Tag Archives: φασισμός

Πολίτες και αυτονομία

Η πολιτική ζωή της χώρας έχει εισέλθει στη σφαίρα της επίσημης πλέον σύγχρονης απολυταρχίας. Υπό την ανοιχτή απειλή του «ξαφνικού θανάτου» η Βουλή νομοθετεί τα περίφημα «προαπαιτούμενα» σε πλήρη διάσταση με τη βούληση του ελληνικού λαού και της πλειοψηφίας της. Μόνο έτσι κερδίζεται η «εμπιστοσύνη» της σύγχρονης απολυταρχίας και απομειώνεται ο κίνδυνος του «ξαφνικού θανάτου».

Αν η Βουλή και η κυβέρνηση «πείσουν» ότι είναι σε θέση να περιφρονούν τη δημοκρατία και τις ανάγκες της κοινωνίας, τότε ίσως καταφέρει η χώρα να μπει σε ένα τρίτο μνημόνιο για να συνεχιστεί η καταστροφή της. Δηλαδή, ίσως μας κάνουν τη χάρη να μας επιτρέψουν να συνεχίσουμε την αργή και βασανιστική μετατόπιση της χώρας μας σε μια τριτοκοσμική θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Ομως, μια κοινωνία που ταπεινώνεται και εξαναγκάζεται στην παρακμή είναι μια κοινωνία που αργά ή γρήγορα θα εμφανίσει έξαρση του ανορθολογισμού και της βίας. Ο εθνικισμός και ο φασισμός ευδοκιμούν σε τέτοιες συνθήκες και πρόκειται βαθμιαία να επικυρώσουν με τον πλέον βάρβαρο τρόπο την κατάρρευση. Η ελληνική κοινωνία είχε πολλά προβλήματα νοοτροπιών και προσανατολισμού, αλλά βρισκόταν σε ένα επίπεδο που θα μπορούσε πραγματικά να τα ξεπεράσει διαμορφώνοντας μια πιο ώριμη και ορθολογική προοπτική. Αυτή η προοπτική ενταφιάστηκε.

Η έξοδος από την υπό μετασχηματισμό Ευρωζώνη ή η παραμονή σε κάποια υποδεέστερη ταχύτητά της είναι επιλογές που θα γίνουν από τη σύγχρονη απολυταρχία και θα επιβληθούν με νέους εκβιασμούς «ξαφνικού θανάτου». Πάντοτε με γνώμονα τα συμφέροντα των τραπεζικών και οικονομικών ελίτ και με πλήρη αδιαφορία και εχθρότητα στις ανάγκες μιας παρηκμασμένης και υπόδουλης κοινωνίας.

Το ερώτημα πλέον για κάθε δημοκράτη, για κάθε πολίτη που αγαπά την κοινωνία του -ανεξαρτήτως ιδεολογικής καταγωγής και απόχρωσης- είναι πώς μπορούμε να αυξήσουμε ως κοινωνία την ισχύ μας ώστε να είμαστε σε θέση να επηρεάσουμε τις αποφάσεις για το μέλλον μας, δηλαδή πώς θα αποκτήσουμε ισχύ ώστε να περιορίσουμε τη σύγχρονη απολυταρχία.

Στη νέα συνθήκη απαιτείται έμφαση στην απελευθέρωση των δυνατοτήτων των πολιτών -τη μόνη πηγή ισχύος στην οποία έχουμε πρόσβαση- ώστε να αποκαταστήσουμε μερικώς έστω την αυτονομία μας και να μπλοκάρουμε την άνοδο του φασισμού και την πλήρη αποδιάρθρωση της πατρίδας μας. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα πραγματικά συνολικό σχέδιο για την κοινωνία μας και όχι η συναίνεση στη διαχείριση του κατήφορου. Αλλά ένα τέτοιο σχέδιο απαιτεί άλλες νοοτροπίες από αυτές που ακόμη κυριαρχούν στην πολιτική ζωή.

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος στις 27/07/2015

Συνέντευξη στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία: «Κατάντημα η δολοφονία τού Φύσσα από ναζί»

Το στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί τον πρωθυπουργό για την πρακτική τού «διαίρει και βασίλευε», που διχάζει το λαό, και εκφράζει την ανησυχία του για τους κινδύνους που απειλούν τη δημοκρατία και τους δημιουργούν η λιτότητα και ο αυταρχισμός.

Τεράστιες ευθύνες στον Αντώνη Σαμαρά για τη δράση της Χρυσής Αυγής καταλογίζει ο Ανδρέας Καρίτζης, μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, εκ των στενών συνεργατών του Αλέξη Τσίπρα. Ο κ. Καρίτζης στη συνέντευξή του στην «Κ.Ε.» κατηγορεί τον πρωθυπουργό και το πολιτικο-οικονομικό κατεστημένο ότι υιοθέτησαν την πρακτική τού «διαίρει και βασίλευε» για να διχάσουν το λαό και να εφαρμόσουν τα Μνημόνια. Εκφράζει ακόμη σοβαρές ανησυχίες για τους κινδύνους που απειλούν τη δημοκρατία και τονίζει ότι η Ελλάδα της λιτότητας και του αυταρχισμού αποτελεί για το νεοφιλελευθερισμό και την ατομοκρατία τον τέλειο καμβά ενός εγχειρήματος ανθρωπολογικής και ιστορικής εμβέλειας.

* Κύριε Καρίτζη, ένας νέος άνθρωπος, στρατευμένος πολιτικά, δολοφονήθηκε εν ψυχρώ. Ο ΣΥΡΙΖΑ προτάσσει το αίτημα για δημοκρατία κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι δεν αντιμετώπισε τον κίνδυνο της Χρυσής Αυγής. Πώς ερμηνεύετε την ανεξέλεγκτη, πλέον, δράση της οργάνωσης;

– Η εν ψυχρώ δολοφονία του Παύλου Φύσσα αποτελεί βαθύ τραύμα στη δημοκρατία και τις καρδιές των Ελλήνων. Είναι αδιανόητο ότι η ελληνική κοινωνία οδηγήθηκε στο κατάντημα να δολοφονείται ένας άνθρωπος για τις ιδέες του από ναζί. Ξεπερνάει κάθε νοσηρή φαντασία η σκέψη ότι για να διατηρηθεί η ασυδοσία του εγχώριου οικονομικού-πολιτικού κατεστημένου που λυμαίνεται τη χώρα για δεκαετίες και για να καλυφθούν οι ζημιές των χρηματοπιστωτικών ελίτ από την κρίση οι μνημονιακές κυβερνήσεις οδήγησαν την πατρίδα μας σε βαθιά παρακμή, έκφανση της οποίας είναι η ενίσχυση των ναζί. Η κυβέρνηση του κ. Σαμαρά όχι μόνο δεν έκανε τίποτα για να αντιμετωπίσει το φαινόμενο, αλλά το γιγάντωσε στην προσπάθειά της να διχάσει το λαό ως τον τρόπο για τη συνέχιση του Μνημονίου. Το εν λόγω πολιτικό προσωπικό έχει επάξια κερδίσει τη θέση του στις πιο μαύρες σελίδες της νεοελληνικής ιστορίας και τη διαχρονική καταδίκη των μελλοντικών γενιών.

Σε λεπτό πάγο…

* Ανησυχείτε; Βλέπετε προσπάθεια αποσταθεροποίησης;

– Η ανησυχία είναι πολύ μεγάλη. Ολόκληρη η χώρα πατάει σε λεπτό πάγο. Το πολιτικοοικονομικό κατεστημένο οδήγησε τη χώρα στην καταστροφή και πάνω στα ερείπια αναδύονται επικίνδυνοι σχεδιασμοί. Δυσφορεί με τη δημοκρατία και την πλήττει διαρκώς. Η ΕΡΤ, η αστυνομική αυθαιρεσία, η ανοχή στη ναζιστική εγκληματικότητα και η θεωρία των δύο άκρων συνιστούν αδιανόητα ολισθήματα. Η ιστορία της χώρας μας δεν επιτρέπει τον εφησυχασμό. Απαιτείται εγρήγορση και αφύπνιση για την υπεράσπιση θεμελιακών αξιών όπως η δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία.

* Λέτε, δηλαδή, ότι η σμίκρυνση της δημοκρατίας δεν αποτελεί απλώς κάποιο πρόσκαιρο εργαλείο που χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση στην εποχή της κρίσης;

– Ακριβώς. Η πολιτική άγριας λιτότητας και υποβάθμισης όλων των πτυχών της ζωής των πολιτών και η ακύρωση του δημοκρατικού πλαισίου δεν είναι μια προσωρινή κατάσταση. Αποτελεί τον καμβά για τη Νέα Ελλάδα στη Νέα Ευρώπη κατ’ εικόνα και ομοίωση του ασιατικού καπιταλισμού που ευαγγελίζονται οι νεοφιλελεύθεροι όλων των χωρών. Συνιστά ένα ανθρωπολογικής και ιστορικής εμβέλειας εγχείρημα. Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στην επέλαση του άμεσου κέρδους, του ατομισμού και του άκρατου ανταγωνισμού με αφορμή την παγκόσμια κρίση. Αυτή η λογική προωθεί τη δημιουργία εγωιστικών, ανταγωνιστικών όντων, με μόνο μέλημα τη νίκη στον ανταγωνισμό και την αδιαφορία για τον διπλανό. Δύσκολα θα χρησιμοποιούσα τη λέξη «άνθρωπος» για να περιγράψω αυτού του τύπου το ον που διαβιοί μέσα σε μια διαρκή αγριότητα.

* Αν ο σκοπός της νεοφιλελεύθερης λογικής είναι η κατασκευή ενός νέου, εντός ή εκτός εισαγωγικών, τύπου ανθρώπου που προορίζεται να ζήσει μια ζωή σύμφωνη με τους νόμους της αγοράς, η πρόταση της Αριστεράς πού εδράζεται;

– Εδράζεται σε εντελώς διαφορετική λογική, στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η θέση ότι ο άνθρωπος ευημερεί μαζί με τους άλλους και όχι εναντίον των άλλων. Η λογική της Αριστεράς εστιάζει στη συνεργασία και όχι στον ανταγωνισμό και στη δημοκρατία ως διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με την κατανομή των πόρων και την πορεία της κοινωνίας. Δημοκρατία σημαίνει ότι οι πολίτες με μικρή ή και καθόλου περιουσία μπορούν να επηρεάσουν τις σχετικές αποφάσεις με βάση τις δικές τους ανάγκες, γεγονός «απαράδεκτο» για τις οικονομικές ελίτ που τις θεωρούν δικό τους «προνόμιο». Βασίζεται στις δυνατότητες των πολιτών, σέβεται την παράδοση, το περιβάλλον και τις επόμενες γενιές τόσο στο παραγωγικό όσο και στο καταναλωτικό της πρότυπο, αγωνίζεται για τη μεταφορά εξουσιών στους πολίτες και τον έλεγχο του κράτους από αυτούς.

Θα γυρίσει ο τροχός

* Γεννάται, βεβαίως, το ερώτημα: Πώς μια κοινωνία, εμποτισμένη για δεκαετίες από τη λογική του ατομικού δρόμου, μπορεί να ενστερνιστεί αυτή τη συλλογική πρόταση για τον άνθρωπο; Και πού θα βρει το σθένος να αγωνιστεί;

– Αν δεν μπορούσε να συμβεί αυτό που περιγράφετε, τότε η ανθρωπότητα θα ήταν ακόμη στα σπήλαια. Καμιά αλλαγή δεν θα ήταν εφικτή ποτέ. Βεβαίως, για να γυρίσει ο τροχός χρειάζεται ο καθένας από εμάς να αναμετρηθεί με τον εαυτό του και να σηκώσει το ανάστημά του απέναντι στους ισχυρούς σεβόμενος τον εαυτό του, τους γύρω του και τις επόμενες γενιές. Και αυτό γίνεται μέσα από συλλογικές πρακτικές και αγώνες. Η συρρίκνωση της λογικής του ανταγωνισμού και η διεύρυνση της λογικής της συνεργασίας και της δημοκρατίας συνιστούν τον μόνο τρόπο αντιμετώπισης των εκρηκτικών άμεσων προβλημάτων του λαού μας. Αυτή είναι και η στρατηγική του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ.

* Ενα τμήμα της Αριστεράς δίνει πολλές φορές την εντύπωση ότι αποτελεί μέρος κάποιας διανοουμενίστικης ελίτ, ξεκομμένης από τις λαϊκές τάξεις και τις ανάγκες της. Κάνω λάθος;

– Υπάρχει πυρήνας αλήθειας σε αυτό τον ισχυρισμό. Τις τελευταίες δεκαετίες η Αριστερά βρέθηκε στο περιθώριο, πέρασε βαθιές κρίσεις και αλλού εξαφανίστηκε. Η ηγεμονία της λογικής του ατομισμού και του κέρδους την περίοδο της «ανάπτυξης» την απομόνωσε ως μια ιδιοσυγκρασιακή επιλογή μικρού μέρους μορφωμένων κυρίως τμημάτων του λαού. Αυτό επηρέασε τη φυσιογνωμία της. Ομως η Αριστερά άντεξε και σήμερα είναι εδώ για να συμβάλει άλλη μία φορά στους αγώνες του λαού μας για δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία και αξιοπρέπεια.

* Πρώτη φορά ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει τόσο ανοιχτά την προοπτική αυτοδυναμίας στις ερχόμενες εκλογές. Εκτιμάτε ότι ο στόχος αυτός είναι εφικτός; Και αρκεί η αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ για να βγει η χώρα από την κρίση;

– Ο λαός μας χρειάζεται να κάνει μια μεγάλη αλλαγή νοοτροπιών και προτεραιοτήτων. Πρόκειται για μια μεγαλειώδη αφύπνιση που βρίσκεται σε εξέλιξη, κατά τη γνώμη μου. Ο ΣΥΡΙΖΑ συμβάλλει ποικιλοτρόπως σε αυτή τη μεγάλη αλλαγή και πρωτίστως ως ο πολιτικός εκφραστής αυτής της ριζικής αλλαγής. Η αυτοδυναμία δεν είναι ούτε στόχος ούτε αντικείμενο εκτίμησης των δυνατοτήτων μας. Είναι ο τρόπος μας να δηλώσουμε την αφοσίωσή μας στον αγώνα του λαού μας χωρίς προϋποθέσεις. Να δηλώσουμε με αποφασιστικότητα ότι δεν θα κάνουμε πίσω ακόμη και αν δεν συμβάλουν άλλες δυνάμεις σε αυτό το σκοπό. Ομως ο καθοριστικός παράγοντας παραμένει η αποφασιστικότητα και η επινοητικότητα του λαού μας.

Μερικές σκέψεις για τη φασιστική ακροδεξιά εν καιρώ κρίσης

Η οικονομική κρίση οδηγεί εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού στο περιθώριο. Η στοιχειώδης κάλυψη των αναγκών δεν είναι πια δυνατή, ενώ δεν υπάρχει ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, γεγονός που θέτει σε επερώτηση βασικές πτυχές της στρατηγικής οργάνωσης της ζωής (ατομικός δρόμος κ.ο.κ.), ακυρώνει τα κυρίαρχα μοτίβα κατανόησης της πραγματικότητας και γεννάει πρώιμα άγχη αφανισμού. Η φασιστική ακροδεξιά δίνει τη δική της απάντηση στον θυμό και την οργή, στο υπαρξιακό άγχος, στην έλλειψη κατανόησης, στην αποσταθεροποίηση, καθώς και στην οργάνωση της ζωής σε καιρούς κρίσης. Η αιτία των προβλημάτων και των αδιεξόδων που βιώνουν οι πολίτες δεν οφείλονται, κατά την προσέγγισή της, σε εγγενείς αντιθέσεις εντός της κοινωνίας. Η κοινωνία συνιστά ένα αρμονικό σύνολο, το οποίο νοσεί εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων (μοτίβο κατανόησης). Η αιτία των δεινών είναι πάντα ο ξένος/διαφορετικός, η απαλλαγή από τον οποίο συνιστά τον προγραμματικό πολιτικό στόχο (υπαρξιακή αποκατάσταση). Διοχετεύει την οργή και τον θυμό σε αδύναμες, κατά τεκμήριο, κοινωνικές ομάδες (μετανάστες, Ρομά, ομοφυλόφιλοι ΑΜΕΑ κ.ο.κ.) και οργανώνει την καθημερινότητα στη βάση πρακτικών βίας εναντίον τους.

Έτσι, νοηματοδοτεί την καθημερινότητα και τη ζωή των πολιτών κατά τρόπο που δεν συνιστά κίνδυνο για το σύστημα· το αντίθετο: αντί να μάχονται εναντίον του, μάχονται εναντίον άλλων που είναι και αυτοί θύματα και δυνητικοί σύμμαχοι, ενώ αποτελούν και μια κρίσιμη δύναμη κρούσης εναντίον της ενίσχυσης της Αριστεράς.

Η ιδεολογία και η ρητορική της φασιστικής ακροδεξιάς δεν πέφτουν από τον ουρανό: συνιστούν τα αντιθετικά/συμπληρωματικά σκοτεινά μέρη της κυρίαρχης ιδεολογίας, και γι’ αυτό η διάχυσή τους σε καιρούς κρίσης, οπότε βρίσκουν ρωγμές για να βγουν στην επιφάνεια, είναι αστραπιαία. Η μη αυτονομία του προσώπου μεταγγίζεται από την μαζική κουλτούρα στον μιλιταρισμό, ο στείρος ατομισμός μεταγγίζεται από τον καταναλωτικό γιαπισμό στον φόβο και στο αίσθημα απειλής από οτιδήποτε διαφορετικό, η ανωτερότητα των Ελλήνων μεταγγίζεται από μια αρχοντοχωριάτικη υπεροψία στην άσκηση ωμής βίας, ο φιλελεύθερος ανταγωνισμός για την επιδίωξη της ευτυχίας μεταστρέφεται σε πάλη μέχρι φυσικής εξόντωσης του άλλου για την επιβίωση κ.ο.κ.

Η συνέχεια με την κυρίαρχη ιδεολογία εξηγεί την ποιοτική διαφορά με την αριστερή προσέγγιση, η οποία προϋποθέτει ρήξη με την κυρίαρχη ιδεολογία, κυρίως ως προς τη φύση της κοινωνίας (ταξική διαίρεση/αρμονικό σύνολο). Η φασιστική ιδεολογία επιχειρεί να διατηρήσει όρθια την κυρίαρχη ιδεολογία σε καιρούς κρίσης, όπου πια γίνεται φανερή η ταξική διαίρεση: το έθνος απειλείται με εξαφάνιση από ξένα στοιχεία.

 

Ο «ξένος» απειλεί την κοινωνική αρμονία

Σε κάθε κρίση, η φασιστική ακροδεξιά εστιάζεται στα αδιέξοδα και διαστρεβλώνει τις αιτιακές σχέσεις που τα παράγουν, επιχειρώντας έτσι να διατηρήσει τη φαντασίωση της αρμονικής κοινωνίας (που απειλείται μόνο εξωτερικά). Αυτή η διαλεκτική εσωτερικού/εξωτερικού δεν τελειώνει ποτέ: ακόμη και αν δεν υπάρχουν μετανάστες, ομοφυλόφιλοι, ρομά, Εβραίοι κ.ο.κ., η φασιστική ρητορική θα διαιρέσει εκ νέου το κοινωνικό σώμα, ώστε κάποια άλλη ομάδα να είναι αυτή που απειλεί εξωτερικά το δήθεν αρμονικό σύνολο. Γι’ αυτό, η αντιμετώπιση προβλημάτων που σχετίζονται με τις ομάδες που μπαίνουν στη θέση του απειλητικού ξένου/διαφορετικού μπορεί να είναι πολύ σημαντική, δεν συνιστά όμως μέθοδο αντιμετώπισης της ακροδεξιάς: η άνοδος του ναζισμού τη δεκαετία του 1930 δεν οφείλεται στην μη έγκαιρη αντιμετώπιση του «προβλήματος» των Εβραίων…

 

H απεύθυνση σε αρχαϊκά ένστικτα

Η τρομακτική διεισδυτικότητά της οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι η αιτία των δεινών είναι άτομα (και όχι κοινωνικές σχέσεις), και μάλιστα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους: διαφορετικό χρώμα, διαφορετική σεξουαλική επιλογή κλπ. Η ανταπόκριση που βρίσκει η επίκληση άσχετων διαφορών ως αιτιών των αδιεξόδων της κοινωνίας φανερώνει ότι η φασιστική ακροδεξιά δεν απευθύνεται στις λογικές, αναλυτικές ικανότητες, αλλά σε αρχαϊκά ένστικτα (φόβος για το διαφορετικό/άγνωστο) και απλοϊκά μανιχαϊκά μοτίβα (λευκός/μαύρος) που υπάρχουν βαθιά μέσα μας, τα οποία ανασύρονται και διογκώνονται σε περιόδους που οι άνθρωποι νιώθουν ότι απειλούνται θεμελιακά και παλινδρομούν σε πρώιμες ψυχικές καταστάσεις — γι’ αυτό τέτοιες εξηγήσεις δεν ευδοκιμούν μαζικά σε νηφάλιους πληθυσμούς σε περιόδους ομαλότητας. Συνεπώς, η αντιμετώπιση της φασιστικής ρητορικής δεν μπορεί να γίνει μόνο με την απεύθυνση στη λογική, όταν έχουν ενεργοποιηθεί πιο πρώιμες φόρμες αντίληψης.

Από την άλλη, το επιχείρημα ότι όσοι ψηφίζουν φασιστικά κόμματα δεν είναι φασίστες, αλλά πολίτες που στρέφονται εκεί επειδή η μετανάστευση και η εγκληματικότητα δημιουργούν πραγματικά προβλήματα, δεν πρέπει να αποτελέσει παράγοντα εφησυχασμού: η εκλογική ενίσχυση της φασιστικής ακροδεξιάς αποτελεί παράγοντα εκφασισμού της κοινωνίας, και όχι αποτέλεσμά της.

Η αντιθετική/συμπληρωματική σχέση κυρίαρχης ιδεολογίας και φασισμού δημιουργεί νέα δεδομένα και στο πεδίο της κρατικής καταστολής. Η φασιστική βία, ευρισκόμενη σε σχέση αντίθεσης/συμπλήρωσης με την αστυνομική «θεσμική» βία, διαμορφώνει μια νέα γκρίζα περιοχή καταστολής, πολύ πιο τρομακτική απέναντι στον αγωνιζόμενο λαό.

Η φασιστική ακροδεξιά είναι σε θέση να αποκόψει κρίσιμες περιοχές και ηλικιακές κατηγορίες από την Αριστερά. Ο δομικός της ρόλος μέσα στην κρίση είναι η εκ νέου ένταξη των στρωμάτων που δεν μπορούν οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις να ενσωματώσουν, σε ένα σχέδιο που, όσο αποκρουστικό και αν είναι, δεν διαρρηγνύει, σε πρώτο τουλάχιστον χρόνο, τις βασικές συστημικές συντεταγμένες (σχέση αντίθεσης/συμπλήρωσης).

Η φασιστική ακροδεξιά δραστηριοποιείται σε υποβαθμισμένες γειτονιές, σχολεία, γήπεδα και άλλα μέρη με υψηλή συγκέντρωση ανέργων, νέων και καταπιεσμένων. Στόχος της, η στρατολόγηση κρίσιμων πυρήνων, η διαμόρφωση ενός ικανού επιχειρησιακού σκέλους σε κάθε περιοχή και η επιβολή της σε αυτή μέσω του έμπρακτου βίαιου ελέγχου της. Μια δυναμική μειοψηφία, με την κάλυψη του κράτους και την άσκηση ωμής βίας, είναι σε θέση να ηγεμονεύσει σε μια περιοχή. Δεν την ενδιαφέρει η μαζικοποίησή της με κλασικούς όρους. Η φασιστική ιδεολογία δεν απαιτεί πλατιά λαϊκή και ενεργητική συμμετοχή, απαιτεί παθητική αποδοχή του στάτους κβο στην περιοχή και ευκαιριακή συμμετοχή στις μιλιταριστικές «επιχειρήσεις» της οργάνωσης, συμμετοχή που συρρικνώνεται στην εκτέλεση διαταγών. Αυτά τα χαρακτηριστικά (παθητική αποδοχή, υποταγή σε διαταγές κ.ο.κ.), αντί να αποτελούν στοιχεία που θα έπλητταν την οργάνωση, συνιστούν τα βασικά της πλεονεκτήματα: πολίτες χωρίς καμιά στρατηγική για το τι να κάνουν στη ζωή τους, έλκονται από τη μιλιταριστική κουλτούρα (δεν χρειάζεται να σκεφτείς, μόνο να στοιχηθείς) και τη φασιστική ρητορική («αποδιοπομπαίοι τράγοι» κ.ο.κ.).

Η αντιμετώπιση της ανόδου της φασιστικής ακροδεξιάς απαιτεί πολυεπίπεδη παρέμβαση. Κατά κύριο λόγο, σχετίζεται με την ικανότητα της Αριστεράς να οργανώσει την καθημερινότητα του λαού και να παράσχει ένα πολιτικό πρόταγμα που δίνει ελπίδα και προοπτική. Με άλλα λόγια, η επιτυχία της Αριστεράς στην οργάνωση του λαού στη μάχη του εναντίον των καταπιεστών του συνιστά τον βασικό τρόπο ανάσχεσης της φασιστικής ακροδεξιάς. Όπως γνωρίζουμε από την Ιστορία, η άνοδος του φασισμού σχετίζεται με την αποτυχία της Αριστεράς.

Η ανάπτυξη ζωντανών συλλογικοτήτων στις γειτονιές και τους εργασιακούς χώρους, που οργανώνουν την πάλη απέναντι στους πραγματικούς υπαίτιους της κρίσης, περιορίζουν de facto τον εκφασισμό. Αντίστοιχα, η ηγεμονία στην κεντρική πολιτική αντιπαράθεση με την κυβερνητική πολιτική σε συνδυασμό με την ανάδειξη ιδεολογικών στοιχείων (δημοκρατία έναντι αγοράς, κοινωνικοποιημένη παραγωγή έναντι ιδιωτικής επιχειρηματικότητας κ.ο.κ.) μπορούν να δώσουν αριστερό προσανατολισμό σε τμήματα του πληθυσμού που περιθωριοποιούνται, επαναπροσδιορίζονται και επιζητούν πιο θεμελιακές απαντήσεις σε υπαρξιακά ερωτήματα που τίθενται στο έδαφος της κρίσης. Μ’ αυτό τον τρόπο, περιορίζεται αντικειμενικά και ο ζωτικός χώρος για την ανάπτυξη της φασιστικής ακροδεξιάς.

Η ισχύς της φασιστικής ακροδεξιάς δεν είναι ούτε τα επιχειρήματα ούτε η πρότασή της. Η ισχύς της παράγεται από την κίβδηλη εικόνα ότι «δεν είναι σαν τους άλλους», ότι είναι σε θέση να συγκρουστεί. Το κύριο πλεονέκτημά της είναι η αίσθηση που φιλοτεχνεί μεθοδικά ότι διέπεται από έναν αρχαϊκό «ανδρισμό» (βίαιο, απρόβλεπτο, πέρα από τα κανονικά όρια), ο οποίος, ασυνείδητα, ελκύει και σαγηνεύει τους αδύναμους. Μεταδίδει μια σιγουριά, μια ασφάλεια, παίρνει τη θέση του προστάτη για έναν πληθυσμό που έχει παλινδρομήσει σε πρώιμες μορφές ύπαρξης και αποζητά όχι σεβασμό και αυτονομία, αλλά έναν απόλυτο (ανεξέλεγκτο, παντοδύναμο, σκληρό) προστάτη.

Πρέπει να της αφαιρέσουμε αυτή την αύρα. Βασικό όπλο εναντίον της είναι η ανάδειξη του βαθιά συστημικού της χαρακτήρα, η έμφαση στο ότι δεν είναι ριζοσπαστική, δεν έχει την τόλμη να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και κρύβεται πίσω από το χρώμα των μεταναστών, φοβάται να τα βάλει με τους πραγματικά ισχυρούς, ότι υπηρετεί αντικειμενικά και δουλικά τους δυνατούς (οι λέξεις-κλειδιά είναι αυτές που κλονίζουν τον «ανδρισμό» της). Ένας τρόπος να γίνει αυτό είναι μέσω της γελοιοποίησής τους: Τι θα έκανε ένας φασίστας την εποχή του Λεωνίδα; Αντί να πάει στις Θερμοπύλες, θα κυνηγούσε είλωτες στους δρόμους της Σπάρτης…

Να αναδείξουμε ότι η δράση της μπορεί να φαίνεται συγκρουσιακή, αλλά στην ουσία δεν θέλει να αλλάξει τίποτα από αυτά που διαλύουν την κοινωνία. Όχι μόνο δεν αλλάζει τίποτα, αλλά η ενίσχυσή της συνεχίζει και επιδεινώνει τη σημερινή κατάσταση, δεν την ανατρέπει.

 

Μια πλατιά νεολαιίστικη κουλτούρα του αντιφασισμού

Στις γειτονιές, τα σχολεία και τα γήπεδα πρέπει να αναπτυχθεί μια πλατιά αντιφασιστική κουλτούρα. Να βρούμε τους τρόπους ώστε να γίνει μόδα στους νέους ο αντιφασισμός. Κι αυτό απαιτεί επιδεξιότητα, πρέπει να συνδεθεί με το «τι είναι μαγκιά» στα σχολεία, στα γήπεδα, στις γειτονιές –παρεμβαίνοντας έμμεσα στο έδαφος των αρχαϊκών προτύπων στα οποία βασίζεται και ο φασισμός–, ώστε μαζικά η νεολαία να επιλέγει την αντιφασιστική στάση.

Σε αυτό το έδαφος μπορεί και πρέπει να αναπτυχθεί ένα πλατύ αντιφασιστικό μέτωπο που θα επιχειρήσει να εμπεδώσει την αντιφασιστική ηγεμονία σε εκείνες τις υποβαθμισμένες περιοχές που κατά τεκμήριο ευδοκιμεί ο εκφασισμός. Όμως, χωρίς τη μόδα του αντιφασισμού η κλασική αριστερή παρέμβαση δεν έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Τα παραδοσιακά πολιτικοκοινωνικά μέτωπα της Αριστεράς επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στις λογικές, νοητικές και ηθικές ποιότητες των ανθρώπων, όμως αυτές ακριβώς αναστέλλονται μέσα στην κρίση και δημιουργείται το έδαφος για τον εκφασισμό.

 

*Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 09/09/2012