Category Archives: Συγκυρία & διάφορα άλλα

Είναι χρήσιμη η έννοια των κοινών;

Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι τα «κοινά» είναι μια από τις έννοιες με πολύ μεγάλη ταχύτητα διάχυσης ανάμεσα σε όσους και όσες –με διαφορετικές προσεγγίσεις– επιχειρούν να συγκροτήσουν αντιστάσεις, αλλά και να αντιπαρατεθούν δημιουργικά στη ριζική αναδόμηση των ανθρώπινων κοινωνιών σήμερα.

Το ερώτημα είναι αν η έννοια των κοινών είναι γόνιμη στη μεταβατική περίοδο που έχουμε εισέλθει. Δεν αναμένουμε από μια έννοια μια εύκολη και γρήγορη λύση των σημερινών αδιεξόδων, ούτε να αναγορευτεί η έννοια των κοινών σε κάποιου είδους «μαγικό κλειδί», που από μόνη της θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη ριζική αλλαγή πορείας που απαιτείται σήμερα.

Σε συνθήκες όπου οι ελίτ δεν δεσμεύονται από τη δημοκρατική έκφραση της λαϊκής βούλησης και οι βασικές λειτουργίες των κοινωνιών ελέγχονται από θεσμούς στους οποίους οι πολίτες δεν έχουν πρόσβαση, η απελευθέρωση των κοινωνιών και η αποκατάσταση της δημοκρατίας δεν μπορεί πλέον να βασίζεται μόνο στην παραδοσιακή αγωνιστική πολιτική πρακτική. Από την άλλη, αμέτρητες πρωτοβουλίες και εγχειρήματα στο κοινωνικό πεδίο εμφανίζονται αδύναμα, περιθωριακά, απομονωμένα και αποσπασματικά, αντιμετωπίζοντας τις ίδιες δυσκολίες ξανά και ξανά. Δεν φαίνεται να διαθέτουν την «κρίσιμη μάζα» για την απαραίτητη αλλαγή κλίμακας και τη διαμόρφωση ολοκληρωμένων λειτουργικών κυκλωμάτων που θα μπορούσαν να αναβαθμίσουν την επιρροή τους στη γενική πορεία των σύγχρονων κοινωνιών.

Η έννοια των κοινών, λοιπόν, μπορεί να φανεί χρήσιμη με πολλούς τρόπους και σε πολλά επίπεδα στην απαιτητική επανεπινόηση των οργανωσιακών μορφών, των νοοτροπιών, της πολιτικής φαντασίας και μεθοδολογίας που έχουμε ανάγκη. Για να καταστεί χρήσιμο και γόνιμο το πλέγμα ιδεών και εννοιών γύρω από τα κοινά, πρέπει να έχουμε κατά κατά νου ότι δεν πρόοκειται για ένα πλήρως ανεπτυγμένο σύστημα. Είναι μάλλον ένα πορώδες και ανοικτό πλέγμα αρχών, πρακτικών και εννοιών.

Ο «πλούτος» των κοινών

Τα τελευταία χρόνια έχουν αναδυθεί πολλές διαφορετικές οπτικές γωνίες προσέγγισης των κοινών. Το βιβλίο του Ντέιβιντ Μπόλιερ [David Bollier] παρέχει μια σύντομη και απλή εισαγωγή στην έννοια των κοινών όπως αυτή αναδύεται σε ποικίλα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας. Όπως είναι φυσικό, αναπτύσσεται μια έντονη συζήτηση διεθνώς για το ποια οπτική γωνία –ή έμφαση σε μια ορισμένη πτυχή των κοινών– είναι πιο δυναμική για την αναβάθμιση των κινημάτων αντίστασης, λιγότερο ή περισσότερο ενσωματώσιμη, κατάλληλη για την προώθηση ενός εναλλακτικού και ανταγωνιστικού παραδείγματος κ.ο.κ. Ωστόσο, αντι να επιδοθούμε σε μια διαδικασία σύγκρισης διαφορετικών οπτικών, θα πρότεινα να επιδιώξουμε τον εντοπισμό εκείνων των στοιχείων περί κοινών που αναδεικνύει η κάθε οπτική γωνία και πώς θα μπορούσαν αυτά να είναι χρήσιμα για τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής επιβίωσης και χειραφέτησης.

Τα κοινά απέκτησαν μια δυναμική τα τελευταία χρόνια χάρη στην πολύχρονη και συστηματική εργασία της Έλινορ Όστρομ, η οποία μελέτησε συστήματα διαχείρισης πόρων κοινής δεξαμενής (commons pool resources) σε παραδοσιακά δομημένες κοινότητες. Η μελέτη της ανανέωσε το ενδιαφέρον για τα κοινά ως ένα τεχνικό σύστημα διαχείρισης πόρων που διαφοροποιείται από τις αρχές οργάνωσης και τη μεθοδολογία συστημάτων διαχείρισης που βασίζονται είτε στην αγορά είτε στο κράτος.

Επίσης, η έννοια των κοινών αναπτύχθηκε στο πεδίο της ψηφιακής τεχνολογίας, και συγκεκριμένα στις κοινότητες και τις πρακτικές γύρω από το ανοικτό/ελεύθερο λογισμικό. Σήμερα έχει επεκταθεί σε πεδία όπως η συλλογική.δημοκρατική διαχείριση μαζικών δεδομένων, τα συστήματα διαχείρισης ανοικτών δεδομένων και ανοικτού υλικού, κατανεμημένα ψηφιακά χρηματοοικονομικά συστήματα κ.ο.κ.

Όπως συχνά τονίζει ο Μπόλιερ στο βιβλίο του, με νηφαλιότητα και χωρίς μεγαλοστομίες, η έννοια των κοινών προσανατολίζει στη διερεύνηση και ανάπτυξη θεσμών, ρυθμίσεων και κανόνων για μια μετα-καπιταλιστική κοινωνική και θεσμική οργάνωση, θέτοντας στο επίκεντρο της προσοχής το προφανές: η κυριαρχία της λογικής του κέρδους και του ανταγωνισμού δεν μπορεί να αποτελέσει τον πυρήνα των νοητικών και οργανωσιακών μορφών που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των σημερινών προκλήσεων για τις κοινωνίες μας και την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Αυτή η επιλογή είναι κεφαλαιώδης, καθώς φέρνει στην επιφάνεια την πρόκληση ανάπτυξης θεσμίσεων, συστημάτων διαχείρισης και παραγωγής και τύπων διακυβέρνησης που είναι σχετικότερες με τις σημερινές συνθήκες.

Επίσης, η νομική διάσταση των κοινών επερωτά θεμελιακές κατηγορίες του νομικοφιλοσοφικού υποβάθρου της νεωτερικότητας. Η έννοια των κοινών δεν μπορεί να βρει τη θέση της σε μια νομική κοσμοθεώρηση, όπου το δικαίωμα αποτελεί κατηγόρημα που αποδίδεται σε άτομα και η ατομική ιδιοκτησία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της αρχετυπικής σύλληψης της κοινωνίας.

Επιπρόσθετα, η συζήτηση περί κοινών, θέτοντας στο επίκεντρο του προβληματισμού ζητήματα που σχετίζονται με τα αδιέξοδα της σύγχρονης ζωής, προσανατολίζει την προσοχή στην υπαρξιακή ανάγκη των ανθρώπων για συλλογικό νόημα και ανθρώπινη επαφή, πτυχές που το κράτος και η αγορά, όπως έχουν εξελιχθεί σήμερα, δεν είναι σε θέση να προσφέρουν. Η διαχείριση των κοινών είναι µια άλλη µορφή διαχείρισης των κοινωνικών σχέσεων.

Η ενθυλάκωση της οικονομικής δραστηριότητας σε πιο εύρωστα συστήματα διαχείρισης των κοινών, που περιλαμβάνουν περισσότερες διαστάσεις των ανθρώπινων σχέσεων (πέραν αυτής της απρόσωπης συνδιαλλαγής), φαίνεται να είναι πιο σχετικά με τις ανάγκες της περιόδου: για παράδειγμα, οι περίφημες εξωτερικότητες της καθιερωμένης οικονομικής πρακτικής –οι οποίες έχουν οδηγήσει σε παραγωγικές τερατογενέσεις και καταστροφές χωρίς προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία– τοποθετούνται στο επίκεντρο των συστημάτων διαχείρισης των κοινών.

Υπό προϋποθέσεις, η επεξεργασία και περαιτέρω ανάπτυξη τέτοιων συστημάτων διαχείρισης μπορούν να ενδυναμώσουν παραγωγικές νοοτροπίες και πρακτικές ευθέως αντιθετικές με τη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού. Οι εν λόγω νοοτροπίες και πρακτικές με τη σειρά τους είναι σε θέση να αναμετρηθούν με τις συνέπειες της καταστροφικής επίδρασης της λογικής του κέρδους και του ανταγωνισμού στις κοινωνίες μας και το περιβάλλον.

Η έννοια των κοινών άλλοτε σχετίζεται με συστήματα διαχείρισης, άλλοτε με τις κοινωνικές σχέσεις, άλλοτε με βαθύτερα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά (δίπολο ατομικό/συλλογικό, επιμέρους/καθολικό κ.ο.κ) και άλλοτε με κοινωνικές θεσμίσεις. Η έννοια των κοινών συναντά το συνεταιριστικό κίνημα και την αλληλέγγυα οικονομία, αναμετριέται με την έννοια της αξίας και το ρόλο του χρήματος, διαλέγεται με ιθαγενικά και άλλα μη νεωτερικά συστήματα αξιών και τύπους ορθολογικότητας, και φωτίζει υπαρκτές αλλά παραγνωρισμένες και υποτιμημένες νεωτερικές και προ-νεωτερικές λογικές, έξεις και νοοτροπίες που είναι ενεργές στις σύγχρονες κοινωνίες.

Η έννοια των κοινών –όσο παραμένει πορώδης και ανοικτή– δείχνει να αλληλεπιδρά με ζητήματα απολύτως καίρια σε μια πορεία εναγώνιας αναζήτησης μιας νέας αγωνιστικής μορφής ζωής σε έναν κόσμο που κλυδωνίζεται: η λειτουργικότητα στη μικροκλίμακα συλλογικών διαδικασιών, η διασύνδεση επιμέρους πρωτοβουλιών σε ολοκληρωμένα κυκλώματα, το ερώτημα της θεσμικής οργάνωσης και της διακυβέρνησης με αποκεντρωμένο, δημοκρατικό, συμμετοχικό τρόπο, η αλληλεπίδραση με το κυρίαρχο οικονομικό κύκλωμα, η αναμέτρηση με νέες τεχνολογικές εξελίξεις κ.ο.κ. Αυτά τα ζητήματα δεν είναι προβλήματα και αδυναμίες της έννοιας των κοινών: είναι ζητήματα ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή μας – και η έννοια των κοινών μάς βοηθάει να τα αναγνωρίσουμε και να αναμετρηθούμε μαζί τους. Η έννοια των κοινών είναι μια πρόκληση να επανεκπαιδεύσουμε το βλέμμα μας στις εξελίξεις γύρω μας.

Χειραφέτηση και κοινά

Όσοι και όσες με διάφορους τρόπους, με διαφορετικές καταγωγές και αφετηρίες, για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικές αφορμές αναλαμβάνουν την ευθύνη να αντισταθούν στην εξόντωσή τους και στην παρακμή των κοινωνιών τους, είναι εκείνοι και εκείνες που, για να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του αγώνα, ήδη διερευνούν νέες μορφές, κατευθύνσεις, μεθοδολογίες και πρακτικές. Ταυτόχρονα, ζούμε σε μια περίοδο όπου η ταχύτητα των εξελίξεων σε διάφορους τομείς «τσιτώνει» τις κοινωνίες, με αποτέλεσμα να διευρύνεται η απόσταση μεταξύ εκτεταμένων τμημάτων που αποκλείονται πολλαπλώς και έχουν μικρή ως ελάχιστη πρόσβαση στη γνώση και την πληροφορία, και εκείνων των στρωμάτων που επίσης καταπιέζονται και ασφυκτιούν, αλλά διατηρούν κάποια πρόσβαση στην εργασία, τη γνώση και την πληροφορία. Μόνο μια σύνθετη πολιτική στρατηγική που θα ενοποιήσει αυτές τις «φυλές» των προς εξόντωση πληθυσμών θα μπορέσει

α) να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά με τις ελίτ για να αναχαιτίσει τη σημερινή πορεία των πραγμάτων,

β) να συμβάλει στην επιβίωση εκτεταμένων τμημάτων του πληθυσμού που αφήνονται στη μοίρα τους και

γ) να αναπτύξει μια στρατηγική χειραφέτησης ικανή να αντιμετωπίσει τα εκρηκτικά σημερινά αδιέξοδα των σύγχρονων κοινωνιών και της ανθρωπότητας στο σύνολό της.

Η έννοια των κοινών μπορεί να συμβάλει –υπό προϋποθέσεις και την κατάλληλη μεθοδολογία– στη διαμόρφωση ενοποιητικών διεργασιών. Η έννοια των κοινών εμφιλοχωρεί στον λόγο και την πρακτική –με διαφορές και αποκλίνουσες συνδηλώσεις– ιθαγενικών κινημάτων, κινημάτων διεκδίκησης γης, περιβαλλοντικών κινημάτων, κινημάτων για την ψηφιακή ελευθερία και την ανοικτότητα, κινημάτων πόλης, κινημάτων αντίστασης στην εμπορευματοποίηση/ιδιωτικοποίηση και κινημάτων ανάκτησης υπό δημοκρατικό κοινωνικό έλεγχο πόρων και υποδομών – από τη γη και το νερό μέχρι τη γνώση, την πληροφορία, τους δημοσίους χώρους. Κι αυτό, καθώς παρέχει έναν τρόπο να τεθούν ηθικά και πολιτικά ζητήματα που η συμβατική πολιτική τείνει να αγνοεί ή να απωθεί.

Επιπρόσθετα, η γλώσσα των κοινών παρέχει χρήσιμα εργαλεία για τη συγκρότηση ενός ευρύτερου οράματος που θα επιτρέψει σε όσους και όσες πλήττονται με διαφορετικούς τρόπους από την απολυταρχία της αγοράς να αναγνωρίσουν την κοινή τους μοίρα, να αναπτύξουν μια κοινή αφήγηση, να καλλιεργήσουν δεσμούς αλληλεγγύης, συντονισμού και συνεργασίας. Και, γιατί όχι, να οικοδομήσουν συστάδες λειτουργικών εναλλακτικών παραγωγικών διαδικασιών και κοινωνικών θεσμίσεων που διέπονται από μια διαφορετική λογική. Με άλλα λόγια, η γλώσσα των κοινών μπορεί να συμβάλει στη σύγκλιση αντιστάσεων, κριτικών φωνών και λειτουργικών παραδειγμάτων.

Η έννοια των κοινών μπορεί να συμβάλει στην αναζωογόνηση της πολιτικής φαντασίας. Εστιάζοντας στη συλλογική χρήση και διαχείριση κοινών πόρων, και επεκτείνοντας ακτινωτά μια τέτοια προσέγγιση σε άλλες δραστηριότητες, η έννοια των κοινών μας «σπρώχνει» να σκεφτούμε, να πειραματιστούμε και να διερευνήσουμε ολοκληρωμένα μοντέλα συντονισμού, μεθόδους και θεσμίσεις δημοκρατικού σχεδιασμού που άπτονται νέων τρόπων διακυβέρνησης στη μικρο- και μακρο- κλίμακα, και τη λειτουργική συνάρθρωση «κυττάρων» μιας άλλης λογικής στο τοπικό, περιφερειακό και διαπεριφερειακό επίπεδο. Δικτυώσεις και διασυνδέσεις μεταξύ εγχειρημάτων διαχείρισης των κοινών μπορούν να μας παράσχουν μια ζωτική υποδομή για την ανάδυση μιας νέας κοινωνικής αυτονομίας, η οποία θα αυξήσει την ανθεκτικότητα των ανθρώπων χωρίς οικονομική ισχύ και θα θέσει τις βάσεις για μια πολιτική στρατηγική με πολύ διευρυμένους ορίζοντες.

David Bollier, Κοινά, μια σύντομη εισαγωγή (μετάφραση: Γιώργος Θεοχάρης, επίμετρο: Ανδρέας Καρίτζης, επιστημονική επιμέλεια: Γιώργος Παπανικολάου), Angelus Novus, σσ: 304 

*Δημοσιεύθηκε στο RedNotebook στις 02/01/2017

«Κοινά, μια σύντομη εισαγωγή»

Κυκλοφορεί το βιβλίο του David Bollier «Κοινά, μια σύντομη εισαγωγή» από τις εκδόσεις Angelus Novus. Τίτλος Πρωτοτύπου: »Think Like a Commoner, A Short Introduction to the Life of the Commons, σε μετάφραση Γιώργου Θεοχάρη. Επίμετρο: Ανδρέας Καρίτζης, επιστημονική επιμέλεια: Γιώργος Παπανικολάου

 

15349571_238237639932828_8064864232658908524_n

Καλοκαίρι 2015: Τέσσερις τοποθετήσεις και δημόσιες δηλώσεις

Στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ στις 24 Μαΐου 2015 κατέθεσα τις παρακάτω τροπολογίες. 

«Η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ απέρριψε τρείς ακόμη τροπολογίες που κατέθεσε ο Ανδρέας Καρίτζης σε ό,τι αφορά τη διαρκή ετοιμότητα του κόμματος και της Κ.Ε. ειδικότερα, την αποχώρηση της κυβέρνησης από το Brussels Group, ώστε να γίνει διαπραγμάτευση σε πολιτικό επίπεδο και την τεχνική προετοιμασία για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος.

Με την πρώτη τροπολογία ο κ. Καρίτζης πρότεινε να τεθεί σε κατάσταση διαρκούς συνεδρίασης η Κ.Ε. λόγω της κρισιμότητας των εξελίξεων.

Με τη δεύτερη τροπολογία ο κ. Καρίτζης , εκτιμούσε ότι η διαπραγμάτευση σε τεχνικό επίπεδο έχει ολοκληρωθεί και ότι η κυβέρνηση εξάντλησε όλες τις δυνατότητές της για να επιτευχθεί αμοιβαία επωφελής συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο, κάτι που δεν έκαναν οι πιστωτές. Πρόταση του κ. Καρίτζη προς την κυβέρνηση ήταν να επικεντρώσει και να εντείνει τη διαπραγμάτευση σε υψηλό πολιτικό επίπεδο, θεωρώντας περαιωμένες τις εργασίες σε επίπεδο Brussels Group.

Με την τρίτη τροπολογία, ο κ. Καρίτζης αφού επισήμανε την ανάγκη να υπάρξει πλήρης εγρήγορση της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας , καλούσε την κυβέρνηση να ενεργοποιήσει τις διαδικασίες για την τεχνική προετοιμασία του κράτους για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, ώστε να είναι σε πλήρη ετοιμότητα στην περίπτωση που κριθεί αναγκαία η διεξαγωγή του.»

(τμήμα σχετικού ρεπορτάζ του ΑΜΠΕ)

***********

Στις 15 Ιουλίου 2015 συνυπέγραψα μαζί με άλλα 108 μέλη της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ δημόσια δήλωση με το παρακάτω περιεχόμενο. 

Δήλωση 109 (επί συνόλου) 201 μελών της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ:

«Στις 12 Ιουλίου συντελέστηκε στις Βρυξέλλες ένα πραξικόπημα που απέδειξε ότι στόχος των ευρωπαϊκών ηγεσιών ήταν η παραδειγματική εξόντωση ενός λαού που οραματίστηκε ότι μπορεί να ακολουθηθεί ένας άλλος δρόμος πέραν και έξω από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της ακραίας λιτότητας. Ένα πραξικόπημα που στρέφεται ευθέως εναντίον κάθε έννοιας δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας.

Η συμφωνία με τους “θεσμούς” ήταν αποτέλεσμα απειλών άμεσου οικονομικού στραγγαλισμού και συνιστά ένα νέο μνημόνιο με επαχθέστατους και ταπεινωτικούς όρους επιτήρησης, καταστροφικό για τον τόπο και το λαό μας.

Αντιλαμβανόμαστε τις ασφυκτικές πιέσεις που ασκήθηκαν στην ελληνική πλευρά, παρά ταύτα θεωρούμε ότι το παλλαϊκό περήφανο ΟΧΙ στο δημοψήφισμα δεν επιτρέπει στην κυβέρνηση να υποκύψει στα εκβιαστικά τελεσίγραφα των δανειστών.

Η συμφωνία αυτή δεν είναι συμβατή με τις ιδέες και τις αρχές της αριστεράς, κυρίως, όμως, με τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων. Η πρόταση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από τον κόσμο και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.

Ζητάμε την άμεση σύγκληση της Κεντρικής Επιτροπής και καλούμε τα μέλη, τα στελέχη και τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να περιφρουρήσουν την ενότητα του κόμματος, στη βάση των συνεδριακών αποφάσεων και των προγραμματικών μας δεσμεύσεων»

***********

Στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ στις 31 Ιουλίου 2015 πέντε μέλη της ΚΕ καταθέσαμε το παρακάτω ψήφισμα. 

«Στη διαδικασία της Κεντρικής Επιτροπής, εκτός από τα ψηφίσματα της πλειοψηφίας (για Έκτακτο Συνέδριο το Σεπτέμβρη, χωρίς τοποθέτηση επί της συμφωνίας) και της Αριστερής Πλατφόρμας (για Διαρκές Συνέδριο που θα απορρίψει τη συμφωνία), κατατέθηκε και μειοψήφησε το εξής:

1. Η ΚΕ δεν συναινεί στο περιεχόμενο της προτεινόμενης συμφωνίας.

2. Η ΚΕ συγκροτεί κατεπειγόντως επιτροπή επεξεργασίας σχεδίου απεγκλωβισμού της χώρας από τις μνημονιακές δεσμεύσεις για αποκατάσταση της Δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας.

3. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στηρίζουν την κυβέρνηση με ψήφο ανοχής μέχρι την ολοκλήρωση του σχεδίου.

4. Με την ολοκλήρωση του σχεδίου, προκήρυξη εκλογών με αίτημα για νέα διαπραγμάτευση και συμφωνία, στη βάση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, ή ενεργοποίηση του σχεδίου απεγκλωβισμού.Η παραπάνω διαδικασία πρέπει να επικυρωθεί το συντομότερο από έκτακτο συνέδριο.

* Το ψήφισμα κατέθεσαν οι: Παναγιώτης Βωβός. Ανδρέας Καρίτζης, Αλέξανδρος Μπίστης, Νάγια Νικολάου και Δημοσθένης Παπαδάτος.»

***********

Στις 13 Αυγούστου 2015 συνυπέγραψα δημόσια δήλωση με άλλα 18 μέλη της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ. 

«Από την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, το 2010, τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ βρεθήκαμε στην πρώτη γραμμή των κοινωνικών και εργατικών αγώνων για την ανατροπή των καταστροφικών πολιτικών της ακραίας λιτότητας, της αποδόμησης του κοινωνικού κράτους, της διάλυσης των εργασιακών δικαιωμάτων και της αποσάθρωσης της δημοκρατίας.

Ερμηνεύσαμε, ορθά, την παγκόσμια οικονομική κρίση ως δομική κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και τη συνεχή διόγκωση του ελληνικού χρέους ως αποτέλεσμα των αδιέξοδων πολιτικών που υπαγορεύτηκαν από τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία της ευρωζώνης και εφαρμόστηκαν από το σύνολο των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων.

Αποδείξαμε ως μόνη πραγματική εναλλακτική λύση την κατάργηση των μνημονίων, την ανακατανομή των οικονομικών βαρών με μέτρα αναδιανομής υπέρ των ασθενέστερων, την παραγωγική ανασυγκρότηση με βάση ένα οικονομικό μοντέλο που θα αξιοποιούσε όλες τις πηγές του εγχώριου πλούτου και του κοινωνικού δυναμικού της χώρας. Καταφέραμε έτσι να συσπειρώσουμε σε ένα ευρύ αντιμνημονιακό μέτωπο όλες τις κοινωνικές δυνάμεις που καταστρέφονταν από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές, φέρνοντας για πρώτη φορά την αριστερά στην κυβέρνηση.

Σήμερα, μετά από ένα πρωτοφανές για τα ευρωπαϊκά δεδομένα αντιδημοκρατικό πραξικόπημα, που ανέτρεψε τη δημοκρατικά εκφρασμένη θέληση του ελληνικού λαού επιβλήθηκε στην κυβέρνηση ένα νέο μνημόνιο. Με την πρόταση υπογραφής της μνημονιακής συμφωνίας με το «κουαρτέτο» των «θεσμών», το κοινωνικό συμβόλαιο που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ στο λαό αναιρείται. Η συμφωνία περιέχει μέτρα που όχι μόνο την καθιστούν οικονομικά μη βιώσιμη και πολιτικά μη διαχειρίσιμη, αλλά και ακυρώνουν κάθε έννοια δημοκρατικής λαϊκής κυριαρχίας.

Αναγνωρίζουμε ότι η συμφωνία επιβλήθηκε υπό το κράτος εκβιασμών και απειλών μιας άμεσης και άτακτης χρεωκοπίας. Όμως, με την υπογραφή της συμφωνίας ούτε το ενδεχόμενο αυτό αποσοβείται οριστικά, ούτε παρέχεται δυνατότητα εφαρμογής μιας εναλλακτικής πολιτικής για την οικονομική ανάκαμψη και ανακούφιση των ασθενέστερων τάξεων, καθώς η κυβέρνηση της χώρας θα τελεί υπό την διαρκή εποπτεία των θεσμών, ενώ τα «εργαλεία» για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας θα εκποιηθούν για την εξυπηρέτηση του χρέους.

Δημιουργείται έτσι μια αδιέξοδη, ανακυκλούμενη υφεσιακή κατάσταση, η οποία και θα επιτείνει την κοινωνική εξαθλίωση, αλλά και θα εκπέμψει το μήνυμα ότι ο δυσμενής συσχετισμός των δυνάμεων στην Ε.Ε. δεν επιτρέπει καμία άλλη εναλλακτική πέραν της υποταγής και της εφαρμογής των καταστροφικών νεοφιλελεύθερων επιλογών.

Συνεπώς, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να αποδεχθούμε αυτή τη συμφωνία, η οποία θα διαρρήξει τις κοινωνικές μας συμμαχίες και θα καταστήσει την αριστερά αναξιόπιστη. Και φυσικά, είναι αδιανόητη η εφαρμογή αυτής της συμφωνίας από μια κυβέρνηση στην οποία θα συμμετέχει το κόμμα μας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να εκπονήσει άμεσα ένα σοβαρό εναλλακτικό σχέδιο, ταχύτατου απεγκλωβισμού από τα μνημόνια, εξετάζοντας όλα τα ενδεχόμενα -λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ταχύτατα συντελούμενη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της Ε.Ε. και της ευρωζώνης και την κυριαρχία των πιο ακραίων νεοφιλελεύθερων κύκλων- αξιοποιώντας το κοινό πεδίο των αγώνων με τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς και τα όποια ρήγματα που συντελέστηκαν στη διάρκεια της διαπραγμάτευσης στο νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο, αλλά, κυρίως, τον κινηματικό παράγοντα και το μεγαλόπρεπο ΟΧΙ του λαού μας στο δημοψήφισμα. Αυτό πρέπει να είναι και το βασικό αντικείμενο ενός καταστατικά έγκυρου Συνεδρίου που πρέπει να γίνει μέσα στον Σεπτέμβριο, και πρέπει να προηγηθεί οποιασδήποτε εκλογικής διαδικασίας.»

 

Επιστολή παραίτησης από την ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ

*Ακολουθεί η επιστολή που έστειλα κατά την παραίτησή μου από την Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2014, η οποία  παρέμενε αδημοσίευτη για λόγους που αναφέρονται στην επιστολή. Δύομιση χρόνια μετά την δημοσιοποιώ για αρχειακούς λόγους.  

«Προς  τον Πρόεδρο του κόμματος, Αλέξη Τσίπρα 
             τον Γραμματέα του κόμματος, Δημήτρη Βίτσα 
             τα μέλη της Πολιτικής Γραμματείας


Με την παρούσα επιστολή σας καταθέτω την παραίτηση μου απο την πολιτικη γραμματεία.

Έχοντας εκλεγεί με την πλειοψηφούσα λίστα, είμαι υποχρεωμένος να παραιτηθώ από τη στιγμή που κατ´εξακολούθηση έχω διαπιστώσει διάσταση στη μεθοδολογία και φιλοσοφία για τη διεύθυνση και λειτουργία του κόμματος.

Επειδή έχουμε εισέλθει σε μια πολυ κρίσιμη ιστορική φάση – και καθώς δεν υπάρχουν οι τρόποι και οι διαδικασίες συζήτησης τέτοιων ζητημάτων – δεν επιθυμώ πλέον να συμμετέχω σε μια διεύθυνση με την οποία δεν συμφωνώ.

Θα συνεχίσω να υπηρετώ τον κοινό μας σκοπό απο τη θέση του μέλους της κεντρικής επιτροπής συμφωνώντας με τη γενική πολιτικη κατεύθυνση όπως αυτη εχει αποτυπωθεί στα συνεδριακά κείμενα.

Δεν επιθυμώ τη δημοσιοποίηση του περιεχομένου της επιστολής για προφανείς λογους αυτοπροστασιας του κομματος, ενώ θα ήθελα η αντικατάσταση μου να γίνει μετά τις εκλογές (ευρωεκλογές 2014).

Ανδρέας Καρίτζης
Αθήνα, 26-4-2014″

Πορεία σε λεπτό πάγο

Σήμερα στην Ελλάδα μια κυβέρνηση με αναφορά στην αριστερά εφαρμόζει μνημονιακή πολιτική, βαθαίνοντας τα τραύματα στην ήδη γονατισμένη ελληνική κοινωνία και οικονομία και αποδυναμώνοντας ακόμη περισσότερο τους διοικητικούς και επιχειρησιακούς βραχίονες του ελληνικού κράτους. Η αριστερά βαθμιαία αλλά γοργά καταγράφεται στις καρδιές και τα μυαλά των πολιτών ως μνημονιακή δύναμη.

Ο κόσμος της αριστεράς αλλά και η λαϊκή πλειοψηφία που συσπειρώθηκε μαζί με την αριστερά στον αγώνα για την υπεράσπιση της κοινωνίας και μια ζωή με προοπτική και αξιοπρέπεια, σήμερα είναι αποδιοργανωμένη και σε βαθειά σύγχιση. Σε μια κρισιμότατη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ της στέρησε το πιο πολύτιμο, σε πολλά επίπεδα, “εργαλείο”: την πολιτική έκφραση της μη συμμόρφωσης με την χρηματοοικονομική απολυταρχία. Οι συνέπειες των επιλογών που οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα είναι βαθειές και πολύπλευρες. Έχουν τέτοιο βάθος και έκταση που απειλούν πλέον τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας. Όταν λέω συνοχή δεν αναφέρομαι στη συνήθη και επιφανειακή έννοια της κοινωνικής ειρήνης και σταθερότητας, αλλά σε μια υπαρξιακή διάσταση συνοχής, η διάρρηξη της οποίας είναι πολύ επικίνδυνη.

Η στέρηση της πολιτικής έκφρασης της μη συμμόρφωσης με τον κυνισμό και τη βαρβαρότητα της σύγχρονης απολυταρχίας – ρόλος που ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη – έδωσε ένα συντριπτικό πλήγμα στην πολιτική εν γένει. Την κατέστησε (μέχρι νεωτέρας) πλήρως αποστειρωμένη σε σχέση με τις πραγματικές συνθήκες ζωής του πληθυσμού και αδιαπέραστη από τις αγωνίες και τα αδιέξοδά του. Ως εκ τούτου, αυτές οι αγωνίες και τα αδιέξοδα δεν μπορούν πλέον να βρουν πολιτική διέξοδο και δημοκρατική έκφραση, δεν μπορούν δηλαδή να μετασχηματιστούν θετικά και δημιουργικά, και διοχετεύονται ως αρνητικές και (αυτο)καταστροφικές τάσεις στο κοινωνικό σώμα, σε όλο το πλέγμα των κοινωνικών δικτύων και των διαπροσωπικών σχέσεων. Η διάρρηξη της συνοχής σε αυτό το επίπεδο ισοδυναμεί με κονιορτοποίηση και σάπισμα.

Η εφαρμογή της λιτότητας από μόνη της δεν θα μπορούσε να φτάσει σε τέτοιο βάθος την καταστροφή, στο βαθμό που θα παρέμενε ζωντανή η μη συμμόρφωση με την απολυταρχία στο πολιτικό επίπεδο. Δεν ήταν όμως αυτή η εξέλιξη των γεγονότων το 2015. Φαινόμενα που εντάθηκαν ανησυχητικά τα πρώτα 5 μνημονιακά χρόνια, φαινόμενα όπως η ραγδαία πτωση εισοδημάτων και ο κοινωνικός αποκλεισμός, το πνίξιμο από χρέη που δεν μπορούν να αποπληρωθούν, η ενδοσχολική/ενδοοικογενειακή βία, η βία εν γένει στην καθημερινότητα, η σχολική διαρροή, η παραβατικότητα, οι ψυχικές διαταραχές και άλλα πολλά, σήμερα αποκτούν ένταση και έκταση άλλης, πολύ μεγαλύτερης τάξης.

Οι πολίτες διαισθάνονται ότι το μέλλον τους έχει υπονομευθεί σοβαρά. Αν προσθέσουμε στην οικονομική και κοινωνική απελπισία, την εντεινόμενη γεωπολιτική αστάθεια στην περιοχή και τα κύματα προσφύγων – και ιδιαίτερα τους σύνθετους και αντιφατικούς τρόπους με τους οποίους το δράμα τους καθρεφτίζεται στην κακοποιημένη ψυχική οικονομία του ελληνικού πληθυσμού – τότε το αίσθημα ασφυξίας που αναδύεται καθίσταται εκρηκτικό.

Είναι ακριβώς οι αποπνικτικές συνθήκες που κυριαρχούν σε μια κοινωνία πριν εκραγεί – από ένα ενδεχομενικό γεγονός – βαθαίνοντας ακόμη περισσότερο την παρακμή και την επικινδυνότητα των εξελίξεων. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι εθνικιστικές και φασίζουσες εκφράσεις αποτελούν τους “φυσικούς υποδοχείς” του τυφλού θυμού και του φθόνου, τα οποία είναι τα αναμενόμενα αποτελέσματα του ενταφιασμού της ελπίδας το προηγούμενο καλοκαίρι.

Αν ευσταθούν τα παραπάνω τότε γίνεται σαφές πόσο άστοχη και άσχετη με τη νέα πραγματικότητα που έχουμε ήδη μπροστά μας είναι η ρητορική της κυβέρνησης περί “μάχης” για την “υπεράσπιση” των αδύναμων και την έξοδο από την κρίση με την κοινωνία “όρθια”. Υπό αυτό το πρίσμα, η πίστη στην εφαρμογή της συμφωνίας με τις συνέπειες που περιγράψαμε, η ελπίδα σε μια νεοφιλελεύθερη κατά βάση έξοδο από την κρίση και η επιχειρηματολογία ότι είναι ο μόνος δρόμος που υπάρχει για την κοινωνία μας, μπορούν να χαρακτηριστούν επιεικώς αφελείς. Γιατί πρόκειται για ρητορικά σχήματα που έχουμε ακούσει από όλες τις μνημονιακές κυβερνήσεις και συστηματικά διαψεύδονται από την πραγματικότητα και αναλυτικότατα έχουν αποδομηθεί από το πολιτικό προσωπικό που σημέρα τα οικειοποιείται. Γιατί από όλο τον κόσμο έρχονται σημάδια ότι αυτού του είδους η πολιτικη “ήρθε για να μείνει” και επιδιώκει τη βύθιση των κοινωνιών στη μιζέρια και την εξαθλίωση. Και γιατί αποκλείεται σε μια κυβέρνηση με αναφορά στην αριστερά που δεν έχει κανένα διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της να της κάνουν οι ελίτ τη “χάρη” να “βγάλει” τη χώρα από την κρίση έστω και με το δικό τους τρόπο.

Είναι συνέχεια της αφέλειας που κυριαρχούσε πριν την ανάληψη της εξουσίας, του περίφημου “αποκλείεται να μας πουν όχι”, κατα τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης για τη φύση και τον χαρακτήρα της και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού στη στάθμιση του κόστους (ποιότητα και μέγεθος) ανάμεσα στην εφαρμογή της συμφωνίας και την απεμπλοκή από αυτή. Όμως, όσο περνά ο καιρός, η αφέλεια αυτή θα στοιχίζει όλο και περισσότερο στην αριστερά και την ελληνική κοινωνία.

Στοιχιζει πλέον και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κοινωνίες καθώς το “παράδειγμα” του ΣΥΡΙΖΑ προσανατόλισε την ευρωπαϊκή αριστερά σε μια κατεύθυνση που αν είχε πιθανότητες πολιτικής βιωσιμότητας τότε η σοσιαλδημοκρατία δεν θα υποχωρούσε για να είναι σήμερα η αριστερά παρούσα με αξιώσεις στο πολιτικό προσκήνιο. Δεν πρόκειται για μια κεντροαριστερή ή σοσιαλδημοκρατική “μετάλλαξη” της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αυτές οι έννοιες δεν περιγράφουν σε τι πραγματικά προσχωρεί η αριστερά με αυτές τις επιλογές επαναλαμβάνοντας τα πολιτικα αδιέξοδα της σοσιαλδημοκρατίας σε μια χρονική στιγμή μάλιστα που αυτά τα αδιέξοδα είναι απολύτως εμφανή.

Η προοδευτική, φιλολαϊκή διαχείριση μιας πολιτικής στρατηγικής που μετασχηματίζει βίαια τη συνδεσμολογία ισχύος μεταξύ ελίτ και πολιτών σε βάρος των δεύτερων – καταδικάζοντας εκτεταμένα τμήματα πληθυσμού σε συνθηκες κοινωνικού αποκλεισμού και άλλα σε διαρκή ανασφάλεια και μηδαμινές προσδοκίες – δεν μπορεί να συσπειρώσει προφανώς αυτούς που πλήττει και δεν είναι απαραίτητη στις ελίτ. Άρα δεν διαθέτει ούτε την ισχύ να επιβάλλει στις ελίτ κάποιου είδους κοινωνική “συναίνεση”, ούτε την πολιτική βιωσιμότητα που θα εξασφάλιζε κάποιο σχέδιο των ελίτ για κοινωνική “ανακωχή” που θα την καθιστούσε χρήσιμη σε αυτές. Δεν φαίνεται κάτι τέτοιο στον ορίζοντα.

Ο ασυνάρτητος και ανίσχυρος χαρακτήρας αυτής της στρατηγικής καθρεφτίζεται στην πολιτική παρουσία του “αρχιστράτηγου” της συμμαχίας των “προοδευτικών” δυνάμεων, του Προέδρου της Γαλλίας. Ο “αρχιστράτηγος” ηγείται της τρίτης πολιτικής δύναμης της χώρας του και πρόσφατα ο Πρωθυπουργός του άσκησε κριτική στη Γερμανίδα Καγκελάριο “από τα δεξιά” στο ζήτημα της διαχείρισης των προσφυγικών ροών…

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, απαιτείται να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας. Η εστίαση στις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο υποτίμησης του γεγονότος ότι είχαμε μια ήττα των δυνάμεων που αντιμάχονται τη σύγχρονη απολυταρχία. Να μην κρύψουμε πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ το γεγονός ότι είμαστε επιχειρησιακά αδύναμοι για να αναχαιτίσουμε την απολυταρχία όταν περιοριζόμαστε στην παραδοσιακή (κινηματική, εκλογική κοκ) πολιτική πρακτική. Χρειάζεται τόλμη και σθένος ώστε να προχωρήσουμε σε μια διεξοδική εξέταση της συνάφειας των παραδοσιακών εργαλείων και μεθόδων με τη νέα περίοδο στην οποία έχουμε εισέλθει.

Από εδώ και εμπρός, πραγματικά χρήσιμες στην κοινωνία θα είναι οι πρωτοβουλίες εκείνες που θα επιχειρήσουν να υπερβούν δημιουργικά τη νοοτροπία και τις δεξιότητες που καλλιεργεί ο παραδοσιακός τρόπος πολιτικής δράσης. Πρωτοβουλίες που θα τροφοδοτήσουν με νέα εργαλεία και επιχειρησιακή νοοτροπία τις υπαρκτές και με μεγάλες δυνατότητες κοινωνικές δυνάμεις που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να σταθούν απέναντι στη διαδικασία εξόντωσής τους.

*Δημοσιεύθηκε στο Unfollow/Μάρτιος 2016

Πορτογαλία: Τελευταίος σταθμός του «εξπρές της απολυταρχίας»

Το… προληπτικό πραξικόπημα, η γενικευμένη κλιμάκωση της επίθεσης των ελίτ και η ανάγκη για μια αντίπαλη στρατηγική

Tο έτος 2015 αναδεικνύεται –ήδη πριν τελειώσει– σε ορόσημο για την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Είναι το έτος στη διάρκεια του οποίου κορυφώνεται με απροκάλυπτο και δημόσιο τρόπο η εχθρότητα των ελίτ απέναντι στη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία. Ήδη, λίγα χρόνια πριν, είδαμε δύο «απαλά» πραξικοπήματα σε Ιταλία και Ελλάδα, όπου συστημικές(!) κυβερνήσεις και εκλεγμένοι πρωθυπουργοί παραιτήθηκαν/ανατράπηκαν. Τη θέση τους έλαβαν επιφανή στελέχη του χρηματοπιστωτικού συμπλέγματος με σκοπό την απόλυτη ευθυγράμμιση με τις επιταγές των ελίτ, παρά τη διάσταση με τη βούληση και τις ανάγκες της πλειοψηφίας των πολιτών.

Μετά την Ουκρανία, χάθηκαν τα όρια…

Έπειτα, το 2014 είχαμε την ενεργή συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη μετεξέλιξη των εσωτερικών πολιτικών εντάσεων στην Ουκρανία σε εμφύλιο πόλεμο. Παρά τις υπαρκτές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις χώρες της Δύσης στο συγκεκριμένο ζήτημα, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η διαπίστωση ότι, μετά την Ουκρανία, δεν υπάρχει πλέον κατώφλι στην κλιμάκωση της παρέμβασης στο ευρωπαϊκό έδαφος. Φαίνεται ότι η αποικιοκρατική λογική της Ευρώπης στις μέρες μας «γυρίζει» προς το εσωτερικό της ηπείρου, με σκοπό να τσακίσει δικαιώματα και κατακτήσεις των λαών της – και να «εναρμονίσει» τις ευρωπαϊκές κοινωνίες με τη βαρβαρότητα και την αναξιοπρέπεια των περιοχών που βίωσαν και βιώνουν από πρώτο χέρι τι σημαίνει αποικιοκρατία της «πολιτισμένης» Ευρώπης.

Σαφές μήνυμα: οι ελίτ αποφασίζουν, όχι οι λαοί

Το 2015, η κλιμάκωση της επίθεσης των ελίτ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο αποσαφηνίζει πλήρως προθέσεις και στοχεύσεις. Στην ελληνική περίπτωση, βιώσαμε μια πολύμηνη διαδικασία διαπραγμάτευσης, η οποία συνιστά μνημείο ευτελισμού της δημοκρατίας από τη χρηματιστικο-πολιτική γραφειοκρατία. Το δε αποτέλεσμά της συνιστά μια καθαρή, δημόσια ήττα της δημοκρατίας. Τις πρώτες ημέρες του Ιούνη η πολιτική ελίτ της Ε.Ε. και των πιστωτών αγνόησε με απαξιωτικό τρόπο τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης μέχρι εκείνη τη στιγμή, και απαίτησε από την ελληνική κυβέρνηση να παραβιάσει τη δημοκρατική ετυμηγορία του ελληνικού λαού. Στο τέλος του Ιούνη δήλωσαν ανοικτά ότι η Ελλάδα έχει 48 ώρες για να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις τους. Μερικές ημέρες αργότερα, στα μέσα του Ιουλίου και μετά το δημοψήφισμα, απείλησαν ανοικτά ότι η ελληνική κοινωνία θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες μιας άτακτης χρεοκοπίας αν οι απαιτήσεις τους δεν γίνουν αποδεκτές. Με τον πλέον επίσημο και ανοικτό τρόπο, μέσα σε ενάμιση μήνα η Ευρώπη απέρριψε στοιχειώδεις αρχές της δημοκρατίας.

Τονίζω το γεγονός ότι όλα αυτά έγιναν ανοικτά και δημόσια, χωρίς καμιά διάθεση «ωραιοποίησης», καθώς το θεωρώ στοιχείο υψίστης σημασίας. Η δημόσια επίθεση και καταρράκωση της δημοκρατίας αποτελεί μείζον ιστορικό γεγονός: η δημοκρατία –δηλαδή η δυνατότητα των ανθρώπων χωρίς οικονομική ισχύ να έχουν πρόσβαση στις κρίσιμες αποφάσεις– δεν είναι πια ανεκτή. Οι κρίσιμες αποφάσεις είναι αποκλειστικό προνόμιο των ελίτ. Οι αποδέκτες του σκληρού μηνύματος ήταν οι πολίτες όλων των ανεπτυγμένων δυτικών κοινωνιών. Το μήνυμα έπρεπε να είναι κρυστάλλινο και να φτάσει σε κάθε έναν και κάθε μία από εμάς, ανεξαρτήτως εθνικότητας, καταγωγής, θρησκείας ή πολιτικής τοποθέτησης. Γι’ αυτό η απόρριψη της δημοκρατίας είχε αυτό τον ανοικτό χαρακτήρα.

Παραβιάζεται και το τελευταίο «ταμπού» στην Πορτογαλία

Και φτάνουμε στον τελευταίο σταθμό αυτού του «εξπρές της απολυταρχίας» που αλωνίζει την Ευρώπη: την Πορτογαλία (ίσως να έχει και άλλον ένα σταθμό μέσα στο 2015, καθώς η Ισπανία έχει σύντομα εκλογές…). Στην Πορτογαλία, το εκλογικό αποτέλεσμα διαμόρφωσε μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την ανάσχεση της σκληρής λιτότητας και της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης. Πρόκειται για μια πλειοψηφία που η πλειοψηφία της ανήκει στο συστημικό Σοσιαλιστικό Κόμμα το οποίο, υπό την απειλή πλήρους κατάρρευσης σε περίπτωση συνεργασίας με τη Δεξιά για την εφαρμογή λιτότητας, επέλεξε να συμμαχήσει με την Αριστερά. Πρόκειται για μια συμμαχία που το Σοσιαλιστικό Κόμμα ευελπιστούσε να του εξασφαλίσει πολιτική ηγεμονία αλά ΣΥΡΙΖΑ: αντιστεκόμαστε στη λιτότητα, χάνουμε «ηρωικά», αποδεχόμαστε λιτότητα, ψηφίζουμε μνημόνιο, κάνουμε εκλογές πριν την εφαρμογή… και κάπως έτσι προσπαθούμε να τετραγωνίσουμε τον κύκλο – δηλαδή να διατηρήσουμε ερείσματα στις λαϊκές τάξεις την ίδια ώρα που τις τσακίζουμε.

Ωστόσο, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι, ενώ πρόκειται για μια πλειοψηφία μη-επικίνδυνη (με όρους ριζικής αμφισβήτησης του συστήματος), ο Πρόεδρος της Πορτογαλικής «Δημοκρατίας» δεν έδωσε το δικαίωμα στην πλειοψηφία να σχηματίσει κυβέρνηση. Αντίθετα, ανέθεσε στον αρχηγό της Δεξιάς να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας, με το αιτιολογικό ότι η Πορτογαλική «Δημοκρατία» δεν έχει την πολυτέλεια να δυσαρεστήσει/κλονίσει τις σχέσεις εμπιστοσύνης της με την Ευρωζώνη και τις αγορές. Πρόκειται για ωμή καταστρατήγηση των δημοκρατικών αρχών και έκφραση απόλυτης προτεραιότητας των επιταγών των ελίτ έναντι της κοινωνίας. Μετά την Ελλάδα, δεν υπάρχει πλέον όριο: η δημοκρατία δεν είναι «ταμπού». Δεν θα γίνεται ανεκτή ούτε αν στην κυβέρνηση βρεθούν δυνάμεις πρόθυμες μεν να κινηθούν στο υφιστάμενο πλαίσιο, αλλά που θέλουν να διατηρήσουν μια πολιτική αυτονομία και να σεβαστούν όρια που θέτουν οι αντοχές των λαϊκών τάξεων.

Κατάργηση της αστικής δημοκρατίας όποτε «ενοχλεί» τις αγορές

Αυτό άλλωστε είναι και το δυστύχημα του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη και αν είναι πρόθυμος να κινηθεί στο υφιστάμενο μνημονιακό πλαίσιο, η αξίωση αυτονομίας και οι κόκκινες γραμμές, οσοδήποτε ισχνές, αποτελούν casus belli για τη χρηματοπιστωτική απολυταρχία. Η εκλεγμένη κυβέρνηση σε μια χώρα δεν μπορεί παρά να είναι ο μικρός/συμπληρωματικός εταίρος σε μια συγκυβέρνηση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τους πιστωτές, οι οποίοι έχουν την πραγματική εξουσία.

Στην περίπτωση της Πορτογαλίας είδαμε ένα «προληπτικό» πραξικόπημα. Αντί να εκκινηθεί μια διαδικασία διαπραγμάτευσης ώστε μετά από μήνες και οικονομική «ζημιά» να επέλθει το μοιραίο, το έκανε ο Πρόεδρος προληπτικά και από νωρίς ώστε «να μην μπει η χώρα σε αυτή την ανώφελη περιπέτεια». Παλιότερα, υπό το πρόσχημα της απειλής από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», δικαιολογούνταν πραξικοπήματα και άλλες βαρβαρότητες. Σήμερα, ο κίνδυνος δεν είναι ο «κομμουνισμός» αλλά η στοιχειώδης αστική, φιλελεύθερη δημοκρατία και η αμφισβήτηση της λιτότητας. Δεν υπάρχει δημοκρατία, εκτός και αν αυτή υποτάσσεται απολύτως στις επιταγές των αγορών και των τραπεζιτών. Άλλωστε, η κ. Μέρκελ ήταν πολύ σαφής από πολύ νωρίς, όταν υποστήριζε ότι σκοπός είναι να ενσωματώσουμε τη δημοκρατία στη λειτουργία της αγοράς, δηλαδή να την απαλλάξουμε από εκείνα τα στοιχεία που μπορεί να έρχονται σε αντίθεση με τις αγορές.

Πώς θα σταματήσουμε την έφοδο των ελίτ;

Η γενικευμένη κλιμάκωση της επίθεσης των ελίτ απαιτεί μια αντίπαλη στρατηγική ενδυνάμωσης των πολιτών, ώστε να είναι σε θέση να επιτελέσουν βασικές λειτουργίες της κοινωνίας με εναλλακτικό και αυτόνομο τρόπο. Όσο δύσκολο και να μας φαίνεται κάτι τέτοιο, είναι απολύτως απαραίτητο από τη στιγμή που οι πιστωτές ελέγχουν τη ροή του χρήματος και μέσω αυτού όλες τις ζωτικές λειτουργίες της χώρας. Γι’ αυτό πρέπει να κινηθούμε πέρα από την εκλογική και κινηματική παραδοσιακή πολιτική πρακτική: είναι αναγκαία η «εξόρυξη» και ανάπτυξη των δυνατοτήτων των ανθρώπων και διασύνδεση με εναπομείνασες κρατικές δομές με στόχο τη δημιουργία οικονομικών και κοινωνικών κυκλωμάτων που μπορούν να επιτελέσουν σε κάποιο βαθμό τις βασικές μας λειτουργίες.

Δεν πρόκειται να απελευθερωθούμε και να σταματήσουμε το «εξπρές της απολυταρχίας» αν δεν αποκτήσουμε την ισχύ που απαιτείται για κάτι τέτοιο. Και αν μας φαίνεται αδύνατο, δεν έχουμε παρά να αναλογιστούμε το πάθος και το νεύρο που συγκλόνισε τη χώρα την εβδομάδα του δημοψηφίσματος. Κι ακόμη, να αναλογιστούμε το πώς πριν το «χρυσό μεταπολεμικό αιώνα» η νεαρή τότε ευρωπαϊκή Αριστερά κατάφερνε, σε αντίξοες συνθήκες, να συσπειρώνει τεράστιες μάζες γύρω της και να κερδίζει.

*Δημοσιεύθηκε στο Δρόμο της Αριστεράς στις 31/10/2015

Νέο πολιτικό περιβάλλον, νέες απαιτήσεις

Μετά τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτικά κυρίαρχος. Χωρίς ουσιαστικούς εξωτερικούς πολιτικούς περιορισμούς (π.χ. ανάγκη συγκυβέρνησης με τα κόμματα του ΝΑΙ, ισχυρή αντιμνημονιακή αντιπολίτευση), καλείται να κυβερνήσει σε ένα δύσβατο περιβάλλον που εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες (πιστωτές, προσφυγικό κ.ο.κ.), και σε ένα πλαίσιο όπου η κοινωνική δυσαρέσκεια θα εντείνεται λόγω των συνεπειών της συμφωνίας: ο διακηρυγμένος στόχος του παράλληλου προγράμματος είναι ο μετριασμός αυτής της τάσης. Αν εμφανιστούν προβλήματα, π.χ. κατά την εφαρμογή της συμφωνίας ή σχετικά με τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις στο προσφυγικό ζήτημα, είναι πιθανό η κυβέρνηση να εισέλθει εκ νέου σε μια φάση αστάθειας. Ενδέχεται να δούμε διεύρυνση ή αλλαγή του κυβερνητικού συνασπισμού με συστημικά κόμματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει πλέον την προσφυγή σε εκλογές ως μέσο διατήρησης της αυτονομίας του από τα παραδοσιακά συστημικά κόμματα.

Η ΝΔ βρίσκεται σε σοβαρή κρίση στρατηγικής. Οι μνημονιακοί περιορισμοί καθιστούν μια φιλολαϊκή στροφή αδύνατη. Μόνη διέξοδος κατά την ακροδεξιά πτέρυγα της ΝΔ είναι η σκληρή αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ στον άξονα αριστερά/δεξιά, με επίκεντρο όχι εκεί που οι μνημονιακές δεσμεύσεις διαμορφώνουν μια σύμπλευση, αλλά σε άλλα θέματα (ασφάλεια, προσφυγικό, δικαιώματα κ.ο.κ.). Πρόκειται για μια στρατηγική που βαθμιαία θέτει τα κρίσιμα κοινωνικά και οικονομικά θέματα εκτός πολιτικής ατζέντας και δημιουργεί τους όρους για την ηγεμονία της δεξιάς στη βάση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Η μετριοπαθής πτέρυγα έχει μια πιο συστημική και λιγότερο κομματική οπτική: η ΝΔ πρέπει να διαφυλάξει τα συμφέροντα των ελίτ απέναντι στον λαβωμένο από τη διαπραγματευση ΣΥΡΙΖΑ και να τον οδηγήσει σε περαιτέρω συστημική προσαρμογή, απορροφώντας κραδασμους και βάζοντας όρια.

Οι συνθήκες μοιάζουν ιδανικές για την ανάδειξη ενός εθνικιστικού ακροδεξιού κόμματος σε πρωταγωνιστή στην πολιτική σκηνή: αριστερή κυβέρνηση που θα εφαρμόσει λιτότητα, προσφυγικά ρεύματα, αδυναμία των άλλων κομμάτων να επικοινωνήσουν με τα τμήματα του πληθυσμού που συμπιέζονται. Ερώτημα παραμένει αν και με ποιους όρους θα αναδυθεί μια πολιτική έκφραση της εθνικιστικής ακροδεξιάς ικανής να αναλάβει την ηγεμονική εκπροσώπηση των θυμάτων της “αριστερής” λιτότητας, ανοίγοντας τον δρόμο για μια αυταρχική, ακροδεξιά διακυβέρνηση, τύπου Ουγγαρίας.

Η ΛΑΕ, πέρα από αντικειμενικές δυσκολίες (έλλειψη χρόνου, επιθετικότητα από τη μεριά των ελίτ, μεγάλη απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ στα λαϊκά στρώματα κ.ο.κ.), δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει με το προνομιακότερο ακροατήριο της: ένα μεγάλο τμήμα του κόσμου που πίστεψε στον ΣΥΡΙΖΑ, χειραφετήθηκε με το δημοψήφισμα και απογοητεύθηκε από τη συμφωνία, αλλά είναι διατεθειμένο να συνεχίσει να αγωνίζεται. Αυτό το τμήμα (ενστικτωδώς ή συνειδητά) προσέλαβε την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ ως στρατηγική ήττα, η οποία χρίζει σύνθετης εξήγησης και καινοτόμας απάντησης. Η αφήγηση της ΛΑΕ δεν έπιασε επαφή με αυτή τη διάσταση και, ως εκ τούτου, δεν κατάφερε να συσπειρώσει μαζικά αυτό το ενεργητικό τμήμα του κόσμου του ΟΧΙ.

Το παράξενο κλίμα των εκλογών, αλλά και ο διττός χαρακτήρας της αποχής [1], συνηγορούν στη διαπίστωση ότι εκτός από την παραίτηση υπάρχει μια κοινωνική διαθεσιμότητα που δεν μπόρεσε να συσπειρωθεί στο σύνολό της από τις εκφράσεις της Αριστεράς σε αυτές τις εκλογές. Από τη μια, υπάρχει η τάση κανονικοποιήσης της μνημονιακής πολιτικής, παραίτησης της ελληνικής κοινωνίας και αποδοχής της περιορισμένης εμβέλειας της δημοκρατίας. Το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ τον ψήφισαν παρά το ότι έχει δεσμευθεί να εφαρμόσει το τρίτο μνημόνιο, τοποθετεί de facto την μνημονιακή πολιτική προς το παρόν σε δεύτερο πλάνο. Από την άλλη, διαπιστώνεται η τάση αναζήτησης νέων τρόπων ενεργητικής εμπλοκής και κινητοποίησης.

Η Αριστερά στην Ελλάδα έχει διαιρεθεί ανάμεσα σε δύο ασθενικές στρατηγικές: εφαρμογή λιτότητας με αντισταθμιστικά μέτρα και επιστροφή στην καθιερωμένη αντιμνημονιακή ρητορική με μεγαλύτερη έμφαση στο ζήτημα της εξόδου από την ευρωζώνη. Οι εν λόγω στρατηγικές επιλογές δεν αναμετρώνται με βαθύτερα ζητήματα που θέτει εκ των πραγμάτων η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στη διαπραγμάτευση [2] Σε συνθήκες όπου οι ελίτ δεν δεσμεύονται από τη δημοκρατική έκφραση της λαϊκής βούλησης και οι βασικές λειτουργίες των κοινωνιών ελέγχονται από θεσμούς στους οποίους δεν έχουν πρόσβαση οι πολίτες, ο πολιτικός στόχος της απελευθέρωσης των κοινωνιών και της αποκατάστασης της δημοκρατίας δεν μπορεί πλέον να βασίζεται μόνο στην παραδοσιακή πολιτική πρακτική: διαμόρφωση κοινωνικών συμμαχιών, εκλογικός αγώνας, ανάληψη της διακυβέρνησης.

Για να διαμορφωθούν προϋποθέσεις απελευθέρωσης, η Αριστερά οφείλει να επανεξετάσει τη μεθοδολογία, τις προτεραιότητες και τα οργανωσιακά της σχήματα για την κινητοποίηση των πολιτών σε μια κατεύθυνση απελευθέρωσης των δυνατοτήτων τους, την αυτονόμηση μέρους των βασικών λειτουργιών της κοινωνίας από τον έλεγχο των ελίτ (παραγωγή, υποδομές, δίκτυα διανομής κοκ) και τη διασύνδεση αυτών των λειτουργιών με τις εναπομείνασες κρατικές δομές σε ένα όσο το δυνατόν ανθεκτικότερο δίκτυο. Μόνο υπό αυτές τις προϋποθέσεις μπορούμε πραγματικά να υλοποιήσουμε τους όποιους πολιτικούς στόχους, καθώς θα είμαστε σε θέση να αναμετρηθούμε με αξιώσεις με την επιθετικότητα των ελίτ, οι οποίες είναι διατεθειμένες να πλήξουν καίρια μια κοινωνία που επιχειρεί να αυτονομηθεί από τον πλήρη έλεγχό τους (απειλή χρεοκοπίας, παύση βασικών λειτουργιών κ.ο.κ).

Μια τέτοια μεταστροφή στη μεθοδολογία και στην πολιτική στρατηγική απαιτεί σοβαρή και συστηματική επανεξέταση πολύ βαθιά ριζωμένων πολιτικών φαντασιακών και νοοτροπιών των αριστερών οργανώσεων και κομμάτων. Η προσαρμογή στις νέες συνθήκες, μαθαίνοντας από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να αναδείξει μια πιο αποτελεσματική και ανθεκτική Αριστερά, ικανή να συμβάλει σε μια ηγεμονική, καινοτόμα και δημιουργική κοινωνική κινητικότητα. Η αδυναμία της παραδοσιακής πολιτικής πρακτικής να αλλάξει τις βασικές συντεταγμένες της μνημονιακής πολιτικής μπορεί να δημιουργεί απογοήτευση, όμως παράλληλα απελευθερώνει σε εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού μια διαθεσιμότητα για νέες, πιο αποτελεσματικές μορφές κοινωνικής και πολιτικής κινητοποίησης.

Αν η Ελλάδα είναι ένα εργαστήριο εφαρμογής ακραίων, πιλοτικών νεοφιλελεύθερων τεχνικών εξουσίας, που λειτουργεί ως υπόδειγμα για τη ριζική αναδόμηση της φυσιογνωμίας των δυτικών κοινωνιών εν γένει, τότε γίνεται σαφές ότι η εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ αφορά την Αριστερά σε όλες τις χώρες. Μια αριστερή κυβέρνηση, σε όποια χώρα, θα οδηγηθεί αργά ή γρήγορα σε ένα σημείο στο οποίο θα τεθεί επί τάπητος η απειλή κατάρρευσης των βασικών λειτουργιών της κοινωνίας σε περίπτωση μη υποταγής. Την επόμενη φορά, σε οποιαδήποτε χώρα, πρέπει να είμαστε σε θέση να σηκώσουμε το βάρος της κλιμάκωσης της εν λόγω επίθεσης από τη μεριά των ελίτ, η οποία σηματοδοτεί άλλωστε και το τέλος του μεταπολεμικού σεβασμού τους στη δημοκρατία, δηλαδή στους λαούς μας.

Το άρθρο είναι βασισμένο σε κείμενο για τις εκλογές του Σεπτεμβρίου που συνέταξε ο ίδιος για λογαριασμό του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ.

____________________

Σημειώσεις

[1] 1,5 εκατομμύρια λιγότεροι ψηφοφόροι από το 2009, 764.000 λιγότεροι από τον Ιανουάριο του 2015 (περισσότεροι από τους μισούς που απείχαν οδηγήθηκαν σε αυτή την επιλογή μέσα στο 2015). Στην ήδη γνωστή αποστροφή του κόσμου απέναντι στο παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό πρέπει να προστεθεί τώρα και η απογοήτευση από την αδυναμία επιρροής των κρίσιμων οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων μέσα από την εκλογική διαδικασία, όπως φάνηκε από την έκβαση της πρόσφατης διαπραγμάτευσης. Το πλήγμα στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία αρχίζει να γίνεται πλέον ανησυχητικό.

[2] Αλλά και εξελίξεις όπως η προώθηση συμφωνιών τύπου ΤΤΙΡ και η όξυνση των πολεμικών συρράξεων παγκοσμίως, οι οποίες επίσης τροποποιούν το πεδίο της πολιτικής και κοινωνικής αντιπαράθεσης.

*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στις 12/10/2015 στο RedNotebook

Ανάλυση εκλογικού αποτελέσματος Σεπτεμβρίου 2015

1. Σύνοψη προηγούμενου σημειώματος και γενική αποτίμηση των εκλογών:

Στο προηγούμενο σημείωμα1 παρουσιάσαμε στοιχεία για τις μετακινήσεις των ψηφοφόρων και την αύξηση της αποχής. Συνοπτικά, ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγοντας την άμεση προσφυγή στις εκλογές πέτυχε να προσέλθει σε αυτές με τον αέρα του “σκληρού” διαπραγματευτή χωρίς το κόστος των συνεπειών της τελικής συμφωνίας (διατηρώντας έτσι τα λαϊκά του ερείσματα), διεύρυνε την επιρροή του σε πιο μετριοπαθή ακροατήρια, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των υποστηρικτών του που απογοητεύτηκαν από τη συμφωνία είτε τον ξαναψήφισαν αποφασίζοντας τελευταία στιγμή, είτε απείχαν. Από την άλλη, η αποχή φαίνεται να λαμβάνει δομικά χαρακτηριστικά που αποτυπώνει τη δυσλειτουργία των δημοκρατικών θεσμών σε συνθήκες περιορισμού αν όχι εξάλειψης της λαϊκής κυριαρχίας.

2. Το κλίμα των εκλογών:

Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου αποτέλεσαν τις πιο παράξενες εκλογές των τελευταίων ετών από την άποψη του προεκλογικού κλίματος. Το βάθος των επιπλοκών στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας από την έκβαση της διαπραγμάτευσης είναι μεγάλο και σχετίζεται με θεμελιακούς παράγοντες όπως η σχέση της με την Ευρώπη. Για την ελληνική κοινωνία η ευρωζώνη δεν είναι μια οικονομική επιλογή, αλλά συνδέεται με την υπαρξιακή πεποίθηση των Ελλήνων ότι ανήκουν στην ιστορική, πολιτισμική και γεωγραφική ενότητα της Ευρώπης. Η εκρηκτική σύγκρουση μεταξύ αυτής της υπαρξιακής πεποίθησης και του αισθήματος αξιοπρέπειας, η οποία κορυφώθηκε με το χάσμα μεταξύ του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος και της έκβασης της διαπραγμάτευσης παρήγαγε έναν ισχυρότατο κλονισμό, με βαθειές και πολύπλευρες επιπλοκές την έκταση των οποίων δεν μπορούμε ακόμη να προσδιορίσουμε. Αυτός ο ισχυρός κλονισμός αποτυπώθηκε στο κλίμα των εκλογών, το οποίο κυμάνθηκε ανάμεσα στην αδιαφορία, τον υπόκωφο θυμό2, το έλλειμμα προοπτικής και ουσιαστικού περιεχομένου της διαδικασίας και τη πεισματική στήριξη της προσπάθειας συμφιλίωσης της αξιοπρέπειας και της Ευρωπαϊκής προοπτικής που ξεκίνησε με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ παρά την αρνητική έκβαση της διαπραγμάτευσης.

Το κλίμα αυτό ενισχύθηκε από το γεγονός ότι δεν υπήρξε ουσιαστικό διακύβευμα σε αυτές τις εκλογές. Η πρώτη θέση ήταν δεδομένη3 και τα βασικά σημεία της πολιτικής που θα εφαρμοστεί επίσης. Η ρητορική των δύο μεγαλύτερων κομμάτων είχε κατά βάση αρνητικό περιεχόμενο4:

– ο ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώθηκε στην απόρριψη του παλιού πολιτικού προσωπικού και την αποτροπή επανόδου του στην εξουσία, με στόχο να ξεπεράσει την αποσυσπείρωση που προκάλεσε η συμφωνία και η διάσπαση.

– η ΝΔ επικεντρώθηκε στο κόστος για τη χώρα της αντιμνημονιακής στάσης του ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης, ανέδειξε το προσφυγικό ζήτημα με αρνητικό για τον ΣΥΡΙΖΑ τρόπο.

Η παράξενη ατμόσφαιρα των εκλογών, η χωρίς μεγάλες προσδοκίες επιλογή κάποιου κόμματος και η μεγάλη αποχή προιωνίζονται το νέο πολιτικό περιβάλλον που αρχίζει να διαμορφώνεται. Από τη μια, υπάρχει η τάση κανονικοποιήσης της μνημονιακής πολιτικής, παραίτησης της ελληνικής κοινωνίας και αποδοχής της περιορισμένης εμβέλειας της δημοκρατίας. Το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ τον ψήφισαν παρά το ότι έχει δεσμευθεί να εφαρμόσει το τρίτο μνημόνιο τοποθετεί de facto την μνημονιακή πολιτική προς το παρόν σε δεύτερο πλάνο. Από την άλλη διαπιστώνεται η τάση αναζήτησης νέων τρόπων ενεργητικής εμπλοκής και κινητοποίησης. Αυτές οι αποκλίνουσες τάσεις (κινητοποίηση πέρα από τα καθιερωμένα και παραίτηση/μοιρολατρία) ήταν διάχυτες στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.

3. Ανάλυση εκλογικού αποτελέσματος ανά κόμμα και οι δυναμικές που διαμορφώνει

3.1. ΣΥΡΙΖΑ:

Το προφίλ των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του Σεπτεμβρίου διαφέρει αρκετά από το αντίστοιχο του Ιανουαρίου5. Παρατηρείται μεγάλη ενίσχυση στις γυναίκες (ποσοστό 43,2%, αύξηση κατά 4,1%)6, στις νοικοκυρές (43,9%, αύξηση κατά 8,6%) και λίγο στους συνταξιούχους (33,5%, αύξηση 1 κατά,9%). Αυτές οι κατηγορίες πληθυσμού αποτελούν τον σκληρό πυρήνα των παραδοσιακών ψηφοφόρων της ΝΔ. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ έχει το υψηλότερο ποσοστό του στις νοικοκυρές (43,9%), ακολουθούν οι άνεργοι (39,8%), οι μισθωτοί δημοσίου τομέα (39,7%) και οι φοιτητές (37,9%).

Τις μεγαλύτερες απώλειες καταγράφει στους αγρότες (ποσοστό 22,8%, μείωση κατά 14%), τους επαγγελματοβιοτέχνες (23,3%, μείωση κατά 13,4%), τους επιχειρηματίες (17,2%, μείωση κατά 9,6%) και τους αυτοαπασχολούμενους (28,1%, μείωση κατά 6,8%)7, ενώ απώλειες παρουσιάζει και στην κατηγορία των μισθωτών και των ανέργων (γύρω στο 4% και 4,5% αντίστοιχα). Επίσης, εμφανίζει υποχώρηση στις περισσότερες ηλικιακές κατηγορίες, ενώ ενισχύεται λίγο στους άνω των 65 (κατά 1,5%) και πιο αισθητά στους 25-34 (κατά 4%). Νέες γυναίκες, που δεν εργάζονται, αυτή φαίνεται πως είναι η βασική κοινωνική κατηγορία που ενίσχυσε αυτή τη φορά τον ΣΥΡΙΖΑ8.

Στην κατηγορία όσων δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει 7,2 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ αντίθετα ενισχύεται πολύ στην κατηγορία που προσδιορίζει ότι ζει άνετα ή τα καταφέρνει (αύξηση κατά 11,8%) με αποτέλεσμα να ανατρέπεται η υπεροχή της πρώτης κατηγορίας στις εκλογές του Ιανουαρίου (ζει δύσκολα: 42,4%, ζει άνετα: 24,2%) και να αλλάζει οριακά υπέρ της δεύτερης τον Σεπτέμβριο (ζει δύσκολα: 35,2%, ζει άνετα: 36%). Επίσης, αναφορικά με την ταξική τοποθέτηση, το πώς ο καθένας αυτοπροσδιορίζει την ταξική του θέση, ο ΣΥΡΙΖΑ ενισχύεται πολύ σε μεσαία και ανώτερα στρώματα (ποσοστό 34,4%, αύξηση κατά 16,1%) και στην αστική τάξη (38,6%, αύξηση κατά 9,5%), ενώ διατηρεί την πρωτοκαθεδρία στην κατώτερη, με ποσοστό 46% και αύξηση 2%. Σχετικά με την ιδεολογική αυτοτοποθέτηση, εγκαταλείπουν τον ΣΥΡΙΖΑ περισσότερο όσοι δηλώνουν αριστεροί (μείωση κατά 8,6%) και ενισχύουν τον ΣΥΡΙΖΑ πολίτες που δηλώνουν Κεντροαριστεροί (αύξηση κατά 5,3%).

Μετά τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτικά κυρίαρχος. Δεν έχει ουσιαστικό αντίπαλο από τα αριστερά (ήττα της ΛΑΕ, άρνηση του ΚΚΕ να λειτουργήσει ως πόλος αντιμνημονιακής συσπείρωσης), ενώ τα παραδοσιακά συστημικά κόμματα είναι απαξιωμένα στη συνείδηση του κόσμου και δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσουν την εφαρμογή της συμφωνίας την οποία ψήφισαν. Χωρίς ουσιαστικούς εξωτερικούς πολιτικούς περιορισμούς (πχ ανάγκη συγκυβέρνησης με ΠΑΣΟΚ, ισχυρή αντιμνημονιακή αντιπολίτευση κοκ) καλείται να κυβερνήσει σε ένα δύσβατο περιβάλλον που εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες (πιστωτές, ευρωπαϊκή πολιτική στο προσφυγικό κοκ) και σε ένα πλαίσιο όπου η κοινωνική δυσαρέσκεια θα εντείνεται λόγω των συνεπειών της συμφωνίας (άλλωστε ο διακηρυγμένος στόχος του παράλληλου προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο μετριασμός αυτής της τάσης). Παράλληλα, πρέπει να χειριστεί την αναδιαπραγμάτευση του χρέους και τις διογκούμενες προσφυγικές ροές. Επίσης, το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ θα λάβει χώρα τους πρώτους μήνες του 2016.

Αν προκύψουν νέα οικονομικά δεδομένα (επενδύσεις, άμβλυνση των όρων της συμφωνίας κοκ) τότε ο ΣΥΡΙΖΑ ενδέχεται να δει την κατάσταση να ομαλοποιείται πολιτικά. Αν όμως, εμφανιστούν προβλήματα πχ κατά την εφαρμογή της συμφωνίας (με δεδομένη την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να αποτρέψει την επιβολή συμπληρωματικών επώδυνων μέτρων) ή σχετικά με τις Ευρωπαϊκές κατευθύνσεις στο προσφυγικό ζήτημα είναι πιθανό ο ΣΥΡΙΖΑ να εισέλθει εκ νέου σε μια φάση εσωτερικών τριγμών. Ενδέχεται να δούμε διεύρυνση ή αλλαγή του κυβερνητικού συνασπισμού με συστημικά κόμματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει πλέον τη δυνατότητα προσφυγής σε εκλογές ως μέσο διατήρησης της αυτονομίας του από τα παραδοσιακά συστημικά κόμματα.

3.2. ΝΔ:

Το προφίλ των ψηφοφόρων της ΝΔ ακολουθεί με αντίστροφο τρόπο αυτό του ΣΥΡΙΖΑ9. Η ΝΔ αποδυναμώνεται στις γυναίκες (κατά 4,1%) και στις νοικοκυρές (κατά 6,7%) και ενισχύεται στους αγρότες (κατά 12,3%), τους αυτοαπασχολούμενους (κατά 7,7) και τους επιχειρηματίες (κατά 47,2%). Η ΝΔ εμφανίζει τα μεγαλύτερα ποσοστά της στους επιχειρηματίες (68,7%), τους συνταξιουχους του δημόσιου τομέα (42,1%) και τους αγρότες (39%). Η ΝΔ κυριαρχεί στους επιχειρηματίες (68,7% έναντι 17,2% του ΣΥΡΙΖΑ) οι οποίοι φοβούνται σήμερα περισσότερο τον ηττημένο στη διαπραγμάτευση ΣΥΡΙΖΑ από ότι τον Ιανουάριο (ΝΔ 21,5% έναντι 26,8% του ΣΥΡΙΖΑ), καθώς τότε υπήρχε η προσδοκία για ένα καλό αποτέλεσμα στη διαπραγμάτευση το οποίο θα βελτίωνε τη γενική οικονομική κατάσταση στη χώρα. Επίσης διατηρεί την υπεροχή της στους συνταξιούχους (με απώλειες 1,5%) και φαίνεται ότι κερδίζει τους αγρότες.

Η ΝΔ συνεχίζει να “αιμοραγεί” στους μισθωτούς (περίπου 3,6% μείωση), τους φοιτητές (2,5% μείωση) και γενικότερα στους νέους. Στην ηλικιακή κατηγορία 18-24 εμφανίζει αξιοσημείωτη μείωση 8,5%. Στην κατηγορία όσων δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες η ΝΔ κερδίζει έδαφος κατά 5,9% και αποδυναμώνεται στην κατηγορία που προσδιορίζει ότι ζει άνετα ή τα καταφέρνει (μείωση 10,2%), κλείνοντας την ψαλίδα (ζει δύσκολα: 26,6% από 20,7%, ζει άνετα: 32,1% από 42,3%), ακολουθώντας την εξομάλυνση που παρατηρείται στον ΣΥΡΙΖΑ. Παρόμοια, μειώνεται αισθητά στην αστική και ανώτερη τάξη (μείωση κατά 5,9% και 6,2% αντίστοιχα) και ενισχύεται ελαφρώς στην κατώτερη (αύξηση κατά 3,7%). Όσον αφορά την ιδεολογική αυτοτοποθέτηση των ψηφοφόρων εμφανίζει αξιοσημείωτη αύξηση σε όσους δηλώνουν κεντροδεξιοί (κατά 9,2%) γεγονός που ενδεχόμενα συναρτάται με το μετριοπαθέστερο προφίλ του νέου Προέδρου σε σχέση με τον προκάτοχό του και την προεκλογική τακτική έκκλησης προς τον ΣΥΡΙΖΑ για τη δημιουργία κυβέρνησης μεγαλου συνασπισμού με ευρωπαϊκό προσανατολισμό10.

Η ΝΔ βρίσκεται σε σοβαρή κρίση στρατηγικής. Η στροφή προς τη μετριοπάθεια, την οποία έκανε ο μεταβατικός πρόεδρος (Μεϊμαράκης), μπορεί μεν να διατήρησε τις δυνάμεις της ΝΔ, αλλά το αποτέλεσμα έδειξε ότι δεν φαίνεται να δημιουργεί προϋποθέσεις δυναμικής ανάκαμψης. Η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ στον “ρεαλισμό” και η εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος σε αυτό το κόμμα δομικά αφαιρεί πολιτικό χώρο από τη ΝΔ.

Οι μνημονιακοί περιορισμοί καθιστούν μια φιλολαϊκή στροφή αδύνατη. Μόνη διέξοδος κατά τη γνώμη της ακροδεξιάς πτέρυγας της ΝΔ είναι η σκληρή αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ στον άξονα αριστερά/δεξιά, με επίκεντρο όχι τα σημεία στα οποία οι μνημονιακές δεσμεύσεις διαμορφώνουν ένα πλαίσιο σύμπλευσης, αλλά σε άλλα θέματα (ασφάλεια, προσφυγικό, δικαιώματα, εκκλησία κοκ). Πρόκειται για μια στρατηγική που βαθμιαία θέτει τα κρίσιμα κοινωνικά και οικονομικά θέματα εκτός πολιτικής ατζέντας11 και δημιουργεί τους όρους για ηγεμονία της δεξιάς στη βάση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Η μετριοπαθής πτέρυγα έχει μια πιο συστημική και λιγότερο κομματική οπτική: η ΝΔ πρέπει να διαφυλάξει τα συμφέροντα των ελίτ απέναντι στον λαβωμένο από τη διαπραγματευση ΣΥΡΙΖΑ και να τον οδηγήσει σε περαιτέρω συστημική προσαρμογή απορροφώντας κραδασμους και βάζοντας όρια.

Γενικότερα, η ΝΔ δεν έχει πολλά περιθώρια αντιπολιτευτικών ελιγμών στο βραχυπρόθεσμο επίπεδο, γι’αυτό η αλλαγή ηγεσίας που έχει δρομολογηθεί δεν δημιουργεί προϋποθέσεις συνολικής μεταμόρφωσης. Η ΝΔ περισσότερο θα περιμένει την υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ και την εκμετάλλευση των δυσκολιών που αυτός θα συναντήσει, και λιγότερο θα έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι υπάρχει σοβαρή ανάγκη ανανέωσης του πολιτικού της προσωπικού.

3.3. ΧΑ:

Νέοι άνδρες φαίνεται πως είναι η βασική κοινωνική κατηγορία που ενίσχυσε και αυτή τη φορά τη ΧΑ (στους άνδρες λαμβάνει 9% έναντι 4,8% στις γυναίκες)12. Η ΝΔ φαίνεται να χάνει την υπεροχή της σε σχέση με τη ΧΑ στους νεότερους ψηφοφόρους στον χώρο της δεξιάς, αφού από 21,9% τον Ιανουάριο πέφτει στο 13,4% τώρα, το οποίο ισοσκελίζει η επιρροή της ΧΑ, που ανεβαίνει στο 13,3% από 8% τον Ιανουάριο. Από την άλλη, η ΧΑ εκμηδενίζεται στους επιχειρηματίες (μείωση κατά 13,6%), όπου κυριαρχεί η ΝΔ, και πέφτει στη μισή της δύναμη στους αγρότες όπου παίρνει 5,3% (μείωση κατά 5,5%) πάλι λόγω ενίσχυσης της ΝΔ. Επίσης εμφανίζει πτώση στους μισθωτούς του δημόσιου τομέα κατά 4,9%. Η ΧΑ καταγράφει τα μεγαλύτερα ποσοστά της στους επαγγελματοβιοτέχνες (14%), τους φοιτητές (14%, αύξηση κατά 8,6%) και τους ανέργους (ποσοστό 10,6%).

Τα ποσοστά της ΧΑ εμφανίζουν έντονη διαφοροποίηση μεταξύ αυτών που τη στηρίζουν και δηλώνουν ότι έχουν οικονομικές δυσκολίες και αυτών που δηλώνουν ότι ζουν άνετα ή τα καταφέρνουν (δύσκολα 8,6%, άνετα 2,6%). Στην ταξική αυτοποθέτηση, εξαφανίζεται στην αστική και ανώτερη τάξη (μείωση κατά 8,4% και 3,6% αντίστοιχα) και ενισχύεται σε όσους κάνουν αταξικές αναφορές (33,4%, με αύξηση κατά 18,1%). Στην ιδεολογική αυτοτοποθέτηση ενισχύεται στη δεξιά (25,6%, αύξηση κατά 5,2%) και στην άρνηση αυτοτοποθέτησης (17,1%, αύξηση κατά 5,1%).

Οι συνθήκες μοιάζουν ιδανικές για την ανάδειξη ενός εθνικιστικού ακροδεξιού κόμματος σε πρωταγωνιστή στην πολιτική σκηνή: αριστερή κυβέρνηση που θα εφαρμόσει λιτότητα, προσφυγικά ρεύματα, αδυναμία των άλλων κομμάτων να επικοινωνήσουν με τα τμήματα του πληθυσμού που συμπιέζονται. Το αποτέλεσμα των εκλογών έδειξε ότι η ΧΑ έχει αποκτήσει μια στιβαρή και δυναμική εκλογική βάση. Η ένταξη του διπόλου αριστερά/δεξιά στο μνημονιακό πλαίσιο και η κυριαρχία της ΧΑ στο κοινοβούλιο ως εκπρόσωπος της αντιμνημονιακής πτέρυγας (τρίτο κόμμα, αυτοαπομόνωση του ΚΚΕ) σε συνδυασμό με τις κοινωνικές συνέπειες του τρίτου μνημονίου δίνουν αντικειμενικά πολύ μεγάλο έδαφος για την ισχυροποίησή της.

Ασαφές παραμένει το πώς επιδρά η φυσιογνωμία του κόμματος στη δυναμική που αυτό θα μπορούσε να αναπτύξει. Ο ανοικτός εγκληματικός χαρακτήρας της13, το νεο-ναζιστικό προφίλ και ο αποκλεισμός της από τη συμβατική πολιτική14 περιορίζουν ίσως την εμβέλεια που θα μπορούσε να έχει ένα ακροδεξιό εθνικιστικό κόμμα το οποίο δεν θα είχε αυτά τα χαρακτηριστικά15. Από την άλλη, η απογοήτευση από τη δημοκρατική πολιτική πρακτική αναφορικά με τις δυνατότητές της να ανατρέψει τις μνημονιακές δεσμεύσεις, σε συνδυασμό με την βαθμιαία παρακμή της ελληνικής κοινωνίας μπορεί να αμβλύνει προοδευτικά τις αρνητικές συνέπειες της φυσιογνωμίας της ΧΑ στη δυναμική που αυτή θα μπορούσε να έχει.

3.4. ΠΑΣΟΚ, ΠΟΤΑΜΙ, ΑΝΕΛ, Ενωση Κεντρώων:

Η εναπομείνασα συστημική κεντροαριστερά, το κόμμα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης (ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ) δεν φαίνεται να είναι σε θέση να επανέλθει σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Θα λειτουργήσει de facto ως συμπληρωματική δύναμη. Βασικός στόχος είναι η διατήρηση της πολιτικής αυτονομίας και η μη απορρόφηση από τους δύο κεντρικούς κομματικούς πυλώνες όσο αυτοί παραμένουν στη σημερινή τους μορφή.

Το αποτέλεσμα των εκλογών έδειξε ότι το ΠΟΤΑΜΙ δεν είναι σε θέση να αναχαιτίσει την πολιτική κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ στη βάση ενός τεχνοκρατικού, νεανικού προφίλ και έχει ήδη ανακύψει το ζήτημα ενσωμάτωσής του στην κεντροαριστερά.

Οι ΑΝΕΛ επίσης δεν φαίνεται να διαθέτουν τα εχέγγυα να αποτελέσουν έναν δυναμικό κομματικό σχηματισμό. Διαθέτουν μεν ένα σημαντικό μερίδιο εξουσίας, αλλά ο ρόλος τους δεν αναμένεται να είναι καταλυτικός στην εξέλιξη των πραγμάτων.

Η Ένωση Κεντρώων δεν αναμένεται να αποτελέσει κάποια νέα δυναμική παρουσία. Η εγγενής μετριοπάθεια και η επιφανειακή ανάλυση των δομικών προβλημάτων της Ελλάδας σήμερα την καθιστούν εφεδρεία σε μια δύσκολη στιγμή για τη στήριξη κάποιας κυβέρνησης16.

3.5. ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ:

Το ΚΚΕ δεν αναμένεται να αλλάξει στρατηγική (μη ουσιαστική εμπλοκή με τη σημερινή πολιτική αντιπαράθεση) και μεθοδολογία (παραδοσιακές μορφές οργάνωσης και κινητοποίησης). Ως εκ τούτου δεν αναμένεται να παίξει σημαντικό ρόλο ούτε στο πολιτικό ούτε στο κοινωνικό επίπεδο στο προσεχές διάστημα. Ωστόσο, θα βελτιώσει την εκλογική του απήχηση ως ο σταθερότερος φορέας έκφρασης της δυσαρέσκειας στην εφαρμοζόμενη πολιτική.

Η ΛΑΕ ήταν ο μεγάλος ηττημένος των εκλογών. Πέρα από αντικειμενικές δυσκολίες17 που καθιστούσαν πολύ δύσκολη την απεύθυνσή της σε εκτεταμένα τμήματα του εκλογικού σώματος, η ΛΑΕ δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει με το προνομιακότερο ακροατήριο της: ένα πολύ μεγάλο τμήμα του κόσμου που πίστεψε στον ΣΥΡΙΖΑ, χειραφετήθηκε με το δημοψήφισμα και απογοητεύθηκε από τη συμφωνία, αλλά είναι διατεθειμένο να συνεχίσει να αγωνίζεται. Αυτό το τμήμα προσέλαβε (ενστικτωδώς ή συνειδητά) την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ ως στρατηγική ήττα η οποία χρήζει σύνθετης εξήγησης και καινοτόμας απάντησης. Η αφήγηση της ΛΑΕ δεν άγγιξε αυτή τη διάσταση, καθώς προέταξε μια γρήγορη και εύκολη εξήγηση για το τι συνέβη (έλλειμμα πολιτικής βούλησης για σύγκρουση κοκ) και ως εκ τούτου δεν κατάφερε να συσπειρώσει μαζικά αυτό το ενεργητικό τμήμα του κόσμου του ‘ΌΧΙ.

ΑΝΤΑΡΣΥΑ (0,85%): η διαχρονική αδυναμία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να επικοινωνήσει με πλατιά ακροατήρια σε συνδυασμό με την αδυναμία να προταχθεί μια καινοτόμα στρατηγική ενεργούς εμπλοκής και κινητοποίησης στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στη διαπραγμάτευση (όπως και στην περίπτωση της ΛΑΕ) δεν της επέτρεψαν να ενισχυθεί αποφασιστικά σε αυτές τις εκλογές.

4. Συμπεράσματα για την αριστερά:

Η αριστερά στην Ελλάδα έχει διαιρεθεί ανάμεσα σε δύο ασθενικές στρατηγικές: εφαρμογή λιτότητας με αντισταθμιστικά μέτρα και επιστροφή στην καθιερωμένη αντιμνημονιακή ρητορική με μεγαλύτερη έμφαση στο ζήτημα της εξόδου από την ευρωζώνη. Η δεύτερη ήδη δέχθηκε ένα ισχυρό χτύπημα στις εκλογές. Η πρώτη ενώ αριθμητικά βγήκε ισχυροποιημένη, ωστόσο τόσο το κλίμα των εκλογών όσο και τα στοιχεία του εκλογικού αποτελέσματος αναδεικνύουν αρνητικές τάσεις και δυσοίωνες δυναμικές. Επίσης, ενδέχεται σε μικρό χρονικό διάστημα να οδηγηθεί σε τραγικά αδιέξοδα.

Οι εν λόγω δύο στρατηγικές επιλογές δεν αναμετρώνται με βαθύτερα ζητήματα που θέτει εκ των πραγμάτων η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στη διαπραγμάτευση. Σε συνθήκες όπου οι ελίτ δεν δεσμεύονται από τη δημοκρατική έκφραση της λαϊκής βούλησης και οι βασικές λειτουργίες των κοινωνιών ελέγχονται από θεσμούς στους οποίους δεν έχουν πρόσβαση οι πολίτες, ο πολιτικός στόχος της απελευθέρωσης των κοινωνιών και της αποκατάστασης της δημοκρατίας δεν μπορεί πλέον να βασίζεται μόνο στην παραδοσιακή πολιτική πρακτική (στήριξη κινημάτων, διαμόρφωση κοινωνικών συμμαχιών, εκλογικός αγώνας, ανάληψη της διακυβέρνησης).

Για να διαμορφωθούν προϋποθέσεις απελευθέρωσης, η αριστερά οφείλει να επανεξετάσει τη μεθοδολογία της, τις προτεραιότητές της και τα οργανωσιακά σχήματα για την κινητοποίηση των πολιτών σε μια κατεύθυνση απελευθέρωσης των δυνατοτήτων τους για την αυτονόμηση μέρους των βασικών λειτουργιών της κοινωνίας από τον έλεγχο των ελίτ (παραγωγή, υποδομές, δίκτυα διανομής κοκ) και τη διαδύνδεση αυτών των λειτουργιών με τις εναπομείνασες κρατικές δομές (μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης) σε ένα όσο το δυνατόν ανθεκτικότερο δίκτυο. Μόνο υπό αυτές τις προϋποθέσεις θα μπορούμε πραγματικά να υλοποιήσουμε τους όποιους πολιτικούς στόχους (πχ παραμονή στην ευρωζώνη με αυτονομία ή έξοδος από αυτή). Και τούτο διότι θα είμαστε σε θέση να αναμετρηθούμε με αξιώσεις με την επιθετικότητα των ελίτ, οι οποίες είναι διατεθημένες να πλήξουν καίρια μια κοινωνία που επιχειρεί να αυτονομηθεί από τον πλήρη έλεγχό τους.

Μια τέτοια μεταστροφή στη μεθοδολογία και στην πολιτική στρατηγική απαιτεί σοβαρή και συστηματική επανεξέταση πολύ βαθιά ριζωμένων πολιτικών φαντασιακών και νοοτροπιών των αριστερών οργανώσεων και κομμάτων. Όμως, η προσαρμογή στις νέες συνθήκες, μαθαίνοντας από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να αναδείξει μια πιο αποτελεσματική και ανθεκτική αριστερά, ικανή να συμβάλει σε μια ηγεμονική, καινοτόμα και δημιουργική κοινωνική κινητικότητα απαραίτητη για την εξισορρόπηση της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης στην οποία προχωρούν οι ελίτ (απειλή χρεοκοπίας, παύση βασικών λειτουργιών κοκ με στόχο την υποταγή). Και τούτο διότι η αδυναμία της παραδοσιακής πολιτικής πρακτικής να αλλάξει τις βασικές συντεταγμένες της μνημονιακής πολιτικής μπορεί να δημιουργεί απογοήτευση, όμως παράλληλα απελευθερώνει σε εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού μια διαθεσιμότητα για νέες, πιο αποτελεσματικές μορφές κοινωνικής και πολιτικής κινητοποίησης. Το παράξενο κλίμα των εκλογών αλλά και ο διττός χαρακτήρας της αποχής συνηγορούν στη διαπίστωση ότι εκτός από την παραίτηση υπάρχει μια κοινωνική διαθεσιμότητα που δεν μπόρεσε να συσπειρωθεί στο σύνολό της από τις εκφράσεις της αριστεράς σε αυτές τις εκλογές.

Αν η Ελλάδα είναι ένα εργαστήριο εφαρμογής ακραίων, πιλοτικών νεοφιλελεύθερων τεχνικών εξουσίας, που θα λειτουργήσει ως υπόδειγμα για τη ριζική αναδόμηση της φυσιογνωμίας των δυτικών κοινωνιών εν γένει τότε γίνεται σαφές ότι η εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ αφορά την αριστερά σε όλες τις χώρες. Μια αριστερή κυβέρνηση σε κάποια άλλη χώρα θα οδηγηθεί αργά ή γρήγορα σε ένα σημείο στο οποίο θα απειλούνται να καταρρεύσουν πλήρως οι βασικές λειτουργίες της κοινωνίας σε περίπτωση μη υποταγής. Την επόμενη φορά, σε οποιαδήποτε χώρα, πρέπει να είμαστε σε θέση να σηκώσουμε το βάρος της κλιμάκωσης της εν λόγω επίθεσης από τη μεριά των ελίτ, η οποία σηματοδοτεί άλλωστε και το τέλος του μεταπολεμικού σεβασμού τους στη δημοκρατία, δηλαδή στους λαούς μας.

2Ο σιωπηλός θυμός ήταν διάχυτος προς όλες τις κατευθύνσεις και το αποτέλεσμα των εκλογών έδειξε ότι δεν διοχετεύθηκε προς την προηγούμενη κυβέρνηση όπως παραδοσιακά συμβαίνει.

3Παρά την προσπάθεια των ΜΜΕ να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι η ΝΔ απειλεί τον ΣΥΡΙΖΑ σε κάποια φάση της προεκλογικής περιόδου, η οποία απλά συμπίεσε τα μικρότερα κόμματα.

4Η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ψήφος καταδίκης στη ΝΔ και το αντίστροφο.

5http://www.publicissue.gr/en/2885/syriza-voter-demos-9-2015/ . Ακολουθούμε την ανάλυση των κοινωνικών χαρακτηριστικών των ψηφοφόρων των κομμάτων της εν λόγω εταιρείας. Σε ορισμένα σημεία υπάρχουν διαφοροποιήσεις (πχ αγρότες) με άλλες εταιρείες αλλά χωρίς να αλλάζει η γενική εικόνα.

6 Στους άνδρες έλαβε 28,2% και σημείωσε πτώση 5,6%.

7Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι τρεις από τις τέσσερεις κατηγορίες που ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει τη μεγαλύτερη μείωση πρόκειται να πληγούν με άμεσο τρόπο από το τρίτο μνημόνιο (αγρότες, αυτοαπασχολούμενοι, επαγγελματοβιοτέχνες ), ενώ η τέταρτη (επιχειρηματίες) είναι εκείνη που αγωνιά για τυχόν επιβάρυνσή της από την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να εξισορροπήσει τις επιπτώσεις του μνημονίου στα ασθενέστερα στρώματα μέσω αναδιανομής.

10Η επιλογή αυτή έγινε αντικείμενο σκληρής κριτικής από στελέχη της ΝΔ της ακροδεξιάς πτέρυγας.

11Αυτή η στρατηγική θα βοηθούσε την εδραίωση ενός διπολισμού στο βαθμό που οι πολίτες αποδεχθούν την μνημονιακή κανονικότητα.

13Τα ηγετικά της στελέχη δικάζονται για τη δολοφονία Φύσσα και ο Πρόεδρός της δήλωσε προεκλογικά ότι αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη της δολοφονίας.

14Πχ δεν καλείται σε συζητήσεις σε ΜΜΕ.

15Η περίπτωση του κυβερνώντος κόμματος της Ουγγαρίας θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πρότυπο για το τι είδους πολιτική δύναμη θα μπορούσε να αξιοποιήσει τις υπαρκτές σήμερα δυνατότητες. Ήδη υπάρχουν διεργασίες στον χώρο της ακροδεξιάς πέραν της ΧΑ που διερευνούν την πιθανότητα δημιουργίας νέου πολιτικού σχηματισμού.

16Μια βασική προεκλογική εξαγγελία τους ήταν ότι η χώρα χρειάζεται Οικουμενική κυβέρνηση τεχνοκρατών με στήριξη από όλα τα κόμματα…

17Βλ. προηγούμενο σημείωμα http://www.rosalux.de/news/41758/wahlauswertung-griechenland.html

*Ανάλυση για το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμποργκ

Σύντομη ανάλυση εκλογικού αποτελέσματος Σεπτεμβρίου 2015

Σεπτέμβριος 2015        Ιανουάριος 2015

ΣΥΡΙΖΑ      35,46                         36,34

ΝΔ               28,10                         27,81

ΧΑ                6,99                            6,28

ΠΑΣΟΚ        6,28                            4,68

ΚΚΕ              5,55                            5,45

ΠΟΤΑΜΙ      4,09                             6,05

ΑΝΕΛ           3,69                            4,75

ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΩΩΝ 3,43             1,79

——–

ΛΑΕ               2,86                              —

Τα σημαντικά στοιχεία που προκύπτουν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 είναι δύο:

– Η απόλυτη επιτυχία του εκλογικού αιφνιδιασμού του ΣΥΡΙΖΑ

– Η αύξηση της αποχής.

Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά από α) την υπογραφή της συμφωνίας και β) τη διάσπαση και την αποχώρηση της εσωκομματικής αντιπολίτευσης και πολλών άλλων στελεχών και μελών, κατάφερε να προσεγγίσει το εκλογικό ποσοστό του Ιανουαρίου του 2015 και να ανανεώσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης χωρίς ουσιαστικές εκλογικές απώλειες και με τον ίδιο κυβερνητικό εταίρο1.

Η επίσπευση των εκλογών αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα καθώς:

α) επέτρεψε στον ΣΥΡΙΖΑ να προσέλθει στις εκλογές με τον “αέρα” της σκληρής διαπραγμάτευσης διατηρώντας τα πολύ μεγάλα ποσοστά του στις φτωχότερες περιοχές της χώρας αφού οι συνέπειες της συμφωνίας δεν έχουν υπάρξει ακόμη2,

β) δεν επέτρεψε τη συγκρότηση αξιόπιστης αμφισβήτησης από τα “αριστερά” του με αποτέλεσμα την μη είσοδο στη Βουλή της Λαϊκής Ενότητας,

γ) πρόλαβε την αποδυνάμωση των ΑΝΕΛ και το ενδεχόμενο να μείνουν εκτός Βουλής3, αποτρέποντας σενάρια κυβερνητικού συνασπισμού με ΠΑΣΟΚ, ΠΟΤΑΜΙ ακόμη και ΝΔ,

δ) δεν επέτρεψε την ανασυγκρότηση των παραδοσιακών μνημονιακών κομμάτων και ιδίως της ΝΔ η οποία έδωσε την εκλογική μάχη υπό την ηγεσία ενός μεταβατικού Προέδρου.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβασε τις τελευταίες ημέρες την εκλογική συσπείρωσή του εντυπωσιακά στο 70%. Έχασε 9% της εκλογικής του δύναμης τον Ιανουάριο προς ΝΔ, 6% προς ΛΑΕ, 3% προς ΚΚΕ και 3% προς ΧΑ και πήρε 13% από ΚΚΕ, 12% από ΠΑΣΟΚ, 5% από ΝΔ, 3% από ΧΑ. Οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ σε μεγάλο βαθμό τον ξαναψήφισαν α) υπό τον φόβο επιστροφής των παραδοσιακών κομμάτων στην εξουσία4, β) ελλείψει αξιόπιστων εναλλακτικών επιλογών προς αντιμνημονιακή κατεύθυνση και γ) εκτιμώντας τη μαχητική στάση κατά τη διαπραγμάτευση5. Ένα μεγάλο κομμάτι ψηφοφόρων του Ιανουαρίου που απογοητεύθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε τελικά την αποχή (320.000 ψηφοφόροι δηλαδή περίπου το 14% της εκλογικής του δύναμης) όπως θα δούμε παρακάτω. Επιπρόσθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε πιο “ελκυστικός” για τους ψηφοφόρους των κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων λόγω της υπεύθυνης στάσης προς το τέλος της διαπραγμάτευσης, γεγονός που εξηγεί τα θετικά ισοζύγια με το ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ (βλ. παραπάνω) και το ΠΟΤΑΜΙ (βλ. παρακάτω).

Η ΝΔ κατάφερε να διατηρήσει τις δυνάμεις της6, με το 10% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ και το 6% των ψηφοφόρων της ΧΑ του Ιανουαρίου να μετακινούνται προς αυτήν. Η παρουσία του μεταβατικού Προέδρου της θεωρήθηκε θετική κατά την προεκλογικη περίοδο και έπαιξε ρόλο στην επαναφορά της ΝΔ στα επίπεδα του Ιανουαρίου, καθώς μετά το δημοψήφισμα εμφάνισε, δημοσκοπικά τουλάχιστον, στοιχεία αποδιάρθωσης με ποσοστά κάτω του 20%. Η ποσοστιαία συγκράτησή της οφείλεται – όπως και στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ – και στο γεγονός ότι 180.000 ψηφοφόροι της που δεν την επέλεξαν εκ νέου οδηγήθηκαν στην αποχή και όχι σε κάποιο άλλο κόμμα. Η ΝΔ ήταν ανέτοιμη για τις εκλογές, με προσωρινή ηγεσία και ανοικτά ζητήματα ως προς την αντιπολιτευτική της στρατηγική, τα οποία ανακύπτουν εντονότερα πλέον μετά την ήττα με μεγάλη διαφορά από έναν ΣΥΡΙΖΑ που υπέστη διάσπαση και υποτίθεται ότι απέτυχε στη διαπραγμάτευση σε σύγκριση με τις εξαγγελίες του Ιανουαρίου7. Ήδη έχουν δρομολογηθεί οι διαδικασίες για την ανάδειξη νέας ηγεσίας.

Η ΧΑ ενισχύθηκε αλλά όχι σημαντικά, γεγονός που σχετίζεται με τη συγκράτηση του ΣΥΡΙΖΑ σε υψηλά ποσοστά στις φτωχότερες περιοχές. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι σε περιοχές που δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση από τις προσφυγικές ροές η άνοδος της ΧΑ είναι πιο αισθητή (όπως και η αποχή). Ενδεικτικά στη Λέσβο η ΧΑ πήρε 7,88% από 4,6%, στην Κω 10,15% από 5,87% και συνολικά στα Δωδεκάνησα 8,07% από 5,53%.

Το ΠΑΣΟΚ ενώ είχε απώλειες λόγω της πόλωσης ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ (βλ. μετακινήσεις προς ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ παραπάνω) εντούτοις ανέβασε το ποσοστό του απορροφώντας το μεγαλυτερο μέρος των ψηφοφόρων του κόμματος του Γ. Παπανδρέου που δεν κατέβηκε στις εκλογές, αλλά τον Ιανουάριο είχε αποσπάσει το 2,47% του εκλογικού σώματος. Το ΚΚΕ δεν εμφάνισε αξιοσημείωτη άνοδο κυρίως λόγω της συγκράτησης των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ στις λαϊκές περιοχές. Το ΠΟΤΑΜΙ είδε τη δύναμή του να μειώνεται κατά 1/3 ως αποτέλεσμα της πόλωσης που επικράτησε. Η συσπείρωσή του δεν ξεπέρασε το 45% και ουσιαστικά μοιράστηκε σε ΝΔ (26%) και ΣΥΡΙΖΑ (18%). Το κόμμα προχωράει σε έκτακτο συνέδριο τους επόμενους μήνες. Οι ΑΝΕΛ κατάφεραν να μπουν στη Βουλή καθώς οι σύνεπειες της συμφωνίας δεν είναι ακόμη ορατές. Η Ένωση Κεντρώων είναι ένα προσωποκεντρικό, μετριοπαθές, κεντρογενές κόμμα με ασαφή περαιτέρω πολιτικά χαρακτηριστικά. Η είσοδος ενός μέχρι πρότινος γραφικού πολιτικού σχηματισμού στη Βουλή μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη χλευασμού της εκλογικής διαδικασίας από μέρος του εκλογικού σώματος και σύμπτωμα της γενικότερης αποδυνάμωσης του πολιτικού συστήματος όπως και η αποχή. Η ΛΑΕ δεν κατάφερε τελικά να διαμορφώσει ένα αξιόπιστο και αποτελεσματικό προεκλογικό προφίλ ικανό να επικοινωνήσει με τη μεγάλη δεξαμενή του ΌΧΙ στο δημοψήφισμα. Η έλλειψη χρόνου, η επιθετικότητα από τη μεριά των ελίτ, η μεγάλη απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ στα λαϊκά στρώματα, αλλά και η αίσθηση μιας επανάληψης της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ πριν την ανάληψη της διακυβέρνησης δεν έδωσαν δυναμική σε ένα καινούριο μεν, αλλά παραδοσιακό, αριστερό κόμμα.

Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο αυτών των εκλογών είναι η αύξηση της αποχής. Από το 2009 (τελευταίο έτος πριν τη μνημονιακή περίοδο) έχουμε μείωση 1,5 εκατομμύρια ψηφοφόρων. Από 7.000.000 ψηφοφόρους περίπου το 2009 στις τελευταίες εκλογές ψήφισαν 5.500.000 (σε σύνολο εγγεγραμμένων που κυμαίνεται γύρω στις 9.900.0008). Από τις εκλογές του Ιανουαρίου η αποχή αυξήθηκε κατά 764.000 στις εκλογές του Σεπτεμβρίου και άγγιξε το 43,3%9. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε 320.000 ψηφοφόρους ή το 14% των ψηφοφόρων του Ιανουαρίου και η ΝΔ 192.000 ψηφοφόρους, δηλαδή γύρω στο 11% της εκλογικής της δυνάμης. Η αύξηση της αποχής είναι εντονότερη σε απομακρυσμένες περιοχές της χώρας με δύσκολη και οικονομικά δαπανηρή πρόσβαση, αλλά έγινε αισθητή και στα αστικά κέντρα. Τα μεγαλύτερα ποσοστά αποχής εμφανίστηκαν σε Φλώρινα με 64,46%, Κεφαλονιά με 61,92% και Λακωνία με 59,54% (περιφέρεια της χώρας). Όμως, ποσοστά άνω του μέσου όρου της αποχής εμφάνισαν και τα αστικά κέντρα όπως η Α’ Πειραιά με 47,59% αλλά και η Α’ Αθήνας με 46,72%, ενώ και στη Β’ Πειραιά το ποσοστό αποχής ανήλθε σε 43,43%.

Δεν έχουμε ακόμη δημοσιοποίηση περισσότερων στοιχείων για την ηλικιακή, ταξική και μορφωτική κατανομή της αποχής, αλλά αναμένεται να είναι μεγάλη στους νέους. Ωστόσο, είναι πιθανόν η αποχή να λαμβάνει πλέον δομικά χαρακτηριστικά καθώς φαίνεται ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια διαδικασία κατάρρευσης των αντιπροσωπευτικών δημοκρατικών διαδικασιών και θεσμίσεων. Στην ήδη γνωστή αποστροφή του κόσμου απέναντι στο παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό πρέπει να προστεθεί τώρα και η απογοήτευση από την αδυναμία επιρροής των κρίσιμων οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων μέσα από την εκλογική διαδικασία, όπως φάνηκε από την έκβαση της πρόσφατης διαπραγμάτευσης. Το πλήγμα στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία αρχίζει να γίνεται πλέον ανησυχητικό.

1 Αξίζει να σημειωθεί ότι σε απόλυτο αριθμό ψήφων η μείωσή του είναι μεγαλύτερη από τη μείωση του ποσοστού του, αλλά καθώς η απώλεια ψήφων εκφράστηκε κυρίως με αποχή η ποσοστιαία μείωση δεν είναι σημαντική.

2 Τα υψηλότερα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ απαντώνται στις υποβαθμισμένες, λαϊκές περιοχές όπως η Φυλή με 45,57% (ίδιο ποσοστό με Ιανουάριο, λιγότερες ψήφοι), Αγία Βαρβάρα 43,84% και Ασπρόπυργος 43,88%.

3Έχει διαπιστωθεί στη μνημονιακή περίοδο ότι τα μικρότερα κόμματα που συμμετέχουν σε κυβερνήσεις συνεργασίας καταρρέουν και εξαφανίζονται μένοντας εκτός Βουλής.

4Η προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώθηκε ακριβώς σε αυτό τον φόβο, στην υπόσχεση για μάχη κατά της διαφθοράς και της διαπλοκής και ως εκ τουτου κεφαλαιοποίησε επιτυχημένα την αποστροφή του εκλογικού σώματος στο παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό.

5Σε αυτό το γεγονός μπορεί να αποδοθεί και το θετικό ισοζύγιο με το ΚΚΕ.

6 Τα υψηλότερα ποσοστά της ΝΔ προέκυψαν στις παραδοσιακά αστικές περιοχές όπως η Φιλοθέη – Ψυχικό με 54,06% και Κηφισιά με 47,59%.

7Περισσότερα στοιχεία αναφορικά με την επιρροή του εκλογικού αποτελέσματος στην πολιτική στρατηγική της ΝΔ (αλλά και των άλλων κομμάτων) στο επόμενο εναλυτικότερο σημείωμα.

8Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι υπάρχει ένα αδιευκρίνιστικο, διαχρονικό ποσοστό αποχής λόγω μη συστηματικής εκκαθάρισης των εκλογικών καταλόγων.

9Να σημειωθεί ότι στο δημοψήφισμα του Ιουλίου οι ψηφοφόροι ήταν περίπου όσοι και τον Ιανουάριο.

*Ανάλυση για το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμποργκ

Περίεργες εκλογές

Στην προεκλογική ατμόσφαιρα αποτυπώνεται το πλήγμα στη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία που υπέστη η χώρα στη διαπραγμάτευση. Η διαπραγμάτευση ολοκληρώθηκε με την ανοικτή απόρριψη της δημοκρατίας σε αυρωπαϊκό έδαφος. Πρόκειται για ένα κορυφαίο ιστορικό γεγονός που δεν πρέπει να υποτιμάμε την εμβέλειά του επειδή ενδεχομένως μπορούσαμε να εκτιμήσουμε εκ των προτέρων ότι θα συμβεί, λαμβάνοντας υπόψη την αντιδημοκρατική, νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική της ευρωζώνης και της ΕΕ.

Η διαπραγματευση ολοκληρώθηκε με την επιβολή μιας τιμωρητικής συμφωνίας μέσα από έναν ωμό εκβιασμό: συνθηκολόγηση ή άτακτη χρεοκοπία. Οι βασικές λειτουργίες της ελληνικής κοινωνίας ελέγχονται από θεσμούς που έχουν πλήρως αυτονομηθεί από τη λαϊκή βούληση, καταργώντας ουσιαστικά τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία. Η ροή του χρήματος η οποία ελέγχεται από την ΕΚΤ και οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις θέτουν σε κίνηση τις βασικές λειτουργίες της κοινωνίας μας. Υπό την απειλή αναστολής των βασικών λειτουργιών η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί τις εντολές των θεσμών που πραγματικά έχουν την εξουσία μέσω του ελέγχου του χρήματος και των πόρων. Στη διαπραγμάτευση δεν ηττήθηκε απλά ένα κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μια ολόκληρη κοινωνία. Η ελληνική κοινωνία με ανοικτό και δημόσιο τρόπο έχει μπει στον γύψο από θεσμούς για τους οποίους η γνώμη των πολιτών είναι απολύτως αδιάφορη.

Το γεγονός ότι διενεργούνται εκλογές σε ένα τέτοιο καθεστώς ανελευθερίας και αντιδημοκρατικής επιβολής εξηγεί το περίεργο κλίμα που επικρατεί. Η άρρητη αποδοχή αυτής της κατάστασης και η προσπάθεια να συνεχιστεί το πολιτικό “παιχνίδι” ως εαν να μην έχει ακυρωθεί ευτελίζει την πολιτική λειτουργία και τους αντίστοιχους θεσμούς, αναδύοντας μια έντονη αίσθηση παρακμής. Επίσης, κανονικοποίει την ωμή επιβολή του ισχυρού, αναγορεύοντας το “δίκιο του ισχυρού” σε κυρίαρχη κοινωνική νόρμα στα μυαλά και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Βαθμιαία αλλά γρήγορα, η ορθολογικότητα, η πολιτοφροσύνη και ο αλληλοσεβασμός θα υποχωρούν.

Μέχρι να ανακτήσουμε κάποιου είδους αυτονομία ως κοινωνία μέσα από την μερική έστω απόσπαση των βασικών λειτουργιών από τον έλεγχο των αντιδημοκρατικών θεσμών, η απειλή του ξαφνικού θανάτου θα επικρέμεται ακυρώνοντας τη δημοκρατία και εμβαθύνοντας την κοινωνική και πολιτική παρακμή. Είναι ύψιστη υποχρέωση για κάθε πολίτη αυτής της χώρας να κινητοποιηθεί ώστε να καταφέρουμε να αποσπάσουμε τον έλεγχο των βασικών λειτουργιών της κοινωνίας μας. Είναι ζητούμενο σήμερα να αναδυθούν κοινωνικοί και πολιτικοί σχηματισμοί με εντελώς διαφορετική νοοτροπία και μεθοδολογία και κύριο στόχο ένα τέτοιο σχέδιο αυτονόμησης. Ένα σχέδιο πολυπρόσωπο που θα αναζωογονήσει την πολιτική και τη δημοκρατία, επινοώντας νέες μορφές συμμετοχής και συλλογικής επιβίωσης. Όμως, η παραδοσιακή πολιτική που ενταφιάστηκε στη διαπραγμάτευση κυριαρχεί ακόμη αδρανειακά σε αυτές τις εκλογές. Γι’αυτό αυτές φαίνονται τόσο περίεργες.

*Δημοσιεύθηκε στην FmVoice στις 06/09/2015