Tag Archives: ΣΥΡΙΖΑ

Μετασχηματισμοί της πολιτικής στις νέες συνθήκες: η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ

Άρθρο στα Τετράδια στο πλαίσιο του αφιερώματος: «Κριτική προσέγγιση της διαδρομής του ΣΥΡΙΖΑ. Από κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης σε κυβέρνηση της χώρας και μέχρι σήμερα» (φθινόπωρο 2016-τεύχος 66-67). 

1. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί γέννημα μιας περιόδου που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση των πρώτων ενδείξεων σοβαρής αποσταθεροποίησης της κοινωνικής και θεσμικής οργάνωσης των δυτικών κοινωνιών. Η “πρώτη ύλη” για το εν λόγω εγχείρημα προήλθε από τμήματα της αριστεράς που άνηκαν σε διάφορες “παραδόσεις” της, σύμφωνα με την καθιερωμένη ταξινόμηση ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων της αριστεράς του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε ένα πρωτότυπο εγχείρημα πολιτικής ενότητας αριστερών οργανώσεων και συλλογικοτήτων σε μια χώρα όπου η πολιτική αριστερά κατάφερε να επιβιώσει από τον σαρωτικό αντίκτυπο των ραγδαίων ιδεολογικο-κοινωνικών μετατοπίσεων που προκάλεσε η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και η ραγδαία ανάδυση του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος σε παγκόσμια κλίμακα.

Ο βασικός ισχυρισμός του κειμένου είναι ότι η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κατανοηθεί μέσα από το πρίσμα της ασυγχρονίας δύο διαδικασιών μετασχηματισμού. Από τη μια, τμήματα της εναπομείνασας πολιτικής αριστεράς στην Ελλάδα αλλά και ο κόσμος της αριστεράς που συμμετείχε στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ έδειξαν ικανότητα προσαρμογής στις νέες συνθήκες όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά το τέλος ενός μεγάλου ιστορικού κύκλου. Από την άλλη, η μετέπειτα πορεία του – όπως αυτή δρομολογήθηκε μέτα το ξέσπασμα της κρίσης, την αγριότητα της πολιτικής που την συνόδευσε, τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις και την πολιτική ανατροπή με επίκεντρο τον ΣΥΡΙΖΑ – έδειξε ότι η ταχύτητα προσαρμογής της παραδοσιακής αριστεράς στις νέες συνθήκες δεν μπορέσε να παρακολουθήσει τις καταιγιστικές αλλαγές και την όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού.

Ως εκ τούτου, από τη στιγμή της ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση εμφανίζεται μια επιταχυνόμενη τάση αναστροφής των διαδικασιών μετασχηματισμού και προσαρμογής στις νέες συνθήκες και ισχυροποίησης παρωχημένων πολιτικών νοοτροπιών και σχημάτων ανάλυσης που σήμερα εκβάλουν στην αναπαραγωγή είτε συστημικών στερεοτύπων και αφελών προσδοκιών, είτε ασύμβατων με τα νέα δεδομένα παραδοσιακών μεθοδολογιών κινητοποίησης κι οργάνωσης. Και επειδή διανύουμε μια περίοδο ραγδαίων ανακατατάξεων και βαρβαρότητας, η αδυναμία προσαρμογής τροχιοδρόμησε για τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ μια πορεία άρσης θεμελιακών αριστερών παραδοχών, ενώ η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για την εμβάθυνση του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού μοιραία εμβαθύνει την κοινωνική, θεσμική και πολιτική παρακμή.

2. Με την αυγή της νέας χιλιετίας, οι σύγχρονες κοινωνίες βρέθηκαν σε ένα περιβάλλον όπου τα δομικά αδιέξοδα διογκώνονταν υπόκωφα και η στρατηγική των ελίτ επικέντρωνε ουσιαστικά ανενόχλητη στην ανάπτυξη μιας θεσμικής και οικονομικής αρχιτεκτονικής που ακύρωνε τις δημοκρατικές πτυχές της μεταπολεμικής κοινωνικής διευθέτησης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι δυνάμεις που συγκρότησαν τον ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησαν να αναπτύξουν νέες ποιότητες και να διευρύνουν τους ορίζοντες σκέψης και δράσης ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν – πρακτικά και στρατηγικά – στις ασφυκτικές συνθήκες. Έγιναν πιο ευαίσθητες στην κοινωνική ανησυχία που αναδυόταν με αταξινόμητες μορφές και συμμετείχαν ενεργά και με ανοικτό πνεύμα σε κινηματικές και άλλες διεργασίες που υπερέβαιναν σε κάποιο βαθμό την παραδοσιακή μεθοδολογία κινητοποίησης σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Επίσης, τα θραύσματα της πολιτικής αριστεράς βρέθηκαν πολύ γρήγορα να υπερασπίζονται μόνα τους ευρύτερες αξίες αρνούμενες να αποδεχθούν την απαξίωσή τους και τον διαρκώς διευρυνόμενο κυνισμό από τη μεριά των ισχυρών πολιτικών παρατάξεων.

Η διάθεση και ικανότητα προσαρμογής σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο, ασφυκτικό, ασταθές και αχαρτογράφητο περιβάλλον κατέστησε τον ΣΥΡΙΖΑ έναν ιδιόμορφο πολιτικό χώρο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μεν ένα κόμμα της αριστεράς αλλά ανέπτυσσε ιδιαίτερες σχέσεις – τόσο σε επίπεδο πολιτικής επικοινωνίας όσο και κινηματικής μεθοδολογίας – με τους πολίτες και τα κινήματα. Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέπτυξε την ικανότητα παρέμβασης στις πολιτικές εξελίξεις κατά τρόπο που υπερέβαινε την κοινοβουλευτική του δύναμη, καθιστώντας την πολιτική εκπροσώπηση λειτουργική και χρήσιμη στους πολίτες και τα κινήματα, σε αντιδιαστολή με την γενική τάση απαξίωσης της πολιτικής και της αποξένωσης του πολιτικού συστήματος από τους πολίτες.

3. Η επιτάχυνση των εξελίξεων από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης – με την Ελλάδα να βρίσκεται στο επίκεντρο της Ευρωπαϊκής εκδοχής της – έθεσε τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη γραμμή μιας πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης με παγκόσμιες προεκτάσεις. Μια σύγκρουση η οποία πήρε καθολικά χαρακτηριστικά καθώς ο λαός1 αντιστάθηκε αξιοποιώντας ό,τι μέσα είχε στη διάθεσή του: απεργιακά κύματα και κινήματα αντίστασης αναπτύχθηκαν εναντίον όλων των πτυχών της εφαρμοζόμενης πολιτικής, μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις απέκτησαν πανελλαδική εμβέλεια, δίκτυα αλληλεγγύης και εγχειρήματα αυτοοργάνωσης της κοινωνικής αναπαραγωγής ξεφύτρωσαν σε όλες τις γωνιές της χώρας κοκ. Αλλά και στο πολιτικό επίπεδο, ο ελληνικός λαός προκάλεσε έναν πολιτικό σεισμό καθώς απαγκιστρώθηκε από τα κυριάρχα πολιτικά κόμματα και στράφηκε σε μια ιδιόμορφη πολιτική δύναμη που από καιρό είχε δώσει δείγματα γραφής μιας διαφορετικής νοοτροπίας, η οποία επιβεβαιωνόταν από τη στάση της κατά την ανάπτυξη των αγώνων της μνημονιακής περιόδου.

Στις εκλογές του Μαϊου του 2012 ο ελληνικός λαός αξιοποίησε την πολιτική δύναμη που έδειχνε να διαθέτει τη μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής στο νέο πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης, το κόμμα που είχε την ικανότητα να συντονίζεται καλύτερα με τις νέες συνθήκες και κοινωνικές συμπεριφορές, αλλά και τον πολιτικό χώρο εκείνο που είχε το σθένος να αναλάβει να παίξει τον ρόλο του πολιτικού εκφραστή των αναγκών σε μια επικίνδυνη και δύσβατη περίοδο. Όμως πολύ γρήγορα, αμέσως μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνει χώρα ένα πολύ ιδιαίτερο φαινόμενο που αξίζει πολύπλευρης μελέτης.

Μέχρι εκείνη την φάση μπορούμε να εντοπίσουμε μια δυναμική ένταση ανάμεσα στην τάση μετασχηματισμού και προσαρμογής στις νέες συνθήκες του οξυμένου και πολλαπλά διαφοροποιημένου πολιτικού και κοινωνικού ανταγωνισμού που αναφέραμε παραπάνω και την εμμονή σε παγιωμένες νοοτροπίες και πρακτικές που δεν συμβάδιζαν με τα νέα δεδομένα. Πρόκειται για μια δυναμική ένταση ανάμεσα στη διάθεση αναβάθμισης και επικαιροποίησης μεθοδολογιών και οργανωσιακών αρχών που προέκυπτε από τη βιωμένη αδυναμία των κομματικών δυνάμεων για αποτελεσμαστική δουλειά σε κινηματικό και κοινωνικό επίπεδο με παραδοσιακά μέσα – ιδιαίτερα σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού – και την αδρανειακή προσκόλληση σε παραδοσιακά κομματικά σχήματα και νόρμες ενός δυσκίνητου, γραφειοκρατικού οργανισμού. Μια δυναμική ένταση η οποία είναι φυσιολογική και χαρακτηρίζει κάθε προσπάθεια μετασχηματισμού και αλλαγής πολυπληθών και πολυπλόκαμων θεσμών και οργανισμών όπως ένα κόμμα.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτή η δυναμική ένταση δεν ευθυγραμμιζόταν με τις διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, διαπερνούσε οριζόντια όλες τις πτέρυγές του και δεν αποτέλεσε αντικείμενο επικέντρωσης της επίσημης εσωκομματικής συζήτησης. Ωστόσο, από την οπτική γωνία που μας ενδιαφέρει εδώ – την κατανόηση της εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τις επιχειρησιακές απαιτήσεις και την κατάλληλη πολιτική μεθοδολογία στις νέες συνθήκες πολιτικο/κοινωνικού ανταγωνισμού – η εν λόγω ένταση αποτελούσε το καθοριστικό στοιχείο της φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ εκείνης της περιόδου. Ήταν εκείνο το στοιχείο που παρήγαγε θετικά πολιτικά και κινηματικά αποτελέσματα και αναδείκνυε τη δυνατότητα του ιδιόμορφου αυτού μορφώματος να αποτελέσει μια σύγχρονη πολιτική δύναμη στο πλευρό των λαϊκών στρωμάτων και στην υπηρεσία θεμελιακών αξιών σε μια περίοδο ολικών κινδύνων και απειλών. Όμως η πορεία των πραγμάτων έδειξε ότι η εν λόγω δυνατότητα δεν έμελλε να γίνει πραγματικότητα.

4. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 και την αναγόρευση του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση και συνεπώς σε δυνητική κυβερνητική δύναμη, στη δυναμική ένταση που περιγράψαμε παραπάνω προστέθηκε μια καθοριστική συνιστώσα που έγειρε ταχύτατα την πλάστιγγα προς την πλευρά των καθιερωμένων νοοτροπίων και μεθοδολογιών: η τάση ευθυγράμμισης με τις νόρμες και τα χαρακτηριστικά της κρατικής εξουσίας του κομματικού οργανισμού και του πολιτικού του προσωπικού. Πρόκειται για μια εκπληκτικά ισχυρή “ελκτική δύναμη” που τροποποίησε δραστικά και σε σχετικά ελάχιστο χρόνο πρακτικές, διαδικασίες, συμπεριφορές, προτεραιότητες, πολιτικές και οργανωσιακές γεωμετρίες, μετασχηματίζοντας εντυπωσιακά έναν απομακρυσμένο ως τότε από την εξουσία κομματικό οργανισμό – που με εντάσεις επιχειρούσε να διερευνήσει νέες μεθολογίες κινητοποίησης και οργάνωσης – ώστε να είναι συμβατός με την κρατική συνδεσμολογία ισχύος και εξουσίας, αλλά και την πολιτική στρατηγική που τη διαπερνά και την οργανώνει στις νέες συνθήκες.

Η μετασχηματιστική δυναμική της προοπτικής της κυβερνητικής εξουσίας δεν γέννησε και επέβαλλε καινοφανείς νοοτροπίες, πρακτικές και συμπεριφορές. Αναζωογόννησε και αναβάθμισε (και αντίστοιχα συρρίκνωσε και έθεσε στο περιθώριο) στοιχεία που ενυπάρχουν σε κόμματα, θεσμούς και οργανισμούς που αποτελούν εκ των πραγμάτων τμήμα του κράτους με την ευρεία έννοια του όρου. Ποια στοιχεία όμως ήταν αυτά που ενισχύθηκαν και ποια αυτά που συρρικνώθηκαν; Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε:

– αποδιαρθρώθηκαν οι συλλογικές διαδικασίες και ενισχύθηκαν οι ατομικές ή ομαδικές στρατηγικές ακόμη και στο εσωτερικό των πολιτικών πτερύγων.

– υποχώρησαν ο επιτελικός προγραμματισμός και σχεδιασμός και οι “τόποι” της σχετικής διαβούλευσης και ενισχύθηκαν η διαμερισματοποίηση, οι επιπόλαιοι και επιφανειακοί πολιτικοί χειρισμοί, η μιντιακή κουλτούρα και χρονικότητα στην οργάνωση της πολιτικής κοκ.

– αποδιαρθρώθηκε η επικοινωνία ανάμεσα στα μέρη του κομματικού οργανισμού και η μεταφορά της πληροφορίας και ενισχύθηκε η δημιουργία πολλών κέντρων, τα οποία βαθμιάια απομονώνονταν και ανέπτυσσαν ανταγωνιστικές τάσεις.

– υποτιμήθηκε η λειτουργική διάταξη των δυνάμεων στη βάση ενός συνολικού σχεδίου και ενισχύθηκε η ανάπτυξη προσωπικών φιλοδοξιών, σχετικών τακτικών και μια κουλτούρα συγκρότησης ηγεσίας και ηγετικής λειτουργίας σε όλα τα επίπεδα του κόμματος στη βάση της διευθέτησης των επιμέρους επιδιώξεων2.

Αυτές είναι μόνο κάποιες πτυχές από τις πάρα πολλές που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και οι οποίες αναδεικνύουν την κατεύθυνση του μετασχηματισμού. Ο εν λόγω μετασχηματισμός δεν ταυτίζεται με τον προγραμματικό/πολιτικό άξονα αριστερά-δεξιά αναφορικά πχ με τις κοινωνικές προτεραιότητες εκπροσώπησης κοκ. Αν και συνδέεται πολλαπλώς με τη μετατόπιση του πολιτικού προσανατολισμού που λάμβανε χώρα την ίδια περίοδο, ωστόσο δεν ταυτίζεται με αυτόν. Πρόκειται για οργανωσιακές και επιχειρησιακές πτυχές που θα ήταν απαραίτητες για την προώθηση πολιτικών που υπερβαίνουν την αριστερά. Πρόκειται για τις αναγκαίες (αλλά όχι ικανές) συνθήκες για την αποτελεσματικότητα μιας πολιτικής δύναμης που επιχειρεί να τροποποιήσει τις εγκαθιδρυμένες νεοφιλελεύθερες νόρμες και θεσμίσεις και να ανοίξει χώρο για μια διαφορετική πολιτική ακόμη και συστημικού χαρακτήρα. Η αδυναμία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να εφαρμόσει έστω κάποια συστημικού χαρακτήρα διαφορετική εκδοχή οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής – πχ σε πεδία εκτός της μνημονιακής επίτηρησης ή κάτω απο τα ραντάρ της – οφείλεται στο γεγονός ότι δεν διέθετε μια μεθοδολογία άσκησης πολιτικής που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει νοοτροπίες και παγιωμένες πρακτικές στον κρατικό μηχανισμό.

Πού όμως οφείλεται η συγκεκριμένη φορά του μετασχηματισμού; Ο εν λόγω μετασχηματισμός αντανακλά τον μετασχηματισμό που έχει υποστεί το κράτος και οι θεσμοί της πολιτικής εξουσίας στο σημερινό πλαίσιο του θεσμοποιημένου νεοφιλελευθερισμού. Μια θεσμοποίηση που είχε ως αποτέλεσμα τον μετασχηματισμό των λειτουργιών του κράτους αλλά και τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της πολιτικής εξουσίας σε Ευρωπαϊκούς θεσμούς οι οποίοι είναι σχεδιασμένοι έτσι ώστε να είναι εκτός της εμβέλειας των πολιτών. Οι ποιότητες και τα χαρακτηριστικά που υποχώρησαν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο πριν από την ανάληψη της διακυβέρνησης είναι εκείνα που έχουν υποχωρήσει στο επίπεδο της κρατικής εξουσίας τις τελευταίες δεκαετίες. Αντιστοίχως, τα στοιχεία που ενισχύθηκαν είναι εκείνα που χαρακτηρίζουν την αποδιάρθρωση και τη βαθμιαία παρακμή των κρατικών λειτουργιών στο ίδιο χρονικό διάστημα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ως κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης διερευνούσε παρά τις δυσκολίες διαφορετικούς τρόπους ανασύστασης της πολιτικής λειτουργίας, ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις αναβαθμισμένες απαιτήσεις που έθετε η επικείμενη εμπλοκή με την πολιτικη εξουσία και τις λειτουργίες ενός κράτους που έχει υποστεί επιχειρησιακό ακρωτηριασμό και οργανωσιακή αποδυνάμωση κατά τα πρότυπα της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για τον ρόλο και τη φυσιογνωμία του κράτους3. Απέναντι σε αυτή την αναμενόμενη εξέλιξη, ο ΣΥΡΙΖΑ ως συλλογικός οργανισμός εμφανίστηκε ανίκανος να αντιπαραθέσει μια μετασχηματιστική στρατηγική σε πολλά επίπεδα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το χειρότερο είναι ότι δεν επιχειρήθηκε καν, καθώς δεν έγινε αντιληπτό το πραγματικό πεδίο αντιπαράθεσης. Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη τον αντίστροφο μετασχηματισμό αφού δεν υπήρχαν – ή ήταν πολύ αδύναμες – αντισταθμιστικές ενέργειες που θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν τη δυναμική ισορροπία αυτών των τάσεων στο εσωτερικό του. Αν συνυπολογίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από ρεύματα της αριστεράς που δεν απέρριπταν την ανάληψη της πολιτικης εξουσίας ως τμήμα της στρατηγικής τους, τότε γίνεται προφανές πόσο παρωχημένη και ασύμβατη με τη σημερινή πραγματικότητα είναι η ανάλυση περί πολιτικής εξουσίας της παραδοσιακής αριστεράς.

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η ασθενής αλλά παρούσα τάση προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ στις νέες συνθήκες πριν γίνει αξιωματική αντιπολίτευση – αυτή που του έδωσε τη δυνατότητα να ανανεώσει την πολιτική λειτουργία, να τον καταστήσει πιο ανοικτό στις κοινωνικές διεργασίες και τελικά να αποτελέσει το όχημα μιας πολιτικής ανατροπής – αποδείχθηκε εξαιρετικά αδύναμη ώστε να αντέξει στις αναβαθμισμένες απαιτήσεις της περιόδου 2012-2014. Χωρίς να έχει αναπτύξει επαρκώς εκείνες τις επιχειρησιακές ποιότητες και νοοτροπίες που θα τον καθιστούσαν μια στιβαρή πολιτική δύναμη ικανή να ανταποκριθεί στην αναβάθμιση του κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού που τον έθετε σε τροχιά εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ τέθηκε σε μια πορεία μετασχηματισμού. Από μετασχηματιστικό παράγοντα προς μια διαφορετική κατεύθυνση λόγω της ανισχυμένης θέσης του στο πολιτικό σκηνικό, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ο ίδιος αντικείμενο μετασχηματισμού.

5. Επιπρόσθετα, ζούμε σε μια περίοδο όπου τεκτονικές αλλαγές λαμβάνουν χώρα σε πάρα πολλά επίπεδα. Η οικονομική κρίση είναι ένα σύμπτωμα μιας βαθύτερης παρακμής και λαμβάνει χώρα σε ένα περιβάλλον ευρύτερης πολυπαραγοντικής αποσταθεροποίησης των σύγχρονων κοινωνιών. Η επιτάχυνση σε πολλά επίπεδα (νέες τεχνολογίες4, περιβαλλοντική αποσταθεροποίηση5, εξάντληση φυσικών πόρων, αναδιάταξη της γεωπολιτικής συνδεσμολογίας ισχύος κοκ) μετασχηματίζει τον παραδιασιακό τρόπο κατανόησης σε τι είδους κοινωνικό και πολιτικό ανταγωνισμό έχουμε εμπλακεί ως λαοί και κοινωνίες. Η αποδιάρθρωση της Ευρώπης και η άνοδος των εθνικιστικών και φασιστικών τάσεων, αλλά και η διάλυση και η υποτροπή κρατικών δομών στη νοτιοανατολική μεσογειακή λεκάνη θέτουν καθήκοντα και απαιτήσεις που υπερβαίνουν όσα θεωρούσαμε δεδομένα 10 χρόνια πριν. Η επιτάχυνση των εξελίξεων έχει οδηγήσει τις ελίτ στην υιοθέτηση μιας καταστροφικής στρατηγικής: οι ελίτ έχουν σήμερα την ιστορική αξίωση να κλείσει ένας μεγαλύτερος κύκλος που ξεκίνησε με την είσοδο των λαών στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι πριν από 2,5 αιώνες. Η αριστερά, αν θέλει να είναι σχετική με την περίοδο, πρέπει να αρθεί στρατηγικά στο ίδιο ύψος και να εκπονήσει μια ανάλογη στρατηγική για τις κοινωνίες προς μια χειραφετητική κατεύθυνση.

Έχουμε εισέλθει σε μια μεταβατική περίοδο μεγάλων απειλών αλλά και δυνατοτήτων. Δεν θα επεκταθούμε εδω περισσότερο στην ψηλάφιση των τεκτονικών αλλαγών που συμβαίνουν γύρω μας, αλλά αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τις ευρύτερες αλλαγές, να αξιοποιήσει τις δυνατότητες της περιόδου στην πορεία προς την εξουσία μεταβάλλοντας θετικά το ευρύτερο ασφυκτικό πλαίσιο και να αποτελέσει μια δύναμη που απευθύνεται σε μια κοινωνία που συναισθάνεται τους υπαρξιακούς κινδύνους με το απαραίτητο αξιακό και συναισθηματικό βάθος. Όμως μια δύναμη που φιλοδοξεί να είναι φορέας κοινωνικής αλλαγής δεν μπορεί να αγνοεί τις κοινωνικές αλλαγές που είναι σε εξέλιξη ούτε να είναι αδιάφορη ή εχθρική στις δυνατότητες που αναβλύζουν από την ανθρώπινη δραστηριότητα σε πολλούς τομείς σήμερα.

6. Μέχρι την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, η ελληνική κοινωνία διέθετε έναν πολιτικό παράγοντα εξομάλυνσης και συνοχής παρά την καταστροφή που βρισκόταν σε εξέλιξη. Η μη συμμόρφωση μιας δημοκρατικής πολιτικής δύναμης με τον κυνισμό και τον πολυδιάστατο αποκλεισμό που κλονίζει την κοινωνική συνοχή σε βαθύτερο επίπεδο λειτουργούσε ανασχετικά σε αυτό τον κλονισμό. Το κοινωνικό τίμημα της ένταξης του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό προσωπικό που δεν έχει “αυταπάτες” – πέρα από τη συνέχεια μιας πολιτικής που βαθαίνει την κοινωνική παρακμή και οικονομική δυσπραγία – είναι η στέρηση από την κοινωνία κάποιου πολιτικού στηρίγματος που διέπεται από ορθολογισμό και ευαισθησία. Η αδυναμία πλέον πολιτικής εκπροσώπησης της μη συμμόρφωσης με τις τοξικές συνθήκες διαβίωσης και την έλλειψη προοπτικής – λειτουργία που επιτελούσε ο ΣΥΡΙΖΑ συμβάλλοντας στην ανάσχεση της παρακμής όπως είπαμε – διοχετεύει (αυτο)καταστροφικές τάσεις στις διαπροσωπικές σχέσεις ενισχύοντας την υπόκωφη κοινωνική βία και απειλώντας την κοινωνική συνοχή με τη βαθύτερη έννοια του όρου.

Ως εκ τούτου έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου πλέον η παρακμή υπερβαίνει την πολιτική μας φαντασία. Απέναντι σε μια πολύ επικίνδυνη περίοδο οι δυνάμεις της χειραφέτησης εισέρχονται αποδεκατισμένες και αποσυσπειρωμένες αλλά με ένα πλεονέκτημα. Δεν μπορούν πλέον να εγκλωβιστούν σε παρωχημένα σχήματα και νοοτροπίες. Και αυτό δεν είναι λίγο καθώς ανοίγει το βλέμμα και την προοπτική να αξιοποιήσουμε δυνατότητες και εργαλεία που δεν μπορούσαμε μέχρι τώρα. Βεβαίως, η κατάσταση θα ήταν πολύ διαφορετική αν ο ΣΥΡΙΖΑ στην πλειοψηφία του είχε παραμείνει πιστός στη μη συμμόρφωση με τη στρατηγική που εμβαθύνει την κοινωνική παρακμή και εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους. Η ύπαρξη ενός μαζικού, πανελλαδικού φορέα που θα επέλεγε να απεγκλωβιστεί από μια καταστροφική πολιτική στρατηγική και ο οποίος θα έστρεφε το σύνολο των δυνάμεών του στο κοινωνικό πεδίο, ώστε από κοινού με τους πολίτες να διερευνήσει όλα όσα δεν κατάφερε την περίοδο 2012-1014, θα δημιουργούσε άλλα δεδομένα στην ελληνική κοινωνία και θα εξέπεμπε ένα σήμα για έγκαιρη τροποποίηση της στρατηγικής στις δυνάμεις της αριστεράς σε όλη την Ευρώπη.

Μια τέτοια επιλογή θα είχε πολιτικό κόστος βραχυπρόσθεσμα σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού, αλλά την ίδια στιγμή θα μπλόκαρε την υλοποίηση της πολιτικής που σήμερα μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κάνει πραγματικότητα. Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ θα εμπέδωνε την κοινωνική του εξουσία στις φτωχές και υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας. Με αυτό τον τρόπο θα εξαφάνιζε την επιρροή ακροδεξιών και εθνικιστικών αντιλήψεων στο τμήμα του πληθυσμού που είναι περισσότερο χτυπημένο από την κρίση και θα διέθετε πραγματικά κοινωνικά εργαστήρια για τη γιγάντωση θεσμίσεων και δικτύων αυτο-οργάνωσης που θα μπορούσαν να στηρίξουν ουσιαστικά την πολιτική του παρουσία και δύναμη σε ένα τοξικό πολιτικό περιβάλλον.

Αντιθέτως, σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ εμβαθύνοντας την πολιτική που αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο την κοινωνία απομακρύνεται από τα λαϊκά στρώματα τα οποία είναι πλέον ανοχύρωτα μπροστά στη ρητορική και πρακτική της ακροδεξιάς, ενώ τα μεσαία στρώματα που θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος των “ταξικών”6 επιλογών μια κυβέρνησης με αναφορά στην αριστερά πολύ σύντομα θα αποσύρουν την όποια στήριξή τους στην κυβέρνηση. Πρόκειται για μια στρατηγική χωρίς πολιτική βιωσιμότητα με τεράστιες συνέπειες για την κοινωνία κυρίως υπό το πρίσμα της έλλειψης ένος πανελλαδικού, συλλογικού αναχώματος με ισχυρές συνδέσεις με τις λαϊκές τάξεις που θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρό εργαλείο στην επικίνδυνη φάση που έχουμε μπει.

7. Όπως όμως και να ήρθαν τα πράγματα, οι απαιτήσεις δεν αλλάζουν επειδή έχουμε βρεθεί σε δυσχερέστερη υποκειμενική θέση σήμερα. Οι δυνάμεις που διαθέτει η ελληνική κοινωνία για την επιβίωση και προστασία της είναι μεγάλες αρκεί να μάθουμε από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και να είμαστε επινοητικοί/ες και τολμηροί/ες την επόμενη περίοδο. Και κυρίως να είμαστε ικανοί/ες να αντιληφθούμε τις δυνατότητες που υπάρχουν γύρω μας και να συμβάλουμε ώστε να τεθούν σε κίνηση οι διεργασίες που είναι συμβατές με τη μεταβατική ιστορική φάση στην οποία έχουμε ήδη εισέλθει.

1 Παρά τη νωθρότητα που εμφάνισε η ελληνική κοινωνία τα προηγούμενα χρόνια όπως όλες οι κοινωνίες που αφέθηκαν στην “αγκαλιά” του περίφημου “τέλους της ιστορίας”.

2 Όπως είναι προφανές σε όσους και όσες έζησαν τις κομματικές διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ πριν από την περίοδο που συζητάμε, οι συλλογικές διαδικασίες και οι επιχειρησιακές λειτουργίες έπασχαν σοβαρά και από πριν. Ωστόσο, την περίοδο για την οποία συζητάμε εμφανίζεται μια ραγδαία επιδείνωση.

3Πέρα από τον νεοφιλελεύθερο μετασχηματισμό του κράτους υπάρχει πάντα και το διακύβευμα της αποτελεσματικής εμπλοκής με τη γραφειοκρατική νοοτροπία και πρακτική που χαρακτηρίζει τις κρατικές λειτουργίες. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αποσυνδέσουμε τα δύο αυτά μέτωπα, καθώς παρά τη σχετική της αυτονομία η κρατική γραφειοκρατία δεν είναι ουδέτερη ως προς τα οργανωσιακά της χαρακτηριστικά, τις στοχεύσεις και τα αποτελέσματά της. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέπτυξε κάποια μεθοδολογία ή επιχειρησιακούς “κανόνες εμπλοκής” ούτε με την “παραδοσιακή” κρατική γραφειοκρατία.

4Ακροθιγώς και ενδεικτικά να αναφέρουμε α) το νέο κύμα τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας (και τις αλλαγές που παράγουν στη διάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων και θεσμίσεων), β) τις τεράστιες ποσότητες ψηφιακών δεδομένων (και τις αλλαγές που ήδη φέρνουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ανθρώπινης δραστηριότητας) και γ) την ωρίμανση τεχνολογιών αυτοματοποίησης (που αναμένεται να διαρρήξουν παγιωμένες νόρμες οργάνωσης των κοινωνιών και της παραγωγής).

5Ενδεικτικά να αναφέρουμε την κλιματική αλλαγή που πλέον έχει επιταχυνθεί συμβάλλοντας αποφασιστικά στην πυροδότηση μεγαφαινομένων όπως μεταναστευτικά ρεύματα και πόλεμοι (πχ η ξηρασία στη Συρία αποτέλεσε έναν υπόγειο παράγοντα που κατέστησε ασφυκτική τη ζωή σε έναν κόμβο γεωπολιτικής έντασης, επιτείνοντας εντάσεις και αδιέξοδα).

6Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτό που εμφανίζεται ως “ταξική” πολιτική υπέρ των πιο αδύναμων στρωμάτων επειδή τα βάρη μεταβιβάζονται σε αυτούς που δεν έχουν ακόμη φτωχοποιηθεί (με αποτέλεσμα και τη δική τους κατάρρευση) δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως πολιτική υπέρ των φτωχών. Αν το αποτέλεσμα δεν είναι η άρση των συνθηκών φτώχειας τους αλλά μόνο η μη περαιτέρω επιβάρυνσή τους τότε σε συνδυασμό με την φτωχοποίηση τμημάτων που δεν είχαν φτωχοποιηθεί, μάλλον πρέπει να μιλάμε για διεύρυνση της φτώχειας παρά για “ταξική” πολιτική υπέρ των φτωχών.

Καλοκαίρι 2015: Τέσσερις τοποθετήσεις και δημόσιες δηλώσεις

Στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ στις 24 Μαΐου 2015 κατέθεσα τις παρακάτω τροπολογίες. 

«Η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ απέρριψε τρείς ακόμη τροπολογίες που κατέθεσε ο Ανδρέας Καρίτζης σε ό,τι αφορά τη διαρκή ετοιμότητα του κόμματος και της Κ.Ε. ειδικότερα, την αποχώρηση της κυβέρνησης από το Brussels Group, ώστε να γίνει διαπραγμάτευση σε πολιτικό επίπεδο και την τεχνική προετοιμασία για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος.

Με την πρώτη τροπολογία ο κ. Καρίτζης πρότεινε να τεθεί σε κατάσταση διαρκούς συνεδρίασης η Κ.Ε. λόγω της κρισιμότητας των εξελίξεων.

Με τη δεύτερη τροπολογία ο κ. Καρίτζης , εκτιμούσε ότι η διαπραγμάτευση σε τεχνικό επίπεδο έχει ολοκληρωθεί και ότι η κυβέρνηση εξάντλησε όλες τις δυνατότητές της για να επιτευχθεί αμοιβαία επωφελής συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο, κάτι που δεν έκαναν οι πιστωτές. Πρόταση του κ. Καρίτζη προς την κυβέρνηση ήταν να επικεντρώσει και να εντείνει τη διαπραγμάτευση σε υψηλό πολιτικό επίπεδο, θεωρώντας περαιωμένες τις εργασίες σε επίπεδο Brussels Group.

Με την τρίτη τροπολογία, ο κ. Καρίτζης αφού επισήμανε την ανάγκη να υπάρξει πλήρης εγρήγορση της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας , καλούσε την κυβέρνηση να ενεργοποιήσει τις διαδικασίες για την τεχνική προετοιμασία του κράτους για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, ώστε να είναι σε πλήρη ετοιμότητα στην περίπτωση που κριθεί αναγκαία η διεξαγωγή του.»

(τμήμα σχετικού ρεπορτάζ του ΑΜΠΕ)

***********

Στις 15 Ιουλίου 2015 συνυπέγραψα μαζί με άλλα 108 μέλη της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ δημόσια δήλωση με το παρακάτω περιεχόμενο. 

Δήλωση 109 (επί συνόλου) 201 μελών της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ:

«Στις 12 Ιουλίου συντελέστηκε στις Βρυξέλλες ένα πραξικόπημα που απέδειξε ότι στόχος των ευρωπαϊκών ηγεσιών ήταν η παραδειγματική εξόντωση ενός λαού που οραματίστηκε ότι μπορεί να ακολουθηθεί ένας άλλος δρόμος πέραν και έξω από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της ακραίας λιτότητας. Ένα πραξικόπημα που στρέφεται ευθέως εναντίον κάθε έννοιας δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας.

Η συμφωνία με τους “θεσμούς” ήταν αποτέλεσμα απειλών άμεσου οικονομικού στραγγαλισμού και συνιστά ένα νέο μνημόνιο με επαχθέστατους και ταπεινωτικούς όρους επιτήρησης, καταστροφικό για τον τόπο και το λαό μας.

Αντιλαμβανόμαστε τις ασφυκτικές πιέσεις που ασκήθηκαν στην ελληνική πλευρά, παρά ταύτα θεωρούμε ότι το παλλαϊκό περήφανο ΟΧΙ στο δημοψήφισμα δεν επιτρέπει στην κυβέρνηση να υποκύψει στα εκβιαστικά τελεσίγραφα των δανειστών.

Η συμφωνία αυτή δεν είναι συμβατή με τις ιδέες και τις αρχές της αριστεράς, κυρίως, όμως, με τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων. Η πρόταση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από τον κόσμο και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.

Ζητάμε την άμεση σύγκληση της Κεντρικής Επιτροπής και καλούμε τα μέλη, τα στελέχη και τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να περιφρουρήσουν την ενότητα του κόμματος, στη βάση των συνεδριακών αποφάσεων και των προγραμματικών μας δεσμεύσεων»

***********

Στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ στις 31 Ιουλίου 2015 πέντε μέλη της ΚΕ καταθέσαμε το παρακάτω ψήφισμα. 

«Στη διαδικασία της Κεντρικής Επιτροπής, εκτός από τα ψηφίσματα της πλειοψηφίας (για Έκτακτο Συνέδριο το Σεπτέμβρη, χωρίς τοποθέτηση επί της συμφωνίας) και της Αριστερής Πλατφόρμας (για Διαρκές Συνέδριο που θα απορρίψει τη συμφωνία), κατατέθηκε και μειοψήφησε το εξής:

1. Η ΚΕ δεν συναινεί στο περιεχόμενο της προτεινόμενης συμφωνίας.

2. Η ΚΕ συγκροτεί κατεπειγόντως επιτροπή επεξεργασίας σχεδίου απεγκλωβισμού της χώρας από τις μνημονιακές δεσμεύσεις για αποκατάσταση της Δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας.

3. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στηρίζουν την κυβέρνηση με ψήφο ανοχής μέχρι την ολοκλήρωση του σχεδίου.

4. Με την ολοκλήρωση του σχεδίου, προκήρυξη εκλογών με αίτημα για νέα διαπραγμάτευση και συμφωνία, στη βάση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, ή ενεργοποίηση του σχεδίου απεγκλωβισμού.Η παραπάνω διαδικασία πρέπει να επικυρωθεί το συντομότερο από έκτακτο συνέδριο.

* Το ψήφισμα κατέθεσαν οι: Παναγιώτης Βωβός. Ανδρέας Καρίτζης, Αλέξανδρος Μπίστης, Νάγια Νικολάου και Δημοσθένης Παπαδάτος.»

***********

Στις 13 Αυγούστου 2015 συνυπέγραψα δημόσια δήλωση με άλλα 18 μέλη της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ. 

«Από την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, το 2010, τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ βρεθήκαμε στην πρώτη γραμμή των κοινωνικών και εργατικών αγώνων για την ανατροπή των καταστροφικών πολιτικών της ακραίας λιτότητας, της αποδόμησης του κοινωνικού κράτους, της διάλυσης των εργασιακών δικαιωμάτων και της αποσάθρωσης της δημοκρατίας.

Ερμηνεύσαμε, ορθά, την παγκόσμια οικονομική κρίση ως δομική κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και τη συνεχή διόγκωση του ελληνικού χρέους ως αποτέλεσμα των αδιέξοδων πολιτικών που υπαγορεύτηκαν από τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία της ευρωζώνης και εφαρμόστηκαν από το σύνολο των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων.

Αποδείξαμε ως μόνη πραγματική εναλλακτική λύση την κατάργηση των μνημονίων, την ανακατανομή των οικονομικών βαρών με μέτρα αναδιανομής υπέρ των ασθενέστερων, την παραγωγική ανασυγκρότηση με βάση ένα οικονομικό μοντέλο που θα αξιοποιούσε όλες τις πηγές του εγχώριου πλούτου και του κοινωνικού δυναμικού της χώρας. Καταφέραμε έτσι να συσπειρώσουμε σε ένα ευρύ αντιμνημονιακό μέτωπο όλες τις κοινωνικές δυνάμεις που καταστρέφονταν από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές, φέρνοντας για πρώτη φορά την αριστερά στην κυβέρνηση.

Σήμερα, μετά από ένα πρωτοφανές για τα ευρωπαϊκά δεδομένα αντιδημοκρατικό πραξικόπημα, που ανέτρεψε τη δημοκρατικά εκφρασμένη θέληση του ελληνικού λαού επιβλήθηκε στην κυβέρνηση ένα νέο μνημόνιο. Με την πρόταση υπογραφής της μνημονιακής συμφωνίας με το «κουαρτέτο» των «θεσμών», το κοινωνικό συμβόλαιο που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ στο λαό αναιρείται. Η συμφωνία περιέχει μέτρα που όχι μόνο την καθιστούν οικονομικά μη βιώσιμη και πολιτικά μη διαχειρίσιμη, αλλά και ακυρώνουν κάθε έννοια δημοκρατικής λαϊκής κυριαρχίας.

Αναγνωρίζουμε ότι η συμφωνία επιβλήθηκε υπό το κράτος εκβιασμών και απειλών μιας άμεσης και άτακτης χρεωκοπίας. Όμως, με την υπογραφή της συμφωνίας ούτε το ενδεχόμενο αυτό αποσοβείται οριστικά, ούτε παρέχεται δυνατότητα εφαρμογής μιας εναλλακτικής πολιτικής για την οικονομική ανάκαμψη και ανακούφιση των ασθενέστερων τάξεων, καθώς η κυβέρνηση της χώρας θα τελεί υπό την διαρκή εποπτεία των θεσμών, ενώ τα «εργαλεία» για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας θα εκποιηθούν για την εξυπηρέτηση του χρέους.

Δημιουργείται έτσι μια αδιέξοδη, ανακυκλούμενη υφεσιακή κατάσταση, η οποία και θα επιτείνει την κοινωνική εξαθλίωση, αλλά και θα εκπέμψει το μήνυμα ότι ο δυσμενής συσχετισμός των δυνάμεων στην Ε.Ε. δεν επιτρέπει καμία άλλη εναλλακτική πέραν της υποταγής και της εφαρμογής των καταστροφικών νεοφιλελεύθερων επιλογών.

Συνεπώς, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να αποδεχθούμε αυτή τη συμφωνία, η οποία θα διαρρήξει τις κοινωνικές μας συμμαχίες και θα καταστήσει την αριστερά αναξιόπιστη. Και φυσικά, είναι αδιανόητη η εφαρμογή αυτής της συμφωνίας από μια κυβέρνηση στην οποία θα συμμετέχει το κόμμα μας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να εκπονήσει άμεσα ένα σοβαρό εναλλακτικό σχέδιο, ταχύτατου απεγκλωβισμού από τα μνημόνια, εξετάζοντας όλα τα ενδεχόμενα -λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ταχύτατα συντελούμενη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της Ε.Ε. και της ευρωζώνης και την κυριαρχία των πιο ακραίων νεοφιλελεύθερων κύκλων- αξιοποιώντας το κοινό πεδίο των αγώνων με τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς και τα όποια ρήγματα που συντελέστηκαν στη διάρκεια της διαπραγμάτευσης στο νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο, αλλά, κυρίως, τον κινηματικό παράγοντα και το μεγαλόπρεπο ΟΧΙ του λαού μας στο δημοψήφισμα. Αυτό πρέπει να είναι και το βασικό αντικείμενο ενός καταστατικά έγκυρου Συνεδρίου που πρέπει να γίνει μέσα στον Σεπτέμβριο, και πρέπει να προηγηθεί οποιασδήποτε εκλογικής διαδικασίας.»

 

Επιστολή παραίτησης από την ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ

*Ακολουθεί η επιστολή που έστειλα κατά την παραίτησή μου από την Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2014, η οποία  παρέμενε αδημοσίευτη για λόγους που αναφέρονται στην επιστολή. Δύομιση χρόνια μετά την δημοσιοποιώ για αρχειακούς λόγους.  

«Προς  τον Πρόεδρο του κόμματος, Αλέξη Τσίπρα 
             τον Γραμματέα του κόμματος, Δημήτρη Βίτσα 
             τα μέλη της Πολιτικής Γραμματείας


Με την παρούσα επιστολή σας καταθέτω την παραίτηση μου απο την πολιτικη γραμματεία.

Έχοντας εκλεγεί με την πλειοψηφούσα λίστα, είμαι υποχρεωμένος να παραιτηθώ από τη στιγμή που κατ´εξακολούθηση έχω διαπιστώσει διάσταση στη μεθοδολογία και φιλοσοφία για τη διεύθυνση και λειτουργία του κόμματος.

Επειδή έχουμε εισέλθει σε μια πολυ κρίσιμη ιστορική φάση – και καθώς δεν υπάρχουν οι τρόποι και οι διαδικασίες συζήτησης τέτοιων ζητημάτων – δεν επιθυμώ πλέον να συμμετέχω σε μια διεύθυνση με την οποία δεν συμφωνώ.

Θα συνεχίσω να υπηρετώ τον κοινό μας σκοπό απο τη θέση του μέλους της κεντρικής επιτροπής συμφωνώντας με τη γενική πολιτικη κατεύθυνση όπως αυτη εχει αποτυπωθεί στα συνεδριακά κείμενα.

Δεν επιθυμώ τη δημοσιοποίηση του περιεχομένου της επιστολής για προφανείς λογους αυτοπροστασιας του κομματος, ενώ θα ήθελα η αντικατάσταση μου να γίνει μετά τις εκλογές (ευρωεκλογές 2014).

Ανδρέας Καρίτζης
Αθήνα, 26-4-2014″

Χρειαζόμαστε μια νοοτροπία ευθύνης

1.  Δεν υπάρχει μεσαίο έδαφος ανάμεσα στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική ριζικής αναδόμησης των κοινωνιών και της αντίστασης σε αυτή. Η 4η μνημονιακή κυβέρνηση όχι μόνο δεν τροποποιεί την πορεία που έχει δρομολογήσει ο μνημονιακός σχεδιασμός, αλλά έχει αναλάβει ένα από τα βασικότερα στάδιά του: τη θεσμοποίηση της νεοφιλελεύθερης αναδόμησης και την παγίωσή της σε επίπεδο κοινωνικών νοοτροπιών/συμπεριφορών.

Ο περίφημος αυτόματος «κόφτης» δαπανών στο δημόσιο τομέα -δηλαδή η αυτόματη διασύνδεσή τους με την κερδοφορία- παράγει σοβαρά αποτελέσματα, ανεξάρτητα από το αν ενεργοποιηθεί ή όχι. Ακόμη και αν ποτέ δεν ενεργοποιηθεί, η ύπαρξή του παράγει αποτελέσματα στις συμπεριφορές και τη νοοτροπία που εμπεδώνεται στο κοινωνικό σώμα: οι πολίτες μαθαίνουν να πειθαρχούν στους θεσμοποιημένους κανόνες της αγοράς και να οργανώνουν τη συμπεριφορά τους λαμβάνοντας πλέον υπ’ όψιν ότι οποιαδήποτε λαϊκή ή άλλη κινητοποίηση που θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιδράσεις στην κερδοφορία -ανεξάρτητα του δίκαιου των αιτημάτων- θα έχει άμεσα αρνητικές επιπτώσεις στην καθημερινότητά τους. Το εν λόγω επίτευγμα εμπεδώνει με ισχυρό τρόπο στις συνειδήσεις των ανθρώπων τον πυρήνα της λογικής που μέχρι σήμερα επιβαλλόταν εξωτερικά. Αυτή είναι η μεγάλη συμβολή της σημερινής κυβέρνησης στο μνημονιακό σχεδιασμό: η διαδικασία θεσμοποίησης πάει πολύ βαθύτερα τον επιχειρούμενο μετασχηματισμό από ό,τι τα εκάστοτε νέα μέτρα.

2. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο μετάβασης. Οι αναταράξεις είναι πλέον μεγάλης κλίμακας και λαμβάνουν χώρα σχεδόν παντού: Ελλάδα, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ισπανία, Ιταλία για να αναφερθώ μόνο στην Ευρώπη και μόνο την περίοδο 2015-2016. Είναι σαφές ότι τα εργαλεία και οι μέθοδοι κινητοποίησης και αγώνα πρέπει να τύχουν συστηματικής επανεπεξεργασίας ώστε να εναρμονιστούν με τις νέες απαιτήσεις που γεννά η μεταβατική φύση της περιόδου που διανύουμε.

3. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της περιόδου το οποίο αναδείχθηκε με έντονο τρόπο και στο βρετανικό δημοψήφισμα είναι ένα σχίσμα που διαρκώς διευρύνεται στις κοινωνίες και αφορά ιδιαίτερα εκείνα τα τμήματα που πλήττονται. Η ταχύτητα των εξελίξεων σε διάφορους τομείς «τσιτώνουν» τις κοινωνίες, με αποτέλεσμα να διευρύνεται η απόσταση μεταξύ εκτεταμένων τμημάτων που αποκλείονται πολλαπλώς και έχουν μικρή ως ελάχιστη πρόσβαση στη γνώση και την πληροφορία και εκείνων των στρωμάτων που επίσης καταπιέζονται και ασφυκτιούν αλλά διατηρούν κάποια πρόσβαση στην εργασία, τη γνώση και την πληροφορία. Μπορούμε να πούμε ότι διευρύνεται το σχίσμα ανάμεσα στους αποκλεισμένους και τους εγκλωβισμένους. Το εν λόγω σχίσμα πρέπει οπωσδήποτε να αναιρεθεί, καθώς μόνο μια σύνθετη πολιτική στρατηγική που θα ενοποιήσει αυτές τις «φυλές» των προς εξόντωση πληθυσμών θα μπορέσει να αποκτήσει την ισχύ ώστε: α) να αντιπαρατεθεί με τις ελίτ αποτελεσματικά, για να αναχαιτίσει τη σημερινή πορεία των πραγμάτων, β) να αναπτύξει μια στρατηγική επιβίωσης για εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού που αφήνονται στη μοίρα τους και γ) να αναπτύξει μια στρατηγική χειραφέτησης ικανή να αντιμετωπίσει τα εκρηκτικά σημερινά αδιέξοδα των σύγχρονων κοινωνιών και της ανθρωπότητας στο σύνολό της.

4. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που είναι σαφές σήμερα είναι ότι και οι δυνάμεις που αγωνίζονται εναντίον της σημερινής εξέλιξης των πραγμάτων διέπονται από μια νωθρότητα που έχει να κάνει με την προηγούμενη φάση, την περίοδο του «τέλους της Ιστορίας». Το έλλειμμα διάθεσης και τόλμης για διερεύνηση νέων μορφών και τρόπων οργάνωσης και κινητοποίησης κρύβει μια βαθιά εμπεδωμένη πεποίθηση ότι, εντέλει, υπεύθυνοι για την πορεία της κοινωνίας είναι οι ελίτ και αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Οι λαϊκές τάξεις μπορούν μόνο να εκφράζουν τις ανάγκες τους και να πιέζουν αυτές να ληφθούν υπ’ όψιν. Ωστόσο, σήμερα οφείλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας: βρισκόμαστε μπροστά σε μια στυγνή διαδικασία εξόντωσης των αδύναμων και των φτωχών, σε μια πορεία βαθειάς παρακμής και οπισθοδρόμησης που αν δεν ανακοπεί θα οδηγήσει την ανθρωπότητα στο πιο βαθύ σκοτάδι. Οι ελίτ δεν μπορούν να κάνουν κάτι για να σταματήσει αυτή η πορεία όσο και να πιεστούν από τις λαϊκές τάξεις. Αν θέλουμε να αποτρέψουμε αυτή την πορεία, πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη να σκεφτούμε και να δράσουμε διαφορετικά αποβάλλοντας τη νωθρότητα της προηγούμενης περιόδου.

5. Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι μια νοοτροπία ευθύνης. Πρέπει να ενστερνιστούμε βαθειά την ανάγκη να αναλάβουμε τη συνολική ευθύνη για αυτό που συμβαίνει γύρω μας, να πάψουμε να σκεφτόμαστε ως εάν κάποιοι άλλοι να έχουν την ευθύνη και στους οποίους απευθυνόμαστε ή τους οποίους αντιπαλεύουμε. Πρέπει να καταφέρουμε να υπερβούμε τις μερικότητές μας και να σκεφτούμε και να δράσουμε για το κοινό καλό. Επίσης, χρειαζόμαστε μια πολιτική στρατηγική που εκβάλει σε ένα επιχειρησιακό και οργανωσιακό DNA που μπορεί να πολλαπλασιαστεί -με τις απαραίτητες τροποποιήσεις ανάλογα με το εκάστοτε περιβάλλον- σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ανθρώπινης δραστηριότητας το οποίο επιτελεί βασικές λειτουργίες με ένα διαφορετικό τρόπο. Αλλά χρειαζόμαστε και μια «ραχοκοκαλιά» που να συνδέει, συντονίζει, ενισχύει, αναβαθμίζει και ενδυναμώνει τις δραστηριότητες των ανθρώπων σε πολλά πεδία υπερβαίνοντας με έναν καινοτόμο τρόπο τη σχάση ανάμεσα σε επιμέρους εγχειρήματα που τείνουν στην περιθωριοποίηση και την ενασχόληση με τη γενική πολιτική που τείνει στη φλυαρία και τη λεκτική εκτόνωση.

6. Η Ιστορία δεν μας οφείλει τη θέση του πρωταγωνιστή. Οφείλουμε να κοπιάσουμε και να υπερβούμε τους εαυτούς μας αν θέλουμε οι δυνάμεις της χειραφέτησης να έχουν καθοριστική παρουσία στις εξελίξεις στο δυσοίωνο περιβάλλον που έχουμε εισέλθει για τα καλά πια. Χρειαζόμαστε μια στρατηγική επιβίωσης των αποκλεισμένων και των εγκλωβισμένων παντός καιρού γιατί οι εξελίξεις τρέχουν και κανείς δεν μπορεί να θεωρεί πλέον τίποτα δεδομένο. Το ζήτημα του χρόνου είναι κρίσιμο. Όμως χρειάζεται ψυχραιμία, καθαρό μυαλό και επινοητικότητα. Χρειαζόμαστε μια θεμελιώδη αλλαγή, μια νέα άγωνιστική μορφή ζωής. Η βιαστική επανάληψη αυτών που ξέραμε είναι προϊόν της νωθρότητας και όχι της επίγνωσης της κρισιμότητας των στιγμών.

*Ομιλία στο Resistance Festival, 2016

Πρόλογος στο βιβλίο: «Άσχημη περίοδο διαλέξατε να διαφωνήσετε..»

Ζούμε σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών. Το κυρίαρχο σύστημα οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών απειλεί σήμερα το μέλλον της ανθρωπότητας με έναν τρόπο που υπερβαίνει την καθιερωμένη κατανόηση. Σε πλανητικό επίπεδο παροξύνεται ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός, ενώ οι ελίτ όπου Γης έχουν επιδοθεί σε μια απροσχημάτιστη συγκέντρωση ισχύος περιφράσσοντας πόρους, περιοχές, γνώση και πληροφορία και αποκλείοντας με βάρβαρο τρόπο τεράστια τμήματα πληθυσμών από την πρόσβαση σε στοιχειώδη μέσα επιβίωσης.

Σε περιοχές του πλανήτη όπου οι λαοί είχαν κατακτήσει κάποια στοιχειώδη πρόσβαση σε κρίσιμες αποφάσεις – επιβάλλοντας μερικώς τις ανάγκες τους ως παράμετρο για τη λήψη αυτών των αποφάσεων – η μονομερής άρση από τη μεριά των περιφερειακών ελίτ των όποιων κοινωνικών συμβολαίων συνιστά μονόδρομο στο φόντο του παροξυσμού των πλανητικών ανταγωνισμών και των πολλαπλών αδιεξόδων που γεννά η κυρίαρχη λογική του κέρδους. Η επιθετικότητα του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού αποδομεί ανοικτά τη δημοκρατία οικοδομώντας καθημερινά μια κοινωνική και θεσμική πραγματικότητα που συνδυάζει τη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού με αυταρχικούς, δεσποτικούς τύπους διακυβέρνησης (αρχιτεκτονική της ΕΕ και της ευρωζώνης, μνημόνια, συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου κοκ).

Έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου οι ελίτ έχουν εξαπολύσει μια επίθεση για την οριστική εξάλειψη της χειραφετητικής διάστασης της νεωτερικότητας. Επιχειρείται ο ιστορικός ακρωτηριασμός της πεποίθησης ότι μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα ξεκίνησε με την ορμητική είσοδο των λαών στο ιστορικό προσκήνιο μετά τη Γαλλική επανάσταση και η επανεγγραφή αυτής της περιόδου ως μιας “στιγμής” εντός ενός μεσαίωνα που ποτέ δεν τελείωσε. Το χειραφετητικό άλμα στη νεωτερικότητα επιχειρείται να συρρικνωθεί σε μια ακόμη “εξέγερση των χωρικών” που κράτησε απαράδεκτα πολύ.

Ταυτόχρονα, μακροχρόνιες τάσεις φτάνουν στα όριά τους: περιβαλλοντική αποσταθεροποίηση, εξάντληση φυσικών πόρων, διατροφική κρίση, κατάρρευση εθνικών και περιφερειακών συστημάτων διοίκησης και επιτέλεσης βασικών λειτουργιών κοκ. Επιπρόσθετα, ένα νέο κύμα τεχνολογικών εξελίξεων (αυτοματοποίηση, ψηφιακές τεχνολογίες πληροφορίας και επικοινωνίας, μαζικά δεδομένα κοκ) αναμένεται να σαρώσει τις ήδη αποδιαρθρωμένες υφιστάμενες θεσμίσεις και κοινωνικές νόρμες φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με νέες προκλήσεις και την απειλή ενός πολύ πιο εξελιγμένου ολοκληρωτισμού.

Οι ελίτ ως οι βασικοί παράγοντες που καθορίζουν τις εξελίξεις εκδιπλώνουν, επιταχύνουν και επιδεινώνουν τα σημερινά αδιέξοδα και κινδύνους ενώ την ίδια στιγμή η κυρίαρχη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού δεν μπορεί να παράσχει το κατάλληλο εννοιολογικό πλαίσιο για την αναζήτηση πραγματικών απαντήσεων στις υπαρξιακού χαρακτήρα απειλές που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα σήμερα. Αυτές οι λύσεις πρέπει να διέπονται τουλάχιστον από (α) διατηρησιμότητα, (β) αλληλεγγύη και (γ) ανοικτότητα ώστε να αναχαιτιστούν (α) οι μακροχρόνιες τάσεις που προσεγγίζουν το όριο ενός πεπερασμένου φυσικού περιβάλλοντος, (β) η εκτόξευση της ανισότητας που βαθμιαία παίρνει τη μορφή μιας βάρβαρης και ωμής διαδικασίας εξόντωσης των φτωχών και των αδύναμων και (γ) την απειλή ενός ψηφιακού ολοκληρωτισμού. Και για τα τρία αυτά χαρακτηριστικά – που φαίνονται αναγκαία για την αποφυγή μιας βάρβαρης οπισθοδρόμησης – το κυρίαρχο πλαίσιο σκέψης και δράσης είναι εξόχως τοξικό.

Την ίδια στιγμή, ποτέ πριν στην εξελικτική μας ιστορία δεν έχουμε βρεθεί τόσο κοντά στη δυνατότητα ενός χειραφετητικού άλματος. Καθημερινά η ανθρώπινη δραστηριότητα – διανοητική και πρακτική – παράγει εμπειρίες, τεχνογνωσία, μεθόδους, κριτήρια, καινοτομίες κοκ που εγγενώς έρχονται σε αντίθεση με την παρασιτική λογική του κέρδους και του ανταγωνσμού. Μια ανθρώπινη δραστηριότητα που εκτείνεται από τους πιο προηγμένους τομείς μέχρι τη λαϊκή σοφία, ευρηματικότητα και πηγαία αλληλεγγύη των παραδοσιακότερων τμημάτων της κοινωνίας. Επίσης για πρώτη φορά στην εξελικτική μας ιστορία έχουμε ένα τεράστιο απόθεμα ενσωματωμένων στους ανθρώπους ικανοτήτων, δυνατότητες συνδεσιμότητας αλλά και πρόσβαση σε αξίες και φιλοσοφίες ζωής από διαφορετικές κουλτούρες και παραδόσεις. Ζούμε σε μια περίοδο δραματικών αλλαγών και απειλών αλλά και αδιανόητων δυνατοτήτων.

Ωστόσο, φαίνεται ότι οι “δυνάμεις της χειραφέτησης” δεν είναι σε θέση ακόμη να παρέμβουν καταλυτικά στις εξελίξεις και να αλλάξουν τη ροή των πραγμάτων. Η πολιτική αριστερά και τα κινήματα εμφανίζουν μια “χρονοκαθυστέρηση” προσαρμογής στις νέες συνθήκες και τις αναβαθμισμένες απαιτήσεις της περιόδου. Διασχίζοντας τη μεταβατική περίοδο στην οποία έχουμε εισέλθει αντιστάσεις αναδύονται σχεδόν παντού: πλατείες, μαζικά κινήματα, αναδύσεις της πολιτικής αριστεράς, το μοναδικό παράδειγμα των Κούρδων της Συρίας, wikileaks και άλλες διαδικτυακές μορφές αγώνα και συλλογικής οργάνωσης, μεγάλες και μικρές μάχες για τα “κοινά” – τη συλλογική διαχείριση και έλεγχο πόρων, περιοχών, γνώσης και πληροφορίας απέναντι στις περιφράξεις των ελίτ – αλλά και άλλα πολλά σημεία αντίστασης και δημιουργίας που δεν αναγνωρίζονται πολλές φορές ως τέτοια.

Όλες αυτές οι εστίες του τμήματος της ανθρωπότητας που εργάζεται για να υπερβούμε τα σημερινά αδιέξοδα εμφανίζουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: τη συνύπαρξη παρωχημένων σχημάτων πολιτικής φαντασίας, οργανωσιακών αρχών, μεθοδολογιών και νοοτροπιών με πιο εξελιγμένες και σχετικές με την περίοδο – αλλά ανώριμες ακόμη – νοοτροπίες και μεθοδολογίες. Πρόκειται για ένα “κουβάρι” – γέννημα της μεταβατικής περιόδου στην οποία βρισκόμαστε – που πρέπει να οδηγήσει σε νέα επιχειρησιακά και οργανωσιακά παραδείγματα και σχήματα (μπολιάζοντας “νέα” και “παλιά” υλικά) ικανά να σηκώσουν το “βάρος” των σημερινών απαιτήσεων.

Όμως, είμαστε υποχρεωμένοι/ες να εξελιχθούμε ενώ την ίδια ώρα θα υποχωρούμε κάτω από την πίεση και έχοντας βαρειές απώλειες. Μέχρι να μάθουμε από την πείρα της νέας περιόδου και να βρούμε τους τρόπους να συσσωρεύσουμε ισχύ ικανή να διαμορφώσει ένα στέρεο και αξιόμαχο επίπεδο για τις δυνάμεις της χειραφέτησης και τους λαούς που βρίσκονται μπροστά σε υπαρξιακούς κινδύνους πρέπει να έχουμε τη δύναμη ψυχής και το κουράγιο να εξελισσόμαστε αιμορραγώντας.

Η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη αυτών των αλλαγών πολύ γρήγορα. Ο λαός μας παρά τα συμπτώματα παρακμής που εμφάνισε τα προηγούμενα χρόνια – όπως όλες οι κοινωνίες που αφέθηκαν στην “αγκαλιά” του περίφημου “τέλους της ιστορίας” – αντιστάθηκε και αγωνίστηκε αξιοποιώντας ό,τι μέσα είχε στον γνωσιακό και αξιακό ορίζοντά του. Και έγραψε ιστορία. Παγκόσμια. Αυτό συνήθως στο εσωτερικό της αριστεράς – έχοντας να αντιμετωπίσουμε τους δικούς μας “δαίμονες” – τείνουμε να το υποτιμούμε.

Αλλά επίσης ο λαός μας ηττήθηκε. Τουλάχιστον προς το παρόν. Και μάλιστα με τον ΣΥΡΙΖΑ να πρωταγωνιστεί στη δύση αυτού του κύκλου αγώνων. Δεν θέλω εδώ να επεκταθώ στην έκταση και το βάθος του συντριπτικού πλήγματος που, κατά τη γνώμη μου, δέχθηκε η ελληνική κοινωνία από τον ΣΥΡΙΖΑ, τις καταλυτικές συνέπειες για την αριστερά αλλά και τους νέους κινδυνους που ανοίγονται πλέον μπροστά μας. Θέλω όμως να υπογραμμίσω ότι η ήττα της αριστεράς και του λαϊκού κινήματος σε αυτή τη φάση και η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ δεν ταυτίζονται απολύτως. Συνδέονται αλλά δεν ταυτίζονται. Υπάρχει ο κίνδυνος να κρύψουμε τις επιχειρησιακές και μεθοδολογικές αδυναμίες να αντιπαρατεθούμε με αξιώσεις στη σύγχρονη απολυταρχία που αναδύεται σήμερα, πίσω από την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ. Με αλλά λόγια, αν θέλουμε να είμαστε χρήσιμοι/ες και να συμβάλουμε στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων ώστε να μπορέσει ο λαός μας – και κατ επέκταση οι άλλοι λαοί – να αναχαιτίσουν την πορεία των πραγμάτων πρέπει να έχουμε το θάρρος να αναζητήσουμε την τροποποίηση παγιωμένων νοοτροπιών, μεθοδολογιών και πρακτικών.

Ωστόσο, είναι χρέος όλων όσοι/ες βρεθήκαμε στο επίκεντρο αυτών των εξελίξεων να καταθέσουμε την εμπειρία και τη γνώμη μας. Αυτό που μας ενώνει είναι η κριτική ματιά των επόμενων γενιών. Όμως, μπροστά στην εμβέλεια της απειλής που βρίσκεται μπροστά μας το τελευταίο που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι η υστεροφημία μας. Η συλλογή διαφορετικών οπτικών και εκτιμήσεων είναι απαραίτητη για άλλο λόγο. Είναι απαραίτητη για τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης αποτίμησης αυτής της περιόδου ώστε να μεταλαμπαδευθεί στον επόμενο κύκλο αγώνων μια πείρα πολύτιμη και απαραίτητη για να εξελιχθούμε. Είναι προφανές ότι όσοι και όσες ζήσαμε αυτά τα γεγονότα από κοντά δεν μπορούμε να έχουμε απόλυτη ταύτιση ως προς τις εκτιμήσεις και τις αξιολογήσεις μας. Άλλωστε πρόκειται για μια περίοδο πυκνή και μοναδική η οποία θα αποκτά ολοένα νέα χαρακτηριστικά όσο απομακρυνόμαστε από αυτή.

Η κατάθεση εμπειριών και απόψεων για αυτή την περίοδο στον παρόντα τόμο έχει προσωπικό χαρακτήρα αλλά από τη σκοπιά ενός ιστορικού ρεύματος της αριστεράς. Στις πρωτόγνωρες συνθήκες που καθόρισαν την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ο συγγραφέας έμεινε σταθερά προσηλωμένος στην υπηρεσία των λαϊκών τάξεων. Είχε το σθένος να αντισταθεί στον “πειρασμό” να υποκαταστήσει τη σκληρή πραγματικότητα με αφελείς προσδοκίες και να αντιμετωπίσει με παρρησία και συναίσθηση της ιστορικότητας των στιγμών τα γεγονότα του προηγούμενου καλοκαιριού. Η κατάθεση της δικής του οπτικής μας δίνει τη δυνατότητα να εντοπίσουμε συγκλίσεις και αποκλίσεις και εν τέλει να δοκιμάσουμε και να σταθμίσουμε τις προσωπικές και συλλογικές μας αποτιμήσεις και εκτιμήσεις. Ο διάλογος άλλωστε για την περίοδο που μόλις έκλεισε τώρα αρχίζει και θα διαρκέσει πολύ. Το ερώτημα είναι αν θα τον διεξάγουμε στο περιθώριο των εξελίξεων ή αν μέσα και από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρουμε να εξελιχθούμε ώστε να ξεπηδήσουν πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες που θα αντιστοιχούν στις απαιτήσεις των καιρών.

*Εισαγωγή στο βιβλίο του Ρούντι Ρινάλντι: «Άσχημη περίοδο διαλέξατε να διαφωνήσετε..»

Συνέντευξη στην ‘FM Voice’: Ο Τσίπρας έπρεπε να παραιτηθεί και όχι να εφαρμόσει μνημόνιο

Συνέντευξη στον Πέτρο Παπαβασιλείου (εδώ και εδώ σε pdf η δημοσίευση στην εφημερίδα)

Μόλις λίγες ημέρες μετά την επιστροφή του από τη Θεσσαλονίκη, όπου μίλησε στην παρουσίαση του βιβλίου «Το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ» (του Χρήστου Λάσκου και του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου, εκδόσεις ΚΨΜ), ο πρώτος εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, επί προεδρίας Αλέξη Τσίπρα, δεν διστάζει να ταράξει τα νερά. Τον πετύχαμε κοντά στον χώρο εργασίας του, σε μία πάροδο της Πατριάρχου Ιωακείμ, στο κέντρο της Αθήνας. Ο Ανδρέας Καρίτζης δηλώνει ότι ο πρωθυπουργός θα έπρεπε να παραιτηθεί, μετά την πραξικοπηματική παραγνώριση του δημοψηφίσματος από τους δανειστές και να μην αποδεχθεί το μνημόνιο. Παράλληλα, τονίζει ότι ο κ. Τσίπρας άλλαξε πολιτικά προς το χειρότερο, ενώ η κυβέρνησή του αποκόπηκε από την κοινωνία και έχασε την αναφορά της στην Αριστερά.

Στιγμιότυπο από 2016-05-04 18:54:55

Τα μνημόνια είναι πραξικόπημα;

Στόχος της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι η δημιουργία θεσμών που ελέγχουν τις βασικές λειτουργίες των κοινωνιών. Οι θεσμοί αυτοί είναι απρόσβλητοι και δεν μπορούν να επηρεαστούν από τη λαϊκή βούληση. Αυτό βρίσκεται, τώρα, σε εξέλιξη και το μνημόνιο είναι ένα μέσο περάσματος από μία αστική δημοκρατική συγκρότηση σε αυτήν την νέα κατάσταση. Αξιοποιήθηκε, δηλαδή, η κρίση χρέους για να μπουν οι κοινωνίες σε τέτοια προγράμματα. Τα μνημόνια είναι μέρος ενός σχεδίου, που στόχο έχει να περάσουμε σε ένα μοντέλο κοινωνίας, στην οποία οι άνθρωποι που δεν έχουν οικονομική ισχύ να μην έχουν λόγο για τα πράγματα για τις βασικές κρίσιμες αποφάσεις της.

Άρα, η κοινωνία, τώρα, έχει αποσβολωθεί από την ένταση των μέτρων…

Η κοινωνία βρίσκεται σε μία αμήχανη κατάσταση, διότι εξάντλησε όλα τα εργαλεία που της έδινε η προηγούμενη θεσμική μορφή (εκλογές, κίνημα, πλατείες, δημοψήφισμα). Αυτό που απαιτείται είναι να βρεθούν άλλοι τρόποι πολιτικής και κοινωνικής δράσης για να μπορέσουμε να βγούμε από αυτήν την κατάσταση. Γιατί δεν πρόκειται για μία προσωρινή αλλαγή, όπως μας έλεγαν στην αρχή για τα μνημόνια. Αυτή είναι μία μείζονα αλλαγή, ιστορικού χαρακτήρα, μία κεντρική στρατηγική, πολύ επικίνδυνη, όχι μόνο για τα λαϊκά στρώματα αλλά και για κάθε άνθρωπο που πιστεύει στη Δημοκρατία. Ακόμη και τους φιλελεύθερους ή τους συντηρητικούς αν ρωτήσεις είναι θορυβημένοι με αυτό που συμβαίνει.

Η κοινωνία δεν έχει ακόμη τα μέσα για να αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση. Και εκεί είναι και η ευθύνη της Αριστεράς, να συμβάλει σε αυτήν την αναζήτηση, εκείνων των μέσων που θα μπορούσαν να αυξήσουν την αυτονομία της κοινωνίας, απέναντι σε αντιδημοκρατικούς θεσμούς που ελέγχουν απολύτως τις βασικές λειτουργίες της.

Στο κείμενο παραίτησης από την Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, τον Αύγουστο του 2015, γράφατε ότι «δεν ζούμε σε καιρούς αποστράτευσης». Εσείς, σήμερα, από ποιο κοινωνικό ή συλλογικό μπλοκ δίνετε τη μάχη σας;

Το βασικό «καθήκον» είναι η αναζήτηση τρόπων για να αποκτήσει η κοινωνία αυτονομία. Άρα χρειάζεται να εμβαθύνουμε, να σκεφτούμε σοβαρά και να δουλέψουμε πάνω σε αυτήν την κατεύθυνση. Σε αυτήν προσπαθώ και εγώ να συμβάλω. Το ίδιο προσπαθούν να κάνουν και άλλοι άνθρωποι που έχουν φύγει από τον ΣΥΡΙΖΑ και παραμένουν στην ευρύτερη Αριστερά. Σιγά-σιγά διαμορφώνεται μία κοινή συνείδηση ότι οι παραδοσιακοί τρόποι άσκησης πολιτικής δεν είναι αρκετοί. Άρα χρειάζεται να ανακαλύψουμε νέα εργαλεία για το πώς μπορούμε να απεμπλακούμε, με πρωτοβουλίες πολιτών και κοινοτήτων μέσα στην κοινωνία. Προσπαθώ και εγώ, όχι αυτή τη στιγμή ενταγμένος κάπου, μαζί με άλλους πολλούς, να σκεφτούμε μεθόδους παρέμβασης που αυξάνουν την ικανότητα της κοινωνίας να ελέγχει τα στοιχεία που αφορούν την καθημερινότητά της.

Υπάρχει πιθανότητα να επιστρέψετε στον ΣΥΡΙΖΑ;

Δεν αποτελεί ο ΣΥΡΙΖΑ, με τις επιλογές που έκανε το καλοκαίρι (του 2015), προνομιακό πεδίο για την αναζήτηση αυτών των νέων μεθόδων άσκησης της πολιτικής. Αυτό που καταλαβαίνουμε σήμερα, μετά από αρκετούς μήνες, είναι ότι δεν υπάρχει «μεσαίο» έδαφος ανάμεσα στην προσπάθεια αντίστασης στην επιβολή μιας απολυταρχικής φυσιογνωμίας στις κοινωνίες μας και την νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Όποιος πάει να βρει αυτό το «μεσαίο» έδαφος γίνεται οργανικό εξάρτημα των νεοφιλελεύθερων στρατηγικών.

Οι αποκαλύψεις του WikiLeaks, αναφορικά με τον σχεδιασμό Τόμσεν για τη δημιουργία συνθηκών πιστωτικής ασφυξίας κατά της Ελλάδας, σας ξάφνιασαν;

Αυτό που καταλαβαίνω από μία σειρά παραδείγματα, όπως αυτό που αναφέρετε, είναι ότι οι Θεσμοί δείχνουν να νιώθουν πως διαθέτουν μία ελευθερία κινήσεων, χωρίς να σέβονται την παλιά θέσμιση και τους παλιούς κανόνες λειτουργίας της πολιτικής και της κοινωνίας. Εμφανίζονται με μία αυτοπεποίθηση, την οποία θα ήθελα να δω και από την πλευρά της Αριστεράς και των λαϊκών τάξεων. Η διαρροή των WikiLeaks επιβεβαιώνει τη διάθεση των Θεσμών αυτών να αλλάξουν άρδην την κατάσταση. Και μπροστά σε αυτό δεν υπάρχουν περιορισμοί από την πλευρά τους.

Γνωρίζετε τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, όσο λίγοι. Τον έχουν αλλάξει οι καταστάσεις;

Γενικά, οι άνθρωποι εξελίσσονται συν τω χρόνω, ανάλογα με αυτά που ζουν. Με αυτήν την έννοια, ο καθένας μας αλλάζει. Όλοι μας έχουμε αλλάξει, το ίδιο και ο πρωθυπουργός.

Ο κ. Τσίπρας έχει αλλάξει προς το χειρότερο ή προς το καλύτερο;

Δεν ξέρω ως άνθρωπος τι κάνει, πάντως σε σχέση με τις πολιτικές επιλογές του έχει αλλάξει προς το χειρότερο.

Πόση αλήθεια μπορεί να εμπεριέχει ότι το γενικό πρόσταγμα το έχει μόνο μία «κλειστή παρέα» στο Μαξίμου;

Η Αριστερά θα έπρεπε να έχει μία άλλη μεθοδολογία και μία άλλη φιλοσοφία διακυβέρνησης, πιο συμμετοχική, πιο ανοιχτή στην κοινωνία. Αυτό που παρατηρούμε, όμως, είναι ότι η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει ελάχιστα καινοτομήσει σε αυτόν τον τομέα, καθώς ακολουθεί κλασσικές και παραδοσιακές νόρμες άσκησης της εξουσίας. Και αυτό είναι ένα από τα βασικά προβλήματα, πέρα από τη συμφωνία, για μία κυβέρνηση που έχει αναφορά στην Αριστερά.

Πολλοί κατηγορούν τον πρωθυπουργό ότι το «Όχι» του δημοψηφίσματος το έκανε «Ναι». Βεβαίως, άλλοι υποστηρίζουν πως το ακέραιο ερώτημα αφορούσε το αν αποδεχόμαστε την πρόταση Γιουνκέρ, η οποία και τελικώς αποσύρθηκε, αφού στη θέση της ήρθε μία καλύτερη (θεωρητικά) συμφωνία, ύστερα από διαπραγμάτευση. Άρα δεν παραβιάστηκε η λαϊκή ετυμηγορία. Ποια είναι η θέση σας;

Ο κόσμος ψήφισε «Όχι» ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη διατύπωση του ερωτήματος. Η κοινωνία γνώριζε πολύ καλά ότι αναλάμβανε ένα ρίσκο, όταν επί της ουσίας απειλούνταν με χρεοκοπία. Παρόλα αυτά, απέναντι σε αυτόν τον εκβιασμό και την τρομοκρατία, επέλεξε να πει ότι δεν αποδέχεται οικειοθελώς την καταστροφή του. Και αυτό είναι το μεγάλο μήνυμα από το δημοψήφισμα. Μπορούμε να δημιουργούμε σοφιστικά επιχειρήματα, ή να μένουμε στο «γράμμα» της ακριβούς διατύπωσης του ερωτήματος, αλλά ήταν σαφές σε όλους, πως αυτό που ζητήθηκε από τον ελληνικό λαό, από την άλλη πλευρά, ήταν να συμφωνήσει στη μιζέρια και σε ένα μέλλον χωρίς αξιοπρέπεια. Ο ελληνικός λαός είπε «Όχι», ζητώντας αλλαγή και αναχαίτιση αυτής της πολιτικής.

Τώρα, το αν επετεύχθη καλύτερη συμφωνία ή όχι, ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχθηκε τη βασική στρατηγική των μνημονίων -γιατί περί αυτού πρόκειται- και ισχυρίζεται ότι, μέσα σε αυτό, πέτυχε λίγο καλύτερα αποτελέσματα. Αυτό το επιχείρημα χρησιμοποιεί και ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, παρότι αποτελούσε το αντικείμενο κριτικής μας στο ΠΑΣΟΚ και την πανευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία συνολικότερα, όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Είχε ο ΣΥΡΙΖΑ άλλες επιλογές;

Όταν εκφράζεις τη βούληση ενός λαού και δεν έχεις προετοιμαστεί κατάλληλα για να αντιμετωπίσεις την εχθρότητα και την επιθετικότητα της άλλης πλευράς, τότε η συνεπής στάση δεν είναι να υιοθετήσεις τις ψευδαισθήσεις και τη ρητορική των προηγούμενων κυβερνήσεων, αλλά να παραμείνεις πιστός στον ελληνικό λαό. Πράγμα που σήμαινε ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να αποδεχθεί, πως αυτό που συμβαίνει είναι ένα πραξικόπημα. Η μόνη σοβαρή επιλογή, κατά τη γνώμη μου, ήταν η παραίτηση και η συντεταγμένη προσπάθεια ενός μαζικού πανελλαδικού φορέα, μαζί με την πλειοψηφία των πολιτών που ασφυκτιούν, προκειμένου να διερευνηθούν οι τρόποι που απαιτούνται σήμερα για να ξανακερδίσουμε την ελευθερία μας.

Τον περασμένο Ιούλιο εκβιάστηκε ο πρωθυπουργός;

Τον περασμένο Ιούλιο εκβιάστηκε μία ολόκληρη κοινωνία. Ότι, αν επιμείνει σε αυτή τη διάθεσή της να αλλάξει αυτήν την πολιτική, θα υποστεί συνέπειες. Το ερώτημα που αφορά την κυβέρνηση είναι, κατά πόσο θα έμενε δίπλα σε έναν λαό που εκβιάζεται ή θα προσπαθούσε να βρει αυτό που ξέρουμε ότι δεν υπάρχει, ένα «μεσαίο» έδαφος ανάμεσα στον εκβιαστή και την κοινωνία.

Η κυβέρνηση προτίμησε το δεύτερο, εκ των πραγμάτων, συνεπώς απομακρύνθηκε από την κοινωνία;

Αυτό είναι σαφές και δεν είναι εκτίμηση, είναι πραγματολογικό γεγονός. Ο ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε να υιοθετεί την ψευδαίσθηση των προηγούμενων κυβερνήσεων ότι υπάρχει η δυνατότητα φιλολαϊκής διαχείρισης ενός προγράμματος που έχει σαν στόχο την εγκαθίδρυση μιας σκληρής και βάρβαρης κοινωνικής κατάστασης, όπου οι άνθρωποι δεν θα έχουν δικαιώματα. Γνωρίζαμε ότι αποτελούσε μία ψευδαίσθηση από τα προηγούμενα χρόνια.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Finance & Markets Voice, την Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Πορεία σε λεπτό πάγο

Σήμερα στην Ελλάδα μια κυβέρνηση με αναφορά στην αριστερά εφαρμόζει μνημονιακή πολιτική, βαθαίνοντας τα τραύματα στην ήδη γονατισμένη ελληνική κοινωνία και οικονομία και αποδυναμώνοντας ακόμη περισσότερο τους διοικητικούς και επιχειρησιακούς βραχίονες του ελληνικού κράτους. Η αριστερά βαθμιαία αλλά γοργά καταγράφεται στις καρδιές και τα μυαλά των πολιτών ως μνημονιακή δύναμη.

Ο κόσμος της αριστεράς αλλά και η λαϊκή πλειοψηφία που συσπειρώθηκε μαζί με την αριστερά στον αγώνα για την υπεράσπιση της κοινωνίας και μια ζωή με προοπτική και αξιοπρέπεια, σήμερα είναι αποδιοργανωμένη και σε βαθειά σύγχιση. Σε μια κρισιμότατη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ της στέρησε το πιο πολύτιμο, σε πολλά επίπεδα, “εργαλείο”: την πολιτική έκφραση της μη συμμόρφωσης με την χρηματοοικονομική απολυταρχία. Οι συνέπειες των επιλογών που οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα είναι βαθειές και πολύπλευρες. Έχουν τέτοιο βάθος και έκταση που απειλούν πλέον τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας. Όταν λέω συνοχή δεν αναφέρομαι στη συνήθη και επιφανειακή έννοια της κοινωνικής ειρήνης και σταθερότητας, αλλά σε μια υπαρξιακή διάσταση συνοχής, η διάρρηξη της οποίας είναι πολύ επικίνδυνη.

Η στέρηση της πολιτικής έκφρασης της μη συμμόρφωσης με τον κυνισμό και τη βαρβαρότητα της σύγχρονης απολυταρχίας – ρόλος που ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη – έδωσε ένα συντριπτικό πλήγμα στην πολιτική εν γένει. Την κατέστησε (μέχρι νεωτέρας) πλήρως αποστειρωμένη σε σχέση με τις πραγματικές συνθήκες ζωής του πληθυσμού και αδιαπέραστη από τις αγωνίες και τα αδιέξοδά του. Ως εκ τούτου, αυτές οι αγωνίες και τα αδιέξοδα δεν μπορούν πλέον να βρουν πολιτική διέξοδο και δημοκρατική έκφραση, δεν μπορούν δηλαδή να μετασχηματιστούν θετικά και δημιουργικά, και διοχετεύονται ως αρνητικές και (αυτο)καταστροφικές τάσεις στο κοινωνικό σώμα, σε όλο το πλέγμα των κοινωνικών δικτύων και των διαπροσωπικών σχέσεων. Η διάρρηξη της συνοχής σε αυτό το επίπεδο ισοδυναμεί με κονιορτοποίηση και σάπισμα.

Η εφαρμογή της λιτότητας από μόνη της δεν θα μπορούσε να φτάσει σε τέτοιο βάθος την καταστροφή, στο βαθμό που θα παρέμενε ζωντανή η μη συμμόρφωση με την απολυταρχία στο πολιτικό επίπεδο. Δεν ήταν όμως αυτή η εξέλιξη των γεγονότων το 2015. Φαινόμενα που εντάθηκαν ανησυχητικά τα πρώτα 5 μνημονιακά χρόνια, φαινόμενα όπως η ραγδαία πτωση εισοδημάτων και ο κοινωνικός αποκλεισμός, το πνίξιμο από χρέη που δεν μπορούν να αποπληρωθούν, η ενδοσχολική/ενδοοικογενειακή βία, η βία εν γένει στην καθημερινότητα, η σχολική διαρροή, η παραβατικότητα, οι ψυχικές διαταραχές και άλλα πολλά, σήμερα αποκτούν ένταση και έκταση άλλης, πολύ μεγαλύτερης τάξης.

Οι πολίτες διαισθάνονται ότι το μέλλον τους έχει υπονομευθεί σοβαρά. Αν προσθέσουμε στην οικονομική και κοινωνική απελπισία, την εντεινόμενη γεωπολιτική αστάθεια στην περιοχή και τα κύματα προσφύγων – και ιδιαίτερα τους σύνθετους και αντιφατικούς τρόπους με τους οποίους το δράμα τους καθρεφτίζεται στην κακοποιημένη ψυχική οικονομία του ελληνικού πληθυσμού – τότε το αίσθημα ασφυξίας που αναδύεται καθίσταται εκρηκτικό.

Είναι ακριβώς οι αποπνικτικές συνθήκες που κυριαρχούν σε μια κοινωνία πριν εκραγεί – από ένα ενδεχομενικό γεγονός – βαθαίνοντας ακόμη περισσότερο την παρακμή και την επικινδυνότητα των εξελίξεων. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι εθνικιστικές και φασίζουσες εκφράσεις αποτελούν τους “φυσικούς υποδοχείς” του τυφλού θυμού και του φθόνου, τα οποία είναι τα αναμενόμενα αποτελέσματα του ενταφιασμού της ελπίδας το προηγούμενο καλοκαίρι.

Αν ευσταθούν τα παραπάνω τότε γίνεται σαφές πόσο άστοχη και άσχετη με τη νέα πραγματικότητα που έχουμε ήδη μπροστά μας είναι η ρητορική της κυβέρνησης περί “μάχης” για την “υπεράσπιση” των αδύναμων και την έξοδο από την κρίση με την κοινωνία “όρθια”. Υπό αυτό το πρίσμα, η πίστη στην εφαρμογή της συμφωνίας με τις συνέπειες που περιγράψαμε, η ελπίδα σε μια νεοφιλελεύθερη κατά βάση έξοδο από την κρίση και η επιχειρηματολογία ότι είναι ο μόνος δρόμος που υπάρχει για την κοινωνία μας, μπορούν να χαρακτηριστούν επιεικώς αφελείς. Γιατί πρόκειται για ρητορικά σχήματα που έχουμε ακούσει από όλες τις μνημονιακές κυβερνήσεις και συστηματικά διαψεύδονται από την πραγματικότητα και αναλυτικότατα έχουν αποδομηθεί από το πολιτικό προσωπικό που σημέρα τα οικειοποιείται. Γιατί από όλο τον κόσμο έρχονται σημάδια ότι αυτού του είδους η πολιτικη “ήρθε για να μείνει” και επιδιώκει τη βύθιση των κοινωνιών στη μιζέρια και την εξαθλίωση. Και γιατί αποκλείεται σε μια κυβέρνηση με αναφορά στην αριστερά που δεν έχει κανένα διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της να της κάνουν οι ελίτ τη “χάρη” να “βγάλει” τη χώρα από την κρίση έστω και με το δικό τους τρόπο.

Είναι συνέχεια της αφέλειας που κυριαρχούσε πριν την ανάληψη της εξουσίας, του περίφημου “αποκλείεται να μας πουν όχι”, κατα τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης για τη φύση και τον χαρακτήρα της και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού στη στάθμιση του κόστους (ποιότητα και μέγεθος) ανάμεσα στην εφαρμογή της συμφωνίας και την απεμπλοκή από αυτή. Όμως, όσο περνά ο καιρός, η αφέλεια αυτή θα στοιχίζει όλο και περισσότερο στην αριστερά και την ελληνική κοινωνία.

Στοιχιζει πλέον και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κοινωνίες καθώς το “παράδειγμα” του ΣΥΡΙΖΑ προσανατόλισε την ευρωπαϊκή αριστερά σε μια κατεύθυνση που αν είχε πιθανότητες πολιτικής βιωσιμότητας τότε η σοσιαλδημοκρατία δεν θα υποχωρούσε για να είναι σήμερα η αριστερά παρούσα με αξιώσεις στο πολιτικό προσκήνιο. Δεν πρόκειται για μια κεντροαριστερή ή σοσιαλδημοκρατική “μετάλλαξη” της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αυτές οι έννοιες δεν περιγράφουν σε τι πραγματικά προσχωρεί η αριστερά με αυτές τις επιλογές επαναλαμβάνοντας τα πολιτικα αδιέξοδα της σοσιαλδημοκρατίας σε μια χρονική στιγμή μάλιστα που αυτά τα αδιέξοδα είναι απολύτως εμφανή.

Η προοδευτική, φιλολαϊκή διαχείριση μιας πολιτικής στρατηγικής που μετασχηματίζει βίαια τη συνδεσμολογία ισχύος μεταξύ ελίτ και πολιτών σε βάρος των δεύτερων – καταδικάζοντας εκτεταμένα τμήματα πληθυσμού σε συνθηκες κοινωνικού αποκλεισμού και άλλα σε διαρκή ανασφάλεια και μηδαμινές προσδοκίες – δεν μπορεί να συσπειρώσει προφανώς αυτούς που πλήττει και δεν είναι απαραίτητη στις ελίτ. Άρα δεν διαθέτει ούτε την ισχύ να επιβάλλει στις ελίτ κάποιου είδους κοινωνική “συναίνεση”, ούτε την πολιτική βιωσιμότητα που θα εξασφάλιζε κάποιο σχέδιο των ελίτ για κοινωνική “ανακωχή” που θα την καθιστούσε χρήσιμη σε αυτές. Δεν φαίνεται κάτι τέτοιο στον ορίζοντα.

Ο ασυνάρτητος και ανίσχυρος χαρακτήρας αυτής της στρατηγικής καθρεφτίζεται στην πολιτική παρουσία του “αρχιστράτηγου” της συμμαχίας των “προοδευτικών” δυνάμεων, του Προέδρου της Γαλλίας. Ο “αρχιστράτηγος” ηγείται της τρίτης πολιτικής δύναμης της χώρας του και πρόσφατα ο Πρωθυπουργός του άσκησε κριτική στη Γερμανίδα Καγκελάριο “από τα δεξιά” στο ζήτημα της διαχείρισης των προσφυγικών ροών…

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, απαιτείται να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας. Η εστίαση στις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο υποτίμησης του γεγονότος ότι είχαμε μια ήττα των δυνάμεων που αντιμάχονται τη σύγχρονη απολυταρχία. Να μην κρύψουμε πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ το γεγονός ότι είμαστε επιχειρησιακά αδύναμοι για να αναχαιτίσουμε την απολυταρχία όταν περιοριζόμαστε στην παραδοσιακή (κινηματική, εκλογική κοκ) πολιτική πρακτική. Χρειάζεται τόλμη και σθένος ώστε να προχωρήσουμε σε μια διεξοδική εξέταση της συνάφειας των παραδοσιακών εργαλείων και μεθόδων με τη νέα περίοδο στην οποία έχουμε εισέλθει.

Από εδώ και εμπρός, πραγματικά χρήσιμες στην κοινωνία θα είναι οι πρωτοβουλίες εκείνες που θα επιχειρήσουν να υπερβούν δημιουργικά τη νοοτροπία και τις δεξιότητες που καλλιεργεί ο παραδοσιακός τρόπος πολιτικής δράσης. Πρωτοβουλίες που θα τροφοδοτήσουν με νέα εργαλεία και επιχειρησιακή νοοτροπία τις υπαρκτές και με μεγάλες δυνατότητες κοινωνικές δυνάμεις που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να σταθούν απέναντι στη διαδικασία εξόντωσής τους.

*Δημοσιεύθηκε στο Unfollow/Μάρτιος 2016

Στρατηγική ήττα της δημοκρατίας (video)

Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται σε παρέμβαση στην εκδήλωση του «Δρόμου της Αριστεράς» με θέμα Καθεστώς Δανεισμού και Πολιτικός Αγώνας για να μην σβήσει η χώρα. Η εκδήλωση που διοργάνωσε ο Δρόμος της Αριστεράς, πραγματοποιήθηκε στις 09/11/2015 στην ΑΣΟΕΕ .

Δεν διαλέγουμε την εποχή στην οποία γεννιόμαστε -αν θα είναι φωτεινή ή σκοτεινή. Αυτό όμως που επιλέγουμε, που περνάει από το χέρι μας, είναι η στάση που θα έχουμε απέναντί της. Και σ’ αυτές τις εποχές τις δύσκολες, στις οποίες μπαίνουμε ολοταχώς τα τελευταία χρόνια, φάνηκε από τις εξελίξεις και την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς τον τελευταίο χρόνο, ότι αν δεν έχουμε το φρόνημα και το ανάστημα να παραδεχτούμε –προσωπικά ο καθένας– το καθήκον που έλαχε σε μας, όσο δύσκολο και να φαίνεται, τότε όχι μόνο δεν θα είμαστε χρήσιμοι στον λαό μας αλλά θα γίνουμε αργά ή γρήγορα εξάρτημα της μηχανής που επιχειρεί να ισοπεδώσει κοινωνίες, δικαιώματα, κατακτήσεις.

Αυτό δεν αφορά μόνο την Αριστερά αλλά αφορά και την Αριστερά. Πολλοί και πολλές που αποκόπηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν το κάναν για να μείνουν πιστοί στις ιδέες τους, διότι σε περιόδους όπως αυτή που ζούμε, ολικής απειλής της κοινωνίας, δεν έχουμε το δικαίωμα να αγωνιζόμαστε για να υπερασπιστούμε ή για να προωθήσουμε τις ιδέες μας, αλλά έχουμε την υποχρέωση να αγωνιζόμαστε για την επιβίωση του λαού μας, με όπλο τις ιδέες μας. Κι αν κάτι σήμερα φαντάζει στα δικά μου μάτια τρομακτικό, δεν είναι οι νέες περικοπές μόνο, δεν είναι το ξεπούλημα που συνεχίζεται, αλλά η έλλειψη ελπίδας. Διότι μια κοινωνία που πιέζεται πολύ αλλά έχει έναν αγωνιστικό προσανατολισμό, έχει μια διάθεση μαχητικότητας, μπορεί να αντέξει πάρα πολλά χωρίς να διαλυθεί. Μια κοινωνία παραιτημένη, χωρίς ελπίδα, είναι μια κοινωνία που αργά ή γρήγορα θα αναπτύξει όλες τις παθογένειες, που δυστυχώς βλέπουμε και σ’ άλλες κοινωνίες, και αργά ή γρήγορα θα αρχίσει να αλληλοφαγώνεται. Γιατί αυτό που ζήσαμε αυτόν τον χρόνο, ο οποίος δεν έχει τελειώσει ακόμα, είναι μια στρατηγική ήττα όχι της Αριστεράς, αυτό θα ήταν λίγο και πιο εύκολα αντιμετωπίσιμο, αλλά μια στρατηγική ήττα της δημοκρατίας. Μια στρατηγική ήττα της δημοκρατίας που έρχεται σαν συνέχεια του γεγονότος ότι οι λαοί έχουν ξεχάσει τι σημαίνει δημοκρατία.

Δημοκρατία είναι η δυνατότητα εκείνων που δεν έχουν οικονομική ισχύ να έχουν λόγο γι’ αυτά που τους αφορούν ή πρόσβαση –κάποιου τύπου επιρροή– σ’ αυτά που τους αφορούν. Είχαμε την τύχη ως κοινωνία, γιατί πολλές κοινωνίες, τεράστιες περιοχές του πλανήτη δεν είχαν αυτή την τύχη, να ζήσουμε σε μια περίοδο που είχαμε κάποια στοιχειώδη πρόσβαση στις αποφάσεις. Δεν θέλω, λόγω του χρόνου, να επεκταθώ.

Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Έκλεισε με τον πιο καθαρό τρόπο, χωρίς υπεκφυγές. Το μήνυμα που πήραμε, και πρέπει να το κατανοήσουμε βαθιά, είναι ότι δεν έχουμε την απαραίτητη ισχύ ως λαός, ως κοινωνία, και εμείς και άλλες κοινωνίες, για να επιβάλουμε τη συμμετοχή μας σε κρίσιμες αποφάσεις για τη ζωή τη δική μας και των παιδιών μας. Άρα το ερώτημα, στο δικό μου το μυαλό, είναι πώς αποκτάμε εκ νέου εκείνη την ισχύ που θα αναγκάσει τις ελίτ να αποδεχτούν ότι στον σχεδιασμό του μέλλοντος των κοινωνιών μας, θα λαμβάνονται υπ’ όψιν και οι δικές μας απόψεις και οι δικές μας ανάγκες. Και πώς θα παραχθεί αυτή η νέα ισχύς; Αυτό είναι ένα ερώτημα που πρέπει να μας απασχολήσει.

Πρέπει να είμαστε επινοητικοί, τολμηροί, διατεθειμένοι να επανεκπαιδευτούμε, να αλλάξουμε πολλά απ’ αυτά που εμείς νομίζουμε ότι είναι οι βασικοί κανόνες, οι βασικές γραμμές στις οποίες πρέπει να κινείται η δράση μας και η σκέψη μας – διότι κι εμείς γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε μια περίοδο που τέλειωσε. Πρέπει να εκμεταλλευτούμε όλες τις σύγχρονες δυνατότητες, να είμαστε σοβαροί, συστηματικοί και να θέλουμε να είναι πολυπρόσωπη η προσπάθειά μας, διότι απέναντί μας έχουμε έναν καλά οργανωμένο στρατό. Η εικόνα του αντιπάλου με τον οποίο θα πρέπει να αναμετρηθούμε, είναι οι στρατιές των γραφειοκρατών, των καλά διαταγμένων, των καλά καταρτισμένων, των καλά οργανωμένων και καλής επικοινωνίας μεταξύ τους και διάταξης και αξιοποίησης όλων των δυνατοτήτων τους: του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Απέναντι σε τέτοιους στρατούς θέλει μια άλλου τύπου σοβαρότητα και οργάνωση.

Αν δεν το κάνουμε εμείς, επειδή η κοινωνία μας καταρρέει, αν δεν βρούμε εμείς τρόπο, οι πολίτες αυτής της χώρας, ο ελληνικός λαός, να αποκτήσει την ισχύ, να έχει το δικαίωμα, να έχει την αυτονομία να μπορεί να συμμετέχει κανονικά στις κρίσιμες αποφάσεις και να επηρεάζει τις εξελίξεις, αν δεν το κάνουμε αυτό, θα έρθουν οι εθνικιστές, οι φασίστες, με τον δικό τους στρατιωτικοποιημένο τρόπο, να περιμαζώσουν μια κοινωνία που καταρρέει και να ολοκληρώσουν την παρακμή της. Πυξίδα σε αυτή την προσπάθεια θα μπορούσε να είναι η δράση της Αριστεράς σε παρόμοιες περιπτώσεις, σε παρόμοιες περιόδους, αφού το μάτι της Αριστεράς θα πρέπει να πάει πίσω αρκετά, πριν από την περίοδο που αρχίσαν κάποιες κοινωνίες στη Δυτική Ευρώπη να έχουν κάποιου τύπου δημοκρατία.

Να κλείσω με μία φράση: Η εικόνα αυτού που προσπαθώ τόση ώρα να πω, του περιορισμού δηλαδή του δικαιώματός μας να έχουμε λόγο σ’ αυτά που μας αφορούν, είναι οι κυβερνήσεις τις οποίες καλούμαστε να ψηφίσουμε τα τελευταία χρόνια. Είναι οι κυβερνήσεις που παίρνουν εντολή από τον ελληνικό λαό, οι οποίες αποτελούν τον μικρό εταίρο σε μια μεγαλύτερη κυβέρνηση που έχει μέσα την ΕΚΤ και τους δανειστές, οι οποίοι είναι και αρμόδιοι για τις κρίσιμες αποφάσεις. Και αν αυτός ο μικρός εταίρος δεν έχει σχέδιο, με την κινητοποίηση του κόσμου, να ασκήσει παίρνοντας πάνω του ο ελληνικός λαός (να τον οργανώσει ώστε να πάρει πάνω του) τις βασικές λειτουργίες της κοινωνίας μας, τότε όποτε τολμήσει ο μικρός εταίρος να αμφισβητήσει τους μεγάλους, η κοινωνία θα απειλείται με απόλυτη καταστροφή, με χρεοκοπία. Άρα τμήμα της δυνατότητάς μας να ανακτήσουμε τη δημοκρατία και την αυτονομία μας, είναι η ικανότητά μας, από ’δω και πέρα, να οργανώσουμε με τέτοιο τρόπο τις δικές μας δυνατότητες ώστε να ασκήσουμε κάποιου τύπου έλεγχο πάνω στις βασικές λειτουργίες. Στη διατροφή, το φάρμακο, την ενέργεια, τις υπόλοιπες υποδομές. Όσο ξένο και να μας φαίνεται αυτό στην παραδοσιακή πολιτική, άλλο τόσο πολλή δουλειά χρειάζεται να κάνουμε για να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε ότι στη νέα περίοδο στην οποία έχουμε μπει, οι πολιτικές δυνάμεις που θα παίξουν ρόλο, θα είναι ανθεκτικές και πραγματικά θα είναι χρήσιμες στον ελληνικό λαό, θα είναι αυτές που θα ξέρουν να κάνουν αυτή τη δουλειά.

 

*Δημοσιεύθηκε στον Δρόμο της Αριστεράς στις 17/11/2015

Νέο πολιτικό περιβάλλον, νέες απαιτήσεις

Μετά τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτικά κυρίαρχος. Χωρίς ουσιαστικούς εξωτερικούς πολιτικούς περιορισμούς (π.χ. ανάγκη συγκυβέρνησης με τα κόμματα του ΝΑΙ, ισχυρή αντιμνημονιακή αντιπολίτευση), καλείται να κυβερνήσει σε ένα δύσβατο περιβάλλον που εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες (πιστωτές, προσφυγικό κ.ο.κ.), και σε ένα πλαίσιο όπου η κοινωνική δυσαρέσκεια θα εντείνεται λόγω των συνεπειών της συμφωνίας: ο διακηρυγμένος στόχος του παράλληλου προγράμματος είναι ο μετριασμός αυτής της τάσης. Αν εμφανιστούν προβλήματα, π.χ. κατά την εφαρμογή της συμφωνίας ή σχετικά με τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις στο προσφυγικό ζήτημα, είναι πιθανό η κυβέρνηση να εισέλθει εκ νέου σε μια φάση αστάθειας. Ενδέχεται να δούμε διεύρυνση ή αλλαγή του κυβερνητικού συνασπισμού με συστημικά κόμματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει πλέον την προσφυγή σε εκλογές ως μέσο διατήρησης της αυτονομίας του από τα παραδοσιακά συστημικά κόμματα.

Η ΝΔ βρίσκεται σε σοβαρή κρίση στρατηγικής. Οι μνημονιακοί περιορισμοί καθιστούν μια φιλολαϊκή στροφή αδύνατη. Μόνη διέξοδος κατά την ακροδεξιά πτέρυγα της ΝΔ είναι η σκληρή αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ στον άξονα αριστερά/δεξιά, με επίκεντρο όχι εκεί που οι μνημονιακές δεσμεύσεις διαμορφώνουν μια σύμπλευση, αλλά σε άλλα θέματα (ασφάλεια, προσφυγικό, δικαιώματα κ.ο.κ.). Πρόκειται για μια στρατηγική που βαθμιαία θέτει τα κρίσιμα κοινωνικά και οικονομικά θέματα εκτός πολιτικής ατζέντας και δημιουργεί τους όρους για την ηγεμονία της δεξιάς στη βάση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Η μετριοπαθής πτέρυγα έχει μια πιο συστημική και λιγότερο κομματική οπτική: η ΝΔ πρέπει να διαφυλάξει τα συμφέροντα των ελίτ απέναντι στον λαβωμένο από τη διαπραγματευση ΣΥΡΙΖΑ και να τον οδηγήσει σε περαιτέρω συστημική προσαρμογή, απορροφώντας κραδασμους και βάζοντας όρια.

Οι συνθήκες μοιάζουν ιδανικές για την ανάδειξη ενός εθνικιστικού ακροδεξιού κόμματος σε πρωταγωνιστή στην πολιτική σκηνή: αριστερή κυβέρνηση που θα εφαρμόσει λιτότητα, προσφυγικά ρεύματα, αδυναμία των άλλων κομμάτων να επικοινωνήσουν με τα τμήματα του πληθυσμού που συμπιέζονται. Ερώτημα παραμένει αν και με ποιους όρους θα αναδυθεί μια πολιτική έκφραση της εθνικιστικής ακροδεξιάς ικανής να αναλάβει την ηγεμονική εκπροσώπηση των θυμάτων της “αριστερής” λιτότητας, ανοίγοντας τον δρόμο για μια αυταρχική, ακροδεξιά διακυβέρνηση, τύπου Ουγγαρίας.

Η ΛΑΕ, πέρα από αντικειμενικές δυσκολίες (έλλειψη χρόνου, επιθετικότητα από τη μεριά των ελίτ, μεγάλη απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ στα λαϊκά στρώματα κ.ο.κ.), δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει με το προνομιακότερο ακροατήριο της: ένα μεγάλο τμήμα του κόσμου που πίστεψε στον ΣΥΡΙΖΑ, χειραφετήθηκε με το δημοψήφισμα και απογοητεύθηκε από τη συμφωνία, αλλά είναι διατεθειμένο να συνεχίσει να αγωνίζεται. Αυτό το τμήμα (ενστικτωδώς ή συνειδητά) προσέλαβε την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ ως στρατηγική ήττα, η οποία χρίζει σύνθετης εξήγησης και καινοτόμας απάντησης. Η αφήγηση της ΛΑΕ δεν έπιασε επαφή με αυτή τη διάσταση και, ως εκ τούτου, δεν κατάφερε να συσπειρώσει μαζικά αυτό το ενεργητικό τμήμα του κόσμου του ΟΧΙ.

Το παράξενο κλίμα των εκλογών, αλλά και ο διττός χαρακτήρας της αποχής [1], συνηγορούν στη διαπίστωση ότι εκτός από την παραίτηση υπάρχει μια κοινωνική διαθεσιμότητα που δεν μπόρεσε να συσπειρωθεί στο σύνολό της από τις εκφράσεις της Αριστεράς σε αυτές τις εκλογές. Από τη μια, υπάρχει η τάση κανονικοποιήσης της μνημονιακής πολιτικής, παραίτησης της ελληνικής κοινωνίας και αποδοχής της περιορισμένης εμβέλειας της δημοκρατίας. Το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ τον ψήφισαν παρά το ότι έχει δεσμευθεί να εφαρμόσει το τρίτο μνημόνιο, τοποθετεί de facto την μνημονιακή πολιτική προς το παρόν σε δεύτερο πλάνο. Από την άλλη, διαπιστώνεται η τάση αναζήτησης νέων τρόπων ενεργητικής εμπλοκής και κινητοποίησης.

Η Αριστερά στην Ελλάδα έχει διαιρεθεί ανάμεσα σε δύο ασθενικές στρατηγικές: εφαρμογή λιτότητας με αντισταθμιστικά μέτρα και επιστροφή στην καθιερωμένη αντιμνημονιακή ρητορική με μεγαλύτερη έμφαση στο ζήτημα της εξόδου από την ευρωζώνη. Οι εν λόγω στρατηγικές επιλογές δεν αναμετρώνται με βαθύτερα ζητήματα που θέτει εκ των πραγμάτων η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στη διαπραγμάτευση [2] Σε συνθήκες όπου οι ελίτ δεν δεσμεύονται από τη δημοκρατική έκφραση της λαϊκής βούλησης και οι βασικές λειτουργίες των κοινωνιών ελέγχονται από θεσμούς στους οποίους δεν έχουν πρόσβαση οι πολίτες, ο πολιτικός στόχος της απελευθέρωσης των κοινωνιών και της αποκατάστασης της δημοκρατίας δεν μπορεί πλέον να βασίζεται μόνο στην παραδοσιακή πολιτική πρακτική: διαμόρφωση κοινωνικών συμμαχιών, εκλογικός αγώνας, ανάληψη της διακυβέρνησης.

Για να διαμορφωθούν προϋποθέσεις απελευθέρωσης, η Αριστερά οφείλει να επανεξετάσει τη μεθοδολογία, τις προτεραιότητες και τα οργανωσιακά της σχήματα για την κινητοποίηση των πολιτών σε μια κατεύθυνση απελευθέρωσης των δυνατοτήτων τους, την αυτονόμηση μέρους των βασικών λειτουργιών της κοινωνίας από τον έλεγχο των ελίτ (παραγωγή, υποδομές, δίκτυα διανομής κοκ) και τη διασύνδεση αυτών των λειτουργιών με τις εναπομείνασες κρατικές δομές σε ένα όσο το δυνατόν ανθεκτικότερο δίκτυο. Μόνο υπό αυτές τις προϋποθέσεις μπορούμε πραγματικά να υλοποιήσουμε τους όποιους πολιτικούς στόχους, καθώς θα είμαστε σε θέση να αναμετρηθούμε με αξιώσεις με την επιθετικότητα των ελίτ, οι οποίες είναι διατεθειμένες να πλήξουν καίρια μια κοινωνία που επιχειρεί να αυτονομηθεί από τον πλήρη έλεγχό τους (απειλή χρεοκοπίας, παύση βασικών λειτουργιών κ.ο.κ).

Μια τέτοια μεταστροφή στη μεθοδολογία και στην πολιτική στρατηγική απαιτεί σοβαρή και συστηματική επανεξέταση πολύ βαθιά ριζωμένων πολιτικών φαντασιακών και νοοτροπιών των αριστερών οργανώσεων και κομμάτων. Η προσαρμογή στις νέες συνθήκες, μαθαίνοντας από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να αναδείξει μια πιο αποτελεσματική και ανθεκτική Αριστερά, ικανή να συμβάλει σε μια ηγεμονική, καινοτόμα και δημιουργική κοινωνική κινητικότητα. Η αδυναμία της παραδοσιακής πολιτικής πρακτικής να αλλάξει τις βασικές συντεταγμένες της μνημονιακής πολιτικής μπορεί να δημιουργεί απογοήτευση, όμως παράλληλα απελευθερώνει σε εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού μια διαθεσιμότητα για νέες, πιο αποτελεσματικές μορφές κοινωνικής και πολιτικής κινητοποίησης.

Αν η Ελλάδα είναι ένα εργαστήριο εφαρμογής ακραίων, πιλοτικών νεοφιλελεύθερων τεχνικών εξουσίας, που λειτουργεί ως υπόδειγμα για τη ριζική αναδόμηση της φυσιογνωμίας των δυτικών κοινωνιών εν γένει, τότε γίνεται σαφές ότι η εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ αφορά την Αριστερά σε όλες τις χώρες. Μια αριστερή κυβέρνηση, σε όποια χώρα, θα οδηγηθεί αργά ή γρήγορα σε ένα σημείο στο οποίο θα τεθεί επί τάπητος η απειλή κατάρρευσης των βασικών λειτουργιών της κοινωνίας σε περίπτωση μη υποταγής. Την επόμενη φορά, σε οποιαδήποτε χώρα, πρέπει να είμαστε σε θέση να σηκώσουμε το βάρος της κλιμάκωσης της εν λόγω επίθεσης από τη μεριά των ελίτ, η οποία σηματοδοτεί άλλωστε και το τέλος του μεταπολεμικού σεβασμού τους στη δημοκρατία, δηλαδή στους λαούς μας.

Το άρθρο είναι βασισμένο σε κείμενο για τις εκλογές του Σεπτεμβρίου που συνέταξε ο ίδιος για λογαριασμό του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ.

____________________

Σημειώσεις

[1] 1,5 εκατομμύρια λιγότεροι ψηφοφόροι από το 2009, 764.000 λιγότεροι από τον Ιανουάριο του 2015 (περισσότεροι από τους μισούς που απείχαν οδηγήθηκαν σε αυτή την επιλογή μέσα στο 2015). Στην ήδη γνωστή αποστροφή του κόσμου απέναντι στο παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό πρέπει να προστεθεί τώρα και η απογοήτευση από την αδυναμία επιρροής των κρίσιμων οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων μέσα από την εκλογική διαδικασία, όπως φάνηκε από την έκβαση της πρόσφατης διαπραγμάτευσης. Το πλήγμα στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία αρχίζει να γίνεται πλέον ανησυχητικό.

[2] Αλλά και εξελίξεις όπως η προώθηση συμφωνιών τύπου ΤΤΙΡ και η όξυνση των πολεμικών συρράξεων παγκοσμίως, οι οποίες επίσης τροποποιούν το πεδίο της πολιτικής και κοινωνικής αντιπαράθεσης.

*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στις 12/10/2015 στο RedNotebook