Tag Archives: δημοψηφισμα

Μετασχηματισμοί της πολιτικής στις νέες συνθήκες: η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ

Άρθρο στα Τετράδια στο πλαίσιο του αφιερώματος: «Κριτική προσέγγιση της διαδρομής του ΣΥΡΙΖΑ. Από κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης σε κυβέρνηση της χώρας και μέχρι σήμερα» (φθινόπωρο 2016-τεύχος 66-67). 

1. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί γέννημα μιας περιόδου που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση των πρώτων ενδείξεων σοβαρής αποσταθεροποίησης της κοινωνικής και θεσμικής οργάνωσης των δυτικών κοινωνιών. Η “πρώτη ύλη” για το εν λόγω εγχείρημα προήλθε από τμήματα της αριστεράς που άνηκαν σε διάφορες “παραδόσεις” της, σύμφωνα με την καθιερωμένη ταξινόμηση ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων της αριστεράς του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε ένα πρωτότυπο εγχείρημα πολιτικής ενότητας αριστερών οργανώσεων και συλλογικοτήτων σε μια χώρα όπου η πολιτική αριστερά κατάφερε να επιβιώσει από τον σαρωτικό αντίκτυπο των ραγδαίων ιδεολογικο-κοινωνικών μετατοπίσεων που προκάλεσε η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και η ραγδαία ανάδυση του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος σε παγκόσμια κλίμακα.

Ο βασικός ισχυρισμός του κειμένου είναι ότι η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κατανοηθεί μέσα από το πρίσμα της ασυγχρονίας δύο διαδικασιών μετασχηματισμού. Από τη μια, τμήματα της εναπομείνασας πολιτικής αριστεράς στην Ελλάδα αλλά και ο κόσμος της αριστεράς που συμμετείχε στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ έδειξαν ικανότητα προσαρμογής στις νέες συνθήκες όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά το τέλος ενός μεγάλου ιστορικού κύκλου. Από την άλλη, η μετέπειτα πορεία του – όπως αυτή δρομολογήθηκε μέτα το ξέσπασμα της κρίσης, την αγριότητα της πολιτικής που την συνόδευσε, τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις και την πολιτική ανατροπή με επίκεντρο τον ΣΥΡΙΖΑ – έδειξε ότι η ταχύτητα προσαρμογής της παραδοσιακής αριστεράς στις νέες συνθήκες δεν μπορέσε να παρακολουθήσει τις καταιγιστικές αλλαγές και την όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού.

Ως εκ τούτου, από τη στιγμή της ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση εμφανίζεται μια επιταχυνόμενη τάση αναστροφής των διαδικασιών μετασχηματισμού και προσαρμογής στις νέες συνθήκες και ισχυροποίησης παρωχημένων πολιτικών νοοτροπιών και σχημάτων ανάλυσης που σήμερα εκβάλουν στην αναπαραγωγή είτε συστημικών στερεοτύπων και αφελών προσδοκιών, είτε ασύμβατων με τα νέα δεδομένα παραδοσιακών μεθοδολογιών κινητοποίησης κι οργάνωσης. Και επειδή διανύουμε μια περίοδο ραγδαίων ανακατατάξεων και βαρβαρότητας, η αδυναμία προσαρμογής τροχιοδρόμησε για τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ μια πορεία άρσης θεμελιακών αριστερών παραδοχών, ενώ η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για την εμβάθυνση του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού μοιραία εμβαθύνει την κοινωνική, θεσμική και πολιτική παρακμή.

2. Με την αυγή της νέας χιλιετίας, οι σύγχρονες κοινωνίες βρέθηκαν σε ένα περιβάλλον όπου τα δομικά αδιέξοδα διογκώνονταν υπόκωφα και η στρατηγική των ελίτ επικέντρωνε ουσιαστικά ανενόχλητη στην ανάπτυξη μιας θεσμικής και οικονομικής αρχιτεκτονικής που ακύρωνε τις δημοκρατικές πτυχές της μεταπολεμικής κοινωνικής διευθέτησης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι δυνάμεις που συγκρότησαν τον ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησαν να αναπτύξουν νέες ποιότητες και να διευρύνουν τους ορίζοντες σκέψης και δράσης ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν – πρακτικά και στρατηγικά – στις ασφυκτικές συνθήκες. Έγιναν πιο ευαίσθητες στην κοινωνική ανησυχία που αναδυόταν με αταξινόμητες μορφές και συμμετείχαν ενεργά και με ανοικτό πνεύμα σε κινηματικές και άλλες διεργασίες που υπερέβαιναν σε κάποιο βαθμό την παραδοσιακή μεθοδολογία κινητοποίησης σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Επίσης, τα θραύσματα της πολιτικής αριστεράς βρέθηκαν πολύ γρήγορα να υπερασπίζονται μόνα τους ευρύτερες αξίες αρνούμενες να αποδεχθούν την απαξίωσή τους και τον διαρκώς διευρυνόμενο κυνισμό από τη μεριά των ισχυρών πολιτικών παρατάξεων.

Η διάθεση και ικανότητα προσαρμογής σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο, ασφυκτικό, ασταθές και αχαρτογράφητο περιβάλλον κατέστησε τον ΣΥΡΙΖΑ έναν ιδιόμορφο πολιτικό χώρο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μεν ένα κόμμα της αριστεράς αλλά ανέπτυσσε ιδιαίτερες σχέσεις – τόσο σε επίπεδο πολιτικής επικοινωνίας όσο και κινηματικής μεθοδολογίας – με τους πολίτες και τα κινήματα. Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέπτυξε την ικανότητα παρέμβασης στις πολιτικές εξελίξεις κατά τρόπο που υπερέβαινε την κοινοβουλευτική του δύναμη, καθιστώντας την πολιτική εκπροσώπηση λειτουργική και χρήσιμη στους πολίτες και τα κινήματα, σε αντιδιαστολή με την γενική τάση απαξίωσης της πολιτικής και της αποξένωσης του πολιτικού συστήματος από τους πολίτες.

3. Η επιτάχυνση των εξελίξεων από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης – με την Ελλάδα να βρίσκεται στο επίκεντρο της Ευρωπαϊκής εκδοχής της – έθεσε τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη γραμμή μιας πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης με παγκόσμιες προεκτάσεις. Μια σύγκρουση η οποία πήρε καθολικά χαρακτηριστικά καθώς ο λαός1 αντιστάθηκε αξιοποιώντας ό,τι μέσα είχε στη διάθεσή του: απεργιακά κύματα και κινήματα αντίστασης αναπτύχθηκαν εναντίον όλων των πτυχών της εφαρμοζόμενης πολιτικής, μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις απέκτησαν πανελλαδική εμβέλεια, δίκτυα αλληλεγγύης και εγχειρήματα αυτοοργάνωσης της κοινωνικής αναπαραγωγής ξεφύτρωσαν σε όλες τις γωνιές της χώρας κοκ. Αλλά και στο πολιτικό επίπεδο, ο ελληνικός λαός προκάλεσε έναν πολιτικό σεισμό καθώς απαγκιστρώθηκε από τα κυριάρχα πολιτικά κόμματα και στράφηκε σε μια ιδιόμορφη πολιτική δύναμη που από καιρό είχε δώσει δείγματα γραφής μιας διαφορετικής νοοτροπίας, η οποία επιβεβαιωνόταν από τη στάση της κατά την ανάπτυξη των αγώνων της μνημονιακής περιόδου.

Στις εκλογές του Μαϊου του 2012 ο ελληνικός λαός αξιοποίησε την πολιτική δύναμη που έδειχνε να διαθέτει τη μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής στο νέο πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης, το κόμμα που είχε την ικανότητα να συντονίζεται καλύτερα με τις νέες συνθήκες και κοινωνικές συμπεριφορές, αλλά και τον πολιτικό χώρο εκείνο που είχε το σθένος να αναλάβει να παίξει τον ρόλο του πολιτικού εκφραστή των αναγκών σε μια επικίνδυνη και δύσβατη περίοδο. Όμως πολύ γρήγορα, αμέσως μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνει χώρα ένα πολύ ιδιαίτερο φαινόμενο που αξίζει πολύπλευρης μελέτης.

Μέχρι εκείνη την φάση μπορούμε να εντοπίσουμε μια δυναμική ένταση ανάμεσα στην τάση μετασχηματισμού και προσαρμογής στις νέες συνθήκες του οξυμένου και πολλαπλά διαφοροποιημένου πολιτικού και κοινωνικού ανταγωνισμού που αναφέραμε παραπάνω και την εμμονή σε παγιωμένες νοοτροπίες και πρακτικές που δεν συμβάδιζαν με τα νέα δεδομένα. Πρόκειται για μια δυναμική ένταση ανάμεσα στη διάθεση αναβάθμισης και επικαιροποίησης μεθοδολογιών και οργανωσιακών αρχών που προέκυπτε από τη βιωμένη αδυναμία των κομματικών δυνάμεων για αποτελεσμαστική δουλειά σε κινηματικό και κοινωνικό επίπεδο με παραδοσιακά μέσα – ιδιαίτερα σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού – και την αδρανειακή προσκόλληση σε παραδοσιακά κομματικά σχήματα και νόρμες ενός δυσκίνητου, γραφειοκρατικού οργανισμού. Μια δυναμική ένταση η οποία είναι φυσιολογική και χαρακτηρίζει κάθε προσπάθεια μετασχηματισμού και αλλαγής πολυπληθών και πολυπλόκαμων θεσμών και οργανισμών όπως ένα κόμμα.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτή η δυναμική ένταση δεν ευθυγραμμιζόταν με τις διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, διαπερνούσε οριζόντια όλες τις πτέρυγές του και δεν αποτέλεσε αντικείμενο επικέντρωσης της επίσημης εσωκομματικής συζήτησης. Ωστόσο, από την οπτική γωνία που μας ενδιαφέρει εδώ – την κατανόηση της εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τις επιχειρησιακές απαιτήσεις και την κατάλληλη πολιτική μεθοδολογία στις νέες συνθήκες πολιτικο/κοινωνικού ανταγωνισμού – η εν λόγω ένταση αποτελούσε το καθοριστικό στοιχείο της φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ εκείνης της περιόδου. Ήταν εκείνο το στοιχείο που παρήγαγε θετικά πολιτικά και κινηματικά αποτελέσματα και αναδείκνυε τη δυνατότητα του ιδιόμορφου αυτού μορφώματος να αποτελέσει μια σύγχρονη πολιτική δύναμη στο πλευρό των λαϊκών στρωμάτων και στην υπηρεσία θεμελιακών αξιών σε μια περίοδο ολικών κινδύνων και απειλών. Όμως η πορεία των πραγμάτων έδειξε ότι η εν λόγω δυνατότητα δεν έμελλε να γίνει πραγματικότητα.

4. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 και την αναγόρευση του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση και συνεπώς σε δυνητική κυβερνητική δύναμη, στη δυναμική ένταση που περιγράψαμε παραπάνω προστέθηκε μια καθοριστική συνιστώσα που έγειρε ταχύτατα την πλάστιγγα προς την πλευρά των καθιερωμένων νοοτροπίων και μεθοδολογιών: η τάση ευθυγράμμισης με τις νόρμες και τα χαρακτηριστικά της κρατικής εξουσίας του κομματικού οργανισμού και του πολιτικού του προσωπικού. Πρόκειται για μια εκπληκτικά ισχυρή “ελκτική δύναμη” που τροποποίησε δραστικά και σε σχετικά ελάχιστο χρόνο πρακτικές, διαδικασίες, συμπεριφορές, προτεραιότητες, πολιτικές και οργανωσιακές γεωμετρίες, μετασχηματίζοντας εντυπωσιακά έναν απομακρυσμένο ως τότε από την εξουσία κομματικό οργανισμό – που με εντάσεις επιχειρούσε να διερευνήσει νέες μεθολογίες κινητοποίησης και οργάνωσης – ώστε να είναι συμβατός με την κρατική συνδεσμολογία ισχύος και εξουσίας, αλλά και την πολιτική στρατηγική που τη διαπερνά και την οργανώνει στις νέες συνθήκες.

Η μετασχηματιστική δυναμική της προοπτικής της κυβερνητικής εξουσίας δεν γέννησε και επέβαλλε καινοφανείς νοοτροπίες, πρακτικές και συμπεριφορές. Αναζωογόννησε και αναβάθμισε (και αντίστοιχα συρρίκνωσε και έθεσε στο περιθώριο) στοιχεία που ενυπάρχουν σε κόμματα, θεσμούς και οργανισμούς που αποτελούν εκ των πραγμάτων τμήμα του κράτους με την ευρεία έννοια του όρου. Ποια στοιχεία όμως ήταν αυτά που ενισχύθηκαν και ποια αυτά που συρρικνώθηκαν; Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε:

– αποδιαρθρώθηκαν οι συλλογικές διαδικασίες και ενισχύθηκαν οι ατομικές ή ομαδικές στρατηγικές ακόμη και στο εσωτερικό των πολιτικών πτερύγων.

– υποχώρησαν ο επιτελικός προγραμματισμός και σχεδιασμός και οι “τόποι” της σχετικής διαβούλευσης και ενισχύθηκαν η διαμερισματοποίηση, οι επιπόλαιοι και επιφανειακοί πολιτικοί χειρισμοί, η μιντιακή κουλτούρα και χρονικότητα στην οργάνωση της πολιτικής κοκ.

– αποδιαρθρώθηκε η επικοινωνία ανάμεσα στα μέρη του κομματικού οργανισμού και η μεταφορά της πληροφορίας και ενισχύθηκε η δημιουργία πολλών κέντρων, τα οποία βαθμιάια απομονώνονταν και ανέπτυσσαν ανταγωνιστικές τάσεις.

– υποτιμήθηκε η λειτουργική διάταξη των δυνάμεων στη βάση ενός συνολικού σχεδίου και ενισχύθηκε η ανάπτυξη προσωπικών φιλοδοξιών, σχετικών τακτικών και μια κουλτούρα συγκρότησης ηγεσίας και ηγετικής λειτουργίας σε όλα τα επίπεδα του κόμματος στη βάση της διευθέτησης των επιμέρους επιδιώξεων2.

Αυτές είναι μόνο κάποιες πτυχές από τις πάρα πολλές που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και οι οποίες αναδεικνύουν την κατεύθυνση του μετασχηματισμού. Ο εν λόγω μετασχηματισμός δεν ταυτίζεται με τον προγραμματικό/πολιτικό άξονα αριστερά-δεξιά αναφορικά πχ με τις κοινωνικές προτεραιότητες εκπροσώπησης κοκ. Αν και συνδέεται πολλαπλώς με τη μετατόπιση του πολιτικού προσανατολισμού που λάμβανε χώρα την ίδια περίοδο, ωστόσο δεν ταυτίζεται με αυτόν. Πρόκειται για οργανωσιακές και επιχειρησιακές πτυχές που θα ήταν απαραίτητες για την προώθηση πολιτικών που υπερβαίνουν την αριστερά. Πρόκειται για τις αναγκαίες (αλλά όχι ικανές) συνθήκες για την αποτελεσματικότητα μιας πολιτικής δύναμης που επιχειρεί να τροποποιήσει τις εγκαθιδρυμένες νεοφιλελεύθερες νόρμες και θεσμίσεις και να ανοίξει χώρο για μια διαφορετική πολιτική ακόμη και συστημικού χαρακτήρα. Η αδυναμία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να εφαρμόσει έστω κάποια συστημικού χαρακτήρα διαφορετική εκδοχή οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής – πχ σε πεδία εκτός της μνημονιακής επίτηρησης ή κάτω απο τα ραντάρ της – οφείλεται στο γεγονός ότι δεν διέθετε μια μεθοδολογία άσκησης πολιτικής που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει νοοτροπίες και παγιωμένες πρακτικές στον κρατικό μηχανισμό.

Πού όμως οφείλεται η συγκεκριμένη φορά του μετασχηματισμού; Ο εν λόγω μετασχηματισμός αντανακλά τον μετασχηματισμό που έχει υποστεί το κράτος και οι θεσμοί της πολιτικής εξουσίας στο σημερινό πλαίσιο του θεσμοποιημένου νεοφιλελευθερισμού. Μια θεσμοποίηση που είχε ως αποτέλεσμα τον μετασχηματισμό των λειτουργιών του κράτους αλλά και τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της πολιτικής εξουσίας σε Ευρωπαϊκούς θεσμούς οι οποίοι είναι σχεδιασμένοι έτσι ώστε να είναι εκτός της εμβέλειας των πολιτών. Οι ποιότητες και τα χαρακτηριστικά που υποχώρησαν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο πριν από την ανάληψη της διακυβέρνησης είναι εκείνα που έχουν υποχωρήσει στο επίπεδο της κρατικής εξουσίας τις τελευταίες δεκαετίες. Αντιστοίχως, τα στοιχεία που ενισχύθηκαν είναι εκείνα που χαρακτηρίζουν την αποδιάρθρωση και τη βαθμιαία παρακμή των κρατικών λειτουργιών στο ίδιο χρονικό διάστημα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ως κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης διερευνούσε παρά τις δυσκολίες διαφορετικούς τρόπους ανασύστασης της πολιτικής λειτουργίας, ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις αναβαθμισμένες απαιτήσεις που έθετε η επικείμενη εμπλοκή με την πολιτικη εξουσία και τις λειτουργίες ενός κράτους που έχει υποστεί επιχειρησιακό ακρωτηριασμό και οργανωσιακή αποδυνάμωση κατά τα πρότυπα της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για τον ρόλο και τη φυσιογνωμία του κράτους3. Απέναντι σε αυτή την αναμενόμενη εξέλιξη, ο ΣΥΡΙΖΑ ως συλλογικός οργανισμός εμφανίστηκε ανίκανος να αντιπαραθέσει μια μετασχηματιστική στρατηγική σε πολλά επίπεδα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το χειρότερο είναι ότι δεν επιχειρήθηκε καν, καθώς δεν έγινε αντιληπτό το πραγματικό πεδίο αντιπαράθεσης. Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη τον αντίστροφο μετασχηματισμό αφού δεν υπήρχαν – ή ήταν πολύ αδύναμες – αντισταθμιστικές ενέργειες που θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν τη δυναμική ισορροπία αυτών των τάσεων στο εσωτερικό του. Αν συνυπολογίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από ρεύματα της αριστεράς που δεν απέρριπταν την ανάληψη της πολιτικης εξουσίας ως τμήμα της στρατηγικής τους, τότε γίνεται προφανές πόσο παρωχημένη και ασύμβατη με τη σημερινή πραγματικότητα είναι η ανάλυση περί πολιτικής εξουσίας της παραδοσιακής αριστεράς.

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η ασθενής αλλά παρούσα τάση προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ στις νέες συνθήκες πριν γίνει αξιωματική αντιπολίτευση – αυτή που του έδωσε τη δυνατότητα να ανανεώσει την πολιτική λειτουργία, να τον καταστήσει πιο ανοικτό στις κοινωνικές διεργασίες και τελικά να αποτελέσει το όχημα μιας πολιτικής ανατροπής – αποδείχθηκε εξαιρετικά αδύναμη ώστε να αντέξει στις αναβαθμισμένες απαιτήσεις της περιόδου 2012-2014. Χωρίς να έχει αναπτύξει επαρκώς εκείνες τις επιχειρησιακές ποιότητες και νοοτροπίες που θα τον καθιστούσαν μια στιβαρή πολιτική δύναμη ικανή να ανταποκριθεί στην αναβάθμιση του κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού που τον έθετε σε τροχιά εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ τέθηκε σε μια πορεία μετασχηματισμού. Από μετασχηματιστικό παράγοντα προς μια διαφορετική κατεύθυνση λόγω της ανισχυμένης θέσης του στο πολιτικό σκηνικό, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ο ίδιος αντικείμενο μετασχηματισμού.

5. Επιπρόσθετα, ζούμε σε μια περίοδο όπου τεκτονικές αλλαγές λαμβάνουν χώρα σε πάρα πολλά επίπεδα. Η οικονομική κρίση είναι ένα σύμπτωμα μιας βαθύτερης παρακμής και λαμβάνει χώρα σε ένα περιβάλλον ευρύτερης πολυπαραγοντικής αποσταθεροποίησης των σύγχρονων κοινωνιών. Η επιτάχυνση σε πολλά επίπεδα (νέες τεχνολογίες4, περιβαλλοντική αποσταθεροποίηση5, εξάντληση φυσικών πόρων, αναδιάταξη της γεωπολιτικής συνδεσμολογίας ισχύος κοκ) μετασχηματίζει τον παραδιασιακό τρόπο κατανόησης σε τι είδους κοινωνικό και πολιτικό ανταγωνισμό έχουμε εμπλακεί ως λαοί και κοινωνίες. Η αποδιάρθρωση της Ευρώπης και η άνοδος των εθνικιστικών και φασιστικών τάσεων, αλλά και η διάλυση και η υποτροπή κρατικών δομών στη νοτιοανατολική μεσογειακή λεκάνη θέτουν καθήκοντα και απαιτήσεις που υπερβαίνουν όσα θεωρούσαμε δεδομένα 10 χρόνια πριν. Η επιτάχυνση των εξελίξεων έχει οδηγήσει τις ελίτ στην υιοθέτηση μιας καταστροφικής στρατηγικής: οι ελίτ έχουν σήμερα την ιστορική αξίωση να κλείσει ένας μεγαλύτερος κύκλος που ξεκίνησε με την είσοδο των λαών στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι πριν από 2,5 αιώνες. Η αριστερά, αν θέλει να είναι σχετική με την περίοδο, πρέπει να αρθεί στρατηγικά στο ίδιο ύψος και να εκπονήσει μια ανάλογη στρατηγική για τις κοινωνίες προς μια χειραφετητική κατεύθυνση.

Έχουμε εισέλθει σε μια μεταβατική περίοδο μεγάλων απειλών αλλά και δυνατοτήτων. Δεν θα επεκταθούμε εδω περισσότερο στην ψηλάφιση των τεκτονικών αλλαγών που συμβαίνουν γύρω μας, αλλά αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τις ευρύτερες αλλαγές, να αξιοποιήσει τις δυνατότητες της περιόδου στην πορεία προς την εξουσία μεταβάλλοντας θετικά το ευρύτερο ασφυκτικό πλαίσιο και να αποτελέσει μια δύναμη που απευθύνεται σε μια κοινωνία που συναισθάνεται τους υπαρξιακούς κινδύνους με το απαραίτητο αξιακό και συναισθηματικό βάθος. Όμως μια δύναμη που φιλοδοξεί να είναι φορέας κοινωνικής αλλαγής δεν μπορεί να αγνοεί τις κοινωνικές αλλαγές που είναι σε εξέλιξη ούτε να είναι αδιάφορη ή εχθρική στις δυνατότητες που αναβλύζουν από την ανθρώπινη δραστηριότητα σε πολλούς τομείς σήμερα.

6. Μέχρι την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, η ελληνική κοινωνία διέθετε έναν πολιτικό παράγοντα εξομάλυνσης και συνοχής παρά την καταστροφή που βρισκόταν σε εξέλιξη. Η μη συμμόρφωση μιας δημοκρατικής πολιτικής δύναμης με τον κυνισμό και τον πολυδιάστατο αποκλεισμό που κλονίζει την κοινωνική συνοχή σε βαθύτερο επίπεδο λειτουργούσε ανασχετικά σε αυτό τον κλονισμό. Το κοινωνικό τίμημα της ένταξης του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό προσωπικό που δεν έχει “αυταπάτες” – πέρα από τη συνέχεια μιας πολιτικής που βαθαίνει την κοινωνική παρακμή και οικονομική δυσπραγία – είναι η στέρηση από την κοινωνία κάποιου πολιτικού στηρίγματος που διέπεται από ορθολογισμό και ευαισθησία. Η αδυναμία πλέον πολιτικής εκπροσώπησης της μη συμμόρφωσης με τις τοξικές συνθήκες διαβίωσης και την έλλειψη προοπτικής – λειτουργία που επιτελούσε ο ΣΥΡΙΖΑ συμβάλλοντας στην ανάσχεση της παρακμής όπως είπαμε – διοχετεύει (αυτο)καταστροφικές τάσεις στις διαπροσωπικές σχέσεις ενισχύοντας την υπόκωφη κοινωνική βία και απειλώντας την κοινωνική συνοχή με τη βαθύτερη έννοια του όρου.

Ως εκ τούτου έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου πλέον η παρακμή υπερβαίνει την πολιτική μας φαντασία. Απέναντι σε μια πολύ επικίνδυνη περίοδο οι δυνάμεις της χειραφέτησης εισέρχονται αποδεκατισμένες και αποσυσπειρωμένες αλλά με ένα πλεονέκτημα. Δεν μπορούν πλέον να εγκλωβιστούν σε παρωχημένα σχήματα και νοοτροπίες. Και αυτό δεν είναι λίγο καθώς ανοίγει το βλέμμα και την προοπτική να αξιοποιήσουμε δυνατότητες και εργαλεία που δεν μπορούσαμε μέχρι τώρα. Βεβαίως, η κατάσταση θα ήταν πολύ διαφορετική αν ο ΣΥΡΙΖΑ στην πλειοψηφία του είχε παραμείνει πιστός στη μη συμμόρφωση με τη στρατηγική που εμβαθύνει την κοινωνική παρακμή και εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους. Η ύπαρξη ενός μαζικού, πανελλαδικού φορέα που θα επέλεγε να απεγκλωβιστεί από μια καταστροφική πολιτική στρατηγική και ο οποίος θα έστρεφε το σύνολο των δυνάμεών του στο κοινωνικό πεδίο, ώστε από κοινού με τους πολίτες να διερευνήσει όλα όσα δεν κατάφερε την περίοδο 2012-1014, θα δημιουργούσε άλλα δεδομένα στην ελληνική κοινωνία και θα εξέπεμπε ένα σήμα για έγκαιρη τροποποίηση της στρατηγικής στις δυνάμεις της αριστεράς σε όλη την Ευρώπη.

Μια τέτοια επιλογή θα είχε πολιτικό κόστος βραχυπρόσθεσμα σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού, αλλά την ίδια στιγμή θα μπλόκαρε την υλοποίηση της πολιτικής που σήμερα μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κάνει πραγματικότητα. Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ θα εμπέδωνε την κοινωνική του εξουσία στις φτωχές και υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας. Με αυτό τον τρόπο θα εξαφάνιζε την επιρροή ακροδεξιών και εθνικιστικών αντιλήψεων στο τμήμα του πληθυσμού που είναι περισσότερο χτυπημένο από την κρίση και θα διέθετε πραγματικά κοινωνικά εργαστήρια για τη γιγάντωση θεσμίσεων και δικτύων αυτο-οργάνωσης που θα μπορούσαν να στηρίξουν ουσιαστικά την πολιτική του παρουσία και δύναμη σε ένα τοξικό πολιτικό περιβάλλον.

Αντιθέτως, σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ εμβαθύνοντας την πολιτική που αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο την κοινωνία απομακρύνεται από τα λαϊκά στρώματα τα οποία είναι πλέον ανοχύρωτα μπροστά στη ρητορική και πρακτική της ακροδεξιάς, ενώ τα μεσαία στρώματα που θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος των “ταξικών”6 επιλογών μια κυβέρνησης με αναφορά στην αριστερά πολύ σύντομα θα αποσύρουν την όποια στήριξή τους στην κυβέρνηση. Πρόκειται για μια στρατηγική χωρίς πολιτική βιωσιμότητα με τεράστιες συνέπειες για την κοινωνία κυρίως υπό το πρίσμα της έλλειψης ένος πανελλαδικού, συλλογικού αναχώματος με ισχυρές συνδέσεις με τις λαϊκές τάξεις που θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρό εργαλείο στην επικίνδυνη φάση που έχουμε μπει.

7. Όπως όμως και να ήρθαν τα πράγματα, οι απαιτήσεις δεν αλλάζουν επειδή έχουμε βρεθεί σε δυσχερέστερη υποκειμενική θέση σήμερα. Οι δυνάμεις που διαθέτει η ελληνική κοινωνία για την επιβίωση και προστασία της είναι μεγάλες αρκεί να μάθουμε από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και να είμαστε επινοητικοί/ες και τολμηροί/ες την επόμενη περίοδο. Και κυρίως να είμαστε ικανοί/ες να αντιληφθούμε τις δυνατότητες που υπάρχουν γύρω μας και να συμβάλουμε ώστε να τεθούν σε κίνηση οι διεργασίες που είναι συμβατές με τη μεταβατική ιστορική φάση στην οποία έχουμε ήδη εισέλθει.

1 Παρά τη νωθρότητα που εμφάνισε η ελληνική κοινωνία τα προηγούμενα χρόνια όπως όλες οι κοινωνίες που αφέθηκαν στην “αγκαλιά” του περίφημου “τέλους της ιστορίας”.

2 Όπως είναι προφανές σε όσους και όσες έζησαν τις κομματικές διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ πριν από την περίοδο που συζητάμε, οι συλλογικές διαδικασίες και οι επιχειρησιακές λειτουργίες έπασχαν σοβαρά και από πριν. Ωστόσο, την περίοδο για την οποία συζητάμε εμφανίζεται μια ραγδαία επιδείνωση.

3Πέρα από τον νεοφιλελεύθερο μετασχηματισμό του κράτους υπάρχει πάντα και το διακύβευμα της αποτελεσματικής εμπλοκής με τη γραφειοκρατική νοοτροπία και πρακτική που χαρακτηρίζει τις κρατικές λειτουργίες. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αποσυνδέσουμε τα δύο αυτά μέτωπα, καθώς παρά τη σχετική της αυτονομία η κρατική γραφειοκρατία δεν είναι ουδέτερη ως προς τα οργανωσιακά της χαρακτηριστικά, τις στοχεύσεις και τα αποτελέσματά της. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέπτυξε κάποια μεθοδολογία ή επιχειρησιακούς “κανόνες εμπλοκής” ούτε με την “παραδοσιακή” κρατική γραφειοκρατία.

4Ακροθιγώς και ενδεικτικά να αναφέρουμε α) το νέο κύμα τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας (και τις αλλαγές που παράγουν στη διάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων και θεσμίσεων), β) τις τεράστιες ποσότητες ψηφιακών δεδομένων (και τις αλλαγές που ήδη φέρνουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ανθρώπινης δραστηριότητας) και γ) την ωρίμανση τεχνολογιών αυτοματοποίησης (που αναμένεται να διαρρήξουν παγιωμένες νόρμες οργάνωσης των κοινωνιών και της παραγωγής).

5Ενδεικτικά να αναφέρουμε την κλιματική αλλαγή που πλέον έχει επιταχυνθεί συμβάλλοντας αποφασιστικά στην πυροδότηση μεγαφαινομένων όπως μεταναστευτικά ρεύματα και πόλεμοι (πχ η ξηρασία στη Συρία αποτέλεσε έναν υπόγειο παράγοντα που κατέστησε ασφυκτική τη ζωή σε έναν κόμβο γεωπολιτικής έντασης, επιτείνοντας εντάσεις και αδιέξοδα).

6Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτό που εμφανίζεται ως “ταξική” πολιτική υπέρ των πιο αδύναμων στρωμάτων επειδή τα βάρη μεταβιβάζονται σε αυτούς που δεν έχουν ακόμη φτωχοποιηθεί (με αποτέλεσμα και τη δική τους κατάρρευση) δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως πολιτική υπέρ των φτωχών. Αν το αποτέλεσμα δεν είναι η άρση των συνθηκών φτώχειας τους αλλά μόνο η μη περαιτέρω επιβάρυνσή τους τότε σε συνδυασμό με την φτωχοποίηση τμημάτων που δεν είχαν φτωχοποιηθεί, μάλλον πρέπει να μιλάμε για διεύρυνση της φτώχειας παρά για “ταξική” πολιτική υπέρ των φτωχών.

Συνέντευξη στο «Δρόμο της Αριστεράς»: Η πιο θετική διέξοδος είναι να σκεφτούμε σοβαρά μια νέα στρατηγική

Συνέντευξη στον Δρόμο της Αριστεράς και στον Γιώργο Παπαϊωάννου στις 29/8/2015

Ο Ανδρέας Καρίτζης ήταν μέχρι πριν από περίπου ένα χρόνο μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ. Είχε παραιτηθεί «αθόρυβα», παραμένοντας μέλος της Κ.Ε., διαπιστώνοντας σημαντικές ελλείψεις στην πολιτική στρατηγική και τον κεντρικό συντονισμό του κόμματος. Μετά τις τελευταίες εξελίξεις, αποστασιοποιείται συνολικότερα από τα όργανα του κόμματος και την πολιτική που αυτό εφαρμόζει και την Παρασκευή 28 Αυγούστου, δημοσιοποίησε την παραίτησή του από την Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ.

Μιλήσαμε μαζί του για τους λόγους που οδήγησαν στη σημερινή εξέλιξη και τα βασικά προβλήματα στην στρατηγική αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ. «Μια άλλη μεθοδολογία θα ήταν να ρίξουμε όλο μας το βάρος στην απελευθέρωση των δυνατοτήτων των ανθρώπων», τονίζει ο Ανδρέας Καρίτζης και επισημαίνει ότι «πολύ λιγότερα πράγματα παίχτηκαν το 2015, απ’ ό,τι στην περίοδο από το 2012 μέχρι το 2015», δίνοντας έμφαση στην «προετοιμασία» του ΣΥΡΙΖΑ για τη διακυβέρνηση. Μιλώντας, τέλος, για το τι είναι αναγκαίο να γίνει σήμερα, ο Α. Καρίτζης δηλώνει: «Δεν μιλάμε για μια πολιτική στρατηγική ενός πολιτικού προσωπικού, αλλά για μια πολιτική στρατηγική μιας κοινωνίας που τίθεται σε κίνηση για να αμυνθεί και να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της».

Είχες θέσει πριν από ένα περίπου χρόνο, το δίλημμα «ανύψωση του φρονήματος ή διαπαιδαγώγηση στην υποταγή». Αν το πούμε κάπως συμβολικά (γιατί στην πραγματικότητα δεν ισχύει, αυτά κρίθηκαν σε ευρύτερες διαδικασίες και χρόνους) από την Κυριακή του δημοψηφίσματος μέχρι την Κυριακή της συμφωνίας μοιάζει σαν να διανύθηκε αυτή η απόσταση…

Πράγματι, το δημοψήφισμα, το φρόνημα που έδειξε και το αποτέλεσμά του, είναι φανερό ότι βρίσκονται σε αντίθεση με την τελική έκβαση της συμφωνίας και με την αίσθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Αλλά αυτό κυρίως οφείλεται στο γεγονός ότι δεν χαρακτήρισε το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, η μεθοδολογία που απαιτείται για να έρθουν αποτελέσματα μπροστά σε μια νέα συνθήκη πολιτικής, όπως αυτή που διαμορφώνεται, με το τέλος της δημοκρατίας στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Δεν είχαμε, να το πω διαφορετικά, τροποποιήσει κατάλληλα και έγκαιρα τη φυσιογνωμία, τη μεθοδολογία και την αντίληψή μας για την πολιτική. Είχαμε μείνει σταθερά στο ότι θα γίνει σεβαστή η δημοκρατία. Κάτι που φαινόταν από πριν ότι δεν θα συμβεί και άρα θα έπρεπε με έναν τρόπο να είχαμε προετοιμάσει μία διαφορετική στρατηγική.

Φαινόταν όμως από πριν, όπως είπες, υπήρχαν τα δείγματα για το ποια θα είναι η αντιμετώπιση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Γιατί αυτό δεν υπολογίστηκε στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ; Είναι θέμα έλλειψης κάποιων κριτηρίων κατανόησης, ιδεολογικής και πολιτικής αντίληψης;

Υπάρχουν δύο βασικές εξηγήσεις. Η μία, η θετική ας πούμε, είναι ότι μιλάμε για μια μείζονα ιστορική εξέλιξη όταν αναφερόμαστε στο τέλος της δημοκρατίας στην Ευρώπη, άρα ακόμα κι αν κανείς είχε αυτή την εκτίμηση, θα ήταν δύσκολο να την μετουσιώσει σε πολιτική και να οδηγήσει σε μια άλλη έκβαση την διαπραγμάτευση. Η αρνητική εξήγηση είναι ότι η παραδοσιακή Αριστερά, όντας εμποτισμένη από έναν τρόπο άσκησης πολιτικής όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, φάνηκε να βολεύεται σε μια τέτοιου τύπου πολιτική και δεν είχε την τόλμη και το θάρρος να διερευνήσει άλλες μεθοδολογίες, οι οποίες όμως ήταν απαραίτητες απ’ ό,τι φάνηκε.

Ποια θα ήταν, λοιπόν, μια άλλη άσκηση πολιτικής, μια μεθοδολογία πέρα από την παραδοσιακή;

Η γνώμη μου είναι ότι αυτό που φάνηκε είναι ότι δεν έχουμε την ισχύ να επιβάλουμε ως κοινωνία, τον σεβασμό από τα κέντρα ισχύος στις επιλογές μας. Μας λείπει η ισχύς. Είχαμε μια άποψη, ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η κατάκτηση της κυβέρνησης, ας το πούμε έτσι, θα μας δώσει τα απαραίτητα ποσά ισχύος. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Μια άλλη μεθοδολογία θα ήταν να ρίξουμε όλο μας το βάρος στην απελευθέρωση των δυνατοτήτων των ανθρώπων, ώστε να φτιαχτούν κοινωνικές και οικονομικές διαδικασίες τέτοιες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάποια αυτονομία των βασικών λειτουργιών της κοινωνίας, ώστε να μην εξαρτόμαστε τόσο πολύ από αυτούς που ελέγχουν τη ροή του χρήματος και μπορούν να επιβάλουν, τελικά, τις πολιτικές τους, υπό την απειλή ότι θα καταρρεύσουν οι βασικές λειτουργίες της κοινωνίας.

Υπάρχουν αυτές οι δυνατότητες και θα μπορούσαν να δώσουν λύσεις;

Είμαστε μια κοινωνία με πολύ μεγάλες δυνατότητες, αλλά δεν ήταν στο επίκεντρο της δικής μας πολιτικής μεθοδολογίας η απελευθέρωσή τους. Με την έννοια των παραγωγικών κυκλωμάτων, των οικονομικών και κοινωνικών θεσμίσεων και πρακτικών, που θα μας έδιναν τη δυνατότητα να έχουμε πραγματική ισχύ στη διαπραγμάτευση. Να μην εξαρτάται η έκβαση της διαπραγμάτευσης από το αν θα γίνει σεβαστό ή όχι το εκλογικό αποτέλεσμα.

Με τον τρόπο αυτό θεωρείς ότι δεν έλειψε απλώς ένα εναλλακτικό οικονομικό σχέδιο, αλλά η σύνδεση με τις ανάγκες της κοινωνίας και η στήριξη σε αυτήν. Αυτό, όμως, θα χρειαζόταν μια άλλη, πολύ πιο βαθιά προετοιμασία όλο το τελευταίο διάστημα, η οποία δεν έγινε.

Ακριβώς για αυτό η γνώμη μου είναι ότι πολύ λιγότερα πράγματα παίχτηκαν το 2015, από ό,τι στην περίοδο από το 2012 μέχρι το 2015. Τότε υπήρχε ο χρόνος να προσαρμοστείς στις νέες συνθήκες και να αναπτύξεις μια άλλη πολιτική στρατηγική που δίνει έμφαση στην απελευθέρωση δυνατοτήτων και την παραγωγή αυτών των διαδικασιών που έλεγα πριν, που θα σου έδιναν τη δυνατότητα, εν μέρει, να έχεις την κοινωνία και τους πολίτες, τους ανθρώπους, ενεργητικούς. Όχι με την έννοια μόνο της διεκδίκησης, αλλά και της αυτόνομης επιτέλεσης των βασικών λειτουργιών της κοινωνίας. Όσο ήταν δυνατό, βέβαια, γιατί προφανώς δεν μπορείς να αντικαταστήσεις όλο το κλασικό οικονομικό κύκλωμα με άλλες διαδικασίες. Μπορείς, όμως, τουλάχιστον να έχεις μία τέτοια κατεύθυνση.

Αυτό, έτσι όπως το περιγράφεις, θα απαιτούσε μία ριζικά διαφορετική αντιμετώπιση του λεγόμενου εσωτερικού μετώπου. Είδαμε, όμως, ότι και στο μέτωπο αυτό -αν υποθέσουμε ότι στο μέτωπο της διαπραγμάτευσης υπήρχε ένα σημαντικό θέμα ισχύος- ενώ υπήρχαν πολλές κοινωνικές δυνάμεις που θα απαιτούσαν μια ρήξη με το πολιτικό σύστημα και την οικονομική ολιγαρχία, αυτό δεν έγινε.

Όντως, ας υποθέσουμε ότι ακόμα και με μια καλή προετοιμασία, θα μπορούσε το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης να είναι κακό γιατί είναι αρνητικός ο συσχετισμός δύναμης διεθνώς. Από την άλλη μεριά, για να αναδειχθούν οι δυνατότητες των ανθρώπων χρειάζεται και η απελευθέρωσή τους από κάποια δεσμά. Είναι σύμφυτο, δηλαδή, με μια αλλαγή νοοτροπίας για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το πολιτικό σύστημα, για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την εσωτερική οργάνωση της κοινωνίας. Εκεί που ακριβώς δεν υπήρχε εσωτερική -ας το πούμε έτσι- υπέρτερη δύναμη, φάνηκε ο ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει τη μέριμνα να αναπτύξει αυτά τα χαρακτηριστικά, να αναδείξει μια άλλη νοοτροπία διακυβέρνησης, μια άλλη σοβαρότητα ως προς τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το κράτος, και άρα να κάνει τις απαραίτητες κινήσεις και αναδιανομής αλλά και αντιμετώπισης χρόνιων παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας. Αναφέρομαι κυρίως στην αυθαιρεσία της ολιγαρχίας, αλλά και μία διοικητική νοοτροπία από τη μεριά και του κράτους, αλλά και του πολιτικού συστήματος, που κινείται στη βάση όχι κάποιου σχεδίου που έχει μια σοβαρότητα, ας πούμε, για το μέλλον της κοινωνίας, ένα όραμα κ.λπ., αλλά αντιμετωπίζει ευκαιριακά τα προβλήματα.

Ακόμα, όμως, και βλέποντας τη σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου ή τις τοποθετήσεις στελεχών σε οργανισμούς του Δημοσίου, φαίνεται ότι όχι μόνο δεν πήγε να δοθεί μια σύγκρουση, αλλά ότι οι εκπρόσωποι του παλιού πολιτικού και οικονομικού συστήματος, για παράδειγμα του Σημιτικού περιβάλλοντος κ.λπ., πήραν ρόλους και θέσεις στην κυβέρνηση.

Η γνώμη μου είναι ότι οδηγείσαι σε τέτοιες επιλογές όταν δεν έχεις ένα σοβαρό σχέδιο μετασχηματισμού του κράτους και του πολιτικού συστήματος. Όταν απουσιάζει η αυτοπεποίθηση και η πίστη ότι αυτό που λες είναι κάτι που θα ήταν μια προσφορά για την ελληνική κοινωνία, πέρα και έξω ακόμη από το κλασικό δίπολο «Αριστερά-Δεξιά». Όταν αυτό το αίτημα της ελληνικής κοινωνίας, που είναι πολύ πιο βαθύ, δεν το αξιολογείς ως τέτοιο, όταν κινείσαι με μια αντίληψη και με μια κατεστημένη μεθοδολογία, είναι λογικό τα κριτήρια με τα οποία θα κρίνεις τους ανθρώπους που θα βάλεις να σχετίζονται με την πείρα στην κλασική λειτουργία του κράτους.

Ανάμεσα σε όλα τα άλλα που συζητάμε, έχουμε και την ακύρωση του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ. Οι αποφάσεις της Κ.Ε., ακόμα και της τελευταίας για έκτακτο συνέδριο, ακυρώνονται ή αγνοούνται. Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα βλέπουμε να αποσαρθρώνεται. Πιστεύεις ότι μετατρέπεται σε έναν οργανισμό διαφορετικό; Μήπως οδηγείται σε μια «ΠΑΣΟΚοποίηση» με ένα δυναμικό, σε μεγάλο βαθμό κρατικοποιημένο, που θα στηρίζει τυφλά μία ηγεσία;

Είναι το αποκορύφωμα της έλλειψης βούλησης και ενδιαφέροντος για να αλλάξουν τα πράγματα. Το κόμμα θα έπρεπε να είναι η δύναμη και το όπλο μιας κυβέρνησης που θα ήθελε πραγματικά να κάνει τομή στην ελληνική κοινωνία και να αλλάξει το καθεστώς και τις νοοτροπίες που το συνοδεύουν. Δηλαδή, μέσα από δημοκρατικές λειτουργίες να αφουγκράζεσαι τη θέληση και τη βούληση των ανθρώπων που είναι ενεργοί και δραστηριοποιούνται. Είναι το αποκορύφωμα του ότι δεν είσαι σε θέση να επιτελέσεις αυτόν τον ρόλο που τόσο πολύ ζητά η ελληνική κοινωνία. Αυτό είναι το δυστύχημα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε, ακόμα και ανεξαρτήτως της διαπραγμάτευσης και της δυσκολίας της, να συνεισφέρει θετικά στην αναγέννηση -ας το πούμε έτσι- της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας. Και δεν το κάνει. Αποκορύφωμα αυτού του πράγματος είναι η υποτίμηση, απαξίωση και τελικά κατάργηση των δημοκρατικών διαδικασιών. Σαν να μην έχουν καταλάβει ότι ο βασικός λόγος της αρνητικής αποτίμησης όλων των κομμάτων που κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο, ήταν ότι σταδιακά αποκόπηκαν από τη δυνατότητά τους να έχουν πρόσβαση και σχέση με την κοινωνία, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την συμμετοχή κάποιων ανθρώπων σε ένα κόμμα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται σε ένα, ας το πούμε έτσι, κόμμα της Κεντροαριστεράς που θα διαχειριστεί την κατάσταση. Έτσι, θα μπορούσαμε να έχουμε δύο πόλους, μία Κεντροαριστερά, κυρίως υπό τον ΣΥΡΙΖΑ, και μία Κεντροδεξιά που είναι ζητούμενο και αυτή να ανασυγκροτηθεί. Βλέπεις το πολιτικό σκηνικό να μπορεί να «περπατήσει» έτσι;

Θα έλεγα ότι αυτό θα μπορούσε να είναι μία βάσιμη πρόβλεψη, που όμως για να επαληθευτεί χρειάζεται μία στοιχειώδη οικονομική και κοινωνική ευστάθεια, την οποία εγώ δεν βλέπω για το επόμενο διάστημα. Γι’ αυτό, αν θέλεις, αν είχε κάποιος αυτόν τον στρατηγικό προσανατολισμό, είναι λάθος, όχι μόνο γιατί δεν είναι αριστερός, αλλά και γιατί δεν είναι πολιτικά βιώσιμος…

Δηλαδή θα πάμε σε μια ακόμα πιο ρευστή κατάσταση που δυσκολεύει τέτοιους σχεδιασμούς;

Ακριβώς. Η κατάσταση δεν θα σταθεροποιηθεί, πράγμα που σημαίνει ότι αυτά τα μοντέλα δεν δημιουργούν αυτό που έχουμε ζήσει στο παρελθόν, παλιές καταστάσεις ως προς την πολιτική εκπροσώπηση, και μία, ας πούμε, έστω μακροημέρευση σε επίπεδο εξουσίας. Θεωρώ, για αυτό το λόγο, ότι πολύ σύντομα όλες αυτές οι στρατηγικές θα αναθεωρηθούν απ’ όλες τις κατευθύνσεις και απ’ όλες τις πλευρές.

Τι κάνουμε από εδώ και πέρα; Φαίνεται ότι το λαϊκό φρόνημα, για το οποίο μιλήσαμε στην αρχή, έχει δεχτεί αρκετά χτυπήματα και είναι καταρρακωμένο, ειδικά με την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στις δυνάμεις που υποστηρίζουν μία μνημονιακή λύση. Βλέπουμε να υπάρχουν προτάσεις μιας γρήγορης και άμεσης άλλης λύσης και μιας καινούργιας αριστερής ενότητας. Εσύ, μέσα από ποιους δρόμους βλέπεις να μπορεί να ανασυγκροτηθεί ο λαϊκός παράγοντας ή να ανυψωθεί το λαϊκό φρόνημα στις σημερινές συνθήκες πλέον;

Καταρχήν να πω για το φρόνημα του κόσμου όπως εκφράστηκε στο δημοψήφισμα, ότι αυτό μπορεί να δέχτηκε πλήγματα από το πώς κινήθηκε η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ μετά, ωστόσο δεν έχει χάσει τα καύσιμά του. Το δεύτερο είναι ότι μετά από μία στρατηγική ήττα, γιατί τέτοια είναι, δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις και ειδικά σε σύντομο χρονικό διάστημα, εύκολες θετικές προτάσεις διεξόδου. Η πιο θετική διέξοδος από αυτή την κατάσταση είναι να σκεφτούμε σοβαρά μια νέα πολιτική στρατηγική που να συνάδει με τις απαιτήσεις της περιόδου για να είμαστε, αν μη τι άλλο, χρήσιμοι στην κοινωνία. Άρα θεωρώ ότι όλες οι λύσεις που εμφανίζονται βραχυπρόθεσμα και ειδικά κάτω από μια κατεπείγουσα προσφυγή στις κάλπες δεν αποτελούν πραγματικές διεξόδους.

Τι θα απαιτούσε, κατά τη γνώμη σου, μια σοβαρή προσπάθεια απάντησης στη σημερινή συγκυρία;

Η έμφαση στο φρόνημα και μια νέα πολιτική στρατηγική. Δηλαδή, η ενίσχυση του φρονήματος από τη μια, αλλά και η τοποθέτηση της απελευθέρωσης των δυνατοτήτων των ανθρώπων στο επίκεντρο της πολιτικής μας στρατηγικής. Να κατανοήσουμε βαθιά ότι η κοινωνία θα υπερασπιστεί αποτελεσματικά τον εαυτό της όταν καταφέρουν οι πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς ή κάποια πολιτική δύναμη, να φτιάξει εργαλεία, ώστε οι άνθρωποι που έχουν δυνατότητες να μπορούν πραγματικά να τις χρησιμοποιήσουν για να παράξουν θετικά και δημιουργικά εγχειρήματα μέσα στην κοινωνία. Παραγωγικά, κοινωνικά, εγχειρήματα πάσης φύσεως τα οποία θα αρχίσουν να απελευθερώνουν την κοινωνία από πριν και όχι μόνο μέσω μιας αλλαγής σε επίπεδο διακυβέρνησης.

Από αυτά που λες, προκύπτει ότι χρειάζεται μία πιο σύνθετη διαδικασία και όχι λύσεις που διαμορφώνονται από τα «πάνω» ή από ένα τμήμα του προσωπικού της Αριστεράς ή του ΣΥΡΙΖΑ.

Θεωρώ ότι η πολιτική στρατηγική πρέπει να είναι πολυπρόσωπη, πολυδιάστατη, με έμφαση στη δημιουργικότητα και στην πολυδιάστατη παραγωγή πραγμάτων και καταστάσεων. Δεν μιλάμε για μια πολιτική στρατηγική ενός πολιτικού προσωπικού, αλλά για μια πολιτική στρατηγική μιας κοινωνίας που τίθεται σε κίνηση για να αμυνθεί και να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της. Αυτό ήδη συμβαίνει και το θέμα είναι να βρει η Αριστερά τον τρόπο ώστε να συμβάλει σε αυτό, να το ενισχύσει και να το κάνει και ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο.

Επιστολή παραίτησης από την Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ

Με λύπη γνωστοποιώ την παραίτησή μου από την Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ. Η κοινωνικά οδυνηρή και πολιτικά μη βιώσιμη επιλογή εφαρμογής του προϊόντος ενός πραξικοπήματος σε συνδυασμό με τη μεθοδολογία λήψης τέτοιων κρίσιμων αποφάσεων διαμόρφωσαν ένα πολιτικό περιβάλλον και μια στρατηγική που με απορρίπτει. Η κατάργηση συλλογικών και δημοκρατικών διαδικασιών, το έλλειμμα πολυδιάστατης και σε βάθος ανάλυσης και ο κοντόθωρος πολιτικός ορίζοντας έχουν πλέον διαμορφώσει μια νοοτροπία πολιτικής σε συνέχεια και όχι σε ρήξη με το παρελθόν. Μια νοοτροπία που δεν επιτρέπει την ουσιαστική ανασυγκρότηση και τον επαναπροσδιορισμό, στοιχεία απαραίτητα μετά από μια ήττα για την χάραξη μιας πολιτικά βιώσιμης και κοινωνικά χρήσιμης νέας στρατηγικής.

Η εν λόγω νοοτροπία δεν προέκυψε ξαφνικά, ενδυναμώνεται και αναπτύσσεται καιρό τώρα. Και αν μετά από μια μείζονα πολιτική εξέλιξη όπως η έκβαση της διαπραγμάτευσης η νοοτροπία αυτή όχι μόνο δεν εγκαταλείπεται αλλά αντίθετα παγιώνεται τότε δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια. Από την άλλη μεριά, η τεράστια μάζα των ανιδιοτελών συντρόφων και συντροφισσών του ΣΥΡΙΖΑ, ανεξαρτήτως των επιλογών τους αυτό το διάστημα, θα αποτελεί για εμένα πάντα πηγή δύναμης και αισιοδοξίας. Όλα όσα μας απομακρύνουν σήμερα δεν πρόκειται να σπάσουν τους δεσμούς μεταξύ μας, οι οποίοι σφυρηλατήθηκαν σε μια απίστευτα δύσκολη αλλά και συναρπαστική πορεία.

Η κοινωνία βρίσκεται ήδη σε μια μεγάλη κινητικότητα, τόσο για να επιβιώσει όσο και για να αποκτήσει ισχύ απέναντι σε αυτονομημένους από τη λαϊκή βούληση θεσμούς που ελέγχουν σήμερα τις βασικές της λειτουργίες έχοντας καταλύσει τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία. Χιλιάδες άνθρωποι αγωνίζονται καθημερινά, βασιζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις. Δεν αποτελεί αποδεκτή επιλογή να σταθούμε απέναντί τους. Αυτή είναι η δική μου προτεραιότητα. Προσωπικά, θα ταχθώ με όλες μου τις δυνάμεις στην υπηρεσία αυτής της δημιουργικής και ελπιδοφόρας κινητικότητας, η οποία εκφράστηκε με συγκλονιστικό τρόπο στο δημοψήφισμα.

Αν σκεφτούμε διαφορετικά, θέτοντας στο επικέντρο της πολιτικής τις ενσωματωμένες στους ανθρώπους δυνατότητες, θα συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε πολύ πιο δυνατοί/ες από όσο νομίζουμε. Αν πιστέψουμε στη δημοκρατία ως εργαλείο απελευθέρωσης των δυνατοτήτων των ανθρώπων, τότε τα όρια που μας θέτουν οι ελίτ δεν θα φαντάζουν ανυπέρβλητα. Αν πιστέψουμε στη δύναμη που έχουν οι άνθρωποι μέσα τους, τότε θα αποκτήσουμε την αυτοπεποίθηση που απαιτούν οι περιστάσεις.

Να μάθουμε λοιπόν από τα λάθη και την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και να εξελιχθούμε ώστε να γίνουμε πραγματικά αποτελεσματικοί και χρήσιμοι. Δεν ζούμε σε καιρούς αποστράτευσης, ζούμε σε καιρούς που απαιτούν τόλμη.

Αθήνα 28 Αυγούστου 2015

*Επιστολή με παρόμοιο περιεχόμενο εστάλη στον συντονιστή της Ο.Μ. ΣΥΡΙΖΑ Νέας Σμύρνης γνωστοποιώντας την παραίτησή μου από μέλος του ΣΥΡΙΖΑ δύο ημέρες αργότερα στις 30 Αυγούστου 2015.

Τομή στην ιστορία της Ευρώπης

Η Ελλάδα εξάντλησε όλα τα διαθέσιμα δημοκρατικά εργαλεία για την επίτευξη μιας συμφωνίας που θα αποτυπώνει ένα ελάχιστο σεβασμού στις ανάγκες ενός λαού που κατακρεουργήθηκε 5 χρόνια. Η τελευταία προσπάθεια ήταν η διεξαγωγή δημοψηφίσματος με το ελάχιστο ερώτημα: ναι ή όχι στη συνέχεια μιας καταστροφικής πολιτικής χωρίς καμιά προοπτική. Η ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη αποδεχθεί τη λιτότητα με τρεις όμως προϋποθέσεις που επιχειρούσαν να διατηρήσουν την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο παρά την αποδοχή παράλογων και επώδυνων μέτρων: τη δίκαιη κατανομή τους ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα, τη δυνατότητα άσκησης πολιτικών που θα εξισορροπούσαν τις υφεσιακές επιπτώσεις τους και τη διευθέτηση του χρέους ώστε να αλλάξει η πρόσληψη για την ελληνική οικονομία και την προοπτική της. Η απάντηση ήταν το τελεσίγραφο.

Παρά τα οικονομικά αντίποινα από τη μεριά των πιστωτών (κλείσιμο τραπεζών), τη χωρίς προηγούμενο μιντιακή προπαγάνδα και την τρομοκρατία από το σύνολο του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου μέσα και έξω από τη χώρα, ο ελληνικός λαός είπε το αυτονόητο: δεν μπορούμε να δεχθούμε οικειοθελώς τη διάλυση της ελληνικής κοινωνίας. Το μήνυμα ήταν σοκαριστικό και ελπιδοφόρο για την Ευρώπη. Οι δυνάμεις που οδηγούν την Ευρώπη στην παρακμή δεν είναι παντοδύναμες, οι λαοί δεν χειραγωγούνται σε βαθμό που θα αντιστοιχούσε στον πιο εφιαλτικό ολοκληρωτισμό.

Εκτοτε, εκτυλίσσεται η κλιμάκωση των εκβιασμών, η συνέχεια του οικονομικού πολέμου και η επιδίωξη ενός πραξικοπήματος. Ο ελληνικός λαός πρέπει να τιμωρηθεί γιατί τόλμησε να αμφισβητήσει την εξολόθρευσή του και ο Τσίπρας που συμβολοποιεί αυτή την αμφισβήτηση πρέπει να αποδομηθεί πλήρως. Η εικόνα που έβγαλαν οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ τους τελευταίους 6 μήνες και ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα δείχνει τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Ο συνδυασμός απίστευτης οικονομικής ισχύος με την παντελή έλλειψη σοφίας με την ουσιαστική έννοια του όρου διαμορφώνει ένα ζοφερό περιβάλλον. Είναι καθήκον όλων των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα -αλλά και στην Ευρώπη- ανεξαρτήτως ιδεολογικής προέλευσης και καταγωγής να συναισθανθούν το μέγεθος της απειλής. Οποιος νομίζει ότι η συντριβή του φορέα ενός μηνύματος τον απαλλάσσει και από το μήνυμα κάνει παιδαριώδες και εγκληματικό λάθος. Θα το βρει μπροστά του με τη μορφή του ανορθολογισμού, του εθνικισμού και του φασισμού. Και τότε το τέλος των κοινωνιών μας θα είναι ανεπίστρεπτο και φρικιαστικό. Η ευθύνη είναι ιστορικών διαστάσεων.

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος στις 13/07/2015

Όχι στο πιο βαθύ σκοτάδι

Στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου η ελληνική κοινωνία καλείται να πει Όχι στην κατάλυση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας που επιχειρείται τους τελευταίους μήνες. Καλείται να μην συναινέσει στην επιλογή των οικονομικών και πολιτικών ελίτ να αποσπάσουν οριστικά με πραξικοπηματικό τρόπο όλες τις κρίσιμες αποφάσεις από τα χέρια της.

Η ελληνική κυβέρνηση εκβιάστηκε ανοικτά: είτε προδίδει την εντολή που πήρε, συναινεί στην κατάλυση της δημοκρατίας και δεσμεύεται να συνεχίσει την κοινωνική λεηλασία των Μνημονίων είτε η Ελλάδα θα υποστεί οικονομικό πόλεμο μέχρι να ανατραπεί. Το «πρόβλημα» των ελίτ δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ ή ο Τσίπρας, αλλά αυτό που συμβολίζουν με την «εμμονή» τους στην τήρηση της λαϊκής εντολής: την άρνηση αποδοχής της νέας απολυταρχίας και την άρνηση αποδοχής μιας αναξιοπρεπούς ζωής για την πλειοψηφία των πολιτών. Αυτή η «εμμονή» είναι ασυγχώρητη και για αυτό δεν θέλουν συμφωνία.

Από την ελληνική κυβέρνηση δεν θέλουν τίποτα λιγότερο από το να υποταχθεί στα Μνημόνια (να συμφωνήσει δημόσια σε πράγματα που διαφωνεί), να τιμωρηθεί (να υποστεί οικονομικά πλήγματα η χώρα) και να αποτύχει (να πέσει). Δεν θέλουν από την κυβέρνηση μόνο να αποδεχθεί τα Μνημόνια, θέλουν και να πέσει. Στην ευρωπαϊκή μάχη εναντίον της δημοκρατίας οι ελίτ δεν χρειάζονται να περιφέρουν στις άλλες χώρες τη συνθηκολόγηση του Τσίπρα, του ΣΥΡΙΖΑ και του λαού, αλλά την πτώση του Τσίπρα, τη συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ και την ταπείνωση του λαού. Αυτό το σκληρό μήνυμα θέλουν να δώσουν για να αναχαιτίσουν τη διογκούμενη δυσαρέσκεια στην Ευρώπη από τη λιτότητα και την σύγχρονη απολυταρχία που οικοδομείται.

Μπροστά σε εκβιασμούς και τελεσίγραφα, η κυβέρνηση προσέφυγε στους πολίτες. Γιατί ο πραγματικός στόχος, ο πραγματικός αντίπαλος είναι εμείς, οι πολίτες και το δικαίωμά μας να έχουμε λόγο για αυτά που μας αφορούν. Ακούμε ότι το δημοψήφισμα αφορά τη θέση της χώρας στην Ευρωζώνη. Δυστυχώς το δημοψήφισμα αφορά κάτι πολύ πιο βαθύ και υπαρξιακό: αφορά τη θέση της χώρας ανάμεσα στις κοινωνίες που συνεχίζουν να έχουν στοιχειώδη λαϊκή κυριαρχία και δημοκρατία. Ο κίνδυνος δεν είναι η έξοδος της Ελλάδας από ένα κοινό νόμισμα, αλλά η αποδοχή ότι η δημοκρατία δεν χωράει στην Ευρωζώνη.

Η χρηματοδοτική ασφυξία, το κλείσιμο των τραπεζών, η απειλή της χρεοκοπίας κ.ο.κ. συνθέτουν ένα σκηνικό οικονομικού πολέμου ώστε η ελληνική κοινωνία να αποδεχθεί τον μονόδρομο της μνημονιακής παρακμής. Η ανοικτή πλέον προπαγάνδα των ΜΜΕ, οι πολιτικές επιλογές θεσμών και οργάνων της Ευρωζώνης, η τρομοκρατία στους χώρους εργασίας κ.ο.κ. διαμορφώνουν ένα πείραμα βιοπολιτικής που στοχεύει στην υποταγή των πολιτών: να ψηφίσουν Ναι στο ότι δεν θα έχει νόημα από εδώ και στο εξής η ψήφος τους σε οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία.

Η σύλληψη είναι μεγαλειώδης. Αντί να περιορίσουν το εκλογικό δικαίωμα, σήμερα επιχειρούν να περιορίσουν την πολιτική εμβέλεια της καθολικής ψήφου. Η ψήφος δεν θα αφορά τα κρίσιμα θέματα της οικονομίας και της κοινωνίας, αλλά τα πρόσωπα που καλούνται να διαχειριστούν αποφάσεις που υπαγορεύουν οι ελίτ.

Ένα τεράστιο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας έχει κατακρεουργηθεί τα τελευταία πέντε χρόνια. Μέσα από μια απίστευτη μάχη με τον αυταρχισμό, τη βαρβαρότητα και τον κυνισμό των Μνημονίων και της λιτότητας η ελληνική κοινωνία αξίωσε το δικαίωμά της στην επιβίωση στις εκλογές του Ιανουαρίου. Της το αρνήθηκαν πέντε μήνες και την τελευταία βδομάδα βάλλεται από παντού ώστε να τσακιστεί η βούλησή της για επιβίωση. Η μάχη για το Όχι στο δημοψήφισμα είναι μια υπαρξιακή μάχη για τις λαϊκές τάξεις και τους πολίτες που δεν θέλουν να συμβιβαστούν με τη βαθιά και μακρόχρονη παρακμή στην οποία θα μας καταδικάσει το Ναι.

Ακούμε ότι το Όχι μπορεί να προκαλέσει ακόμα περισσότερα δεινά από τη μεριά των δανειστών, ακόμη περισσότερα οικονομικά πλήγματα, ακόμη μεγαλύτερη οικονομική επιδείνωση. Μπορεί. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει τίποτα αφού κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια τις αντιδράσεις των ελίτ μέσα και έξω από τη χώρα, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που επιδεικνύουν παντελή έλλειψη σεβασμού, κοινωνικής υπευθυνότητας και σοφίας.

Ωστόσο, αν επικρατήσει το Ναι δεν υπάρχουν αμφιβολίες για το τι θα συμβεί. Η επικράτηση του Ναι θα σημάνει το πιο βαθύ σκοτάδι για την Ελλάδα και την αρχή τους τέλους για την Ευρώπη. Ας μην έχουμε αυταπάτες. Το Ναι θα ισοπεδώσει την κοινωνία μας. Μια κοινωνία που απεμπολεί το δικαίωμά της να έχει λόγο για αυτά που την αφορούν και συναινεί στη βάρβαρη λεηλασία της είναι μια κοινωνία χωρίς μέλλον, μια κοινωνία που θα ηγεμονεύσει ο ανορθολογισμός, ο κυνισμός και η βαρβαρότητα σε όλα τα επίπεδα.

Ακόμη και όσοι διαφωνούν με την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ έχουν ιερή υποχρέωση να υπερασπιστούν το δικαίωμα της κοινωνίας μας να αποφασίζει αυτή για λογαριασμό της. Μια κοινωνία παραδομένη δεν έχει άλλη προοπτική από την παρακμή. Όταν σου ζητάνε να απεμπολήσεις τη δημοκρατία, τη λαϊκή κυριαρχία, την αξιοπρέπεια και την ελπίδα, τότε υπάρχει μόνο μια απάντηση: Όχι.

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής 4/7/2015

Τελεσίγραφο στην αξιοπρέπεια

Μερικές εβδομάδες μετά την ιστορική απόφαση των θεσμών να απαιτήσουν από την Ελλάδα υποταγή στην αποτυχημένη και καταστροφική πολιτική της λιτότητας -αδιαφορώντας επιδεικτικά για τη δημοκρατικά εκφρασμένη βούληση του ελληνικού λαού και τις πολύμηνες διαπραγματεύσεις-, οι θεσμοί προχώρησαν σε ένα ακόμη πλήγμα στη δημοκρατία στην Ευρώπη. Εκβίασαν την ελληνική κυβέρνηση λίγες ημέρες πριν από το τέλος της δανειακής σύμβασης με τελεσίγραφο: ή προδίδετε την κοινωνία υπογράφοντας ένα αβάστακτο και βάρβαρο μνημόνιο ή θα υποστείτε οικονομικά πλήγματα που απορρέουν από τη δυνατότητά μας να ελέγχουμε ζωτικές λειτουργίες όπως η χρηματοδότηση, το τραπεζικό σύστημα κ.ο.κ.

Μπροστά σε μια τέτοια πρωτοφανή κίνηση αυταρχισμού, την απροκάλυπτη επίθεση στη δημοκρατία και την προσπάθεια επιβολής ενός τεχνοκρατικά επενδεδυμένου ολοκληρωτισμού, η ελληνική κυβέρνηση δεν υποτάχθηκε, δηλαδή δεν πρόδωσε τον ελληνικό λαό όπως συνηθίσαμε να βλέπουμε την κατεστημένη πολιτική τάξη να κάνει τα τελευταία χρόνια. Η ελληνική πολιτεία αποφάσισε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος ώστε ο ίδιος ο λαός να υπερασπιστεί αξίες όπως η δημοκρατία, η ελευθερία και η λαϊκή κυριαρχία. Αξίες χωρίς τις οποίες καμία κοινωνία δεν έχει μέλλον και προοπτική. Αξίες που απειλούνται σήμερα σε όλη την Ευρώπη, αμαυρώνοντας τη δημοκρατική της παράδοση και υποθηκεύοντας επικίνδυνα το μέλλον της. Να υπερασπιστεί δηλαδή το δικαίωμά του να έχει λόγο στις κρίσιμες αποφάσεις για την πορεία του. Η επιλογή υπεράσπισης αυτών των αξιών δεν είναι εύκολη. Ποτέ δεν ήταν. Γιατί όταν φτάνουμε στο σημείο να απειλούνται αξίες όπως η ελευθερία, η δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία, αυτό σημαίνει ότι αυτός που την απειλεί είναι έτοιμος να πλήξει με κάθε μέσο έναν λαό που δεν αποδέχεται τη χρηματοοικονομική απολυταρχία που επιθυμούν να εγκαθιδρύσουν στην ήπειρο που γέννησε τη σύγχρονη δημοκρατία.

Στο δημοψήφισμα θα φτάσουμε κάτω από απειλές, τρομοκρατία και οικονομικά πλήγματα. Το ερώτημα του δημοψηφίσματος δεν αφορά το νόμισμα, όπως ακούγεται. Η απειλή την οποία καλούμαστε να αποτρέψουμε είναι δυστυχώς πολύ μεγαλύτερη. Μια κοινωνία χωρίς λόγο γι’ αυτά που την αφορούν είναι μια κοινωνία καταδικασμένη στην παρακμή, την εξαθλίωση και στον ανορθολογισμό. Είναι μια κοινωνία χωρίς καμία προοπτική. Το δημοψήφισμα είναι το δημοκρατικό εργαλείο υπεράσπισης της αξιοπρέπειας και της ελπίδας. Υπάρχουν στιγμές στην Ιστορία μας που χρειάστηκε να υπερασπιστούμε την κοινωνία μας με κάθε κόστος. Αυτό καλούμαστε να κάνουμε και τώρα.

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος στις 29/6/2015