Tag Archives: ακροδεξιά

Οι θεσμοί αποφάσισαν

Οι θεσμοί αποφάσισαν: Η οικονομική καταστροφή της Ελλάδας είναι μονόδρομος. Η Ελλάδα, το θέλουν, δεν το θέλουν οι κάτοικοί της, πρέπει να διαλυθεί. Η βαρβαρότητα και η αναξιοπρέπεια είναι η νέα κανονικότητα.

Οι θεσμοί αποφάσισαν: Καμιά ανοχή στη δημοκρατία. Αγνόησαν προκλητικά τη διαπραγμάτευση τόσων μηνών και επανέφεραν στο παρά πέντε ένα πρόγραμμα χειρότερο από αυτό που δεν μπορούσε να εφαρμόσει η κυβέρνηση Σαμαρά και απέρριψε ο ελληνικός λαός στις εκλογές. Για τους θεσμούς η δημοκρατική ετυμηγορία ενός λαού δεν είναι αρκετός λόγος για να εμπλακούν σε μια ουσιαστική διαπραγμάτευση. Δεν έκαναν καν τον κόπο να φέρουν μια πρόταση που δεν περιφρονεί και δεν απαξιώνει τόσο επιδεικτικά το Brussels Group.

Αφού οι θεσμοί ακύρωσαν το ΒG και τη διαπραγμάτευση μηνών και επανέφεραν την απαίτησή τους για εφαρμογή του Μνημονίου, η ελληνική πλευρά πρέπει να επαναφέρει το πρόγραμμα της ΔΕΘ. Ας είμαστε σαφείς. Δεν έχουμε να κάνουμε με δύο προτάσεις όπου πρέπει να βρεθούμε κάπου στη μέση, από τη μια η ελληνική πρόταση και από την άλλη η πρόταση των θεσμών. Η ελληνική πλευρά ανέλαβε να σχηματοποιήσει σε ένα κείμενο τα αποτελέσματα του BG. Δεν είναι προτάσεις της ελληνικής πλευράς οι απαιτήσεις των δανειστών που περιλαμβάνονται σε αυτό. Τα αποτελέσματα του BG δεν έχουν υιοθετηθεί από την ελληνική πλευρά παρά μόνο ως διερευνητική βάση για την επίτευξη συμφωνίας, η οποία περιλαμβάνει ρύθμιση για το χρέος, αναπτυξιακό σχέδιο κ.ο.κ.

Στην τελευταία Κεντρική Επιτροπή ειπώθηκε ότι δεν έχει νόημα η συζήτηση για επιμέρους τμήματα της διαπραγμάτευσης που βρίσκεται σε εξέλιξη, διότι τίποτα δεν έχει γίνει αποδεκτό και όλα πρέπει να σταθμιστούν ως τμήματα της τελικής συμφωνίας. Μόνο τότε μπορούμε να εξετάσουμε αν οι επώδυνες πτυχές που τελικά θα επιβάλουν οι δανειστές μπορούν να γίνουν αποδεκτές ως τελευταίες παραχωρήσεις για να ξεφύγουμε από τη μέγγενη των Μνημονίων και της λιτότητας. Συνεπώς, δεν αποτελούν θέσεις της ελληνικής πλευράς.

Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί σε αυτό το σημείο διότι οι θεσμοί επιχειρούν να μεταφέρουν τη συζήτηση μεταξύ των αποτελεσμάτων στο BG όπου έχουν ήδη ενσωματώσει θέσεις τους που δεν είναι δικές μας, με ακόμη περισσότερες απαιτήσεις που επανέφεραν την Τετάρτη. Και μάλιστα αρνούμενοι να εντάξουν τη ρύθμιση του χρέους στη συμφωνία, η οποία κατά τη γνώμη τους αφορά μόνο την εκταμίευση χρημάτων για να πληρώσουμε τις δόσεις το επόμενο διάστημα. Χωρίς διευθέτηση του ζητήματος του χρέους δεν υπάρχει καν συζήτηση για επώδυνη συμφωνία.

Οι θεσμοί αποφάσισαν: Ο πολιτικός τους στόχος είναι ο δήμοσιος εξευτελισμός του Τσίπρα, του ΣΥΡΙΖΑ και του ελληνικού λαού. Το βράδυ της Τετάρτης δήλωσαν δημόσια την περιφρόνησή τους στο αποτέλεσμα των εκλογών και την απαξίωσή τους στις εργώδεις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης και στην πρόθεσή της να υποστεί ακόμη και κάποια τελευταία επώδυνα πλήγματα προκειμένου να υπάρξει συμφωνία που βάζει τέλος στη μνημονιακή περίοδο. Η εξευτελιστική αντιμετώπιση της ελληνικής κυβέρνησης που πασχίζει για συμφωνία και ενός ολόκληρου λαού που θέλει να ανακτήσει το δικαίωμά τους στην ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον δεν μπορεί να γίνει ανεκτή.

Η υπεράσπιση της αξιοπρέπειάς μας δεν είναι «πολυτέλεια». Κανένας σε αυτήν τη χώρα δεν θα σέβεται τίποτα αν παγιωθεί η αντίληψη ότι ανεχόμαστε τέτοιου είδους συμπεριφορά. Η ανάκαμψη της χώρας, παρά τις όποιες οικονομικές δυσκολίες, προϋποθέτει μια κοινωνία που διατηρεί ένα ελάχιστο επίπεδο αυτοεκτίμησης. Αυτή την αυτοεκτίμηση πρέπει να προστατεύσουμε ως κόρη οφθαλμού. Σε αντίθετη περίπτωση, οι συνέπειες στο συλλογικό ασυνείδητο του λαού μας θα είναι τραυματικές, με τον φασισμό να καραδοκεί να τις εκμεταλλευτεί.

Οι θεσμοί αποφάσισαν. Το ερώτημα πλέον είναι τι θα κάνει η ελληνική πλευρά. Η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πάρουν κάποιες αποφάσεις και να απευθυνθούν με ειλικρίνεια στην ελληνική κοινωνία. Είναι μέσα στα πιθανά ενδεχόμενα η μη επίτευξη συμφωνίας αν οι θεσμοί συνεχίσουν, όπως όλα δείχνουν, σε αυτή την κυνική και εξευτελιστική τακτική; Αν για κάποιους λόγους έχει αποκλειστεί, οφείλουμε να ξέρουμε γιατί και να τοποθετηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν όχι, τότε δεν πρέπει να πορευόμαστε ως εάν να πρόκειται για «δική μας αποτυχία» και να αιωρείται ότι η μη επίτευξη συμφωνίας ισοδυναμεί με παράδοση της εξουσίας από τη μεριά μας αμαχητί.

Πιστεύουμε ότι μια κακή συμφωνία μπορεί να εφαρμοστεί; Είναι σε θέση ο ΣΥΡΙΖΑ -χωρίς να διαλυθεί το μπλοκ των κοινωνικών δυνάμεων που τον στηρίζει- να εφαρμόσει απαιτήσεις των δανειστών αν δεν έχει εξασφαλίσει την απεμπλοκή της Ελλάδας από τη μέγγενη του χρέους; Υπάρχει μέλλον για τη χώρα αν στην προσπάθεια να εφαρμοστούν απαιτήσεις των δανειστών ο ΣΥΡΙΖΑ βαθμιαία αποδιαρθρωθεί ως πολιτική δύναμη; Ας μην κάνουμε το λάθος που θέλουν οι δανειστές: η διά της επιβολής εφαρμογή των απαιτήσεών τους θα τσακίσει την ήδη ρημαγμένη ελληνική κοινωνία και θα πλήξει θανάσιμα τη μοναδική της ελπίδα: τον ΣΥΡΙΖΑ.

δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής στις 07-06-2015

Το δίλημμα της Ευρωπαϊκής Ενωσης

Η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα σε αναζήτηση γεωπολιτικού ρόλου και φυσιογνωμίας. Οι ενδοευρωπαϊκοί ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί του 20ού αιώνα τής αφαίρεσαν την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία, ενώ σήμερα πιέζεται περαιτέρω από την ανάδυση νέων ισχυρών πόλων. Στις ευρωεκλογές συγκρούονται τρεις αντιλήψεις για το μέλλον της Ευρώπης.
Ο παγκόσμιος ανταγωνισμός και η κρίση έδωσαν το έναυσμα στις νεοφιλελεύθερες ευρωπαϊκές ελίτ να αμφισβητήσουν ανοικτά και βίαια το δικαίωμα των πολιτών να έχουν λόγο για τις βασικές αποφάσεις και επιλογές και να έχουν αξιώσεις αξιοπρεπούς διαβίωσης και πρόσβασης σε βασικά αγαθά. Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη συνίσταται στη βαθμιαία σύζευξη των νόμων της αγοράς με απολυταρχικές προ-νεωτερικές μορφές οργάνωσης της κοινωνίας και θεσμών.
Η αντίληψη αυτή όχι μόνο πλήττει βαθιά την αξιακή και πολιτισμική παρακαταθήκη της ευρωπαϊκής ηπείρου, συνιστά μια επιλογή παρακμής και οπισθοδρόμησης και καταδικάζει τους ευρωπαϊκούς λαούς σε ένα μέλλον αναξιοπρεπές και βάρβαρο, αλλά είναι αδιέξοδη και από γεωπολιτική σκοπιά. Η Ευρώπη δεν είναι σε θέση να αντεπεξέλθει στις πιέσεις από άλλες περιοχές του πλανήτη στη βάση των δικών τους «πλεονεκτημάτων» (φθηνή εργασία και αναξιοπρεπή διαβίωση, αποδυνάμωση της δημοκρατίας, περιβαλλοντική υποβάθμιση κ.ο.κ.). Αυτή η απλή αλήθεια είναι απροσπέλαστη από τις ευρωπαϊκές ελίτ για λόγους ιδεολογικής τύφλωσης: αυτά τα «πλεονεκτήματα» είναι τα μόνα που μπορούν να ιδωθούν υπό το πρίσμα των νεοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων που υπηρετούν με φανατισμό.
Οσοι και όσες δεν έχουμε υποστεί αυτή τη διανοητική αναπηρία κατανοούμε ότι, αν η Ευρώπη παραμείνει προσκολλημένη σε αυτή τη στρατηγική, δεν πρόκειται να αποφύγει την περαιτέρω γεωπολιτική υποβάθμισή της, ενώ θα ενισχύσει την ακροδεξιά αντίληψη. Σύμφωνα με αυτήν, κάθε κράτος πρέπει να αναπτύξει μια εθνική στρατηγική άμβλυνσης των γεωπολιτικών και χρηματοοικονομικών πιέσεων διά της μεταβίβασής τους στα υπόλοιπα κράτη παροξύνοντας τον ευρωπαϊκό εμφύλιο ανταγωνισμό, ο οποίος δεν θα λάβει χώρα για να μοιραστεί ο κόσμος ανάμεσα στις ευρωπαϊκές υπερδυνάμεις αλλά για να μοιραστεί η μιζέρια μιας παρακμασμένης περιοχής του πλανήτη.
Για την Αριστερά το μέλλον της Ευρώπης περνάει μέσα από τη ριζική μετατόπιση ισχύος από τις οικονομικές ελίτ προς τους πολίτες. Η αριστερή απάντηση δεν είναι μόνο πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη κ.ο.κ., αλλά αποτελεί τη μόνη σοβαρή ευρωπαϊκή γεωπολιτική στρατηγική. Και τούτο διότι η αριστερή λογική της συνεργασίας και της δημοκρατίας εδράζεται στη μεγαλύτερη πλουτοπαραγωγική πηγή της Ευρώπης: στους ανθρώπους της. Στην Ευρώπη έχουν ιστορικά επενδυθεί τεράστιοι πόροι στην ανάπτυξη των πολιτών. Οι ευρωπαίοι πολίτες φέρουν ένα τεράστιο απόθεμα δυνατοτήτων, το οποίο αποτελεί το πολυτιμότερο γεωπολιτικό πλεονέκτημα της ηπείρου. Η αριστερή λογική της μεταφοράς των αποφάσεων στους πολίτες είναι σε θέση να ξεκλειδώσει τις τεράστιες αυτές δυνατότητες.
Για όποιον και όποια δεν έχει τυφλωθεί από τη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού είναι εντελώς προφανές ότι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική όχι μόνο δεν μπορεί να συλλάβει καν αυτό το τεράστιο κοίτασμα δυνατοτήτων ως το κομβικό πλεονέκτημα για τη γεωπολιτική της αναβάθμιση αλλά αντιθέτως επιστρατεύει κάθε μέσο για την ολοσχερή καταστροφή του. Η Αριστερά αγωνίζεται για μια μεγάλη συμμαχία των ευρωπαίων πολιτών ώστε να αναχαιτίσει το νεοφιλελεύθερο σχέδιο, το οποίο συνιστά προσωπική προσβολή για κάθε ευρωπαίο πολίτη, και να καταστήσει την Ευρώπη μια ώριμη και δημοκρατική γεωπολιτική δύναμη, ικανή να συμβάλει στην ορθολογική αντιμετώπιση των προκλήσεων που το σύνολο της ανθρωπότητας αντιμετωπίζει σήμερα.

Το ιδεολογικό «βάθος» των στρατοπέδων συγκέντρωσης

Συχνά δημιουργείται η αίσθηση ότι η ακροδεξιά ρητορική και πρακτική της κυβέρνησης στο ζήτημα των μεταναστών και των προσφύγων είναι μια συνοδευτική αλλά σχετικά ανεξάρτητη πολιτική επιλογή από την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής. Υπάρχει η εκτίμηση ότι η ακροδεξιά γραμμή στο θέμα αυτό επιλέγεται για να αποπροσανατολίσει, να καλλιεργήσει φόβο στους ημεδαπούς, να διεγείρει συντηρητικά αντανακλαστικά και τελικά να δημιουργήσει μια νέα σφαίρα συναίνεσης αυτών που υποφέρουν, γύρω από τη μνημονιακή παράταξη.

Ενώ ισχύουν τα παραπάνω, εκτιμώ ότι δεν ευσταθεί η εκτίμηση ότι πρόκειται για σχετικά ανεξάρτητη πολιτική επιλογή που οφείλεται στη συγκυριακή και άρα συμπτωματική επικράτηση ακροδεξιών απόψεων στην ηγεσία της μνημονιακής παράταξης. Αντιθέτως, η μνημονιακή πολιτική ηγεσία δεν θα μπορούσε να είναι αποτελεσματικά μνημονιακή χωρίς να είναι ταυτόχρονα ακροδεξιά. Και τούτο διότι η ακροδεξιά πολιτική στο ζήτημα των μεταναστών είναι κεντρικής σημασίας για την επιτυχία της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής σήμερα για βαθύτερους λόγους από τους προαναφερθέντες. Σε αυτή την περίπτωση απαιτείται από τη μεριά μας η στάθμιση του «βάθους» της ακροδεξιάς μεταναστευτικής πολιτικής στον νεοφιλελεύθερο σχεδιασμό και η εκπόνηση μιας κατάλληλης στρατηγικής που θα λαμβάνει υπόψη αυτό το βάθος.

Η νεοφιλελεύθερη λογική υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει κοινωνία η οποία βουλεύεται (ακόμη και με συγκρούσεις) για να αντιμετωπίσει συλλογικά όσα την αφορούν, αλλά άτομα, ο ανταγωνισμός των οποίων οφείλει να ρυθμίσει όλα τα ζητήματα. Η δημοκρατία και η κοινωνική αλληλεγγύη είναι «δεισιδαιμονίες» που νοθεύουν τον «ορθολογικό» ανταγωνισμό της αγοράς. Ενδεχόμενες ανισότητες είναι αποτέλεσμα αυτού του ανταγωνισμού και άρα οφείλουν να γίνονται σεβαστές και γιατί όχι καλοδεχούμενες. Η (οικονομική) ιεραρχία δεν εκπορεύεται βεβαίως από τον θεό (όπως στον Μεσαίωνα) αλλά από τον «ορθολογικό» ανταγωνισμό, γεγονός που την καθιστά «αντικειμενική» και υπερασπίσιμη με κάθε μέσο. Συνεπώς μια πολιτική που ενισχύει τη θέση των οικονομικά ισχυρών (διάβαζε: νικητές στον ανταγωνισμό) έναντι των υπολοίπων είναι η μόνη έλλογη επιλογή, ενώ όποιοι διαφωνούν κινούνται στη σφαίρα της δεισιδαιμονίας (του λαϊκισμού).

Αυτή η λογική διέπει τη μνημονιακή πολιτική, η οποία θυσιάζει τις λαϊκές τάξεις για να ενισχύσει τους οικονομικά ισχυρούς, υπηρετώντας την «αντικειμενική» ιεραρχία. Η μνημονιακή ανάπτυξη ακολουθεί επίσης αυτό το μοτίβο: η ζωή των λαϊκών τάξεων επιτρέπεται να τύχει βελτίωσης μόνο ως συνέπεια της υψηλής κερδοφορίας των οικονομικά ισχυρών. Οτιδήποτε διαρρηγνύει αυτή την ιεραρχία προτεραιοτήτων συνιστά μείζον «έγκλημα» από αυτά που ονειρεύεται ο «επικίνδυνος» ΣΥΡΙΖΑ.

Ας έρθουμε τώρα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών. Η αγριότητα απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, όπως και η μνημονιακή αγριότητα, εκπορεύεται από την προαναφερθείσα λογική και προς όφελος των ίδιων συμφερόντων. Το ενδιαφέρον είναι η επιπρόσθετη ιδεολογική αξιοποίηση της εν λόγω αγριότητας. Η προηγούμενη λογική, η οποία μόνο υπαινικτικά διατυπώνεται όταν αφορά τα Μνημόνια και πάντα διανθισμένη με ωραίες εκφράσεις, στο θέμα αυτό διατυπώνεται ευθαρσώς και χωρίς ωραιοποιήσεις. Η ιεραρχία διαπλέκεται με την εθνικότητα και το χρώμα και η σφοδρότητα της επίθεσης στους πιο αδύναμους αποτελεί αντικείμενο υπερηφάνειας. Ο στόχος αυτής της επιλογής είναι βαθύτατα ιδεολογικός και στοχεύει σε πολύ περισσότερα από όσα φαίνονται σε μια πρώτη ανάγνωση. Ο στόχος είναι τα γηγενή θύματα του Μνημονίου να ταυτιστούν με τους θύτες τους και να εθιστούν στη λογική τους αποδεχόμενοι σιωπηρά την «ορθολογικότητα» της βίας που υφίστανται εν τέλει και οι ίδιοι.

Η αποδοχή από κάποιον που σήμερα πλήττεται από το Μνημόνιο ότι κάποια άλλη ανθρώπινη ζωή είναι σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τις επιδιώξεις αυτών που προηγούνται στην ιεραρχία, ότι κάποιοι άλλοι άνθρωποι είναι απλά «ενοχλητικά» νούμερα, ότι η ωμή βαρβαρότητα σε κάποιους άλλους είναι «λύση», ότι η ύπαρξη κάποιου άλλου από μόνη της είναι απειλή κ.ο.κ. έχει ως συνέπεια την άρρητη συναίνεση και στη δική του αντιμετώπιση με τον ίδιο τρόπο. Αποδέχεται τη λογική της μνημονιακής πολιτικής που τον ισοπεδώνει, στην οποία ο άλλος είναι προφανώς αυτός. Τι άλλο είναι η περικοπή των συντάξεων και ο αποκλεισμός από το νοσοκομείο παρά το αποτέλεσμα της αντίληψης ότι η βαρβαρότητα είναι «λύση» στο δημοσιονομικό πρόβλημα;

Αν συναινεί κάποιος στο να κλείνονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αυτοί που βρίσκονται από κάτω του, τότε ασυναίσθητα χάνει κάθε ηθικό έρεισμα για την αντίσταση στη μείωση του μισθού του ή την απόλυση που του επιβάλλει ο αμέσως από πάνω του. Αν ένας συνταξιούχος αποδέχεται ότι στον μετανάστη επιτρέπεται κάθε αγριότητα, τότε δεν μπορεί να αρνηθεί την εγκυρότητα της ίδιας σκέψης από τη μεριά του τραπεζίτη: για το συμφέρον μου επιτρέπεται κάθε αγριότητα απέναντι στους συνταξιούχους.

Η υιοθέτηση της λογικής του θύτη από το θύμα συνιστά κεντρικό στοιχείο για την επιτυχία της μνημονιακής πολιτικής και η ακροδεξιά πολιτική στο μεταναστευτικό είναι ο τόπος όπου επιχειρείται αυτή η βαθύτατη και εν πολλοίς ασυναίσθητη συναίνεση. Μια τέτοια συναίνεση είναι σε θέση να αμβλύνει καταλυτικά αλλά με ανεπαίσθητο τρόπο το δυναμικό της λαϊκής αντίστασης στη μνημονιακή πολιτική. Συνεπώς, η υιοθέτηση της λογικής του ισχυρού στο μεταναστευτικό από αυτούς που πλήττονται από τα Μνημόνια διαμορφώνει έναν βαθύτερο ιδεολογικό συσχετισμό που σε περιόδους όπως αυτή που ζούμε επιδρά αποφασιστικά στον πολιτικό συσχετισμό ανταγωνιζόμενος τις υλικές συνέπειες του Μνημονίου. Γι’ αυτό η επιδέξια σύγκρουση με την ακροδεξιά πολιτική στο μεταναστευτικό είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την έκβαση της κεντρικής πολιτικής μάχης στη χώρα μας, καθώς αυτή η πολιτική δεν αποτελεί απλώς αποπροσανατολισμό ή μια επιδερμική προσπάθεια προσωρινού προσεταιρισμού συντηρητικών ακροατηρίων.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 25-08-2013

 

Σημεία στρατηγικής της τρίτης μνημονιακής κυβέρνησης

Η 3η μνημονιακή κυβέρνηση συνεχίζει με ακόμη μεγαλύτερη ένταση την πολιτική άλωσης κάθε δικαιώματος του λαού σε όλα τα δυνατά επίπεδα. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες δύο, που κατανάλωναν τον εύρωστο πολιτικό συσχετισμό της περιόδου της παντοδυναμίας του δικομματισμού, η 3η μνημονιακή κυβέρνηση εκτυλίσσει μια συστηματική προσπάθεια αναδιάταξης των κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού υπέρ των συμφερόντων που εκπροσωπεί.

Ο εν λόγω συσχετισμός, όπως αναμενόταν, έχει τρωθεί αποφασιστικά από την εφαρμογή μιας πολιτικής που διαλύει εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού μετατρέποντας την Αριστερά σε πραγματικό κίνδυνο για τα συμφέροντα αυτά.

Η αναδιάταξη που επιχειρείται βασίζεται σε έναν συνδυασμό πολιτικών επιλογών που εδράζονται: α) στην παράδοση της παράταξης της Δεξιάς στη χώρα μας, β) σε μεθόδους άσκησης βιοπολιτικού ελέγχου και πειθάρχησης πληθυσμών και γ) στους περιορισμούς / οδηγίες που θέτει η νεοφιλελεύθερη πολιτική και οικονομική ελίτ της Ευρωζώνης στο πλαίσιο της κυρίαρχης στρατηγικής επιλογής για το μέλλον του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και της θέσης του στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.

Α) Παράδοση της παράταξης της δεξιάς: Ενδεικτικά αναφέρω ότι η αντι-ορθολογική προσέγγιση του κοινωνικού ζητήματος, ο αντι-κοινοβουλευτισμός, η απέχθεια στη δημοκρατία που «διαφθείρει» τον εθνικό κορμό, η βαθιά περιφρόνηση του κράτους δικαίου και η εξύμνηση της βίας από τη μεριά του κράτους και των «εθνικοφρόνων» συνιστούν θεμελιώδη χαρακτηριστικά που συνέπηξαν την παράταξη της Δεξιάς στο γύρισμα του προηγούμενου αιώνα και την καθόρισαν λίγο – πολύ σε όλη τη διάρκειά του.

Η εν λόγω παράταξη μετατοπίστηκε σε θέσεις όπως ο σεβασμός στη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, η εγκατάλειψη / αποκήρυξη της κρατικής και παρακρατικής βίας ως κύριου μέσου πολιτικής επιβολής και η αποδοχή της έννοιας του κοινωνικού και πολιτικού δικαιώματος για τις λαϊκές τάξεις μετά τη δικτατορία. Εν πολλοίς αυτή η μετατόπιση επιβλήθηκε από έναν κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό, με την ευρεία έννοια αριστερό, που επέβαλε στην παράταξη της Δεξιάς τον τυπικό τουλάχιστον σεβασμό σε στοιχειώδεις κανόνες δημοκρατίας και βασικά δικαιώματα του λαού.

Υπ’ αυτή την έννοια έχουν δίκιο (γι’ άλλους λόγους όμως από αυτούς που νομίζουν) οι υπέρμαχοι της ακροδεξιάς στροφής της κυβέρνησης όταν καταγγέλλουν την ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς τα προηγούμενα χρόνια: η σχετική ηγεμονία των ιδεών της Αριστεράς, έστω και υπό την αστική τους μορφή, ανάγκασε τη Δεξιά να σέβεται τη δημοκρατία (ιδέες βέβαια τις οποίες διέσυρε μαζί με το ΠΑΣΟΚ, ξοδεύοντας έναν ευνοϊκό συσχετισμό για τον λαό στο «πάρτι» του δικομματισμού που κυριάρχησε την προηγούμενη περίοδο και εμπεδώνοντας βαθμιαία την ηγεμονία της λογικής της αγοράς και του ευδαιμονισμού).

Β) Μέθοδοι πειθάρχησης και ελέγχου: Ενδεικτικά πάλι η μεθοδολογία του «σοκ και δέους», δηλαδή της επίθεσης σε όλα τα μέτωπα με μεγάλη σφοδρότητα, η επίδειξη πυγμής και ο αποκλεισμός της πιθανότητας οπισθοχώρησης, η γενίκευση της καταστολής, της αυθαιρεσίας της αστυνομίας και των «κολλητών» φασιστοειδών και, τέλος, η χυδαία αντιμετώπιση πολιτικών αντιπάλων και όποιων αντιστέκονται, με καταιγισμό γκαιμπελικών «πυρών» στον πληθυσμό, δεν γίνονται για να επιτύχουν κάποιον οικονομικό στόχο ή να «σώσουν» τη χώρα, αλλά για να πειθαρχήσουν τον εν λόγω πληθυσμό.

Το ότι δεν παίρνουν πίσω ακραία μέτρα με μηδαμινό δημοσιονομικό αποτέλεσμα (μέσα σε μια πολιτική που δεν επιτυγχάνει κανέναν διακηρυγμένο στόχο και καταστρέφει τα πάντα), τα οποία προσβάλλουν κάθε έννοια αξιοπρεπούς κοινωνίας, είναι (και) μέθοδος πειθάρχησης.

Η κρατική βία, η κατάλυση του κράτους δικαίου και η ελευθερία εγκληματιών να δρουν ανενόχλητοι, σε συνδυασμό με μια διευρυμένη μήτρα παραγωγής εικονικής πραγματικότητας και κατασκευής εσωτερικών εχθρών, διαμορφώνουν ένα πλαίσιο ελέγχου της συμπεριφοράς του πληθυσμού που καθιστά τον αγώνα για στοιχειώδη δικαιώματα μια πολύ επικίνδυνη υπόθεση.

Π.χ. ήδη υπάρχουν πολύ ισχυροί απολυταρχικοί καπιταλιστικοί σχηματισμοί όπου η αντίδραση για περιβαλλοντικούς λόγους σε ένα έργο ενός μεγαλοεπιχειρηματία ή η διαμαρτυρία για τις εργασιακές συνθήκες και αποδοχές μπορεί να οδηγήσει κάποιον στον βυθό ενός ποταμού χωρίς να περιμένει κανείς ότι η δικαιοσύνη ή η αστυνομία θα τιμωρήσουν τον ένοχο.

Γ) Κυρίαρχη ευρωπαϊκή στρατηγική: Υπό μορφή τίτλου θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «απολυταρχία της αγοράς», δηλαδή την αποδέσμευση της πλειονότητας του λαού από τις διαδικασίες απόφασης, τη σκληρή υποβάθμιση της ζωής και την πλήρη συμμόρφωση όλων των πτυχών της κοινωνικής λειτουργίας με τις επιταγές της λογικής της αγοράς και του ανταγωνισμού.

Είναι ενδιαφέρον ότι το σύμπλεγμα αυτών των παραμέτρων διαμορφώνει ένα πέρασμα με σύγχρονους όρους σε μια πραγματικότητα πολύ κοντά στη «μέση» κοινωνική οργάνωση του 19ου αιώνα μέσα από μια βίαιη αναδόμηση των όρων οργάνωσης της ζωής επαναστατικού τύπου. Από αυτό το σύμπλεγμα απορρέουν μια σειρά από επιλογές, μια εκ των οποίων είναι αυτή που ονομάζεται στρατηγική της έντασης, η οποία επιχειρεί να διχάσει τον πληττόμενο λαό (εκτραχύνοντας αντικοινωνικές στάσεις, εθίζοντας στη βία, διαχέοντας αντιορθολογικές αφηγήσεις κ.ο.κ.) και να διαμορφώσει στη νέα κατάσταση έναν ευνοϊκό συσχετισμό (ή να ανασχέσει τουλάχιστον την αποσύνθεση) για τον υφιστάμενο συνασπισμό εξουσίας.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ανάλυσης, που λαμβάνει υπόψη το στρατηγικό και ιστορικό βάθος αυτών των επιλογών, πρέπει να σχεδιαστεί μια αντίπαλη ενωτική, πλειοψηφική, λαϊκή στρατηγική από τη μεριά της Αριστεράς.

Κινήσεις και μεθοδολογίες που δεν λαμβάνουν υπόψη το εν λόγω ευρύτερο πλαίσιο και εμμένουν σε αναγνώσεις της πραγματικότητας στη βάση του πολιτικού και κοινωνικού συσχετισμού της μεταπολίτευσης είναι καταδικασμένες σε αποτυχία.

 

*Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 03/03/2013

Παρακμή

Ο κ. Σαμαράς δήλωνε προεκλογικά ότι με αυτόν στην πρωθυπουργία θα σταματήσει η απαράδεκτη κατάσταση, παιδιά Ελλήνων να μένουν εκτός παιδικών σταθμών και την ίδια ώρα να υπάρχουν παιδιά μεταναστών σε αυτούς. Τόσο πολύ νοιάζεται για τους Έλληνες που δεν διστάζει για να κυβερνήσει να τους σπρώχνει στον ρατσισμό και να τους στρέφει εναντίον μικρών παιδιών, κατά παράβαση κάθε στοιχειώδους ηθικής αλλά και του ίδιου του χριστιανικού κηρύγματος. Μεμονωμένο περιστατικό θα σκεφτεί κανείς, άλλωστε ο κ. Σαμαράς είναι γνωστός ακροδεξιός από την εποχή της Πολιτικής Άνοιξης (μην κοιτάτε που έγινε πρωθυπουργός σε μια δημοκρατία, αυτή η μικρή αντίφαση αίρεται, όπως βλέπετε, με ραγδαίο ρυθμό). Αμ δε. Πριν από λίγες ημέρες ο κ. Βενιζέλος δήλωσε ότι τη λίστα Λαγκάρντ δεν την κοίταξε, της έριξε μόνο μια ματιά και το μόνο που είχε να μας πει για αυτή είναι ότι τα πρώτα τρία ονόματα είναι εβραϊκά.

Αφήνοντας στην άκρη την προφανή γελοιότητα της θέσης, «είχα μια λίστα όπου μπορεί να περιέχει μεγάλους φοροφυγάδες αλλά δεν την πολυκοίταξα μωρέ, τι να λέει που ήμουν υπουργός Οικονομικών κυβέρνησης που σφαγίασε μισθωτούς και συνταξιούχους κατά συρροή για να σωθεί η χώρα και στηρίζω μια κυβέρνηση που στέλνει τα ΜΑΤ στην Ύδρα για μια ταβέρνα, και καταγγέλλει τον ΣΥΡΙΖΑ ότι στηρίζει τη φοροδιαφυγή», θα ήθελα να σχολιάσω την άλλη πτυχή της δήλωσης, αυτής με τα εβραϊκά ονόματα.

Ο κ. Βενιζέλος βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη θέση, έχει διαλύσει έναν λαό και είναι κρίσιμος κρίκος του μιντιακού – τραπεζικού – επιχειρηματικού – πολιτικού κατεστημένου που αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως τσιφλίκι του που το κληρονόμησε από τους κοτσαμπάσηδες. Τώρα που αυτό το κατεστημένο αποδιαρθρώνεται και είναι πια φανερός ο ρόλος και η ιδιοτέλεια που κρύβεται πίσω από μεγάλα ΜΜΕ (οι μέτοχοι των οποίων δεν πληρώνουν ποτέ, ενώ μας βομβαρδίζουν όλη τη μέρα για την αναγκαιότητα να κόψουμε τον λαιμό για να σωθεί η χώρα), από κόμματα καρτέλ, από τραπεζίτες μαφιόζους κ.ο.κ,, ο κ. Βενιζέλος νιώθει στριμωγμένος και βλέπει μαύρο το πολιτικό του μέλλον. Και τι κάνει; Δεν διστάζει, σε μια απέλπιδα προσπάθεια αποπροσανατολισμού(;) να πετάξει τη φρασούλα «το μάτι μου πήρε στην κορυφή της λίστας τρία εβραϊκά ονόματα».

Επειδή αυτός είναι σε δύσκολη θέση, δεν διστάζει να πετάξει την ελληνική κοινωνία βορά στους ναζί. Δεν γνωρίζει ο κ. Βενιζέλος άλλες ιδιότητες αυτών των ατόμων; Τι είναι, εφοπλιστές, τραπεζίτες, μεγαλοβιομήχανοι; Αυτές οι ιδιότητες ξαφνικά δεν έχουν σημασία (ενώ μόνον αυτές έχουν σημασία) αλλά το εβραϊκό όνομα.

Ο κ. Βενιζέλος δεν έχει κανέναν πολιτικό ενδοιασμό να σπρώξει τον ελληνικό λαό στην κόλαση του ναζισμού από τη στιγμή που δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις. Άλλωστε, στηρίζει μια κυβέρνηση που επιτρέπει σε μια νεοναζιστική οργάνωση να κάνει ό,τι έγκλημα γουστάρει με την αστυνομία να λειτουργεί υποστηρικτικά αλλά και επικουρικά και την πολιτική ηγεσία να επικροτεί.

Το σοκαριστικό όμως είναι η παντελής έλλειψη ηθικής. Η φρασούλα «δεν την πολυκοίταξα, αλλά το μάτι μου πήρε τρία εβραϊκά ονόματα», λόγω ακριβώς της ευτελούς μορφής της -που ταιριάζει περισσότερο σε ψευδομάρτυρες της κακιάς ώρας- μπορεί να ειπωθεί μόνο από άτομα που έχουν απωλέσει κάθε ίχνος ανθρωπολογικής ποιότητας και στερούνται οποιαδήποτε αίσθηση προσωπικής αξιοπρέπειας, έτοιμοι να κάνουν ό,τι μπορεί να διανοηθεί κανείς για να την σκαπουλάρουν.

Γι’ αυτό η μάχη για την ανατροπή της κυβέρνησης δεν είναι μόνο μια μάχη για την ανάσχεση της οικονομικής καταστροφής και την εξαθλίωση του λαού. Είναι μια μάχη εναντίον της βαθιάς παρακμής, της έλλειψης κάθε ηθικού ενδοιασμού, μια μάχη για να μην γίνει η κοινωνία ζούγκλα. Η ηθική ποιότητα των κυβερνώντων αντικατοπτρίζει πλήρως τη σαπίλα της νεοφιλελεύθερης λογικής. Στην απεργία αύριο δεν θα κατέβουμε μόνο ως εργαζόμενοι τα δικαιώματα των οποίων διαλύονται αλλά και ως άνθρωποι με αξιοπρέπεια.

 

*Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 17/10/2012

Μερικές σκέψεις για τη φασιστική ακροδεξιά εν καιρώ κρίσης

Η οικονομική κρίση οδηγεί εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού στο περιθώριο. Η στοιχειώδης κάλυψη των αναγκών δεν είναι πια δυνατή, ενώ δεν υπάρχει ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, γεγονός που θέτει σε επερώτηση βασικές πτυχές της στρατηγικής οργάνωσης της ζωής (ατομικός δρόμος κ.ο.κ.), ακυρώνει τα κυρίαρχα μοτίβα κατανόησης της πραγματικότητας και γεννάει πρώιμα άγχη αφανισμού. Η φασιστική ακροδεξιά δίνει τη δική της απάντηση στον θυμό και την οργή, στο υπαρξιακό άγχος, στην έλλειψη κατανόησης, στην αποσταθεροποίηση, καθώς και στην οργάνωση της ζωής σε καιρούς κρίσης. Η αιτία των προβλημάτων και των αδιεξόδων που βιώνουν οι πολίτες δεν οφείλονται, κατά την προσέγγισή της, σε εγγενείς αντιθέσεις εντός της κοινωνίας. Η κοινωνία συνιστά ένα αρμονικό σύνολο, το οποίο νοσεί εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων (μοτίβο κατανόησης). Η αιτία των δεινών είναι πάντα ο ξένος/διαφορετικός, η απαλλαγή από τον οποίο συνιστά τον προγραμματικό πολιτικό στόχο (υπαρξιακή αποκατάσταση). Διοχετεύει την οργή και τον θυμό σε αδύναμες, κατά τεκμήριο, κοινωνικές ομάδες (μετανάστες, Ρομά, ομοφυλόφιλοι ΑΜΕΑ κ.ο.κ.) και οργανώνει την καθημερινότητα στη βάση πρακτικών βίας εναντίον τους.

Έτσι, νοηματοδοτεί την καθημερινότητα και τη ζωή των πολιτών κατά τρόπο που δεν συνιστά κίνδυνο για το σύστημα· το αντίθετο: αντί να μάχονται εναντίον του, μάχονται εναντίον άλλων που είναι και αυτοί θύματα και δυνητικοί σύμμαχοι, ενώ αποτελούν και μια κρίσιμη δύναμη κρούσης εναντίον της ενίσχυσης της Αριστεράς.

Η ιδεολογία και η ρητορική της φασιστικής ακροδεξιάς δεν πέφτουν από τον ουρανό: συνιστούν τα αντιθετικά/συμπληρωματικά σκοτεινά μέρη της κυρίαρχης ιδεολογίας, και γι’ αυτό η διάχυσή τους σε καιρούς κρίσης, οπότε βρίσκουν ρωγμές για να βγουν στην επιφάνεια, είναι αστραπιαία. Η μη αυτονομία του προσώπου μεταγγίζεται από την μαζική κουλτούρα στον μιλιταρισμό, ο στείρος ατομισμός μεταγγίζεται από τον καταναλωτικό γιαπισμό στον φόβο και στο αίσθημα απειλής από οτιδήποτε διαφορετικό, η ανωτερότητα των Ελλήνων μεταγγίζεται από μια αρχοντοχωριάτικη υπεροψία στην άσκηση ωμής βίας, ο φιλελεύθερος ανταγωνισμός για την επιδίωξη της ευτυχίας μεταστρέφεται σε πάλη μέχρι φυσικής εξόντωσης του άλλου για την επιβίωση κ.ο.κ.

Η συνέχεια με την κυρίαρχη ιδεολογία εξηγεί την ποιοτική διαφορά με την αριστερή προσέγγιση, η οποία προϋποθέτει ρήξη με την κυρίαρχη ιδεολογία, κυρίως ως προς τη φύση της κοινωνίας (ταξική διαίρεση/αρμονικό σύνολο). Η φασιστική ιδεολογία επιχειρεί να διατηρήσει όρθια την κυρίαρχη ιδεολογία σε καιρούς κρίσης, όπου πια γίνεται φανερή η ταξική διαίρεση: το έθνος απειλείται με εξαφάνιση από ξένα στοιχεία.

 

Ο «ξένος» απειλεί την κοινωνική αρμονία

Σε κάθε κρίση, η φασιστική ακροδεξιά εστιάζεται στα αδιέξοδα και διαστρεβλώνει τις αιτιακές σχέσεις που τα παράγουν, επιχειρώντας έτσι να διατηρήσει τη φαντασίωση της αρμονικής κοινωνίας (που απειλείται μόνο εξωτερικά). Αυτή η διαλεκτική εσωτερικού/εξωτερικού δεν τελειώνει ποτέ: ακόμη και αν δεν υπάρχουν μετανάστες, ομοφυλόφιλοι, ρομά, Εβραίοι κ.ο.κ., η φασιστική ρητορική θα διαιρέσει εκ νέου το κοινωνικό σώμα, ώστε κάποια άλλη ομάδα να είναι αυτή που απειλεί εξωτερικά το δήθεν αρμονικό σύνολο. Γι’ αυτό, η αντιμετώπιση προβλημάτων που σχετίζονται με τις ομάδες που μπαίνουν στη θέση του απειλητικού ξένου/διαφορετικού μπορεί να είναι πολύ σημαντική, δεν συνιστά όμως μέθοδο αντιμετώπισης της ακροδεξιάς: η άνοδος του ναζισμού τη δεκαετία του 1930 δεν οφείλεται στην μη έγκαιρη αντιμετώπιση του «προβλήματος» των Εβραίων…

 

H απεύθυνση σε αρχαϊκά ένστικτα

Η τρομακτική διεισδυτικότητά της οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι η αιτία των δεινών είναι άτομα (και όχι κοινωνικές σχέσεις), και μάλιστα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους: διαφορετικό χρώμα, διαφορετική σεξουαλική επιλογή κλπ. Η ανταπόκριση που βρίσκει η επίκληση άσχετων διαφορών ως αιτιών των αδιεξόδων της κοινωνίας φανερώνει ότι η φασιστική ακροδεξιά δεν απευθύνεται στις λογικές, αναλυτικές ικανότητες, αλλά σε αρχαϊκά ένστικτα (φόβος για το διαφορετικό/άγνωστο) και απλοϊκά μανιχαϊκά μοτίβα (λευκός/μαύρος) που υπάρχουν βαθιά μέσα μας, τα οποία ανασύρονται και διογκώνονται σε περιόδους που οι άνθρωποι νιώθουν ότι απειλούνται θεμελιακά και παλινδρομούν σε πρώιμες ψυχικές καταστάσεις — γι’ αυτό τέτοιες εξηγήσεις δεν ευδοκιμούν μαζικά σε νηφάλιους πληθυσμούς σε περιόδους ομαλότητας. Συνεπώς, η αντιμετώπιση της φασιστικής ρητορικής δεν μπορεί να γίνει μόνο με την απεύθυνση στη λογική, όταν έχουν ενεργοποιηθεί πιο πρώιμες φόρμες αντίληψης.

Από την άλλη, το επιχείρημα ότι όσοι ψηφίζουν φασιστικά κόμματα δεν είναι φασίστες, αλλά πολίτες που στρέφονται εκεί επειδή η μετανάστευση και η εγκληματικότητα δημιουργούν πραγματικά προβλήματα, δεν πρέπει να αποτελέσει παράγοντα εφησυχασμού: η εκλογική ενίσχυση της φασιστικής ακροδεξιάς αποτελεί παράγοντα εκφασισμού της κοινωνίας, και όχι αποτέλεσμά της.

Η αντιθετική/συμπληρωματική σχέση κυρίαρχης ιδεολογίας και φασισμού δημιουργεί νέα δεδομένα και στο πεδίο της κρατικής καταστολής. Η φασιστική βία, ευρισκόμενη σε σχέση αντίθεσης/συμπλήρωσης με την αστυνομική «θεσμική» βία, διαμορφώνει μια νέα γκρίζα περιοχή καταστολής, πολύ πιο τρομακτική απέναντι στον αγωνιζόμενο λαό.

Η φασιστική ακροδεξιά είναι σε θέση να αποκόψει κρίσιμες περιοχές και ηλικιακές κατηγορίες από την Αριστερά. Ο δομικός της ρόλος μέσα στην κρίση είναι η εκ νέου ένταξη των στρωμάτων που δεν μπορούν οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις να ενσωματώσουν, σε ένα σχέδιο που, όσο αποκρουστικό και αν είναι, δεν διαρρηγνύει, σε πρώτο τουλάχιστον χρόνο, τις βασικές συστημικές συντεταγμένες (σχέση αντίθεσης/συμπλήρωσης).

Η φασιστική ακροδεξιά δραστηριοποιείται σε υποβαθμισμένες γειτονιές, σχολεία, γήπεδα και άλλα μέρη με υψηλή συγκέντρωση ανέργων, νέων και καταπιεσμένων. Στόχος της, η στρατολόγηση κρίσιμων πυρήνων, η διαμόρφωση ενός ικανού επιχειρησιακού σκέλους σε κάθε περιοχή και η επιβολή της σε αυτή μέσω του έμπρακτου βίαιου ελέγχου της. Μια δυναμική μειοψηφία, με την κάλυψη του κράτους και την άσκηση ωμής βίας, είναι σε θέση να ηγεμονεύσει σε μια περιοχή. Δεν την ενδιαφέρει η μαζικοποίησή της με κλασικούς όρους. Η φασιστική ιδεολογία δεν απαιτεί πλατιά λαϊκή και ενεργητική συμμετοχή, απαιτεί παθητική αποδοχή του στάτους κβο στην περιοχή και ευκαιριακή συμμετοχή στις μιλιταριστικές «επιχειρήσεις» της οργάνωσης, συμμετοχή που συρρικνώνεται στην εκτέλεση διαταγών. Αυτά τα χαρακτηριστικά (παθητική αποδοχή, υποταγή σε διαταγές κ.ο.κ.), αντί να αποτελούν στοιχεία που θα έπλητταν την οργάνωση, συνιστούν τα βασικά της πλεονεκτήματα: πολίτες χωρίς καμιά στρατηγική για το τι να κάνουν στη ζωή τους, έλκονται από τη μιλιταριστική κουλτούρα (δεν χρειάζεται να σκεφτείς, μόνο να στοιχηθείς) και τη φασιστική ρητορική («αποδιοπομπαίοι τράγοι» κ.ο.κ.).

Η αντιμετώπιση της ανόδου της φασιστικής ακροδεξιάς απαιτεί πολυεπίπεδη παρέμβαση. Κατά κύριο λόγο, σχετίζεται με την ικανότητα της Αριστεράς να οργανώσει την καθημερινότητα του λαού και να παράσχει ένα πολιτικό πρόταγμα που δίνει ελπίδα και προοπτική. Με άλλα λόγια, η επιτυχία της Αριστεράς στην οργάνωση του λαού στη μάχη του εναντίον των καταπιεστών του συνιστά τον βασικό τρόπο ανάσχεσης της φασιστικής ακροδεξιάς. Όπως γνωρίζουμε από την Ιστορία, η άνοδος του φασισμού σχετίζεται με την αποτυχία της Αριστεράς.

Η ανάπτυξη ζωντανών συλλογικοτήτων στις γειτονιές και τους εργασιακούς χώρους, που οργανώνουν την πάλη απέναντι στους πραγματικούς υπαίτιους της κρίσης, περιορίζουν de facto τον εκφασισμό. Αντίστοιχα, η ηγεμονία στην κεντρική πολιτική αντιπαράθεση με την κυβερνητική πολιτική σε συνδυασμό με την ανάδειξη ιδεολογικών στοιχείων (δημοκρατία έναντι αγοράς, κοινωνικοποιημένη παραγωγή έναντι ιδιωτικής επιχειρηματικότητας κ.ο.κ.) μπορούν να δώσουν αριστερό προσανατολισμό σε τμήματα του πληθυσμού που περιθωριοποιούνται, επαναπροσδιορίζονται και επιζητούν πιο θεμελιακές απαντήσεις σε υπαρξιακά ερωτήματα που τίθενται στο έδαφος της κρίσης. Μ’ αυτό τον τρόπο, περιορίζεται αντικειμενικά και ο ζωτικός χώρος για την ανάπτυξη της φασιστικής ακροδεξιάς.

Η ισχύς της φασιστικής ακροδεξιάς δεν είναι ούτε τα επιχειρήματα ούτε η πρότασή της. Η ισχύς της παράγεται από την κίβδηλη εικόνα ότι «δεν είναι σαν τους άλλους», ότι είναι σε θέση να συγκρουστεί. Το κύριο πλεονέκτημά της είναι η αίσθηση που φιλοτεχνεί μεθοδικά ότι διέπεται από έναν αρχαϊκό «ανδρισμό» (βίαιο, απρόβλεπτο, πέρα από τα κανονικά όρια), ο οποίος, ασυνείδητα, ελκύει και σαγηνεύει τους αδύναμους. Μεταδίδει μια σιγουριά, μια ασφάλεια, παίρνει τη θέση του προστάτη για έναν πληθυσμό που έχει παλινδρομήσει σε πρώιμες μορφές ύπαρξης και αποζητά όχι σεβασμό και αυτονομία, αλλά έναν απόλυτο (ανεξέλεγκτο, παντοδύναμο, σκληρό) προστάτη.

Πρέπει να της αφαιρέσουμε αυτή την αύρα. Βασικό όπλο εναντίον της είναι η ανάδειξη του βαθιά συστημικού της χαρακτήρα, η έμφαση στο ότι δεν είναι ριζοσπαστική, δεν έχει την τόλμη να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και κρύβεται πίσω από το χρώμα των μεταναστών, φοβάται να τα βάλει με τους πραγματικά ισχυρούς, ότι υπηρετεί αντικειμενικά και δουλικά τους δυνατούς (οι λέξεις-κλειδιά είναι αυτές που κλονίζουν τον «ανδρισμό» της). Ένας τρόπος να γίνει αυτό είναι μέσω της γελοιοποίησής τους: Τι θα έκανε ένας φασίστας την εποχή του Λεωνίδα; Αντί να πάει στις Θερμοπύλες, θα κυνηγούσε είλωτες στους δρόμους της Σπάρτης…

Να αναδείξουμε ότι η δράση της μπορεί να φαίνεται συγκρουσιακή, αλλά στην ουσία δεν θέλει να αλλάξει τίποτα από αυτά που διαλύουν την κοινωνία. Όχι μόνο δεν αλλάζει τίποτα, αλλά η ενίσχυσή της συνεχίζει και επιδεινώνει τη σημερινή κατάσταση, δεν την ανατρέπει.

 

Μια πλατιά νεολαιίστικη κουλτούρα του αντιφασισμού

Στις γειτονιές, τα σχολεία και τα γήπεδα πρέπει να αναπτυχθεί μια πλατιά αντιφασιστική κουλτούρα. Να βρούμε τους τρόπους ώστε να γίνει μόδα στους νέους ο αντιφασισμός. Κι αυτό απαιτεί επιδεξιότητα, πρέπει να συνδεθεί με το «τι είναι μαγκιά» στα σχολεία, στα γήπεδα, στις γειτονιές –παρεμβαίνοντας έμμεσα στο έδαφος των αρχαϊκών προτύπων στα οποία βασίζεται και ο φασισμός–, ώστε μαζικά η νεολαία να επιλέγει την αντιφασιστική στάση.

Σε αυτό το έδαφος μπορεί και πρέπει να αναπτυχθεί ένα πλατύ αντιφασιστικό μέτωπο που θα επιχειρήσει να εμπεδώσει την αντιφασιστική ηγεμονία σε εκείνες τις υποβαθμισμένες περιοχές που κατά τεκμήριο ευδοκιμεί ο εκφασισμός. Όμως, χωρίς τη μόδα του αντιφασισμού η κλασική αριστερή παρέμβαση δεν έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Τα παραδοσιακά πολιτικοκοινωνικά μέτωπα της Αριστεράς επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στις λογικές, νοητικές και ηθικές ποιότητες των ανθρώπων, όμως αυτές ακριβώς αναστέλλονται μέσα στην κρίση και δημιουργείται το έδαφος για τον εκφασισμό.

 

*Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 09/09/2012

Ψυχραιμία κύριε Σαμαρά, η υστεροφημία σας είναι εξασφαλισμένη

Ακούμε από τον Σαμαρά και άλλους ότι το βιοτικό επίπεδο που ισοπεδώνεται σήμερα θα αποκατασταθεί στο μέλλον αν γίνουμε ανταγωνιστικοί. Αποσιωπά το γεγονός ότι η απαίτηση για ανταγωνιστικότητα (την οποία ταυτίζει με το χαμηλό εργατικό κόστος) συνιστά μια διαχρονική κατάσταση. Η ανταγωνιστικότητα είναι σχετικό μέγεθος: πρέπει να είσαι ανταγωνιστικός σε σχέση με κάποιον άλλο. Άρα θα πιέζει για πάντα προς τα κάτω το βιοτικό επίπεδο, τόσο γιατί δημιουργεί μια κούρσα προς τα κάτω ανάμεσα στα συγκρινόμενα μέρη, αλλά και γιατί πάντα μπορείς να συγκριθείς με μια άλλη χώρα που βρίσκεται ακόμη χαμηλότερα.

Ο Σαμαράς λέει ότι η Αριστερά ευθύνεται για την προηγούμενη κατάσταση. Εδώ αξιοποιεί, ως καλός δημαγωγός, μια σύγχυση. Η προηγούμενη κατάσταση μπορεί να διακριθεί σχηματικά σε δύο μέρη: έναν κοινωνικό συσχετισμό που είχε καταφέρει να επιβάλλει στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα και μισθούς (πολύ χαμηλοί σε σχέση με τον τεράστιο πλούτο που παράχθηκε), στοιχειώδες κοινωνικό κράτος κ.ο.κ. Για αυτό όντως η Αριστερά έχει «ευθύνη». Η προηγούμενη κατάσταση περιελάμβανε επίσης εκτεταμένα πελατειακά δίκτυα, τρομακτική διαπλοκή με τους οικονομικά ισχυρούς, διαφθορά κ.ο.κ. Ενώ ο κ. Σαμαράς αλλά και άλλοι λένε ότι θα αλλάξουν τα κακώς κείμενα του παρελθόντος αποσιωπούν ότι εννοούν το πρώτο μέρος. Τα φαινόμενα διαπλοκής, διαφθοράς και πελατειακών σχέσεων όχι μόνο δεν πρόκειται να χτυπηθούν αλλά αντιθέτως ήδη θεσμοποιούνται και γιγαντώνονται όπως συμβαίνει σε κάθε χώρα που βυθίζεται στην παρακμή και την εξαθλίωση.

Ο Σαμαράς ενώ κατηγορεί την Αριστερά για το πρώτο μέρος δεν το λέει καθαρά αξιοποιώντας τη σύγχυση των δύο μερών. Όμως, η μόνη ελπίδα στο μέλλον να βελτιωθεί η κατάσταση του λαού είναι ακριβώς ένας κοινωνικός συσχετισμός που θα επιβάλλει αυτά που με μανία επιχειρούν οι μνημονιακοί αναμορφωτές να ξηλώσουν. Αυτό για το οποίο πραγματικά κατηγορεί την Αριστερά. Δεν φταίνε κ. Σαμαρά οι συλλογικές συμβάσεις και τα εργασιακά δικαιώματα για την κρίση. Φταίνε οι φίλοι του Χριστοφοράκου των οποίων ηγείστε, το πλιάτσικο στο δημόσιο χρήμα των εθνικών προμηθευτών και μεγαλοεργολάβων, η φοροασυλία των εφοπλιστών, η ασυδοσία των τραπεζιτών και άλλα πολλά που παραδόξως ξεχνάτε.

Ο Σαμαράς κόπτεται τελευταία και για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και της παράδοσης του τόπου. Τον ενημερώνουμε λοιπόν ότι αυτά κοστίζουν. Θέλουν δασκάλους, σχολεία, σεμινάρια σε δήμους και γειτονιές κοκ. Είναι διατεθειμένος να φορολογήσει τους πλούσιους ώστε να βρεθούν τα χρήματα για την ουσιαστική διατήρηση της ιστορικής μνήμης του λαού ή η μαγκιά του εξαντλείται σε εθνικές κορώνες υπέρ των παρελάσεων (πολύ ουσιαστικός τρόπος να μάθεις την ιστορία και την παράδοση…) και συκοφαντικές επιθέσεις στην Αριστερά;

Μα τι λέω; Εδώ το μαύρο μέτωπο στο οποίο φιλοδοξεί να ηγηθεί κόβει συντάξεις, δηλαδή τα φάρμακα και το φαγητό από τους γέρους και συντρίβει τις ζωές των νέων για να ικανοποιήσει τραπεζίτες, πιστωτές και άλλους οικονομικά ισχυρούς! Σιγά που θα ασχοληθεί με την ιστορία και την παράδοση. Δεν ενδιαφέρεται για τίποτα από αυτά, αυτά είναι σημαίες ευκαιρίας, «τζάμπα μαγκιές» με στόχο τον διχασμό του λαού, για να δημιουργηθούν εντυπώσεις μπας και ξεχαστεί ότι είναι ο θύτης του ελληνικού λαού.

Τα ίδια και με το θέμα των μεταναστών. Ενδιαφέρεται πραγματικά για το πρόβλημα; Με ένα ελάχιστο κλάσμα από τα λεφτά που έδωσε και δίνει σε τραπεζίτες και πλούσιους μπορεί να εξασφαλίσει προσωρινά αξιοπρεπή διαβίωση σε κατατρεγμένους μετανάστες και να επιτρέψει στους Έλληνες να διατηρήσουν την ανθρωπιά τους. Αλλά τι λέω πάλι. Να πάρει λεφτά από τους πλούσιους; Εδώ οι μισθοί εξαφανίζονται και αυτός περηφανεύεται ότι θα μειώσει και άλλο τη φορολογία στο μεγάλο κεφάλαιο! Ούτε για αυτό το θέμα ενδιαφέρεται πραγματικά. Αυτόν και τους άλλους σαν αυτόν τους συμφέρει να δημιουργούνται εκρηκτικές συνθήκες στις γειτονιές για να ενσταλάζουν το μίσος ανάμεσα στους φτωχούς, να τους αποκτηνώνουν, ώστε να μην στραφούν εναντίον τους, να τους δουν ακόμη και ως σωτήρες.

Όμως το μίσος το σπέρνουν στα δικά μας παιδιά, στις δικές μας γειτονιές και το μίσος καταστρέφει κυρίως αυτόν που το νιώθει. Στα παιδιά που δηλητηριάζουν με το μίσος εμείς θα είμαστε δίπλα για να βοηθήσουμε να γιατρευτεί και αυτή η πληγή, όπως και τόσες άλλες (παραβατικότητα, ναρκωτικά κ.ο.κ.) που γεννά η πολιτική τους στις ψυχές και στα σώματά τους. Αυτό σημαίνει να βάζεις τις ανάγκες του λαού πάνω από τα κέρδη των λίγων.

Ο Σαμαράς επιχειρεί να σπείρει το μίσος και εναντίον της Αριστεράς. Πραγματικά πιστεύει ότι μπορεί να πείσει ότι η αριστερά που με κόστος μάχεται απέναντι στους ισχυρούς για να μείνει όρθιος ο λαός στην επίθεση που του κάνουν, την ίδια ώρα για κάποιο μυστήριο λόγο στρέφεται εναντίον του; Και μάλιστα όταν αυτά τα λένε αυτοί που διαλύουν τον λαό με τέτοιο κυνισμό; Ψυχραιμία κ. Σαμαρά. Αν σπέρνετε το μίσος για το συμφέρον των ισχυρών εντάξει. Τη δουλειά σας κάνετε. Και ελπίζω για το καλό του ελληνικού λαού να αποτύχετε. Το μίσος δεν ωφέλησε κανένα λαό, ποτέ.

Αν το κάνετε όμως και από φιλοδοξία να γίνετε πρωθυπουργός ώστε να εξασφαλιστεί η υστεροφημία σας, σπεύδω να σας πω να μην ανησυχείτε, αυτή έχει ήδη εξασφαλιστεί. Το όνομά σας έχει ήδη γραφτεί με μεγάλα γράμματα στην ιστορία αυτής της χώρας. Μπορεί να είναι γραμμένο σε κάποιες από τις πιο μαύρες σελίδες της, αλλά τι να κάνετε. Κάτι είναι και αυτό.

 

*Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 18/03/2012