Tag Archives: Ευρώπη

Πολίτες και αυτονομία

Η πολιτική ζωή της χώρας έχει εισέλθει στη σφαίρα της επίσημης πλέον σύγχρονης απολυταρχίας. Υπό την ανοιχτή απειλή του «ξαφνικού θανάτου» η Βουλή νομοθετεί τα περίφημα «προαπαιτούμενα» σε πλήρη διάσταση με τη βούληση του ελληνικού λαού και της πλειοψηφίας της. Μόνο έτσι κερδίζεται η «εμπιστοσύνη» της σύγχρονης απολυταρχίας και απομειώνεται ο κίνδυνος του «ξαφνικού θανάτου».

Αν η Βουλή και η κυβέρνηση «πείσουν» ότι είναι σε θέση να περιφρονούν τη δημοκρατία και τις ανάγκες της κοινωνίας, τότε ίσως καταφέρει η χώρα να μπει σε ένα τρίτο μνημόνιο για να συνεχιστεί η καταστροφή της. Δηλαδή, ίσως μας κάνουν τη χάρη να μας επιτρέψουν να συνεχίσουμε την αργή και βασανιστική μετατόπιση της χώρας μας σε μια τριτοκοσμική θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Ομως, μια κοινωνία που ταπεινώνεται και εξαναγκάζεται στην παρακμή είναι μια κοινωνία που αργά ή γρήγορα θα εμφανίσει έξαρση του ανορθολογισμού και της βίας. Ο εθνικισμός και ο φασισμός ευδοκιμούν σε τέτοιες συνθήκες και πρόκειται βαθμιαία να επικυρώσουν με τον πλέον βάρβαρο τρόπο την κατάρρευση. Η ελληνική κοινωνία είχε πολλά προβλήματα νοοτροπιών και προσανατολισμού, αλλά βρισκόταν σε ένα επίπεδο που θα μπορούσε πραγματικά να τα ξεπεράσει διαμορφώνοντας μια πιο ώριμη και ορθολογική προοπτική. Αυτή η προοπτική ενταφιάστηκε.

Η έξοδος από την υπό μετασχηματισμό Ευρωζώνη ή η παραμονή σε κάποια υποδεέστερη ταχύτητά της είναι επιλογές που θα γίνουν από τη σύγχρονη απολυταρχία και θα επιβληθούν με νέους εκβιασμούς «ξαφνικού θανάτου». Πάντοτε με γνώμονα τα συμφέροντα των τραπεζικών και οικονομικών ελίτ και με πλήρη αδιαφορία και εχθρότητα στις ανάγκες μιας παρηκμασμένης και υπόδουλης κοινωνίας.

Το ερώτημα πλέον για κάθε δημοκράτη, για κάθε πολίτη που αγαπά την κοινωνία του -ανεξαρτήτως ιδεολογικής καταγωγής και απόχρωσης- είναι πώς μπορούμε να αυξήσουμε ως κοινωνία την ισχύ μας ώστε να είμαστε σε θέση να επηρεάσουμε τις αποφάσεις για το μέλλον μας, δηλαδή πώς θα αποκτήσουμε ισχύ ώστε να περιορίσουμε τη σύγχρονη απολυταρχία.

Στη νέα συνθήκη απαιτείται έμφαση στην απελευθέρωση των δυνατοτήτων των πολιτών -τη μόνη πηγή ισχύος στην οποία έχουμε πρόσβαση- ώστε να αποκαταστήσουμε μερικώς έστω την αυτονομία μας και να μπλοκάρουμε την άνοδο του φασισμού και την πλήρη αποδιάρθρωση της πατρίδας μας. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα πραγματικά συνολικό σχέδιο για την κοινωνία μας και όχι η συναίνεση στη διαχείριση του κατήφορου. Αλλά ένα τέτοιο σχέδιο απαιτεί άλλες νοοτροπίες από αυτές που ακόμη κυριαρχούν στην πολιτική ζωή.

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος στις 27/07/2015

Νέα φάση, νέα πολιτική στρατηγική

Την προηγούμενη Δευτέρα ολοκληρώθηκε μια βαθιά τομή στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Αναφέρομαι στο συντελεσμένο πολιτικό γεγονός της κατάλυσης της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας και εν τέλει της ελευθερίας μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας. Από τη μια μεριά είχαμε την εξάντληση όλων των δημοκρατικών εργαλείων και από την άλλη τον κλιμακούμενο εκβιασμό που έφτασε μέχρι τον «ξαφνικό θάνατο» που ακόμη επικρέμαται πάνω από την Ελλάδα. Η σύγκρουση δημοκρατίας και απολυταρχίας έληξε με βαρειά ήττα της δημοκρατίας. Οι δανειστές επέβαλαν μια συνθηκολόγηση τιμωρητική, ταπεινωτική και βάρβαρη στην κυβέρνηση, στον ΣΥΡΙΖΑ και τον ελληνικό λαό.

Μπροστά στη νέα απολυταρχική φάση που εισερχόμαστε είναι απαραίτητο ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και όλες οι δημοκρατικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις να επανεπεξεργαστούν την πολιτική τους στρατηγική, λαμβάνοντας υπόψη την πείρα από την προηγούμενη φάση και τα πολιτικά χαρακτηριστικά της νέας. Αν και η αποτίμηση της προηγούμενης φάσης και η κριτική προσέγγιση στην πολιτική μεθοδολογία που επικράτησε στον ΣΥΡΙΖΑ έχει μια αυτονομία, βασικά της σημεία είναι απαραίτητα για να χαράξουμε στρατηγική στη νέα φάση.

Η αντίληψη, από το 2012 και μετά, ότι το καθήκον μας ήταν η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και η συγκρότηση αριστερής κυβέρνησης με παραδοσιακούς πολιτικούς όρους δεν αντιστοιχούσε στα αναδυόμενα απολυταρχικά χαρακτηριστικά του πολιτικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο θα καλούμασταν να υπερασπιστούμε τη δημοκρατική βούληση του λαού για αξιοπρέπεια. Η διάταξη πόρων και στελεχιακού δυναμικού από το 2012 και μετά προσανατολίστηκε στην καθιερωμένη κοινοβουλευτική δραστηριότητα, τη στιγμή που ο αντίπαλος την υποβάθμιζε στρατηγικά. Αντιθέτως, θα έπρεπε να διοχετευτούν κατά προτεραιότητα στη δημιουργία κοινωνικών και παραγωγικών δομών και θεσμίσεων που θα διαμόρφωναν υποδομές και νοοτροπίες κατάλληλες για την τροφοδότηση μιας αριστερής κυβέρνησης με πραγματική ισχύ. Γιατί υπάρχουν δύο πηγές ισχύος στις κοινωνίες: το χρήμα και οι ενσωματωμένες δυνατότητες των ανθρώπων. Δεν φροντίσαμε να μεγιστοποιήσουμε την άντληση ισχύος από τη μόνη πηγή που μπορούσαμε να έχουμε πρόσβαση.

Επιπρόσθετα, έπρεπε, από το 2012, στελέχη μας να αναλάβουν αποκλειστικά τη συστηματική προετοιμασία τόσο της επικείμενης διακυβέρνησης ανά τομέα όσο και της διαπραγμάτευσης με επιχειρησιακούς όρους. Αντ’ αυτού αναλωθήκαμε σε προγραμματικές επεξεργασίες που προϋπολόγιζαν ότι θα κυβερνήσουμε σε συνθήκες εύρωστης αστικής δημοκρατίας. Αυτή η λανθασμένη εκτίμηση ευθύνεται μερικώς και για την καθησυχαστική ρητορική του τύπου «αποκλείεται να μας πουν όχι».

Επίσης, κυριάρχησε η συζήτηση για το τι μέρος του χρέους θα διαγράψουμε ή τι νόμισμα θα έχουμε ως εάν να διαθέταμε τα μέσα και τα εργαλεία για οποιαδήποτε επιλογή. Γιατί π.χ. τόσο η έξοδος όσο και η παραμονή στο ευρώ με όρους αυτονομίας και ελευθερίας κινήσεων προϋποθέτει υποδομές, θεσμίσεις, εργαλεία και μεθοδολογία που δεν «σκεφτήκαμε» ότι μας είναι απαραίτητα προϋπολογίζοντας ότι το κράτος, η κυβέρνηση και ο σεβασμός στη δημοκρατία από τους αντιπάλους είναι αρκετά για να επιτύχουμε τους όποιους πολιτικούς μας στόχους.

Οι υλικοί όροι καθορίζουν το εύρος της πολιτικής στρατηγικής, γι’ αυτό και θεωρώ ότι ο τρόπος διάταξης των δυνάμεών μας από τότε ήταν καθοριστικός για την πορεία μας. Κρίσιμο ρόλο έπαιξε και η κυριαρχία της παραδοσιακής μεθοδολογίας και του αντίστοιχου πολιτικού φαντασιακού στην πορεία προς την εξουσία. Ενδεικτικές περιπτώσεις είναι η σπατάλη χρόνου και ενέργειας για την περιβόητη πολιτική συμμαχιών και οι προσωπικές ή ομαδικές στρατηγικές για το πλασάρισμα στη Βουλή και την κυβέρνηση, αντί του μεθοδικού σχεδιασμού και συγκρότησης με κριτήρια αποτελεσματικότητας μιας επιχειρησιακά άρτιας και οργανωσιακά συνεκτικής πολιτικής μηχανής για να αντιμετωπίσει το τεχνοκρατικό δυναμικό της σύγχρονης απολυταρχίας.

Σήμερα, στη νέα φάση, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να εκπονήσει μια πολιτική στρατηγική απελευθέρωσης της πατρίδας από τη σύγχρονη απολυταρχία και την αποκατάσταση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Απαραίτητος όρος είναι ο ενστερνισμός επιτέλους των παραπάνω κατευθύνσεων που θα έπρεπε να υιοθετήσουμε από το 2012. Δηλαδή, να δώσει έμφαση στην οργανωσιακή και επιχειρησιακή αναβάθμισή του ώστε να λειτουργήσει με καινοτόμο τρόπο ως συντονιστής των τεράστιων δυνατοτήτων που υπάρχουν στην κοινωνία μας και οι οποίες είναι καθοριστικές σε μια πορεία απελευθέρωσης. Το ζήτημα δεν είναι αν υπάρχει τώρα ένα τέτοιο σχέδιο, αλλά αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποκτήσει άμεσα έναν τέτοιο προσανατολισμό ώστε να προκύψει.

Υπό την απειλή της χρεοκοπίας είμαστε εγκλωβισμένοι. Χρειάζεται λοιπόν και ένας οδικός χάρτης απεμπλοκής του ΣΥΡΙΖΑ από την εφαρμογή ενός πραξικοπηματικά επιβεβλημένου σκληρού Μνημονίου με αυξημένους βαθμούς υποτέλειας. Οι λεπτομέρειες είναι δουλειά όλων μας ώστε να διαμορφώσουμε τον βέλτιστο τρόπο απεγκλωβισμού σε μια επικίνδυνη και ναρκοθετημένη περίοδο. Μετά από μια βαριά ήττα δεν μπορεί παρά να έχουμε υψηλό κόστος. Το ζήτημα είναι να το διαχειριστούμε με τρόπους που δεν θα διαλύσουν τις σχέσεις μας με τα λαϊκά στρώματα, ώστε να είμαστε ανθεκτικοί στα πλήγματα του συστήματος το επόμενο διάστημα και να είμαστε σε θέση να επανέλθουμε, αυτή τη φορά με εντελώς διαφορετική νοοτροπία, μεθοδολογία και ρητορική.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής στις 19/07/2015

#ThisIsACoup ή πόσο κοστολογείται η Δημοκρατία

Η τελευταία σύνοδος κορυφής δεν αφήνει πλέον καμιά αμφιβολία ότι οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ είναι αποφασισμένες να τελειώσουν οριστικά με τη δημοκρατία στη Γηραιά Ήπειρο. Η φυσιογνωμία της συμφωνίας που προέκυψε συνιστά πρότυπο κατάλυσης της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Συνιστά αναβάθμιση της μνημονιακής εποπτείας σε καθεστώς άμεσου ελέγχου κρίσιμων εξουσιών από μη εκλεγμένες αρχές. Αποτυπώνει τον χαρακτήρα της σύγχρονης απολυταρχίας που επιχειρείται να επιβληθεί στο ευρωπαϊκό έδαφος.

Η συμφωνία έχει τιμωρητικό περιεχόμενο. Δεν σχετίζεται με την ανάκαμψη μιας ρημαγμένης κοινωνίας και οικονομίας, αλλά με την περαιτέρω βύθισή της. Ο ελληνικός λαός πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά για το «θράσος» του να αμφισβητήσει την χωρίς έλεος υποβάθμιση και παρακμή του. Επιπρόσθετα, η συμφωνία συνιστά οδικό χάρτη για την ταπείνωση του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης. Η απαίτηση ψήφισης σκληρών μέτρων ως προαπαιτούμενο για την έναρξη συζήτησης για νέο Μνημόνιο με το πρόσχημα ότι πρέπει να ανακτηθεί η «αξιοπιστία» ισοδυναμεί με εξευτελισμό. Η κυβέρνηση στερείται «αξιοπιστίας» επειδή έμεινε πιστή στη λαϊκή βούληση/έκκληση να σταματήσει η μνημονιακή καταστροφή και επειδή έδωσε τον λόγο στον ελληνικό λαό σε μια κρίσιμη στιγμή. Δηλαδή για να αποκτηθεί η «αξιοπιστία» πρέπει να δείξει η κυβέρνηση ότι είναι διατεθειμένη να πλήξει τον λαό της και να απαρνηθεί τη δημοκρατία.

Έχω την αίσθηση ότι η στρατηγική επιδίωξη των οικονομικών και πολιτικών ελίτ δεν είναι η σε βάθος χρόνου εφαρμογή από τον αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ μνημονιακής πολιτικής. Ο στόχος είναι η ταχύτατη διάρρηξη της στιβαρής σχέσης του ΣΥΡΙΖΑ με τις τεράστιες μάζες που έχουν πληγεί τα τελευταία χρόνια. Η ψήφιση σκληρών μέτρων ως προαπαιτούμενο για ένα νέο Μνημόνιο επιδιώκει να αποκόψει τον ΣΥΡΙΖΑ από τα κοινωνικά του στηρίγματα, δηλαδή από τη μοναδική πηγή άντλησης δύναμης και ισχύος. Όταν επιτευχθεί αυτή η διάρρηξη, ο ΣΥΡΙΖΑ πλήρως αποδυναμωμένος θα δεχθεί τα τελευταία πλήγματα για να συντριβεί και όχι για να εφαρμόσει Μνημόνιο.

Η αφήγηση που ήδη ετοιμάζεται είναι ότι για τα δεινά που με μανία θα επιφέρουν οι δυνάμεις της απολυταρχίας την επόμενη ημέρα της συντριβής του ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική κοινωνία θα φταίει η Αριστερά. Και αν η Αριστερά κάτω από την απειλή του «ξαφνικού θανάτου» συνθηκολογήσει σήμερα και στραφεί εναντίον του λαού, δεν θα έχει λαϊκή υποστήριξη για να αντέξει. Η Ακροδεξιά και ο φασισμός θα μετατρέψουν βαθμιαία σε άβατο για την Αριστερά τις λαϊκές γειτονιές. Γι’ αυτό πρέπει με κάθε τρόπο να αποφευχθεί η διάρρηξη της σχέσης μας με τα λαϊκά στρώματα που με ηρωισμό σήκωσαν το ανάστημά τους στη σύγχρονη απολυταρχία.

Η Αριστερά, αλλά και κάθε δημοκράτης, κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του και νιώθει ευθύνη για την κοινωνία και τις επόμενες γενιές, όταν καταλύεται η δημοκρατία, η ελευθερία και η λαϊκή κυριαρχία, δεν έχει άλλο δρόμο από τον αγώνα. Ακούω με σεβασμό την άποψη που λέει ότι δεν μπορούσαμε να πάρουμε το κόστος της ακαριαίας κατάρρευσης της χώρας. Δεν μπορούσαμε ενδεχομένως στιγμιαία να κάνουμε κάτι τέτοιο διότι αντί της ρητορικής του συνειδητού αγώνα μέχρις εσχάτων για τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία επιλέχθηκε μια καθησυχαστική ρητορική του τύπου «αποκλείεται να μας πουν όχι».

Όμως, ακόμη και έτσι, σήμερα δεν υπάρχει δικαιολογία για τη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε εταίρο της σύγχρονης απολυταρχίας. Σήμερα, η Αριστερά και κάθε δημοκρατική φωνή έχουν καθήκον με ειλικρίνεια να καλέσουν τον λαό να αγωνιστεί για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της λαϊκής κυριαρχίας απέναντι σε κάθε απειλή. Αυτό επιτάσσει η ιστορία των προγόνων μας τόσο ως ελληνικός λαός όσο και ως Αριστερά. Αυτό επιτάσσουν αξίες όπως η δημοκρατία και η ελευθερία. Άλλωστε, όταν η άλλη πλευρά κηρύττει πόλεμο, η ταπεινωτική συνθηκολόγηση είναι πάντα πρόσκαιρη. Αλλά το κόστος της τεράστιο. Γι’ αυτό πρέπει να αποφευχθεί.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 18/7/2015

Όχι στο πιο βαθύ σκοτάδι

Στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου η ελληνική κοινωνία καλείται να πει Όχι στην κατάλυση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας που επιχειρείται τους τελευταίους μήνες. Καλείται να μην συναινέσει στην επιλογή των οικονομικών και πολιτικών ελίτ να αποσπάσουν οριστικά με πραξικοπηματικό τρόπο όλες τις κρίσιμες αποφάσεις από τα χέρια της.

Η ελληνική κυβέρνηση εκβιάστηκε ανοικτά: είτε προδίδει την εντολή που πήρε, συναινεί στην κατάλυση της δημοκρατίας και δεσμεύεται να συνεχίσει την κοινωνική λεηλασία των Μνημονίων είτε η Ελλάδα θα υποστεί οικονομικό πόλεμο μέχρι να ανατραπεί. Το «πρόβλημα» των ελίτ δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ ή ο Τσίπρας, αλλά αυτό που συμβολίζουν με την «εμμονή» τους στην τήρηση της λαϊκής εντολής: την άρνηση αποδοχής της νέας απολυταρχίας και την άρνηση αποδοχής μιας αναξιοπρεπούς ζωής για την πλειοψηφία των πολιτών. Αυτή η «εμμονή» είναι ασυγχώρητη και για αυτό δεν θέλουν συμφωνία.

Από την ελληνική κυβέρνηση δεν θέλουν τίποτα λιγότερο από το να υποταχθεί στα Μνημόνια (να συμφωνήσει δημόσια σε πράγματα που διαφωνεί), να τιμωρηθεί (να υποστεί οικονομικά πλήγματα η χώρα) και να αποτύχει (να πέσει). Δεν θέλουν από την κυβέρνηση μόνο να αποδεχθεί τα Μνημόνια, θέλουν και να πέσει. Στην ευρωπαϊκή μάχη εναντίον της δημοκρατίας οι ελίτ δεν χρειάζονται να περιφέρουν στις άλλες χώρες τη συνθηκολόγηση του Τσίπρα, του ΣΥΡΙΖΑ και του λαού, αλλά την πτώση του Τσίπρα, τη συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ και την ταπείνωση του λαού. Αυτό το σκληρό μήνυμα θέλουν να δώσουν για να αναχαιτίσουν τη διογκούμενη δυσαρέσκεια στην Ευρώπη από τη λιτότητα και την σύγχρονη απολυταρχία που οικοδομείται.

Μπροστά σε εκβιασμούς και τελεσίγραφα, η κυβέρνηση προσέφυγε στους πολίτες. Γιατί ο πραγματικός στόχος, ο πραγματικός αντίπαλος είναι εμείς, οι πολίτες και το δικαίωμά μας να έχουμε λόγο για αυτά που μας αφορούν. Ακούμε ότι το δημοψήφισμα αφορά τη θέση της χώρας στην Ευρωζώνη. Δυστυχώς το δημοψήφισμα αφορά κάτι πολύ πιο βαθύ και υπαρξιακό: αφορά τη θέση της χώρας ανάμεσα στις κοινωνίες που συνεχίζουν να έχουν στοιχειώδη λαϊκή κυριαρχία και δημοκρατία. Ο κίνδυνος δεν είναι η έξοδος της Ελλάδας από ένα κοινό νόμισμα, αλλά η αποδοχή ότι η δημοκρατία δεν χωράει στην Ευρωζώνη.

Η χρηματοδοτική ασφυξία, το κλείσιμο των τραπεζών, η απειλή της χρεοκοπίας κ.ο.κ. συνθέτουν ένα σκηνικό οικονομικού πολέμου ώστε η ελληνική κοινωνία να αποδεχθεί τον μονόδρομο της μνημονιακής παρακμής. Η ανοικτή πλέον προπαγάνδα των ΜΜΕ, οι πολιτικές επιλογές θεσμών και οργάνων της Ευρωζώνης, η τρομοκρατία στους χώρους εργασίας κ.ο.κ. διαμορφώνουν ένα πείραμα βιοπολιτικής που στοχεύει στην υποταγή των πολιτών: να ψηφίσουν Ναι στο ότι δεν θα έχει νόημα από εδώ και στο εξής η ψήφος τους σε οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία.

Η σύλληψη είναι μεγαλειώδης. Αντί να περιορίσουν το εκλογικό δικαίωμα, σήμερα επιχειρούν να περιορίσουν την πολιτική εμβέλεια της καθολικής ψήφου. Η ψήφος δεν θα αφορά τα κρίσιμα θέματα της οικονομίας και της κοινωνίας, αλλά τα πρόσωπα που καλούνται να διαχειριστούν αποφάσεις που υπαγορεύουν οι ελίτ.

Ένα τεράστιο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας έχει κατακρεουργηθεί τα τελευταία πέντε χρόνια. Μέσα από μια απίστευτη μάχη με τον αυταρχισμό, τη βαρβαρότητα και τον κυνισμό των Μνημονίων και της λιτότητας η ελληνική κοινωνία αξίωσε το δικαίωμά της στην επιβίωση στις εκλογές του Ιανουαρίου. Της το αρνήθηκαν πέντε μήνες και την τελευταία βδομάδα βάλλεται από παντού ώστε να τσακιστεί η βούλησή της για επιβίωση. Η μάχη για το Όχι στο δημοψήφισμα είναι μια υπαρξιακή μάχη για τις λαϊκές τάξεις και τους πολίτες που δεν θέλουν να συμβιβαστούν με τη βαθιά και μακρόχρονη παρακμή στην οποία θα μας καταδικάσει το Ναι.

Ακούμε ότι το Όχι μπορεί να προκαλέσει ακόμα περισσότερα δεινά από τη μεριά των δανειστών, ακόμη περισσότερα οικονομικά πλήγματα, ακόμη μεγαλύτερη οικονομική επιδείνωση. Μπορεί. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει τίποτα αφού κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια τις αντιδράσεις των ελίτ μέσα και έξω από τη χώρα, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που επιδεικνύουν παντελή έλλειψη σεβασμού, κοινωνικής υπευθυνότητας και σοφίας.

Ωστόσο, αν επικρατήσει το Ναι δεν υπάρχουν αμφιβολίες για το τι θα συμβεί. Η επικράτηση του Ναι θα σημάνει το πιο βαθύ σκοτάδι για την Ελλάδα και την αρχή τους τέλους για την Ευρώπη. Ας μην έχουμε αυταπάτες. Το Ναι θα ισοπεδώσει την κοινωνία μας. Μια κοινωνία που απεμπολεί το δικαίωμά της να έχει λόγο για αυτά που την αφορούν και συναινεί στη βάρβαρη λεηλασία της είναι μια κοινωνία χωρίς μέλλον, μια κοινωνία που θα ηγεμονεύσει ο ανορθολογισμός, ο κυνισμός και η βαρβαρότητα σε όλα τα επίπεδα.

Ακόμη και όσοι διαφωνούν με την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ έχουν ιερή υποχρέωση να υπερασπιστούν το δικαίωμα της κοινωνίας μας να αποφασίζει αυτή για λογαριασμό της. Μια κοινωνία παραδομένη δεν έχει άλλη προοπτική από την παρακμή. Όταν σου ζητάνε να απεμπολήσεις τη δημοκρατία, τη λαϊκή κυριαρχία, την αξιοπρέπεια και την ελπίδα, τότε υπάρχει μόνο μια απάντηση: Όχι.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής 4/7/2015

Τελεσίγραφο στην αξιοπρέπεια

Μερικές εβδομάδες μετά την ιστορική απόφαση των θεσμών να απαιτήσουν από την Ελλάδα υποταγή στην αποτυχημένη και καταστροφική πολιτική της λιτότητας -αδιαφορώντας επιδεικτικά για τη δημοκρατικά εκφρασμένη βούληση του ελληνικού λαού και τις πολύμηνες διαπραγματεύσεις-, οι θεσμοί προχώρησαν σε ένα ακόμη πλήγμα στη δημοκρατία στην Ευρώπη. Εκβίασαν την ελληνική κυβέρνηση λίγες ημέρες πριν από το τέλος της δανειακής σύμβασης με τελεσίγραφο: ή προδίδετε την κοινωνία υπογράφοντας ένα αβάστακτο και βάρβαρο μνημόνιο ή θα υποστείτε οικονομικά πλήγματα που απορρέουν από τη δυνατότητά μας να ελέγχουμε ζωτικές λειτουργίες όπως η χρηματοδότηση, το τραπεζικό σύστημα κ.ο.κ.

Μπροστά σε μια τέτοια πρωτοφανή κίνηση αυταρχισμού, την απροκάλυπτη επίθεση στη δημοκρατία και την προσπάθεια επιβολής ενός τεχνοκρατικά επενδεδυμένου ολοκληρωτισμού, η ελληνική κυβέρνηση δεν υποτάχθηκε, δηλαδή δεν πρόδωσε τον ελληνικό λαό όπως συνηθίσαμε να βλέπουμε την κατεστημένη πολιτική τάξη να κάνει τα τελευταία χρόνια. Η ελληνική πολιτεία αποφάσισε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος ώστε ο ίδιος ο λαός να υπερασπιστεί αξίες όπως η δημοκρατία, η ελευθερία και η λαϊκή κυριαρχία. Αξίες χωρίς τις οποίες καμία κοινωνία δεν έχει μέλλον και προοπτική. Αξίες που απειλούνται σήμερα σε όλη την Ευρώπη, αμαυρώνοντας τη δημοκρατική της παράδοση και υποθηκεύοντας επικίνδυνα το μέλλον της. Να υπερασπιστεί δηλαδή το δικαίωμά του να έχει λόγο στις κρίσιμες αποφάσεις για την πορεία του. Η επιλογή υπεράσπισης αυτών των αξιών δεν είναι εύκολη. Ποτέ δεν ήταν. Γιατί όταν φτάνουμε στο σημείο να απειλούνται αξίες όπως η ελευθερία, η δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία, αυτό σημαίνει ότι αυτός που την απειλεί είναι έτοιμος να πλήξει με κάθε μέσο έναν λαό που δεν αποδέχεται τη χρηματοοικονομική απολυταρχία που επιθυμούν να εγκαθιδρύσουν στην ήπειρο που γέννησε τη σύγχρονη δημοκρατία.

Στο δημοψήφισμα θα φτάσουμε κάτω από απειλές, τρομοκρατία και οικονομικά πλήγματα. Το ερώτημα του δημοψηφίσματος δεν αφορά το νόμισμα, όπως ακούγεται. Η απειλή την οποία καλούμαστε να αποτρέψουμε είναι δυστυχώς πολύ μεγαλύτερη. Μια κοινωνία χωρίς λόγο γι’ αυτά που την αφορούν είναι μια κοινωνία καταδικασμένη στην παρακμή, την εξαθλίωση και στον ανορθολογισμό. Είναι μια κοινωνία χωρίς καμία προοπτική. Το δημοψήφισμα είναι το δημοκρατικό εργαλείο υπεράσπισης της αξιοπρέπειας και της ελπίδας. Υπάρχουν στιγμές στην Ιστορία μας που χρειάστηκε να υπερασπιστούμε την κοινωνία μας με κάθε κόστος. Αυτό καλούμαστε να κάνουμε και τώρα.

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος στις 29/6/2015

Οι θεσμοί αποφάσισαν

Οι θεσμοί αποφάσισαν: Η οικονομική καταστροφή της Ελλάδας είναι μονόδρομος. Η Ελλάδα, το θέλουν, δεν το θέλουν οι κάτοικοί της, πρέπει να διαλυθεί. Η βαρβαρότητα και η αναξιοπρέπεια είναι η νέα κανονικότητα.

Οι θεσμοί αποφάσισαν: Καμιά ανοχή στη δημοκρατία. Αγνόησαν προκλητικά τη διαπραγμάτευση τόσων μηνών και επανέφεραν στο παρά πέντε ένα πρόγραμμα χειρότερο από αυτό που δεν μπορούσε να εφαρμόσει η κυβέρνηση Σαμαρά και απέρριψε ο ελληνικός λαός στις εκλογές. Για τους θεσμούς η δημοκρατική ετυμηγορία ενός λαού δεν είναι αρκετός λόγος για να εμπλακούν σε μια ουσιαστική διαπραγμάτευση. Δεν έκαναν καν τον κόπο να φέρουν μια πρόταση που δεν περιφρονεί και δεν απαξιώνει τόσο επιδεικτικά το Brussels Group.

Αφού οι θεσμοί ακύρωσαν το ΒG και τη διαπραγμάτευση μηνών και επανέφεραν την απαίτησή τους για εφαρμογή του Μνημονίου, η ελληνική πλευρά πρέπει να επαναφέρει το πρόγραμμα της ΔΕΘ. Ας είμαστε σαφείς. Δεν έχουμε να κάνουμε με δύο προτάσεις όπου πρέπει να βρεθούμε κάπου στη μέση, από τη μια η ελληνική πρόταση και από την άλλη η πρόταση των θεσμών. Η ελληνική πλευρά ανέλαβε να σχηματοποιήσει σε ένα κείμενο τα αποτελέσματα του BG. Δεν είναι προτάσεις της ελληνικής πλευράς οι απαιτήσεις των δανειστών που περιλαμβάνονται σε αυτό. Τα αποτελέσματα του BG δεν έχουν υιοθετηθεί από την ελληνική πλευρά παρά μόνο ως διερευνητική βάση για την επίτευξη συμφωνίας, η οποία περιλαμβάνει ρύθμιση για το χρέος, αναπτυξιακό σχέδιο κ.ο.κ.

Στην τελευταία Κεντρική Επιτροπή ειπώθηκε ότι δεν έχει νόημα η συζήτηση για επιμέρους τμήματα της διαπραγμάτευσης που βρίσκεται σε εξέλιξη, διότι τίποτα δεν έχει γίνει αποδεκτό και όλα πρέπει να σταθμιστούν ως τμήματα της τελικής συμφωνίας. Μόνο τότε μπορούμε να εξετάσουμε αν οι επώδυνες πτυχές που τελικά θα επιβάλουν οι δανειστές μπορούν να γίνουν αποδεκτές ως τελευταίες παραχωρήσεις για να ξεφύγουμε από τη μέγγενη των Μνημονίων και της λιτότητας. Συνεπώς, δεν αποτελούν θέσεις της ελληνικής πλευράς.

Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί σε αυτό το σημείο διότι οι θεσμοί επιχειρούν να μεταφέρουν τη συζήτηση μεταξύ των αποτελεσμάτων στο BG όπου έχουν ήδη ενσωματώσει θέσεις τους που δεν είναι δικές μας, με ακόμη περισσότερες απαιτήσεις που επανέφεραν την Τετάρτη. Και μάλιστα αρνούμενοι να εντάξουν τη ρύθμιση του χρέους στη συμφωνία, η οποία κατά τη γνώμη τους αφορά μόνο την εκταμίευση χρημάτων για να πληρώσουμε τις δόσεις το επόμενο διάστημα. Χωρίς διευθέτηση του ζητήματος του χρέους δεν υπάρχει καν συζήτηση για επώδυνη συμφωνία.

Οι θεσμοί αποφάσισαν: Ο πολιτικός τους στόχος είναι ο δήμοσιος εξευτελισμός του Τσίπρα, του ΣΥΡΙΖΑ και του ελληνικού λαού. Το βράδυ της Τετάρτης δήλωσαν δημόσια την περιφρόνησή τους στο αποτέλεσμα των εκλογών και την απαξίωσή τους στις εργώδεις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης και στην πρόθεσή της να υποστεί ακόμη και κάποια τελευταία επώδυνα πλήγματα προκειμένου να υπάρξει συμφωνία που βάζει τέλος στη μνημονιακή περίοδο. Η εξευτελιστική αντιμετώπιση της ελληνικής κυβέρνησης που πασχίζει για συμφωνία και ενός ολόκληρου λαού που θέλει να ανακτήσει το δικαίωμά τους στην ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον δεν μπορεί να γίνει ανεκτή.

Η υπεράσπιση της αξιοπρέπειάς μας δεν είναι «πολυτέλεια». Κανένας σε αυτήν τη χώρα δεν θα σέβεται τίποτα αν παγιωθεί η αντίληψη ότι ανεχόμαστε τέτοιου είδους συμπεριφορά. Η ανάκαμψη της χώρας, παρά τις όποιες οικονομικές δυσκολίες, προϋποθέτει μια κοινωνία που διατηρεί ένα ελάχιστο επίπεδο αυτοεκτίμησης. Αυτή την αυτοεκτίμηση πρέπει να προστατεύσουμε ως κόρη οφθαλμού. Σε αντίθετη περίπτωση, οι συνέπειες στο συλλογικό ασυνείδητο του λαού μας θα είναι τραυματικές, με τον φασισμό να καραδοκεί να τις εκμεταλλευτεί.

Οι θεσμοί αποφάσισαν. Το ερώτημα πλέον είναι τι θα κάνει η ελληνική πλευρά. Η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πάρουν κάποιες αποφάσεις και να απευθυνθούν με ειλικρίνεια στην ελληνική κοινωνία. Είναι μέσα στα πιθανά ενδεχόμενα η μη επίτευξη συμφωνίας αν οι θεσμοί συνεχίσουν, όπως όλα δείχνουν, σε αυτή την κυνική και εξευτελιστική τακτική; Αν για κάποιους λόγους έχει αποκλειστεί, οφείλουμε να ξέρουμε γιατί και να τοποθετηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν όχι, τότε δεν πρέπει να πορευόμαστε ως εάν να πρόκειται για «δική μας αποτυχία» και να αιωρείται ότι η μη επίτευξη συμφωνίας ισοδυναμεί με παράδοση της εξουσίας από τη μεριά μας αμαχητί.

Πιστεύουμε ότι μια κακή συμφωνία μπορεί να εφαρμοστεί; Είναι σε θέση ο ΣΥΡΙΖΑ -χωρίς να διαλυθεί το μπλοκ των κοινωνικών δυνάμεων που τον στηρίζει- να εφαρμόσει απαιτήσεις των δανειστών αν δεν έχει εξασφαλίσει την απεμπλοκή της Ελλάδας από τη μέγγενη του χρέους; Υπάρχει μέλλον για τη χώρα αν στην προσπάθεια να εφαρμοστούν απαιτήσεις των δανειστών ο ΣΥΡΙΖΑ βαθμιαία αποδιαρθρωθεί ως πολιτική δύναμη; Ας μην κάνουμε το λάθος που θέλουν οι δανειστές: η διά της επιβολής εφαρμογή των απαιτήσεών τους θα τσακίσει την ήδη ρημαγμένη ελληνική κοινωνία και θα πλήξει θανάσιμα τη μοναδική της ελπίδα: τον ΣΥΡΙΖΑ.

δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής στις 07-06-2015

Επιστροφή της πολιτικής

Έχουμε εισέλθει σε περίοδο διαρκούς διαπραγμάτευσης. Η διαπραγμάτευση δεν αφορά τεχνικές λεπτομέρειες, αλλά τον πολιτικό πυρήνα της πορείας της Ευρώπης. Για τη μια πλευρά αμφισβητούνται τα ιερά και τα όσια του νεοφιλελευθερισμού και της παράγωγης πολιτικής της λιτότητας, τα οποία αποτελούν θεμέλιους λίθους της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης. Για την άλλη πλευρά αμφισβητείται το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία, τα οποία αποτελούν καταστατικές αρχές της ιδέας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η σύγκρουση δεν αφορά τίποτα λιγότερο από τη φυσιογνωμία της ευρωπαϊκής ηπείρου στη νέα εποχή.

Η μια πλευρά έχει στο κέντρο της τα δεξιά κόμματα της Γερμανίας, τα οποία συμπυκνώνουν αλλά και καθορίζουν τις πολιτικές προτεραιότητες των ελίτ σε όλη την Ευρώπη. Ως εκ τούτου η εναρμόνιση δημόσιων παραγόντων (πολιτικών, μιντιακών κ.ο.κ.) στη χώρα μας με τη σκληρή γραμμή της λιτότητας δεν είναι δείγμα απλής υποτέλειας (η οποία είναι υπαρκτή διάσταση), αλλά ξεκάθαρης ταξικής επιλογής.

Η άλλη πλευρά έχει στο κέντρο της τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, ο οποίος συμπυκνώνει τις πολιτικές προτεραιότητες μιας δυνητικά τεράστιας μερίδας των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ως εκ τούτου η συμβολική σημασία της ενδυνάμωσης του κόμματος και του καθοριστικού του ρόλου στις εξελίξεις είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που φανταζόμαστε.

Η έκβαση της αντιπαράθεσης στις πολλές στιγμές αυτής της διαρκούς διαπραγμάτευσης γύρω από τη φυσιογνωμία της Ευρώπης δεν εξαρτάται μόνο από τις κινήσεις υπουργών, κυβερνήσεων και αξιωματούχων. Εξαρτάται και από την ικανότητα των κομμάτων των δύο πλευρών να διατηρήσουν τον ρόλο τους ως πόλοι έκφρασης των ελίτ και των λαϊκών τάξεων αντίστοιχα, παρά τους κλυδωνισμούς από τη σκληρή αντιπαράθεση. Αλλά και από την ικανότητά τους να ενισχύσουν τη συνοχή και τη «δύναμη πυρός» των «στρατοπέδων» των οποίων de facto ηγούνται.

Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι ο ρόλος των κομμάτων ως εκφραστών και συμπυκνωτών κοινωνικών συμφερόντων και πολιτικών προτεραιοτήτων, μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, αναζωπυρώνεται δίνοντας πραγματικό περιεχόμενο στην πολιτική μετά από πολλές δεκαετίες. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η πολιτική έχει επιστρέψει.

Ωστόσο, αξίζει να σημειώσουμε ότι το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης έχει τροποποιηθεί σε σχέση με αυτό που είχαμε συνηθίσει. Η αποδοχή του δημοκρατικού πλαισίου -ως πλαισίου άσκησης πολιτικής- από τη μεριά των δεξιών πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη αποτέλεσε αναγκαστική μεταπολεμική επιλογή (μεταδικτατορική για τον Νότο της Ευρώπης) με την οποία δεν συμφιλιώθηκαν ποτέ πραγματικά. Σήμερα, οι δεξιές πολιτικές δυνάμεις αμφισβητούν ανοικτά και βίαια το δημοκρατικό πλαίσιο. Και δεν αναφέρομαι μόνο σε «σταγονίδια» (που είναι πλέον χοντρές στάλες…) ούτε στην ανησυχητική άνοδο της Ακροδεξιάς, του εθνικισμού και του νεο-φασισμού, αλλά στην ανοικτή αμφισβήτηση του δημοκρατικού πλαισίου από τις επίσημες δυνάμεις της Δεξιάς στην Ευρώπη.

Η σύγκρουση και η επισφαλής εκεχειρία ανάμεσα στον σεβασμό στους «κανόνες» -δηλαδή την επιβολή των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων περί αποκλειστικής πρόσβασης των ελίτ στις κρίσιμες αποφάσεις και τον παράλληλο αποκλεισμό των λαϊκών τάξεων και των κριτηρίων τους- και στον σεβασμό στη δημοκρατία, όπως ακούσαμε από τον ΥΠΟΙΚ της Ελλάδας μετά τη συμφωνία του Φεβρουαρίου, εγκαινιάζει την επίσημη μετάβαση σε μια νέα εποχή.

Η πολιτική πλέον διεξάγεται όχι εντός του δημοκρατικού πλαισίου, αλλά μέσα σε ένα ασαφές ως προς τους κανόνες του πεδίο, το οποίο περιλαμβάνει εκβιασμούς, οικονομικές πιέσεις, απειλές, μέχρι και εντάσεις στις διπλωματικές σχέσεις χωρών κ.ο.κ. Είναι μια πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στις δεξιές δυνάμεις που θέλουν να αποδυναμώσουν τη δημοκρατία -το μέσο «μόλυνσης» των διαδικασιών απόφασης από κριτήρια που δεν ταυτίζονται με τα συμφέροντα των ελίτ- και τις δυνάμεις που υπερασπίζονται τη δημοκρατία ως το μέσο επιρροής των κρίσιμων αποφάσεων όλων όσοι δεν έχουν οικονομική ισχύ.

Υπό αυτή την έννοια, η πολιτική μεν επιστρέφει και αυτό είναι πολύ σημαντικό, αλλά επιστρέφει σε ένα περιβάλλον ανάλογο με αυτό του 19ου αιώνα και του πρώτου μισού του 20ού όπου το δημοκρατικό πλαίσιο δεν ήταν δεδομένο, αλλά το βασικό επίδικο της πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Η διαχωριστική γραμμή -ανεξάρτητα από την πολιτική ταυτότητα των αντιμαχόμενων πλευρών σε κάθε περίοδο ή σε κάθε χώρα- είχε να κάνει και με το ζήτημα της δημοκρατίας: πολλή, λίγη ή καθόλου δημοκρατία, δηλαδή, πολλή, λίγη ή καθόλου πρόσβαση των λαϊκών τάξεων στις κρίσιμες αποφάσεις για την πορεία των κοινωνιών.

Έχοντας συνείδηση του χαρακτήρα της νέας περιόδου, οφείλουμε να διαμορφώσουμε μια πολιτική στρατηγική και μεθοδολογία που συνάδει με την περίοδο. Ενδεχόμενες αστοχίες και κακές πρακτικές συνιστούν ενδείξεις της ανάγκης μας να «εκπαιδευτούμε» στους νέους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού. Να εκπαιδευτούμε ως κόμμα, κυβέρνηση και λαϊκές τάξεις.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής 15-03-2015

Πορεία χωρίς επιστροφή

Είναι κοινός τόπος ότι η Ελλάδα έχει εισέλθει σε μια κρίσιμη περίοδο. Μετά από πέντε χρόνια σκληρής λιτότητας, η ελληνική κοινωνία επέλεξε να μετατοπιστεί από τη θέση του “καλού μαθητή” του ηγεμονικού νεοφιλελευθερισμού στη θέση του “αμφισβητία” της λιτότητας.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, ήδη σε μια σκληρή διαπραγμάτευση για να κατακτηθεί ο χώρος εκείνος που θα επιτρέψει την εφαρμογή μιας διαφορετικής πολιτικής. Η πρώτη φάση της διαπραγμάτευσης και η συμφωνία που προέκυψε μάς επιτρέπουν να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα.

Αναδείχθηκαν οι αντιθέσεις

Η πρώτη φάση της διαπραγμάτευσης έφερε με έκδηλο τρόπο στην επιφάνεια αυτό που γνωρίζαμε. Η υπόθεση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει μετατοπιστεί από τις καταστατικές αρχές της, δηλαδή την ιδέα μιας ένωσης κυρίαρχων κρατών με κατοχυρωμένα για τους πολίτες θεμελιώδη δικαιώματα. Η ΕΕ και η ευρωζώνη – δηλαδή η έκφραση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης τα τελευταία 20 χρόνια – διέπονται από την ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων. Η νεοφιλελεύθερη λογική εγγράφεται με δομικό τρόπο στην αρχιτεκτονική της ΕΕ και της ευρωζώνης ακυρώνοντας τις καταστατικές της αρχές.
Κατά την περίοδο της ανάπτυξης η διάσταση μεταξύ καταστατικών αρχών και νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας δεν ήταν έκδηλη παρά μόνο στους υποψιασμένους. Στα πρώτα πέντε χρόνια της κρίσης αναδείχθηκε η αντίθεση της κατοχύρωσης θεμελιωδών δικαιωμάτων με τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία με την τελευταία να επικρατεί πλήρως. Κάπως έτσι φτάσαμε στην επιβολή μιας άγριας και αντικοινωνικής πολιτικής λιτότητας και στην ανθρωπιστική κρίση, δηλαδή την πλήρη καταρράκωση της έννοιας της κατοχύρωσης θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Με την εκλογή μιας κυβέρνησης στην Ελλάδα η οποία αντιτίθεται στη λιτότητα αναδείχθηκε, επιπρόσθετα, η αντίθεση της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατίας (θυμίζω ότι αποτελούν καταστατικές αρχές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης) με τη νεοφιλελεύθερη λογική της σημερινής ευρωπαϊκής θέσμισης. Και τούτο διότι όσο η Ελλάδα, μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες (οσοδήποτε ισχνές και στρεβλές), εμφανιζόταν να συμφωνεί με τη λιτότητα δεν ήταν έκδηλη η εν λόγω αντίθεση, καθώς τυπικά τουλάχιστον δεν είχαμε να κάνουμε με επιβολή αλλά κοινά συμφωνημένη στρατηγική.

Χωρίς φύλλο συκής

Σήμερα, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Για παράδειγμα, στην πρώτη φάση της διαπραγμάτευσης η ΕΚΤ δεν έκανε αυτό που επιτάσσει ο ρόλος της, δηλαδή τη διασφάλιση της σταθερότητας του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος – και άρα και του ελληνικού – ανεξάρτητα των πολιτικών επίδικων και επιλογών. Αντιθέτως, ήταν εκείνη που με τις αποφάσεις της πυροδότησε μια σειρά συμβάντων, οι οποίες έθεταν σε κίνδυνο την τραπεζική σταθερότητα συναρτώντας την τελευταία με συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές θέτοντας στην ελληνική πλευρά έναν εκβιασμό: συμμόρφωση με τη δημοκρατική έκφραση των πολιτών και κατάρρευση των τραπεζών ή περιορισμός της εμβέλειας τη δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας και στήριξη του τραπεζικού συστήματος. Αυτή η ακραία και δημόσια πολιτική παρέμβαση του “ανεξάρτητου” θεματοφύλακα της τραπεζικής σταθερότητας δεν αφήνει πλέον κανένα “φύλλο συκής” συμβατότητας καταστατικών αρχών, όπως δημοκρατία και λαϊκή κυριαρχία με τη νεοφιλελεύθερη λογική.
Η συμφωνία που έγινε συνιστά επί της ουσίας μια κοινή απόφαση α) να αποφευχθεί η μετωπική σύγκρουση, όπως αυτή μεθοδεύτηκε από την ΕΚΤ και συμπυκνώθηκε χρονικά στο τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας και β) να επιμεριστεί η σύγκρουση ανάμεσα στη δημοκρατία, τη λαϊκή κυριαρχία και την αμφισβήτηση της λιτότητας, από τη μια, και τη νεοφιλελεύθερη λογική, από την άλλη, σε βάθος τεσσάρων μηνών σε επιμέρους ζητήματα άσκησης πολιτικής.

Ιστορικό επίδικο για την Ευρώπη

Η στάση των φανατικών υποστηρικτών της λιτότητας στην Ευρώπη στην πρώτη φάση της διαπραγμάτευσης έκανε φανερή την απροθυμία τους να υπάρξει κάποιου είδους συνύπαρξη δημοκρατίας, λαϊκής κυριαρχίας και νεολοφιλεύθερης λογικής με τον αναγκαίο περιορισμό της τελευταίας. Είναι πλέον φανερό ότι δεν ενδιαφέρονται για την τροποποίηση της νεοφιλελεύθερης απολυτότητας σε επίπεδο ευρωπαϊκών θεσμών ώστε να συμπεριληφθεί ομαλά σε αυτούς μια χώρα που κάνει διαφορετικές επιλογές. Δηλαδή, δεν ενδιαφέρονται για αυτό που ονομάζει η ελληνική πλευρά αμοιβαίως επωφελής λύση, η οποία μπορεί τυπικά να αναφέρεται στη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, αλλά στην ουσία αφορά τη δυνατότητα μιας ευρωπαϊκής θέσμισης πιο πλουραλιστικής ως προς τις πολιτικές επιλογές των κοινωνιών, σε αντίθεση με την μονοκαλλιέργεια του νεοφιλελευθερισμού των τελευταίων 20 χρόνων.
Αυτό είναι το ιστορικό επίδικο για την Ευρώπη. Γι’ αυτό είναι ιστορικής εμβέλειας η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές. Για πρώτη φορά στα 20 χρόνια τίθεται επί τάπητος -με πραγματικούς και όχι οραματικούς όρους- το αίτημα τροποποίησης της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης με τη μορφή του αιτήματος μιας χώρας να ακολουθήσει διαφορετική πολιτική.
Γνωρίζουμε σήμερα, μετά το πέρας της πρώτης φάσης της διαπραγμάτευσης, ότι οι υποστηρικτές της λιτότητας έχουν μόνο έναν στόχο: να ξεμπερδεύουν με τον ΣΥΡΙΖΑ και ό,τι αυτός εκπροσωπεί. Και αυτό που εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα πολιτικό πρόγραμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά ένα πολύ πιο ευρύ αίτημα και για αυτό πιο επικίνδυνο. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί θεμελιώδεις αξίες και αρχές της νεωτερικότητας, όπως η δημοκρατία, η αξιοπρέπεια, η έννοια του πολίτη με δικαιώματα και υποχρεώσεις κοκ. Η αριστερά μέσω του ΣΥΡΙΖΑ έχει πρωτεύουσα θέση σε ένα “στρατόπεδο” που δυνητικά περιλαμβάνει προοδευτικούς, συντηρητικούς, αριστερούς, κομμουνιστές, φιλελεύθερους, δημοκράτες, πατριώτες, διεθνιστές, ένθεους, άθεους κοκ δηλάδη ένα πολύ μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών κοινωνιών που εμπνέονται από τα ιδανικά που σήμερα κινδυνεύουν.

Η κυβέρνηση πρέπει ν‘ αντέξει

Η ταπείνωση του ΣΥΡΙΖΑ και της Ελλάδας είναι, λοιπόν, ο στόχος των υποστηρικτών της λιτότητας, ώστε να ενταφιαστούν οι αξίες και τα ιδανικά που αμφισβητούν τη νεοφιλελεύθερη λογική, πριν προλάβουν να “μολύνουν” την Ισπανία και ποιος ξέρει ποια άλλη κοινωνία. Η ταπείνωση μπορεί να επέλθει είτε μέσω της πτώσης της κυβέρνησης είτε δια των εκβιασμών στον εξαναγκασμό επιβολής της πολιτικής της λιτότητας. Δεν υπάρχει μόνο η “κωλοτούμπα” για τη συνέχεια της λιτότητας, υπάρχει και η επιβολή της παρά τη θέλησή μας.
Η ελληνική κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ελληνική κοινωνία καλούνται από την ιστορία να αντέξουν απέναντι σε αυτή την επιδίωξη. Η κυβέρνηση πρέπει να αντέξει διατηρώντας το αντιμνημονιακό της στίγμα ώστε και άλλες κοινωνίες να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν μπορούμε για παράδειγμα να συρθούμε σε μια θέση όπου επιτυχία θεωρείται η αποφυγή της χρεοκοπίας ή της κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος αν αυτό συνεπάγεται υποταγή στους εκβιασμούς και στις απαιτήσεις των υποστηρικτών της λιτότητας. Ούτε μπορεί να είναι αποδεκτή μια τελική συμφωνία που συνιστά παραλλαγή της μνημονιακής λιτότητας χωρίς την τάση αντιστροφής της.

Δεν υπάρχουν μη επώδυνες επιλογές

Για τους υποστηρικτές της λιτότητας, έστω και μία θέση μας, όπως η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων είναι ανυπόφορη. Και τούτο διότι αμφισβητεί τον μονόδρομο και ανοίγει τον δρόμο για το “ξήλωμα” της νεοφιλελεύθερης απολυτότητας. Συνεπώς, δεν πρόκειται οικειοθελώς να συμφωνήσουν σε τίποτα. Για αυτό πρέπει να επιβάλουμε το άνοιγμα του χώρου για διαφορετική πολιτική. Και για να το επιβάλουμε πρέπει να είμαστε λιγότερο εκτεθειμένοι σε εκβιασμούς και πιο αποφασισμένοι να μην υποχωρήσουμε σε αυτούς. Εδώ που έχουν οδηγήσει τα πράγματα οι νεοφιλελεύθερες δυνάμεις δεν υπάρχουν μη επώδυνες επιλογές. Η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ συνιστά ενταφιασμό της Ελλάδας αλλά σε βάθος χρόνου και της Ευρώπης στη βαρβαρότητα και την παρακμή. Η ενίσχυση της ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη συνιστά κρίσιμη ένδειξη για το πού οδηγούνται τα πράγματα αν δεν αναχαιτιστεί η νεοφιλελεύθερη λογική. Η μη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ ενέχει τον κίνδυνο της κλιμάκωσης της ρήξης από τη μεριά των υποστηρικτών της λιτότητας και την εκτύλιξη ακραίων σεναρίων. Με γνώμονα την ιστορική ευθύνη που μας έλαχε θα προχωρήσουμε μπροστά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Όπως είπε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, για εμάς δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής.

Δημοσιεύθηκε στην Εποχή 8-3-2015

Οι επόμενοι τέσσερις μήνες

Τέλειωσε η πρώτη φάση της διαπραγμάτευσης. Μετά από σκληρές συγκρούσεις σε ένα ναρκοθετημένο περιβάλλον επήλθε μια εύθραυστη εκεχειρία. Η ελληνική πλευρά με σύνεση επιδίωξε τη συμφωνία. Οι υποστηρικτές της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής και της λιτότητας δεν έδειξαν καμιά πρόθεση ουσιαστικής συνεννόησης. Διαφωνούν με την πολιτική μας και θα κάνουν ό,τι μπορούν για να την καταστείλουν. Κάποιοι από αυτούς μπορεί να αξιοποίησαν το δράμα του ελληνικού λαού και το αίτημά του για αξιοπρέπεια στο δικό τους παιχνίδι εξουσίας με τη Γερμανία, αλλά δεν ξέχασαν να δώσουν τη χαριστική βολή όποτε έπρεπε στην ελληνική πλευρά.

Η νεοφιλελεύθερη πολιτική ελίτ της Ευρώπης άσκησε κάθε μέσο πίεσης και εκβιασμού, εντός και εκτός των διαπραγματεύσεων. Η ελληνική πλευρά αναγκάστηκε να συμφωνήσει εκβιαζόμενη, πετυχαίνοντας ωστόσο ό,τι μπορούσε σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, δηλαδή εξασφαλίζοντας ότι στην επόμενη φάση της διαπραγμάτευσης μέρος των θέσεών της είναι στο τραπέζι.

Έχουμε λοιπόν μια συμφωνία όπου όλα τα ζητήματα – από το πρόγραμμα της ΔΕΘ και το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι τις ιδιωτικοποιήσεις και τις απαιτήσεις του ΔΝΤ από το προηγούμενο πρόγραμμα -επί της ουσίας είναι ανοικτά και προς διαπραγμάτευση το επόμενο διάστημα. Βρισκόμαστε μπροστά σε τέσσερις μήνες σκληρής, καθημερινής σύγκρουσης.

Το πώς θα αντεπεξέλθουμε σε αυτό το κρίσιμο τετράμηνο δεν εξαρτάται τόσο από το περιεχόμενο της συμφωνίας, αφού όλα είναι ανοικτά, όσο από τους κανόνες που τη διέπουν και το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα γίνεται καθημερινά η διαπραγμάτευση. Εκτιμώ ότι το κρίσιμο ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε είναι ότι η ελληνική πλευρά εισέρχεται σε αυτή την περίοδο με τρία τουλάχιστον μέτωπα στα οποία είναι εκτεθειμένη: τράπεζες, τρέχουσες υποχρεώσεις αποπληρωμής και έλεγχος του προϋπολογισμού.

Οι τράπεζες και οι υποχρεώσεις αποπληρωμής αποτελούν πεδία εκβιασμού ώστε να επιβάλλονται εκείνες οι πτυχές της συμφωνίας που θέλουν οι πιστωτές και να αποδυναμώνονται ή να ματαιώνονται οι πτυχές που επιθυμεί η ελληνική πλευρά. Το ενδεχόμενο να κλείσουν οι τράπεζες ή να χρεοκοπήσει η Ελλάδα θα επικρέμεται και θα καθορίζει την τελική έκβαση κάθε επιμέρους διένεξης. Η μη ενεργοποίηση του εκβιασμού επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των πιστωτών και τους δικούς τους σχεδιασμούς.

Στο μέτωπο της πραγματικής οικονομίας και της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας η κατάσταση εμφανίζει άλλου τύπου δυσκολίες. Το πάγωμα της λιτότητας και η αποσπασματική ή αποδυναμωμένη εφαρμογή του δικού μας προγράμματος κάτω από την πίεση των εκβιασμών δημιουργεί μια κατάσταση στασιμότητας στην οικονομία, η οποία, σε συνδυασμό με την παρατεταμένη πολιτική αστάθεια θα δυσχεράνει την κατάσταση του προϋπολογισμού.

Επισημαίνω ότι α) το πρόγραμμα της ΔΕΘ δεν είναι μόνο δίκαιο αλλά και κρίσιμο για την αναστροφή της οικονομίας και β) ακόμη και η ανεμπόδιστη εφαρμογή του δεν θα είχε άμεσα θεαματικά αποτελέσματα, οπότε αντιλαμβανόμαστε τι αναμένεται από την κουτσουρεμένη εκδοχή του. Συνεπώς, είναι ενδεχόμενο να βρεθούμε μπροστά σε ανοίγματα που θα οδηγήσουν είτε σε αναγκαστική λιτότητα είτε στην «αγκαλιά»¨των πιστωτών για «βοήθεια» και άρα σε ένα ακόμη πεδίο εκβιασμού.

Είναι περισσότερο από προφανές ότι η επιτυχία για την ελληνική πλευρά συναρτάται απολύτως με την ικανότητά της να αντεπεξέλθει στους εκβιασμούς και στις αδήριτες ανάγκες οικονομίας και προϋπολογισμού. Εν συντομία, εκτιμώ ότι απέναντι στους εκβιασμούς η ελληνική πλευρά πρέπει να αντιτάξει α) ένα πλαίσιο θωράκισης με κάθε διαθέσιμο μέσο και β) την αποφασιστικότητά της να μην υποκύψει ξανά ανεξαρτήτως των συνεπειών για την ίδια μένοντας συνεπής στη χιλιοειπωμένη πεποίθηση ότι και οι πιστωτές θα έχουν κόστος που δεν έχουν την πολυτέλεια να σηκώσουν.

Στο εσωτερικό μέτωπο πρέπει να προχωρήσει με αποφασιστικότητα στην εφαρμογή του προγράμματός της και, λόγω της αστάθειας από τη διαρκή διαπραγμάτευση, να πάρει έκτακτα μέτρα μεταβίβασης βαρών στις ανώτερες οικονομικά κατηγορίες και στην ολιγαρχία, ώστε να εξισορροπεί δημοσιονομικά ανοίγματα χωρίς να επιβαρύνονται τα φτωχά και μεσαία στρώματα.

Για να γίνουν αυτά απαιτείται απόλυτη ειλικρίνεια στην επικοινωνία μας με τον κόσμο, χωρίς ωραιοποιήσεις, ώστε να ισχυροποιηθεί το φρόνημα που είναι απολύτως απαραίτητο για να μπορέσουμε να αντέξουμε τις ενδεχόμενες συνέπειες (ή επιθετικές ενέργειες) μιας μελλοντικής άρνησής μας να υποταχθούμε σε εκβιασμούς. Επίσης απαιτείται ταχύτατη ανασυγκρότηση του κόμματος για την καλύτερη προετοιμασία τη δική μας αλλά και της κοινωνίας.

Η αποφασιστική και αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιμάκωσης της έντασης (εκβιασμοί) από τη μεριά των εταίρων είναι επιβεβλημένη. Σε αντίθετη περίπτωση η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ υπό το βάρος στυγνών εκβιασμών το επόμενο τετράμηνο θα έχει αδιανόητες συνέπειες για τη δημοκρατία, τον ορθό λόγο και τη ζωή στη χώρα μας.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής την 1/3/2015

Η Ευρώπη σε σταυροδρόμι

Η ελληνική κυβέρνηση έχει επιδοθεί σε μια πολυπρόσωπη κινητοποίηση ώστε να συζητήσει τους τρόπους για την απεμπλοκή της χώρας από τα δεσμά της λιτότητας, σύμφωνα με την εντολή που πήρε από τον ελληνικό λαό. Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης είναι συνετή και επιχειρεί να διαμορφώσει συγκλίσεις τονίζοντας εκείνα τα σημεία από όπου μπορεί να υπάρξει κοινό έδαφος εκκίνησης για την εξεύρεση μιας αμοιβαία επωφελούς λύσης.

Αναφέρομαι στα ζητήματα της φοροδιαφυγής, της διαπλοκής και της διαφθοράς, δηλαδή την ανάγκη περιορισμού της αυθαιρεσίας των οικονομικών ελίτ και των δικτύων μικρής και μεγάλης διαφθοράς που ταλανίζουν το ελληνικό κράτος εδώ και δεκαετίες και ευθύνονται εν πολλοίς για την υπερχρέωση της χώρας και την σκληρή λιτότητα που ακολουθήθηκε στα μνημονιακά χρόνια.

Ταυτόχρονα προτείνει τρόπους συνεννόησης με τους εταίρους που απέχουν από τις θέσεις εκκίνησης της ελληνικής πλευράς λαμβάνοντας υπόψη τις δυσκολίες των εταίρων να τις αποδεχθούν σε αυτή τη χρονική στιγμή. Καταθέτει προτάσεις που δεν επιβαρύνουν τους πολίτες των άλλων ευρωπαϊκών κρατών και που διαμορφώνουν έναν οδικό χάρτη για να βγει η Ελλάδα από τη μέγγενη της λιτότητας με τους μικρότερους δυνατούς κραδασμούς για τις χώρες που επιμένουν να συντάσσονται με την πολιτική της λιτότητας.

Θα ήταν λάθος από τη μεριά των εταίρων μας να αναγνωστούν αυτές οι συνετές κινήσεις και η διάθεση συνεννόησης ως προάγγελος ενός δρόμου που τελικά θα οδηγήσει την ελληνική κυβέρνηση στην αποδοχή μιας παραλλαγής της μνημονιακής πολιτικής σε μια ηπιότερη εκδοχή. Η διάθεση συνεννόησης από τη μεριά της Ελλάδας δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως «επιτυχία» της αδιάλλακτης στάσης και άρα να οδηγήσει στην επιμονή σε αυτή μέχρι τέλους.

Από τη μεριά των εταίρων, παρά τα ρήγματα που έχουν παρουσιαστεί, δεν έχει υπάρξει ουσιαστική μετακίνηση από τις αρχικές τους θέσεις, καθώς εμμένουν ακόμη στην ολοκλήρωση του μνημονιακού προγράμματος. Αυτή η στάση ακυρώνει τον λεκτικό σεβασμό των εταίρων στην ετυμηγορία του ελληνικού λαού και φέρνει στην επιφάνεια τη μεγάλη απειλή για την Ευρώπη.

Με τον πλέον επίσημο τρόπο ο πρωθυπουργός της Ελλάδας έχει θέσει στο επίκεντρο της συζήτησης αυτό το θέμα όταν αναφέρεται στο γεγονός ότι η πολιτική της λιτότητας και η νεοφιλελεύθερη στρατηγική δεν είναι -παρά τη νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης- καταστατική συνθήκη της.

Το γεγονός ότι μέχρι σήμερα οι κυβερνήσεις των χωρών – μελών της Ένωσης συμφωνούσαν στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική και την απορρέουσα από αυτήν πολιτική της λιτότητας στην περίοδο της κρίσης καθιστούσε συμβατή αυτή τη στρατηγική με τον σεβασμό της λαϊκής κυριαρχίας. Από τη στιγμή όμως που μια χώρα – μέλος έχει αποφασίσει να μην ακολουθήσει αυτή την πολιτική, η Ε.Ε. βρίσκεται μπροστά σε ένα ιστορικής σημασίας για το μέλλον της σταυροδρόμι. Είτε θα γίνει αποδεκτό -με συνετό τρόπο, όπως επιχειρεί η ελληνική κυβέρνηση- ότι μια χώρα-μέλος έχει το δικαίωμα να ακολουθήσει μια άλλη πολιτική τιμώντας την λαϊκή κυριαρχία ως καταστατική συνθήκη ίδρυσης της Ένωσης, είτε δεν θα γίνει αποδεκτό με αποτέλεσμα τη σαφή πια μετατροπή της Ένωσης από Ένωση κυρίαρχων κρατών, όπου η δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία έχουν θέση, σε Ένωση νεοφιλελεύθερων κρατών όπου η λαϊκή ετυμηγορία και η δημοκρατία θα επιτρέπονται μόνο εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική και την πολιτική της λιτότητας.

Η δεύτερη εκδοχή θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου για την ευρωπαϊκή ήπειρο και θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα στην όξυνση των ενδοευρωπαϊκών διενέξεων και την είσοδο της Ευρώπης στο σύνολό της σε ακόμη μεγαλύτερη παρακμή και αποδιάρθρωση, με την Ακροδεξιά να ηγεμονεύει.

Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση πρεσβεύει μια τομή με τη μνημονιακή περίοδο γιατί για πρώτη φορά η αξιοπρέπεια των Ελλήνων και η προοπτική της κοινωνίας μας αποτελούν κριτήριο που πρέπει να ικανοποιεί οποιαδήποτε λύση τεθεί στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Λιτότητα ή άλλες πολιτικές που μας προσβάλλουν και μας καταδικάζουν δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Για την ελληνική κοινωνία δεν υπάρχει επιστροφή στη μνημονιακή περίοδο. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό για την ίδια αλλά και για την Ευρώπη, γιατί θα επισημοποιούσε τη ρήξη της με την έννοια της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας.

Ας ελπίσουμε ότι οι εταίροι μας θα σταματήσουν να κρύβονται πίσω από τεχνικές απαιτήσεις και θα τοποθετηθούν με πολιτικό τρόπο μπροστά σε αυτό το μείζον ερώτημα για την Ευρώπη: Ένωση που επιτρέπει στις κοινωνίες της διαφορετικούς δρόμους, όπως ορίζουν η δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία, ή Ένωση που επιβάλλει τη νεοφιλελεύθερη μονοκαλλιέργεια και τη λιτότητα καταστρατηγώντας τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία;

Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ της Κυριακής στις 15-2-2015