Tag Archives: νεοφιλελευθερισμός

Μετασχηματισμοί της πολιτικής στις νέες συνθήκες: η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ

Άρθρο στα Τετράδια στο πλαίσιο του αφιερώματος: «Κριτική προσέγγιση της διαδρομής του ΣΥΡΙΖΑ. Από κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης σε κυβέρνηση της χώρας και μέχρι σήμερα» (φθινόπωρο 2016-τεύχος 66-67). 

1. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί γέννημα μιας περιόδου που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση των πρώτων ενδείξεων σοβαρής αποσταθεροποίησης της κοινωνικής και θεσμικής οργάνωσης των δυτικών κοινωνιών. Η “πρώτη ύλη” για το εν λόγω εγχείρημα προήλθε από τμήματα της αριστεράς που άνηκαν σε διάφορες “παραδόσεις” της, σύμφωνα με την καθιερωμένη ταξινόμηση ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων της αριστεράς του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε ένα πρωτότυπο εγχείρημα πολιτικής ενότητας αριστερών οργανώσεων και συλλογικοτήτων σε μια χώρα όπου η πολιτική αριστερά κατάφερε να επιβιώσει από τον σαρωτικό αντίκτυπο των ραγδαίων ιδεολογικο-κοινωνικών μετατοπίσεων που προκάλεσε η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και η ραγδαία ανάδυση του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος σε παγκόσμια κλίμακα.

Ο βασικός ισχυρισμός του κειμένου είναι ότι η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κατανοηθεί μέσα από το πρίσμα της ασυγχρονίας δύο διαδικασιών μετασχηματισμού. Από τη μια, τμήματα της εναπομείνασας πολιτικής αριστεράς στην Ελλάδα αλλά και ο κόσμος της αριστεράς που συμμετείχε στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ έδειξαν ικανότητα προσαρμογής στις νέες συνθήκες όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά το τέλος ενός μεγάλου ιστορικού κύκλου. Από την άλλη, η μετέπειτα πορεία του – όπως αυτή δρομολογήθηκε μέτα το ξέσπασμα της κρίσης, την αγριότητα της πολιτικής που την συνόδευσε, τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις και την πολιτική ανατροπή με επίκεντρο τον ΣΥΡΙΖΑ – έδειξε ότι η ταχύτητα προσαρμογής της παραδοσιακής αριστεράς στις νέες συνθήκες δεν μπορέσε να παρακολουθήσει τις καταιγιστικές αλλαγές και την όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού.

Ως εκ τούτου, από τη στιγμή της ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση εμφανίζεται μια επιταχυνόμενη τάση αναστροφής των διαδικασιών μετασχηματισμού και προσαρμογής στις νέες συνθήκες και ισχυροποίησης παρωχημένων πολιτικών νοοτροπιών και σχημάτων ανάλυσης που σήμερα εκβάλουν στην αναπαραγωγή είτε συστημικών στερεοτύπων και αφελών προσδοκιών, είτε ασύμβατων με τα νέα δεδομένα παραδοσιακών μεθοδολογιών κινητοποίησης κι οργάνωσης. Και επειδή διανύουμε μια περίοδο ραγδαίων ανακατατάξεων και βαρβαρότητας, η αδυναμία προσαρμογής τροχιοδρόμησε για τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ μια πορεία άρσης θεμελιακών αριστερών παραδοχών, ενώ η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για την εμβάθυνση του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού μοιραία εμβαθύνει την κοινωνική, θεσμική και πολιτική παρακμή.

2. Με την αυγή της νέας χιλιετίας, οι σύγχρονες κοινωνίες βρέθηκαν σε ένα περιβάλλον όπου τα δομικά αδιέξοδα διογκώνονταν υπόκωφα και η στρατηγική των ελίτ επικέντρωνε ουσιαστικά ανενόχλητη στην ανάπτυξη μιας θεσμικής και οικονομικής αρχιτεκτονικής που ακύρωνε τις δημοκρατικές πτυχές της μεταπολεμικής κοινωνικής διευθέτησης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι δυνάμεις που συγκρότησαν τον ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησαν να αναπτύξουν νέες ποιότητες και να διευρύνουν τους ορίζοντες σκέψης και δράσης ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν – πρακτικά και στρατηγικά – στις ασφυκτικές συνθήκες. Έγιναν πιο ευαίσθητες στην κοινωνική ανησυχία που αναδυόταν με αταξινόμητες μορφές και συμμετείχαν ενεργά και με ανοικτό πνεύμα σε κινηματικές και άλλες διεργασίες που υπερέβαιναν σε κάποιο βαθμό την παραδοσιακή μεθοδολογία κινητοποίησης σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Επίσης, τα θραύσματα της πολιτικής αριστεράς βρέθηκαν πολύ γρήγορα να υπερασπίζονται μόνα τους ευρύτερες αξίες αρνούμενες να αποδεχθούν την απαξίωσή τους και τον διαρκώς διευρυνόμενο κυνισμό από τη μεριά των ισχυρών πολιτικών παρατάξεων.

Η διάθεση και ικανότητα προσαρμογής σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο, ασφυκτικό, ασταθές και αχαρτογράφητο περιβάλλον κατέστησε τον ΣΥΡΙΖΑ έναν ιδιόμορφο πολιτικό χώρο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μεν ένα κόμμα της αριστεράς αλλά ανέπτυσσε ιδιαίτερες σχέσεις – τόσο σε επίπεδο πολιτικής επικοινωνίας όσο και κινηματικής μεθοδολογίας – με τους πολίτες και τα κινήματα. Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέπτυξε την ικανότητα παρέμβασης στις πολιτικές εξελίξεις κατά τρόπο που υπερέβαινε την κοινοβουλευτική του δύναμη, καθιστώντας την πολιτική εκπροσώπηση λειτουργική και χρήσιμη στους πολίτες και τα κινήματα, σε αντιδιαστολή με την γενική τάση απαξίωσης της πολιτικής και της αποξένωσης του πολιτικού συστήματος από τους πολίτες.

3. Η επιτάχυνση των εξελίξεων από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης – με την Ελλάδα να βρίσκεται στο επίκεντρο της Ευρωπαϊκής εκδοχής της – έθεσε τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη γραμμή μιας πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης με παγκόσμιες προεκτάσεις. Μια σύγκρουση η οποία πήρε καθολικά χαρακτηριστικά καθώς ο λαός1 αντιστάθηκε αξιοποιώντας ό,τι μέσα είχε στη διάθεσή του: απεργιακά κύματα και κινήματα αντίστασης αναπτύχθηκαν εναντίον όλων των πτυχών της εφαρμοζόμενης πολιτικής, μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις απέκτησαν πανελλαδική εμβέλεια, δίκτυα αλληλεγγύης και εγχειρήματα αυτοοργάνωσης της κοινωνικής αναπαραγωγής ξεφύτρωσαν σε όλες τις γωνιές της χώρας κοκ. Αλλά και στο πολιτικό επίπεδο, ο ελληνικός λαός προκάλεσε έναν πολιτικό σεισμό καθώς απαγκιστρώθηκε από τα κυριάρχα πολιτικά κόμματα και στράφηκε σε μια ιδιόμορφη πολιτική δύναμη που από καιρό είχε δώσει δείγματα γραφής μιας διαφορετικής νοοτροπίας, η οποία επιβεβαιωνόταν από τη στάση της κατά την ανάπτυξη των αγώνων της μνημονιακής περιόδου.

Στις εκλογές του Μαϊου του 2012 ο ελληνικός λαός αξιοποίησε την πολιτική δύναμη που έδειχνε να διαθέτει τη μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής στο νέο πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης, το κόμμα που είχε την ικανότητα να συντονίζεται καλύτερα με τις νέες συνθήκες και κοινωνικές συμπεριφορές, αλλά και τον πολιτικό χώρο εκείνο που είχε το σθένος να αναλάβει να παίξει τον ρόλο του πολιτικού εκφραστή των αναγκών σε μια επικίνδυνη και δύσβατη περίοδο. Όμως πολύ γρήγορα, αμέσως μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνει χώρα ένα πολύ ιδιαίτερο φαινόμενο που αξίζει πολύπλευρης μελέτης.

Μέχρι εκείνη την φάση μπορούμε να εντοπίσουμε μια δυναμική ένταση ανάμεσα στην τάση μετασχηματισμού και προσαρμογής στις νέες συνθήκες του οξυμένου και πολλαπλά διαφοροποιημένου πολιτικού και κοινωνικού ανταγωνισμού που αναφέραμε παραπάνω και την εμμονή σε παγιωμένες νοοτροπίες και πρακτικές που δεν συμβάδιζαν με τα νέα δεδομένα. Πρόκειται για μια δυναμική ένταση ανάμεσα στη διάθεση αναβάθμισης και επικαιροποίησης μεθοδολογιών και οργανωσιακών αρχών που προέκυπτε από τη βιωμένη αδυναμία των κομματικών δυνάμεων για αποτελεσμαστική δουλειά σε κινηματικό και κοινωνικό επίπεδο με παραδοσιακά μέσα – ιδιαίτερα σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού – και την αδρανειακή προσκόλληση σε παραδοσιακά κομματικά σχήματα και νόρμες ενός δυσκίνητου, γραφειοκρατικού οργανισμού. Μια δυναμική ένταση η οποία είναι φυσιολογική και χαρακτηρίζει κάθε προσπάθεια μετασχηματισμού και αλλαγής πολυπληθών και πολυπλόκαμων θεσμών και οργανισμών όπως ένα κόμμα.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτή η δυναμική ένταση δεν ευθυγραμμιζόταν με τις διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, διαπερνούσε οριζόντια όλες τις πτέρυγές του και δεν αποτέλεσε αντικείμενο επικέντρωσης της επίσημης εσωκομματικής συζήτησης. Ωστόσο, από την οπτική γωνία που μας ενδιαφέρει εδώ – την κατανόηση της εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τις επιχειρησιακές απαιτήσεις και την κατάλληλη πολιτική μεθοδολογία στις νέες συνθήκες πολιτικο/κοινωνικού ανταγωνισμού – η εν λόγω ένταση αποτελούσε το καθοριστικό στοιχείο της φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ εκείνης της περιόδου. Ήταν εκείνο το στοιχείο που παρήγαγε θετικά πολιτικά και κινηματικά αποτελέσματα και αναδείκνυε τη δυνατότητα του ιδιόμορφου αυτού μορφώματος να αποτελέσει μια σύγχρονη πολιτική δύναμη στο πλευρό των λαϊκών στρωμάτων και στην υπηρεσία θεμελιακών αξιών σε μια περίοδο ολικών κινδύνων και απειλών. Όμως η πορεία των πραγμάτων έδειξε ότι η εν λόγω δυνατότητα δεν έμελλε να γίνει πραγματικότητα.

4. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 και την αναγόρευση του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση και συνεπώς σε δυνητική κυβερνητική δύναμη, στη δυναμική ένταση που περιγράψαμε παραπάνω προστέθηκε μια καθοριστική συνιστώσα που έγειρε ταχύτατα την πλάστιγγα προς την πλευρά των καθιερωμένων νοοτροπίων και μεθοδολογιών: η τάση ευθυγράμμισης με τις νόρμες και τα χαρακτηριστικά της κρατικής εξουσίας του κομματικού οργανισμού και του πολιτικού του προσωπικού. Πρόκειται για μια εκπληκτικά ισχυρή “ελκτική δύναμη” που τροποποίησε δραστικά και σε σχετικά ελάχιστο χρόνο πρακτικές, διαδικασίες, συμπεριφορές, προτεραιότητες, πολιτικές και οργανωσιακές γεωμετρίες, μετασχηματίζοντας εντυπωσιακά έναν απομακρυσμένο ως τότε από την εξουσία κομματικό οργανισμό – που με εντάσεις επιχειρούσε να διερευνήσει νέες μεθολογίες κινητοποίησης και οργάνωσης – ώστε να είναι συμβατός με την κρατική συνδεσμολογία ισχύος και εξουσίας, αλλά και την πολιτική στρατηγική που τη διαπερνά και την οργανώνει στις νέες συνθήκες.

Η μετασχηματιστική δυναμική της προοπτικής της κυβερνητικής εξουσίας δεν γέννησε και επέβαλλε καινοφανείς νοοτροπίες, πρακτικές και συμπεριφορές. Αναζωογόννησε και αναβάθμισε (και αντίστοιχα συρρίκνωσε και έθεσε στο περιθώριο) στοιχεία που ενυπάρχουν σε κόμματα, θεσμούς και οργανισμούς που αποτελούν εκ των πραγμάτων τμήμα του κράτους με την ευρεία έννοια του όρου. Ποια στοιχεία όμως ήταν αυτά που ενισχύθηκαν και ποια αυτά που συρρικνώθηκαν; Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε:

– αποδιαρθρώθηκαν οι συλλογικές διαδικασίες και ενισχύθηκαν οι ατομικές ή ομαδικές στρατηγικές ακόμη και στο εσωτερικό των πολιτικών πτερύγων.

– υποχώρησαν ο επιτελικός προγραμματισμός και σχεδιασμός και οι “τόποι” της σχετικής διαβούλευσης και ενισχύθηκαν η διαμερισματοποίηση, οι επιπόλαιοι και επιφανειακοί πολιτικοί χειρισμοί, η μιντιακή κουλτούρα και χρονικότητα στην οργάνωση της πολιτικής κοκ.

– αποδιαρθρώθηκε η επικοινωνία ανάμεσα στα μέρη του κομματικού οργανισμού και η μεταφορά της πληροφορίας και ενισχύθηκε η δημιουργία πολλών κέντρων, τα οποία βαθμιάια απομονώνονταν και ανέπτυσσαν ανταγωνιστικές τάσεις.

– υποτιμήθηκε η λειτουργική διάταξη των δυνάμεων στη βάση ενός συνολικού σχεδίου και ενισχύθηκε η ανάπτυξη προσωπικών φιλοδοξιών, σχετικών τακτικών και μια κουλτούρα συγκρότησης ηγεσίας και ηγετικής λειτουργίας σε όλα τα επίπεδα του κόμματος στη βάση της διευθέτησης των επιμέρους επιδιώξεων2.

Αυτές είναι μόνο κάποιες πτυχές από τις πάρα πολλές που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και οι οποίες αναδεικνύουν την κατεύθυνση του μετασχηματισμού. Ο εν λόγω μετασχηματισμός δεν ταυτίζεται με τον προγραμματικό/πολιτικό άξονα αριστερά-δεξιά αναφορικά πχ με τις κοινωνικές προτεραιότητες εκπροσώπησης κοκ. Αν και συνδέεται πολλαπλώς με τη μετατόπιση του πολιτικού προσανατολισμού που λάμβανε χώρα την ίδια περίοδο, ωστόσο δεν ταυτίζεται με αυτόν. Πρόκειται για οργανωσιακές και επιχειρησιακές πτυχές που θα ήταν απαραίτητες για την προώθηση πολιτικών που υπερβαίνουν την αριστερά. Πρόκειται για τις αναγκαίες (αλλά όχι ικανές) συνθήκες για την αποτελεσματικότητα μιας πολιτικής δύναμης που επιχειρεί να τροποποιήσει τις εγκαθιδρυμένες νεοφιλελεύθερες νόρμες και θεσμίσεις και να ανοίξει χώρο για μια διαφορετική πολιτική ακόμη και συστημικού χαρακτήρα. Η αδυναμία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να εφαρμόσει έστω κάποια συστημικού χαρακτήρα διαφορετική εκδοχή οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής – πχ σε πεδία εκτός της μνημονιακής επίτηρησης ή κάτω απο τα ραντάρ της – οφείλεται στο γεγονός ότι δεν διέθετε μια μεθοδολογία άσκησης πολιτικής που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει νοοτροπίες και παγιωμένες πρακτικές στον κρατικό μηχανισμό.

Πού όμως οφείλεται η συγκεκριμένη φορά του μετασχηματισμού; Ο εν λόγω μετασχηματισμός αντανακλά τον μετασχηματισμό που έχει υποστεί το κράτος και οι θεσμοί της πολιτικής εξουσίας στο σημερινό πλαίσιο του θεσμοποιημένου νεοφιλελευθερισμού. Μια θεσμοποίηση που είχε ως αποτέλεσμα τον μετασχηματισμό των λειτουργιών του κράτους αλλά και τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της πολιτικής εξουσίας σε Ευρωπαϊκούς θεσμούς οι οποίοι είναι σχεδιασμένοι έτσι ώστε να είναι εκτός της εμβέλειας των πολιτών. Οι ποιότητες και τα χαρακτηριστικά που υποχώρησαν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο πριν από την ανάληψη της διακυβέρνησης είναι εκείνα που έχουν υποχωρήσει στο επίπεδο της κρατικής εξουσίας τις τελευταίες δεκαετίες. Αντιστοίχως, τα στοιχεία που ενισχύθηκαν είναι εκείνα που χαρακτηρίζουν την αποδιάρθρωση και τη βαθμιαία παρακμή των κρατικών λειτουργιών στο ίδιο χρονικό διάστημα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ως κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης διερευνούσε παρά τις δυσκολίες διαφορετικούς τρόπους ανασύστασης της πολιτικής λειτουργίας, ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις αναβαθμισμένες απαιτήσεις που έθετε η επικείμενη εμπλοκή με την πολιτικη εξουσία και τις λειτουργίες ενός κράτους που έχει υποστεί επιχειρησιακό ακρωτηριασμό και οργανωσιακή αποδυνάμωση κατά τα πρότυπα της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για τον ρόλο και τη φυσιογνωμία του κράτους3. Απέναντι σε αυτή την αναμενόμενη εξέλιξη, ο ΣΥΡΙΖΑ ως συλλογικός οργανισμός εμφανίστηκε ανίκανος να αντιπαραθέσει μια μετασχηματιστική στρατηγική σε πολλά επίπεδα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το χειρότερο είναι ότι δεν επιχειρήθηκε καν, καθώς δεν έγινε αντιληπτό το πραγματικό πεδίο αντιπαράθεσης. Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη τον αντίστροφο μετασχηματισμό αφού δεν υπήρχαν – ή ήταν πολύ αδύναμες – αντισταθμιστικές ενέργειες που θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν τη δυναμική ισορροπία αυτών των τάσεων στο εσωτερικό του. Αν συνυπολογίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από ρεύματα της αριστεράς που δεν απέρριπταν την ανάληψη της πολιτικης εξουσίας ως τμήμα της στρατηγικής τους, τότε γίνεται προφανές πόσο παρωχημένη και ασύμβατη με τη σημερινή πραγματικότητα είναι η ανάλυση περί πολιτικής εξουσίας της παραδοσιακής αριστεράς.

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η ασθενής αλλά παρούσα τάση προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ στις νέες συνθήκες πριν γίνει αξιωματική αντιπολίτευση – αυτή που του έδωσε τη δυνατότητα να ανανεώσει την πολιτική λειτουργία, να τον καταστήσει πιο ανοικτό στις κοινωνικές διεργασίες και τελικά να αποτελέσει το όχημα μιας πολιτικής ανατροπής – αποδείχθηκε εξαιρετικά αδύναμη ώστε να αντέξει στις αναβαθμισμένες απαιτήσεις της περιόδου 2012-2014. Χωρίς να έχει αναπτύξει επαρκώς εκείνες τις επιχειρησιακές ποιότητες και νοοτροπίες που θα τον καθιστούσαν μια στιβαρή πολιτική δύναμη ικανή να ανταποκριθεί στην αναβάθμιση του κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού που τον έθετε σε τροχιά εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ τέθηκε σε μια πορεία μετασχηματισμού. Από μετασχηματιστικό παράγοντα προς μια διαφορετική κατεύθυνση λόγω της ανισχυμένης θέσης του στο πολιτικό σκηνικό, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ο ίδιος αντικείμενο μετασχηματισμού.

5. Επιπρόσθετα, ζούμε σε μια περίοδο όπου τεκτονικές αλλαγές λαμβάνουν χώρα σε πάρα πολλά επίπεδα. Η οικονομική κρίση είναι ένα σύμπτωμα μιας βαθύτερης παρακμής και λαμβάνει χώρα σε ένα περιβάλλον ευρύτερης πολυπαραγοντικής αποσταθεροποίησης των σύγχρονων κοινωνιών. Η επιτάχυνση σε πολλά επίπεδα (νέες τεχνολογίες4, περιβαλλοντική αποσταθεροποίηση5, εξάντληση φυσικών πόρων, αναδιάταξη της γεωπολιτικής συνδεσμολογίας ισχύος κοκ) μετασχηματίζει τον παραδιασιακό τρόπο κατανόησης σε τι είδους κοινωνικό και πολιτικό ανταγωνισμό έχουμε εμπλακεί ως λαοί και κοινωνίες. Η αποδιάρθρωση της Ευρώπης και η άνοδος των εθνικιστικών και φασιστικών τάσεων, αλλά και η διάλυση και η υποτροπή κρατικών δομών στη νοτιοανατολική μεσογειακή λεκάνη θέτουν καθήκοντα και απαιτήσεις που υπερβαίνουν όσα θεωρούσαμε δεδομένα 10 χρόνια πριν. Η επιτάχυνση των εξελίξεων έχει οδηγήσει τις ελίτ στην υιοθέτηση μιας καταστροφικής στρατηγικής: οι ελίτ έχουν σήμερα την ιστορική αξίωση να κλείσει ένας μεγαλύτερος κύκλος που ξεκίνησε με την είσοδο των λαών στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι πριν από 2,5 αιώνες. Η αριστερά, αν θέλει να είναι σχετική με την περίοδο, πρέπει να αρθεί στρατηγικά στο ίδιο ύψος και να εκπονήσει μια ανάλογη στρατηγική για τις κοινωνίες προς μια χειραφετητική κατεύθυνση.

Έχουμε εισέλθει σε μια μεταβατική περίοδο μεγάλων απειλών αλλά και δυνατοτήτων. Δεν θα επεκταθούμε εδω περισσότερο στην ψηλάφιση των τεκτονικών αλλαγών που συμβαίνουν γύρω μας, αλλά αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τις ευρύτερες αλλαγές, να αξιοποιήσει τις δυνατότητες της περιόδου στην πορεία προς την εξουσία μεταβάλλοντας θετικά το ευρύτερο ασφυκτικό πλαίσιο και να αποτελέσει μια δύναμη που απευθύνεται σε μια κοινωνία που συναισθάνεται τους υπαρξιακούς κινδύνους με το απαραίτητο αξιακό και συναισθηματικό βάθος. Όμως μια δύναμη που φιλοδοξεί να είναι φορέας κοινωνικής αλλαγής δεν μπορεί να αγνοεί τις κοινωνικές αλλαγές που είναι σε εξέλιξη ούτε να είναι αδιάφορη ή εχθρική στις δυνατότητες που αναβλύζουν από την ανθρώπινη δραστηριότητα σε πολλούς τομείς σήμερα.

6. Μέχρι την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, η ελληνική κοινωνία διέθετε έναν πολιτικό παράγοντα εξομάλυνσης και συνοχής παρά την καταστροφή που βρισκόταν σε εξέλιξη. Η μη συμμόρφωση μιας δημοκρατικής πολιτικής δύναμης με τον κυνισμό και τον πολυδιάστατο αποκλεισμό που κλονίζει την κοινωνική συνοχή σε βαθύτερο επίπεδο λειτουργούσε ανασχετικά σε αυτό τον κλονισμό. Το κοινωνικό τίμημα της ένταξης του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό προσωπικό που δεν έχει “αυταπάτες” – πέρα από τη συνέχεια μιας πολιτικής που βαθαίνει την κοινωνική παρακμή και οικονομική δυσπραγία – είναι η στέρηση από την κοινωνία κάποιου πολιτικού στηρίγματος που διέπεται από ορθολογισμό και ευαισθησία. Η αδυναμία πλέον πολιτικής εκπροσώπησης της μη συμμόρφωσης με τις τοξικές συνθήκες διαβίωσης και την έλλειψη προοπτικής – λειτουργία που επιτελούσε ο ΣΥΡΙΖΑ συμβάλλοντας στην ανάσχεση της παρακμής όπως είπαμε – διοχετεύει (αυτο)καταστροφικές τάσεις στις διαπροσωπικές σχέσεις ενισχύοντας την υπόκωφη κοινωνική βία και απειλώντας την κοινωνική συνοχή με τη βαθύτερη έννοια του όρου.

Ως εκ τούτου έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου πλέον η παρακμή υπερβαίνει την πολιτική μας φαντασία. Απέναντι σε μια πολύ επικίνδυνη περίοδο οι δυνάμεις της χειραφέτησης εισέρχονται αποδεκατισμένες και αποσυσπειρωμένες αλλά με ένα πλεονέκτημα. Δεν μπορούν πλέον να εγκλωβιστούν σε παρωχημένα σχήματα και νοοτροπίες. Και αυτό δεν είναι λίγο καθώς ανοίγει το βλέμμα και την προοπτική να αξιοποιήσουμε δυνατότητες και εργαλεία που δεν μπορούσαμε μέχρι τώρα. Βεβαίως, η κατάσταση θα ήταν πολύ διαφορετική αν ο ΣΥΡΙΖΑ στην πλειοψηφία του είχε παραμείνει πιστός στη μη συμμόρφωση με τη στρατηγική που εμβαθύνει την κοινωνική παρακμή και εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους. Η ύπαρξη ενός μαζικού, πανελλαδικού φορέα που θα επέλεγε να απεγκλωβιστεί από μια καταστροφική πολιτική στρατηγική και ο οποίος θα έστρεφε το σύνολο των δυνάμεών του στο κοινωνικό πεδίο, ώστε από κοινού με τους πολίτες να διερευνήσει όλα όσα δεν κατάφερε την περίοδο 2012-1014, θα δημιουργούσε άλλα δεδομένα στην ελληνική κοινωνία και θα εξέπεμπε ένα σήμα για έγκαιρη τροποποίηση της στρατηγικής στις δυνάμεις της αριστεράς σε όλη την Ευρώπη.

Μια τέτοια επιλογή θα είχε πολιτικό κόστος βραχυπρόσθεσμα σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού, αλλά την ίδια στιγμή θα μπλόκαρε την υλοποίηση της πολιτικής που σήμερα μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κάνει πραγματικότητα. Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ θα εμπέδωνε την κοινωνική του εξουσία στις φτωχές και υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας. Με αυτό τον τρόπο θα εξαφάνιζε την επιρροή ακροδεξιών και εθνικιστικών αντιλήψεων στο τμήμα του πληθυσμού που είναι περισσότερο χτυπημένο από την κρίση και θα διέθετε πραγματικά κοινωνικά εργαστήρια για τη γιγάντωση θεσμίσεων και δικτύων αυτο-οργάνωσης που θα μπορούσαν να στηρίξουν ουσιαστικά την πολιτική του παρουσία και δύναμη σε ένα τοξικό πολιτικό περιβάλλον.

Αντιθέτως, σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ εμβαθύνοντας την πολιτική που αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο την κοινωνία απομακρύνεται από τα λαϊκά στρώματα τα οποία είναι πλέον ανοχύρωτα μπροστά στη ρητορική και πρακτική της ακροδεξιάς, ενώ τα μεσαία στρώματα που θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος των “ταξικών”6 επιλογών μια κυβέρνησης με αναφορά στην αριστερά πολύ σύντομα θα αποσύρουν την όποια στήριξή τους στην κυβέρνηση. Πρόκειται για μια στρατηγική χωρίς πολιτική βιωσιμότητα με τεράστιες συνέπειες για την κοινωνία κυρίως υπό το πρίσμα της έλλειψης ένος πανελλαδικού, συλλογικού αναχώματος με ισχυρές συνδέσεις με τις λαϊκές τάξεις που θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρό εργαλείο στην επικίνδυνη φάση που έχουμε μπει.

7. Όπως όμως και να ήρθαν τα πράγματα, οι απαιτήσεις δεν αλλάζουν επειδή έχουμε βρεθεί σε δυσχερέστερη υποκειμενική θέση σήμερα. Οι δυνάμεις που διαθέτει η ελληνική κοινωνία για την επιβίωση και προστασία της είναι μεγάλες αρκεί να μάθουμε από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και να είμαστε επινοητικοί/ες και τολμηροί/ες την επόμενη περίοδο. Και κυρίως να είμαστε ικανοί/ες να αντιληφθούμε τις δυνατότητες που υπάρχουν γύρω μας και να συμβάλουμε ώστε να τεθούν σε κίνηση οι διεργασίες που είναι συμβατές με τη μεταβατική ιστορική φάση στην οποία έχουμε ήδη εισέλθει.

1 Παρά τη νωθρότητα που εμφάνισε η ελληνική κοινωνία τα προηγούμενα χρόνια όπως όλες οι κοινωνίες που αφέθηκαν στην “αγκαλιά” του περίφημου “τέλους της ιστορίας”.

2 Όπως είναι προφανές σε όσους και όσες έζησαν τις κομματικές διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ πριν από την περίοδο που συζητάμε, οι συλλογικές διαδικασίες και οι επιχειρησιακές λειτουργίες έπασχαν σοβαρά και από πριν. Ωστόσο, την περίοδο για την οποία συζητάμε εμφανίζεται μια ραγδαία επιδείνωση.

3Πέρα από τον νεοφιλελεύθερο μετασχηματισμό του κράτους υπάρχει πάντα και το διακύβευμα της αποτελεσματικής εμπλοκής με τη γραφειοκρατική νοοτροπία και πρακτική που χαρακτηρίζει τις κρατικές λειτουργίες. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αποσυνδέσουμε τα δύο αυτά μέτωπα, καθώς παρά τη σχετική της αυτονομία η κρατική γραφειοκρατία δεν είναι ουδέτερη ως προς τα οργανωσιακά της χαρακτηριστικά, τις στοχεύσεις και τα αποτελέσματά της. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέπτυξε κάποια μεθοδολογία ή επιχειρησιακούς “κανόνες εμπλοκής” ούτε με την “παραδοσιακή” κρατική γραφειοκρατία.

4Ακροθιγώς και ενδεικτικά να αναφέρουμε α) το νέο κύμα τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας (και τις αλλαγές που παράγουν στη διάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων και θεσμίσεων), β) τις τεράστιες ποσότητες ψηφιακών δεδομένων (και τις αλλαγές που ήδη φέρνουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ανθρώπινης δραστηριότητας) και γ) την ωρίμανση τεχνολογιών αυτοματοποίησης (που αναμένεται να διαρρήξουν παγιωμένες νόρμες οργάνωσης των κοινωνιών και της παραγωγής).

5Ενδεικτικά να αναφέρουμε την κλιματική αλλαγή που πλέον έχει επιταχυνθεί συμβάλλοντας αποφασιστικά στην πυροδότηση μεγαφαινομένων όπως μεταναστευτικά ρεύματα και πόλεμοι (πχ η ξηρασία στη Συρία αποτέλεσε έναν υπόγειο παράγοντα που κατέστησε ασφυκτική τη ζωή σε έναν κόμβο γεωπολιτικής έντασης, επιτείνοντας εντάσεις και αδιέξοδα).

6Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτό που εμφανίζεται ως “ταξική” πολιτική υπέρ των πιο αδύναμων στρωμάτων επειδή τα βάρη μεταβιβάζονται σε αυτούς που δεν έχουν ακόμη φτωχοποιηθεί (με αποτέλεσμα και τη δική τους κατάρρευση) δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως πολιτική υπέρ των φτωχών. Αν το αποτέλεσμα δεν είναι η άρση των συνθηκών φτώχειας τους αλλά μόνο η μη περαιτέρω επιβάρυνσή τους τότε σε συνδυασμό με την φτωχοποίηση τμημάτων που δεν είχαν φτωχοποιηθεί, μάλλον πρέπει να μιλάμε για διεύρυνση της φτώχειας παρά για “ταξική” πολιτική υπέρ των φτωχών.

Συνέντευξη στην ‘FM Voice’: Ο Τσίπρας έπρεπε να παραιτηθεί και όχι να εφαρμόσει μνημόνιο

Συνέντευξη στον Πέτρο Παπαβασιλείου (εδώ και εδώ σε pdf η δημοσίευση στην εφημερίδα)

Μόλις λίγες ημέρες μετά την επιστροφή του από τη Θεσσαλονίκη, όπου μίλησε στην παρουσίαση του βιβλίου «Το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ» (του Χρήστου Λάσκου και του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου, εκδόσεις ΚΨΜ), ο πρώτος εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, επί προεδρίας Αλέξη Τσίπρα, δεν διστάζει να ταράξει τα νερά. Τον πετύχαμε κοντά στον χώρο εργασίας του, σε μία πάροδο της Πατριάρχου Ιωακείμ, στο κέντρο της Αθήνας. Ο Ανδρέας Καρίτζης δηλώνει ότι ο πρωθυπουργός θα έπρεπε να παραιτηθεί, μετά την πραξικοπηματική παραγνώριση του δημοψηφίσματος από τους δανειστές και να μην αποδεχθεί το μνημόνιο. Παράλληλα, τονίζει ότι ο κ. Τσίπρας άλλαξε πολιτικά προς το χειρότερο, ενώ η κυβέρνησή του αποκόπηκε από την κοινωνία και έχασε την αναφορά της στην Αριστερά.

Στιγμιότυπο από 2016-05-04 18:54:55

Τα μνημόνια είναι πραξικόπημα;

Στόχος της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι η δημιουργία θεσμών που ελέγχουν τις βασικές λειτουργίες των κοινωνιών. Οι θεσμοί αυτοί είναι απρόσβλητοι και δεν μπορούν να επηρεαστούν από τη λαϊκή βούληση. Αυτό βρίσκεται, τώρα, σε εξέλιξη και το μνημόνιο είναι ένα μέσο περάσματος από μία αστική δημοκρατική συγκρότηση σε αυτήν την νέα κατάσταση. Αξιοποιήθηκε, δηλαδή, η κρίση χρέους για να μπουν οι κοινωνίες σε τέτοια προγράμματα. Τα μνημόνια είναι μέρος ενός σχεδίου, που στόχο έχει να περάσουμε σε ένα μοντέλο κοινωνίας, στην οποία οι άνθρωποι που δεν έχουν οικονομική ισχύ να μην έχουν λόγο για τα πράγματα για τις βασικές κρίσιμες αποφάσεις της.

Άρα, η κοινωνία, τώρα, έχει αποσβολωθεί από την ένταση των μέτρων…

Η κοινωνία βρίσκεται σε μία αμήχανη κατάσταση, διότι εξάντλησε όλα τα εργαλεία που της έδινε η προηγούμενη θεσμική μορφή (εκλογές, κίνημα, πλατείες, δημοψήφισμα). Αυτό που απαιτείται είναι να βρεθούν άλλοι τρόποι πολιτικής και κοινωνικής δράσης για να μπορέσουμε να βγούμε από αυτήν την κατάσταση. Γιατί δεν πρόκειται για μία προσωρινή αλλαγή, όπως μας έλεγαν στην αρχή για τα μνημόνια. Αυτή είναι μία μείζονα αλλαγή, ιστορικού χαρακτήρα, μία κεντρική στρατηγική, πολύ επικίνδυνη, όχι μόνο για τα λαϊκά στρώματα αλλά και για κάθε άνθρωπο που πιστεύει στη Δημοκρατία. Ακόμη και τους φιλελεύθερους ή τους συντηρητικούς αν ρωτήσεις είναι θορυβημένοι με αυτό που συμβαίνει.

Η κοινωνία δεν έχει ακόμη τα μέσα για να αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση. Και εκεί είναι και η ευθύνη της Αριστεράς, να συμβάλει σε αυτήν την αναζήτηση, εκείνων των μέσων που θα μπορούσαν να αυξήσουν την αυτονομία της κοινωνίας, απέναντι σε αντιδημοκρατικούς θεσμούς που ελέγχουν απολύτως τις βασικές λειτουργίες της.

Στο κείμενο παραίτησης από την Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, τον Αύγουστο του 2015, γράφατε ότι «δεν ζούμε σε καιρούς αποστράτευσης». Εσείς, σήμερα, από ποιο κοινωνικό ή συλλογικό μπλοκ δίνετε τη μάχη σας;

Το βασικό «καθήκον» είναι η αναζήτηση τρόπων για να αποκτήσει η κοινωνία αυτονομία. Άρα χρειάζεται να εμβαθύνουμε, να σκεφτούμε σοβαρά και να δουλέψουμε πάνω σε αυτήν την κατεύθυνση. Σε αυτήν προσπαθώ και εγώ να συμβάλω. Το ίδιο προσπαθούν να κάνουν και άλλοι άνθρωποι που έχουν φύγει από τον ΣΥΡΙΖΑ και παραμένουν στην ευρύτερη Αριστερά. Σιγά-σιγά διαμορφώνεται μία κοινή συνείδηση ότι οι παραδοσιακοί τρόποι άσκησης πολιτικής δεν είναι αρκετοί. Άρα χρειάζεται να ανακαλύψουμε νέα εργαλεία για το πώς μπορούμε να απεμπλακούμε, με πρωτοβουλίες πολιτών και κοινοτήτων μέσα στην κοινωνία. Προσπαθώ και εγώ, όχι αυτή τη στιγμή ενταγμένος κάπου, μαζί με άλλους πολλούς, να σκεφτούμε μεθόδους παρέμβασης που αυξάνουν την ικανότητα της κοινωνίας να ελέγχει τα στοιχεία που αφορούν την καθημερινότητά της.

Υπάρχει πιθανότητα να επιστρέψετε στον ΣΥΡΙΖΑ;

Δεν αποτελεί ο ΣΥΡΙΖΑ, με τις επιλογές που έκανε το καλοκαίρι (του 2015), προνομιακό πεδίο για την αναζήτηση αυτών των νέων μεθόδων άσκησης της πολιτικής. Αυτό που καταλαβαίνουμε σήμερα, μετά από αρκετούς μήνες, είναι ότι δεν υπάρχει «μεσαίο» έδαφος ανάμεσα στην προσπάθεια αντίστασης στην επιβολή μιας απολυταρχικής φυσιογνωμίας στις κοινωνίες μας και την νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Όποιος πάει να βρει αυτό το «μεσαίο» έδαφος γίνεται οργανικό εξάρτημα των νεοφιλελεύθερων στρατηγικών.

Οι αποκαλύψεις του WikiLeaks, αναφορικά με τον σχεδιασμό Τόμσεν για τη δημιουργία συνθηκών πιστωτικής ασφυξίας κατά της Ελλάδας, σας ξάφνιασαν;

Αυτό που καταλαβαίνω από μία σειρά παραδείγματα, όπως αυτό που αναφέρετε, είναι ότι οι Θεσμοί δείχνουν να νιώθουν πως διαθέτουν μία ελευθερία κινήσεων, χωρίς να σέβονται την παλιά θέσμιση και τους παλιούς κανόνες λειτουργίας της πολιτικής και της κοινωνίας. Εμφανίζονται με μία αυτοπεποίθηση, την οποία θα ήθελα να δω και από την πλευρά της Αριστεράς και των λαϊκών τάξεων. Η διαρροή των WikiLeaks επιβεβαιώνει τη διάθεση των Θεσμών αυτών να αλλάξουν άρδην την κατάσταση. Και μπροστά σε αυτό δεν υπάρχουν περιορισμοί από την πλευρά τους.

Γνωρίζετε τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, όσο λίγοι. Τον έχουν αλλάξει οι καταστάσεις;

Γενικά, οι άνθρωποι εξελίσσονται συν τω χρόνω, ανάλογα με αυτά που ζουν. Με αυτήν την έννοια, ο καθένας μας αλλάζει. Όλοι μας έχουμε αλλάξει, το ίδιο και ο πρωθυπουργός.

Ο κ. Τσίπρας έχει αλλάξει προς το χειρότερο ή προς το καλύτερο;

Δεν ξέρω ως άνθρωπος τι κάνει, πάντως σε σχέση με τις πολιτικές επιλογές του έχει αλλάξει προς το χειρότερο.

Πόση αλήθεια μπορεί να εμπεριέχει ότι το γενικό πρόσταγμα το έχει μόνο μία «κλειστή παρέα» στο Μαξίμου;

Η Αριστερά θα έπρεπε να έχει μία άλλη μεθοδολογία και μία άλλη φιλοσοφία διακυβέρνησης, πιο συμμετοχική, πιο ανοιχτή στην κοινωνία. Αυτό που παρατηρούμε, όμως, είναι ότι η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει ελάχιστα καινοτομήσει σε αυτόν τον τομέα, καθώς ακολουθεί κλασσικές και παραδοσιακές νόρμες άσκησης της εξουσίας. Και αυτό είναι ένα από τα βασικά προβλήματα, πέρα από τη συμφωνία, για μία κυβέρνηση που έχει αναφορά στην Αριστερά.

Πολλοί κατηγορούν τον πρωθυπουργό ότι το «Όχι» του δημοψηφίσματος το έκανε «Ναι». Βεβαίως, άλλοι υποστηρίζουν πως το ακέραιο ερώτημα αφορούσε το αν αποδεχόμαστε την πρόταση Γιουνκέρ, η οποία και τελικώς αποσύρθηκε, αφού στη θέση της ήρθε μία καλύτερη (θεωρητικά) συμφωνία, ύστερα από διαπραγμάτευση. Άρα δεν παραβιάστηκε η λαϊκή ετυμηγορία. Ποια είναι η θέση σας;

Ο κόσμος ψήφισε «Όχι» ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη διατύπωση του ερωτήματος. Η κοινωνία γνώριζε πολύ καλά ότι αναλάμβανε ένα ρίσκο, όταν επί της ουσίας απειλούνταν με χρεοκοπία. Παρόλα αυτά, απέναντι σε αυτόν τον εκβιασμό και την τρομοκρατία, επέλεξε να πει ότι δεν αποδέχεται οικειοθελώς την καταστροφή του. Και αυτό είναι το μεγάλο μήνυμα από το δημοψήφισμα. Μπορούμε να δημιουργούμε σοφιστικά επιχειρήματα, ή να μένουμε στο «γράμμα» της ακριβούς διατύπωσης του ερωτήματος, αλλά ήταν σαφές σε όλους, πως αυτό που ζητήθηκε από τον ελληνικό λαό, από την άλλη πλευρά, ήταν να συμφωνήσει στη μιζέρια και σε ένα μέλλον χωρίς αξιοπρέπεια. Ο ελληνικός λαός είπε «Όχι», ζητώντας αλλαγή και αναχαίτιση αυτής της πολιτικής.

Τώρα, το αν επετεύχθη καλύτερη συμφωνία ή όχι, ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχθηκε τη βασική στρατηγική των μνημονίων -γιατί περί αυτού πρόκειται- και ισχυρίζεται ότι, μέσα σε αυτό, πέτυχε λίγο καλύτερα αποτελέσματα. Αυτό το επιχείρημα χρησιμοποιεί και ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, παρότι αποτελούσε το αντικείμενο κριτικής μας στο ΠΑΣΟΚ και την πανευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία συνολικότερα, όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Είχε ο ΣΥΡΙΖΑ άλλες επιλογές;

Όταν εκφράζεις τη βούληση ενός λαού και δεν έχεις προετοιμαστεί κατάλληλα για να αντιμετωπίσεις την εχθρότητα και την επιθετικότητα της άλλης πλευράς, τότε η συνεπής στάση δεν είναι να υιοθετήσεις τις ψευδαισθήσεις και τη ρητορική των προηγούμενων κυβερνήσεων, αλλά να παραμείνεις πιστός στον ελληνικό λαό. Πράγμα που σήμαινε ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να αποδεχθεί, πως αυτό που συμβαίνει είναι ένα πραξικόπημα. Η μόνη σοβαρή επιλογή, κατά τη γνώμη μου, ήταν η παραίτηση και η συντεταγμένη προσπάθεια ενός μαζικού πανελλαδικού φορέα, μαζί με την πλειοψηφία των πολιτών που ασφυκτιούν, προκειμένου να διερευνηθούν οι τρόποι που απαιτούνται σήμερα για να ξανακερδίσουμε την ελευθερία μας.

Τον περασμένο Ιούλιο εκβιάστηκε ο πρωθυπουργός;

Τον περασμένο Ιούλιο εκβιάστηκε μία ολόκληρη κοινωνία. Ότι, αν επιμείνει σε αυτή τη διάθεσή της να αλλάξει αυτήν την πολιτική, θα υποστεί συνέπειες. Το ερώτημα που αφορά την κυβέρνηση είναι, κατά πόσο θα έμενε δίπλα σε έναν λαό που εκβιάζεται ή θα προσπαθούσε να βρει αυτό που ξέρουμε ότι δεν υπάρχει, ένα «μεσαίο» έδαφος ανάμεσα στον εκβιαστή και την κοινωνία.

Η κυβέρνηση προτίμησε το δεύτερο, εκ των πραγμάτων, συνεπώς απομακρύνθηκε από την κοινωνία;

Αυτό είναι σαφές και δεν είναι εκτίμηση, είναι πραγματολογικό γεγονός. Ο ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε να υιοθετεί την ψευδαίσθηση των προηγούμενων κυβερνήσεων ότι υπάρχει η δυνατότητα φιλολαϊκής διαχείρισης ενός προγράμματος που έχει σαν στόχο την εγκαθίδρυση μιας σκληρής και βάρβαρης κοινωνικής κατάστασης, όπου οι άνθρωποι δεν θα έχουν δικαιώματα. Γνωρίζαμε ότι αποτελούσε μία ψευδαίσθηση από τα προηγούμενα χρόνια.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Finance & Markets Voice, την Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Πορεία σε λεπτό πάγο

Σήμερα στην Ελλάδα μια κυβέρνηση με αναφορά στην αριστερά εφαρμόζει μνημονιακή πολιτική, βαθαίνοντας τα τραύματα στην ήδη γονατισμένη ελληνική κοινωνία και οικονομία και αποδυναμώνοντας ακόμη περισσότερο τους διοικητικούς και επιχειρησιακούς βραχίονες του ελληνικού κράτους. Η αριστερά βαθμιαία αλλά γοργά καταγράφεται στις καρδιές και τα μυαλά των πολιτών ως μνημονιακή δύναμη.

Ο κόσμος της αριστεράς αλλά και η λαϊκή πλειοψηφία που συσπειρώθηκε μαζί με την αριστερά στον αγώνα για την υπεράσπιση της κοινωνίας και μια ζωή με προοπτική και αξιοπρέπεια, σήμερα είναι αποδιοργανωμένη και σε βαθειά σύγχιση. Σε μια κρισιμότατη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ της στέρησε το πιο πολύτιμο, σε πολλά επίπεδα, “εργαλείο”: την πολιτική έκφραση της μη συμμόρφωσης με την χρηματοοικονομική απολυταρχία. Οι συνέπειες των επιλογών που οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα είναι βαθειές και πολύπλευρες. Έχουν τέτοιο βάθος και έκταση που απειλούν πλέον τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας. Όταν λέω συνοχή δεν αναφέρομαι στη συνήθη και επιφανειακή έννοια της κοινωνικής ειρήνης και σταθερότητας, αλλά σε μια υπαρξιακή διάσταση συνοχής, η διάρρηξη της οποίας είναι πολύ επικίνδυνη.

Η στέρηση της πολιτικής έκφρασης της μη συμμόρφωσης με τον κυνισμό και τη βαρβαρότητα της σύγχρονης απολυταρχίας – ρόλος που ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη – έδωσε ένα συντριπτικό πλήγμα στην πολιτική εν γένει. Την κατέστησε (μέχρι νεωτέρας) πλήρως αποστειρωμένη σε σχέση με τις πραγματικές συνθήκες ζωής του πληθυσμού και αδιαπέραστη από τις αγωνίες και τα αδιέξοδά του. Ως εκ τούτου, αυτές οι αγωνίες και τα αδιέξοδα δεν μπορούν πλέον να βρουν πολιτική διέξοδο και δημοκρατική έκφραση, δεν μπορούν δηλαδή να μετασχηματιστούν θετικά και δημιουργικά, και διοχετεύονται ως αρνητικές και (αυτο)καταστροφικές τάσεις στο κοινωνικό σώμα, σε όλο το πλέγμα των κοινωνικών δικτύων και των διαπροσωπικών σχέσεων. Η διάρρηξη της συνοχής σε αυτό το επίπεδο ισοδυναμεί με κονιορτοποίηση και σάπισμα.

Η εφαρμογή της λιτότητας από μόνη της δεν θα μπορούσε να φτάσει σε τέτοιο βάθος την καταστροφή, στο βαθμό που θα παρέμενε ζωντανή η μη συμμόρφωση με την απολυταρχία στο πολιτικό επίπεδο. Δεν ήταν όμως αυτή η εξέλιξη των γεγονότων το 2015. Φαινόμενα που εντάθηκαν ανησυχητικά τα πρώτα 5 μνημονιακά χρόνια, φαινόμενα όπως η ραγδαία πτωση εισοδημάτων και ο κοινωνικός αποκλεισμός, το πνίξιμο από χρέη που δεν μπορούν να αποπληρωθούν, η ενδοσχολική/ενδοοικογενειακή βία, η βία εν γένει στην καθημερινότητα, η σχολική διαρροή, η παραβατικότητα, οι ψυχικές διαταραχές και άλλα πολλά, σήμερα αποκτούν ένταση και έκταση άλλης, πολύ μεγαλύτερης τάξης.

Οι πολίτες διαισθάνονται ότι το μέλλον τους έχει υπονομευθεί σοβαρά. Αν προσθέσουμε στην οικονομική και κοινωνική απελπισία, την εντεινόμενη γεωπολιτική αστάθεια στην περιοχή και τα κύματα προσφύγων – και ιδιαίτερα τους σύνθετους και αντιφατικούς τρόπους με τους οποίους το δράμα τους καθρεφτίζεται στην κακοποιημένη ψυχική οικονομία του ελληνικού πληθυσμού – τότε το αίσθημα ασφυξίας που αναδύεται καθίσταται εκρηκτικό.

Είναι ακριβώς οι αποπνικτικές συνθήκες που κυριαρχούν σε μια κοινωνία πριν εκραγεί – από ένα ενδεχομενικό γεγονός – βαθαίνοντας ακόμη περισσότερο την παρακμή και την επικινδυνότητα των εξελίξεων. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι εθνικιστικές και φασίζουσες εκφράσεις αποτελούν τους “φυσικούς υποδοχείς” του τυφλού θυμού και του φθόνου, τα οποία είναι τα αναμενόμενα αποτελέσματα του ενταφιασμού της ελπίδας το προηγούμενο καλοκαίρι.

Αν ευσταθούν τα παραπάνω τότε γίνεται σαφές πόσο άστοχη και άσχετη με τη νέα πραγματικότητα που έχουμε ήδη μπροστά μας είναι η ρητορική της κυβέρνησης περί “μάχης” για την “υπεράσπιση” των αδύναμων και την έξοδο από την κρίση με την κοινωνία “όρθια”. Υπό αυτό το πρίσμα, η πίστη στην εφαρμογή της συμφωνίας με τις συνέπειες που περιγράψαμε, η ελπίδα σε μια νεοφιλελεύθερη κατά βάση έξοδο από την κρίση και η επιχειρηματολογία ότι είναι ο μόνος δρόμος που υπάρχει για την κοινωνία μας, μπορούν να χαρακτηριστούν επιεικώς αφελείς. Γιατί πρόκειται για ρητορικά σχήματα που έχουμε ακούσει από όλες τις μνημονιακές κυβερνήσεις και συστηματικά διαψεύδονται από την πραγματικότητα και αναλυτικότατα έχουν αποδομηθεί από το πολιτικό προσωπικό που σημέρα τα οικειοποιείται. Γιατί από όλο τον κόσμο έρχονται σημάδια ότι αυτού του είδους η πολιτικη “ήρθε για να μείνει” και επιδιώκει τη βύθιση των κοινωνιών στη μιζέρια και την εξαθλίωση. Και γιατί αποκλείεται σε μια κυβέρνηση με αναφορά στην αριστερά που δεν έχει κανένα διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της να της κάνουν οι ελίτ τη “χάρη” να “βγάλει” τη χώρα από την κρίση έστω και με το δικό τους τρόπο.

Είναι συνέχεια της αφέλειας που κυριαρχούσε πριν την ανάληψη της εξουσίας, του περίφημου “αποκλείεται να μας πουν όχι”, κατα τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης για τη φύση και τον χαρακτήρα της και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού στη στάθμιση του κόστους (ποιότητα και μέγεθος) ανάμεσα στην εφαρμογή της συμφωνίας και την απεμπλοκή από αυτή. Όμως, όσο περνά ο καιρός, η αφέλεια αυτή θα στοιχίζει όλο και περισσότερο στην αριστερά και την ελληνική κοινωνία.

Στοιχιζει πλέον και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κοινωνίες καθώς το “παράδειγμα” του ΣΥΡΙΖΑ προσανατόλισε την ευρωπαϊκή αριστερά σε μια κατεύθυνση που αν είχε πιθανότητες πολιτικής βιωσιμότητας τότε η σοσιαλδημοκρατία δεν θα υποχωρούσε για να είναι σήμερα η αριστερά παρούσα με αξιώσεις στο πολιτικό προσκήνιο. Δεν πρόκειται για μια κεντροαριστερή ή σοσιαλδημοκρατική “μετάλλαξη” της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αυτές οι έννοιες δεν περιγράφουν σε τι πραγματικά προσχωρεί η αριστερά με αυτές τις επιλογές επαναλαμβάνοντας τα πολιτικα αδιέξοδα της σοσιαλδημοκρατίας σε μια χρονική στιγμή μάλιστα που αυτά τα αδιέξοδα είναι απολύτως εμφανή.

Η προοδευτική, φιλολαϊκή διαχείριση μιας πολιτικής στρατηγικής που μετασχηματίζει βίαια τη συνδεσμολογία ισχύος μεταξύ ελίτ και πολιτών σε βάρος των δεύτερων – καταδικάζοντας εκτεταμένα τμήματα πληθυσμού σε συνθηκες κοινωνικού αποκλεισμού και άλλα σε διαρκή ανασφάλεια και μηδαμινές προσδοκίες – δεν μπορεί να συσπειρώσει προφανώς αυτούς που πλήττει και δεν είναι απαραίτητη στις ελίτ. Άρα δεν διαθέτει ούτε την ισχύ να επιβάλλει στις ελίτ κάποιου είδους κοινωνική “συναίνεση”, ούτε την πολιτική βιωσιμότητα που θα εξασφάλιζε κάποιο σχέδιο των ελίτ για κοινωνική “ανακωχή” που θα την καθιστούσε χρήσιμη σε αυτές. Δεν φαίνεται κάτι τέτοιο στον ορίζοντα.

Ο ασυνάρτητος και ανίσχυρος χαρακτήρας αυτής της στρατηγικής καθρεφτίζεται στην πολιτική παρουσία του “αρχιστράτηγου” της συμμαχίας των “προοδευτικών” δυνάμεων, του Προέδρου της Γαλλίας. Ο “αρχιστράτηγος” ηγείται της τρίτης πολιτικής δύναμης της χώρας του και πρόσφατα ο Πρωθυπουργός του άσκησε κριτική στη Γερμανίδα Καγκελάριο “από τα δεξιά” στο ζήτημα της διαχείρισης των προσφυγικών ροών…

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, απαιτείται να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας. Η εστίαση στις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο υποτίμησης του γεγονότος ότι είχαμε μια ήττα των δυνάμεων που αντιμάχονται τη σύγχρονη απολυταρχία. Να μην κρύψουμε πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ το γεγονός ότι είμαστε επιχειρησιακά αδύναμοι για να αναχαιτίσουμε την απολυταρχία όταν περιοριζόμαστε στην παραδοσιακή (κινηματική, εκλογική κοκ) πολιτική πρακτική. Χρειάζεται τόλμη και σθένος ώστε να προχωρήσουμε σε μια διεξοδική εξέταση της συνάφειας των παραδοσιακών εργαλείων και μεθόδων με τη νέα περίοδο στην οποία έχουμε εισέλθει.

Από εδώ και εμπρός, πραγματικά χρήσιμες στην κοινωνία θα είναι οι πρωτοβουλίες εκείνες που θα επιχειρήσουν να υπερβούν δημιουργικά τη νοοτροπία και τις δεξιότητες που καλλιεργεί ο παραδοσιακός τρόπος πολιτικής δράσης. Πρωτοβουλίες που θα τροφοδοτήσουν με νέα εργαλεία και επιχειρησιακή νοοτροπία τις υπαρκτές και με μεγάλες δυνατότητες κοινωνικές δυνάμεις που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να σταθούν απέναντι στη διαδικασία εξόντωσής τους.

*Δημοσιεύθηκε στο Unfollow/Μάρτιος 2016

Τροποποιώντας το «λειτουργικό σύστημα» της Αριστεράς

Δεν είναι εύκολο να αποτιμηθεί το βάθος των συνεπειών από το γεγονός ότι μια κυβέρνηση με αναφορά στην Αριστερά συνεχίζει την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής. Αυτό το συντριπτικό πλήγμα στην αριστερή εκδοχή της αντίστασης στη σύγχρονη απολυταρχία ενεργοποιεί νέες δυναμικές στο κοινωνικό σώμα: η Αριστερά βαθμιαία αλλά γρήγορα εγγράφεται στις καθεστωτικές δυνάμεις που πλήττουν τις ήδη εξουθενωμένες λαϊκές τάξεις και δημιουργούνται ευνοϊκές προϋποθέσεις είτε για την κανονικοποίηση της βαρβαρότητας είτε για την άνοδο του εθνικισμού και της ακροδεξιάς. Η αριστερή λιτότητα σε συνδυασμό με τη γεωπολιτική, πολεμικού χαρακτήρα ένταση στην ευρύτερη περιοχή, τις τρομοκρατικές ενέργειες και τα προσφυγικά ρεύματα διευρύνουν δυσμενώς το όριο του τι μπορεί να συμβεί στην ελληνική κοινωνία στο μέλλον.

Αυτή η διαπίστωση καθιστά σήμερα ακόμη πιο επίκαιρη τη συζήτηση αναφορικά με τους τρόπους και τις μεθόδους οργάνωσης των λαϊκών τάξεων ώστε να αποκτήσουν ανθεκτικότητα απέναντι σε απρόβλεπτες εξελίξεις, την εμπέδωση της χρηματοοικονομικής απολυταρχίας και την ενίσχυση της ακροδεξιάς. Για να ανταποκριθούμε στις σημερινές προκλήσεις είναι απαραίτητη μια ριζική μεταστροφή νοοτροπιών και προσανατολισμού σε μια κατεύθυνση παραγωγής οικονομικής και κοινωνικής ισχύος υπό τον έλεγχο των πολιτών. Στόχος είναι η σχετική αυτονομία βασικών λειτουργιών που σήμερα ελέγχονται από κέντρα στα οποία δεν έχουμε πρόσβαση ή επιρροή. Η εν λόγω αυτονομία είναι αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση της όποιας πολιτικής πρωτοβουλίας θέτει την επιβίωση του λαού, την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την ανάσχεση του φασισμού στο επίκεντρο.

Σε προηγούμενο άρθρο είχα υποστηρίξει ότι, χωρίς τη διεύρυνση της αυτονομίας της, η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορεί να επιβιώσει με αξιοπρέπεια ούτε να αντιμετωπίσει με στοιχειώδη επάρκεια ενδεχόμενες καταστάσεις κατάρρευσης ή αναστολής του κλασικού οικονομικού κυκλώματος. Σε άλλο άρθρο υποστήριξα ότι είμαστε πολύ πιο δυνατοί από ό,τι επιτρέπουμε στον εαυτό μας να αντιληφθεί όσο μένουμε προσκολλημένοι σε καθιερωμένα φαντασιακά και πολιτικές φόρμες. Εδώ θα αναφερθώ σε κάποιες σκέψεις αναφορικά με την τροποποίηση πτυχών της παραδοσιακής αριστερής πρακτικής, οι οποίες μπορεί να φανούν χρήσιμες σε μια Αριστερά που ευελπιστεί να είναι σχετική με την περίοδο, ικανή να αξιοποιήσει τις σημερινές δυνατότητες και χρήσιμη στον ελληνικό λαό.

Η παραδοσιακή αριστερή πολιτική μεθοδολογία οργανώνεται γύρω από την αντιπροσωπευτική δημοκρατική λειτουργία: στήριξη κινημάτων και αιτημάτων που απευθύνονται στην εκλεγμένη κυβέρνηση και το κράτος, σύνταξη πολιτικού προγράμματος, διαμόρφωση κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, εκλογικός αγώνας, επιδίωξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και συγκρότηση κυβέρνησης με σκοπό την εφαρμογή του προγράμματος. Αυτή η μεθοδολογία προϋποθέτει ότι η άλλη πλευρά, οι ελίτ, δεσμεύεται από τους κανόνες της δημοκρατικής αντιπροσωπευτικής λειτουργίας: αν μια εκλεγμένη κυβέρνηση πλήττει τα συμφέροντά τους, οι ελίτ σέβονται το δικαίωμά της να εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική (τουλάχιστον εμφανίζονται να διατηρούν ένα πρόσχημα σεβασμού) και οργανώνουν μέσω των πολιτικών φορέων που τις εκπροσωπούν πολιτικό αγώνα, ώστε μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες να υπάρξει κυβερνητική αλλαγή προς την κατεύθυνση που επιθυμούν. Όμως, γνωρίζαμε εδώ και καιρό ότι οι ελίτ δεν δεσμεύονται πλέον από αυτούς τους κανόνες. Αυτή είναι η επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού. Τα τελευταία 30 χρόνια διευρύνεται μια σύγχρονη απολυταρχία που ανέχεται τη δημοκρατική μορφή αλλά όχι και την ουσία της: την πρόσβαση των πολιτών χωρίς οικονομική ισχύ στις κρίσιμες αποφάσεις για τις κοινωνίες.

Η παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία της Αριστεράς (όπως αυτή εκφυλίστηκε μέσα στη φαινομενική θαλπωρή της «εύρωστης» πολιτικής και θεσμικής οργάνωσης των δυτικών κοινωνιών) διέπεται αυθόρμητα από την πίστη ότι η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας εξασφαλίζει ένα ποσό ισχύος ικανό να επιτύχουμε την ικανοποίηση βασικών κοινωνικών αιτημάτων. Αυτό όμως δεν ισχύει εδώ και καιρό (αν ίσχυε ποτέ στο βαθμό που το χρειαζόμαστε σήμερα). Η προσκόλληση στην εν λόγω πολιτική μεθοδολογία κατέστησε την Αριστερά ατροφική ως προς τη δυνατότητά της να συμβάλει στην παραγωγή εκ νέου λαϊκής ισχύος από την ίδια την αυτο-οργάνωση των ανθρώπων. Όμως, η δημοκρατία δεν υπάρχει πια αν δεν έχεις την ισχύ να την επιβάλλεις. Τα «καύσιμα» από την παραγωγή ισχύος των προηγούμενων γενιών τελείωσαν. Δεν έχουμε πια ως λαϊκές τάξεις την ισχύ ώστε να επιβάλλουμε τη συμμετοχή μας στις κρίσιμες αποφάσεις. Τώρα πια, αν θέλουμε να έχουμε δημοκρατία και αξιοπρεπή ζωή, πρέπει να παράγουμε και την ισχύ που χρειαζόμαστε για να τα επιβάλουμε.

Για να υπηρετήσουμε μια στρατηγική που παράγει εκ νέου ισχύ, απαιτείται ένας ριζικός μετασχηματισμός νοοτροπιών, μεθοδολογίας, φαντασιακού και οργανωσιακής διάταξης. Απαιτείται πρώτα από όλα η μετατόπιση του «κέντρου βάρους» της πολιτικής μεθοδολογίας, από την εκφώνηση και εκπροσώπηση «απόψεων και προγραμμάτων» που είναι στον «αέρα» αφού βασίζονται στην υποτιθέμενη δέσμευση των ελίτ στο δημοκρατικό παιχνίδι («αποκλείεται να μας πουν όχι») στην ενίσχυση/καλλιέργια/υποβοήθηση/διασύνδεση/αναβάθμιση/συντονισμό των παραγωγικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων των ίδιων των πολιτών. Αντί να επικεντρωνόμαστε αποκλειστικά στην πολιτική εκπροσώπηση των λαϊκών τάξεων, πρέπει να είμαστε σε θέση να συμβάλουμε στη διαμόρφωση μιας ισχυρής οργανωσιακής ραχοκοκαλιάς για τη διαμόρφωση αυτόνομων (από τα κέντρα ελέγχου των ελίτ), ανθεκτικών και δυναμικών δικτύων συνεταιριστικών παραγωγικών μονάδων και διανομής, τοπικών «κυττάρων» αυτο-κυβέρνησης, δημοκρατικού ελέγχου τοπικών υποδομών και ενεργειακών συστημάτων, αυτο-οργανωμένων δομών κάλυψης κοινωνικών αναγκών κ.ο.κ. Η αυτονομία βασικών λειτουργιών ισοδυναμεί με παραγωγή οικονομικής και κοινωνικής ισχύος, η οποία είναι απαραίτητη ώστε οι παραδοσιακές μορφές πολιτικού αγώνα και εκπροσώπησης να αποκτήσουν ανθεκτικότητα και δυνατότητα πραγματικής ηγεμονίας σε επιχειρησιακό επίπεδο.

Η παραδοσιακή Αριστερά, όπως κατέδειξε το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ, παραμένει αδιάφορη απέναντι στις υπαρκτές σημερινές δυνατότητες, αδυνατώντας να κατανοήσει ότι η μόνη πηγή ισχύος για να επιτύχει οτιδήποτε είναι ακριβώς οι ενσωματωμένες δυνατότητες των ανθρώπων. Ήταν σύνηθες τα τελευταία χρόνια φίλοι και γνωστοί που γνωρίζουν καλά έναν τομέα να ζητούν από τους οργανωμένους στον ΣΥΡΙΖΑ κάποιο τρόπο να βοηθήσουν στον συγκεκριμένο τομέα. Η ικανότητα απορρόφησης αυτής της διαθεσιμότητας υπήρξε απογοητευτική. Επιπρόσθετα, η παραδοσιακή νοοτροπία της Αριστεράς δεν αναγνωρίζει τη σημασία των ενσωματωμένων ικανοτήτων των μελών της, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην ιδιαίτερη πολιτική τους ταυτότητα και τη «χρησιμότητά» τους σε ένα εσωτερικό παιχνίδι εξουσίας. Αν κάτι πρόσφεραν στις ΟΜ τα δίκτυα αλληλεγγύης, ήταν η αναγνώριση των δεξιοτήτων των μελών ως σημαντικό στοιχείο τους στο πλαίσιο της ζωής της οργάνωσης.

Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια συλλογική μορφή και λειτουργία με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία εκπαιδεύει το κομματικό δυναμικό οξύνοντας συγκεκριμένες δεξιότητες: η πολιτική ικανότητα επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στη διαμόρφωση προγράμματος, την πολιτική ρητορική (κεντρική εκφώνηση, εξορμήσεις, καμπάνιες), την πολιτική συμμαχιών, τον προεκλογικό αγώνα κ.ο.κ. Στο εσωτερικό, τα μέλη αναλώνονται σε παιχνίδια εξουσίας και επιρροής μέσα σε κομματικές διαδικασίες ώστε να τροποποιήσουν την πολιτική εκφώνηση και το στίγμα του προγράμματος προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Δεν αναφέρομαι στην «κακή» εκδοχή της παραπάνω διαδικασίας (προσωπικές στρατηγικές, καταπάτηση συλλογικών κανόνων, υποτίμηση δημοκρατικών διαδικασιών, αδιαφανείς διαδικασίες απόφασης κ.ο.κ), γιατί η τροποποίηση στη μεθοδολογία που απαιτούν οι περιστάσεις υπερβαίνει την ανάγκη αντιμετώπισης τέτοιων παθογενειών.

Η μετατόπιση του «κέντρου βάρους» της πολιτικής μεθοδολογίας, από την εκπροσώπηση «απόψεων» στην υποστήριξη και καλλιέργεια της δράσης των πολιτών, τροποποιεί και τα κριτήρια αξιολόγησης και επιτυχίας. Βασικό κριτήριο επιτυχίας είναι ο αριθμός των ανθρώπων που εμπλέκονται στην ανάπτυξη του δικτύου παραγωγής ισχύος, ο βαθμός και η ένταση της «εξόρυξης» των δυνατοτήτων τους για την ενδυνάμωση του δικτύου, αλλά και η μεθοδική προετοιμασία διασύνδεσης κρατικών, θεσμικών και άλλων δομών με το εν λόγω δίκτυο (μέσω του μετασχηματισμού τους) όταν και αν κάτι τέτοιο γίνει δυνατό. Τα παραπάνω κριτήρια αξιολόγησης προάγουν με τη σειρά τους συγκεκριμένες δεξιότητες στο προφίλ των εμπλεκόμενων ανθρώπων: δεξιότητες εύρυθμης και αποτελεσματικής δημοκρατικής, συλλογικής λειτουργίας και ποιότητες που ενδυναμώνουν τη συνεργασία. Η δημοκρατία και η συνεργασία δεν είναι πλέον ένα «δέον», κάτι που επιτελούμε «από καθήκον», αλλά αποκτά νευραλγική επιχειρησιακή σημασία: η παραγωγή ισχύος που χρειαζόμαστε προκύπτει από την απελευθέρωση των δυνατοτήτων των ανθρώπων. Αυτές οι δυνατότητες απελευθερώνονται και γίνονται ενεργές μόνο όταν οι άνθρωποι συνεργάζονται ισότιμα στη βάση ενός κοινού στόχου και όταν αναγνωρίζεται η αξία των ενσωματωμένων δυνατοτήτων τους με το να μεταβιβάζονται σε αυτούς οι αποφάσεις που σχετίζονται με αυτές.

Εδώ εντάσσεται και ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που σχετίζεται με το πολιτικό φαντασιακό της παραδοσιακής Αριστεράς. Για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε σοβαρά μια τέτοια πολιτική στρατηγική, χρειαζόμαστε ένα νέο μοντέλο ηγεσίας (leadership). Δεν αναφέρομαι μονάχα στην κεντρική ηγεσία, αλλά στην ηγετική λειτουργία που διέπει όλα τα επίπεδα ενός σύνθετου οργανισμού. Η ηγεσία είναι μια πραγματική, δομική συνέπεια των σύνθετων οργανισμών. Παράγεται από την ανάγκη διασύνδεσης πολλών μερών ενός σύνθετου συστήματος. Η επαφή μεταξύ των μερών δεν εμπλέκει το σύνολο του εκάστοτε μέρους και σε αυτό το σημείο αναδύεται η ηγεσία ως λειτουργία [1]. Ο πολιτικός προσανατολισμός ανάπτυξης ενός δικτύου παραγωγής λαϊκής ισχύος απαιτεί μια ηγεσία που δεν εμφανίζει τη ροπή απόσπασης αποφάσεων από τα υπόλοιπα μέλη του εκάστοτε μέρους του δικτύου, λόγω του ότι έχει μεγαλύτερη πρόσβαση στην πληροφορία και άμεση διασύνδεση με περισσότερους κόμβους του δικτύου [2]. Και τούτο διότι, αν η ισχύς του δικτύου παράγεται από την «εξόρυξη» ενσωματωμένων δυνατοτήτων όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων και αυτή η «εξόρυξη» είναι δυνατή μόνο όταν οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση στις αποφάσεις που σχετίζονται με αυτές τις δυνατότητες, τότε το μοντέλο ηγεσίας που αντιστοιχεί σε αυτή τη λογική έχει ως βασικό της χαρακτηριστικό τον συντονισμό των υπολοίπων για να πάρουν τις αποφάσεις.

Μια ηγεσία είναι «καλή» όταν επιτυγχάνει τον καλύτερο και λειτουργικότερο συντονισμό για την παραγωγή μιας απόφασης και όχι όταν λαμβάνει αυτή τις «καλύτερες» αποφάσεις. Καθ’ υπερβολή, η ηγεσία είναι αδιάφορη ως προς το περιεχόμενο των επιμέρους αποφάσεων και εστιάζει στην εύρυθμη λειτουργία, συντονισμό και διασύνδεση των κόμβων ενός σύνθετου δικτύου δημοκρατικών διαδικασιών απόφασης μεταξύ συνεργατικών ομάδων παραγωγής ισχύος. Κύριο μέλημά της είναι η διαρκής αναβάθμιση αυτής της λειτουργίας, η ενσωμάτωση νέων μεθόδων και εργαλείων, η αξιοποίηση της πείρας για τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών κ.ο.κ [3]. Με άλλα λόγια, αν αποσπάμε αποφάσεις από τους ανθρώπους αποδυναμωνόμαστε, γιατί δεν επιτρέπουμε τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους. Και αυτό ισοδυναμεί με «κακή» ηγεσία.

Για την ανάπτυξη τέτοιου τύπου ποιοτήτων και νοοτροπιών υπάρχει αρκετή τεχνογνωσία την οποία πρέπει να αξιοποιήσουμε στο έπακρο. Πολλές φορές ενώ συμφωνούμε ότι πρέπει να «εμπλέξουμε» την κοινωνία, δεν γνωρίζουμε πώς να το κάνουμε με τρόπο που πραγματικά εμπνέει, διαρκεί στον χρόνο και φέρνει ουσιαστικά αποτελέσματα. Αυτό όμως είναι απολύτως λογικό, γιατί απαιτεί ικανότητες και γνώσεις που δεν προάγονται από την παραδοσιακή πολιτική μεθοδολογία ή αναπτύσσονται σε περιορισμένο βαθμό και με δυσλειτουργικό τρόπο. Ακόμη χειρότερα, μπορεί να διαθέτουμε ως άτομα τέτοιες ικανότητες, οι οποίες όμως αποκλείονται από πολιτικούς οργανισμούς που αδιαφορούν για αυτές.

Συνεπώς, μπορούμε να φανταστούμε μια αταξινόμητη με παραδοσιακούς όρους, υβριδική πολιτικό-κοινωνική συλλογικότητα η οποία κατά κύριο λόγο συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας ραχοκοκαλιάς που ενισχύει, διασυνδέει, διευκολύνει, μεταφέρει τεχνογνωσία στα διάφορα σημεία του δικτύου, ενοποιεί για να αυξήσει τη βιωσιμότητα επιμέρους λειτουργιών, συμβάλει στη δημιουργία καινοτόμων θεσμίσεων που ενισχύουν συνολικά τις επιμέρους λειτουργίες και καλλιεργούν σχετικές νοοτροπίες κοκ. Μια τέτοια «οργάνωση» που έχει επιτύχει μια καλύτερη στάθμιση μεταξύ πολιτικής αντιπροσώπευσης και παραγωγής ισχύος μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για τη διαμόρφωση ενός δικτύου παραγωγής λαϊκής ισχύος, η οποία είναι απαραίτητη για να ανταποκριθούμε στην πίεση που δέχεται η κοινωνία από τη σύγχρονη απολυταρχία και στους κινδύνους που ανοίγονται μπροστά μας.

______________________

Σημειώσεις

[1] Δεν εξαντλώ προφανώς όλες τις πτυχές της έννοιας της ηγεσίας.

[2] Σε αυτό το σημείο ας κρατήσουμε ότι η ψηφιακή τεχνολογία και συγκεκριμένα η μεγάλη ταχύτητα διάδοσης της πληροφορίας σε πραγματικό χρόνο και η ευκολία όλων στην πρόσβαση σε δεδομένα για διαδικασίες που γίνονται παράλληλα σε διαφορετικά σημεία του συστήματος, ενδεχομένως διευκολύνει την ανάπτυξη ενός διαφορετικού μοντέλου ηγεσίας, αμβλύνοντας την τάση απόσπασης αποφάσεων από τους κόμβους επικοινωνίας.

[3] Στο βιβλιαράκι «Λογική και Μέθοδος μιας Αριστερής Κυβέρνησης» αναφέρονται στοιχεία μιας παρόμοιας νοοτροπίας διακυβέρνησης σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής, που σχετίζονται με το μοντέλο ηγεσίας που απαιτούν οι συνθήκες.

 

*Δημοσιεύθηκε στο RedNotebook στις 22/12/2015

Στρατηγική ήττα της δημοκρατίας (video)

Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται σε παρέμβαση στην εκδήλωση του «Δρόμου της Αριστεράς» με θέμα Καθεστώς Δανεισμού και Πολιτικός Αγώνας για να μην σβήσει η χώρα. Η εκδήλωση που διοργάνωσε ο Δρόμος της Αριστεράς, πραγματοποιήθηκε στις 09/11/2015 στην ΑΣΟΕΕ .

Δεν διαλέγουμε την εποχή στην οποία γεννιόμαστε -αν θα είναι φωτεινή ή σκοτεινή. Αυτό όμως που επιλέγουμε, που περνάει από το χέρι μας, είναι η στάση που θα έχουμε απέναντί της. Και σ’ αυτές τις εποχές τις δύσκολες, στις οποίες μπαίνουμε ολοταχώς τα τελευταία χρόνια, φάνηκε από τις εξελίξεις και την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς τον τελευταίο χρόνο, ότι αν δεν έχουμε το φρόνημα και το ανάστημα να παραδεχτούμε –προσωπικά ο καθένας– το καθήκον που έλαχε σε μας, όσο δύσκολο και να φαίνεται, τότε όχι μόνο δεν θα είμαστε χρήσιμοι στον λαό μας αλλά θα γίνουμε αργά ή γρήγορα εξάρτημα της μηχανής που επιχειρεί να ισοπεδώσει κοινωνίες, δικαιώματα, κατακτήσεις.

Αυτό δεν αφορά μόνο την Αριστερά αλλά αφορά και την Αριστερά. Πολλοί και πολλές που αποκόπηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν το κάναν για να μείνουν πιστοί στις ιδέες τους, διότι σε περιόδους όπως αυτή που ζούμε, ολικής απειλής της κοινωνίας, δεν έχουμε το δικαίωμα να αγωνιζόμαστε για να υπερασπιστούμε ή για να προωθήσουμε τις ιδέες μας, αλλά έχουμε την υποχρέωση να αγωνιζόμαστε για την επιβίωση του λαού μας, με όπλο τις ιδέες μας. Κι αν κάτι σήμερα φαντάζει στα δικά μου μάτια τρομακτικό, δεν είναι οι νέες περικοπές μόνο, δεν είναι το ξεπούλημα που συνεχίζεται, αλλά η έλλειψη ελπίδας. Διότι μια κοινωνία που πιέζεται πολύ αλλά έχει έναν αγωνιστικό προσανατολισμό, έχει μια διάθεση μαχητικότητας, μπορεί να αντέξει πάρα πολλά χωρίς να διαλυθεί. Μια κοινωνία παραιτημένη, χωρίς ελπίδα, είναι μια κοινωνία που αργά ή γρήγορα θα αναπτύξει όλες τις παθογένειες, που δυστυχώς βλέπουμε και σ’ άλλες κοινωνίες, και αργά ή γρήγορα θα αρχίσει να αλληλοφαγώνεται. Γιατί αυτό που ζήσαμε αυτόν τον χρόνο, ο οποίος δεν έχει τελειώσει ακόμα, είναι μια στρατηγική ήττα όχι της Αριστεράς, αυτό θα ήταν λίγο και πιο εύκολα αντιμετωπίσιμο, αλλά μια στρατηγική ήττα της δημοκρατίας. Μια στρατηγική ήττα της δημοκρατίας που έρχεται σαν συνέχεια του γεγονότος ότι οι λαοί έχουν ξεχάσει τι σημαίνει δημοκρατία.

Δημοκρατία είναι η δυνατότητα εκείνων που δεν έχουν οικονομική ισχύ να έχουν λόγο γι’ αυτά που τους αφορούν ή πρόσβαση –κάποιου τύπου επιρροή– σ’ αυτά που τους αφορούν. Είχαμε την τύχη ως κοινωνία, γιατί πολλές κοινωνίες, τεράστιες περιοχές του πλανήτη δεν είχαν αυτή την τύχη, να ζήσουμε σε μια περίοδο που είχαμε κάποια στοιχειώδη πρόσβαση στις αποφάσεις. Δεν θέλω, λόγω του χρόνου, να επεκταθώ.

Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Έκλεισε με τον πιο καθαρό τρόπο, χωρίς υπεκφυγές. Το μήνυμα που πήραμε, και πρέπει να το κατανοήσουμε βαθιά, είναι ότι δεν έχουμε την απαραίτητη ισχύ ως λαός, ως κοινωνία, και εμείς και άλλες κοινωνίες, για να επιβάλουμε τη συμμετοχή μας σε κρίσιμες αποφάσεις για τη ζωή τη δική μας και των παιδιών μας. Άρα το ερώτημα, στο δικό μου το μυαλό, είναι πώς αποκτάμε εκ νέου εκείνη την ισχύ που θα αναγκάσει τις ελίτ να αποδεχτούν ότι στον σχεδιασμό του μέλλοντος των κοινωνιών μας, θα λαμβάνονται υπ’ όψιν και οι δικές μας απόψεις και οι δικές μας ανάγκες. Και πώς θα παραχθεί αυτή η νέα ισχύς; Αυτό είναι ένα ερώτημα που πρέπει να μας απασχολήσει.

Πρέπει να είμαστε επινοητικοί, τολμηροί, διατεθειμένοι να επανεκπαιδευτούμε, να αλλάξουμε πολλά απ’ αυτά που εμείς νομίζουμε ότι είναι οι βασικοί κανόνες, οι βασικές γραμμές στις οποίες πρέπει να κινείται η δράση μας και η σκέψη μας – διότι κι εμείς γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε μια περίοδο που τέλειωσε. Πρέπει να εκμεταλλευτούμε όλες τις σύγχρονες δυνατότητες, να είμαστε σοβαροί, συστηματικοί και να θέλουμε να είναι πολυπρόσωπη η προσπάθειά μας, διότι απέναντί μας έχουμε έναν καλά οργανωμένο στρατό. Η εικόνα του αντιπάλου με τον οποίο θα πρέπει να αναμετρηθούμε, είναι οι στρατιές των γραφειοκρατών, των καλά διαταγμένων, των καλά καταρτισμένων, των καλά οργανωμένων και καλής επικοινωνίας μεταξύ τους και διάταξης και αξιοποίησης όλων των δυνατοτήτων τους: του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Απέναντι σε τέτοιους στρατούς θέλει μια άλλου τύπου σοβαρότητα και οργάνωση.

Αν δεν το κάνουμε εμείς, επειδή η κοινωνία μας καταρρέει, αν δεν βρούμε εμείς τρόπο, οι πολίτες αυτής της χώρας, ο ελληνικός λαός, να αποκτήσει την ισχύ, να έχει το δικαίωμα, να έχει την αυτονομία να μπορεί να συμμετέχει κανονικά στις κρίσιμες αποφάσεις και να επηρεάζει τις εξελίξεις, αν δεν το κάνουμε αυτό, θα έρθουν οι εθνικιστές, οι φασίστες, με τον δικό τους στρατιωτικοποιημένο τρόπο, να περιμαζώσουν μια κοινωνία που καταρρέει και να ολοκληρώσουν την παρακμή της. Πυξίδα σε αυτή την προσπάθεια θα μπορούσε να είναι η δράση της Αριστεράς σε παρόμοιες περιπτώσεις, σε παρόμοιες περιόδους, αφού το μάτι της Αριστεράς θα πρέπει να πάει πίσω αρκετά, πριν από την περίοδο που αρχίσαν κάποιες κοινωνίες στη Δυτική Ευρώπη να έχουν κάποιου τύπου δημοκρατία.

Να κλείσω με μία φράση: Η εικόνα αυτού που προσπαθώ τόση ώρα να πω, του περιορισμού δηλαδή του δικαιώματός μας να έχουμε λόγο σ’ αυτά που μας αφορούν, είναι οι κυβερνήσεις τις οποίες καλούμαστε να ψηφίσουμε τα τελευταία χρόνια. Είναι οι κυβερνήσεις που παίρνουν εντολή από τον ελληνικό λαό, οι οποίες αποτελούν τον μικρό εταίρο σε μια μεγαλύτερη κυβέρνηση που έχει μέσα την ΕΚΤ και τους δανειστές, οι οποίοι είναι και αρμόδιοι για τις κρίσιμες αποφάσεις. Και αν αυτός ο μικρός εταίρος δεν έχει σχέδιο, με την κινητοποίηση του κόσμου, να ασκήσει παίρνοντας πάνω του ο ελληνικός λαός (να τον οργανώσει ώστε να πάρει πάνω του) τις βασικές λειτουργίες της κοινωνίας μας, τότε όποτε τολμήσει ο μικρός εταίρος να αμφισβητήσει τους μεγάλους, η κοινωνία θα απειλείται με απόλυτη καταστροφή, με χρεοκοπία. Άρα τμήμα της δυνατότητάς μας να ανακτήσουμε τη δημοκρατία και την αυτονομία μας, είναι η ικανότητά μας, από ’δω και πέρα, να οργανώσουμε με τέτοιο τρόπο τις δικές μας δυνατότητες ώστε να ασκήσουμε κάποιου τύπου έλεγχο πάνω στις βασικές λειτουργίες. Στη διατροφή, το φάρμακο, την ενέργεια, τις υπόλοιπες υποδομές. Όσο ξένο και να μας φαίνεται αυτό στην παραδοσιακή πολιτική, άλλο τόσο πολλή δουλειά χρειάζεται να κάνουμε για να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε ότι στη νέα περίοδο στην οποία έχουμε μπει, οι πολιτικές δυνάμεις που θα παίξουν ρόλο, θα είναι ανθεκτικές και πραγματικά θα είναι χρήσιμες στον ελληνικό λαό, θα είναι αυτές που θα ξέρουν να κάνουν αυτή τη δουλειά.

 

*Δημοσιεύθηκε στον Δρόμο της Αριστεράς στις 17/11/2015

Πορτογαλία: Τελευταίος σταθμός του «εξπρές της απολυταρχίας»

Το… προληπτικό πραξικόπημα, η γενικευμένη κλιμάκωση της επίθεσης των ελίτ και η ανάγκη για μια αντίπαλη στρατηγική

Tο έτος 2015 αναδεικνύεται –ήδη πριν τελειώσει– σε ορόσημο για την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Είναι το έτος στη διάρκεια του οποίου κορυφώνεται με απροκάλυπτο και δημόσιο τρόπο η εχθρότητα των ελίτ απέναντι στη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία. Ήδη, λίγα χρόνια πριν, είδαμε δύο «απαλά» πραξικοπήματα σε Ιταλία και Ελλάδα, όπου συστημικές(!) κυβερνήσεις και εκλεγμένοι πρωθυπουργοί παραιτήθηκαν/ανατράπηκαν. Τη θέση τους έλαβαν επιφανή στελέχη του χρηματοπιστωτικού συμπλέγματος με σκοπό την απόλυτη ευθυγράμμιση με τις επιταγές των ελίτ, παρά τη διάσταση με τη βούληση και τις ανάγκες της πλειοψηφίας των πολιτών.

Μετά την Ουκρανία, χάθηκαν τα όρια…

Έπειτα, το 2014 είχαμε την ενεργή συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη μετεξέλιξη των εσωτερικών πολιτικών εντάσεων στην Ουκρανία σε εμφύλιο πόλεμο. Παρά τις υπαρκτές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις χώρες της Δύσης στο συγκεκριμένο ζήτημα, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η διαπίστωση ότι, μετά την Ουκρανία, δεν υπάρχει πλέον κατώφλι στην κλιμάκωση της παρέμβασης στο ευρωπαϊκό έδαφος. Φαίνεται ότι η αποικιοκρατική λογική της Ευρώπης στις μέρες μας «γυρίζει» προς το εσωτερικό της ηπείρου, με σκοπό να τσακίσει δικαιώματα και κατακτήσεις των λαών της – και να «εναρμονίσει» τις ευρωπαϊκές κοινωνίες με τη βαρβαρότητα και την αναξιοπρέπεια των περιοχών που βίωσαν και βιώνουν από πρώτο χέρι τι σημαίνει αποικιοκρατία της «πολιτισμένης» Ευρώπης.

Σαφές μήνυμα: οι ελίτ αποφασίζουν, όχι οι λαοί

Το 2015, η κλιμάκωση της επίθεσης των ελίτ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο αποσαφηνίζει πλήρως προθέσεις και στοχεύσεις. Στην ελληνική περίπτωση, βιώσαμε μια πολύμηνη διαδικασία διαπραγμάτευσης, η οποία συνιστά μνημείο ευτελισμού της δημοκρατίας από τη χρηματιστικο-πολιτική γραφειοκρατία. Το δε αποτέλεσμά της συνιστά μια καθαρή, δημόσια ήττα της δημοκρατίας. Τις πρώτες ημέρες του Ιούνη η πολιτική ελίτ της Ε.Ε. και των πιστωτών αγνόησε με απαξιωτικό τρόπο τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης μέχρι εκείνη τη στιγμή, και απαίτησε από την ελληνική κυβέρνηση να παραβιάσει τη δημοκρατική ετυμηγορία του ελληνικού λαού. Στο τέλος του Ιούνη δήλωσαν ανοικτά ότι η Ελλάδα έχει 48 ώρες για να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις τους. Μερικές ημέρες αργότερα, στα μέσα του Ιουλίου και μετά το δημοψήφισμα, απείλησαν ανοικτά ότι η ελληνική κοινωνία θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες μιας άτακτης χρεοκοπίας αν οι απαιτήσεις τους δεν γίνουν αποδεκτές. Με τον πλέον επίσημο και ανοικτό τρόπο, μέσα σε ενάμιση μήνα η Ευρώπη απέρριψε στοιχειώδεις αρχές της δημοκρατίας.

Τονίζω το γεγονός ότι όλα αυτά έγιναν ανοικτά και δημόσια, χωρίς καμιά διάθεση «ωραιοποίησης», καθώς το θεωρώ στοιχείο υψίστης σημασίας. Η δημόσια επίθεση και καταρράκωση της δημοκρατίας αποτελεί μείζον ιστορικό γεγονός: η δημοκρατία –δηλαδή η δυνατότητα των ανθρώπων χωρίς οικονομική ισχύ να έχουν πρόσβαση στις κρίσιμες αποφάσεις– δεν είναι πια ανεκτή. Οι κρίσιμες αποφάσεις είναι αποκλειστικό προνόμιο των ελίτ. Οι αποδέκτες του σκληρού μηνύματος ήταν οι πολίτες όλων των ανεπτυγμένων δυτικών κοινωνιών. Το μήνυμα έπρεπε να είναι κρυστάλλινο και να φτάσει σε κάθε έναν και κάθε μία από εμάς, ανεξαρτήτως εθνικότητας, καταγωγής, θρησκείας ή πολιτικής τοποθέτησης. Γι’ αυτό η απόρριψη της δημοκρατίας είχε αυτό τον ανοικτό χαρακτήρα.

Παραβιάζεται και το τελευταίο «ταμπού» στην Πορτογαλία

Και φτάνουμε στον τελευταίο σταθμό αυτού του «εξπρές της απολυταρχίας» που αλωνίζει την Ευρώπη: την Πορτογαλία (ίσως να έχει και άλλον ένα σταθμό μέσα στο 2015, καθώς η Ισπανία έχει σύντομα εκλογές…). Στην Πορτογαλία, το εκλογικό αποτέλεσμα διαμόρφωσε μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την ανάσχεση της σκληρής λιτότητας και της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης. Πρόκειται για μια πλειοψηφία που η πλειοψηφία της ανήκει στο συστημικό Σοσιαλιστικό Κόμμα το οποίο, υπό την απειλή πλήρους κατάρρευσης σε περίπτωση συνεργασίας με τη Δεξιά για την εφαρμογή λιτότητας, επέλεξε να συμμαχήσει με την Αριστερά. Πρόκειται για μια συμμαχία που το Σοσιαλιστικό Κόμμα ευελπιστούσε να του εξασφαλίσει πολιτική ηγεμονία αλά ΣΥΡΙΖΑ: αντιστεκόμαστε στη λιτότητα, χάνουμε «ηρωικά», αποδεχόμαστε λιτότητα, ψηφίζουμε μνημόνιο, κάνουμε εκλογές πριν την εφαρμογή… και κάπως έτσι προσπαθούμε να τετραγωνίσουμε τον κύκλο – δηλαδή να διατηρήσουμε ερείσματα στις λαϊκές τάξεις την ίδια ώρα που τις τσακίζουμε.

Ωστόσο, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι, ενώ πρόκειται για μια πλειοψηφία μη-επικίνδυνη (με όρους ριζικής αμφισβήτησης του συστήματος), ο Πρόεδρος της Πορτογαλικής «Δημοκρατίας» δεν έδωσε το δικαίωμα στην πλειοψηφία να σχηματίσει κυβέρνηση. Αντίθετα, ανέθεσε στον αρχηγό της Δεξιάς να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας, με το αιτιολογικό ότι η Πορτογαλική «Δημοκρατία» δεν έχει την πολυτέλεια να δυσαρεστήσει/κλονίσει τις σχέσεις εμπιστοσύνης της με την Ευρωζώνη και τις αγορές. Πρόκειται για ωμή καταστρατήγηση των δημοκρατικών αρχών και έκφραση απόλυτης προτεραιότητας των επιταγών των ελίτ έναντι της κοινωνίας. Μετά την Ελλάδα, δεν υπάρχει πλέον όριο: η δημοκρατία δεν είναι «ταμπού». Δεν θα γίνεται ανεκτή ούτε αν στην κυβέρνηση βρεθούν δυνάμεις πρόθυμες μεν να κινηθούν στο υφιστάμενο πλαίσιο, αλλά που θέλουν να διατηρήσουν μια πολιτική αυτονομία και να σεβαστούν όρια που θέτουν οι αντοχές των λαϊκών τάξεων.

Κατάργηση της αστικής δημοκρατίας όποτε «ενοχλεί» τις αγορές

Αυτό άλλωστε είναι και το δυστύχημα του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη και αν είναι πρόθυμος να κινηθεί στο υφιστάμενο μνημονιακό πλαίσιο, η αξίωση αυτονομίας και οι κόκκινες γραμμές, οσοδήποτε ισχνές, αποτελούν casus belli για τη χρηματοπιστωτική απολυταρχία. Η εκλεγμένη κυβέρνηση σε μια χώρα δεν μπορεί παρά να είναι ο μικρός/συμπληρωματικός εταίρος σε μια συγκυβέρνηση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τους πιστωτές, οι οποίοι έχουν την πραγματική εξουσία.

Στην περίπτωση της Πορτογαλίας είδαμε ένα «προληπτικό» πραξικόπημα. Αντί να εκκινηθεί μια διαδικασία διαπραγμάτευσης ώστε μετά από μήνες και οικονομική «ζημιά» να επέλθει το μοιραίο, το έκανε ο Πρόεδρος προληπτικά και από νωρίς ώστε «να μην μπει η χώρα σε αυτή την ανώφελη περιπέτεια». Παλιότερα, υπό το πρόσχημα της απειλής από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», δικαιολογούνταν πραξικοπήματα και άλλες βαρβαρότητες. Σήμερα, ο κίνδυνος δεν είναι ο «κομμουνισμός» αλλά η στοιχειώδης αστική, φιλελεύθερη δημοκρατία και η αμφισβήτηση της λιτότητας. Δεν υπάρχει δημοκρατία, εκτός και αν αυτή υποτάσσεται απολύτως στις επιταγές των αγορών και των τραπεζιτών. Άλλωστε, η κ. Μέρκελ ήταν πολύ σαφής από πολύ νωρίς, όταν υποστήριζε ότι σκοπός είναι να ενσωματώσουμε τη δημοκρατία στη λειτουργία της αγοράς, δηλαδή να την απαλλάξουμε από εκείνα τα στοιχεία που μπορεί να έρχονται σε αντίθεση με τις αγορές.

Πώς θα σταματήσουμε την έφοδο των ελίτ;

Η γενικευμένη κλιμάκωση της επίθεσης των ελίτ απαιτεί μια αντίπαλη στρατηγική ενδυνάμωσης των πολιτών, ώστε να είναι σε θέση να επιτελέσουν βασικές λειτουργίες της κοινωνίας με εναλλακτικό και αυτόνομο τρόπο. Όσο δύσκολο και να μας φαίνεται κάτι τέτοιο, είναι απολύτως απαραίτητο από τη στιγμή που οι πιστωτές ελέγχουν τη ροή του χρήματος και μέσω αυτού όλες τις ζωτικές λειτουργίες της χώρας. Γι’ αυτό πρέπει να κινηθούμε πέρα από την εκλογική και κινηματική παραδοσιακή πολιτική πρακτική: είναι αναγκαία η «εξόρυξη» και ανάπτυξη των δυνατοτήτων των ανθρώπων και διασύνδεση με εναπομείνασες κρατικές δομές με στόχο τη δημιουργία οικονομικών και κοινωνικών κυκλωμάτων που μπορούν να επιτελέσουν σε κάποιο βαθμό τις βασικές μας λειτουργίες.

Δεν πρόκειται να απελευθερωθούμε και να σταματήσουμε το «εξπρές της απολυταρχίας» αν δεν αποκτήσουμε την ισχύ που απαιτείται για κάτι τέτοιο. Και αν μας φαίνεται αδύνατο, δεν έχουμε παρά να αναλογιστούμε το πάθος και το νεύρο που συγκλόνισε τη χώρα την εβδομάδα του δημοψηφίσματος. Κι ακόμη, να αναλογιστούμε το πώς πριν το «χρυσό μεταπολεμικό αιώνα» η νεαρή τότε ευρωπαϊκή Αριστερά κατάφερνε, σε αντίξοες συνθήκες, να συσπειρώνει τεράστιες μάζες γύρω της και να κερδίζει.

*Δημοσιεύθηκε στο Δρόμο της Αριστεράς στις 31/10/2015

Η νηφαλιότητα ως πολιτική αρετή

Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι. Η ελληνική κυβέρνηση επιδίωξε μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία, όμως οι θεσμοί την απέρριψαν. Η άρνηση των θεσμών σε μια συμφωνία αυτού του χαρακτήρα θέτει την Ελλάδα μπροστά σε δύο επιλογές. Η μία επιλογή είναι η συμφωνία στο έδαφος της μνημονιακής λιτότητας, δηλαδή περαιτέρω υφεσιακά μέτρα, απαγόρευση αντιστροφής νεοφιλελεύθερων ρυθμίσεων και συνέχεια της επιτήρησης μέσω της μη οριστικής διευθέτησης του χρέους.

Η άλλη επιλογή είναι η μη επίτευξη συμφωνίας, η οποία θα θέσει σε κίνηση μια σειρά γεγονότων που θα αναταράξουν την ήδη αποσταθεροποιημένη οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Είναι προφανές ότι και στις δύο περιπτώσεις εισερχόμαστε σε μια περίοδο έντονων αναταράξεων και οικονομικής επιδείνωσης.

Η πρώτη επιλογή θα πλήξει τον ΣΥΡΙΖΑ θανάσιμα και την κοινωνία ακόμη περισσότερο. Θα τσακιστεί η μοναδική δημοκρατική ελπίδα για ουσιώδη αλλαγή του ζοφερού παρόντος. Το χτύπημα θα είναι αποφασιστικής σημασίας, καθώς μιλάμε για μια κοινωνία που φέρει ήδη τεράστιες πληγές από τα προηγούμενα πέντε χρόνια. Βαθμιαία, αλλά γρήγορα, η ορθολογικότητα, η πολιτοφροσύνη και ο σεβασμός στην κοινότητα και την κοινωνία θα αποδυναμωθούν στα μυαλά των ανθρώπων και τη συμπεριφορά τους.

Γιατί κάποιος/α να ακολουθεί τους όποιους κανόνες όταν με τον πλέον επίσημο τρόπο μια κυβέρνηση υποχρεώνεται να ακολουθήσει πολιτικές που εξουθενώνουν την κοινωνία και με τις οποίες διαφωνεί; Το «δίκαιο του ισχυρού» θα επικρατήσει ως η μοναδική αξιακή νόρμα συμπεριφοράς.

Χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ να αντιπροσωπεύει την ελπίδα για ουσιώδη αλλαγή και βελτίωση της τραγικής καθημερινότητας, η Χρυσή Αυγή -ή κάτι παραπλήσιο- θα ηγεμονεύσει αργά ή γρήγορα στην πολιτική ζωή αντλώντας από την απελπισία ενός ολοένα διερυνόμενου τμήματος της κοινωνίας που πέφτει στην ανέχεια.

Δεν χρειάζεται να πω τι σημαίνει για μια κοινωνία, την προοπτική και την ευημερία της μια τέτοια εξέλιξη. Πρόκειται για το απόλυτα επιτυχημένο κλείσιμο της μνημονιακής περιόδου που στόχο είχε να μετατρέψει μια ανεπτυγμένη κοινωνία (με πάρα πολλά προβλήματα νοοτροπίας και προσανατολισμού) σε μια παρηκμασμένη και διαλυμένη κοινωνία με τη βούλα της φασιστικής Ακροδεξιάς.

Η κρυφή ελπίδα συστημικών κύκλων ότι η κοινωνία, μετά από τόσα χρόνια λιτότητας και την υποταγή και του ΣΥΡΙΖΑ επιτέλους θα αποδεχθεί τη μοίρα της και θα βγάζει την οργή της με σιωπηρό μη-πολιτικό τρόπο, δηλαδή με τρόπο που δεν διαταράσσει τη φαινονενική «σταθερότητα» μιας απάνθρωπης «κανονικότητας» (διαπροσωπική βία, ναρκωτικά, ψυχικές παθήσεις κ.ο.κ.) είναι τουλάχιστον αφελής. Δεν λαμβάνουν υπόψη ότι μια τέτοια κοινωνική συνθήκη δεν ξορκίζει την παρακμή και τη βαρβαρότητα, αλλά τις μετατρέπει σε ωρολογιακή βόμβα στα σπλάχνα της κοινωνίας, έτοιμες να εκραγούν ανά πάσα στιγμή.

Επιπρόσθετα η συνέχεια της μνημονιακής λογικής θα κλονίσει ακόμη περισσότερο τις διοικητικές και επιχειρησιακές ικανότητες των ελληνικών αρχών καθιστώντας πια υπολογίσιμη την πιθανότητα απειλής της ακεραιότητας της χώρας σε μια γεωπολιτική περιοχή που αποσταθεροποιείται ταχύτατα. Στη νοτιοανατολική Μεσόγειο τα σύνορα και η ειρήνη εξαφανίζονται, ενώ τα Βαλκάνια διχάζονται εκ νέου λόγω της έντασης μεταξύ Δύσης και Ρωσίας.

Η δεύτερη επιλογή θα εγκαινιάσει άμεσα μια περίοδο πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής αναταραχής. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα στριμωχτεί, αλλά θα διατηρήσει την υποστήριξη από τους πολίτες που δεν έχουν τίποτα να χάσουν (αποκόπτοντας τη μετακίνησή τους προς τον φασισμό) και από αυτούς που αξιολογούν τη δημοκρατία και την ελευθερία ως τις πλέον πολύτιμες αξίες για μια κοινωνία.

Βεβαίως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ένταση της πίεσης από τις ελίτ εντός και εκτός της Ελλάδας. Έχουν δείξει ότι δεν έχουν κανένα κατώφλι π.χ. σεβασμού προς τη δημοκρατία, σύνεση και κοινωνική ευθύνη κ.ο.κ. Επίσης έχουν δείξει να επιθυμούν την αναταραχή ως μια κατάσταση ευνοϊκή για την επιβολή μιας νέας βάρβαρης κοινωνικής συνθήκης.

Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι ενδεχομένως διασφαλίζεται η πολιτική βιωσιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει ότι παραμένει στην κοινωνία μας ένας φάρος δημοκρατίας, ελευθερίας και ελπίδας που θα συνεχίσει να τη συγκρατεί από την πτώση της στον ανορθολογισμό, την παρακμή και τον φασισμό.

Μπροστά σε τέτοιες επιλογές εμφανίζεται η δυσκολία αποδοχής από όλους μας, κοινωνία και ΣΥΡΙΖΑ, του γεγονότος ότι χωρίς δική μας υπαιτιότητα το μέλλον προδιαγράφεται δύσκολο. Η καθημερινότητα πρόκειται να διαταραχθεί και οι εξελίξεις θα είναι επώδυνες. Δεν είναι εύκολο να αποδεχθούμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό, ότι δεν μπορούμε να το αποτρέψουμε.

Ωστόσο, όσο πιο γρήγορα ξεπεράσουμε το απολύτως φυσιολογικό αίσθημα μη αποδοχής της πραγματικότητας όταν αυτή γίνεται σκληρή, τόσο πιο γρήγορα θα είμαστε σε θέση να προσαρμοστούμε στις νέες συνθήκες και να γίνουμε αποτελεσματικοί.

Οι αμέτρητες ώρες αγώνων, συνελεύσεων, εκλογών κ.ο.κ. όλα όσα έχουμε κάνει και πάθει τις τελευταίες δεκαετίες, αποκτούν μια διαφορετική διάσταση σήμερα. Μέσα από μια απίστευτη διαδρομή γεννήθηκε αυτό που είμαστε για να είναι σήμερα εδώ. Όλα αυτά μας προετοίμαζαν κατά κάποιο τρόπο για αυτή την κρίσιμη για την πατρίδα μας στιγμή. Ας βαδίσουμε με νηφαλιότητα και αποφασιστικότητα τον δύσκολο δρόμο για τον οποίο έχουμε φτιαχτεί.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 21-06-2015

Κυνισμός και ορθολογισμός

Την προηγούμενη βδομάδα είδε το φως της δημοσιότητας μια δήλωση Ευρωπαίου αξιωματούχου σύμφωνα με την οποία η ενδιάμεση συμφωνία θα επιτευχθεί όταν η ελληνική κυβέρνηση αποδεχθεί να λάβει έστω ένα υφεσιακό μέτρο. Μας επιτρέπουν την «ελευθερία» να διαλέξουμε εμείς ποιο θα είναι αυτό (π.χ. περικοπή συντάξεων ή εργασιακά). Σύμφωνα με το σκεπτικό της δήλωσης, η συμφωνία θα είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η πλευρά των δανειστών θα «δει πολιτικό κόστος να πληρώνεται».

Η παραπάνω δήλωση έχει ενδιαφέρον γιατί μέσα στην αμετροέπεια και την αφέλειά της αναδεικνύει τον βαθμό παρακμής της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης. Πίσω από έναν δήθεν τεχνοκρατισμό και μια υποκριτική γλώσσα σοβαρότητας κρύβεται το χυδαίο πρόσωπο μιας εξουσίας αδιάφορης και κυνικής. Μιας εξουσίας που όχι μόνο δεν διέπεται από τεχνοκρατικά ιδεώδη, αλλά, αντιθέτως, τα μιμείται και τελικά τα δυσφημεί για να εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες. Την ώρα που η Ελλάδα βρίσκεται -με ευθύνη της μνημονιακής λιτότητας- σε τραγική κατάσταση και η Ευρώπη καρκινοβατεί, οι υποτίθεται «σοβαροί τεχνοκράτες» αντί να δουλεύουν για το πώς θα διορθωθεί μια πολιτική που οι ειδικοί σε όλο τον πλανήτη -ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης- συμφωνούν ότι απέτυχε στους στόχους της και επιδείνωσε την κατάσταση, εκείνοι ενδιαφέρονται μόνο για το πώς θα πληγεί ο ΣΥΡΙΖΑ στη συνείδηση του λαού. Η απαίτηση για ένα υφεσιακό μέτρο με πολιτικό κόστος αδιαφορεί κυνικά για την περαιτέρω ύφεση σε μια ήδη ρημαγμένη οικονομία.

Είναι προφανές ότι απέναντι σε αυτή την απαίτηση δεν χωράει υποχώρηση, ανεξαρτήτως των συνεπειών αλλά και της δυνατότητας να αντέξει η ελληνική πλευρά τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου. Και τούτο όχι για πολιτικούς ή ιδεολογικούς λόγους, αλλά γιατί απέναντι σε μια κυνική και παράλογη απαίτηση αυτό επιτάσσει η στοιχειώδης αξιοπρέπεια και ο ελάχιστος ορθολογισμός.

Σε αντίθετη περίπτωση, πέρα από το πλήγμα στην πραγματική οικονομία, η επίσημη υποταγή της χώρας στον κυνικό ανορθολογισμό θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου στην κοινωνία. Γιατί ένας πολίτης να αυτο-δεσμευτεί στην τήρηση κανόνων σε μια κοινωνία που ως σύνολο έχει αποδεχθεί τον ανορθολογισμό; Η υπεράσπιση της ορθολογικότητας στην κοινωνία μας είναι το υπέρτατο καθήκον όλων μας σήμερα. Και πρωτίστως της κυβέρνησης.

*Δημοσιεύθηκε στο Έθνος στις 4/5/2015 

Το ερώτημα μιας ολόκληρης γενιάς

Δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας όπου μια κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια παράλογη απαίτηση. Η ελληνική κοινωνία καλείται -μέσω εκβιασμών και πιέσεων- να αποδεχθεί τη συνέχεια μιας πολιτικής που γνωρίζει -δεν εικάζει- ότι τη βυθίζει στο τέλμα και στην παρακμή. Καλείται να αποδεχθεί τη βαρβαρότητα της αδυναμίας πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας όταν αυτό είναι αναγκαίο, να αποδεχθεί τη μακροχρόνια ανεργία και την αναξιοπρεπή εργασία και σύνταξη.

Να αποδεχθεί μια πολιτική που επιφυλάσσει μετανάστευση, απαξίωση και μιζέρια για όλους όσοι έχουν δεξιότητες και προσόντα, τα οποία απέκτησαν επειδή η ελληνική κοινωνία επένδυσε πόρους και δυνάμεις στις σημερινές γενιές. Και τώρα οι γενιές αυτές, με τις τόσες ενσωματωμένες δεξιότητες, δεν μπορούν να προσφέρουν στην κοινωνία δημιουργώντας και παράγοντας στον τόπο τους με τον τρόπο που μπορούν.

Είναι προφανές ότι ο ιστορικός του μέλλοντος δεν πρόκειται να δικαιώσει τη μεριά των πιστωτών. Το ερώτημα όμως είναι τι κάνει μια κοινωνία όταν βρίσκεται απέναντι σε μια ισχυρή, δογματική οικονομική και πολιτική τάξη που δηλητηριάζει τη συνύπαρξη των ευρωπαϊκών κοινωνιών και αποδιαρθρώνει την εσωτερική τους συνοχή. Μπορεί να αποδεχθεί να υλοποιήσει μια πολιτική ενώ την έχει απορρίψει μόνο και μόνο γιατί της επιβάλλεται μέσω οικονομικών πιέσεων;

Η αποδοχή αυτής της πολιτικής, ενώ γνωρίζουμε πια πού οδηγεί, θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου στη χώρα και ο ανορθολογισμός θα εκτιναχθεί μέσα στην κοινωνία. Γιατί, όταν αναγκάζεται μια κοινωνία να εκπληρώσει μια αυτοκαταστροφική πολιτική, τότε ο ανορθολογισμός γίνεται ο κανόνας.

Πώς μπορούμε ως γενιές Ελλήνων και Ευρωπαίων να αναχαιτίσουμε μια πολιτική που μας προσβάλλει και μας καταδικάζει; Αυτό το κρίσιμο ερώτημα καλούνται η κυβέρνηση και η ελληνική κοινωνία να απαντήσουν.

Ενα ερώτημα που απευθύνεται προς τον καθένα και την καθεμιά από εμάς. Ενα ερώτημα που δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από την εμμονή σε τεχνικές λεπτομέρειες, πίσω από τη ψευδαίσθηση κανονικότητας που δημιουργούν οι λογιστικές επεξεργασίες και οι κοστολογήσεις.

Δημοσιεύθηκε στο «Έθνος» στις 06-04-2015 

Πολιτικό σύστημα και η θέση της Ελλάδας

Η ελληνική κυβέρνηση έχει επιδοθεί σε μια δύσκολη και σκληρή διαπραγμάτευση με στόχο την αναχαίτιση της πολιτικής λιτότητας και την υποτίμηση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας που αυτή συνεπάγεται. Το θετικό αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης θα σημάνει τον «ξαφνικό θάνατο» για τις δυνάμεις που ταύτισαν την πολιτική τους ύπαρξη με τη λογική του μνημονιακού μονοδρόμου.

Σε αντίθεση με την τρέχουσα ρητορική, δεν είναι οι αντιμνημονιακές δυνάμεις αυτές που ταύτισαν την ύπαρξή τους με τα Μνημόνια, αλλά οι μνημονιακές. Η οριστική αποδιάρθρωση των μνημονιακών παρατάξεων είναι γεγονός κεφαλαιώδους σημασίας για την πολιτική ζωή του τόπου, καθώς θα σημάνει την έναρξη διαδικασιών ώστε η συντηρητική και η κεντρώα παράταξη να επανέλθουν σε μια πολιτική συμπεριφορά και ρητορική που συνάδει με τον σεβασμό στις ανάγκες της πλειοψηφίας των πολιτών, του δημόσιου συμφέροντος και των δημοκρατικών διαδικασιών.

Ενδειξη για τη θέση που βρίσκεται μια χώρα στον διεθνή καταμερισμό εργασίας είναι και η ποιότητα της δημοκρατίας, η οποία αποτυπώνεται στη λειτουργική σύζευξη μεταξύ πολιτικών δυνάμεων και κοινωνικών αναγκών. Η μνημονιακή περίοδος διέρρηξε βίαια τη σχέση πολιτικού συστήματος και κοινωνίας, οδηγώντας το πρώτο στην κυνική ευθυγράμμιση με τα συμφέροντα των ελίτ, τη δεύτερη στην υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ και τη χώρα σε βαθιά υποβάθμιση. Η νέα κυβέρνηση μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης ώστε να αποκατασταθεί η σχέση πολιτικού συστήματος και κοινωνίας στον βαθμό που επιβάλλει -με την καλή έννοια- στις άλλες πολιτικές δυνάμεις την εκ νέου σύζευξή τους με την κοινωνία. Αλλά αυτό πρέπει να γίνει με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι στο παρελθόν, διότι η διάβρωση αυτής της σχέσης την περίοδο της «ανάπτυξης» διαμόρφωσε εν πολλοίς τις συνθήκες για τη μνημονιακή υποβάθμιση της χώρας.

Η ανάκτηση του κύρους της χώρας δεν περνάει μόνο μέσα από τη σκληρή διαπραγμάτευση, αλλά και από τη διεύρυνση μιας διαφορετικής νοοτροπίας σοβαρότητας, σχεδιασμού, δημοκρατικής λειτουργίας και σεβασμού του δημόσιου συμφέροντος, στον αντίποδα της κατεστημένης νοοτροπίας των «κολλητών», των «αρπαχτών», των πελατειακών σχέσεων, της περιφρόνησης των δημοκρατικών θεσμών και της ακραίας αυθαιρεσίας της εγχώριας ολιγαρχίας.

Δημοσιεύθηκε στο «Έθνος» τη Δευτέρα 23-3-2015