Tag Archives: δημοκρατία

Ομιλία στην εκδήλωση με τίτλο: Από το ατομικό στο συλλογικό για μια νέα πολιτική

1. Ζούμε σε μια έντονα μεταβατική περίοδο όπου ευρύτερα ερωτήματα όπως η σχέση ατομικού και συλλογικού αναδύονται και απασχολούν ανθρώπους που δραστηριοποιούνται σε πάρα πολλούς τομείς της κοινωνικής και οικονονομικής δραστηριότητας σήμερα. Συνεπώς, δεν είναι ένα ζήτημα το οποίο οι δυνάμεις της χειραφέτησης πρέπει να προσεγγίζουν με ένα αίσθημα μειονεξίας. Αντιθέτως, συζητώντας και εξετάζοντας ένα τέτοιο θέμα μας τοποθετεί στην προμετωπίδα της προσπάθειας των ανθρώπων παγκοσμίως να πραγματευτούν θεμελιώδεις σχέσεις στο σύγχρονο περιβάλλον έντονων ανακατατάξεων και αλλαγών.

Η σύγχρονη ζωή αποδιαρθρώνει προηγούμενες ταυτότητες και διαμορφώνει πολλαπλές εντάξεις, ενώ οι τεχνολογικές εξελίξεις και η ταχύτητα των αλλαγών “τσιτώνουν” τις κοινωνίες διαλύοντας κοινωνικούς δεσμούς και το αίσθημα του ανήκειν. Τμήματα της κοινωνίας που δεν έχουν πρόσβαση στη γνώση και την πλρηοφορία μένουν πίσω, ενώ τα υπόλοιπα αναπτύσσουν διαρκώς δεσμούς σε πλανητική κλίμακα. Συνεπώς, παραδοσιακές διαστάσεις συλλογικής ζωής καταστρέφονται και νέες διαστάσεις αναδύονται. Το ερώτημα για εμάς είναι η διατήρηση των δεσμών και η αγωνιστική αναδόμηση των σχέσεων μεταξύ τμημάτων του πληθυσμού που διαρκώς απομακρύνονται και τα οποία είναι απαραίτητα να ενώσουν τις δυνάμεις τους για την αντιμετώπιση των σύγχρονων αδιεξόδων και της επίθεσης που δέχονται οι κοινωνίες από τις ελίτ.

2. Η διάσταση μεταξύ ατομικής και συλλογικής διάστασης της ανθρώπινης ύπαρξης είναι ειδοποιό μας χαρακτηριστικό και ποτέ δεν μπορεί να αρθεί πλήρως. Αντί να θεωρούμε ότι αποτελεί ένα πρόβλημα προς επίλυση οφείλουμε να το προσεγγίσουμε με άλλο μάτι, να αναγνωρίσουμε τη δυναμική και το θετικό της περιεχόμενο και να επιδιώξουμε μια κωδικοποίησή της που απελευθερώνει πραγματικά τις δυνάμεις των ανθρώπων, οι οποίοι ειναι ουσιωδώς και αναπόδραστα συλλογικά όντα. Η συμπερίληψη πολλών οπτικών επηρεάζει καθοριστικά την ποιότητα των αποφάσεων που λαμβάνονται.

3. Προσωπικά με ενδιαφέρει ο εντοπισμός και η ανάλυση διαστάσεων της σχέσης ατομικού και συλλογικού σε ένα επίπεδο αφαίρεσης που είναι κοντά στο τι κάνουν οι άνθρωποι και ειδικότερα οι συλλογικότητες που αγωνίζονται για τη χειραφέτηση των ανθρώπων, την απελευθέρωση και τη διαμόρφωση συλλογικών προτύπων ισότητας και ελευθερίας. Σε αυτό το πλαίσιο οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι εμφανίζονται επίμονες αδυναμίες συλλογικής λειτουργίας των δυνάμεων που μάχονται για έναν καλύτερο κόσμο. Ενδεικτικά:

– Αναποτελεσματική ομαδική δουλειά: 10 άνθρωποι ενώ θα έπρεπε να είναι πολύ πιο αποτελεσματικοί δουλεύοντας μαζί, συνεργαζόμενοι και αλληλουποστηριζόμενοι, καταλήγουν τις περισσότερες φορές να είναι λιγότερο παραγωγικοί από ότι αν δούλευαν σε απομόνωση.

– Οι δημοκρατικές διαδικασίες τείνουν να είναι χρονοβόρες, δυσλειτουργικές, κουραστικές και αναποτελεσματικές.

– Διαπροσωπικές εντάσεις τείνουν να αποδιαρθρώνουν συλλογικές διαδικασίες και οργανώσεις.

– Συλλογικά εγχειρήματα και πρωτοβουλίες τείνουν να στηρίζονται και να διατηρούνται στον χρόνο από την υπερπροσπάθεια και την εξάντληση ενός πυρήνα ανθρώπων και συνήθως σβήνουν όταν οι άνθρωποι ξεπεράσουν τα όρια αντοχής τους.

– Η ένταξη σε μια συλλογικότητα δεν επιτρέπει πολλούς βαθμούς άρθρωσης του ατομικού και συλλογικού με αποτέλεσμα να καλλιεργούνται δύο ασταθείς καταστάσεις: της πλήρους ένταξης και αφοσίωσης και της σταδιακής απόρριψης από τη συλλογικότητα και τελικά την μη ένταξη.

Η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ ανέδειξε το πρόβλημα σε αυτό το επίπεδο με πολύ μεγάλη ευκρίνεια. Ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε ότι το πρόβλημα δεν είναι ότι οι άνθρωποι δεν έχουν διάθεση να ασχοληθούν και να εμπλακούν σε συλλογικές διαδικασίες, ιδιαίτερα σε περιόδους όπως αυτή που διανύουμε. Αντιθέτως, το πρόβλημα έγκειται στο ότι το παραδοδιακό μοντέλο συλλογικής οργάνωσης και κινητοποίησης δεν μπόρεσε να διαχειριστεί, να αξιοποιήσει και να ενσωματώσει λειτουργικά μια τεράστια λαϊκή διαθεσιμότητα σε συλλογικές διαδικασίες που είναι αποτελεσματικές, απελευθερώνουν τις δυνατότητες των ανθρώπων και τροποποιούν τις σχέσεις μεταξύ τους. Συνεπώς, υπάρχει κάποιο δομικό πρόβλημα που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε σε αυτό το επίπεδο, σε μια περίοδο που η παραδοσιακή κινηματική και κομματική λειτουργία δεν είναι αρκετές για την ανάσχεση της επίθεσης που δέχονται οι κοινωνίες.

4. Η σχέση ατομικού και συλλογικού συναρτάται και με τα συστήματα αποφάσεων και συλλογικής οργάνωσης. Ζητήματα όπως οριζόντια/κάθετη οργάνωση, αμεσοδημοκρατικές και αντιπροσωπευτικές δομές, ομοφωνία ή ιεραρχία κοκ αναδεικνύουν πτυχές της εν λόγω σχέσης και οφείλουμε να σκεφτούμε και να δοκιμάσουμε νέες κωδικοποιήσεις και αρθρώσεις που θα καθιστούν δημιουργικές τέτοιες εντάσεις χωρίς να τις καταργούν.

5. Μερικά ενδεικτικά στοιχεία που μπορεί να μας είναι χρήσιμα σε μια τέτοια προοπτική:

– ο ρόλος της πράξης είναι καθοριστικός για την εξομάλυνση των σχέσεων ατομικού/συλλογικού και εναρμόνισή τους προς μια ευσταθή και λειτουργική κατεύθυνση. Όταν έχουμε κάτι συγκεκριμένο να κάνουμε τότε η αντίσταση της πραγματικότητας και η δυσκολία της δημιουργίας/παραγωγής δημιουργεί ένα ψυχοσυναισθηματικό πλαίσιο όπου η διάσταση ατομικό/συλλογικό αποκτά πιο ρευστή και λειτουργική διάσταση.

– από την παρεμβολή της πράξης στη σχέση ατομικού/συλλογικού αλλά και από την καλλιέργεια άλλων ποιοτήτων προκύπτει ότι ο βαθύς, υπαρξιακός αλληλοσεβασμός (αναγνώριση της ατομικής περατότητας και της σημασίας του άλλου), το αίσθημα της κοινής μοίρας και το αίσθημα της ατομικής ευθύνης συνιστούν πτυχές που επίσης βελτιώνουν τη διάδραση, συνύπαρξη και συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων.

6. Ο ρόλος της πολιτικής οργάνωσης – αν τον σκεφτούμε σε ένα επίπεδο αφαίρεσης που υπερβαίνει τις συγκεκριμένες μορφές, πρακτικές, οργανωσιακές και μεθοδολογικές έξεις κοκ – συνίσταται σε τρεις θεμελιώδεις λειτουργίες:

– παραγωγή λαϊκής ισχύος (οργανωτής στο κοινωνικό πεδίο των ανθρώπων χωρίς οικονομική ισχύ)

– παραγωγή πολιτικής ισχύος η οποία συνιστά συμπύκνωση και πολλαπλασιασμό της λαϊκής ισχύος.

– παράγοντας θεσμικού και κοινωνικού μετασχηματισμού.

Η παραγωγή λαϊκής ισχύος προϋποθέτει δύο βασικές διαστάσεις:

– αυτονομία αναφορικά με τις βασικές κοινωνικές λειτουργίες που έχουν ανάγκη οι άνθρωποι χωρίς οικονομική ισχύ (υλική δύναμη επιβίωσης). Χωρίς μια διαρκή δραστηριότητα και ενίσχυση της αυτονομίας των λαϊκών τάξεων από τον έλεγχο των ελίτ η αντιπαράθεση μαζί τους καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής αν όχι αδύνατη. Αυτή η δραστηριότητα σήμερα μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν συμβάλουμε στην απόκτηση της συλλογικής ικανότητας συντονισμού και συνεργασίας σε σύνθετα, αποκεντρωμένα και πολυκεντρικά συστήματα οργάνωσης και παραγωγικής κινητοποίησης των λαϊκών τάξεων.

– παραγωγή νοήματος και συναισθηματικής πλήρωσης. Οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται μόνο για την επιβίωση ακόμη και όταν αυτή καθίσταται απολύτως επισφαλής. Οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη ενός ευρύτερου πλαισίου αξιών και ποιοτήτων που δίνουν νόημα στην ύπαρξή τους. Το αγωνιστικό φρόνημα δεν μπορεί να είναι μόνο προϊόν συνδιαλλαγής ή στρατηγικών υπολογισμών.

Αν υποθέσουμε ότι από τις τρεις θεμελιώδεις λειτουργίες μιας πολιτικής οργάνωσης η παραγωγή λαϊκής ισχύος είναι η πιο ατροφική σήμερα και η πιο απαραίτητη για να ανταπεξέλθουμε στην επίθεση που δεχόμαστε και αν θεωρήσουμε ότι αυτές οι δύο διαστάσεις είναι όντως πολύ βασικές τότε αντιλαμβανόμαστε τη σπουδαιότητα της σχέσης ατομικού /συλλογικού για την ανάδυση ενός νέου είδους πολιτικής οργάνωσης συμβατού με τις απαιτήσεις του κοινωνικού και πολιτικόυ ανταγωνισμού αλλά και τις απειλές και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Τόσο η συλλογική οργάνωση σε επίπεδο επιτέλεσης βασικών κοινωνικών λειτουργιών όσο και η παραγωγή συλλογικού νοήματος εξαρτώνται από την ικανότητά μας να επεκτείνουμε και να διευρύνουμε τις δυνατές κωδικοποιήσεις αυτής της σχέσης, ιδιαίτερα στη μεταβατική περίοδο που μας έλαχε να δώσουμε τους δικούς μας αγώνες.

*Ομιλία στην εκδήλωση με τίτλο: «Εγώ, εμείς και ο κανένας..Από το ατομικό στο συλλογικό για μια νέα πολιτική»

Μετασχηματισμοί της πολιτικής στις νέες συνθήκες: η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ

Άρθρο στα Τετράδια στο πλαίσιο του αφιερώματος: «Κριτική προσέγγιση της διαδρομής του ΣΥΡΙΖΑ. Από κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης σε κυβέρνηση της χώρας και μέχρι σήμερα» (φθινόπωρο 2016-τεύχος 66-67). 

1. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί γέννημα μιας περιόδου που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση των πρώτων ενδείξεων σοβαρής αποσταθεροποίησης της κοινωνικής και θεσμικής οργάνωσης των δυτικών κοινωνιών. Η “πρώτη ύλη” για το εν λόγω εγχείρημα προήλθε από τμήματα της αριστεράς που άνηκαν σε διάφορες “παραδόσεις” της, σύμφωνα με την καθιερωμένη ταξινόμηση ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων της αριστεράς του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε ένα πρωτότυπο εγχείρημα πολιτικής ενότητας αριστερών οργανώσεων και συλλογικοτήτων σε μια χώρα όπου η πολιτική αριστερά κατάφερε να επιβιώσει από τον σαρωτικό αντίκτυπο των ραγδαίων ιδεολογικο-κοινωνικών μετατοπίσεων που προκάλεσε η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και η ραγδαία ανάδυση του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος σε παγκόσμια κλίμακα.

Ο βασικός ισχυρισμός του κειμένου είναι ότι η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κατανοηθεί μέσα από το πρίσμα της ασυγχρονίας δύο διαδικασιών μετασχηματισμού. Από τη μια, τμήματα της εναπομείνασας πολιτικής αριστεράς στην Ελλάδα αλλά και ο κόσμος της αριστεράς που συμμετείχε στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ έδειξαν ικανότητα προσαρμογής στις νέες συνθήκες όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά το τέλος ενός μεγάλου ιστορικού κύκλου. Από την άλλη, η μετέπειτα πορεία του – όπως αυτή δρομολογήθηκε μέτα το ξέσπασμα της κρίσης, την αγριότητα της πολιτικής που την συνόδευσε, τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις και την πολιτική ανατροπή με επίκεντρο τον ΣΥΡΙΖΑ – έδειξε ότι η ταχύτητα προσαρμογής της παραδοσιακής αριστεράς στις νέες συνθήκες δεν μπορέσε να παρακολουθήσει τις καταιγιστικές αλλαγές και την όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού.

Ως εκ τούτου, από τη στιγμή της ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση εμφανίζεται μια επιταχυνόμενη τάση αναστροφής των διαδικασιών μετασχηματισμού και προσαρμογής στις νέες συνθήκες και ισχυροποίησης παρωχημένων πολιτικών νοοτροπιών και σχημάτων ανάλυσης που σήμερα εκβάλουν στην αναπαραγωγή είτε συστημικών στερεοτύπων και αφελών προσδοκιών, είτε ασύμβατων με τα νέα δεδομένα παραδοσιακών μεθοδολογιών κινητοποίησης κι οργάνωσης. Και επειδή διανύουμε μια περίοδο ραγδαίων ανακατατάξεων και βαρβαρότητας, η αδυναμία προσαρμογής τροχιοδρόμησε για τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ μια πορεία άρσης θεμελιακών αριστερών παραδοχών, ενώ η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για την εμβάθυνση του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού μοιραία εμβαθύνει την κοινωνική, θεσμική και πολιτική παρακμή.

2. Με την αυγή της νέας χιλιετίας, οι σύγχρονες κοινωνίες βρέθηκαν σε ένα περιβάλλον όπου τα δομικά αδιέξοδα διογκώνονταν υπόκωφα και η στρατηγική των ελίτ επικέντρωνε ουσιαστικά ανενόχλητη στην ανάπτυξη μιας θεσμικής και οικονομικής αρχιτεκτονικής που ακύρωνε τις δημοκρατικές πτυχές της μεταπολεμικής κοινωνικής διευθέτησης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι δυνάμεις που συγκρότησαν τον ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησαν να αναπτύξουν νέες ποιότητες και να διευρύνουν τους ορίζοντες σκέψης και δράσης ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν – πρακτικά και στρατηγικά – στις ασφυκτικές συνθήκες. Έγιναν πιο ευαίσθητες στην κοινωνική ανησυχία που αναδυόταν με αταξινόμητες μορφές και συμμετείχαν ενεργά και με ανοικτό πνεύμα σε κινηματικές και άλλες διεργασίες που υπερέβαιναν σε κάποιο βαθμό την παραδοσιακή μεθοδολογία κινητοποίησης σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Επίσης, τα θραύσματα της πολιτικής αριστεράς βρέθηκαν πολύ γρήγορα να υπερασπίζονται μόνα τους ευρύτερες αξίες αρνούμενες να αποδεχθούν την απαξίωσή τους και τον διαρκώς διευρυνόμενο κυνισμό από τη μεριά των ισχυρών πολιτικών παρατάξεων.

Η διάθεση και ικανότητα προσαρμογής σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο, ασφυκτικό, ασταθές και αχαρτογράφητο περιβάλλον κατέστησε τον ΣΥΡΙΖΑ έναν ιδιόμορφο πολιτικό χώρο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μεν ένα κόμμα της αριστεράς αλλά ανέπτυσσε ιδιαίτερες σχέσεις – τόσο σε επίπεδο πολιτικής επικοινωνίας όσο και κινηματικής μεθοδολογίας – με τους πολίτες και τα κινήματα. Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέπτυξε την ικανότητα παρέμβασης στις πολιτικές εξελίξεις κατά τρόπο που υπερέβαινε την κοινοβουλευτική του δύναμη, καθιστώντας την πολιτική εκπροσώπηση λειτουργική και χρήσιμη στους πολίτες και τα κινήματα, σε αντιδιαστολή με την γενική τάση απαξίωσης της πολιτικής και της αποξένωσης του πολιτικού συστήματος από τους πολίτες.

3. Η επιτάχυνση των εξελίξεων από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης – με την Ελλάδα να βρίσκεται στο επίκεντρο της Ευρωπαϊκής εκδοχής της – έθεσε τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη γραμμή μιας πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης με παγκόσμιες προεκτάσεις. Μια σύγκρουση η οποία πήρε καθολικά χαρακτηριστικά καθώς ο λαός1 αντιστάθηκε αξιοποιώντας ό,τι μέσα είχε στη διάθεσή του: απεργιακά κύματα και κινήματα αντίστασης αναπτύχθηκαν εναντίον όλων των πτυχών της εφαρμοζόμενης πολιτικής, μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις απέκτησαν πανελλαδική εμβέλεια, δίκτυα αλληλεγγύης και εγχειρήματα αυτοοργάνωσης της κοινωνικής αναπαραγωγής ξεφύτρωσαν σε όλες τις γωνιές της χώρας κοκ. Αλλά και στο πολιτικό επίπεδο, ο ελληνικός λαός προκάλεσε έναν πολιτικό σεισμό καθώς απαγκιστρώθηκε από τα κυριάρχα πολιτικά κόμματα και στράφηκε σε μια ιδιόμορφη πολιτική δύναμη που από καιρό είχε δώσει δείγματα γραφής μιας διαφορετικής νοοτροπίας, η οποία επιβεβαιωνόταν από τη στάση της κατά την ανάπτυξη των αγώνων της μνημονιακής περιόδου.

Στις εκλογές του Μαϊου του 2012 ο ελληνικός λαός αξιοποίησε την πολιτική δύναμη που έδειχνε να διαθέτει τη μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής στο νέο πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης, το κόμμα που είχε την ικανότητα να συντονίζεται καλύτερα με τις νέες συνθήκες και κοινωνικές συμπεριφορές, αλλά και τον πολιτικό χώρο εκείνο που είχε το σθένος να αναλάβει να παίξει τον ρόλο του πολιτικού εκφραστή των αναγκών σε μια επικίνδυνη και δύσβατη περίοδο. Όμως πολύ γρήγορα, αμέσως μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνει χώρα ένα πολύ ιδιαίτερο φαινόμενο που αξίζει πολύπλευρης μελέτης.

Μέχρι εκείνη την φάση μπορούμε να εντοπίσουμε μια δυναμική ένταση ανάμεσα στην τάση μετασχηματισμού και προσαρμογής στις νέες συνθήκες του οξυμένου και πολλαπλά διαφοροποιημένου πολιτικού και κοινωνικού ανταγωνισμού που αναφέραμε παραπάνω και την εμμονή σε παγιωμένες νοοτροπίες και πρακτικές που δεν συμβάδιζαν με τα νέα δεδομένα. Πρόκειται για μια δυναμική ένταση ανάμεσα στη διάθεση αναβάθμισης και επικαιροποίησης μεθοδολογιών και οργανωσιακών αρχών που προέκυπτε από τη βιωμένη αδυναμία των κομματικών δυνάμεων για αποτελεσμαστική δουλειά σε κινηματικό και κοινωνικό επίπεδο με παραδοσιακά μέσα – ιδιαίτερα σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού – και την αδρανειακή προσκόλληση σε παραδοσιακά κομματικά σχήματα και νόρμες ενός δυσκίνητου, γραφειοκρατικού οργανισμού. Μια δυναμική ένταση η οποία είναι φυσιολογική και χαρακτηρίζει κάθε προσπάθεια μετασχηματισμού και αλλαγής πολυπληθών και πολυπλόκαμων θεσμών και οργανισμών όπως ένα κόμμα.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτή η δυναμική ένταση δεν ευθυγραμμιζόταν με τις διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, διαπερνούσε οριζόντια όλες τις πτέρυγές του και δεν αποτέλεσε αντικείμενο επικέντρωσης της επίσημης εσωκομματικής συζήτησης. Ωστόσο, από την οπτική γωνία που μας ενδιαφέρει εδώ – την κατανόηση της εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τις επιχειρησιακές απαιτήσεις και την κατάλληλη πολιτική μεθοδολογία στις νέες συνθήκες πολιτικο/κοινωνικού ανταγωνισμού – η εν λόγω ένταση αποτελούσε το καθοριστικό στοιχείο της φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ εκείνης της περιόδου. Ήταν εκείνο το στοιχείο που παρήγαγε θετικά πολιτικά και κινηματικά αποτελέσματα και αναδείκνυε τη δυνατότητα του ιδιόμορφου αυτού μορφώματος να αποτελέσει μια σύγχρονη πολιτική δύναμη στο πλευρό των λαϊκών στρωμάτων και στην υπηρεσία θεμελιακών αξιών σε μια περίοδο ολικών κινδύνων και απειλών. Όμως η πορεία των πραγμάτων έδειξε ότι η εν λόγω δυνατότητα δεν έμελλε να γίνει πραγματικότητα.

4. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 και την αναγόρευση του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση και συνεπώς σε δυνητική κυβερνητική δύναμη, στη δυναμική ένταση που περιγράψαμε παραπάνω προστέθηκε μια καθοριστική συνιστώσα που έγειρε ταχύτατα την πλάστιγγα προς την πλευρά των καθιερωμένων νοοτροπίων και μεθοδολογιών: η τάση ευθυγράμμισης με τις νόρμες και τα χαρακτηριστικά της κρατικής εξουσίας του κομματικού οργανισμού και του πολιτικού του προσωπικού. Πρόκειται για μια εκπληκτικά ισχυρή “ελκτική δύναμη” που τροποποίησε δραστικά και σε σχετικά ελάχιστο χρόνο πρακτικές, διαδικασίες, συμπεριφορές, προτεραιότητες, πολιτικές και οργανωσιακές γεωμετρίες, μετασχηματίζοντας εντυπωσιακά έναν απομακρυσμένο ως τότε από την εξουσία κομματικό οργανισμό – που με εντάσεις επιχειρούσε να διερευνήσει νέες μεθολογίες κινητοποίησης και οργάνωσης – ώστε να είναι συμβατός με την κρατική συνδεσμολογία ισχύος και εξουσίας, αλλά και την πολιτική στρατηγική που τη διαπερνά και την οργανώνει στις νέες συνθήκες.

Η μετασχηματιστική δυναμική της προοπτικής της κυβερνητικής εξουσίας δεν γέννησε και επέβαλλε καινοφανείς νοοτροπίες, πρακτικές και συμπεριφορές. Αναζωογόννησε και αναβάθμισε (και αντίστοιχα συρρίκνωσε και έθεσε στο περιθώριο) στοιχεία που ενυπάρχουν σε κόμματα, θεσμούς και οργανισμούς που αποτελούν εκ των πραγμάτων τμήμα του κράτους με την ευρεία έννοια του όρου. Ποια στοιχεία όμως ήταν αυτά που ενισχύθηκαν και ποια αυτά που συρρικνώθηκαν; Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε:

– αποδιαρθρώθηκαν οι συλλογικές διαδικασίες και ενισχύθηκαν οι ατομικές ή ομαδικές στρατηγικές ακόμη και στο εσωτερικό των πολιτικών πτερύγων.

– υποχώρησαν ο επιτελικός προγραμματισμός και σχεδιασμός και οι “τόποι” της σχετικής διαβούλευσης και ενισχύθηκαν η διαμερισματοποίηση, οι επιπόλαιοι και επιφανειακοί πολιτικοί χειρισμοί, η μιντιακή κουλτούρα και χρονικότητα στην οργάνωση της πολιτικής κοκ.

– αποδιαρθρώθηκε η επικοινωνία ανάμεσα στα μέρη του κομματικού οργανισμού και η μεταφορά της πληροφορίας και ενισχύθηκε η δημιουργία πολλών κέντρων, τα οποία βαθμιάια απομονώνονταν και ανέπτυσσαν ανταγωνιστικές τάσεις.

– υποτιμήθηκε η λειτουργική διάταξη των δυνάμεων στη βάση ενός συνολικού σχεδίου και ενισχύθηκε η ανάπτυξη προσωπικών φιλοδοξιών, σχετικών τακτικών και μια κουλτούρα συγκρότησης ηγεσίας και ηγετικής λειτουργίας σε όλα τα επίπεδα του κόμματος στη βάση της διευθέτησης των επιμέρους επιδιώξεων2.

Αυτές είναι μόνο κάποιες πτυχές από τις πάρα πολλές που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και οι οποίες αναδεικνύουν την κατεύθυνση του μετασχηματισμού. Ο εν λόγω μετασχηματισμός δεν ταυτίζεται με τον προγραμματικό/πολιτικό άξονα αριστερά-δεξιά αναφορικά πχ με τις κοινωνικές προτεραιότητες εκπροσώπησης κοκ. Αν και συνδέεται πολλαπλώς με τη μετατόπιση του πολιτικού προσανατολισμού που λάμβανε χώρα την ίδια περίοδο, ωστόσο δεν ταυτίζεται με αυτόν. Πρόκειται για οργανωσιακές και επιχειρησιακές πτυχές που θα ήταν απαραίτητες για την προώθηση πολιτικών που υπερβαίνουν την αριστερά. Πρόκειται για τις αναγκαίες (αλλά όχι ικανές) συνθήκες για την αποτελεσματικότητα μιας πολιτικής δύναμης που επιχειρεί να τροποποιήσει τις εγκαθιδρυμένες νεοφιλελεύθερες νόρμες και θεσμίσεις και να ανοίξει χώρο για μια διαφορετική πολιτική ακόμη και συστημικού χαρακτήρα. Η αδυναμία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να εφαρμόσει έστω κάποια συστημικού χαρακτήρα διαφορετική εκδοχή οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής – πχ σε πεδία εκτός της μνημονιακής επίτηρησης ή κάτω απο τα ραντάρ της – οφείλεται στο γεγονός ότι δεν διέθετε μια μεθοδολογία άσκησης πολιτικής που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει νοοτροπίες και παγιωμένες πρακτικές στον κρατικό μηχανισμό.

Πού όμως οφείλεται η συγκεκριμένη φορά του μετασχηματισμού; Ο εν λόγω μετασχηματισμός αντανακλά τον μετασχηματισμό που έχει υποστεί το κράτος και οι θεσμοί της πολιτικής εξουσίας στο σημερινό πλαίσιο του θεσμοποιημένου νεοφιλελευθερισμού. Μια θεσμοποίηση που είχε ως αποτέλεσμα τον μετασχηματισμό των λειτουργιών του κράτους αλλά και τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της πολιτικής εξουσίας σε Ευρωπαϊκούς θεσμούς οι οποίοι είναι σχεδιασμένοι έτσι ώστε να είναι εκτός της εμβέλειας των πολιτών. Οι ποιότητες και τα χαρακτηριστικά που υποχώρησαν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο πριν από την ανάληψη της διακυβέρνησης είναι εκείνα που έχουν υποχωρήσει στο επίπεδο της κρατικής εξουσίας τις τελευταίες δεκαετίες. Αντιστοίχως, τα στοιχεία που ενισχύθηκαν είναι εκείνα που χαρακτηρίζουν την αποδιάρθρωση και τη βαθμιαία παρακμή των κρατικών λειτουργιών στο ίδιο χρονικό διάστημα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ως κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης διερευνούσε παρά τις δυσκολίες διαφορετικούς τρόπους ανασύστασης της πολιτικής λειτουργίας, ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις αναβαθμισμένες απαιτήσεις που έθετε η επικείμενη εμπλοκή με την πολιτικη εξουσία και τις λειτουργίες ενός κράτους που έχει υποστεί επιχειρησιακό ακρωτηριασμό και οργανωσιακή αποδυνάμωση κατά τα πρότυπα της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για τον ρόλο και τη φυσιογνωμία του κράτους3. Απέναντι σε αυτή την αναμενόμενη εξέλιξη, ο ΣΥΡΙΖΑ ως συλλογικός οργανισμός εμφανίστηκε ανίκανος να αντιπαραθέσει μια μετασχηματιστική στρατηγική σε πολλά επίπεδα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το χειρότερο είναι ότι δεν επιχειρήθηκε καν, καθώς δεν έγινε αντιληπτό το πραγματικό πεδίο αντιπαράθεσης. Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη τον αντίστροφο μετασχηματισμό αφού δεν υπήρχαν – ή ήταν πολύ αδύναμες – αντισταθμιστικές ενέργειες που θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν τη δυναμική ισορροπία αυτών των τάσεων στο εσωτερικό του. Αν συνυπολογίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από ρεύματα της αριστεράς που δεν απέρριπταν την ανάληψη της πολιτικης εξουσίας ως τμήμα της στρατηγικής τους, τότε γίνεται προφανές πόσο παρωχημένη και ασύμβατη με τη σημερινή πραγματικότητα είναι η ανάλυση περί πολιτικής εξουσίας της παραδοσιακής αριστεράς.

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η ασθενής αλλά παρούσα τάση προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ στις νέες συνθήκες πριν γίνει αξιωματική αντιπολίτευση – αυτή που του έδωσε τη δυνατότητα να ανανεώσει την πολιτική λειτουργία, να τον καταστήσει πιο ανοικτό στις κοινωνικές διεργασίες και τελικά να αποτελέσει το όχημα μιας πολιτικής ανατροπής – αποδείχθηκε εξαιρετικά αδύναμη ώστε να αντέξει στις αναβαθμισμένες απαιτήσεις της περιόδου 2012-2014. Χωρίς να έχει αναπτύξει επαρκώς εκείνες τις επιχειρησιακές ποιότητες και νοοτροπίες που θα τον καθιστούσαν μια στιβαρή πολιτική δύναμη ικανή να ανταποκριθεί στην αναβάθμιση του κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού που τον έθετε σε τροχιά εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ τέθηκε σε μια πορεία μετασχηματισμού. Από μετασχηματιστικό παράγοντα προς μια διαφορετική κατεύθυνση λόγω της ανισχυμένης θέσης του στο πολιτικό σκηνικό, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ο ίδιος αντικείμενο μετασχηματισμού.

5. Επιπρόσθετα, ζούμε σε μια περίοδο όπου τεκτονικές αλλαγές λαμβάνουν χώρα σε πάρα πολλά επίπεδα. Η οικονομική κρίση είναι ένα σύμπτωμα μιας βαθύτερης παρακμής και λαμβάνει χώρα σε ένα περιβάλλον ευρύτερης πολυπαραγοντικής αποσταθεροποίησης των σύγχρονων κοινωνιών. Η επιτάχυνση σε πολλά επίπεδα (νέες τεχνολογίες4, περιβαλλοντική αποσταθεροποίηση5, εξάντληση φυσικών πόρων, αναδιάταξη της γεωπολιτικής συνδεσμολογίας ισχύος κοκ) μετασχηματίζει τον παραδιασιακό τρόπο κατανόησης σε τι είδους κοινωνικό και πολιτικό ανταγωνισμό έχουμε εμπλακεί ως λαοί και κοινωνίες. Η αποδιάρθρωση της Ευρώπης και η άνοδος των εθνικιστικών και φασιστικών τάσεων, αλλά και η διάλυση και η υποτροπή κρατικών δομών στη νοτιοανατολική μεσογειακή λεκάνη θέτουν καθήκοντα και απαιτήσεις που υπερβαίνουν όσα θεωρούσαμε δεδομένα 10 χρόνια πριν. Η επιτάχυνση των εξελίξεων έχει οδηγήσει τις ελίτ στην υιοθέτηση μιας καταστροφικής στρατηγικής: οι ελίτ έχουν σήμερα την ιστορική αξίωση να κλείσει ένας μεγαλύτερος κύκλος που ξεκίνησε με την είσοδο των λαών στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι πριν από 2,5 αιώνες. Η αριστερά, αν θέλει να είναι σχετική με την περίοδο, πρέπει να αρθεί στρατηγικά στο ίδιο ύψος και να εκπονήσει μια ανάλογη στρατηγική για τις κοινωνίες προς μια χειραφετητική κατεύθυνση.

Έχουμε εισέλθει σε μια μεταβατική περίοδο μεγάλων απειλών αλλά και δυνατοτήτων. Δεν θα επεκταθούμε εδω περισσότερο στην ψηλάφιση των τεκτονικών αλλαγών που συμβαίνουν γύρω μας, αλλά αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τις ευρύτερες αλλαγές, να αξιοποιήσει τις δυνατότητες της περιόδου στην πορεία προς την εξουσία μεταβάλλοντας θετικά το ευρύτερο ασφυκτικό πλαίσιο και να αποτελέσει μια δύναμη που απευθύνεται σε μια κοινωνία που συναισθάνεται τους υπαρξιακούς κινδύνους με το απαραίτητο αξιακό και συναισθηματικό βάθος. Όμως μια δύναμη που φιλοδοξεί να είναι φορέας κοινωνικής αλλαγής δεν μπορεί να αγνοεί τις κοινωνικές αλλαγές που είναι σε εξέλιξη ούτε να είναι αδιάφορη ή εχθρική στις δυνατότητες που αναβλύζουν από την ανθρώπινη δραστηριότητα σε πολλούς τομείς σήμερα.

6. Μέχρι την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, η ελληνική κοινωνία διέθετε έναν πολιτικό παράγοντα εξομάλυνσης και συνοχής παρά την καταστροφή που βρισκόταν σε εξέλιξη. Η μη συμμόρφωση μιας δημοκρατικής πολιτικής δύναμης με τον κυνισμό και τον πολυδιάστατο αποκλεισμό που κλονίζει την κοινωνική συνοχή σε βαθύτερο επίπεδο λειτουργούσε ανασχετικά σε αυτό τον κλονισμό. Το κοινωνικό τίμημα της ένταξης του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό προσωπικό που δεν έχει “αυταπάτες” – πέρα από τη συνέχεια μιας πολιτικής που βαθαίνει την κοινωνική παρακμή και οικονομική δυσπραγία – είναι η στέρηση από την κοινωνία κάποιου πολιτικού στηρίγματος που διέπεται από ορθολογισμό και ευαισθησία. Η αδυναμία πλέον πολιτικής εκπροσώπησης της μη συμμόρφωσης με τις τοξικές συνθήκες διαβίωσης και την έλλειψη προοπτικής – λειτουργία που επιτελούσε ο ΣΥΡΙΖΑ συμβάλλοντας στην ανάσχεση της παρακμής όπως είπαμε – διοχετεύει (αυτο)καταστροφικές τάσεις στις διαπροσωπικές σχέσεις ενισχύοντας την υπόκωφη κοινωνική βία και απειλώντας την κοινωνική συνοχή με τη βαθύτερη έννοια του όρου.

Ως εκ τούτου έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου πλέον η παρακμή υπερβαίνει την πολιτική μας φαντασία. Απέναντι σε μια πολύ επικίνδυνη περίοδο οι δυνάμεις της χειραφέτησης εισέρχονται αποδεκατισμένες και αποσυσπειρωμένες αλλά με ένα πλεονέκτημα. Δεν μπορούν πλέον να εγκλωβιστούν σε παρωχημένα σχήματα και νοοτροπίες. Και αυτό δεν είναι λίγο καθώς ανοίγει το βλέμμα και την προοπτική να αξιοποιήσουμε δυνατότητες και εργαλεία που δεν μπορούσαμε μέχρι τώρα. Βεβαίως, η κατάσταση θα ήταν πολύ διαφορετική αν ο ΣΥΡΙΖΑ στην πλειοψηφία του είχε παραμείνει πιστός στη μη συμμόρφωση με τη στρατηγική που εμβαθύνει την κοινωνική παρακμή και εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους. Η ύπαρξη ενός μαζικού, πανελλαδικού φορέα που θα επέλεγε να απεγκλωβιστεί από μια καταστροφική πολιτική στρατηγική και ο οποίος θα έστρεφε το σύνολο των δυνάμεών του στο κοινωνικό πεδίο, ώστε από κοινού με τους πολίτες να διερευνήσει όλα όσα δεν κατάφερε την περίοδο 2012-1014, θα δημιουργούσε άλλα δεδομένα στην ελληνική κοινωνία και θα εξέπεμπε ένα σήμα για έγκαιρη τροποποίηση της στρατηγικής στις δυνάμεις της αριστεράς σε όλη την Ευρώπη.

Μια τέτοια επιλογή θα είχε πολιτικό κόστος βραχυπρόσθεσμα σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού, αλλά την ίδια στιγμή θα μπλόκαρε την υλοποίηση της πολιτικής που σήμερα μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κάνει πραγματικότητα. Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ θα εμπέδωνε την κοινωνική του εξουσία στις φτωχές και υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας. Με αυτό τον τρόπο θα εξαφάνιζε την επιρροή ακροδεξιών και εθνικιστικών αντιλήψεων στο τμήμα του πληθυσμού που είναι περισσότερο χτυπημένο από την κρίση και θα διέθετε πραγματικά κοινωνικά εργαστήρια για τη γιγάντωση θεσμίσεων και δικτύων αυτο-οργάνωσης που θα μπορούσαν να στηρίξουν ουσιαστικά την πολιτική του παρουσία και δύναμη σε ένα τοξικό πολιτικό περιβάλλον.

Αντιθέτως, σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ εμβαθύνοντας την πολιτική που αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο την κοινωνία απομακρύνεται από τα λαϊκά στρώματα τα οποία είναι πλέον ανοχύρωτα μπροστά στη ρητορική και πρακτική της ακροδεξιάς, ενώ τα μεσαία στρώματα που θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος των “ταξικών”6 επιλογών μια κυβέρνησης με αναφορά στην αριστερά πολύ σύντομα θα αποσύρουν την όποια στήριξή τους στην κυβέρνηση. Πρόκειται για μια στρατηγική χωρίς πολιτική βιωσιμότητα με τεράστιες συνέπειες για την κοινωνία κυρίως υπό το πρίσμα της έλλειψης ένος πανελλαδικού, συλλογικού αναχώματος με ισχυρές συνδέσεις με τις λαϊκές τάξεις που θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρό εργαλείο στην επικίνδυνη φάση που έχουμε μπει.

7. Όπως όμως και να ήρθαν τα πράγματα, οι απαιτήσεις δεν αλλάζουν επειδή έχουμε βρεθεί σε δυσχερέστερη υποκειμενική θέση σήμερα. Οι δυνάμεις που διαθέτει η ελληνική κοινωνία για την επιβίωση και προστασία της είναι μεγάλες αρκεί να μάθουμε από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και να είμαστε επινοητικοί/ες και τολμηροί/ες την επόμενη περίοδο. Και κυρίως να είμαστε ικανοί/ες να αντιληφθούμε τις δυνατότητες που υπάρχουν γύρω μας και να συμβάλουμε ώστε να τεθούν σε κίνηση οι διεργασίες που είναι συμβατές με τη μεταβατική ιστορική φάση στην οποία έχουμε ήδη εισέλθει.

1 Παρά τη νωθρότητα που εμφάνισε η ελληνική κοινωνία τα προηγούμενα χρόνια όπως όλες οι κοινωνίες που αφέθηκαν στην “αγκαλιά” του περίφημου “τέλους της ιστορίας”.

2 Όπως είναι προφανές σε όσους και όσες έζησαν τις κομματικές διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ πριν από την περίοδο που συζητάμε, οι συλλογικές διαδικασίες και οι επιχειρησιακές λειτουργίες έπασχαν σοβαρά και από πριν. Ωστόσο, την περίοδο για την οποία συζητάμε εμφανίζεται μια ραγδαία επιδείνωση.

3Πέρα από τον νεοφιλελεύθερο μετασχηματισμό του κράτους υπάρχει πάντα και το διακύβευμα της αποτελεσματικής εμπλοκής με τη γραφειοκρατική νοοτροπία και πρακτική που χαρακτηρίζει τις κρατικές λειτουργίες. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αποσυνδέσουμε τα δύο αυτά μέτωπα, καθώς παρά τη σχετική της αυτονομία η κρατική γραφειοκρατία δεν είναι ουδέτερη ως προς τα οργανωσιακά της χαρακτηριστικά, τις στοχεύσεις και τα αποτελέσματά της. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέπτυξε κάποια μεθοδολογία ή επιχειρησιακούς “κανόνες εμπλοκής” ούτε με την “παραδοσιακή” κρατική γραφειοκρατία.

4Ακροθιγώς και ενδεικτικά να αναφέρουμε α) το νέο κύμα τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας (και τις αλλαγές που παράγουν στη διάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων και θεσμίσεων), β) τις τεράστιες ποσότητες ψηφιακών δεδομένων (και τις αλλαγές που ήδη φέρνουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ανθρώπινης δραστηριότητας) και γ) την ωρίμανση τεχνολογιών αυτοματοποίησης (που αναμένεται να διαρρήξουν παγιωμένες νόρμες οργάνωσης των κοινωνιών και της παραγωγής).

5Ενδεικτικά να αναφέρουμε την κλιματική αλλαγή που πλέον έχει επιταχυνθεί συμβάλλοντας αποφασιστικά στην πυροδότηση μεγαφαινομένων όπως μεταναστευτικά ρεύματα και πόλεμοι (πχ η ξηρασία στη Συρία αποτέλεσε έναν υπόγειο παράγοντα που κατέστησε ασφυκτική τη ζωή σε έναν κόμβο γεωπολιτικής έντασης, επιτείνοντας εντάσεις και αδιέξοδα).

6Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτό που εμφανίζεται ως “ταξική” πολιτική υπέρ των πιο αδύναμων στρωμάτων επειδή τα βάρη μεταβιβάζονται σε αυτούς που δεν έχουν ακόμη φτωχοποιηθεί (με αποτέλεσμα και τη δική τους κατάρρευση) δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως πολιτική υπέρ των φτωχών. Αν το αποτέλεσμα δεν είναι η άρση των συνθηκών φτώχειας τους αλλά μόνο η μη περαιτέρω επιβάρυνσή τους τότε σε συνδυασμό με την φτωχοποίηση τμημάτων που δεν είχαν φτωχοποιηθεί, μάλλον πρέπει να μιλάμε για διεύρυνση της φτώχειας παρά για “ταξική” πολιτική υπέρ των φτωχών.

Ενεργές δυνάμεις, ισχύς και κοινωνικοπολιτικές διεργασίες

Ο προσανατολισμός πολιτικής και κοινωνικής δράσης μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης

Η ελληνική κοινωνία, παρά την καταστροφή που έχει υποστεί, διαθέτει ακόμη έναν πληθυσμό με τεράστιες ενσωματωμένες δυνατότητες. Ο ελληνικός λαός χρησιμοποίησε τα πολιτικά και κοινωνικά μέσα που διέθετε στο πλαίσιο της αστικοδημοκρατικής θεσμικής οργάνωσης, αλλά δεν κατάφερε να σταματήσει την περαιτέρω αποδυνάμωση και υποβάθμιση. Όμως, εδώ και καιρό και παράλληλα με τα παραδοσιακά μέσα αντίστασης και αγώνα (κινήματα και εκλογικές αναμετρήσεις) αναπτύσσονται ποικίλες πρωτοβουλίες και εγχειρήματα αυτο-οργάνωσης μέσα στον κοινωνικό ιστό.

Η σφοδρότητα της επίθεσης και η ανάγκη προστασίας και επιβίωσης δημιούργησαν νέες δομές και συλλογικές προσπάθειες, τόσο στην παραγωγή (συνεταιριστικά εγχειρήματα) όσο και στο πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής (κοινωνικά ιατρεία, φαρμακεία, δίκτυα διανομής, δίκτυα αλληλεγγύης με ποικίλες δραστηριότητες κ.ο.κ.). Τα πεδία όπου αναπτύσσεται σήμερα η πρωτοβουλία των πολιτών έχει διευρυνθεί σε πολλούς τομείς.

Την ίδια στιγμή καταφέρνει ακόμη σήμερα, σε αντίξοες συνθήκες, να συνθέτει πραγματικά κοινωνικά μέτωπα μπροστά σε μεγα-φαινόμενα όπως οι προσφυγικές ροές. Η κινητοποίηση και η δημιουργικότητα των ανθρώπων σε πάρα πολλές περιοχές της χώρας αποτέλεσε την κοινωνική δύναμη που έδωσε με επιτυχία μια πολύ δύσκολη μάχη στο εσωτερικό των τοπικών κοινωνιών.

Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για σπασμωδικές και απολίτικες ενέργειες και πρωτοβουλίες διαχείρισης της μιζέριας λόγω της ζοφερής πραγματικότητας. Το πλέγμα των κοινωνικών δυνάμεων που παραμένουν ενεργές αποτελεί τη ζωτικότερη πηγή ισχύος για κάθε απόπειρα ανασυγκρότησης και οικοδόμησης μιας στιβαρής κοινωνικο-πολιτικής διεργασίας για την υπεράσπιση της κοινωνίας.

Οι δυνάμεις που μπορούν να τεθούν σε κίνηση για να αντιμετωπίσουμε εκρηκτικά κοινωνικά προβλήματα είναι πραγματικά πολύ μεγάλες. Όμως, απαιτείται μια σύνθετη πολιτική στρατηγική που θα υπερβαίνει τόσο την αποσπασματικότητα της απομονωμένης δουλειάς στο «μικρό-τοπικό» όσο και τον εγκλωβισμό στη σαγήνη της γενικής πολιτικής εκφώνησης στο «κεντρικό-πολιτικό». Μπορούμε να φανταστούμε αταξινόμητες με παραδοσιακούς όρους, υβριδικές πολιτικό-κοινωνικές διεργασίες και οργανωσιακές διατάξεις οι οποίες κατά κύριο λόγο συμβάλλουν στην ανάπτυξη μιας «ραχοκοκαλιάς» που ενισχύει, διασυνδέει και διευκολύνει την ανάδυση ενός ολοκληρωμένου δικτύου παραγωγής οικονομικής και κοινωνικής ισχύος υπό τον έλεγχο των πολιτών. Μια ραχοκοκαλιά που μεταφέρει τεχνογνωσία στα διάφορα σημεία του δικτύου, ενοποιεί για να αυξήσει τη βιωσιμότητα επιμέρους λειτουργιών, συμβάλει στη δημιουργία καινοτόμων θεσμίσεων που ενισχύουν συνολικά τις επιμέρους λειτουργίες και καλλιεργούν σχετικές νοοτροπίες κ.ο.κ.

Ένας τέτοιος προσανατολισμός πολιτικής και κοινωνικής δράσης μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για τη διαμόρφωση ενός δικτύου παραγωγής λαϊκής ισχύος, το οποία είναι απαραίτητο για να ανταποκριθούμε στην πίεση που δέχεται η κοινωνία από τη σύγχρονη απολυταρχία και τους κινδύνους που ανοίγονται μπροστά μας.

*Δημοσιεύθηκε στο Δρόμο της Αριστεράς στις 04/10/2016

Καλοκαίρι 2015: Τέσσερις τοποθετήσεις και δημόσιες δηλώσεις

Στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ στις 24 Μαΐου 2015 κατέθεσα τις παρακάτω τροπολογίες. 

«Η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ απέρριψε τρείς ακόμη τροπολογίες που κατέθεσε ο Ανδρέας Καρίτζης σε ό,τι αφορά τη διαρκή ετοιμότητα του κόμματος και της Κ.Ε. ειδικότερα, την αποχώρηση της κυβέρνησης από το Brussels Group, ώστε να γίνει διαπραγμάτευση σε πολιτικό επίπεδο και την τεχνική προετοιμασία για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος.

Με την πρώτη τροπολογία ο κ. Καρίτζης πρότεινε να τεθεί σε κατάσταση διαρκούς συνεδρίασης η Κ.Ε. λόγω της κρισιμότητας των εξελίξεων.

Με τη δεύτερη τροπολογία ο κ. Καρίτζης , εκτιμούσε ότι η διαπραγμάτευση σε τεχνικό επίπεδο έχει ολοκληρωθεί και ότι η κυβέρνηση εξάντλησε όλες τις δυνατότητές της για να επιτευχθεί αμοιβαία επωφελής συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο, κάτι που δεν έκαναν οι πιστωτές. Πρόταση του κ. Καρίτζη προς την κυβέρνηση ήταν να επικεντρώσει και να εντείνει τη διαπραγμάτευση σε υψηλό πολιτικό επίπεδο, θεωρώντας περαιωμένες τις εργασίες σε επίπεδο Brussels Group.

Με την τρίτη τροπολογία, ο κ. Καρίτζης αφού επισήμανε την ανάγκη να υπάρξει πλήρης εγρήγορση της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας , καλούσε την κυβέρνηση να ενεργοποιήσει τις διαδικασίες για την τεχνική προετοιμασία του κράτους για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, ώστε να είναι σε πλήρη ετοιμότητα στην περίπτωση που κριθεί αναγκαία η διεξαγωγή του.»

(τμήμα σχετικού ρεπορτάζ του ΑΜΠΕ)

***********

Στις 15 Ιουλίου 2015 συνυπέγραψα μαζί με άλλα 108 μέλη της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ δημόσια δήλωση με το παρακάτω περιεχόμενο. 

Δήλωση 109 (επί συνόλου) 201 μελών της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ:

«Στις 12 Ιουλίου συντελέστηκε στις Βρυξέλλες ένα πραξικόπημα που απέδειξε ότι στόχος των ευρωπαϊκών ηγεσιών ήταν η παραδειγματική εξόντωση ενός λαού που οραματίστηκε ότι μπορεί να ακολουθηθεί ένας άλλος δρόμος πέραν και έξω από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της ακραίας λιτότητας. Ένα πραξικόπημα που στρέφεται ευθέως εναντίον κάθε έννοιας δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας.

Η συμφωνία με τους “θεσμούς” ήταν αποτέλεσμα απειλών άμεσου οικονομικού στραγγαλισμού και συνιστά ένα νέο μνημόνιο με επαχθέστατους και ταπεινωτικούς όρους επιτήρησης, καταστροφικό για τον τόπο και το λαό μας.

Αντιλαμβανόμαστε τις ασφυκτικές πιέσεις που ασκήθηκαν στην ελληνική πλευρά, παρά ταύτα θεωρούμε ότι το παλλαϊκό περήφανο ΟΧΙ στο δημοψήφισμα δεν επιτρέπει στην κυβέρνηση να υποκύψει στα εκβιαστικά τελεσίγραφα των δανειστών.

Η συμφωνία αυτή δεν είναι συμβατή με τις ιδέες και τις αρχές της αριστεράς, κυρίως, όμως, με τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων. Η πρόταση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από τον κόσμο και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.

Ζητάμε την άμεση σύγκληση της Κεντρικής Επιτροπής και καλούμε τα μέλη, τα στελέχη και τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να περιφρουρήσουν την ενότητα του κόμματος, στη βάση των συνεδριακών αποφάσεων και των προγραμματικών μας δεσμεύσεων»

***********

Στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ στις 31 Ιουλίου 2015 πέντε μέλη της ΚΕ καταθέσαμε το παρακάτω ψήφισμα. 

«Στη διαδικασία της Κεντρικής Επιτροπής, εκτός από τα ψηφίσματα της πλειοψηφίας (για Έκτακτο Συνέδριο το Σεπτέμβρη, χωρίς τοποθέτηση επί της συμφωνίας) και της Αριστερής Πλατφόρμας (για Διαρκές Συνέδριο που θα απορρίψει τη συμφωνία), κατατέθηκε και μειοψήφησε το εξής:

1. Η ΚΕ δεν συναινεί στο περιεχόμενο της προτεινόμενης συμφωνίας.

2. Η ΚΕ συγκροτεί κατεπειγόντως επιτροπή επεξεργασίας σχεδίου απεγκλωβισμού της χώρας από τις μνημονιακές δεσμεύσεις για αποκατάσταση της Δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας.

3. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στηρίζουν την κυβέρνηση με ψήφο ανοχής μέχρι την ολοκλήρωση του σχεδίου.

4. Με την ολοκλήρωση του σχεδίου, προκήρυξη εκλογών με αίτημα για νέα διαπραγμάτευση και συμφωνία, στη βάση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, ή ενεργοποίηση του σχεδίου απεγκλωβισμού.Η παραπάνω διαδικασία πρέπει να επικυρωθεί το συντομότερο από έκτακτο συνέδριο.

* Το ψήφισμα κατέθεσαν οι: Παναγιώτης Βωβός. Ανδρέας Καρίτζης, Αλέξανδρος Μπίστης, Νάγια Νικολάου και Δημοσθένης Παπαδάτος.»

***********

Στις 13 Αυγούστου 2015 συνυπέγραψα δημόσια δήλωση με άλλα 18 μέλη της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ. 

«Από την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, το 2010, τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ βρεθήκαμε στην πρώτη γραμμή των κοινωνικών και εργατικών αγώνων για την ανατροπή των καταστροφικών πολιτικών της ακραίας λιτότητας, της αποδόμησης του κοινωνικού κράτους, της διάλυσης των εργασιακών δικαιωμάτων και της αποσάθρωσης της δημοκρατίας.

Ερμηνεύσαμε, ορθά, την παγκόσμια οικονομική κρίση ως δομική κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και τη συνεχή διόγκωση του ελληνικού χρέους ως αποτέλεσμα των αδιέξοδων πολιτικών που υπαγορεύτηκαν από τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία της ευρωζώνης και εφαρμόστηκαν από το σύνολο των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων.

Αποδείξαμε ως μόνη πραγματική εναλλακτική λύση την κατάργηση των μνημονίων, την ανακατανομή των οικονομικών βαρών με μέτρα αναδιανομής υπέρ των ασθενέστερων, την παραγωγική ανασυγκρότηση με βάση ένα οικονομικό μοντέλο που θα αξιοποιούσε όλες τις πηγές του εγχώριου πλούτου και του κοινωνικού δυναμικού της χώρας. Καταφέραμε έτσι να συσπειρώσουμε σε ένα ευρύ αντιμνημονιακό μέτωπο όλες τις κοινωνικές δυνάμεις που καταστρέφονταν από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές, φέρνοντας για πρώτη φορά την αριστερά στην κυβέρνηση.

Σήμερα, μετά από ένα πρωτοφανές για τα ευρωπαϊκά δεδομένα αντιδημοκρατικό πραξικόπημα, που ανέτρεψε τη δημοκρατικά εκφρασμένη θέληση του ελληνικού λαού επιβλήθηκε στην κυβέρνηση ένα νέο μνημόνιο. Με την πρόταση υπογραφής της μνημονιακής συμφωνίας με το «κουαρτέτο» των «θεσμών», το κοινωνικό συμβόλαιο που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ στο λαό αναιρείται. Η συμφωνία περιέχει μέτρα που όχι μόνο την καθιστούν οικονομικά μη βιώσιμη και πολιτικά μη διαχειρίσιμη, αλλά και ακυρώνουν κάθε έννοια δημοκρατικής λαϊκής κυριαρχίας.

Αναγνωρίζουμε ότι η συμφωνία επιβλήθηκε υπό το κράτος εκβιασμών και απειλών μιας άμεσης και άτακτης χρεωκοπίας. Όμως, με την υπογραφή της συμφωνίας ούτε το ενδεχόμενο αυτό αποσοβείται οριστικά, ούτε παρέχεται δυνατότητα εφαρμογής μιας εναλλακτικής πολιτικής για την οικονομική ανάκαμψη και ανακούφιση των ασθενέστερων τάξεων, καθώς η κυβέρνηση της χώρας θα τελεί υπό την διαρκή εποπτεία των θεσμών, ενώ τα «εργαλεία» για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας θα εκποιηθούν για την εξυπηρέτηση του χρέους.

Δημιουργείται έτσι μια αδιέξοδη, ανακυκλούμενη υφεσιακή κατάσταση, η οποία και θα επιτείνει την κοινωνική εξαθλίωση, αλλά και θα εκπέμψει το μήνυμα ότι ο δυσμενής συσχετισμός των δυνάμεων στην Ε.Ε. δεν επιτρέπει καμία άλλη εναλλακτική πέραν της υποταγής και της εφαρμογής των καταστροφικών νεοφιλελεύθερων επιλογών.

Συνεπώς, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να αποδεχθούμε αυτή τη συμφωνία, η οποία θα διαρρήξει τις κοινωνικές μας συμμαχίες και θα καταστήσει την αριστερά αναξιόπιστη. Και φυσικά, είναι αδιανόητη η εφαρμογή αυτής της συμφωνίας από μια κυβέρνηση στην οποία θα συμμετέχει το κόμμα μας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να εκπονήσει άμεσα ένα σοβαρό εναλλακτικό σχέδιο, ταχύτατου απεγκλωβισμού από τα μνημόνια, εξετάζοντας όλα τα ενδεχόμενα -λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ταχύτατα συντελούμενη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της Ε.Ε. και της ευρωζώνης και την κυριαρχία των πιο ακραίων νεοφιλελεύθερων κύκλων- αξιοποιώντας το κοινό πεδίο των αγώνων με τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς και τα όποια ρήγματα που συντελέστηκαν στη διάρκεια της διαπραγμάτευσης στο νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο, αλλά, κυρίως, τον κινηματικό παράγοντα και το μεγαλόπρεπο ΟΧΙ του λαού μας στο δημοψήφισμα. Αυτό πρέπει να είναι και το βασικό αντικείμενο ενός καταστατικά έγκυρου Συνεδρίου που πρέπει να γίνει μέσα στον Σεπτέμβριο, και πρέπει να προηγηθεί οποιασδήποτε εκλογικής διαδικασίας.»

 

Επιστολή παραίτησης από την ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ

*Ακολουθεί η επιστολή που έστειλα κατά την παραίτησή μου από την Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2014, η οποία  παρέμενε αδημοσίευτη για λόγους που αναφέρονται στην επιστολή. Δύομιση χρόνια μετά την δημοσιοποιώ για αρχειακούς λόγους.  

«Προς  τον Πρόεδρο του κόμματος, Αλέξη Τσίπρα 
             τον Γραμματέα του κόμματος, Δημήτρη Βίτσα 
             τα μέλη της Πολιτικής Γραμματείας


Με την παρούσα επιστολή σας καταθέτω την παραίτηση μου απο την πολιτικη γραμματεία.

Έχοντας εκλεγεί με την πλειοψηφούσα λίστα, είμαι υποχρεωμένος να παραιτηθώ από τη στιγμή που κατ´εξακολούθηση έχω διαπιστώσει διάσταση στη μεθοδολογία και φιλοσοφία για τη διεύθυνση και λειτουργία του κόμματος.

Επειδή έχουμε εισέλθει σε μια πολυ κρίσιμη ιστορική φάση – και καθώς δεν υπάρχουν οι τρόποι και οι διαδικασίες συζήτησης τέτοιων ζητημάτων – δεν επιθυμώ πλέον να συμμετέχω σε μια διεύθυνση με την οποία δεν συμφωνώ.

Θα συνεχίσω να υπηρετώ τον κοινό μας σκοπό απο τη θέση του μέλους της κεντρικής επιτροπής συμφωνώντας με τη γενική πολιτικη κατεύθυνση όπως αυτη εχει αποτυπωθεί στα συνεδριακά κείμενα.

Δεν επιθυμώ τη δημοσιοποίηση του περιεχομένου της επιστολής για προφανείς λογους αυτοπροστασιας του κομματος, ενώ θα ήθελα η αντικατάσταση μου να γίνει μετά τις εκλογές (ευρωεκλογές 2014).

Ανδρέας Καρίτζης
Αθήνα, 26-4-2014″

Πρόλογος στο βιβλίο: «Άσχημη περίοδο διαλέξατε να διαφωνήσετε..»

Ζούμε σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών. Το κυρίαρχο σύστημα οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών απειλεί σήμερα το μέλλον της ανθρωπότητας με έναν τρόπο που υπερβαίνει την καθιερωμένη κατανόηση. Σε πλανητικό επίπεδο παροξύνεται ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός, ενώ οι ελίτ όπου Γης έχουν επιδοθεί σε μια απροσχημάτιστη συγκέντρωση ισχύος περιφράσσοντας πόρους, περιοχές, γνώση και πληροφορία και αποκλείοντας με βάρβαρο τρόπο τεράστια τμήματα πληθυσμών από την πρόσβαση σε στοιχειώδη μέσα επιβίωσης.

Σε περιοχές του πλανήτη όπου οι λαοί είχαν κατακτήσει κάποια στοιχειώδη πρόσβαση σε κρίσιμες αποφάσεις – επιβάλλοντας μερικώς τις ανάγκες τους ως παράμετρο για τη λήψη αυτών των αποφάσεων – η μονομερής άρση από τη μεριά των περιφερειακών ελίτ των όποιων κοινωνικών συμβολαίων συνιστά μονόδρομο στο φόντο του παροξυσμού των πλανητικών ανταγωνισμών και των πολλαπλών αδιεξόδων που γεννά η κυρίαρχη λογική του κέρδους. Η επιθετικότητα του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού αποδομεί ανοικτά τη δημοκρατία οικοδομώντας καθημερινά μια κοινωνική και θεσμική πραγματικότητα που συνδυάζει τη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού με αυταρχικούς, δεσποτικούς τύπους διακυβέρνησης (αρχιτεκτονική της ΕΕ και της ευρωζώνης, μνημόνια, συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου κοκ).

Έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου οι ελίτ έχουν εξαπολύσει μια επίθεση για την οριστική εξάλειψη της χειραφετητικής διάστασης της νεωτερικότητας. Επιχειρείται ο ιστορικός ακρωτηριασμός της πεποίθησης ότι μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα ξεκίνησε με την ορμητική είσοδο των λαών στο ιστορικό προσκήνιο μετά τη Γαλλική επανάσταση και η επανεγγραφή αυτής της περιόδου ως μιας “στιγμής” εντός ενός μεσαίωνα που ποτέ δεν τελείωσε. Το χειραφετητικό άλμα στη νεωτερικότητα επιχειρείται να συρρικνωθεί σε μια ακόμη “εξέγερση των χωρικών” που κράτησε απαράδεκτα πολύ.

Ταυτόχρονα, μακροχρόνιες τάσεις φτάνουν στα όριά τους: περιβαλλοντική αποσταθεροποίηση, εξάντληση φυσικών πόρων, διατροφική κρίση, κατάρρευση εθνικών και περιφερειακών συστημάτων διοίκησης και επιτέλεσης βασικών λειτουργιών κοκ. Επιπρόσθετα, ένα νέο κύμα τεχνολογικών εξελίξεων (αυτοματοποίηση, ψηφιακές τεχνολογίες πληροφορίας και επικοινωνίας, μαζικά δεδομένα κοκ) αναμένεται να σαρώσει τις ήδη αποδιαρθρωμένες υφιστάμενες θεσμίσεις και κοινωνικές νόρμες φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με νέες προκλήσεις και την απειλή ενός πολύ πιο εξελιγμένου ολοκληρωτισμού.

Οι ελίτ ως οι βασικοί παράγοντες που καθορίζουν τις εξελίξεις εκδιπλώνουν, επιταχύνουν και επιδεινώνουν τα σημερινά αδιέξοδα και κινδύνους ενώ την ίδια στιγμή η κυρίαρχη λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού δεν μπορεί να παράσχει το κατάλληλο εννοιολογικό πλαίσιο για την αναζήτηση πραγματικών απαντήσεων στις υπαρξιακού χαρακτήρα απειλές που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα σήμερα. Αυτές οι λύσεις πρέπει να διέπονται τουλάχιστον από (α) διατηρησιμότητα, (β) αλληλεγγύη και (γ) ανοικτότητα ώστε να αναχαιτιστούν (α) οι μακροχρόνιες τάσεις που προσεγγίζουν το όριο ενός πεπερασμένου φυσικού περιβάλλοντος, (β) η εκτόξευση της ανισότητας που βαθμιαία παίρνει τη μορφή μιας βάρβαρης και ωμής διαδικασίας εξόντωσης των φτωχών και των αδύναμων και (γ) την απειλή ενός ψηφιακού ολοκληρωτισμού. Και για τα τρία αυτά χαρακτηριστικά – που φαίνονται αναγκαία για την αποφυγή μιας βάρβαρης οπισθοδρόμησης – το κυρίαρχο πλαίσιο σκέψης και δράσης είναι εξόχως τοξικό.

Την ίδια στιγμή, ποτέ πριν στην εξελικτική μας ιστορία δεν έχουμε βρεθεί τόσο κοντά στη δυνατότητα ενός χειραφετητικού άλματος. Καθημερινά η ανθρώπινη δραστηριότητα – διανοητική και πρακτική – παράγει εμπειρίες, τεχνογνωσία, μεθόδους, κριτήρια, καινοτομίες κοκ που εγγενώς έρχονται σε αντίθεση με την παρασιτική λογική του κέρδους και του ανταγωνσμού. Μια ανθρώπινη δραστηριότητα που εκτείνεται από τους πιο προηγμένους τομείς μέχρι τη λαϊκή σοφία, ευρηματικότητα και πηγαία αλληλεγγύη των παραδοσιακότερων τμημάτων της κοινωνίας. Επίσης για πρώτη φορά στην εξελικτική μας ιστορία έχουμε ένα τεράστιο απόθεμα ενσωματωμένων στους ανθρώπους ικανοτήτων, δυνατότητες συνδεσιμότητας αλλά και πρόσβαση σε αξίες και φιλοσοφίες ζωής από διαφορετικές κουλτούρες και παραδόσεις. Ζούμε σε μια περίοδο δραματικών αλλαγών και απειλών αλλά και αδιανόητων δυνατοτήτων.

Ωστόσο, φαίνεται ότι οι “δυνάμεις της χειραφέτησης” δεν είναι σε θέση ακόμη να παρέμβουν καταλυτικά στις εξελίξεις και να αλλάξουν τη ροή των πραγμάτων. Η πολιτική αριστερά και τα κινήματα εμφανίζουν μια “χρονοκαθυστέρηση” προσαρμογής στις νέες συνθήκες και τις αναβαθμισμένες απαιτήσεις της περιόδου. Διασχίζοντας τη μεταβατική περίοδο στην οποία έχουμε εισέλθει αντιστάσεις αναδύονται σχεδόν παντού: πλατείες, μαζικά κινήματα, αναδύσεις της πολιτικής αριστεράς, το μοναδικό παράδειγμα των Κούρδων της Συρίας, wikileaks και άλλες διαδικτυακές μορφές αγώνα και συλλογικής οργάνωσης, μεγάλες και μικρές μάχες για τα “κοινά” – τη συλλογική διαχείριση και έλεγχο πόρων, περιοχών, γνώσης και πληροφορίας απέναντι στις περιφράξεις των ελίτ – αλλά και άλλα πολλά σημεία αντίστασης και δημιουργίας που δεν αναγνωρίζονται πολλές φορές ως τέτοια.

Όλες αυτές οι εστίες του τμήματος της ανθρωπότητας που εργάζεται για να υπερβούμε τα σημερινά αδιέξοδα εμφανίζουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: τη συνύπαρξη παρωχημένων σχημάτων πολιτικής φαντασίας, οργανωσιακών αρχών, μεθοδολογιών και νοοτροπιών με πιο εξελιγμένες και σχετικές με την περίοδο – αλλά ανώριμες ακόμη – νοοτροπίες και μεθοδολογίες. Πρόκειται για ένα “κουβάρι” – γέννημα της μεταβατικής περιόδου στην οποία βρισκόμαστε – που πρέπει να οδηγήσει σε νέα επιχειρησιακά και οργανωσιακά παραδείγματα και σχήματα (μπολιάζοντας “νέα” και “παλιά” υλικά) ικανά να σηκώσουν το “βάρος” των σημερινών απαιτήσεων.

Όμως, είμαστε υποχρεωμένοι/ες να εξελιχθούμε ενώ την ίδια ώρα θα υποχωρούμε κάτω από την πίεση και έχοντας βαρειές απώλειες. Μέχρι να μάθουμε από την πείρα της νέας περιόδου και να βρούμε τους τρόπους να συσσωρεύσουμε ισχύ ικανή να διαμορφώσει ένα στέρεο και αξιόμαχο επίπεδο για τις δυνάμεις της χειραφέτησης και τους λαούς που βρίσκονται μπροστά σε υπαρξιακούς κινδύνους πρέπει να έχουμε τη δύναμη ψυχής και το κουράγιο να εξελισσόμαστε αιμορραγώντας.

Η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη αυτών των αλλαγών πολύ γρήγορα. Ο λαός μας παρά τα συμπτώματα παρακμής που εμφάνισε τα προηγούμενα χρόνια – όπως όλες οι κοινωνίες που αφέθηκαν στην “αγκαλιά” του περίφημου “τέλους της ιστορίας” – αντιστάθηκε και αγωνίστηκε αξιοποιώντας ό,τι μέσα είχε στον γνωσιακό και αξιακό ορίζοντά του. Και έγραψε ιστορία. Παγκόσμια. Αυτό συνήθως στο εσωτερικό της αριστεράς – έχοντας να αντιμετωπίσουμε τους δικούς μας “δαίμονες” – τείνουμε να το υποτιμούμε.

Αλλά επίσης ο λαός μας ηττήθηκε. Τουλάχιστον προς το παρόν. Και μάλιστα με τον ΣΥΡΙΖΑ να πρωταγωνιστεί στη δύση αυτού του κύκλου αγώνων. Δεν θέλω εδώ να επεκταθώ στην έκταση και το βάθος του συντριπτικού πλήγματος που, κατά τη γνώμη μου, δέχθηκε η ελληνική κοινωνία από τον ΣΥΡΙΖΑ, τις καταλυτικές συνέπειες για την αριστερά αλλά και τους νέους κινδυνους που ανοίγονται πλέον μπροστά μας. Θέλω όμως να υπογραμμίσω ότι η ήττα της αριστεράς και του λαϊκού κινήματος σε αυτή τη φάση και η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ δεν ταυτίζονται απολύτως. Συνδέονται αλλά δεν ταυτίζονται. Υπάρχει ο κίνδυνος να κρύψουμε τις επιχειρησιακές και μεθοδολογικές αδυναμίες να αντιπαρατεθούμε με αξιώσεις στη σύγχρονη απολυταρχία που αναδύεται σήμερα, πίσω από την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ. Με αλλά λόγια, αν θέλουμε να είμαστε χρήσιμοι/ες και να συμβάλουμε στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων ώστε να μπορέσει ο λαός μας – και κατ επέκταση οι άλλοι λαοί – να αναχαιτίσουν την πορεία των πραγμάτων πρέπει να έχουμε το θάρρος να αναζητήσουμε την τροποποίηση παγιωμένων νοοτροπιών, μεθοδολογιών και πρακτικών.

Ωστόσο, είναι χρέος όλων όσοι/ες βρεθήκαμε στο επίκεντρο αυτών των εξελίξεων να καταθέσουμε την εμπειρία και τη γνώμη μας. Αυτό που μας ενώνει είναι η κριτική ματιά των επόμενων γενιών. Όμως, μπροστά στην εμβέλεια της απειλής που βρίσκεται μπροστά μας το τελευταίο που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι η υστεροφημία μας. Η συλλογή διαφορετικών οπτικών και εκτιμήσεων είναι απαραίτητη για άλλο λόγο. Είναι απαραίτητη για τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης αποτίμησης αυτής της περιόδου ώστε να μεταλαμπαδευθεί στον επόμενο κύκλο αγώνων μια πείρα πολύτιμη και απαραίτητη για να εξελιχθούμε. Είναι προφανές ότι όσοι και όσες ζήσαμε αυτά τα γεγονότα από κοντά δεν μπορούμε να έχουμε απόλυτη ταύτιση ως προς τις εκτιμήσεις και τις αξιολογήσεις μας. Άλλωστε πρόκειται για μια περίοδο πυκνή και μοναδική η οποία θα αποκτά ολοένα νέα χαρακτηριστικά όσο απομακρυνόμαστε από αυτή.

Η κατάθεση εμπειριών και απόψεων για αυτή την περίοδο στον παρόντα τόμο έχει προσωπικό χαρακτήρα αλλά από τη σκοπιά ενός ιστορικού ρεύματος της αριστεράς. Στις πρωτόγνωρες συνθήκες που καθόρισαν την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ο συγγραφέας έμεινε σταθερά προσηλωμένος στην υπηρεσία των λαϊκών τάξεων. Είχε το σθένος να αντισταθεί στον “πειρασμό” να υποκαταστήσει τη σκληρή πραγματικότητα με αφελείς προσδοκίες και να αντιμετωπίσει με παρρησία και συναίσθηση της ιστορικότητας των στιγμών τα γεγονότα του προηγούμενου καλοκαιριού. Η κατάθεση της δικής του οπτικής μας δίνει τη δυνατότητα να εντοπίσουμε συγκλίσεις και αποκλίσεις και εν τέλει να δοκιμάσουμε και να σταθμίσουμε τις προσωπικές και συλλογικές μας αποτιμήσεις και εκτιμήσεις. Ο διάλογος άλλωστε για την περίοδο που μόλις έκλεισε τώρα αρχίζει και θα διαρκέσει πολύ. Το ερώτημα είναι αν θα τον διεξάγουμε στο περιθώριο των εξελίξεων ή αν μέσα και από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρουμε να εξελιχθούμε ώστε να ξεπηδήσουν πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες που θα αντιστοιχούν στις απαιτήσεις των καιρών.

*Εισαγωγή στο βιβλίο του Ρούντι Ρινάλντι: «Άσχημη περίοδο διαλέξατε να διαφωνήσετε..»

Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου «Για τα κοινά της ελευθερίας»

Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου «Για τα κοινά της ελευθερίας» του Αλέξανδρου Κιουπκιολή, εκδόσεις Εξάρχεια στις 21 Ιανουαρίου 2016 στο Polis Art Cafe.

Αγγίζει πλέον τα όρια της κοινοτοπίας ο ισχυρισμός ότι έχουμε εισέλθει σε μια πολύ περίεργη περίοδο για την πορεία της ανθρωπότητας. Θα αναφερθώ σε ορισμένες μόνο πτυχές αυτής της περίεργης περιόδου οι οποίες διαμορφώνουν το φόντο της δικής μου πρόσληψης του βιβλίου για το οποίο έχουμε τη χαρά να συζητάμε απόψε.

Για πρώτη φορά στην εξελικτική μας ιστορία η ανθρωπότητα στο σύνολό της έχει κοινή ιστορία, κοινή μοίρα. Μέχρι χθες – σε ιστορικό χρόνο – οι ανθρώπινοι πολιτισμοί είχαν ο καθένας τη δική του ιδιαίτερη ιστορία, τα δικά του κρίσιμα σταυροδρόμια, τις δικές του περιόδους ακμής και παρακμής, βαρβαρότητας και χειραφέτησης. Σήμερα, η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με κοινούς κινδύνους, κοινά υπαρξιακά ερωτήματα, και κοινές προκλήσεις.

Επιπρόσθετα, για πρώτη φορά εν συνόλω βρισκόμαστε εντός των ορίων ενός πεπερασμένου κόσμου. Είναι ελάχιστα πλέον τα μέρη του πλανήτη που κείνται εκτός των ορίων της ανθρώπινης εμβέλειας: οι πυθμένες των ωκεανών, η Ανταρκτική και διάσπαρτα τμήματα δυσπρόσιτων ορεινών όγκων και δασικών εκτάσεων συνεχίζουν να αποτελούν ένα “έξω”, αλλά όχι ένα αχανές “έξω”. Δεν υπάρχει πλέον ένα “έξω” που μπορεί να γεννήσει την παράτολμη ελπίδα, αλλά πάντως ελπίδα, κάποιας “νέας αρχής”, ενός “νέου κόσμου” μακριά από αυτόν που υποτροπιάζει με γρήγορο ρυθμό και δημιουργεί ασφυκτικές συνθήκες για το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των πληθυσμών του.

Είμαστε εγκλωβισμένοι/ες λοιπόν σε έναν κόσμο ο οποίος κάθε μέρα που περνάει εμφανίζει δείγματα παρακμής και αποδιάρθρωσης. Μακροχρόνιες τάσεις φθάνουν στο ασύμπτωτο όριό τους: περιβαλλοντική ανισορροπία, διατροφική αποσταθεροποίηση, εξάντληση φυσικών πόρων. Μεσοπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες τάσεις κορυφώνονται βαθμιαία αλλά με γρήγορο ρυθμό: οικονομική και παραγωγική δυσπραγία, συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου που τροποποιούν σε παγκόσμια κλίμακα τη μεταπολεμική συνδεσμολογία ισχύος, πολύπλευρη παρακμή των ανθρώπινων κοινωνιών, εξοικείωση με τη βαρβαρότητα, γεωπολιτικές ανισορροπίες, πολεμικές αναφλέξεις, μετακινήσεις πληθυσμών κοκ.

Η περίοδος περιλαμβάνει και καινοφανείς προκλήσεις. Θα αναφερθώ σε μια από αυτές. Για πρώτη φορά πάλι στην εξελικτική μας ιστορία έχουμε την τεχνολογική δυνατότητα καταγραφής τεράστιων ποσοτήτων δεδομένων τόσο για τον κόσμο γύρω μας και μέσα μας όσο και για την ίδια μας την δραστηριότητα. Αυτή η εξέλιξη ενδέχεται να προκαλέσει κατακλυσμιαίες αλλαγές όχι μόνο στη μεθοδολογία των επιστημών μας, αλλά και στην ίδια τη σχέση μας με τον κόσμο, τον εαυτό μας αλλά και τους γύρω μας. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε δεν είναι εύκολο να αποτιμήσουμε τις επιδράσεις αυτές ούτε τις συνέπειές τους.

Ένας κόσμος λοιπόν σε ένα καθοδικό σπιράλ, με απροσδόκητα νέα δεδομένα, ένας κόσμος σε μια περιδίνηση που κονιορτοποιεί τους υφιστάμενους γνωσιακούς χάρτες και τις καθιερωμένες μεθοδολογίες για τη διαχείριση των κοινωνικών ζητημάτων και τη διασφάλιση των βασικών λειτουργιών. Και στο “τιμόνι” αυτού του κόσμου οι πλέον ακατάλληλοι. Σύμπτωμα αλλά και καταλύτης της επιδεινούμενης κατάστασης οι ελίτ. Οι ελίτ που σταδιακά αποδεσμεύονται από τις κοινωνίες μας, διαμορφώνουν τους δικούς τους υπερτοπικούς βιόκοσμους και αναπτύσσουν μια κυνική και αρπακτική νοοτροπία απέναντι στις κοινωνίες μας.

Όταν αυτοί που κρατούν στα χέρια τους τα μέσα διαβίωσης και αναπαραγωγής μιας κοινωνίας αποκόπτονται από αυτή τότε οι πληθυσμοί βρίσκονται αντιμέτωποι με πρωτόγνωρες απειλές. Όταν η βασική μέριμνα των ελίτ δεν είναι η εύρυθμη λειτουργία προς όφελός τους των βασικών λειτουργιών μιας κοινωνίας, ούτε καν η ευσταθής λειτουργία του δικού τους συστήματος εκμετάλλευσης, αλλά η υπερσυγκέντρωση ισχύος, η υφαρπαγή του πλούτου και η περίφραξη και έλεγχος των πόρων (γη, ενέργεια, υποδομές, νερό κλπ) τότε οι κοινωνίες βρίσκονται μπροστά στον κίνδυνο βαθειάς αποσύνθεσης. Όταν ο νεωτερικός καπιταλιστικός κόσμος μετατρέπεται ραγδαία σε μια μεσαιωνική παγκόσμια απολυταρχία μιας τυφλής ολιγαρχίας τότε οι βασικές λειτουργίες της κοινωνίας καταρρέουν, η πλειοψηφία των πληθυσμών αποκλείεται πολλαπλώς, η έννοια του πολίτη σταδιακά υποχωρεί και η αξιοπρεπής διαβίωση και πρόσβαση σε βασικά αγαθά γίνεται αντικείμενο αγώνων.

Έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο μεγάλης διακινδύνευσης, αλλά και τεράστιων δυνατοτήτων που δεν είχαμε ποτέ άλλοτε. Ποτέ άλλοτε στην εξελικτική μας πορεία οι πληθυσμοί δεν είχαν τέτοια πρόσβαση στην πληροφορία και τη γνώση, ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο κατανεμημένη η δυνατότητα επιτέλεσης των βασικών και όχι μόνο κοινωνικών λειτουργιών, ποτέ άλλοτε δεν είχαμε ταυτόχρονη πρόσβαση σε αξιακά κοιτάσματα από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα που γέννησε η μακραίωνη πορεία απομονωμένων μεταξύ τους τμημάτων της ανθρωπότητας. Έχουμε στη διάθεσή μας απίστευτα “κοιτάσματα” δυνατοτήτων και αξιών το οποίο βεβαίως θα παραμένουν αναξιοποίητα όσο δεν βρίσκουμε τους τρόπους να τα αξιοποιήσουμε δημιουργικά για την ανάδυση μιας αποφασισμένης “μορφής ζωής”. Μια “μορφή ζωής” αποφασισμένη να αναμετρηθεί με σοβαρό τρόπο με τις καινοφανείς προκλήσεις και κινδύνους που έχουμε μπροστά μας.

Γιατί όμως όλη αυτή η εκτενής εισαγωγή στην βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου του Κιουπκιολή; Γιατί μπροστά στα αχαρτογράφητα νερά της περιόδου που έτυχε να ζούμε, μπροστά στους καθολικούς κινδύνους και τις τεράστιες δυνατότητες που υπάρχουν γύρω μας αλλά δεν ξέρουμε πώς να τις θέσουμε σε κίνηση, μπροστά στον ίλιγγο που προκαλεί η ανεπάρκεια των καθιερωμένων τρόπων σκέψης και δράσης, ο Κιουπκιολής έχει το σθένος να ασκήσει με αυστηρότητα και πειθαρχία τις διανοητικές του δυνάμεις με τρόπο που να είναι χρήσιμος σε όσους και όσες αγωνίζονται εναντίον της σύγχρονης απολυταρχίας που αναδύεται γοργά, αλλά και σε όσους και όσες νιώθουν την υποχρέωση να αναμετρηθούν με τις πρωτόγνωρες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα στο σύνολό της. Ο Κιουπκιολής γράφει για να δράσουμε καλύτερα, πιο αποτελεσματικά. Ενώ σέβεται την πειθαρχία της ακαδημαϊκής αυστηρότητας δεν γράφει αποστειρωμένα.

Στο βιβλίο επιχειρεί να αναμετρηθεί με το κεντρικό ερώτημα της χειραφετητικής πολιτικής: πώς διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετικές οπτικές και βιώματα, με διαφορετικές προτεραιότητες και θέσεις σε μια σύνθετη κοινωνία, με διακριτό χρονισμό ως προς τις εμπειρίες και την πληροφορία που διαθέτουν μπορούν να συγκλίνουν αγωνιστικά, αλλά και δημιουργικά σε μια νέα “μορφή ζωής” διατηρώντας όμως τον πλουραλισμό και την ποικιλότητα. Πώς μπορούμε να διευθετήσουμε με αρμονικό τρόπο το γεγονός ότι τα ανθρώπινα όντα διαθέτουν δύο υπαρξιακές διαστάσεις: τη μερική, ατομική διάσταση και την καθολική, συλλογική.

Στο βιβλίο θα βρείτε κεφάλαια που προσπαθούν να φωτίσουν το παραπάνω ερώτημα μέσα από την οξυδερκή εξέταση σύγχρονων κινημάτων αντίστασης (αγανακτισμένοι, occupy, indignados, αραβική άνοιξη κοκ) αλλά και πειραματισμών στο επίπεδο της αυτο-οργάνωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας (συνεταιρισμοί, διαχείριση των κοινων κοκ). Σε άλλα κεφάλαια παρουσιάζει πτυχές αυτού του ζητήματος αξιοποιώντας τη συζήτηση μεταξύ των Laclau και Negri και Hardt – μεταξύ άλλων – αναφορικά με τις δύο λογικές, αυτή του σμήνους και αυτή της ηγεμονίας.

Μην ξεγελαστείτε όμως. Η ανασυγκρότηση των απόψεων και της συζήτησης μεταξύ αυτών των θεωρητικών – αλλά και άλλων που θα συναντήσετε στις σελίδες του βιβλίου – είναι το μέσο για την εκδίπλωση του δικού του στοχασμού που τολμά να πατάει σε λεπτό πάγο, αναλαμβάνοντας την ευθύνη να πάει πέρα από τις γνώριμες και ασφαλείς αυτοαναφορικές επιβεβαιώσεις θεωρητικών και κινηματικών παραδόσεων. Γιατί; γιατί ακριβώς ζούμε σε μια περίοδο κατά την οποία τέτοιες γρήγορες και εφησυχαστικες επιβεβαιώσεις στερούνται νοήματος και αποτυγχάνουν να πιάσουν επαφή με τα αδιέξοδα, τους κινδύνους και τις δυνατότητες που σήμερα αναδύονται και θα σφραγίσουν την πορεία της ανθρωπότητας αύριο.

Στον χρόνο που απομένει θα ήθελα να αναφερθώ επιγραμματικά σε μερικές σκέψεις που ανέκυψαν διαβάζοντας το βιβλίο αναφορικά με αυτό το κεφαλαιώδες ερώτημα. Κανονικά θα έπρεπε να μιλάω πέντε έξι εφτά ώρες καθώς διαβάζοντας το βιβλίο κάθε λίγο σταματούσα σε κάποιο σημείο, έπιανα ένα νήμα της σκέψης του Κιουπκιολή και έμπαινα στη διεγερτική είναι η αλήθεια αλλά άκρως χρονοβόρα διαδικασία να υφάνω μια ολόκληρη σειρά συλλογισμών περικυκλώνοντας πτυχές του βασικού ερωτήματος ακολουθώντας την κρυστάλλινη προτροπή του Κιουπκιολή: να μην φοβηθούμε να σκεφτούμε παράτολμα, πέρα από το δίχτυ ασφαλείας των καθιερωμένων σχημάτων.

Ο Κιουπκιολής υποστηρίζει ότι η στρατηγική νοημοσύνη επιτάσει τη διαζευκτική σύζευξη της αγωνιστικής ηγεμονίας, του συγκεντρωτικού συντονισμού και της αντιπροσωπευτικής λειτουργίας με την αποκεντρωμένη, δικτυακή λογική. Μας καλεί να αποδεχθούμε την ανειρήνευτη ένταση μεταξύ των δύο αυτών λογικών και να φερθούμε έξυπνα: να αποκωδικοποιούμε σε κάθε συγκυρία τον κατάλληλο απαιτούμενο συνδυασμό τους και να εντοπίζουμε την ανάγκη ενδεχόμενης στροφής προς τη μια ή την άλλη πλευρά ώστε να αντισταθμιστούν μετατοπίσεις που επιφέρει η ένταση του αγώνα.

Ένα άλλο παρεμφερές αλλά διαφορετικό ερώτημα που φαίνεται να ταλανίζει όσους και όσες επιχειρούν να δώσουν υπόσταση σε ένα διαφορετικό παράδειγμα χειραφετητικού αγώνα είναι ότι οι ιεραρχίες και οι εξουσιαστικές νοοτροπίες φαίνεται να επιμένουν παρά τη βούληση υπέρβασής τους. Ο Κιουπκιολής μας καλεί σε διαρκή εγρήγορση και τονίζει την ανάγκη επινόησης ρυθμίσεων και μοντέλων συνύπαρξης που δυσχεραίνουν ή περιορίζουν αυτή την παραμένουσα τάση.

Προσπαθώντας να συμβάλλω σε αυτή την προτροπή θα πρότεινα να σκεφτούμε την ένταση μεταξύ οριζόντιων και ιεραρχικών οργανωσιακών αρχών και την επίμονη ανάδυση εξουσιαστικών νοοτροπιών σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κατανόησης της ανθρώπινης κατάστασης σήμερα. Αν είναι όρθο ότι οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν περιέλθει σε μια μεταιχμιακή κατάσταση στην οποία βρίσκονται αντιμέτωπες με βαθύτερα αδιέξοδα τότε δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ερωτήματα και δυσκολίες που ανακύπτουν μόνο στο πλαίσιο της χειραφετητικής στρατηγικής.

Από τον χώρο των δημόσιων και κοινωνικών δομών, από τον χώρο των επιχειρήσεων που αποτελούν τις παραγωγικές μονάδες της εποχής μας, από την κυρίαρχη όψη της καθημερινής ζωής και ατομικής αυτοεικόνας, από παντού, φαίνεται να αναδύονται παραπλήσια ερωτήματα και ένα αίσθημα αδιεξόδου και ασφυξίας. Αν ισχύει κάτι τέτοιο τότε ίσως το ζήτημα της σύζευξης οριζόντιων και ιεραρχικών οργανωσιακών αρχών να μην είναι μια “κατάρα” της χειραφετητικής στρατηγικής αλλά ένα ερώτημα που σχετίζεται με τον πυρήνα ενός νέου τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας και της παραγωγής ο οποίος αναδύεται σε πολλαπλά σημεία σήμερα.

Η ανθρώπινη διανοητική και πρακτική δραστηριότητα σε πολλούς τομείς αναμετριέται με αυτό και παρόμοια ερωτήματα καθημερινά, μέθοδοι και τεχνικές ανιχνεύονται και δοκιμάζονται, ενώ πολλές διαφορετικού επιπέδου διαγνώσεις προσπαθούν να εντοπίσουν τους λόγους της αναδυσης εξουσιαστικών νοοτροπιών. Ίσως να είμαστε πιο δυνατοί/ες από όσο φανταζόμαστε για την επίλυση ζητημάτων που μπλοκάρουν τη δημιουργικότητα και την αποτελεσματικότητα των συλλογικών μας προσπαθειών για χειραφέτηση αν συλλαβουμε τις εξελίξεις έξω από τον “τόπο” του αγώνα ως σχετικές με αυτόν, αν αναπλαισιώσουμε σε ένα ευρύτερο ορίζοντα αυτό που είμαστε και κάνουμε. Να σκεφτούμε και να δράσουμε ως εάν ο ορίζοντάς μας να είναι η τολμηρή και αποφασιστική αναμέτρηση με βαθειά υπαρξιακά ζητήματα που αφορούν τη φυσιογνωμία των κοινωνιών μας.

Μπορούμε επίσης να προσεγγίσουμε αυτά για τα οποία παλεύουμε με άλλο μάτι. Θέλουμε οι άνθρωποι να είναι ελεύθεροι και ίσοι. Τι πλεονέκτημα γεννά μια τέτοια αντίληψη για τη συλλογική ζωή και για την οργάνωση και επιτέλεση των κοινωνικών μας λειτουργιών; Θέλουμε οι άνθρωποι να έχουν λόγο για αυτά που τους αφορούν. Αυτό γεννά μόνο δυσκολίες και φαίνεται πρακτικά ανεφάρμοστο ή έχει λειτουργικές και μεθοδολογικές αρετές στις οποίες δεν δίνουμε την απαιτούμενη έμφαση;

Αναγνωρίζουμε τις ιεραρχικές δομές ως “αναγκαίο κακό” για τις ανάγκες του αγώνα γιατί γεννούν εξουσιαστικές νοοτροπίες. Μήπως όμως υπάρχουν καταστάσεις και πρακτικές όπου η ιεραρχία αντί να γεννά εξουσιαστικές νοοτροπίες διαμορφώνει έξεις αλληλοσεβασμού και αμοιβαίας αναγνώρισης που αποδυναμώνουν την παγίωση και αναπαραγωγή της ως καταπιεστικού μηχανισμού; Μήπως, αν είμαστε πιο διεισδυτικοί/ες είμαστε σε θέση να εξετάσουμε την υπόθεση ότι η καταπίεση δεν αναδύεται από την ιεραρχία αλλά από άλλες ποιότητες του τρόπου με τον οποίο σκεφτόμαστε και οργανώνουμε την ανθρώπινη συνεργασία και συλλογική δραστηριότητα;

Μήπως αντί μόνο να προσπαθούμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στην ιεραρχία και τη δικτύωση, αξίζει να σκεφτούμε ότι υπάρχουν κακές και καλές εκδοχές τόσο της δικτύωσης όσο και της ιεραρχίας; Μήπως αξίζει τον κόπο να επιδοθούμε σε μια συστηματική εξέταση της υπόθεσης ότι η ιεραρχία και η δικτύωση μπορούν να αποτελούν διαφορετικές όψεις μια “μορφής ζωής” που είναι ρυθμισμένη έτσι ώστε να διευρύνει τις καλές εκδοχές και των δύο και να λειτουργεί τοξικά για τις κακές εκδοχές τους;

Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι πολλές φορές εστιάζουμε υπέρβολικά και απορροφούμαστε από τη σύγκρουση με τις ελίτ και τους εκφραστές τους. Φαίνεται να λειτουργούμε ως εαν η δική τους ήττα να σημαίνει αυτόματα επίλυση των αδιεξόδων και την εξαφάνιση των σύγχρονων προκλήσεων. Και δεν δίνουμε ένα σημαντικό ποσό της ενέργειας και του χρόνου μας να σκεφτούμε πώς θα επιτελούνταν διαφορετικά οι βασικές κοινωνικές λειτουργίες με τις υφιστάμενες ενσωματωμένες δυνατότητες, πώς θα διευθετούσαμε κρίσιμα ζητήματα και τι είδους μεθοδολογίες και κοινωνικές πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να πραγματευθούν τις σύγχρονες προκλήσεις έτσι ώστε να δώσουν πραγματικές απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα.

Αν αρχίσουμε να θεωρούμε τα προβλήματα, τα αδιέξοδα και τις προκλήσεις που αντιμετώπιζει η ανθρωπότητα ως άμεσα δική μας υπόθεση – όχι έμμεσα δια της πάλης εναντίον αυτού που τα προκαλεί – και αν διευρύνουμε το πεδίο των λύσεων ώστε να συμπεριλάβει την ανθρώπινη δραστηριότητα στους πιο απίθανους τομείς, τότε θα αρχίσουμε να διαμορφώνουμε μια νέα “μορφή ζωής”, ένα νέο πλαίσιο οργανωσιακών αρχών, μεθόδων και νοητικών εικόνων, που θα μπορεί πραγματικά να σηκώσει – όχι μόνο την σύγκρουση εναντίον των ελίτ υπερβαίνοντας κινηματικές “κατάρες” – αλλά το “βάρος” της λειτουργίας των κοινωνιών μας που φαίνεται να ασφυκτιούν.

Αν αρχίσουμε να αρθρώνουμε με κατάλληλο τρόπο τις υφιστάμενες δυνατότητες που έχει γεννήσει η ανθρωπίνη δραστηριότητα τότε θα αποκτήσουμε την αυτοπεποίθηση ότι είναι δυνατό να θέσουμε την ανθρωπότητα σε μια διαφορετική πορεία. Και πραγματικά πιστεύω ότι αν πιστέψουμε ότι είμαστε σε θέση να πετύχουμε κάτι τέτοιο τότε η ήττα του νεοφιλελευθερισμού και η δύση της παντοδυναμίας των ελίτ θα είναι πια θέμα χρόνου.

Τροποποιώντας το «λειτουργικό σύστημα» της Αριστεράς

Δεν είναι εύκολο να αποτιμηθεί το βάθος των συνεπειών από το γεγονός ότι μια κυβέρνηση με αναφορά στην Αριστερά συνεχίζει την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής. Αυτό το συντριπτικό πλήγμα στην αριστερή εκδοχή της αντίστασης στη σύγχρονη απολυταρχία ενεργοποιεί νέες δυναμικές στο κοινωνικό σώμα: η Αριστερά βαθμιαία αλλά γρήγορα εγγράφεται στις καθεστωτικές δυνάμεις που πλήττουν τις ήδη εξουθενωμένες λαϊκές τάξεις και δημιουργούνται ευνοϊκές προϋποθέσεις είτε για την κανονικοποίηση της βαρβαρότητας είτε για την άνοδο του εθνικισμού και της ακροδεξιάς. Η αριστερή λιτότητα σε συνδυασμό με τη γεωπολιτική, πολεμικού χαρακτήρα ένταση στην ευρύτερη περιοχή, τις τρομοκρατικές ενέργειες και τα προσφυγικά ρεύματα διευρύνουν δυσμενώς το όριο του τι μπορεί να συμβεί στην ελληνική κοινωνία στο μέλλον.

Αυτή η διαπίστωση καθιστά σήμερα ακόμη πιο επίκαιρη τη συζήτηση αναφορικά με τους τρόπους και τις μεθόδους οργάνωσης των λαϊκών τάξεων ώστε να αποκτήσουν ανθεκτικότητα απέναντι σε απρόβλεπτες εξελίξεις, την εμπέδωση της χρηματοοικονομικής απολυταρχίας και την ενίσχυση της ακροδεξιάς. Για να ανταποκριθούμε στις σημερινές προκλήσεις είναι απαραίτητη μια ριζική μεταστροφή νοοτροπιών και προσανατολισμού σε μια κατεύθυνση παραγωγής οικονομικής και κοινωνικής ισχύος υπό τον έλεγχο των πολιτών. Στόχος είναι η σχετική αυτονομία βασικών λειτουργιών που σήμερα ελέγχονται από κέντρα στα οποία δεν έχουμε πρόσβαση ή επιρροή. Η εν λόγω αυτονομία είναι αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση της όποιας πολιτικής πρωτοβουλίας θέτει την επιβίωση του λαού, την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την ανάσχεση του φασισμού στο επίκεντρο.

Σε προηγούμενο άρθρο είχα υποστηρίξει ότι, χωρίς τη διεύρυνση της αυτονομίας της, η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορεί να επιβιώσει με αξιοπρέπεια ούτε να αντιμετωπίσει με στοιχειώδη επάρκεια ενδεχόμενες καταστάσεις κατάρρευσης ή αναστολής του κλασικού οικονομικού κυκλώματος. Σε άλλο άρθρο υποστήριξα ότι είμαστε πολύ πιο δυνατοί από ό,τι επιτρέπουμε στον εαυτό μας να αντιληφθεί όσο μένουμε προσκολλημένοι σε καθιερωμένα φαντασιακά και πολιτικές φόρμες. Εδώ θα αναφερθώ σε κάποιες σκέψεις αναφορικά με την τροποποίηση πτυχών της παραδοσιακής αριστερής πρακτικής, οι οποίες μπορεί να φανούν χρήσιμες σε μια Αριστερά που ευελπιστεί να είναι σχετική με την περίοδο, ικανή να αξιοποιήσει τις σημερινές δυνατότητες και χρήσιμη στον ελληνικό λαό.

Η παραδοσιακή αριστερή πολιτική μεθοδολογία οργανώνεται γύρω από την αντιπροσωπευτική δημοκρατική λειτουργία: στήριξη κινημάτων και αιτημάτων που απευθύνονται στην εκλεγμένη κυβέρνηση και το κράτος, σύνταξη πολιτικού προγράμματος, διαμόρφωση κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, εκλογικός αγώνας, επιδίωξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και συγκρότηση κυβέρνησης με σκοπό την εφαρμογή του προγράμματος. Αυτή η μεθοδολογία προϋποθέτει ότι η άλλη πλευρά, οι ελίτ, δεσμεύεται από τους κανόνες της δημοκρατικής αντιπροσωπευτικής λειτουργίας: αν μια εκλεγμένη κυβέρνηση πλήττει τα συμφέροντά τους, οι ελίτ σέβονται το δικαίωμά της να εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική (τουλάχιστον εμφανίζονται να διατηρούν ένα πρόσχημα σεβασμού) και οργανώνουν μέσω των πολιτικών φορέων που τις εκπροσωπούν πολιτικό αγώνα, ώστε μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες να υπάρξει κυβερνητική αλλαγή προς την κατεύθυνση που επιθυμούν. Όμως, γνωρίζαμε εδώ και καιρό ότι οι ελίτ δεν δεσμεύονται πλέον από αυτούς τους κανόνες. Αυτή είναι η επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού. Τα τελευταία 30 χρόνια διευρύνεται μια σύγχρονη απολυταρχία που ανέχεται τη δημοκρατική μορφή αλλά όχι και την ουσία της: την πρόσβαση των πολιτών χωρίς οικονομική ισχύ στις κρίσιμες αποφάσεις για τις κοινωνίες.

Η παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία της Αριστεράς (όπως αυτή εκφυλίστηκε μέσα στη φαινομενική θαλπωρή της «εύρωστης» πολιτικής και θεσμικής οργάνωσης των δυτικών κοινωνιών) διέπεται αυθόρμητα από την πίστη ότι η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας εξασφαλίζει ένα ποσό ισχύος ικανό να επιτύχουμε την ικανοποίηση βασικών κοινωνικών αιτημάτων. Αυτό όμως δεν ισχύει εδώ και καιρό (αν ίσχυε ποτέ στο βαθμό που το χρειαζόμαστε σήμερα). Η προσκόλληση στην εν λόγω πολιτική μεθοδολογία κατέστησε την Αριστερά ατροφική ως προς τη δυνατότητά της να συμβάλει στην παραγωγή εκ νέου λαϊκής ισχύος από την ίδια την αυτο-οργάνωση των ανθρώπων. Όμως, η δημοκρατία δεν υπάρχει πια αν δεν έχεις την ισχύ να την επιβάλλεις. Τα «καύσιμα» από την παραγωγή ισχύος των προηγούμενων γενιών τελείωσαν. Δεν έχουμε πια ως λαϊκές τάξεις την ισχύ ώστε να επιβάλλουμε τη συμμετοχή μας στις κρίσιμες αποφάσεις. Τώρα πια, αν θέλουμε να έχουμε δημοκρατία και αξιοπρεπή ζωή, πρέπει να παράγουμε και την ισχύ που χρειαζόμαστε για να τα επιβάλουμε.

Για να υπηρετήσουμε μια στρατηγική που παράγει εκ νέου ισχύ, απαιτείται ένας ριζικός μετασχηματισμός νοοτροπιών, μεθοδολογίας, φαντασιακού και οργανωσιακής διάταξης. Απαιτείται πρώτα από όλα η μετατόπιση του «κέντρου βάρους» της πολιτικής μεθοδολογίας, από την εκφώνηση και εκπροσώπηση «απόψεων και προγραμμάτων» που είναι στον «αέρα» αφού βασίζονται στην υποτιθέμενη δέσμευση των ελίτ στο δημοκρατικό παιχνίδι («αποκλείεται να μας πουν όχι») στην ενίσχυση/καλλιέργια/υποβοήθηση/διασύνδεση/αναβάθμιση/συντονισμό των παραγωγικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων των ίδιων των πολιτών. Αντί να επικεντρωνόμαστε αποκλειστικά στην πολιτική εκπροσώπηση των λαϊκών τάξεων, πρέπει να είμαστε σε θέση να συμβάλουμε στη διαμόρφωση μιας ισχυρής οργανωσιακής ραχοκοκαλιάς για τη διαμόρφωση αυτόνομων (από τα κέντρα ελέγχου των ελίτ), ανθεκτικών και δυναμικών δικτύων συνεταιριστικών παραγωγικών μονάδων και διανομής, τοπικών «κυττάρων» αυτο-κυβέρνησης, δημοκρατικού ελέγχου τοπικών υποδομών και ενεργειακών συστημάτων, αυτο-οργανωμένων δομών κάλυψης κοινωνικών αναγκών κ.ο.κ. Η αυτονομία βασικών λειτουργιών ισοδυναμεί με παραγωγή οικονομικής και κοινωνικής ισχύος, η οποία είναι απαραίτητη ώστε οι παραδοσιακές μορφές πολιτικού αγώνα και εκπροσώπησης να αποκτήσουν ανθεκτικότητα και δυνατότητα πραγματικής ηγεμονίας σε επιχειρησιακό επίπεδο.

Η παραδοσιακή Αριστερά, όπως κατέδειξε το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ, παραμένει αδιάφορη απέναντι στις υπαρκτές σημερινές δυνατότητες, αδυνατώντας να κατανοήσει ότι η μόνη πηγή ισχύος για να επιτύχει οτιδήποτε είναι ακριβώς οι ενσωματωμένες δυνατότητες των ανθρώπων. Ήταν σύνηθες τα τελευταία χρόνια φίλοι και γνωστοί που γνωρίζουν καλά έναν τομέα να ζητούν από τους οργανωμένους στον ΣΥΡΙΖΑ κάποιο τρόπο να βοηθήσουν στον συγκεκριμένο τομέα. Η ικανότητα απορρόφησης αυτής της διαθεσιμότητας υπήρξε απογοητευτική. Επιπρόσθετα, η παραδοσιακή νοοτροπία της Αριστεράς δεν αναγνωρίζει τη σημασία των ενσωματωμένων ικανοτήτων των μελών της, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην ιδιαίτερη πολιτική τους ταυτότητα και τη «χρησιμότητά» τους σε ένα εσωτερικό παιχνίδι εξουσίας. Αν κάτι πρόσφεραν στις ΟΜ τα δίκτυα αλληλεγγύης, ήταν η αναγνώριση των δεξιοτήτων των μελών ως σημαντικό στοιχείο τους στο πλαίσιο της ζωής της οργάνωσης.

Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια συλλογική μορφή και λειτουργία με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία εκπαιδεύει το κομματικό δυναμικό οξύνοντας συγκεκριμένες δεξιότητες: η πολιτική ικανότητα επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στη διαμόρφωση προγράμματος, την πολιτική ρητορική (κεντρική εκφώνηση, εξορμήσεις, καμπάνιες), την πολιτική συμμαχιών, τον προεκλογικό αγώνα κ.ο.κ. Στο εσωτερικό, τα μέλη αναλώνονται σε παιχνίδια εξουσίας και επιρροής μέσα σε κομματικές διαδικασίες ώστε να τροποποιήσουν την πολιτική εκφώνηση και το στίγμα του προγράμματος προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Δεν αναφέρομαι στην «κακή» εκδοχή της παραπάνω διαδικασίας (προσωπικές στρατηγικές, καταπάτηση συλλογικών κανόνων, υποτίμηση δημοκρατικών διαδικασιών, αδιαφανείς διαδικασίες απόφασης κ.ο.κ), γιατί η τροποποίηση στη μεθοδολογία που απαιτούν οι περιστάσεις υπερβαίνει την ανάγκη αντιμετώπισης τέτοιων παθογενειών.

Η μετατόπιση του «κέντρου βάρους» της πολιτικής μεθοδολογίας, από την εκπροσώπηση «απόψεων» στην υποστήριξη και καλλιέργεια της δράσης των πολιτών, τροποποιεί και τα κριτήρια αξιολόγησης και επιτυχίας. Βασικό κριτήριο επιτυχίας είναι ο αριθμός των ανθρώπων που εμπλέκονται στην ανάπτυξη του δικτύου παραγωγής ισχύος, ο βαθμός και η ένταση της «εξόρυξης» των δυνατοτήτων τους για την ενδυνάμωση του δικτύου, αλλά και η μεθοδική προετοιμασία διασύνδεσης κρατικών, θεσμικών και άλλων δομών με το εν λόγω δίκτυο (μέσω του μετασχηματισμού τους) όταν και αν κάτι τέτοιο γίνει δυνατό. Τα παραπάνω κριτήρια αξιολόγησης προάγουν με τη σειρά τους συγκεκριμένες δεξιότητες στο προφίλ των εμπλεκόμενων ανθρώπων: δεξιότητες εύρυθμης και αποτελεσματικής δημοκρατικής, συλλογικής λειτουργίας και ποιότητες που ενδυναμώνουν τη συνεργασία. Η δημοκρατία και η συνεργασία δεν είναι πλέον ένα «δέον», κάτι που επιτελούμε «από καθήκον», αλλά αποκτά νευραλγική επιχειρησιακή σημασία: η παραγωγή ισχύος που χρειαζόμαστε προκύπτει από την απελευθέρωση των δυνατοτήτων των ανθρώπων. Αυτές οι δυνατότητες απελευθερώνονται και γίνονται ενεργές μόνο όταν οι άνθρωποι συνεργάζονται ισότιμα στη βάση ενός κοινού στόχου και όταν αναγνωρίζεται η αξία των ενσωματωμένων δυνατοτήτων τους με το να μεταβιβάζονται σε αυτούς οι αποφάσεις που σχετίζονται με αυτές.

Εδώ εντάσσεται και ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που σχετίζεται με το πολιτικό φαντασιακό της παραδοσιακής Αριστεράς. Για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε σοβαρά μια τέτοια πολιτική στρατηγική, χρειαζόμαστε ένα νέο μοντέλο ηγεσίας (leadership). Δεν αναφέρομαι μονάχα στην κεντρική ηγεσία, αλλά στην ηγετική λειτουργία που διέπει όλα τα επίπεδα ενός σύνθετου οργανισμού. Η ηγεσία είναι μια πραγματική, δομική συνέπεια των σύνθετων οργανισμών. Παράγεται από την ανάγκη διασύνδεσης πολλών μερών ενός σύνθετου συστήματος. Η επαφή μεταξύ των μερών δεν εμπλέκει το σύνολο του εκάστοτε μέρους και σε αυτό το σημείο αναδύεται η ηγεσία ως λειτουργία [1]. Ο πολιτικός προσανατολισμός ανάπτυξης ενός δικτύου παραγωγής λαϊκής ισχύος απαιτεί μια ηγεσία που δεν εμφανίζει τη ροπή απόσπασης αποφάσεων από τα υπόλοιπα μέλη του εκάστοτε μέρους του δικτύου, λόγω του ότι έχει μεγαλύτερη πρόσβαση στην πληροφορία και άμεση διασύνδεση με περισσότερους κόμβους του δικτύου [2]. Και τούτο διότι, αν η ισχύς του δικτύου παράγεται από την «εξόρυξη» ενσωματωμένων δυνατοτήτων όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων και αυτή η «εξόρυξη» είναι δυνατή μόνο όταν οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση στις αποφάσεις που σχετίζονται με αυτές τις δυνατότητες, τότε το μοντέλο ηγεσίας που αντιστοιχεί σε αυτή τη λογική έχει ως βασικό της χαρακτηριστικό τον συντονισμό των υπολοίπων για να πάρουν τις αποφάσεις.

Μια ηγεσία είναι «καλή» όταν επιτυγχάνει τον καλύτερο και λειτουργικότερο συντονισμό για την παραγωγή μιας απόφασης και όχι όταν λαμβάνει αυτή τις «καλύτερες» αποφάσεις. Καθ’ υπερβολή, η ηγεσία είναι αδιάφορη ως προς το περιεχόμενο των επιμέρους αποφάσεων και εστιάζει στην εύρυθμη λειτουργία, συντονισμό και διασύνδεση των κόμβων ενός σύνθετου δικτύου δημοκρατικών διαδικασιών απόφασης μεταξύ συνεργατικών ομάδων παραγωγής ισχύος. Κύριο μέλημά της είναι η διαρκής αναβάθμιση αυτής της λειτουργίας, η ενσωμάτωση νέων μεθόδων και εργαλείων, η αξιοποίηση της πείρας για τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών κ.ο.κ [3]. Με άλλα λόγια, αν αποσπάμε αποφάσεις από τους ανθρώπους αποδυναμωνόμαστε, γιατί δεν επιτρέπουμε τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους. Και αυτό ισοδυναμεί με «κακή» ηγεσία.

Για την ανάπτυξη τέτοιου τύπου ποιοτήτων και νοοτροπιών υπάρχει αρκετή τεχνογνωσία την οποία πρέπει να αξιοποιήσουμε στο έπακρο. Πολλές φορές ενώ συμφωνούμε ότι πρέπει να «εμπλέξουμε» την κοινωνία, δεν γνωρίζουμε πώς να το κάνουμε με τρόπο που πραγματικά εμπνέει, διαρκεί στον χρόνο και φέρνει ουσιαστικά αποτελέσματα. Αυτό όμως είναι απολύτως λογικό, γιατί απαιτεί ικανότητες και γνώσεις που δεν προάγονται από την παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία ή αναπτύσσονται σε περιορισμένο βαθμό και με δυσλειτουργικό τρόπο. Ακόμη χειρότερα, μπορεί να διαθέτουμε ως άτομα τέτοιες ικανότητες, οι οποίες όμως αποκλείονται από πολιτικούς οργανισμούς που αδιαφορούν για αυτές.

Συνεπώς, μπορούμε να φανταστούμε μια αταξινόμητη με παραδοσιακούς όρους, υβριδική πολιτικό-κοινωνική συλλογικότητα η οποία κατά κύριο λόγο συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας ραχοκοκαλιάς που ενισχύει, διασυνδέει, διευκολύνει, μεταφέρει τεχνογνωσία στα διάφορα σημεία του δικτύου, ενοποιεί για να αυξήσει τη βιωσιμότητα επιμέρους λειτουργιών, συμβάλει στη δημιουργία καινοτόμων θεσμίσεων που ενισχύουν συνολικά τις επιμέρους λειτουργίες και καλλιεργούν σχετικές νοοτροπίες κοκ. Μια τέτοια «οργάνωση» που έχει επιτύχει μια καλύτερη στάθμιση μεταξύ πολιτικής αντιπροσώπευσης και παραγωγής ισχύος μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για τη διαμόρφωση ενός δικτύου παραγωγής λαϊκής ισχύος, η οποία είναι απαραίτητη για να ανταποκριθούμε στην πίεση που δέχεται η κοινωνία από τη σύγχρονη απολυταρχία και στους κινδύνους που ανοίγονται μπροστά μας.

______________________

Σημειώσεις

[1] Δεν εξαντλώ προφανώς όλες τις πτυχές της έννοιας της ηγεσίας.

[2] Σε αυτό το σημείο ας κρατήσουμε ότι η ψηφιακή τεχνολογία και συγκεκριμένα η μεγάλη ταχύτητα διάδοσης της πληροφορίας σε πραγματικό χρόνο και η ευκολία όλων στην πρόσβαση σε δεδομένα για διαδικασίες που γίνονται παράλληλα σε διαφορετικά σημεία του συστήματος, ενδεχομένως διευκολύνει την ανάπτυξη ενός διαφορετικού μοντέλου ηγεσίας, αμβλύνοντας την τάση απόσπασης αποφάσεων από τους κόμβους επικοινωνίας.

[3] Στο βιβλιαράκι «Λογική και Μέθοδος μιας Αριστερής Κυβέρνησης» αναφέρονται στοιχεία μιας παρόμοιας νοοτροπίας διακυβέρνησης σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής, που σχετίζονται με το μοντέλο ηγεσίας που απαιτούν οι συνθήκες.

 

*Δημοσιεύθηκε στο RedNotebook στις 22/12/2015

Στρατηγική ήττα της δημοκρατίας (video)

Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται σε παρέμβαση στην εκδήλωση του «Δρόμου της Αριστεράς» με θέμα Καθεστώς Δανεισμού και Πολιτικός Αγώνας για να μην σβήσει η χώρα. Η εκδήλωση που διοργάνωσε ο Δρόμος της Αριστεράς, πραγματοποιήθηκε στις 09/11/2015 στην ΑΣΟΕΕ .

Δεν διαλέγουμε την εποχή στην οποία γεννιόμαστε -αν θα είναι φωτεινή ή σκοτεινή. Αυτό όμως που επιλέγουμε, που περνάει από το χέρι μας, είναι η στάση που θα έχουμε απέναντί της. Και σ’ αυτές τις εποχές τις δύσκολες, στις οποίες μπαίνουμε ολοταχώς τα τελευταία χρόνια, φάνηκε από τις εξελίξεις και την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς τον τελευταίο χρόνο, ότι αν δεν έχουμε το φρόνημα και το ανάστημα να παραδεχτούμε –προσωπικά ο καθένας– το καθήκον που έλαχε σε μας, όσο δύσκολο και να φαίνεται, τότε όχι μόνο δεν θα είμαστε χρήσιμοι στον λαό μας αλλά θα γίνουμε αργά ή γρήγορα εξάρτημα της μηχανής που επιχειρεί να ισοπεδώσει κοινωνίες, δικαιώματα, κατακτήσεις.

Αυτό δεν αφορά μόνο την Αριστερά αλλά αφορά και την Αριστερά. Πολλοί και πολλές που αποκόπηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν το κάναν για να μείνουν πιστοί στις ιδέες τους, διότι σε περιόδους όπως αυτή που ζούμε, ολικής απειλής της κοινωνίας, δεν έχουμε το δικαίωμα να αγωνιζόμαστε για να υπερασπιστούμε ή για να προωθήσουμε τις ιδέες μας, αλλά έχουμε την υποχρέωση να αγωνιζόμαστε για την επιβίωση του λαού μας, με όπλο τις ιδέες μας. Κι αν κάτι σήμερα φαντάζει στα δικά μου μάτια τρομακτικό, δεν είναι οι νέες περικοπές μόνο, δεν είναι το ξεπούλημα που συνεχίζεται, αλλά η έλλειψη ελπίδας. Διότι μια κοινωνία που πιέζεται πολύ αλλά έχει έναν αγωνιστικό προσανατολισμό, έχει μια διάθεση μαχητικότητας, μπορεί να αντέξει πάρα πολλά χωρίς να διαλυθεί. Μια κοινωνία παραιτημένη, χωρίς ελπίδα, είναι μια κοινωνία που αργά ή γρήγορα θα αναπτύξει όλες τις παθογένειες, που δυστυχώς βλέπουμε και σ’ άλλες κοινωνίες, και αργά ή γρήγορα θα αρχίσει να αλληλοφαγώνεται. Γιατί αυτό που ζήσαμε αυτόν τον χρόνο, ο οποίος δεν έχει τελειώσει ακόμα, είναι μια στρατηγική ήττα όχι της Αριστεράς, αυτό θα ήταν λίγο και πιο εύκολα αντιμετωπίσιμο, αλλά μια στρατηγική ήττα της δημοκρατίας. Μια στρατηγική ήττα της δημοκρατίας που έρχεται σαν συνέχεια του γεγονότος ότι οι λαοί έχουν ξεχάσει τι σημαίνει δημοκρατία.

Δημοκρατία είναι η δυνατότητα εκείνων που δεν έχουν οικονομική ισχύ να έχουν λόγο γι’ αυτά που τους αφορούν ή πρόσβαση –κάποιου τύπου επιρροή– σ’ αυτά που τους αφορούν. Είχαμε την τύχη ως κοινωνία, γιατί πολλές κοινωνίες, τεράστιες περιοχές του πλανήτη δεν είχαν αυτή την τύχη, να ζήσουμε σε μια περίοδο που είχαμε κάποια στοιχειώδη πρόσβαση στις αποφάσεις. Δεν θέλω, λόγω του χρόνου, να επεκταθώ.

Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Έκλεισε με τον πιο καθαρό τρόπο, χωρίς υπεκφυγές. Το μήνυμα που πήραμε, και πρέπει να το κατανοήσουμε βαθιά, είναι ότι δεν έχουμε την απαραίτητη ισχύ ως λαός, ως κοινωνία, και εμείς και άλλες κοινωνίες, για να επιβάλουμε τη συμμετοχή μας σε κρίσιμες αποφάσεις για τη ζωή τη δική μας και των παιδιών μας. Άρα το ερώτημα, στο δικό μου το μυαλό, είναι πώς αποκτάμε εκ νέου εκείνη την ισχύ που θα αναγκάσει τις ελίτ να αποδεχτούν ότι στον σχεδιασμό του μέλλοντος των κοινωνιών μας, θα λαμβάνονται υπ’ όψιν και οι δικές μας απόψεις και οι δικές μας ανάγκες. Και πώς θα παραχθεί αυτή η νέα ισχύς; Αυτό είναι ένα ερώτημα που πρέπει να μας απασχολήσει.

Πρέπει να είμαστε επινοητικοί, τολμηροί, διατεθειμένοι να επανεκπαιδευτούμε, να αλλάξουμε πολλά απ’ αυτά που εμείς νομίζουμε ότι είναι οι βασικοί κανόνες, οι βασικές γραμμές στις οποίες πρέπει να κινείται η δράση μας και η σκέψη μας – διότι κι εμείς γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε μια περίοδο που τέλειωσε. Πρέπει να εκμεταλλευτούμε όλες τις σύγχρονες δυνατότητες, να είμαστε σοβαροί, συστηματικοί και να θέλουμε να είναι πολυπρόσωπη η προσπάθειά μας, διότι απέναντί μας έχουμε έναν καλά οργανωμένο στρατό. Η εικόνα του αντιπάλου με τον οποίο θα πρέπει να αναμετρηθούμε, είναι οι στρατιές των γραφειοκρατών, των καλά διαταγμένων, των καλά καταρτισμένων, των καλά οργανωμένων και καλής επικοινωνίας μεταξύ τους και διάταξης και αξιοποίησης όλων των δυνατοτήτων τους: του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Απέναντι σε τέτοιους στρατούς θέλει μια άλλου τύπου σοβαρότητα και οργάνωση.

Αν δεν το κάνουμε εμείς, επειδή η κοινωνία μας καταρρέει, αν δεν βρούμε εμείς τρόπο, οι πολίτες αυτής της χώρας, ο ελληνικός λαός, να αποκτήσει την ισχύ, να έχει το δικαίωμα, να έχει την αυτονομία να μπορεί να συμμετέχει κανονικά στις κρίσιμες αποφάσεις και να επηρεάζει τις εξελίξεις, αν δεν το κάνουμε αυτό, θα έρθουν οι εθνικιστές, οι φασίστες, με τον δικό τους στρατιωτικοποιημένο τρόπο, να περιμαζώσουν μια κοινωνία που καταρρέει και να ολοκληρώσουν την παρακμή της. Πυξίδα σε αυτή την προσπάθεια θα μπορούσε να είναι η δράση της Αριστεράς σε παρόμοιες περιπτώσεις, σε παρόμοιες περιόδους, αφού το μάτι της Αριστεράς θα πρέπει να πάει πίσω αρκετά, πριν από την περίοδο που αρχίσαν κάποιες κοινωνίες στη Δυτική Ευρώπη να έχουν κάποιου τύπου δημοκρατία.

Να κλείσω με μία φράση: Η εικόνα αυτού που προσπαθώ τόση ώρα να πω, του περιορισμού δηλαδή του δικαιώματός μας να έχουμε λόγο σ’ αυτά που μας αφορούν, είναι οι κυβερνήσεις τις οποίες καλούμαστε να ψηφίσουμε τα τελευταία χρόνια. Είναι οι κυβερνήσεις που παίρνουν εντολή από τον ελληνικό λαό, οι οποίες αποτελούν τον μικρό εταίρο σε μια μεγαλύτερη κυβέρνηση που έχει μέσα την ΕΚΤ και τους δανειστές, οι οποίοι είναι και αρμόδιοι για τις κρίσιμες αποφάσεις. Και αν αυτός ο μικρός εταίρος δεν έχει σχέδιο, με την κινητοποίηση του κόσμου, να ασκήσει παίρνοντας πάνω του ο ελληνικός λαός (να τον οργανώσει ώστε να πάρει πάνω του) τις βασικές λειτουργίες της κοινωνίας μας, τότε όποτε τολμήσει ο μικρός εταίρος να αμφισβητήσει τους μεγάλους, η κοινωνία θα απειλείται με απόλυτη καταστροφή, με χρεοκοπία. Άρα τμήμα της δυνατότητάς μας να ανακτήσουμε τη δημοκρατία και την αυτονομία μας, είναι η ικανότητά μας, από ’δω και πέρα, να οργανώσουμε με τέτοιο τρόπο τις δικές μας δυνατότητες ώστε να ασκήσουμε κάποιου τύπου έλεγχο πάνω στις βασικές λειτουργίες. Στη διατροφή, το φάρμακο, την ενέργεια, τις υπόλοιπες υποδομές. Όσο ξένο και να μας φαίνεται αυτό στην παραδοσιακή πολιτική, άλλο τόσο πολλή δουλειά χρειάζεται να κάνουμε για να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε ότι στη νέα περίοδο στην οποία έχουμε μπει, οι πολιτικές δυνάμεις που θα παίξουν ρόλο, θα είναι ανθεκτικές και πραγματικά θα είναι χρήσιμες στον ελληνικό λαό, θα είναι αυτές που θα ξέρουν να κάνουν αυτή τη δουλειά.

 

*Δημοσιεύθηκε στον Δρόμο της Αριστεράς στις 17/11/2015

Πορτογαλία: Τελευταίος σταθμός του «εξπρές της απολυταρχίας»

Το… προληπτικό πραξικόπημα, η γενικευμένη κλιμάκωση της επίθεσης των ελίτ και η ανάγκη για μια αντίπαλη στρατηγική

Tο έτος 2015 αναδεικνύεται –ήδη πριν τελειώσει– σε ορόσημο για την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Είναι το έτος στη διάρκεια του οποίου κορυφώνεται με απροκάλυπτο και δημόσιο τρόπο η εχθρότητα των ελίτ απέναντι στη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία. Ήδη, λίγα χρόνια πριν, είδαμε δύο «απαλά» πραξικοπήματα σε Ιταλία και Ελλάδα, όπου συστημικές(!) κυβερνήσεις και εκλεγμένοι πρωθυπουργοί παραιτήθηκαν/ανατράπηκαν. Τη θέση τους έλαβαν επιφανή στελέχη του χρηματοπιστωτικού συμπλέγματος με σκοπό την απόλυτη ευθυγράμμιση με τις επιταγές των ελίτ, παρά τη διάσταση με τη βούληση και τις ανάγκες της πλειοψηφίας των πολιτών.

Μετά την Ουκρανία, χάθηκαν τα όρια…

Έπειτα, το 2014 είχαμε την ενεργή συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη μετεξέλιξη των εσωτερικών πολιτικών εντάσεων στην Ουκρανία σε εμφύλιο πόλεμο. Παρά τις υπαρκτές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις χώρες της Δύσης στο συγκεκριμένο ζήτημα, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η διαπίστωση ότι, μετά την Ουκρανία, δεν υπάρχει πλέον κατώφλι στην κλιμάκωση της παρέμβασης στο ευρωπαϊκό έδαφος. Φαίνεται ότι η αποικιοκρατική λογική της Ευρώπης στις μέρες μας «γυρίζει» προς το εσωτερικό της ηπείρου, με σκοπό να τσακίσει δικαιώματα και κατακτήσεις των λαών της – και να «εναρμονίσει» τις ευρωπαϊκές κοινωνίες με τη βαρβαρότητα και την αναξιοπρέπεια των περιοχών που βίωσαν και βιώνουν από πρώτο χέρι τι σημαίνει αποικιοκρατία της «πολιτισμένης» Ευρώπης.

Σαφές μήνυμα: οι ελίτ αποφασίζουν, όχι οι λαοί

Το 2015, η κλιμάκωση της επίθεσης των ελίτ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο αποσαφηνίζει πλήρως προθέσεις και στοχεύσεις. Στην ελληνική περίπτωση, βιώσαμε μια πολύμηνη διαδικασία διαπραγμάτευσης, η οποία συνιστά μνημείο ευτελισμού της δημοκρατίας από τη χρηματιστικο-πολιτική γραφειοκρατία. Το δε αποτέλεσμά της συνιστά μια καθαρή, δημόσια ήττα της δημοκρατίας. Τις πρώτες ημέρες του Ιούνη η πολιτική ελίτ της Ε.Ε. και των πιστωτών αγνόησε με απαξιωτικό τρόπο τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης μέχρι εκείνη τη στιγμή, και απαίτησε από την ελληνική κυβέρνηση να παραβιάσει τη δημοκρατική ετυμηγορία του ελληνικού λαού. Στο τέλος του Ιούνη δήλωσαν ανοικτά ότι η Ελλάδα έχει 48 ώρες για να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις τους. Μερικές ημέρες αργότερα, στα μέσα του Ιουλίου και μετά το δημοψήφισμα, απείλησαν ανοικτά ότι η ελληνική κοινωνία θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες μιας άτακτης χρεοκοπίας αν οι απαιτήσεις τους δεν γίνουν αποδεκτές. Με τον πλέον επίσημο και ανοικτό τρόπο, μέσα σε ενάμιση μήνα η Ευρώπη απέρριψε στοιχειώδεις αρχές της δημοκρατίας.

Τονίζω το γεγονός ότι όλα αυτά έγιναν ανοικτά και δημόσια, χωρίς καμιά διάθεση «ωραιοποίησης», καθώς το θεωρώ στοιχείο υψίστης σημασίας. Η δημόσια επίθεση και καταρράκωση της δημοκρατίας αποτελεί μείζον ιστορικό γεγονός: η δημοκρατία –δηλαδή η δυνατότητα των ανθρώπων χωρίς οικονομική ισχύ να έχουν πρόσβαση στις κρίσιμες αποφάσεις– δεν είναι πια ανεκτή. Οι κρίσιμες αποφάσεις είναι αποκλειστικό προνόμιο των ελίτ. Οι αποδέκτες του σκληρού μηνύματος ήταν οι πολίτες όλων των ανεπτυγμένων δυτικών κοινωνιών. Το μήνυμα έπρεπε να είναι κρυστάλλινο και να φτάσει σε κάθε έναν και κάθε μία από εμάς, ανεξαρτήτως εθνικότητας, καταγωγής, θρησκείας ή πολιτικής τοποθέτησης. Γι’ αυτό η απόρριψη της δημοκρατίας είχε αυτό τον ανοικτό χαρακτήρα.

Παραβιάζεται και το τελευταίο «ταμπού» στην Πορτογαλία

Και φτάνουμε στον τελευταίο σταθμό αυτού του «εξπρές της απολυταρχίας» που αλωνίζει την Ευρώπη: την Πορτογαλία (ίσως να έχει και άλλον ένα σταθμό μέσα στο 2015, καθώς η Ισπανία έχει σύντομα εκλογές…). Στην Πορτογαλία, το εκλογικό αποτέλεσμα διαμόρφωσε μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την ανάσχεση της σκληρής λιτότητας και της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης. Πρόκειται για μια πλειοψηφία που η πλειοψηφία της ανήκει στο συστημικό Σοσιαλιστικό Κόμμα το οποίο, υπό την απειλή πλήρους κατάρρευσης σε περίπτωση συνεργασίας με τη Δεξιά για την εφαρμογή λιτότητας, επέλεξε να συμμαχήσει με την Αριστερά. Πρόκειται για μια συμμαχία που το Σοσιαλιστικό Κόμμα ευελπιστούσε να του εξασφαλίσει πολιτική ηγεμονία αλά ΣΥΡΙΖΑ: αντιστεκόμαστε στη λιτότητα, χάνουμε «ηρωικά», αποδεχόμαστε λιτότητα, ψηφίζουμε μνημόνιο, κάνουμε εκλογές πριν την εφαρμογή… και κάπως έτσι προσπαθούμε να τετραγωνίσουμε τον κύκλο – δηλαδή να διατηρήσουμε ερείσματα στις λαϊκές τάξεις την ίδια ώρα που τις τσακίζουμε.

Ωστόσο, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι, ενώ πρόκειται για μια πλειοψηφία μη-επικίνδυνη (με όρους ριζικής αμφισβήτησης του συστήματος), ο Πρόεδρος της Πορτογαλικής «Δημοκρατίας» δεν έδωσε το δικαίωμα στην πλειοψηφία να σχηματίσει κυβέρνηση. Αντίθετα, ανέθεσε στον αρχηγό της Δεξιάς να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας, με το αιτιολογικό ότι η Πορτογαλική «Δημοκρατία» δεν έχει την πολυτέλεια να δυσαρεστήσει/κλονίσει τις σχέσεις εμπιστοσύνης της με την Ευρωζώνη και τις αγορές. Πρόκειται για ωμή καταστρατήγηση των δημοκρατικών αρχών και έκφραση απόλυτης προτεραιότητας των επιταγών των ελίτ έναντι της κοινωνίας. Μετά την Ελλάδα, δεν υπάρχει πλέον όριο: η δημοκρατία δεν είναι «ταμπού». Δεν θα γίνεται ανεκτή ούτε αν στην κυβέρνηση βρεθούν δυνάμεις πρόθυμες μεν να κινηθούν στο υφιστάμενο πλαίσιο, αλλά που θέλουν να διατηρήσουν μια πολιτική αυτονομία και να σεβαστούν όρια που θέτουν οι αντοχές των λαϊκών τάξεων.

Κατάργηση της αστικής δημοκρατίας όποτε «ενοχλεί» τις αγορές

Αυτό άλλωστε είναι και το δυστύχημα του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη και αν είναι πρόθυμος να κινηθεί στο υφιστάμενο μνημονιακό πλαίσιο, η αξίωση αυτονομίας και οι κόκκινες γραμμές, οσοδήποτε ισχνές, αποτελούν casus belli για τη χρηματοπιστωτική απολυταρχία. Η εκλεγμένη κυβέρνηση σε μια χώρα δεν μπορεί παρά να είναι ο μικρός/συμπληρωματικός εταίρος σε μια συγκυβέρνηση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τους πιστωτές, οι οποίοι έχουν την πραγματική εξουσία.

Στην περίπτωση της Πορτογαλίας είδαμε ένα «προληπτικό» πραξικόπημα. Αντί να εκκινηθεί μια διαδικασία διαπραγμάτευσης ώστε μετά από μήνες και οικονομική «ζημιά» να επέλθει το μοιραίο, το έκανε ο Πρόεδρος προληπτικά και από νωρίς ώστε «να μην μπει η χώρα σε αυτή την ανώφελη περιπέτεια». Παλιότερα, υπό το πρόσχημα της απειλής από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», δικαιολογούνταν πραξικοπήματα και άλλες βαρβαρότητες. Σήμερα, ο κίνδυνος δεν είναι ο «κομμουνισμός» αλλά η στοιχειώδης αστική, φιλελεύθερη δημοκρατία και η αμφισβήτηση της λιτότητας. Δεν υπάρχει δημοκρατία, εκτός και αν αυτή υποτάσσεται απολύτως στις επιταγές των αγορών και των τραπεζιτών. Άλλωστε, η κ. Μέρκελ ήταν πολύ σαφής από πολύ νωρίς, όταν υποστήριζε ότι σκοπός είναι να ενσωματώσουμε τη δημοκρατία στη λειτουργία της αγοράς, δηλαδή να την απαλλάξουμε από εκείνα τα στοιχεία που μπορεί να έρχονται σε αντίθεση με τις αγορές.

Πώς θα σταματήσουμε την έφοδο των ελίτ;

Η γενικευμένη κλιμάκωση της επίθεσης των ελίτ απαιτεί μια αντίπαλη στρατηγική ενδυνάμωσης των πολιτών, ώστε να είναι σε θέση να επιτελέσουν βασικές λειτουργίες της κοινωνίας με εναλλακτικό και αυτόνομο τρόπο. Όσο δύσκολο και να μας φαίνεται κάτι τέτοιο, είναι απολύτως απαραίτητο από τη στιγμή που οι πιστωτές ελέγχουν τη ροή του χρήματος και μέσω αυτού όλες τις ζωτικές λειτουργίες της χώρας. Γι’ αυτό πρέπει να κινηθούμε πέρα από την εκλογική και κινηματική παραδοσιακή πολιτική πρακτική: είναι αναγκαία η «εξόρυξη» και ανάπτυξη των δυνατοτήτων των ανθρώπων και διασύνδεση με εναπομείνασες κρατικές δομές με στόχο τη δημιουργία οικονομικών και κοινωνικών κυκλωμάτων που μπορούν να επιτελέσουν σε κάποιο βαθμό τις βασικές μας λειτουργίες.

Δεν πρόκειται να απελευθερωθούμε και να σταματήσουμε το «εξπρές της απολυταρχίας» αν δεν αποκτήσουμε την ισχύ που απαιτείται για κάτι τέτοιο. Και αν μας φαίνεται αδύνατο, δεν έχουμε παρά να αναλογιστούμε το πάθος και το νεύρο που συγκλόνισε τη χώρα την εβδομάδα του δημοψηφίσματος. Κι ακόμη, να αναλογιστούμε το πώς πριν το «χρυσό μεταπολεμικό αιώνα» η νεαρή τότε ευρωπαϊκή Αριστερά κατάφερνε, σε αντίξοες συνθήκες, να συσπειρώνει τεράστιες μάζες γύρω της και να κερδίζει.

*Δημοσιεύθηκε στο Δρόμο της Αριστεράς στις 31/10/2015