Σήμερα από τη μια έχουμε τη νοοτροπία των “αεριτζήδων” και των “κολλητών” που παρασιτούν χωρίς να προσφέρουν καμιά σοβαρή υπηρεσία στην κοινωνία και από την άλλη έχουμε τη νεοφιλελεύθερη εμμονή στο βραχυπρόθεσμο κέρδος και το επιμέρους συμφέρον αδιαφορώντας για τις μακροπρόθεσμες και ευρύτερες κοινωνικές και όχι μόνο συνέπειες. Απέναντι σε αυτές τις ανώριμες και ασόβαρες νοοτροπίες – ιδιαίτερα αν τις δει κανείς κάτω από το πρίσμα της καταστροφής που έχουν προκαλέσει και την πλήρη ακαταλληλότητά τους μπροστά στις δυσκολίες που έχουμε σήμερα – οφείλουμε να καλλιεργήσουμε μια νοοτροπία υπευθυνότητας, σεβασμού του δημόσιου συμφέροντος, εργατικότητας, αφοσίωσης και προπαντώς σοβαρότητας και συντεταγμένου μακροπρόθεσμου σχεδιασμού. Η εγκαθίδρυση μιας τέτοιας προσέγγισης για τη διαχείριση πάρα πολύ κρίσιμων θεμάτων για το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας απαιτεί σφοδρή και καθολική σύγκρουση με τις κατεστημένες νοοτροπίες, τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα και την κοντόθωρη λογική των οικονομικών ελίτ, μια σύγκρουση που δεν περιγράφεται εύκολα στα προγράμματα και αφορά όχι μόνο το περιεχόμενο της πολιτικης αλλά και τον τρόπο άσκησής της.

4. Άφησα για το τέλος το πιο κρίσιμο χαρακτηριστικό μιας στιβαρής κοινωνίας. Συνηθίζουμε να λέμε ότι η Ελλάδα είναι μια αδύναμη χώρα ή όταν αναφερόμαστε στις δυνατότητές της σκεφτόμαστε τη γεωπολιτική της θέση, τον φυσικό της πλούτο κοκ. Όμως, το ισχυρότερο όπλο για τη στιβαρότητα της Ελλάδας – και παρομοίως όλης της Ευρωπής – είναι μια πολιτική λογική που έχει στο επίκεντρό της τη μεγαλύτερη πλουτοπαραγωγική πηγή της: το ανθρώπινο δυναμικό της. Για μια σειρά ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους στους οποίους δεν θα αναφερθώ, στην ελληνική κοινωνία – αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές – τεράστιοι πόροι έχουν επενδυθεί στην ανάπτυξη (μορφωτική, πολιτισμική, πολιτική κ.ο.κ.) των πολιτών. Οι Έλληνες πολίτες φέρουν τεράστιο απόθεμα δυνατοτήτων –παρά τη λυσσαλέα επιχείρηση υποβάθμισής τους σε όλα τα επίπεδα τις τελευταίες δεκαετίες–, το οποίο αποτελεί το πιο πολύτιμο γεωπολιτικό πλεονέκτημα της χώρας. Για όποιον και όποια δεν έχει τυφλωθεί από τη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού, είναι εντελώς προφανές ότι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική όχι μόνο δεν μπορεί να συλλάβει καν αυτό το τεράστιο ιστορικό και πολιτισμικό κοίτασμα δυνατοτήτων ως το κομβικό πλεονέκτημα για την ελληνική κοινωνία, αλλά αντιθέτως επιστρατεύει όλες τις δυνάμεις της στην ολοσχερή καταστροφή του.

Αντιθέτως, μια πολιτική λογική που βασίζεται στη συνεργασία και τη δημοκρατία, είναι σε θέση να ξεκλειδώσει τις τεράστιες δυνατότητες που διαθέτει ο λαός μας. Η φυσιογνωμία μιας περιοχής που φαίνεται να υποβαθμίζεται με βάση τα συμβατικά γεωπολιτικά μεγέθη αλλάζει εντελώς αν συμπεριλάβουμε το στοιχείο των δυνατοτήτων των πολιτών ως αυτόνομων υποκείμενων με δυνατότητες απόφασης και όχι απλώς ως εργατικών υποζυγίων υπό τις εντολές τρίτων. Μεταφέροντας τις αποφάσεις στους πολίτες, εμπεδώνοντας δομές δημόσιας πολιτικής όπου τον πρώτο ρόλο θα τον έχουν οι ίδιοι και οι δυνατότητές τους και συντονίζοντας τη δική τους δραστηριότητα, η Ελλάδα θα είναι σε θέση να αξιοποιήσει στο μάξιμουμ αυτές τις ενσωματωμένες στους ανθρώπους δεξιότητες και ικανότητες. Μια ώριμη και συντεταγμένη κοινωνική οργάνωση βασισμένη στη λογική της συνεργασίας και της δημοκρατίας μπορεί να αντιμετωπίσει τις μεγάλες προκλήσεις

5. Στο έδαφος των παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι ένα κοινωνικό συμβόλαιο που σκοπό έχει να ενισχύσει τη στιβαρότητα της κοινωνίας απέναντι στις επικίνδυνες προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας, δεν είναι μια απλή συμφωνία ανάμεσα σε κοινωνικούς εταίρους. Το μέλλον της Ελλάδας περνάει μέσα από τη ριζική μετατόπιση ισχύος από τις οικονομικές ελίτ προς τους πολίτες. Όμως, τι είδους κοινωνικό συμβόλαιο είναι αυτό αν οι οικονομικές ελίτ δεν συναινέσουν να απωλέσουν μέρος της ισχύος και του πλούτου τους; Η απάντηση είναι ότι το κοινωνικό συμβόλαιο που περιέγραψα συνιστά αναγκαία συνθήκη για να έχει η ελληνική κοινωνία κάποια ελπίδα, και απέναντι στους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε τίθεται ένα κομβικό ερώτημα: έχουν οι οικονομικές ελίτ την οποιαδήποτε αίσθηση κοινής μοίρας με τον ελληνικό λαό ή όχι; αν έχουν τότε δεν θα είναι εύκολο για τους οικονομικά ισχυρούς αυτού του τόπου να αποφύγουν να αναλάβουν τις δικές τους ευθύνες σε μια τόσο κρίσιμη ιστορική στιγμή. Αν από την άλλη δεν έχουν την αίσθηση της κοινής μοίρας με τον λαό μας και αδιαφορούν για την τύχη του τότε αυτοαποκλείονται από πιθανό συμβαλλόμενο μέρος ενός τέτοιου κοινωνικού συμβολαίου και πλέον αυτό αφορά όλους τους υπόλοιπους, την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας των οποίων η μοίρα μας είναι κοινή.

Ισχυρίζομαι ότι υπάρχουν τεράστια περιθώρια για τη διαμόρφωση μιας πλατιάς συμμαχίας για την προώθηση αυτού του είδους της πολιτικής λογικής: το σύνολο των λαϊκών τάξεων που σήμερα καταδικάζονται σε μια ζωή χωρίς αξιοπρέπεια, πολίτες που θέλουν μια ώριμη και ορθολογική Ελλάδα, πολίτες που πιστεύουν σε αξίες και αρετές όπως η δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία, η εργατικότητα, η δημιουργικότητα, η συνεργασία, πολίτες που πιστεύουν σε μια κοινωνία πραγματική κοινότητα με δεσμούς αλληλεγγύης και συντροφικότητας ως προϋπόθεση της ατομικής ευτυχίας. Υπάρχουν σήμερα όλες οι προϋποθέσεις ώστε μια μεγάλη συμμαχία των πολιτών να αποκτήσει την απαραίτητη πολιτική και κοινωνική ισχύ προκειμένου να αναχαιτίσει τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές και πολιτικές ελίτ και το σχέδιό τους, το οποίο πέρα από όλα τα άλλα πλήττει ευθέως την χειραφετητική κληρονομιά και τις δημοκρατικές παραδόσεις του λαού μας καταδικάζοντάς τον σε βαθιά παρακμή. Η νεοφιλελεύθερη στρατηγική συνιστά προσωπική προσβολή για κάθε πολίτη αυτής της χώρας. Αυτή η προσβολή και πρέπει και μπορεί να τελειώσει.

Αστυνομία και κράτος στον σύγχρονο καπιταλισμό

Oμιλία στο Διεθνές Συνέδριο «O Εκδημοκρατισμός της Αστυνομίας στην Ευρώπη» που διοργάνωσαν το Δίκτυο transform ! europe, το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ και το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 21-22-23/11/2014 στην Αθήνα

Η σημερινή σύντομη παρέμβασή μου βασίζεται στην υπόθεση ότι οι σύγχρονες κοινωνίες βρίσκονται μπροστά σε μια βαθειά κρίση φυσιογνωμίας και συνακόλουθα μπροστά σε μια διαδικασία ριζικής αναδόμησης και μετασχηματισμού. Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση οι σύγχρονες κοινωνίες δεν αποτελούν πλέον συνεκτικά σύνολα θεσμών και πρακτικών που αναπαράγονται με σχετική σταθερότητα στον χρόνο. Σε μια τέτοια προσέγγιση όπου δίδεται έμφαση στα συνεκτικά χαρακτηριστικά των καπιταλιστικών κοινωνίων – τυπικής μαρξικής προέλευσης – το κράτος και η αστυνομία παίζουν κρίσιμο ρόλο στην αναπαραγωγή της κυριαρχίας των οικονομικών ελίτ και των νόμων του κεφαλαίου συμβάλοντας στη σχετική σταθερότητα της κοινωνικής πραγματικότητας.

Πολλοί λόγοι συνηγορούν στο ότι είναι γόνιμη μια οπτική που – χωρίς να αντιπαρατίθεται στην παραπάνω τυπική μαρξική προσέγγιση – δίνει έμφαση στα δυναμικά μετασχηματιστικά χαρακτηριστικά της περιόδου που έχουμε εισέλθει αναφορικά με τη φυσιογνωμία της σύγχρονης κοινωνίας. Με άλλα λόγια, το ερώτημα δεν είναι πώς το κράτος και η αστυνομία συμβάλουν στη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης αλλά το τι ρόλο παίζουν στη ριζική αναδόμησή της.

Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση λοιπόν οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν εισέλθει σε μια περίοδο βαθειάς αναδόμησης της φυσιογνωμίας τους. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αναφερθούμε σε αυτή τη διαδικασία σε εξέλιξη. Ένας τρόπος είναι η επικέντρωση στη ριζική διάσταση και συγκρουσιακή σχέση της δημοκρατίας και της λογικής του κεφαλαίου, του ίδιου του καπιταλισμού ως τρόπου οργάνωσης των θεσμών και των κοινωνικών πρακτικών. Πράγματι σήμερα, ολοένα και περισσότεροι/ες με διαφορετικές θεωρητικές αφετηρίες και ιδεολογικές καταγωγές διαπιστώνουν ότι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική δεν είναι μια οικονομική πολιτική.

Η στρατηγική των ελίτ είναι πολύ πιο φιλόδοξη και συνολική. Επιχειρεί να αλλάξει ριζικά τη φυσιογνωμία των σύγχρονων κοινωνιών ακυρώνοντας στοιχειώδεις δημοκρατικές λειτουργίες, αλλοιώνοντας το κράτος δικαίου και εμπεδώνοντας την αναξιοπρεπή ζωή ως κανονικότητα. Πρόκειται για μια γιγαντιαία επιχείρηση απόρριψης / αποκλεισμού της πλειοψηφίας της κοινωνίας με την έννοια της συμμετοχής στην παραγωγή, του λόγου σε κρίσιμες αποφάσεις και της πρόσβασης σε βασικά αγαθά και ελευθερίες.

Η νεοφιλελεύθερη στρατηγική επομένως συνιστά μια ιστορικής εμβέλειας επιχείρηση υπέρβασης της επισφαλούς μεταπολεμικής συνύπαρξης δημοκρατικών διαδικασιών και της λογικής του κεφαλαίου, του ανταγωνισμού και του κέρδους. Είναι προφανές ότι το κράτος αποτελεί έναν νευραλγικό τόπο ριζικών μετασχηματισμών στην κατεύθυνση εμπέδωσης μιας νέας φυσιογνωμίας για τις σύγχρονες κοινωνίες. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν επιδιώκει την απόσυρση του κράτους για την επέκταση των χώρων καπιταλιστικής συσσώρευσης, αλλά τον μετασχηματισμό των κρατικών ενεργειών καθιστώντας το κράτος το ίδιο μια σφαίρα δραστηριοτήτων η οποία διέπεται από τους κανόνες του ανταγωνισμού και υπόκειται σε παρόμοια κριτήρια αποτελεσματικότητας όπως αυτά των ιδιωτικών επιχειρήσεωνi.

Το κράτος δεν θα κρίνεται πλέον από την ικανότητά του να διασφαλίζει την κυριαρχία σε μια περιοχή, σύμφωνα με την καθιερωμένη δυτική αντίληψη περί εθνικής καπιταλιστικής κυριαρχίας, αλλά από την προσαρμογή του και τον σεβασμό σε νομικές νόρμες και οικονομικές καλές πρακτικές διακυβέρνησης. Όπως οι μάνατζερς των επιχειρήσεων έχουν υποταχθεί στον έλεγχο των κατόχων χρήματος στο πλαίσιο της πλήρους κυριαρχίας της χρηματιστικής εταιρικής διακυβέρνησης, έτσι και οι κυβερνώντες ενός κράτους έχουν τεθεί υπό τον έλεγχο της διεθνούς χρηματιστικής κοινότητας, σώματα ειδικών και εταιρειών αξιολογόγησης. Γι’ αυτό σήμερα έχει επικρατήσει η χρήση της έννοιας ‘διακυβέρνηση’ η οποία αναφέρεται σε αυτό το νέο γενικευμένο υβρίδιο δημόσιων ενεργειών στον τρόπο κατανόησης του κράτους αντί των κατηγοριών του δημοσίου δικαίου που εκκινούν από την έννοια της κυριαρχίας.

Το κράτος δεν κατευθύνεται τόσο πολύ στη διασφάλιση της ενσωμάτωσης των διαφορετικών επιπέδων συλλογικής ύπαρξης – προς όφελος της παραδοσιακής καπιταλιστικής κυριαρχίας – όσο στην ευθυγράμμιση των κοινωνιών με τους περιορισμούς και τα κριτήρια ανταγωνισμού στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένης χρηματιστικοποίησης της οικονομίας. Το κράτος δεν εγκαταλείπει τον ρόλο του στη διαχείριση του πληθυσμού αλλά οι παρεμβάσεις του δεν ανταποκρίνονται στην παραδοσιακή λογική της μεγιστοποίησης της χρησιμότητας/εκμετάλλευσης του πληθυσμού. Η νέα λογική προσεγγίζει τους πληθυσμούς και τα άτομα από μια πιο στενή οπτική συνεισφοράς και κόστους στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Η νεοφιλελεύθερη λογική χτυπάει την επιθανάτια καμπάνα για το καθεστώς συμπερίληψης του ταξικού ανταγωνισμού από τη μεριά του κράτους (κοινωνικό κράτος) όπως αυτό εγκαθιδρύθηκε μετά το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου στις φιλελεύθερες καπιταλιστικές δημοκρατίεςii.

Έχουμε λοιπόν σοβαρές μεταλλάξεις στην οργανωσιακή διάρθρωση, τις μεθόδους και τα κριτήρια αλλά και στη νοοτροπία στο εσωτερικό του κράτους, πέρα από τις συνήθεις αλλαγές που διαπιστώνουμε. Βασικό αποτέλεσμα είναι η απονέκρωση και η βαθμιαία εξαφάνιση δημοκρατικών διαδικασιών, της έννοιας του δημόσιου συμφέροντος κοκ. Αυτές είναι τάσεις στο εσωτερικό του κράτους που συνάδουν με μια κοινωνία γενικευμένου αποκλεισμού της πλειοψηφίας του πληθυσμού από αποφάσεις, δικαιώματα και ελευθερίες. Όμως το κράτος δεν μεταλλάσεται απλώς, δεν μετασχηματίζεται προς την κατεύθυνση κοινωνιών γενικευμένου αποκλεισμού και πλήρους επικράτησης της απολυταρχίας των αγορών. Είναι και ένας από τους βασικούς βραχίονες ώστε η κοινωνία, ο πληθυσμός, ο καθένας από εμάς να εκπαιδευτεί στη νέα κανονικότητα, να εκπαιδευθεί στην υποταγή, να μετασχηματιστεί σύμφωνα με τα νέα πρότυπα ορθολογικότητας.

Αν βασικό στοιχείο στην στρατηγική μετασχηματισμού που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι ο αποκλεισμός, η αποστέρηση και η μετατροπή της αναξιοπρεπούς ζωής σε κανονικότητα για εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού, τότε ο ρόλος των κατασταλτικών μηχανισμών αναβαθμίζεται και μετασχηματίζεται. Έχει διαπιστωθεί ότι σε παγκόσμιο επίπεδο η στρατηγική των κατασταλτικών μηχανισμών, της αστυνομίας αλλά και άλλων υπηρεσιών του κράτους – σε στενή συνεργασία με εταιρείες τηλεπικοινωνιών, συστημάτος παρακολούθησης, εταιρειών διαδικτύου κοκ – προσανατολίζεται με σφοδρότητα στην επιβολή της νέας κατάστασης στους πληθυσμούς. Τα παρελκόμενα του κινήματος occupy αναφορικά με τη δράση και τη μεθοδολογία των κατασταλτικών μηχανισμών συνηγορούν ότι πρόκειται για παγκόσμια τάση. Διαθέτοντας νέες τεχνικές και μεθόδους, αλλά και τροποποιώντας τους παραδοσιακούς κατασταλτικούς μηχανισμούς το υπό μετασχηματισμό κράτος έχει εξαπολύσει μια άνευ προηγουμένου επίθεση με την κυριολεκτική χρήση του όρου στους πληθυσμούς.

Οι πληθυσμοί δεν πρόκειται χωρίς τριβές και αντιστάσεις να υποταχθούν στη νέα απολυταρχία των αγορών και η συμπεριφορά και λειτουργία των κατασταλτικών μηχανισμών ως στρατοί κατοχής δεν αποτελεί μια υπερβολική και παρεκκλίνουσα επίπτωση της κρίσης αλλά κεντρική μέριμνα για την επιτυχία της στρατηγικής μετασχηματισμού της φυσιογνωμίας των σύγχρονων κοινωνιών.

Είναι προφανές ότι κάθε πολιτικό-κοινωνικό εγχείρημα που επιθυμεί να υπερασπιστεί βασικές καταστατικές αρχές του δημοκρατικού πνεύματος της νεωτερικότητας οφείλει να αναχαιτίσει με κάθε μέσο αυτή την εξέλιξη. Οποιαδήποτε κυβέρνηση επιθυμεί να υπερασπιστεί τη δημοκρατία και τις βασικές αξίες μιας ελεύθερης κοινωνίας πρέπει να έρθει σε ρήξη με την ειδική λειτουργία επιβολής και έντασης του αποκλεισμού που έχει ανατεθεί στις δυνάμεις καταστολής. Η κατάργηση ειδικών σωμάτων, η στοχοθεσία, η αρχιτεκτονική και η νοοτροπία των οποίων βασίζεται στην άσκηση ωμής βίας και την κατάλυση κάθε δικαιώματος για την πλειοψηφία του πληθυσμού – η οποία προορίζεται να ζήσει σε αναξιοπρεπείς συνθήκες αποστερούμενη κάθε δικαιώματος – συνιστά όχι το τέλος αλλά την αρχή μιας διαδικασίας πολυεπίπεδης για την βαθμιαία μεταστροφή της πορείας που βρίσκεται σε εξέλιξη.

Θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι είναι κεφαλαιώδους σημασίας να κατανοήσουμε ότι η μάχη απέναντι στον μετασχηματισμό του κράτους και των δυνάμεων καταστολής στην κατεύθυνση εγκαθίδρυσης μιας νέας απολυταρχίας δεν θα είναι σημειακή, ως εαν να πρόκειται για μια παρεκκλίνουσα δυσλειτουργία που εύκολα αποκαθίσταται. Απαιτεί μια μονιμότερη στρατηγική, μια μάχη σε πολλά διαφορετικά σημεία στην κοινωνία και τους θεσμούς. Μια μάχη που θα δίνεται σε μικρά και μεγάλα ζητήματα, στο εσωτερικό γραφειοκρατικών μηχανισμών, στο επίπεδο της καθημερινότητας, σε πράγματα που συχνά δεν λαμβάνουν την απαιτούμενη προσοχή.

Για να μπορέσουμε να φέρουμε εις πέρας σε πρώτο χρόνο τουλάχιστον κάποια πρώτα βήματα προς μια διαφορετική πορεία απαιτείται αποφασιστικότητα και πίστη ώστε να διατηρείται η ενεργητικότητα που απαιτείται για να δοθούν όλες αυτές οι μάχες. Επίσης απαιτείται από την πρώτη στιγμή να δοθεί η αίσθηση της αποφασιστικότητας με ψυχραιμία αλλά με παρεμβάσεις μέγιστης αποτελεσματικότητας και συμβολικές κινήσεις με σοβαρό και συντεταγμένο τρόπο ώστε να δοθεί το απαιτούμενο σήμα προς όλες τις κατευθύνσεις.

Η πίστη και η αποφασιστικότητα μπορεί να αντληθεί από το γεγονός ότι συνιστά πράξη στοιχειώδους αυτοσεβασμού για μια κοινωνία να μην ανέχεται την άσκηση ωμής βίας από τις δυνάμεις καταστολής στους πολίτες, την καταπάτηση του κράτους δικαίου, την αποχαλίνωση της συμπεριφοράς των δυνάμεων καταστολής. Είναι στοιχειώδης πράξη αυτοσεβασμού και όχι ιδιοτροπία της ριζοσπαστικής αριστεράς ότι καμιά γυναίκα και άνδρας δεν πρέπει να υποστεί ξανά την παράνομη κρατική βία που υπέστησαν οι κάτοικοι στις Σκουριές, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες σε διάφορα σημεία της χώρας και φοιτητές και πολίτες όπως συνέβη τις τελευταίες βδομάδες.

Η κατάργηση των ειδικών σωμάτων καταστολής του πληθυσμού και η αναδρομική αποκατάσταση του αισθήματος δικαίου με την αποφασιστική απονομή δικαιοσύνης δεν αποτελούν ακραίες πολιτικές επιλογές. Αποτελούν μια νηφάλια αλλά πολύ ουσιαστική συμβολή στον κρίσιμο αγώνα να αποτρέψουμε την εγκαθίδρυση της νέας απολυταρχίας των αγορών. Αποτελούν μια αποφασιστική συμβολή στον αγώνα οι ανθρώπινες κοινωνίες να μην απωλέσουν ανεπιστρεπτί την ανθρώπινη διάστασή τους.

iDardot P. Laval C. 2013. The New Way of the World: On Neoliberal Society. Verso. Σελ. 216-54.

iiο.π.