Tag Archives: μνημόνιο

Μετασχηματισμοί της πολιτικής στις νέες συνθήκες: η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ

Άρθρο στα Τετράδια στο πλαίσιο του αφιερώματος: «Κριτική προσέγγιση της διαδρομής του ΣΥΡΙΖΑ. Από κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης σε κυβέρνηση της χώρας και μέχρι σήμερα» (φθινόπωρο 2016-τεύχος 66-67). 

1. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί γέννημα μιας περιόδου που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση των πρώτων ενδείξεων σοβαρής αποσταθεροποίησης της κοινωνικής και θεσμικής οργάνωσης των δυτικών κοινωνιών. Η “πρώτη ύλη” για το εν λόγω εγχείρημα προήλθε από τμήματα της αριστεράς που άνηκαν σε διάφορες “παραδόσεις” της, σύμφωνα με την καθιερωμένη ταξινόμηση ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων της αριστεράς του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε ένα πρωτότυπο εγχείρημα πολιτικής ενότητας αριστερών οργανώσεων και συλλογικοτήτων σε μια χώρα όπου η πολιτική αριστερά κατάφερε να επιβιώσει από τον σαρωτικό αντίκτυπο των ραγδαίων ιδεολογικο-κοινωνικών μετατοπίσεων που προκάλεσε η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και η ραγδαία ανάδυση του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος σε παγκόσμια κλίμακα.

Ο βασικός ισχυρισμός του κειμένου είναι ότι η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κατανοηθεί μέσα από το πρίσμα της ασυγχρονίας δύο διαδικασιών μετασχηματισμού. Από τη μια, τμήματα της εναπομείνασας πολιτικής αριστεράς στην Ελλάδα αλλά και ο κόσμος της αριστεράς που συμμετείχε στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ έδειξαν ικανότητα προσαρμογής στις νέες συνθήκες όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά το τέλος ενός μεγάλου ιστορικού κύκλου. Από την άλλη, η μετέπειτα πορεία του – όπως αυτή δρομολογήθηκε μέτα το ξέσπασμα της κρίσης, την αγριότητα της πολιτικής που την συνόδευσε, τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις και την πολιτική ανατροπή με επίκεντρο τον ΣΥΡΙΖΑ – έδειξε ότι η ταχύτητα προσαρμογής της παραδοσιακής αριστεράς στις νέες συνθήκες δεν μπορέσε να παρακολουθήσει τις καταιγιστικές αλλαγές και την όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού.

Ως εκ τούτου, από τη στιγμή της ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση εμφανίζεται μια επιταχυνόμενη τάση αναστροφής των διαδικασιών μετασχηματισμού και προσαρμογής στις νέες συνθήκες και ισχυροποίησης παρωχημένων πολιτικών νοοτροπιών και σχημάτων ανάλυσης που σήμερα εκβάλουν στην αναπαραγωγή είτε συστημικών στερεοτύπων και αφελών προσδοκιών, είτε ασύμβατων με τα νέα δεδομένα παραδοσιακών μεθοδολογιών κινητοποίησης κι οργάνωσης. Και επειδή διανύουμε μια περίοδο ραγδαίων ανακατατάξεων και βαρβαρότητας, η αδυναμία προσαρμογής τροχιοδρόμησε για τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ μια πορεία άρσης θεμελιακών αριστερών παραδοχών, ενώ η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για την εμβάθυνση του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού μοιραία εμβαθύνει την κοινωνική, θεσμική και πολιτική παρακμή.

2. Με την αυγή της νέας χιλιετίας, οι σύγχρονες κοινωνίες βρέθηκαν σε ένα περιβάλλον όπου τα δομικά αδιέξοδα διογκώνονταν υπόκωφα και η στρατηγική των ελίτ επικέντρωνε ουσιαστικά ανενόχλητη στην ανάπτυξη μιας θεσμικής και οικονομικής αρχιτεκτονικής που ακύρωνε τις δημοκρατικές πτυχές της μεταπολεμικής κοινωνικής διευθέτησης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι δυνάμεις που συγκρότησαν τον ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησαν να αναπτύξουν νέες ποιότητες και να διευρύνουν τους ορίζοντες σκέψης και δράσης ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν – πρακτικά και στρατηγικά – στις ασφυκτικές συνθήκες. Έγιναν πιο ευαίσθητες στην κοινωνική ανησυχία που αναδυόταν με αταξινόμητες μορφές και συμμετείχαν ενεργά και με ανοικτό πνεύμα σε κινηματικές και άλλες διεργασίες που υπερέβαιναν σε κάποιο βαθμό την παραδοσιακή μεθοδολογία κινητοποίησης σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Επίσης, τα θραύσματα της πολιτικής αριστεράς βρέθηκαν πολύ γρήγορα να υπερασπίζονται μόνα τους ευρύτερες αξίες αρνούμενες να αποδεχθούν την απαξίωσή τους και τον διαρκώς διευρυνόμενο κυνισμό από τη μεριά των ισχυρών πολιτικών παρατάξεων.

Η διάθεση και ικανότητα προσαρμογής σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο, ασφυκτικό, ασταθές και αχαρτογράφητο περιβάλλον κατέστησε τον ΣΥΡΙΖΑ έναν ιδιόμορφο πολιτικό χώρο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μεν ένα κόμμα της αριστεράς αλλά ανέπτυσσε ιδιαίτερες σχέσεις – τόσο σε επίπεδο πολιτικής επικοινωνίας όσο και κινηματικής μεθοδολογίας – με τους πολίτες και τα κινήματα. Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέπτυξε την ικανότητα παρέμβασης στις πολιτικές εξελίξεις κατά τρόπο που υπερέβαινε την κοινοβουλευτική του δύναμη, καθιστώντας την πολιτική εκπροσώπηση λειτουργική και χρήσιμη στους πολίτες και τα κινήματα, σε αντιδιαστολή με την γενική τάση απαξίωσης της πολιτικής και της αποξένωσης του πολιτικού συστήματος από τους πολίτες.

3. Η επιτάχυνση των εξελίξεων από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης – με την Ελλάδα να βρίσκεται στο επίκεντρο της Ευρωπαϊκής εκδοχής της – έθεσε τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη γραμμή μιας πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης με παγκόσμιες προεκτάσεις. Μια σύγκρουση η οποία πήρε καθολικά χαρακτηριστικά καθώς ο λαός1 αντιστάθηκε αξιοποιώντας ό,τι μέσα είχε στη διάθεσή του: απεργιακά κύματα και κινήματα αντίστασης αναπτύχθηκαν εναντίον όλων των πτυχών της εφαρμοζόμενης πολιτικής, μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις απέκτησαν πανελλαδική εμβέλεια, δίκτυα αλληλεγγύης και εγχειρήματα αυτοοργάνωσης της κοινωνικής αναπαραγωγής ξεφύτρωσαν σε όλες τις γωνιές της χώρας κοκ. Αλλά και στο πολιτικό επίπεδο, ο ελληνικός λαός προκάλεσε έναν πολιτικό σεισμό καθώς απαγκιστρώθηκε από τα κυριάρχα πολιτικά κόμματα και στράφηκε σε μια ιδιόμορφη πολιτική δύναμη που από καιρό είχε δώσει δείγματα γραφής μιας διαφορετικής νοοτροπίας, η οποία επιβεβαιωνόταν από τη στάση της κατά την ανάπτυξη των αγώνων της μνημονιακής περιόδου.

Στις εκλογές του Μαϊου του 2012 ο ελληνικός λαός αξιοποίησε την πολιτική δύναμη που έδειχνε να διαθέτει τη μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής στο νέο πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης, το κόμμα που είχε την ικανότητα να συντονίζεται καλύτερα με τις νέες συνθήκες και κοινωνικές συμπεριφορές, αλλά και τον πολιτικό χώρο εκείνο που είχε το σθένος να αναλάβει να παίξει τον ρόλο του πολιτικού εκφραστή των αναγκών σε μια επικίνδυνη και δύσβατη περίοδο. Όμως πολύ γρήγορα, αμέσως μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνει χώρα ένα πολύ ιδιαίτερο φαινόμενο που αξίζει πολύπλευρης μελέτης.

Μέχρι εκείνη την φάση μπορούμε να εντοπίσουμε μια δυναμική ένταση ανάμεσα στην τάση μετασχηματισμού και προσαρμογής στις νέες συνθήκες του οξυμένου και πολλαπλά διαφοροποιημένου πολιτικού και κοινωνικού ανταγωνισμού που αναφέραμε παραπάνω και την εμμονή σε παγιωμένες νοοτροπίες και πρακτικές που δεν συμβάδιζαν με τα νέα δεδομένα. Πρόκειται για μια δυναμική ένταση ανάμεσα στη διάθεση αναβάθμισης και επικαιροποίησης μεθοδολογιών και οργανωσιακών αρχών που προέκυπτε από τη βιωμένη αδυναμία των κομματικών δυνάμεων για αποτελεσμαστική δουλειά σε κινηματικό και κοινωνικό επίπεδο με παραδοσιακά μέσα – ιδιαίτερα σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού – και την αδρανειακή προσκόλληση σε παραδοσιακά κομματικά σχήματα και νόρμες ενός δυσκίνητου, γραφειοκρατικού οργανισμού. Μια δυναμική ένταση η οποία είναι φυσιολογική και χαρακτηρίζει κάθε προσπάθεια μετασχηματισμού και αλλαγής πολυπληθών και πολυπλόκαμων θεσμών και οργανισμών όπως ένα κόμμα.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτή η δυναμική ένταση δεν ευθυγραμμιζόταν με τις διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, διαπερνούσε οριζόντια όλες τις πτέρυγές του και δεν αποτέλεσε αντικείμενο επικέντρωσης της επίσημης εσωκομματικής συζήτησης. Ωστόσο, από την οπτική γωνία που μας ενδιαφέρει εδώ – την κατανόηση της εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τις επιχειρησιακές απαιτήσεις και την κατάλληλη πολιτική μεθοδολογία στις νέες συνθήκες πολιτικο/κοινωνικού ανταγωνισμού – η εν λόγω ένταση αποτελούσε το καθοριστικό στοιχείο της φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ εκείνης της περιόδου. Ήταν εκείνο το στοιχείο που παρήγαγε θετικά πολιτικά και κινηματικά αποτελέσματα και αναδείκνυε τη δυνατότητα του ιδιόμορφου αυτού μορφώματος να αποτελέσει μια σύγχρονη πολιτική δύναμη στο πλευρό των λαϊκών στρωμάτων και στην υπηρεσία θεμελιακών αξιών σε μια περίοδο ολικών κινδύνων και απειλών. Όμως η πορεία των πραγμάτων έδειξε ότι η εν λόγω δυνατότητα δεν έμελλε να γίνει πραγματικότητα.

4. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 και την αναγόρευση του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση και συνεπώς σε δυνητική κυβερνητική δύναμη, στη δυναμική ένταση που περιγράψαμε παραπάνω προστέθηκε μια καθοριστική συνιστώσα που έγειρε ταχύτατα την πλάστιγγα προς την πλευρά των καθιερωμένων νοοτροπίων και μεθοδολογιών: η τάση ευθυγράμμισης με τις νόρμες και τα χαρακτηριστικά της κρατικής εξουσίας του κομματικού οργανισμού και του πολιτικού του προσωπικού. Πρόκειται για μια εκπληκτικά ισχυρή “ελκτική δύναμη” που τροποποίησε δραστικά και σε σχετικά ελάχιστο χρόνο πρακτικές, διαδικασίες, συμπεριφορές, προτεραιότητες, πολιτικές και οργανωσιακές γεωμετρίες, μετασχηματίζοντας εντυπωσιακά έναν απομακρυσμένο ως τότε από την εξουσία κομματικό οργανισμό – που με εντάσεις επιχειρούσε να διερευνήσει νέες μεθολογίες κινητοποίησης και οργάνωσης – ώστε να είναι συμβατός με την κρατική συνδεσμολογία ισχύος και εξουσίας, αλλά και την πολιτική στρατηγική που τη διαπερνά και την οργανώνει στις νέες συνθήκες.

Η μετασχηματιστική δυναμική της προοπτικής της κυβερνητικής εξουσίας δεν γέννησε και επέβαλλε καινοφανείς νοοτροπίες, πρακτικές και συμπεριφορές. Αναζωογόννησε και αναβάθμισε (και αντίστοιχα συρρίκνωσε και έθεσε στο περιθώριο) στοιχεία που ενυπάρχουν σε κόμματα, θεσμούς και οργανισμούς που αποτελούν εκ των πραγμάτων τμήμα του κράτους με την ευρεία έννοια του όρου. Ποια στοιχεία όμως ήταν αυτά που ενισχύθηκαν και ποια αυτά που συρρικνώθηκαν; Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε:

– αποδιαρθρώθηκαν οι συλλογικές διαδικασίες και ενισχύθηκαν οι ατομικές ή ομαδικές στρατηγικές ακόμη και στο εσωτερικό των πολιτικών πτερύγων.

– υποχώρησαν ο επιτελικός προγραμματισμός και σχεδιασμός και οι “τόποι” της σχετικής διαβούλευσης και ενισχύθηκαν η διαμερισματοποίηση, οι επιπόλαιοι και επιφανειακοί πολιτικοί χειρισμοί, η μιντιακή κουλτούρα και χρονικότητα στην οργάνωση της πολιτικής κοκ.

– αποδιαρθρώθηκε η επικοινωνία ανάμεσα στα μέρη του κομματικού οργανισμού και η μεταφορά της πληροφορίας και ενισχύθηκε η δημιουργία πολλών κέντρων, τα οποία βαθμιάια απομονώνονταν και ανέπτυσσαν ανταγωνιστικές τάσεις.

– υποτιμήθηκε η λειτουργική διάταξη των δυνάμεων στη βάση ενός συνολικού σχεδίου και ενισχύθηκε η ανάπτυξη προσωπικών φιλοδοξιών, σχετικών τακτικών και μια κουλτούρα συγκρότησης ηγεσίας και ηγετικής λειτουργίας σε όλα τα επίπεδα του κόμματος στη βάση της διευθέτησης των επιμέρους επιδιώξεων2.

Αυτές είναι μόνο κάποιες πτυχές από τις πάρα πολλές που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και οι οποίες αναδεικνύουν την κατεύθυνση του μετασχηματισμού. Ο εν λόγω μετασχηματισμός δεν ταυτίζεται με τον προγραμματικό/πολιτικό άξονα αριστερά-δεξιά αναφορικά πχ με τις κοινωνικές προτεραιότητες εκπροσώπησης κοκ. Αν και συνδέεται πολλαπλώς με τη μετατόπιση του πολιτικού προσανατολισμού που λάμβανε χώρα την ίδια περίοδο, ωστόσο δεν ταυτίζεται με αυτόν. Πρόκειται για οργανωσιακές και επιχειρησιακές πτυχές που θα ήταν απαραίτητες για την προώθηση πολιτικών που υπερβαίνουν την αριστερά. Πρόκειται για τις αναγκαίες (αλλά όχι ικανές) συνθήκες για την αποτελεσματικότητα μιας πολιτικής δύναμης που επιχειρεί να τροποποιήσει τις εγκαθιδρυμένες νεοφιλελεύθερες νόρμες και θεσμίσεις και να ανοίξει χώρο για μια διαφορετική πολιτική ακόμη και συστημικού χαρακτήρα. Η αδυναμία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να εφαρμόσει έστω κάποια συστημικού χαρακτήρα διαφορετική εκδοχή οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής – πχ σε πεδία εκτός της μνημονιακής επίτηρησης ή κάτω απο τα ραντάρ της – οφείλεται στο γεγονός ότι δεν διέθετε μια μεθοδολογία άσκησης πολιτικής που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει νοοτροπίες και παγιωμένες πρακτικές στον κρατικό μηχανισμό.

Πού όμως οφείλεται η συγκεκριμένη φορά του μετασχηματισμού; Ο εν λόγω μετασχηματισμός αντανακλά τον μετασχηματισμό που έχει υποστεί το κράτος και οι θεσμοί της πολιτικής εξουσίας στο σημερινό πλαίσιο του θεσμοποιημένου νεοφιλελευθερισμού. Μια θεσμοποίηση που είχε ως αποτέλεσμα τον μετασχηματισμό των λειτουργιών του κράτους αλλά και τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της πολιτικής εξουσίας σε Ευρωπαϊκούς θεσμούς οι οποίοι είναι σχεδιασμένοι έτσι ώστε να είναι εκτός της εμβέλειας των πολιτών. Οι ποιότητες και τα χαρακτηριστικά που υποχώρησαν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο πριν από την ανάληψη της διακυβέρνησης είναι εκείνα που έχουν υποχωρήσει στο επίπεδο της κρατικής εξουσίας τις τελευταίες δεκαετίες. Αντιστοίχως, τα στοιχεία που ενισχύθηκαν είναι εκείνα που χαρακτηρίζουν την αποδιάρθρωση και τη βαθμιαία παρακμή των κρατικών λειτουργιών στο ίδιο χρονικό διάστημα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ως κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης διερευνούσε παρά τις δυσκολίες διαφορετικούς τρόπους ανασύστασης της πολιτικής λειτουργίας, ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις αναβαθμισμένες απαιτήσεις που έθετε η επικείμενη εμπλοκή με την πολιτικη εξουσία και τις λειτουργίες ενός κράτους που έχει υποστεί επιχειρησιακό ακρωτηριασμό και οργανωσιακή αποδυνάμωση κατά τα πρότυπα της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για τον ρόλο και τη φυσιογνωμία του κράτους3. Απέναντι σε αυτή την αναμενόμενη εξέλιξη, ο ΣΥΡΙΖΑ ως συλλογικός οργανισμός εμφανίστηκε ανίκανος να αντιπαραθέσει μια μετασχηματιστική στρατηγική σε πολλά επίπεδα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το χειρότερο είναι ότι δεν επιχειρήθηκε καν, καθώς δεν έγινε αντιληπτό το πραγματικό πεδίο αντιπαράθεσης. Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη τον αντίστροφο μετασχηματισμό αφού δεν υπήρχαν – ή ήταν πολύ αδύναμες – αντισταθμιστικές ενέργειες που θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν τη δυναμική ισορροπία αυτών των τάσεων στο εσωτερικό του. Αν συνυπολογίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από ρεύματα της αριστεράς που δεν απέρριπταν την ανάληψη της πολιτικης εξουσίας ως τμήμα της στρατηγικής τους, τότε γίνεται προφανές πόσο παρωχημένη και ασύμβατη με τη σημερινή πραγματικότητα είναι η ανάλυση περί πολιτικής εξουσίας της παραδοσιακής αριστεράς.

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η ασθενής αλλά παρούσα τάση προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ στις νέες συνθήκες πριν γίνει αξιωματική αντιπολίτευση – αυτή που του έδωσε τη δυνατότητα να ανανεώσει την πολιτική λειτουργία, να τον καταστήσει πιο ανοικτό στις κοινωνικές διεργασίες και τελικά να αποτελέσει το όχημα μιας πολιτικής ανατροπής – αποδείχθηκε εξαιρετικά αδύναμη ώστε να αντέξει στις αναβαθμισμένες απαιτήσεις της περιόδου 2012-2014. Χωρίς να έχει αναπτύξει επαρκώς εκείνες τις επιχειρησιακές ποιότητες και νοοτροπίες που θα τον καθιστούσαν μια στιβαρή πολιτική δύναμη ικανή να ανταποκριθεί στην αναβάθμιση του κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού που τον έθετε σε τροχιά εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ τέθηκε σε μια πορεία μετασχηματισμού. Από μετασχηματιστικό παράγοντα προς μια διαφορετική κατεύθυνση λόγω της ανισχυμένης θέσης του στο πολιτικό σκηνικό, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ο ίδιος αντικείμενο μετασχηματισμού.

5. Επιπρόσθετα, ζούμε σε μια περίοδο όπου τεκτονικές αλλαγές λαμβάνουν χώρα σε πάρα πολλά επίπεδα. Η οικονομική κρίση είναι ένα σύμπτωμα μιας βαθύτερης παρακμής και λαμβάνει χώρα σε ένα περιβάλλον ευρύτερης πολυπαραγοντικής αποσταθεροποίησης των σύγχρονων κοινωνιών. Η επιτάχυνση σε πολλά επίπεδα (νέες τεχνολογίες4, περιβαλλοντική αποσταθεροποίηση5, εξάντληση φυσικών πόρων, αναδιάταξη της γεωπολιτικής συνδεσμολογίας ισχύος κοκ) μετασχηματίζει τον παραδιασιακό τρόπο κατανόησης σε τι είδους κοινωνικό και πολιτικό ανταγωνισμό έχουμε εμπλακεί ως λαοί και κοινωνίες. Η αποδιάρθρωση της Ευρώπης και η άνοδος των εθνικιστικών και φασιστικών τάσεων, αλλά και η διάλυση και η υποτροπή κρατικών δομών στη νοτιοανατολική μεσογειακή λεκάνη θέτουν καθήκοντα και απαιτήσεις που υπερβαίνουν όσα θεωρούσαμε δεδομένα 10 χρόνια πριν. Η επιτάχυνση των εξελίξεων έχει οδηγήσει τις ελίτ στην υιοθέτηση μιας καταστροφικής στρατηγικής: οι ελίτ έχουν σήμερα την ιστορική αξίωση να κλείσει ένας μεγαλύτερος κύκλος που ξεκίνησε με την είσοδο των λαών στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι πριν από 2,5 αιώνες. Η αριστερά, αν θέλει να είναι σχετική με την περίοδο, πρέπει να αρθεί στρατηγικά στο ίδιο ύψος και να εκπονήσει μια ανάλογη στρατηγική για τις κοινωνίες προς μια χειραφετητική κατεύθυνση.

Έχουμε εισέλθει σε μια μεταβατική περίοδο μεγάλων απειλών αλλά και δυνατοτήτων. Δεν θα επεκταθούμε εδω περισσότερο στην ψηλάφιση των τεκτονικών αλλαγών που συμβαίνουν γύρω μας, αλλά αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τις ευρύτερες αλλαγές, να αξιοποιήσει τις δυνατότητες της περιόδου στην πορεία προς την εξουσία μεταβάλλοντας θετικά το ευρύτερο ασφυκτικό πλαίσιο και να αποτελέσει μια δύναμη που απευθύνεται σε μια κοινωνία που συναισθάνεται τους υπαρξιακούς κινδύνους με το απαραίτητο αξιακό και συναισθηματικό βάθος. Όμως μια δύναμη που φιλοδοξεί να είναι φορέας κοινωνικής αλλαγής δεν μπορεί να αγνοεί τις κοινωνικές αλλαγές που είναι σε εξέλιξη ούτε να είναι αδιάφορη ή εχθρική στις δυνατότητες που αναβλύζουν από την ανθρώπινη δραστηριότητα σε πολλούς τομείς σήμερα.

6. Μέχρι την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, η ελληνική κοινωνία διέθετε έναν πολιτικό παράγοντα εξομάλυνσης και συνοχής παρά την καταστροφή που βρισκόταν σε εξέλιξη. Η μη συμμόρφωση μιας δημοκρατικής πολιτικής δύναμης με τον κυνισμό και τον πολυδιάστατο αποκλεισμό που κλονίζει την κοινωνική συνοχή σε βαθύτερο επίπεδο λειτουργούσε ανασχετικά σε αυτό τον κλονισμό. Το κοινωνικό τίμημα της ένταξης του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό προσωπικό που δεν έχει “αυταπάτες” – πέρα από τη συνέχεια μιας πολιτικής που βαθαίνει την κοινωνική παρακμή και οικονομική δυσπραγία – είναι η στέρηση από την κοινωνία κάποιου πολιτικού στηρίγματος που διέπεται από ορθολογισμό και ευαισθησία. Η αδυναμία πλέον πολιτικής εκπροσώπησης της μη συμμόρφωσης με τις τοξικές συνθήκες διαβίωσης και την έλλειψη προοπτικής – λειτουργία που επιτελούσε ο ΣΥΡΙΖΑ συμβάλλοντας στην ανάσχεση της παρακμής όπως είπαμε – διοχετεύει (αυτο)καταστροφικές τάσεις στις διαπροσωπικές σχέσεις ενισχύοντας την υπόκωφη κοινωνική βία και απειλώντας την κοινωνική συνοχή με τη βαθύτερη έννοια του όρου.

Ως εκ τούτου έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου πλέον η παρακμή υπερβαίνει την πολιτική μας φαντασία. Απέναντι σε μια πολύ επικίνδυνη περίοδο οι δυνάμεις της χειραφέτησης εισέρχονται αποδεκατισμένες και αποσυσπειρωμένες αλλά με ένα πλεονέκτημα. Δεν μπορούν πλέον να εγκλωβιστούν σε παρωχημένα σχήματα και νοοτροπίες. Και αυτό δεν είναι λίγο καθώς ανοίγει το βλέμμα και την προοπτική να αξιοποιήσουμε δυνατότητες και εργαλεία που δεν μπορούσαμε μέχρι τώρα. Βεβαίως, η κατάσταση θα ήταν πολύ διαφορετική αν ο ΣΥΡΙΖΑ στην πλειοψηφία του είχε παραμείνει πιστός στη μη συμμόρφωση με τη στρατηγική που εμβαθύνει την κοινωνική παρακμή και εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους. Η ύπαρξη ενός μαζικού, πανελλαδικού φορέα που θα επέλεγε να απεγκλωβιστεί από μια καταστροφική πολιτική στρατηγική και ο οποίος θα έστρεφε το σύνολο των δυνάμεών του στο κοινωνικό πεδίο, ώστε από κοινού με τους πολίτες να διερευνήσει όλα όσα δεν κατάφερε την περίοδο 2012-1014, θα δημιουργούσε άλλα δεδομένα στην ελληνική κοινωνία και θα εξέπεμπε ένα σήμα για έγκαιρη τροποποίηση της στρατηγικής στις δυνάμεις της αριστεράς σε όλη την Ευρώπη.

Μια τέτοια επιλογή θα είχε πολιτικό κόστος βραχυπρόσθεσμα σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού, αλλά την ίδια στιγμή θα μπλόκαρε την υλοποίηση της πολιτικής που σήμερα μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κάνει πραγματικότητα. Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ θα εμπέδωνε την κοινωνική του εξουσία στις φτωχές και υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας. Με αυτό τον τρόπο θα εξαφάνιζε την επιρροή ακροδεξιών και εθνικιστικών αντιλήψεων στο τμήμα του πληθυσμού που είναι περισσότερο χτυπημένο από την κρίση και θα διέθετε πραγματικά κοινωνικά εργαστήρια για τη γιγάντωση θεσμίσεων και δικτύων αυτο-οργάνωσης που θα μπορούσαν να στηρίξουν ουσιαστικά την πολιτική του παρουσία και δύναμη σε ένα τοξικό πολιτικό περιβάλλον.

Αντιθέτως, σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ εμβαθύνοντας την πολιτική που αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο την κοινωνία απομακρύνεται από τα λαϊκά στρώματα τα οποία είναι πλέον ανοχύρωτα μπροστά στη ρητορική και πρακτική της ακροδεξιάς, ενώ τα μεσαία στρώματα που θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος των “ταξικών”6 επιλογών μια κυβέρνησης με αναφορά στην αριστερά πολύ σύντομα θα αποσύρουν την όποια στήριξή τους στην κυβέρνηση. Πρόκειται για μια στρατηγική χωρίς πολιτική βιωσιμότητα με τεράστιες συνέπειες για την κοινωνία κυρίως υπό το πρίσμα της έλλειψης ένος πανελλαδικού, συλλογικού αναχώματος με ισχυρές συνδέσεις με τις λαϊκές τάξεις που θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρό εργαλείο στην επικίνδυνη φάση που έχουμε μπει.

7. Όπως όμως και να ήρθαν τα πράγματα, οι απαιτήσεις δεν αλλάζουν επειδή έχουμε βρεθεί σε δυσχερέστερη υποκειμενική θέση σήμερα. Οι δυνάμεις που διαθέτει η ελληνική κοινωνία για την επιβίωση και προστασία της είναι μεγάλες αρκεί να μάθουμε από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και να είμαστε επινοητικοί/ες και τολμηροί/ες την επόμενη περίοδο. Και κυρίως να είμαστε ικανοί/ες να αντιληφθούμε τις δυνατότητες που υπάρχουν γύρω μας και να συμβάλουμε ώστε να τεθούν σε κίνηση οι διεργασίες που είναι συμβατές με τη μεταβατική ιστορική φάση στην οποία έχουμε ήδη εισέλθει.

1 Παρά τη νωθρότητα που εμφάνισε η ελληνική κοινωνία τα προηγούμενα χρόνια όπως όλες οι κοινωνίες που αφέθηκαν στην “αγκαλιά” του περίφημου “τέλους της ιστορίας”.

2 Όπως είναι προφανές σε όσους και όσες έζησαν τις κομματικές διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ πριν από την περίοδο που συζητάμε, οι συλλογικές διαδικασίες και οι επιχειρησιακές λειτουργίες έπασχαν σοβαρά και από πριν. Ωστόσο, την περίοδο για την οποία συζητάμε εμφανίζεται μια ραγδαία επιδείνωση.

3Πέρα από τον νεοφιλελεύθερο μετασχηματισμό του κράτους υπάρχει πάντα και το διακύβευμα της αποτελεσματικής εμπλοκής με τη γραφειοκρατική νοοτροπία και πρακτική που χαρακτηρίζει τις κρατικές λειτουργίες. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αποσυνδέσουμε τα δύο αυτά μέτωπα, καθώς παρά τη σχετική της αυτονομία η κρατική γραφειοκρατία δεν είναι ουδέτερη ως προς τα οργανωσιακά της χαρακτηριστικά, τις στοχεύσεις και τα αποτελέσματά της. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέπτυξε κάποια μεθοδολογία ή επιχειρησιακούς “κανόνες εμπλοκής” ούτε με την “παραδοσιακή” κρατική γραφειοκρατία.

4Ακροθιγώς και ενδεικτικά να αναφέρουμε α) το νέο κύμα τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας (και τις αλλαγές που παράγουν στη διάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων και θεσμίσεων), β) τις τεράστιες ποσότητες ψηφιακών δεδομένων (και τις αλλαγές που ήδη φέρνουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ανθρώπινης δραστηριότητας) και γ) την ωρίμανση τεχνολογιών αυτοματοποίησης (που αναμένεται να διαρρήξουν παγιωμένες νόρμες οργάνωσης των κοινωνιών και της παραγωγής).

5Ενδεικτικά να αναφέρουμε την κλιματική αλλαγή που πλέον έχει επιταχυνθεί συμβάλλοντας αποφασιστικά στην πυροδότηση μεγαφαινομένων όπως μεταναστευτικά ρεύματα και πόλεμοι (πχ η ξηρασία στη Συρία αποτέλεσε έναν υπόγειο παράγοντα που κατέστησε ασφυκτική τη ζωή σε έναν κόμβο γεωπολιτικής έντασης, επιτείνοντας εντάσεις και αδιέξοδα).

6Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτό που εμφανίζεται ως “ταξική” πολιτική υπέρ των πιο αδύναμων στρωμάτων επειδή τα βάρη μεταβιβάζονται σε αυτούς που δεν έχουν ακόμη φτωχοποιηθεί (με αποτέλεσμα και τη δική τους κατάρρευση) δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως πολιτική υπέρ των φτωχών. Αν το αποτέλεσμα δεν είναι η άρση των συνθηκών φτώχειας τους αλλά μόνο η μη περαιτέρω επιβάρυνσή τους τότε σε συνδυασμό με την φτωχοποίηση τμημάτων που δεν είχαν φτωχοποιηθεί, μάλλον πρέπει να μιλάμε για διεύρυνση της φτώχειας παρά για “ταξική” πολιτική υπέρ των φτωχών.

Χρειαζόμαστε μια νοοτροπία ευθύνης

1.  Δεν υπάρχει μεσαίο έδαφος ανάμεσα στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική ριζικής αναδόμησης των κοινωνιών και της αντίστασης σε αυτή. Η 4η μνημονιακή κυβέρνηση όχι μόνο δεν τροποποιεί την πορεία που έχει δρομολογήσει ο μνημονιακός σχεδιασμός, αλλά έχει αναλάβει ένα από τα βασικότερα στάδιά του: τη θεσμοποίηση της νεοφιλελεύθερης αναδόμησης και την παγίωσή της σε επίπεδο κοινωνικών νοοτροπιών/συμπεριφορών.

Ο περίφημος αυτόματος «κόφτης» δαπανών στο δημόσιο τομέα -δηλαδή η αυτόματη διασύνδεσή τους με την κερδοφορία- παράγει σοβαρά αποτελέσματα, ανεξάρτητα από το αν ενεργοποιηθεί ή όχι. Ακόμη και αν ποτέ δεν ενεργοποιηθεί, η ύπαρξή του παράγει αποτελέσματα στις συμπεριφορές και τη νοοτροπία που εμπεδώνεται στο κοινωνικό σώμα: οι πολίτες μαθαίνουν να πειθαρχούν στους θεσμοποιημένους κανόνες της αγοράς και να οργανώνουν τη συμπεριφορά τους λαμβάνοντας πλέον υπ’ όψιν ότι οποιαδήποτε λαϊκή ή άλλη κινητοποίηση που θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιδράσεις στην κερδοφορία -ανεξάρτητα του δίκαιου των αιτημάτων- θα έχει άμεσα αρνητικές επιπτώσεις στην καθημερινότητά τους. Το εν λόγω επίτευγμα εμπεδώνει με ισχυρό τρόπο στις συνειδήσεις των ανθρώπων τον πυρήνα της λογικής που μέχρι σήμερα επιβαλλόταν εξωτερικά. Αυτή είναι η μεγάλη συμβολή της σημερινής κυβέρνησης στο μνημονιακό σχεδιασμό: η διαδικασία θεσμοποίησης πάει πολύ βαθύτερα τον επιχειρούμενο μετασχηματισμό από ό,τι τα εκάστοτε νέα μέτρα.

2. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο μετάβασης. Οι αναταράξεις είναι πλέον μεγάλης κλίμακας και λαμβάνουν χώρα σχεδόν παντού: Ελλάδα, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ισπανία, Ιταλία για να αναφερθώ μόνο στην Ευρώπη και μόνο την περίοδο 2015-2016. Είναι σαφές ότι τα εργαλεία και οι μέθοδοι κινητοποίησης και αγώνα πρέπει να τύχουν συστηματικής επανεπεξεργασίας ώστε να εναρμονιστούν με τις νέες απαιτήσεις που γεννά η μεταβατική φύση της περιόδου που διανύουμε.

3. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της περιόδου το οποίο αναδείχθηκε με έντονο τρόπο και στο βρετανικό δημοψήφισμα είναι ένα σχίσμα που διαρκώς διευρύνεται στις κοινωνίες και αφορά ιδιαίτερα εκείνα τα τμήματα που πλήττονται. Η ταχύτητα των εξελίξεων σε διάφορους τομείς «τσιτώνουν» τις κοινωνίες, με αποτέλεσμα να διευρύνεται η απόσταση μεταξύ εκτεταμένων τμημάτων που αποκλείονται πολλαπλώς και έχουν μικρή ως ελάχιστη πρόσβαση στη γνώση και την πληροφορία και εκείνων των στρωμάτων που επίσης καταπιέζονται και ασφυκτιούν αλλά διατηρούν κάποια πρόσβαση στην εργασία, τη γνώση και την πληροφορία. Μπορούμε να πούμε ότι διευρύνεται το σχίσμα ανάμεσα στους αποκλεισμένους και τους εγκλωβισμένους. Το εν λόγω σχίσμα πρέπει οπωσδήποτε να αναιρεθεί, καθώς μόνο μια σύνθετη πολιτική στρατηγική που θα ενοποιήσει αυτές τις «φυλές» των προς εξόντωση πληθυσμών θα μπορέσει να αποκτήσει την ισχύ ώστε: α) να αντιπαρατεθεί με τις ελίτ αποτελεσματικά, για να αναχαιτίσει τη σημερινή πορεία των πραγμάτων, β) να αναπτύξει μια στρατηγική επιβίωσης για εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού που αφήνονται στη μοίρα τους και γ) να αναπτύξει μια στρατηγική χειραφέτησης ικανή να αντιμετωπίσει τα εκρηκτικά σημερινά αδιέξοδα των σύγχρονων κοινωνιών και της ανθρωπότητας στο σύνολό της.

4. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που είναι σαφές σήμερα είναι ότι και οι δυνάμεις που αγωνίζονται εναντίον της σημερινής εξέλιξης των πραγμάτων διέπονται από μια νωθρότητα που έχει να κάνει με την προηγούμενη φάση, την περίοδο του «τέλους της Ιστορίας». Το έλλειμμα διάθεσης και τόλμης για διερεύνηση νέων μορφών και τρόπων οργάνωσης και κινητοποίησης κρύβει μια βαθιά εμπεδωμένη πεποίθηση ότι, εντέλει, υπεύθυνοι για την πορεία της κοινωνίας είναι οι ελίτ και αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Οι λαϊκές τάξεις μπορούν μόνο να εκφράζουν τις ανάγκες τους και να πιέζουν αυτές να ληφθούν υπ’ όψιν. Ωστόσο, σήμερα οφείλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας: βρισκόμαστε μπροστά σε μια στυγνή διαδικασία εξόντωσης των αδύναμων και των φτωχών, σε μια πορεία βαθειάς παρακμής και οπισθοδρόμησης που αν δεν ανακοπεί θα οδηγήσει την ανθρωπότητα στο πιο βαθύ σκοτάδι. Οι ελίτ δεν μπορούν να κάνουν κάτι για να σταματήσει αυτή η πορεία όσο και να πιεστούν από τις λαϊκές τάξεις. Αν θέλουμε να αποτρέψουμε αυτή την πορεία, πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη να σκεφτούμε και να δράσουμε διαφορετικά αποβάλλοντας τη νωθρότητα της προηγούμενης περιόδου.

5. Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι μια νοοτροπία ευθύνης. Πρέπει να ενστερνιστούμε βαθειά την ανάγκη να αναλάβουμε τη συνολική ευθύνη για αυτό που συμβαίνει γύρω μας, να πάψουμε να σκεφτόμαστε ως εάν κάποιοι άλλοι να έχουν την ευθύνη και στους οποίους απευθυνόμαστε ή τους οποίους αντιπαλεύουμε. Πρέπει να καταφέρουμε να υπερβούμε τις μερικότητές μας και να σκεφτούμε και να δράσουμε για το κοινό καλό. Επίσης, χρειαζόμαστε μια πολιτική στρατηγική που εκβάλει σε ένα επιχειρησιακό και οργανωσιακό DNA που μπορεί να πολλαπλασιαστεί -με τις απαραίτητες τροποποιήσεις ανάλογα με το εκάστοτε περιβάλλον- σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ανθρώπινης δραστηριότητας το οποίο επιτελεί βασικές λειτουργίες με ένα διαφορετικό τρόπο. Αλλά χρειαζόμαστε και μια «ραχοκοκαλιά» που να συνδέει, συντονίζει, ενισχύει, αναβαθμίζει και ενδυναμώνει τις δραστηριότητες των ανθρώπων σε πολλά πεδία υπερβαίνοντας με έναν καινοτόμο τρόπο τη σχάση ανάμεσα σε επιμέρους εγχειρήματα που τείνουν στην περιθωριοποίηση και την ενασχόληση με τη γενική πολιτική που τείνει στη φλυαρία και τη λεκτική εκτόνωση.

6. Η Ιστορία δεν μας οφείλει τη θέση του πρωταγωνιστή. Οφείλουμε να κοπιάσουμε και να υπερβούμε τους εαυτούς μας αν θέλουμε οι δυνάμεις της χειραφέτησης να έχουν καθοριστική παρουσία στις εξελίξεις στο δυσοίωνο περιβάλλον που έχουμε εισέλθει για τα καλά πια. Χρειαζόμαστε μια στρατηγική επιβίωσης των αποκλεισμένων και των εγκλωβισμένων παντός καιρού γιατί οι εξελίξεις τρέχουν και κανείς δεν μπορεί να θεωρεί πλέον τίποτα δεδομένο. Το ζήτημα του χρόνου είναι κρίσιμο. Όμως χρειάζεται ψυχραιμία, καθαρό μυαλό και επινοητικότητα. Χρειαζόμαστε μια θεμελιώδη αλλαγή, μια νέα άγωνιστική μορφή ζωής. Η βιαστική επανάληψη αυτών που ξέραμε είναι προϊόν της νωθρότητας και όχι της επίγνωσης της κρισιμότητας των στιγμών.

*Ομιλία στο Resistance Festival, 2016

Συνέντευξη στην ‘FM Voice’: Ο Τσίπρας έπρεπε να παραιτηθεί και όχι να εφαρμόσει μνημόνιο

Συνέντευξη στον Πέτρο Παπαβασιλείου (εδώ και εδώ σε pdf η δημοσίευση στην εφημερίδα)

Μόλις λίγες ημέρες μετά την επιστροφή του από τη Θεσσαλονίκη, όπου μίλησε στην παρουσίαση του βιβλίου «Το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ» (του Χρήστου Λάσκου και του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου, εκδόσεις ΚΨΜ), ο πρώτος εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, επί προεδρίας Αλέξη Τσίπρα, δεν διστάζει να ταράξει τα νερά. Τον πετύχαμε κοντά στον χώρο εργασίας του, σε μία πάροδο της Πατριάρχου Ιωακείμ, στο κέντρο της Αθήνας. Ο Ανδρέας Καρίτζης δηλώνει ότι ο πρωθυπουργός θα έπρεπε να παραιτηθεί, μετά την πραξικοπηματική παραγνώριση του δημοψηφίσματος από τους δανειστές και να μην αποδεχθεί το μνημόνιο. Παράλληλα, τονίζει ότι ο κ. Τσίπρας άλλαξε πολιτικά προς το χειρότερο, ενώ η κυβέρνησή του αποκόπηκε από την κοινωνία και έχασε την αναφορά της στην Αριστερά.

Στιγμιότυπο από 2016-05-04 18:54:55

Τα μνημόνια είναι πραξικόπημα;

Στόχος της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι η δημιουργία θεσμών που ελέγχουν τις βασικές λειτουργίες των κοινωνιών. Οι θεσμοί αυτοί είναι απρόσβλητοι και δεν μπορούν να επηρεαστούν από τη λαϊκή βούληση. Αυτό βρίσκεται, τώρα, σε εξέλιξη και το μνημόνιο είναι ένα μέσο περάσματος από μία αστική δημοκρατική συγκρότηση σε αυτήν την νέα κατάσταση. Αξιοποιήθηκε, δηλαδή, η κρίση χρέους για να μπουν οι κοινωνίες σε τέτοια προγράμματα. Τα μνημόνια είναι μέρος ενός σχεδίου, που στόχο έχει να περάσουμε σε ένα μοντέλο κοινωνίας, στην οποία οι άνθρωποι που δεν έχουν οικονομική ισχύ να μην έχουν λόγο για τα πράγματα για τις βασικές κρίσιμες αποφάσεις της.

Άρα, η κοινωνία, τώρα, έχει αποσβολωθεί από την ένταση των μέτρων…

Η κοινωνία βρίσκεται σε μία αμήχανη κατάσταση, διότι εξάντλησε όλα τα εργαλεία που της έδινε η προηγούμενη θεσμική μορφή (εκλογές, κίνημα, πλατείες, δημοψήφισμα). Αυτό που απαιτείται είναι να βρεθούν άλλοι τρόποι πολιτικής και κοινωνικής δράσης για να μπορέσουμε να βγούμε από αυτήν την κατάσταση. Γιατί δεν πρόκειται για μία προσωρινή αλλαγή, όπως μας έλεγαν στην αρχή για τα μνημόνια. Αυτή είναι μία μείζονα αλλαγή, ιστορικού χαρακτήρα, μία κεντρική στρατηγική, πολύ επικίνδυνη, όχι μόνο για τα λαϊκά στρώματα αλλά και για κάθε άνθρωπο που πιστεύει στη Δημοκρατία. Ακόμη και τους φιλελεύθερους ή τους συντηρητικούς αν ρωτήσεις είναι θορυβημένοι με αυτό που συμβαίνει.

Η κοινωνία δεν έχει ακόμη τα μέσα για να αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση. Και εκεί είναι και η ευθύνη της Αριστεράς, να συμβάλει σε αυτήν την αναζήτηση, εκείνων των μέσων που θα μπορούσαν να αυξήσουν την αυτονομία της κοινωνίας, απέναντι σε αντιδημοκρατικούς θεσμούς που ελέγχουν απολύτως τις βασικές λειτουργίες της.

Στο κείμενο παραίτησης από την Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, τον Αύγουστο του 2015, γράφατε ότι «δεν ζούμε σε καιρούς αποστράτευσης». Εσείς, σήμερα, από ποιο κοινωνικό ή συλλογικό μπλοκ δίνετε τη μάχη σας;

Το βασικό «καθήκον» είναι η αναζήτηση τρόπων για να αποκτήσει η κοινωνία αυτονομία. Άρα χρειάζεται να εμβαθύνουμε, να σκεφτούμε σοβαρά και να δουλέψουμε πάνω σε αυτήν την κατεύθυνση. Σε αυτήν προσπαθώ και εγώ να συμβάλω. Το ίδιο προσπαθούν να κάνουν και άλλοι άνθρωποι που έχουν φύγει από τον ΣΥΡΙΖΑ και παραμένουν στην ευρύτερη Αριστερά. Σιγά-σιγά διαμορφώνεται μία κοινή συνείδηση ότι οι παραδοσιακοί τρόποι άσκησης πολιτικής δεν είναι αρκετοί. Άρα χρειάζεται να ανακαλύψουμε νέα εργαλεία για το πώς μπορούμε να απεμπλακούμε, με πρωτοβουλίες πολιτών και κοινοτήτων μέσα στην κοινωνία. Προσπαθώ και εγώ, όχι αυτή τη στιγμή ενταγμένος κάπου, μαζί με άλλους πολλούς, να σκεφτούμε μεθόδους παρέμβασης που αυξάνουν την ικανότητα της κοινωνίας να ελέγχει τα στοιχεία που αφορούν την καθημερινότητά της.

Υπάρχει πιθανότητα να επιστρέψετε στον ΣΥΡΙΖΑ;

Δεν αποτελεί ο ΣΥΡΙΖΑ, με τις επιλογές που έκανε το καλοκαίρι (του 2015), προνομιακό πεδίο για την αναζήτηση αυτών των νέων μεθόδων άσκησης της πολιτικής. Αυτό που καταλαβαίνουμε σήμερα, μετά από αρκετούς μήνες, είναι ότι δεν υπάρχει «μεσαίο» έδαφος ανάμεσα στην προσπάθεια αντίστασης στην επιβολή μιας απολυταρχικής φυσιογνωμίας στις κοινωνίες μας και την νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Όποιος πάει να βρει αυτό το «μεσαίο» έδαφος γίνεται οργανικό εξάρτημα των νεοφιλελεύθερων στρατηγικών.

Οι αποκαλύψεις του WikiLeaks, αναφορικά με τον σχεδιασμό Τόμσεν για τη δημιουργία συνθηκών πιστωτικής ασφυξίας κατά της Ελλάδας, σας ξάφνιασαν;

Αυτό που καταλαβαίνω από μία σειρά παραδείγματα, όπως αυτό που αναφέρετε, είναι ότι οι Θεσμοί δείχνουν να νιώθουν πως διαθέτουν μία ελευθερία κινήσεων, χωρίς να σέβονται την παλιά θέσμιση και τους παλιούς κανόνες λειτουργίας της πολιτικής και της κοινωνίας. Εμφανίζονται με μία αυτοπεποίθηση, την οποία θα ήθελα να δω και από την πλευρά της Αριστεράς και των λαϊκών τάξεων. Η διαρροή των WikiLeaks επιβεβαιώνει τη διάθεση των Θεσμών αυτών να αλλάξουν άρδην την κατάσταση. Και μπροστά σε αυτό δεν υπάρχουν περιορισμοί από την πλευρά τους.

Γνωρίζετε τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, όσο λίγοι. Τον έχουν αλλάξει οι καταστάσεις;

Γενικά, οι άνθρωποι εξελίσσονται συν τω χρόνω, ανάλογα με αυτά που ζουν. Με αυτήν την έννοια, ο καθένας μας αλλάζει. Όλοι μας έχουμε αλλάξει, το ίδιο και ο πρωθυπουργός.

Ο κ. Τσίπρας έχει αλλάξει προς το χειρότερο ή προς το καλύτερο;

Δεν ξέρω ως άνθρωπος τι κάνει, πάντως σε σχέση με τις πολιτικές επιλογές του έχει αλλάξει προς το χειρότερο.

Πόση αλήθεια μπορεί να εμπεριέχει ότι το γενικό πρόσταγμα το έχει μόνο μία «κλειστή παρέα» στο Μαξίμου;

Η Αριστερά θα έπρεπε να έχει μία άλλη μεθοδολογία και μία άλλη φιλοσοφία διακυβέρνησης, πιο συμμετοχική, πιο ανοιχτή στην κοινωνία. Αυτό που παρατηρούμε, όμως, είναι ότι η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει ελάχιστα καινοτομήσει σε αυτόν τον τομέα, καθώς ακολουθεί κλασσικές και παραδοσιακές νόρμες άσκησης της εξουσίας. Και αυτό είναι ένα από τα βασικά προβλήματα, πέρα από τη συμφωνία, για μία κυβέρνηση που έχει αναφορά στην Αριστερά.

Πολλοί κατηγορούν τον πρωθυπουργό ότι το «Όχι» του δημοψηφίσματος το έκανε «Ναι». Βεβαίως, άλλοι υποστηρίζουν πως το ακέραιο ερώτημα αφορούσε το αν αποδεχόμαστε την πρόταση Γιουνκέρ, η οποία και τελικώς αποσύρθηκε, αφού στη θέση της ήρθε μία καλύτερη (θεωρητικά) συμφωνία, ύστερα από διαπραγμάτευση. Άρα δεν παραβιάστηκε η λαϊκή ετυμηγορία. Ποια είναι η θέση σας;

Ο κόσμος ψήφισε «Όχι» ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη διατύπωση του ερωτήματος. Η κοινωνία γνώριζε πολύ καλά ότι αναλάμβανε ένα ρίσκο, όταν επί της ουσίας απειλούνταν με χρεοκοπία. Παρόλα αυτά, απέναντι σε αυτόν τον εκβιασμό και την τρομοκρατία, επέλεξε να πει ότι δεν αποδέχεται οικειοθελώς την καταστροφή του. Και αυτό είναι το μεγάλο μήνυμα από το δημοψήφισμα. Μπορούμε να δημιουργούμε σοφιστικά επιχειρήματα, ή να μένουμε στο «γράμμα» της ακριβούς διατύπωσης του ερωτήματος, αλλά ήταν σαφές σε όλους, πως αυτό που ζητήθηκε από τον ελληνικό λαό, από την άλλη πλευρά, ήταν να συμφωνήσει στη μιζέρια και σε ένα μέλλον χωρίς αξιοπρέπεια. Ο ελληνικός λαός είπε «Όχι», ζητώντας αλλαγή και αναχαίτιση αυτής της πολιτικής.

Τώρα, το αν επετεύχθη καλύτερη συμφωνία ή όχι, ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχθηκε τη βασική στρατηγική των μνημονίων -γιατί περί αυτού πρόκειται- και ισχυρίζεται ότι, μέσα σε αυτό, πέτυχε λίγο καλύτερα αποτελέσματα. Αυτό το επιχείρημα χρησιμοποιεί και ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, παρότι αποτελούσε το αντικείμενο κριτικής μας στο ΠΑΣΟΚ και την πανευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία συνολικότερα, όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Είχε ο ΣΥΡΙΖΑ άλλες επιλογές;

Όταν εκφράζεις τη βούληση ενός λαού και δεν έχεις προετοιμαστεί κατάλληλα για να αντιμετωπίσεις την εχθρότητα και την επιθετικότητα της άλλης πλευράς, τότε η συνεπής στάση δεν είναι να υιοθετήσεις τις ψευδαισθήσεις και τη ρητορική των προηγούμενων κυβερνήσεων, αλλά να παραμείνεις πιστός στον ελληνικό λαό. Πράγμα που σήμαινε ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να αποδεχθεί, πως αυτό που συμβαίνει είναι ένα πραξικόπημα. Η μόνη σοβαρή επιλογή, κατά τη γνώμη μου, ήταν η παραίτηση και η συντεταγμένη προσπάθεια ενός μαζικού πανελλαδικού φορέα, μαζί με την πλειοψηφία των πολιτών που ασφυκτιούν, προκειμένου να διερευνηθούν οι τρόποι που απαιτούνται σήμερα για να ξανακερδίσουμε την ελευθερία μας.

Τον περασμένο Ιούλιο εκβιάστηκε ο πρωθυπουργός;

Τον περασμένο Ιούλιο εκβιάστηκε μία ολόκληρη κοινωνία. Ότι, αν επιμείνει σε αυτή τη διάθεσή της να αλλάξει αυτήν την πολιτική, θα υποστεί συνέπειες. Το ερώτημα που αφορά την κυβέρνηση είναι, κατά πόσο θα έμενε δίπλα σε έναν λαό που εκβιάζεται ή θα προσπαθούσε να βρει αυτό που ξέρουμε ότι δεν υπάρχει, ένα «μεσαίο» έδαφος ανάμεσα στον εκβιαστή και την κοινωνία.

Η κυβέρνηση προτίμησε το δεύτερο, εκ των πραγμάτων, συνεπώς απομακρύνθηκε από την κοινωνία;

Αυτό είναι σαφές και δεν είναι εκτίμηση, είναι πραγματολογικό γεγονός. Ο ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε να υιοθετεί την ψευδαίσθηση των προηγούμενων κυβερνήσεων ότι υπάρχει η δυνατότητα φιλολαϊκής διαχείρισης ενός προγράμματος που έχει σαν στόχο την εγκαθίδρυση μιας σκληρής και βάρβαρης κοινωνικής κατάστασης, όπου οι άνθρωποι δεν θα έχουν δικαιώματα. Γνωρίζαμε ότι αποτελούσε μία ψευδαίσθηση από τα προηγούμενα χρόνια.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Finance & Markets Voice, την Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Τροποποιώντας το «λειτουργικό σύστημα» της Αριστεράς

Δεν είναι εύκολο να αποτιμηθεί το βάθος των συνεπειών από το γεγονός ότι μια κυβέρνηση με αναφορά στην Αριστερά συνεχίζει την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής. Αυτό το συντριπτικό πλήγμα στην αριστερή εκδοχή της αντίστασης στη σύγχρονη απολυταρχία ενεργοποιεί νέες δυναμικές στο κοινωνικό σώμα: η Αριστερά βαθμιαία αλλά γρήγορα εγγράφεται στις καθεστωτικές δυνάμεις που πλήττουν τις ήδη εξουθενωμένες λαϊκές τάξεις και δημιουργούνται ευνοϊκές προϋποθέσεις είτε για την κανονικοποίηση της βαρβαρότητας είτε για την άνοδο του εθνικισμού και της ακροδεξιάς. Η αριστερή λιτότητα σε συνδυασμό με τη γεωπολιτική, πολεμικού χαρακτήρα ένταση στην ευρύτερη περιοχή, τις τρομοκρατικές ενέργειες και τα προσφυγικά ρεύματα διευρύνουν δυσμενώς το όριο του τι μπορεί να συμβεί στην ελληνική κοινωνία στο μέλλον.

Αυτή η διαπίστωση καθιστά σήμερα ακόμη πιο επίκαιρη τη συζήτηση αναφορικά με τους τρόπους και τις μεθόδους οργάνωσης των λαϊκών τάξεων ώστε να αποκτήσουν ανθεκτικότητα απέναντι σε απρόβλεπτες εξελίξεις, την εμπέδωση της χρηματοοικονομικής απολυταρχίας και την ενίσχυση της ακροδεξιάς. Για να ανταποκριθούμε στις σημερινές προκλήσεις είναι απαραίτητη μια ριζική μεταστροφή νοοτροπιών και προσανατολισμού σε μια κατεύθυνση παραγωγής οικονομικής και κοινωνικής ισχύος υπό τον έλεγχο των πολιτών. Στόχος είναι η σχετική αυτονομία βασικών λειτουργιών που σήμερα ελέγχονται από κέντρα στα οποία δεν έχουμε πρόσβαση ή επιρροή. Η εν λόγω αυτονομία είναι αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση της όποιας πολιτικής πρωτοβουλίας θέτει την επιβίωση του λαού, την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την ανάσχεση του φασισμού στο επίκεντρο.

Σε προηγούμενο άρθρο είχα υποστηρίξει ότι, χωρίς τη διεύρυνση της αυτονομίας της, η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορεί να επιβιώσει με αξιοπρέπεια ούτε να αντιμετωπίσει με στοιχειώδη επάρκεια ενδεχόμενες καταστάσεις κατάρρευσης ή αναστολής του κλασικού οικονομικού κυκλώματος. Σε άλλο άρθρο υποστήριξα ότι είμαστε πολύ πιο δυνατοί από ό,τι επιτρέπουμε στον εαυτό μας να αντιληφθεί όσο μένουμε προσκολλημένοι σε καθιερωμένα φαντασιακά και πολιτικές φόρμες. Εδώ θα αναφερθώ σε κάποιες σκέψεις αναφορικά με την τροποποίηση πτυχών της παραδοσιακής αριστερής πρακτικής, οι οποίες μπορεί να φανούν χρήσιμες σε μια Αριστερά που ευελπιστεί να είναι σχετική με την περίοδο, ικανή να αξιοποιήσει τις σημερινές δυνατότητες και χρήσιμη στον ελληνικό λαό.

Η παραδοσιακή αριστερή πολιτική μεθοδολογία οργανώνεται γύρω από την αντιπροσωπευτική δημοκρατική λειτουργία: στήριξη κινημάτων και αιτημάτων που απευθύνονται στην εκλεγμένη κυβέρνηση και το κράτος, σύνταξη πολιτικού προγράμματος, διαμόρφωση κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, εκλογικός αγώνας, επιδίωξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και συγκρότηση κυβέρνησης με σκοπό την εφαρμογή του προγράμματος. Αυτή η μεθοδολογία προϋποθέτει ότι η άλλη πλευρά, οι ελίτ, δεσμεύεται από τους κανόνες της δημοκρατικής αντιπροσωπευτικής λειτουργίας: αν μια εκλεγμένη κυβέρνηση πλήττει τα συμφέροντά τους, οι ελίτ σέβονται το δικαίωμά της να εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική (τουλάχιστον εμφανίζονται να διατηρούν ένα πρόσχημα σεβασμού) και οργανώνουν μέσω των πολιτικών φορέων που τις εκπροσωπούν πολιτικό αγώνα, ώστε μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες να υπάρξει κυβερνητική αλλαγή προς την κατεύθυνση που επιθυμούν. Όμως, γνωρίζαμε εδώ και καιρό ότι οι ελίτ δεν δεσμεύονται πλέον από αυτούς τους κανόνες. Αυτή είναι η επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού. Τα τελευταία 30 χρόνια διευρύνεται μια σύγχρονη απολυταρχία που ανέχεται τη δημοκρατική μορφή αλλά όχι και την ουσία της: την πρόσβαση των πολιτών χωρίς οικονομική ισχύ στις κρίσιμες αποφάσεις για τις κοινωνίες.

Η παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία της Αριστεράς (όπως αυτή εκφυλίστηκε μέσα στη φαινομενική θαλπωρή της «εύρωστης» πολιτικής και θεσμικής οργάνωσης των δυτικών κοινωνιών) διέπεται αυθόρμητα από την πίστη ότι η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας εξασφαλίζει ένα ποσό ισχύος ικανό να επιτύχουμε την ικανοποίηση βασικών κοινωνικών αιτημάτων. Αυτό όμως δεν ισχύει εδώ και καιρό (αν ίσχυε ποτέ στο βαθμό που το χρειαζόμαστε σήμερα). Η προσκόλληση στην εν λόγω πολιτική μεθοδολογία κατέστησε την Αριστερά ατροφική ως προς τη δυνατότητά της να συμβάλει στην παραγωγή εκ νέου λαϊκής ισχύος από την ίδια την αυτο-οργάνωση των ανθρώπων. Όμως, η δημοκρατία δεν υπάρχει πια αν δεν έχεις την ισχύ να την επιβάλλεις. Τα «καύσιμα» από την παραγωγή ισχύος των προηγούμενων γενιών τελείωσαν. Δεν έχουμε πια ως λαϊκές τάξεις την ισχύ ώστε να επιβάλλουμε τη συμμετοχή μας στις κρίσιμες αποφάσεις. Τώρα πια, αν θέλουμε να έχουμε δημοκρατία και αξιοπρεπή ζωή, πρέπει να παράγουμε και την ισχύ που χρειαζόμαστε για να τα επιβάλουμε.

Για να υπηρετήσουμε μια στρατηγική που παράγει εκ νέου ισχύ, απαιτείται ένας ριζικός μετασχηματισμός νοοτροπιών, μεθοδολογίας, φαντασιακού και οργανωσιακής διάταξης. Απαιτείται πρώτα από όλα η μετατόπιση του «κέντρου βάρους» της πολιτικής μεθοδολογίας, από την εκφώνηση και εκπροσώπηση «απόψεων και προγραμμάτων» που είναι στον «αέρα» αφού βασίζονται στην υποτιθέμενη δέσμευση των ελίτ στο δημοκρατικό παιχνίδι («αποκλείεται να μας πουν όχι») στην ενίσχυση/καλλιέργια/υποβοήθηση/διασύνδεση/αναβάθμιση/συντονισμό των παραγωγικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων των ίδιων των πολιτών. Αντί να επικεντρωνόμαστε αποκλειστικά στην πολιτική εκπροσώπηση των λαϊκών τάξεων, πρέπει να είμαστε σε θέση να συμβάλουμε στη διαμόρφωση μιας ισχυρής οργανωσιακής ραχοκοκαλιάς για τη διαμόρφωση αυτόνομων (από τα κέντρα ελέγχου των ελίτ), ανθεκτικών και δυναμικών δικτύων συνεταιριστικών παραγωγικών μονάδων και διανομής, τοπικών «κυττάρων» αυτο-κυβέρνησης, δημοκρατικού ελέγχου τοπικών υποδομών και ενεργειακών συστημάτων, αυτο-οργανωμένων δομών κάλυψης κοινωνικών αναγκών κ.ο.κ. Η αυτονομία βασικών λειτουργιών ισοδυναμεί με παραγωγή οικονομικής και κοινωνικής ισχύος, η οποία είναι απαραίτητη ώστε οι παραδοσιακές μορφές πολιτικού αγώνα και εκπροσώπησης να αποκτήσουν ανθεκτικότητα και δυνατότητα πραγματικής ηγεμονίας σε επιχειρησιακό επίπεδο.

Η παραδοσιακή Αριστερά, όπως κατέδειξε το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ, παραμένει αδιάφορη απέναντι στις υπαρκτές σημερινές δυνατότητες, αδυνατώντας να κατανοήσει ότι η μόνη πηγή ισχύος για να επιτύχει οτιδήποτε είναι ακριβώς οι ενσωματωμένες δυνατότητες των ανθρώπων. Ήταν σύνηθες τα τελευταία χρόνια φίλοι και γνωστοί που γνωρίζουν καλά έναν τομέα να ζητούν από τους οργανωμένους στον ΣΥΡΙΖΑ κάποιο τρόπο να βοηθήσουν στον συγκεκριμένο τομέα. Η ικανότητα απορρόφησης αυτής της διαθεσιμότητας υπήρξε απογοητευτική. Επιπρόσθετα, η παραδοσιακή νοοτροπία της Αριστεράς δεν αναγνωρίζει τη σημασία των ενσωματωμένων ικανοτήτων των μελών της, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην ιδιαίτερη πολιτική τους ταυτότητα και τη «χρησιμότητά» τους σε ένα εσωτερικό παιχνίδι εξουσίας. Αν κάτι πρόσφεραν στις ΟΜ τα δίκτυα αλληλεγγύης, ήταν η αναγνώριση των δεξιοτήτων των μελών ως σημαντικό στοιχείο τους στο πλαίσιο της ζωής της οργάνωσης.

Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια συλλογική μορφή και λειτουργία με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία εκπαιδεύει το κομματικό δυναμικό οξύνοντας συγκεκριμένες δεξιότητες: η πολιτική ικανότητα επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στη διαμόρφωση προγράμματος, την πολιτική ρητορική (κεντρική εκφώνηση, εξορμήσεις, καμπάνιες), την πολιτική συμμαχιών, τον προεκλογικό αγώνα κ.ο.κ. Στο εσωτερικό, τα μέλη αναλώνονται σε παιχνίδια εξουσίας και επιρροής μέσα σε κομματικές διαδικασίες ώστε να τροποποιήσουν την πολιτική εκφώνηση και το στίγμα του προγράμματος προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Δεν αναφέρομαι στην «κακή» εκδοχή της παραπάνω διαδικασίας (προσωπικές στρατηγικές, καταπάτηση συλλογικών κανόνων, υποτίμηση δημοκρατικών διαδικασιών, αδιαφανείς διαδικασίες απόφασης κ.ο.κ), γιατί η τροποποίηση στη μεθοδολογία που απαιτούν οι περιστάσεις υπερβαίνει την ανάγκη αντιμετώπισης τέτοιων παθογενειών.

Η μετατόπιση του «κέντρου βάρους» της πολιτικής μεθοδολογίας, από την εκπροσώπηση «απόψεων» στην υποστήριξη και καλλιέργεια της δράσης των πολιτών, τροποποιεί και τα κριτήρια αξιολόγησης και επιτυχίας. Βασικό κριτήριο επιτυχίας είναι ο αριθμός των ανθρώπων που εμπλέκονται στην ανάπτυξη του δικτύου παραγωγής ισχύος, ο βαθμός και η ένταση της «εξόρυξης» των δυνατοτήτων τους για την ενδυνάμωση του δικτύου, αλλά και η μεθοδική προετοιμασία διασύνδεσης κρατικών, θεσμικών και άλλων δομών με το εν λόγω δίκτυο (μέσω του μετασχηματισμού τους) όταν και αν κάτι τέτοιο γίνει δυνατό. Τα παραπάνω κριτήρια αξιολόγησης προάγουν με τη σειρά τους συγκεκριμένες δεξιότητες στο προφίλ των εμπλεκόμενων ανθρώπων: δεξιότητες εύρυθμης και αποτελεσματικής δημοκρατικής, συλλογικής λειτουργίας και ποιότητες που ενδυναμώνουν τη συνεργασία. Η δημοκρατία και η συνεργασία δεν είναι πλέον ένα «δέον», κάτι που επιτελούμε «από καθήκον», αλλά αποκτά νευραλγική επιχειρησιακή σημασία: η παραγωγή ισχύος που χρειαζόμαστε προκύπτει από την απελευθέρωση των δυνατοτήτων των ανθρώπων. Αυτές οι δυνατότητες απελευθερώνονται και γίνονται ενεργές μόνο όταν οι άνθρωποι συνεργάζονται ισότιμα στη βάση ενός κοινού στόχου και όταν αναγνωρίζεται η αξία των ενσωματωμένων δυνατοτήτων τους με το να μεταβιβάζονται σε αυτούς οι αποφάσεις που σχετίζονται με αυτές.

Εδώ εντάσσεται και ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που σχετίζεται με το πολιτικό φαντασιακό της παραδοσιακής Αριστεράς. Για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε σοβαρά μια τέτοια πολιτική στρατηγική, χρειαζόμαστε ένα νέο μοντέλο ηγεσίας (leadership). Δεν αναφέρομαι μονάχα στην κεντρική ηγεσία, αλλά στην ηγετική λειτουργία που διέπει όλα τα επίπεδα ενός σύνθετου οργανισμού. Η ηγεσία είναι μια πραγματική, δομική συνέπεια των σύνθετων οργανισμών. Παράγεται από την ανάγκη διασύνδεσης πολλών μερών ενός σύνθετου συστήματος. Η επαφή μεταξύ των μερών δεν εμπλέκει το σύνολο του εκάστοτε μέρους και σε αυτό το σημείο αναδύεται η ηγεσία ως λειτουργία [1]. Ο πολιτικός προσανατολισμός ανάπτυξης ενός δικτύου παραγωγής λαϊκής ισχύος απαιτεί μια ηγεσία που δεν εμφανίζει τη ροπή απόσπασης αποφάσεων από τα υπόλοιπα μέλη του εκάστοτε μέρους του δικτύου, λόγω του ότι έχει μεγαλύτερη πρόσβαση στην πληροφορία και άμεση διασύνδεση με περισσότερους κόμβους του δικτύου [2]. Και τούτο διότι, αν η ισχύς του δικτύου παράγεται από την «εξόρυξη» ενσωματωμένων δυνατοτήτων όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων και αυτή η «εξόρυξη» είναι δυνατή μόνο όταν οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση στις αποφάσεις που σχετίζονται με αυτές τις δυνατότητες, τότε το μοντέλο ηγεσίας που αντιστοιχεί σε αυτή τη λογική έχει ως βασικό της χαρακτηριστικό τον συντονισμό των υπολοίπων για να πάρουν τις αποφάσεις.

Μια ηγεσία είναι «καλή» όταν επιτυγχάνει τον καλύτερο και λειτουργικότερο συντονισμό για την παραγωγή μιας απόφασης και όχι όταν λαμβάνει αυτή τις «καλύτερες» αποφάσεις. Καθ’ υπερβολή, η ηγεσία είναι αδιάφορη ως προς το περιεχόμενο των επιμέρους αποφάσεων και εστιάζει στην εύρυθμη λειτουργία, συντονισμό και διασύνδεση των κόμβων ενός σύνθετου δικτύου δημοκρατικών διαδικασιών απόφασης μεταξύ συνεργατικών ομάδων παραγωγής ισχύος. Κύριο μέλημά της είναι η διαρκής αναβάθμιση αυτής της λειτουργίας, η ενσωμάτωση νέων μεθόδων και εργαλείων, η αξιοποίηση της πείρας για τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών κ.ο.κ [3]. Με άλλα λόγια, αν αποσπάμε αποφάσεις από τους ανθρώπους αποδυναμωνόμαστε, γιατί δεν επιτρέπουμε τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους. Και αυτό ισοδυναμεί με «κακή» ηγεσία.

Για την ανάπτυξη τέτοιου τύπου ποιοτήτων και νοοτροπιών υπάρχει αρκετή τεχνογνωσία την οποία πρέπει να αξιοποιήσουμε στο έπακρο. Πολλές φορές ενώ συμφωνούμε ότι πρέπει να «εμπλέξουμε» την κοινωνία, δεν γνωρίζουμε πώς να το κάνουμε με τρόπο που πραγματικά εμπνέει, διαρκεί στον χρόνο και φέρνει ουσιαστικά αποτελέσματα. Αυτό όμως είναι απολύτως λογικό, γιατί απαιτεί ικανότητες και γνώσεις που δεν προάγονται από την παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία ή αναπτύσσονται σε περιορισμένο βαθμό και με δυσλειτουργικό τρόπο. Ακόμη χειρότερα, μπορεί να διαθέτουμε ως άτομα τέτοιες ικανότητες, οι οποίες όμως αποκλείονται από πολιτικούς οργανισμούς που αδιαφορούν για αυτές.

Συνεπώς, μπορούμε να φανταστούμε μια αταξινόμητη με παραδοσιακούς όρους, υβριδική πολιτικό-κοινωνική συλλογικότητα η οποία κατά κύριο λόγο συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας ραχοκοκαλιάς που ενισχύει, διασυνδέει, διευκολύνει, μεταφέρει τεχνογνωσία στα διάφορα σημεία του δικτύου, ενοποιεί για να αυξήσει τη βιωσιμότητα επιμέρους λειτουργιών, συμβάλει στη δημιουργία καινοτόμων θεσμίσεων που ενισχύουν συνολικά τις επιμέρους λειτουργίες και καλλιεργούν σχετικές νοοτροπίες κοκ. Μια τέτοια «οργάνωση» που έχει επιτύχει μια καλύτερη στάθμιση μεταξύ πολιτικής αντιπροσώπευσης και παραγωγής ισχύος μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για τη διαμόρφωση ενός δικτύου παραγωγής λαϊκής ισχύος, η οποία είναι απαραίτητη για να ανταποκριθούμε στην πίεση που δέχεται η κοινωνία από τη σύγχρονη απολυταρχία και στους κινδύνους που ανοίγονται μπροστά μας.

______________________

Σημειώσεις

[1] Δεν εξαντλώ προφανώς όλες τις πτυχές της έννοιας της ηγεσίας.

[2] Σε αυτό το σημείο ας κρατήσουμε ότι η ψηφιακή τεχνολογία και συγκεκριμένα η μεγάλη ταχύτητα διάδοσης της πληροφορίας σε πραγματικό χρόνο και η ευκολία όλων στην πρόσβαση σε δεδομένα για διαδικασίες που γίνονται παράλληλα σε διαφορετικά σημεία του συστήματος, ενδεχομένως διευκολύνει την ανάπτυξη ενός διαφορετικού μοντέλου ηγεσίας, αμβλύνοντας την τάση απόσπασης αποφάσεων από τους κόμβους επικοινωνίας.

[3] Στο βιβλιαράκι «Λογική και Μέθοδος μιας Αριστερής Κυβέρνησης» αναφέρονται στοιχεία μιας παρόμοιας νοοτροπίας διακυβέρνησης σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής, που σχετίζονται με το μοντέλο ηγεσίας που απαιτούν οι συνθήκες.

 

*Δημοσιεύθηκε στο RedNotebook στις 22/12/2015

Περίεργες εκλογές

Στην προεκλογική ατμόσφαιρα αποτυπώνεται το πλήγμα στη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία που υπέστη η χώρα στη διαπραγμάτευση. Η διαπραγμάτευση ολοκληρώθηκε με την ανοικτή απόρριψη της δημοκρατίας σε αυρωπαϊκό έδαφος. Πρόκειται για ένα κορυφαίο ιστορικό γεγονός που δεν πρέπει να υποτιμάμε την εμβέλειά του επειδή ενδεχομένως μπορούσαμε να εκτιμήσουμε εκ των προτέρων ότι θα συμβεί, λαμβάνοντας υπόψη την αντιδημοκρατική, νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική της ευρωζώνης και της ΕΕ.

Η διαπραγματευση ολοκληρώθηκε με την επιβολή μιας τιμωρητικής συμφωνίας μέσα από έναν ωμό εκβιασμό: συνθηκολόγηση ή άτακτη χρεοκοπία. Οι βασικές λειτουργίες της ελληνικής κοινωνίας ελέγχονται από θεσμούς που έχουν πλήρως αυτονομηθεί από τη λαϊκή βούληση, καταργώντας ουσιαστικά τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία. Η ροή του χρήματος η οποία ελέγχεται από την ΕΚΤ και οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις θέτουν σε κίνηση τις βασικές λειτουργίες της κοινωνίας μας. Υπό την απειλή αναστολής των βασικών λειτουργιών η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί τις εντολές των θεσμών που πραγματικά έχουν την εξουσία μέσω του ελέγχου του χρήματος και των πόρων. Στη διαπραγμάτευση δεν ηττήθηκε απλά ένα κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μια ολόκληρη κοινωνία. Η ελληνική κοινωνία με ανοικτό και δημόσιο τρόπο έχει μπει στον γύψο από θεσμούς για τους οποίους η γνώμη των πολιτών είναι απολύτως αδιάφορη.

Το γεγονός ότι διενεργούνται εκλογές σε ένα τέτοιο καθεστώς ανελευθερίας και αντιδημοκρατικής επιβολής εξηγεί το περίεργο κλίμα που επικρατεί. Η άρρητη αποδοχή αυτής της κατάστασης και η προσπάθεια να συνεχιστεί το πολιτικό “παιχνίδι” ως εαν να μην έχει ακυρωθεί ευτελίζει την πολιτική λειτουργία και τους αντίστοιχους θεσμούς, αναδύοντας μια έντονη αίσθηση παρακμής. Επίσης, κανονικοποίει την ωμή επιβολή του ισχυρού, αναγορεύοντας το “δίκιο του ισχυρού” σε κυρίαρχη κοινωνική νόρμα στα μυαλά και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Βαθμιαία αλλά γρήγορα, η ορθολογικότητα, η πολιτοφροσύνη και ο αλληλοσεβασμός θα υποχωρούν.

Μέχρι να ανακτήσουμε κάποιου είδους αυτονομία ως κοινωνία μέσα από την μερική έστω απόσπαση των βασικών λειτουργιών από τον έλεγχο των αντιδημοκρατικών θεσμών, η απειλή του ξαφνικού θανάτου θα επικρέμεται ακυρώνοντας τη δημοκρατία και εμβαθύνοντας την κοινωνική και πολιτική παρακμή. Είναι ύψιστη υποχρέωση για κάθε πολίτη αυτής της χώρας να κινητοποιηθεί ώστε να καταφέρουμε να αποσπάσουμε τον έλεγχο των βασικών λειτουργιών της κοινωνίας μας. Είναι ζητούμενο σήμερα να αναδυθούν κοινωνικοί και πολιτικοί σχηματισμοί με εντελώς διαφορετική νοοτροπία και μεθοδολογία και κύριο στόχο ένα τέτοιο σχέδιο αυτονόμησης. Ένα σχέδιο πολυπρόσωπο που θα αναζωογονήσει την πολιτική και τη δημοκρατία, επινοώντας νέες μορφές συμμετοχής και συλλογικής επιβίωσης. Όμως, η παραδοσιακή πολιτική που ενταφιάστηκε στη διαπραγμάτευση κυριαρχεί ακόμη αδρανειακά σε αυτές τις εκλογές. Γι’αυτό αυτές φαίνονται τόσο περίεργες.

*Δημοσιεύθηκε στην FmVoice στις 06/09/2015

Νέα φάση, νέα πολιτική στρατηγική

Την προηγούμενη Δευτέρα ολοκληρώθηκε μια βαθιά τομή στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Αναφέρομαι στο συντελεσμένο πολιτικό γεγονός της κατάλυσης της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας και εν τέλει της ελευθερίας μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας. Από τη μια μεριά είχαμε την εξάντληση όλων των δημοκρατικών εργαλείων και από την άλλη τον κλιμακούμενο εκβιασμό που έφτασε μέχρι τον «ξαφνικό θάνατο» που ακόμη επικρέμαται πάνω από την Ελλάδα. Η σύγκρουση δημοκρατίας και απολυταρχίας έληξε με βαρειά ήττα της δημοκρατίας. Οι δανειστές επέβαλαν μια συνθηκολόγηση τιμωρητική, ταπεινωτική και βάρβαρη στην κυβέρνηση, στον ΣΥΡΙΖΑ και τον ελληνικό λαό.

Μπροστά στη νέα απολυταρχική φάση που εισερχόμαστε είναι απαραίτητο ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και όλες οι δημοκρατικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις να επανεπεξεργαστούν την πολιτική τους στρατηγική, λαμβάνοντας υπόψη την πείρα από την προηγούμενη φάση και τα πολιτικά χαρακτηριστικά της νέας. Αν και η αποτίμηση της προηγούμενης φάσης και η κριτική προσέγγιση στην πολιτική μεθοδολογία που επικράτησε στον ΣΥΡΙΖΑ έχει μια αυτονομία, βασικά της σημεία είναι απαραίτητα για να χαράξουμε στρατηγική στη νέα φάση.

Η αντίληψη, από το 2012 και μετά, ότι το καθήκον μας ήταν η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και η συγκρότηση αριστερής κυβέρνησης με παραδοσιακούς πολιτικούς όρους δεν αντιστοιχούσε στα αναδυόμενα απολυταρχικά χαρακτηριστικά του πολιτικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο θα καλούμασταν να υπερασπιστούμε τη δημοκρατική βούληση του λαού για αξιοπρέπεια. Η διάταξη πόρων και στελεχιακού δυναμικού από το 2012 και μετά προσανατολίστηκε στην καθιερωμένη κοινοβουλευτική δραστηριότητα, τη στιγμή που ο αντίπαλος την υποβάθμιζε στρατηγικά. Αντιθέτως, θα έπρεπε να διοχετευτούν κατά προτεραιότητα στη δημιουργία κοινωνικών και παραγωγικών δομών και θεσμίσεων που θα διαμόρφωναν υποδομές και νοοτροπίες κατάλληλες για την τροφοδότηση μιας αριστερής κυβέρνησης με πραγματική ισχύ. Γιατί υπάρχουν δύο πηγές ισχύος στις κοινωνίες: το χρήμα και οι ενσωματωμένες δυνατότητες των ανθρώπων. Δεν φροντίσαμε να μεγιστοποιήσουμε την άντληση ισχύος από τη μόνη πηγή που μπορούσαμε να έχουμε πρόσβαση.

Επιπρόσθετα, έπρεπε, από το 2012, στελέχη μας να αναλάβουν αποκλειστικά τη συστηματική προετοιμασία τόσο της επικείμενης διακυβέρνησης ανά τομέα όσο και της διαπραγμάτευσης με επιχειρησιακούς όρους. Αντ’ αυτού αναλωθήκαμε σε προγραμματικές επεξεργασίες που προϋπολόγιζαν ότι θα κυβερνήσουμε σε συνθήκες εύρωστης αστικής δημοκρατίας. Αυτή η λανθασμένη εκτίμηση ευθύνεται μερικώς και για την καθησυχαστική ρητορική του τύπου «αποκλείεται να μας πουν όχι».

Επίσης, κυριάρχησε η συζήτηση για το τι μέρος του χρέους θα διαγράψουμε ή τι νόμισμα θα έχουμε ως εάν να διαθέταμε τα μέσα και τα εργαλεία για οποιαδήποτε επιλογή. Γιατί π.χ. τόσο η έξοδος όσο και η παραμονή στο ευρώ με όρους αυτονομίας και ελευθερίας κινήσεων προϋποθέτει υποδομές, θεσμίσεις, εργαλεία και μεθοδολογία που δεν «σκεφτήκαμε» ότι μας είναι απαραίτητα προϋπολογίζοντας ότι το κράτος, η κυβέρνηση και ο σεβασμός στη δημοκρατία από τους αντιπάλους είναι αρκετά για να επιτύχουμε τους όποιους πολιτικούς μας στόχους.

Οι υλικοί όροι καθορίζουν το εύρος της πολιτικής στρατηγικής, γι’ αυτό και θεωρώ ότι ο τρόπος διάταξης των δυνάμεών μας από τότε ήταν καθοριστικός για την πορεία μας. Κρίσιμο ρόλο έπαιξε και η κυριαρχία της παραδοσιακής μεθοδολογίας και του αντίστοιχου πολιτικού φαντασιακού στην πορεία προς την εξουσία. Ενδεικτικές περιπτώσεις είναι η σπατάλη χρόνου και ενέργειας για την περιβόητη πολιτική συμμαχιών και οι προσωπικές ή ομαδικές στρατηγικές για το πλασάρισμα στη Βουλή και την κυβέρνηση, αντί του μεθοδικού σχεδιασμού και συγκρότησης με κριτήρια αποτελεσματικότητας μιας επιχειρησιακά άρτιας και οργανωσιακά συνεκτικής πολιτικής μηχανής για να αντιμετωπίσει το τεχνοκρατικό δυναμικό της σύγχρονης απολυταρχίας.

Σήμερα, στη νέα φάση, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να εκπονήσει μια πολιτική στρατηγική απελευθέρωσης της πατρίδας από τη σύγχρονη απολυταρχία και την αποκατάσταση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Απαραίτητος όρος είναι ο ενστερνισμός επιτέλους των παραπάνω κατευθύνσεων που θα έπρεπε να υιοθετήσουμε από το 2012. Δηλαδή, να δώσει έμφαση στην οργανωσιακή και επιχειρησιακή αναβάθμισή του ώστε να λειτουργήσει με καινοτόμο τρόπο ως συντονιστής των τεράστιων δυνατοτήτων που υπάρχουν στην κοινωνία μας και οι οποίες είναι καθοριστικές σε μια πορεία απελευθέρωσης. Το ζήτημα δεν είναι αν υπάρχει τώρα ένα τέτοιο σχέδιο, αλλά αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποκτήσει άμεσα έναν τέτοιο προσανατολισμό ώστε να προκύψει.

Υπό την απειλή της χρεοκοπίας είμαστε εγκλωβισμένοι. Χρειάζεται λοιπόν και ένας οδικός χάρτης απεμπλοκής του ΣΥΡΙΖΑ από την εφαρμογή ενός πραξικοπηματικά επιβεβλημένου σκληρού Μνημονίου με αυξημένους βαθμούς υποτέλειας. Οι λεπτομέρειες είναι δουλειά όλων μας ώστε να διαμορφώσουμε τον βέλτιστο τρόπο απεγκλωβισμού σε μια επικίνδυνη και ναρκοθετημένη περίοδο. Μετά από μια βαριά ήττα δεν μπορεί παρά να έχουμε υψηλό κόστος. Το ζήτημα είναι να το διαχειριστούμε με τρόπους που δεν θα διαλύσουν τις σχέσεις μας με τα λαϊκά στρώματα, ώστε να είμαστε ανθεκτικοί στα πλήγματα του συστήματος το επόμενο διάστημα και να είμαστε σε θέση να επανέλθουμε, αυτή τη φορά με εντελώς διαφορετική νοοτροπία, μεθοδολογία και ρητορική.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής στις 19/07/2015

#ThisIsACoup ή πόσο κοστολογείται η Δημοκρατία

Η τελευταία σύνοδος κορυφής δεν αφήνει πλέον καμιά αμφιβολία ότι οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ είναι αποφασισμένες να τελειώσουν οριστικά με τη δημοκρατία στη Γηραιά Ήπειρο. Η φυσιογνωμία της συμφωνίας που προέκυψε συνιστά πρότυπο κατάλυσης της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Συνιστά αναβάθμιση της μνημονιακής εποπτείας σε καθεστώς άμεσου ελέγχου κρίσιμων εξουσιών από μη εκλεγμένες αρχές. Αποτυπώνει τον χαρακτήρα της σύγχρονης απολυταρχίας που επιχειρείται να επιβληθεί στο ευρωπαϊκό έδαφος.

Η συμφωνία έχει τιμωρητικό περιεχόμενο. Δεν σχετίζεται με την ανάκαμψη μιας ρημαγμένης κοινωνίας και οικονομίας, αλλά με την περαιτέρω βύθισή της. Ο ελληνικός λαός πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά για το «θράσος» του να αμφισβητήσει την χωρίς έλεος υποβάθμιση και παρακμή του. Επιπρόσθετα, η συμφωνία συνιστά οδικό χάρτη για την ταπείνωση του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης. Η απαίτηση ψήφισης σκληρών μέτρων ως προαπαιτούμενο για την έναρξη συζήτησης για νέο Μνημόνιο με το πρόσχημα ότι πρέπει να ανακτηθεί η «αξιοπιστία» ισοδυναμεί με εξευτελισμό. Η κυβέρνηση στερείται «αξιοπιστίας» επειδή έμεινε πιστή στη λαϊκή βούληση/έκκληση να σταματήσει η μνημονιακή καταστροφή και επειδή έδωσε τον λόγο στον ελληνικό λαό σε μια κρίσιμη στιγμή. Δηλαδή για να αποκτηθεί η «αξιοπιστία» πρέπει να δείξει η κυβέρνηση ότι είναι διατεθειμένη να πλήξει τον λαό της και να απαρνηθεί τη δημοκρατία.

Έχω την αίσθηση ότι η στρατηγική επιδίωξη των οικονομικών και πολιτικών ελίτ δεν είναι η σε βάθος χρόνου εφαρμογή από τον αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ μνημονιακής πολιτικής. Ο στόχος είναι η ταχύτατη διάρρηξη της στιβαρής σχέσης του ΣΥΡΙΖΑ με τις τεράστιες μάζες που έχουν πληγεί τα τελευταία χρόνια. Η ψήφιση σκληρών μέτρων ως προαπαιτούμενο για ένα νέο Μνημόνιο επιδιώκει να αποκόψει τον ΣΥΡΙΖΑ από τα κοινωνικά του στηρίγματα, δηλαδή από τη μοναδική πηγή άντλησης δύναμης και ισχύος. Όταν επιτευχθεί αυτή η διάρρηξη, ο ΣΥΡΙΖΑ πλήρως αποδυναμωμένος θα δεχθεί τα τελευταία πλήγματα για να συντριβεί και όχι για να εφαρμόσει Μνημόνιο.

Η αφήγηση που ήδη ετοιμάζεται είναι ότι για τα δεινά που με μανία θα επιφέρουν οι δυνάμεις της απολυταρχίας την επόμενη ημέρα της συντριβής του ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική κοινωνία θα φταίει η Αριστερά. Και αν η Αριστερά κάτω από την απειλή του «ξαφνικού θανάτου» συνθηκολογήσει σήμερα και στραφεί εναντίον του λαού, δεν θα έχει λαϊκή υποστήριξη για να αντέξει. Η Ακροδεξιά και ο φασισμός θα μετατρέψουν βαθμιαία σε άβατο για την Αριστερά τις λαϊκές γειτονιές. Γι’ αυτό πρέπει με κάθε τρόπο να αποφευχθεί η διάρρηξη της σχέσης μας με τα λαϊκά στρώματα που με ηρωισμό σήκωσαν το ανάστημά τους στη σύγχρονη απολυταρχία.

Η Αριστερά, αλλά και κάθε δημοκράτης, κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του και νιώθει ευθύνη για την κοινωνία και τις επόμενες γενιές, όταν καταλύεται η δημοκρατία, η ελευθερία και η λαϊκή κυριαρχία, δεν έχει άλλο δρόμο από τον αγώνα. Ακούω με σεβασμό την άποψη που λέει ότι δεν μπορούσαμε να πάρουμε το κόστος της ακαριαίας κατάρρευσης της χώρας. Δεν μπορούσαμε ενδεχομένως στιγμιαία να κάνουμε κάτι τέτοιο διότι αντί της ρητορικής του συνειδητού αγώνα μέχρις εσχάτων για τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία επιλέχθηκε μια καθησυχαστική ρητορική του τύπου «αποκλείεται να μας πουν όχι».

Όμως, ακόμη και έτσι, σήμερα δεν υπάρχει δικαιολογία για τη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε εταίρο της σύγχρονης απολυταρχίας. Σήμερα, η Αριστερά και κάθε δημοκρατική φωνή έχουν καθήκον με ειλικρίνεια να καλέσουν τον λαό να αγωνιστεί για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της λαϊκής κυριαρχίας απέναντι σε κάθε απειλή. Αυτό επιτάσσει η ιστορία των προγόνων μας τόσο ως ελληνικός λαός όσο και ως Αριστερά. Αυτό επιτάσσουν αξίες όπως η δημοκρατία και η ελευθερία. Άλλωστε, όταν η άλλη πλευρά κηρύττει πόλεμο, η ταπεινωτική συνθηκολόγηση είναι πάντα πρόσκαιρη. Αλλά το κόστος της τεράστιο. Γι’ αυτό πρέπει να αποφευχθεί.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 18/7/2015

Όχι στο πιο βαθύ σκοτάδι

Στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου η ελληνική κοινωνία καλείται να πει Όχι στην κατάλυση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας που επιχειρείται τους τελευταίους μήνες. Καλείται να μην συναινέσει στην επιλογή των οικονομικών και πολιτικών ελίτ να αποσπάσουν οριστικά με πραξικοπηματικό τρόπο όλες τις κρίσιμες αποφάσεις από τα χέρια της.

Η ελληνική κυβέρνηση εκβιάστηκε ανοικτά: είτε προδίδει την εντολή που πήρε, συναινεί στην κατάλυση της δημοκρατίας και δεσμεύεται να συνεχίσει την κοινωνική λεηλασία των Μνημονίων είτε η Ελλάδα θα υποστεί οικονομικό πόλεμο μέχρι να ανατραπεί. Το «πρόβλημα» των ελίτ δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ ή ο Τσίπρας, αλλά αυτό που συμβολίζουν με την «εμμονή» τους στην τήρηση της λαϊκής εντολής: την άρνηση αποδοχής της νέας απολυταρχίας και την άρνηση αποδοχής μιας αναξιοπρεπούς ζωής για την πλειοψηφία των πολιτών. Αυτή η «εμμονή» είναι ασυγχώρητη και για αυτό δεν θέλουν συμφωνία.

Από την ελληνική κυβέρνηση δεν θέλουν τίποτα λιγότερο από το να υποταχθεί στα Μνημόνια (να συμφωνήσει δημόσια σε πράγματα που διαφωνεί), να τιμωρηθεί (να υποστεί οικονομικά πλήγματα η χώρα) και να αποτύχει (να πέσει). Δεν θέλουν από την κυβέρνηση μόνο να αποδεχθεί τα Μνημόνια, θέλουν και να πέσει. Στην ευρωπαϊκή μάχη εναντίον της δημοκρατίας οι ελίτ δεν χρειάζονται να περιφέρουν στις άλλες χώρες τη συνθηκολόγηση του Τσίπρα, του ΣΥΡΙΖΑ και του λαού, αλλά την πτώση του Τσίπρα, τη συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ και την ταπείνωση του λαού. Αυτό το σκληρό μήνυμα θέλουν να δώσουν για να αναχαιτίσουν τη διογκούμενη δυσαρέσκεια στην Ευρώπη από τη λιτότητα και την σύγχρονη απολυταρχία που οικοδομείται.

Μπροστά σε εκβιασμούς και τελεσίγραφα, η κυβέρνηση προσέφυγε στους πολίτες. Γιατί ο πραγματικός στόχος, ο πραγματικός αντίπαλος είναι εμείς, οι πολίτες και το δικαίωμά μας να έχουμε λόγο για αυτά που μας αφορούν. Ακούμε ότι το δημοψήφισμα αφορά τη θέση της χώρας στην Ευρωζώνη. Δυστυχώς το δημοψήφισμα αφορά κάτι πολύ πιο βαθύ και υπαρξιακό: αφορά τη θέση της χώρας ανάμεσα στις κοινωνίες που συνεχίζουν να έχουν στοιχειώδη λαϊκή κυριαρχία και δημοκρατία. Ο κίνδυνος δεν είναι η έξοδος της Ελλάδας από ένα κοινό νόμισμα, αλλά η αποδοχή ότι η δημοκρατία δεν χωράει στην Ευρωζώνη.

Η χρηματοδοτική ασφυξία, το κλείσιμο των τραπεζών, η απειλή της χρεοκοπίας κ.ο.κ. συνθέτουν ένα σκηνικό οικονομικού πολέμου ώστε η ελληνική κοινωνία να αποδεχθεί τον μονόδρομο της μνημονιακής παρακμής. Η ανοικτή πλέον προπαγάνδα των ΜΜΕ, οι πολιτικές επιλογές θεσμών και οργάνων της Ευρωζώνης, η τρομοκρατία στους χώρους εργασίας κ.ο.κ. διαμορφώνουν ένα πείραμα βιοπολιτικής που στοχεύει στην υποταγή των πολιτών: να ψηφίσουν Ναι στο ότι δεν θα έχει νόημα από εδώ και στο εξής η ψήφος τους σε οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία.

Η σύλληψη είναι μεγαλειώδης. Αντί να περιορίσουν το εκλογικό δικαίωμα, σήμερα επιχειρούν να περιορίσουν την πολιτική εμβέλεια της καθολικής ψήφου. Η ψήφος δεν θα αφορά τα κρίσιμα θέματα της οικονομίας και της κοινωνίας, αλλά τα πρόσωπα που καλούνται να διαχειριστούν αποφάσεις που υπαγορεύουν οι ελίτ.

Ένα τεράστιο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας έχει κατακρεουργηθεί τα τελευταία πέντε χρόνια. Μέσα από μια απίστευτη μάχη με τον αυταρχισμό, τη βαρβαρότητα και τον κυνισμό των Μνημονίων και της λιτότητας η ελληνική κοινωνία αξίωσε το δικαίωμά της στην επιβίωση στις εκλογές του Ιανουαρίου. Της το αρνήθηκαν πέντε μήνες και την τελευταία βδομάδα βάλλεται από παντού ώστε να τσακιστεί η βούλησή της για επιβίωση. Η μάχη για το Όχι στο δημοψήφισμα είναι μια υπαρξιακή μάχη για τις λαϊκές τάξεις και τους πολίτες που δεν θέλουν να συμβιβαστούν με τη βαθιά και μακρόχρονη παρακμή στην οποία θα μας καταδικάσει το Ναι.

Ακούμε ότι το Όχι μπορεί να προκαλέσει ακόμα περισσότερα δεινά από τη μεριά των δανειστών, ακόμη περισσότερα οικονομικά πλήγματα, ακόμη μεγαλύτερη οικονομική επιδείνωση. Μπορεί. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει τίποτα αφού κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια τις αντιδράσεις των ελίτ μέσα και έξω από τη χώρα, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που επιδεικνύουν παντελή έλλειψη σεβασμού, κοινωνικής υπευθυνότητας και σοφίας.

Ωστόσο, αν επικρατήσει το Ναι δεν υπάρχουν αμφιβολίες για το τι θα συμβεί. Η επικράτηση του Ναι θα σημάνει το πιο βαθύ σκοτάδι για την Ελλάδα και την αρχή τους τέλους για την Ευρώπη. Ας μην έχουμε αυταπάτες. Το Ναι θα ισοπεδώσει την κοινωνία μας. Μια κοινωνία που απεμπολεί το δικαίωμά της να έχει λόγο για αυτά που την αφορούν και συναινεί στη βάρβαρη λεηλασία της είναι μια κοινωνία χωρίς μέλλον, μια κοινωνία που θα ηγεμονεύσει ο ανορθολογισμός, ο κυνισμός και η βαρβαρότητα σε όλα τα επίπεδα.

Ακόμη και όσοι διαφωνούν με την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ έχουν ιερή υποχρέωση να υπερασπιστούν το δικαίωμα της κοινωνίας μας να αποφασίζει αυτή για λογαριασμό της. Μια κοινωνία παραδομένη δεν έχει άλλη προοπτική από την παρακμή. Όταν σου ζητάνε να απεμπολήσεις τη δημοκρατία, τη λαϊκή κυριαρχία, την αξιοπρέπεια και την ελπίδα, τότε υπάρχει μόνο μια απάντηση: Όχι.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής 4/7/2015

Η νηφαλιότητα ως πολιτική αρετή

Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι. Η ελληνική κυβέρνηση επιδίωξε μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία, όμως οι θεσμοί την απέρριψαν. Η άρνηση των θεσμών σε μια συμφωνία αυτού του χαρακτήρα θέτει την Ελλάδα μπροστά σε δύο επιλογές. Η μία επιλογή είναι η συμφωνία στο έδαφος της μνημονιακής λιτότητας, δηλαδή περαιτέρω υφεσιακά μέτρα, απαγόρευση αντιστροφής νεοφιλελεύθερων ρυθμίσεων και συνέχεια της επιτήρησης μέσω της μη οριστικής διευθέτησης του χρέους.

Η άλλη επιλογή είναι η μη επίτευξη συμφωνίας, η οποία θα θέσει σε κίνηση μια σειρά γεγονότων που θα αναταράξουν την ήδη αποσταθεροποιημένη οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Είναι προφανές ότι και στις δύο περιπτώσεις εισερχόμαστε σε μια περίοδο έντονων αναταράξεων και οικονομικής επιδείνωσης.

Η πρώτη επιλογή θα πλήξει τον ΣΥΡΙΖΑ θανάσιμα και την κοινωνία ακόμη περισσότερο. Θα τσακιστεί η μοναδική δημοκρατική ελπίδα για ουσιώδη αλλαγή του ζοφερού παρόντος. Το χτύπημα θα είναι αποφασιστικής σημασίας, καθώς μιλάμε για μια κοινωνία που φέρει ήδη τεράστιες πληγές από τα προηγούμενα πέντε χρόνια. Βαθμιαία, αλλά γρήγορα, η ορθολογικότητα, η πολιτοφροσύνη και ο σεβασμός στην κοινότητα και την κοινωνία θα αποδυναμωθούν στα μυαλά των ανθρώπων και τη συμπεριφορά τους.

Γιατί κάποιος/α να ακολουθεί τους όποιους κανόνες όταν με τον πλέον επίσημο τρόπο μια κυβέρνηση υποχρεώνεται να ακολουθήσει πολιτικές που εξουθενώνουν την κοινωνία και με τις οποίες διαφωνεί; Το «δίκαιο του ισχυρού» θα επικρατήσει ως η μοναδική αξιακή νόρμα συμπεριφοράς.

Χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ να αντιπροσωπεύει την ελπίδα για ουσιώδη αλλαγή και βελτίωση της τραγικής καθημερινότητας, η Χρυσή Αυγή -ή κάτι παραπλήσιο- θα ηγεμονεύσει αργά ή γρήγορα στην πολιτική ζωή αντλώντας από την απελπισία ενός ολοένα διερυνόμενου τμήματος της κοινωνίας που πέφτει στην ανέχεια.

Δεν χρειάζεται να πω τι σημαίνει για μια κοινωνία, την προοπτική και την ευημερία της μια τέτοια εξέλιξη. Πρόκειται για το απόλυτα επιτυχημένο κλείσιμο της μνημονιακής περιόδου που στόχο είχε να μετατρέψει μια ανεπτυγμένη κοινωνία (με πάρα πολλά προβλήματα νοοτροπίας και προσανατολισμού) σε μια παρηκμασμένη και διαλυμένη κοινωνία με τη βούλα της φασιστικής Ακροδεξιάς.

Η κρυφή ελπίδα συστημικών κύκλων ότι η κοινωνία, μετά από τόσα χρόνια λιτότητας και την υποταγή και του ΣΥΡΙΖΑ επιτέλους θα αποδεχθεί τη μοίρα της και θα βγάζει την οργή της με σιωπηρό μη-πολιτικό τρόπο, δηλαδή με τρόπο που δεν διαταράσσει τη φαινονενική «σταθερότητα» μιας απάνθρωπης «κανονικότητας» (διαπροσωπική βία, ναρκωτικά, ψυχικές παθήσεις κ.ο.κ.) είναι τουλάχιστον αφελής. Δεν λαμβάνουν υπόψη ότι μια τέτοια κοινωνική συνθήκη δεν ξορκίζει την παρακμή και τη βαρβαρότητα, αλλά τις μετατρέπει σε ωρολογιακή βόμβα στα σπλάχνα της κοινωνίας, έτοιμες να εκραγούν ανά πάσα στιγμή.

Επιπρόσθετα η συνέχεια της μνημονιακής λογικής θα κλονίσει ακόμη περισσότερο τις διοικητικές και επιχειρησιακές ικανότητες των ελληνικών αρχών καθιστώντας πια υπολογίσιμη την πιθανότητα απειλής της ακεραιότητας της χώρας σε μια γεωπολιτική περιοχή που αποσταθεροποιείται ταχύτατα. Στη νοτιοανατολική Μεσόγειο τα σύνορα και η ειρήνη εξαφανίζονται, ενώ τα Βαλκάνια διχάζονται εκ νέου λόγω της έντασης μεταξύ Δύσης και Ρωσίας.

Η δεύτερη επιλογή θα εγκαινιάσει άμεσα μια περίοδο πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής αναταραχής. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα στριμωχτεί, αλλά θα διατηρήσει την υποστήριξη από τους πολίτες που δεν έχουν τίποτα να χάσουν (αποκόπτοντας τη μετακίνησή τους προς τον φασισμό) και από αυτούς που αξιολογούν τη δημοκρατία και την ελευθερία ως τις πλέον πολύτιμες αξίες για μια κοινωνία.

Βεβαίως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ένταση της πίεσης από τις ελίτ εντός και εκτός της Ελλάδας. Έχουν δείξει ότι δεν έχουν κανένα κατώφλι π.χ. σεβασμού προς τη δημοκρατία, σύνεση και κοινωνική ευθύνη κ.ο.κ. Επίσης έχουν δείξει να επιθυμούν την αναταραχή ως μια κατάσταση ευνοϊκή για την επιβολή μιας νέας βάρβαρης κοινωνικής συνθήκης.

Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι ενδεχομένως διασφαλίζεται η πολιτική βιωσιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει ότι παραμένει στην κοινωνία μας ένας φάρος δημοκρατίας, ελευθερίας και ελπίδας που θα συνεχίσει να τη συγκρατεί από την πτώση της στον ανορθολογισμό, την παρακμή και τον φασισμό.

Μπροστά σε τέτοιες επιλογές εμφανίζεται η δυσκολία αποδοχής από όλους μας, κοινωνία και ΣΥΡΙΖΑ, του γεγονότος ότι χωρίς δική μας υπαιτιότητα το μέλλον προδιαγράφεται δύσκολο. Η καθημερινότητα πρόκειται να διαταραχθεί και οι εξελίξεις θα είναι επώδυνες. Δεν είναι εύκολο να αποδεχθούμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό, ότι δεν μπορούμε να το αποτρέψουμε.

Ωστόσο, όσο πιο γρήγορα ξεπεράσουμε το απολύτως φυσιολογικό αίσθημα μη αποδοχής της πραγματικότητας όταν αυτή γίνεται σκληρή, τόσο πιο γρήγορα θα είμαστε σε θέση να προσαρμοστούμε στις νέες συνθήκες και να γίνουμε αποτελεσματικοί.

Οι αμέτρητες ώρες αγώνων, συνελεύσεων, εκλογών κ.ο.κ. όλα όσα έχουμε κάνει και πάθει τις τελευταίες δεκαετίες, αποκτούν μια διαφορετική διάσταση σήμερα. Μέσα από μια απίστευτη διαδρομή γεννήθηκε αυτό που είμαστε για να είναι σήμερα εδώ. Όλα αυτά μας προετοίμαζαν κατά κάποιο τρόπο για αυτή την κρίσιμη για την πατρίδα μας στιγμή. Ας βαδίσουμε με νηφαλιότητα και αποφασιστικότητα τον δύσκολο δρόμο για τον οποίο έχουμε φτιαχτεί.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 21-06-2015

Μείωση συντάξεων: μια αυτοκτονική απαίτηση

Μια κοινωνία απειλείται με χρεοκοπία επειδή δεν συμφωνεί με την απαίτηση να μειωθούν κι άλλο οι συντάξεις. Η κοινωνία για την οποία μιλάμε είναι η ελληνική. Μια κοινωνία που έχει υποστεί ένα φρικτό οικονομικό έγκλημα με τεράστιες κοινωνικές συνέπειες. Μια κοινωνία όπου παιδιά και εγγόνια συνεχίζουν να διατηρούν κάποια ψήγματα αξιοπρέπειας μέσα από τη σύνταξη των παππούδων και των γιαγιάδων: ένα βοήθημα στο παιδί που σπουδάζει, στο νέο ζευγάρι ανέργων με μικρό παιδί, στο νοίκι, στο φαγητό και στα αλλά βασικά αγαθά πολλών νοικοκυριών.

Οι συντάξεις αυτή τη στιγμή, σε αυτή την κατεστραμμένη κοινωνία είναι ένα από τα τελευταία στηρίγματα για να μην περάσει ακόμη ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας στην ανέχεια και στον συνακόλουθο ανορθολογισμό. Η απομόνωση του ζητήματος των συντάξεων από τη συνολικότερη κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας είναι μια κυνική προσέγγιση. Από την άλλη, βεβαίως, το ασφαλιστικό μαζί με την ανεργία είναι τα πιο εκρηκτικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Χωρίς επανένταξη στην εργασία του εργατικού δυναμικού, δεν υπάρχουν οι απαραίτητοι πόροι για ένα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα σε βάθος χρόνου. Ομως, η μείωση της ανεργίας δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία, θέλει χρόνο. Αν συνυπολογίσουμε και την προαναφερθείσα κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, τότε συνάγεται εύλογα ότι η μόνη σοβαρή λύση είναι η εύρεση έκτακτων πόρων ώστε να διατηρηθούν οι συντάξεις ως δίχτυ ασφαλείας για πολλά νοικοκυριά, μέχρι να επανέλθει στην εργασία ένας ικανός αριθμός ανέργων. Δηλαδή η πρόταση της ελληνικής πλευράς.

Απέναντι σε αυτή την εύλογη πρόταση -που για να υλοποιηθεί αποτελεσματικά θα μπορούσαν να συνδράμουν και οι εταίροι μας με διάφορους τρόπους- συναντάμε μια δογματική προσκόλληση στην υφεσιογόνα και αυτοκτονική πολιτική των περικοπών. Μια προσκόλληση που διανθίζεται με ηθικίστικες ρητορείες περί των παθογενειών του ελληνικού συστήματος. Η ελληνική κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να διορθώσει όσες από αυτές βλάπτουν το δημόσιο συμφέρον. Ομως η ουσία είναι αλλού: ενδιαφέρονται οι εταίροι για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας ή θέλουν ακόμη μεγαλύτερη υποβάθμιση; Η ελληνική κυβέρνηση σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να συμφωνήσει σε δογματικές, κυνικές και αυτοκτονικές απαιτήσεις.

*Δημοσιεύθηκε στο Έθνος στις 20/04/2015